Ο Κυριάκος Δημητρίου είναι καθηγητής της Ιστορίας των Ιδεών στο Πανεπιστήμιο Κύπρου.
ΒΙΒΛΙΑ
Ο Πλατωνικός Μύθος (2008) [Επιστημονικό σύγγραμμα]
Το Χειρόγραφο (2016) [Νουβέλα]
Τρεις μήνες και μια μέρα (2016) [Νουβέλα]
Άνθρωποι στο βαγόνι (2016) [Διηγήματα]
Το Κώμα (2017) [Νουβέλα]
ΤΟ ΚΩΜΑ (2017)
17 Αυγουστιάτικη πανσέληνος
Μάρμπουργκ, 1916
ΣΤΑ ΔΑΣΗ τού Μάρμπουργκ οι λυκάνθρωποι αλιεύουν στις ασημένιες λίμνες της σελήνης. Τον Αύγουστο φεγγοβολά η ολοστρόγγυλη σελήνη, σαν κρανίο
φωτισμένο, λαμποκοπούν στα ξέφωτα τα αβαθή έλη, στάμνες λουσμένες φωτοστέφανα. Το φεγγάρι ανεβαίνει ράθυμα στον ουρανό, ολόγιομο, αγκαλιά
μ’ ένα πορφυρό μεταλλικό δαχτυλίδι – το δέκατο τρίτο φεγγάρι του χρόνου. Το ασημένιο φως πλανιέται πάνω από την επιφάνεια των νερών -γυαλοκοπούν τα βαλτονέρια και τα ποτάμια-, γλιστρά μέσα από τις κουφάλες των γερασμένων δέντρων και τις βαθιές χαράδρες, φτάνοντας στα δροσερά ξέφωτα, καταβυθίζεται σιωπηλά στις απάνεμες σπηλιές, ενώ τα ερπετά ανασαλεύουν από ηδονή κι έρωτα. Απόψε οι σαύρες κι οι νυχτερίδες θ’ αγαπηθούν, τα
ερπετά θα γλυκοκοιτάξουν κατάματα το ένα το άλλο, και θα νιώσουν τον έρωτα να διαπερνά σύγκορμα τη σκληρόπετση ψυχή τους, αδάμαστη δύναμη – το ολόγιομο πνεύμα τού σύμπαντος κόσμου.
Ο πατέρας με κρατά σφιχτά από το χέρι και μ’ οδηγεί στο δάσος.
«’Απόψε, Λέναρντ, θα περπατήσαμε μέσα από τους αγρούς και τις καλαμιές, θ’ ανηφορίσουμε στους πρόποδες των αγγέλων και θ’ αναρριχηθούμε στις πιο ψηλές βουνοκορφές».
Νιώθω ευγνωμοσύνη, γιατί επιτέλους θα μάθω αν τις αυγουστιάτικες νύχτες με πανσέληνο πλημμυρίζουν τα δάση με ασχημομούρες, αναμαλλιασμένες μάγισσες και λυκανθρώπους, πού στήνουν χορό και γρυλίζουν στο ολονύχτιο πανδαιμόνιο, αρμέγουν το άργυρό αίμα του φεγγαριού, το πίνουν, και μεθοκοπούν και γίνονται ημίθεοι.
«Μισός άνθρωπος μισός λύκος, ό λυκάνθρωπος είναι καταραμένος, άκληρος απέθαντος θνητός, αναθεματισμένος, καταδικασμένος να ζει και να ξαναζεί αιώνια τη συμφορά του», μου είπε ο εφημέριος. Είναι παραμορφωμένος από τις στάχτες της προαιώνιας λάβας, την οργή του Θεού, και μοχθηρός· τον περισσότερο καιρό λουφάζει στο σκότος μέσα στις πυκνές φυλλωσιές και στα κρύα ρεύματα του βουνού, μα είναι φεγγαροχτυπημένος και σεληνομανής. Είναι ερωτευμένος με το φεγγάρι μ’ έναν έρωτα βαθύ, γιατί τον βγάζει -έστω και για λίγο- από τη μαύρη απεραντοσύνη της αιώνιας νύχτας.
Βαδίζουμε σβέλτα, βουβά, ανηφορίζουμε δαιμονισμένοι προς τις κακοτράχαλες πλαγιές και τα πετρώδη μονοπάτια· στα πόδια μας τσακίζονται με κρότο τα σάπια κόκαλα και τα ξερόκλαδα – τα φαρδιά φύλλα κάτω από τις βελανιδιές γίνονται κίτρινη σκόνη και βυθίζονται στο χώμα, πολύ βαθιά, στις
βρικολακιασμένες αδηφάγες ρίζες των δέντρων.
Είναι μεσάνυχτα, πλησιάζουμε στην κορφή τού βουνου. Είναι μεσάνυχτα στο Μάρμπουργκ, καί κρυώνω πολύ, φο-βάμαι πολύ.
Μεσάνυχτα – η σελήνη, ένας τεράστιος φανός, εποπτεύει μεσουρανίς τη μικροσκοπική ανθρωπότητα. Τώρα ντύθηκε το ασημοκόκκινο ατλάζι, μεγαλοπρεπής στον θρόνο του ουρανού, λες και πλύθηκε με αίμα, χτενίστηκε με αίμα, και το σώμα της μοιάζει άλικο κι ασημί. Οι πέτρινες λίμνες τού φεγγαριού και τα άδεντρα φαράγγια ξεχείλισαν μέλι πορφυρό.
Κρυώνω, πουντιάζω. Το χέρι μου σιγά-σιγά παγώνει – «Πατέρα, γιατί είναι τόσο κρύο το χέρι σου;»
Μέσα στη σιγαλιά της πανσέληνης νύχτας, στο πυροφόρο δάσος, ένας βόρειος άνεμος μουγκρίζει από μακριά, ξεσηκώνει στο πέρασμά του τις ψυχές
των δέντρων και των ζωντανών, καλπάζει με ορμή όπως τα άλογα του Αχιλλέα στον χάλκινο ουρανό. Τα δέντρα λυγίζουν, ικέτες, στο ξέφρενο κυνηγητό κι υστέρα σηκώνονται ψηλά, λες και θα πετάξουν. Μα οι ρίζες τα κρατούν στέρεα στη γη, σκίζεται η νύχτα σε δύο κομμάτια, κι εμείς μέσα στη νεκρική σχισμή τυφλές σκιές κουβαριασμένες.
«Πατέρα, γιατί λαμπυρίζουν τα μάτια σου σαν δύο σταγόνες φωτιάς; Πες μου».
30 Οι ψυχές ξεχύνονται στο δωμάτιο
Μόναχο, 1942
Το δωμάτιο γεμίζει σταχτιά καταχνιά. Οι σκιές τρυπώνουν στην κάμαρη από παντού – τις κλειδαρότρυπες, το παραβάν, τα παραθυρόφυλλα. Στριμώχνονται ανάμεσα στα έπιπλα, κολλάνε όπως οι βεντούζες στα τζάμια, γαντζώνονται στις κουρτίνες σαν χνουδωτές ταραντούλες. Τότε σχηματοποιούνται, γίνονται φιγούρες, σέρνουν τα βήματά τους η μία πίσω
από την άλλη, συνωστίζονται στο δωμάτιο, ο χώρος ξανοίγει, μεταμορφώνεται· βλέπω τώρα μια πλατιά αίθουσα με σκοτεινούς καθρέφτες. Καμία δεν μιλά, δεν έχουν μάγουλα, είναι ρουφηγμένα στα οστά του προσώπου, μονάχα οι μύτες ξεχωρίζουν, ξεφλουδισμένες, μοιάζουν με μάσκες τρόμου σε θέατρο του μακάβριου. Το δέρμα τους είναι καρβουνιασμένο και γκρίζο, άλλες σκιές είναι ακρωτηριασμένες. Μάτια
αιωρούνται στο ταβάνι, κομμένα μπράτσα με νούμερα κρατάνε ακόμα τις βαλίτσες τους – από μέσα ξεπηδούν κούκλες τσακισμένες, ακέφαλες, κατσαρόλια, βούρτσες, γόβες, κουρέλια.
Οι γυναίκες στέκονται βουβές, κοντοκουρεμένες, σχεδόν φαλακρές, με φαρδιές γκρίζες πιτζάμες και πρησμένες κοιλιές, λες κι εγκυμονούν έναν κοπιαστικό θάνατο. Από τις βαλίτσες τους σταλάζουν βαριές μαυροπράσινες σταγόνες, αίμα και λάσπη, και καθώς πέφτουν στο πάτωμα γίνονται μικρά φίδια πού στριφογυρίζουν συρίζοντας. Άλλες είναι γυμνές, το δέρμα τους είναι καμένο και ξεκολλά σαν λέπια, σώματα ψειριασμένα, γεμάτα πυώδεις πληγές. Τυφλές κι ανήμπορες, κουτουλάνε στους τοίχους, στο ταβάνι και στα τζάμια.
Στο πάτωμα μπουσουλάνε σκελετωμένα παιδιά· τα ρουθούνια τους ξεκαπνίζουν καμένο λίπος. Κάποιες στιγμές οι φιγούρες κουνιούνται ρυθμικά,
ανοίγουν το ζαρωμένο, ξεδοντιασμένο στόμα τους – «Είμαι ο αριθμός… ο αριθμός…». Πανδαιμόνιο, ένας γιγάντιος ψίθυρος μονάχα εισβάλλει στην κάμαρη, σαν να μηρυκάζει τον πόνο.
ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΣΤΟ ΒΑΓΟΝΙ (2016)
Τ0 ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΔΡΟΜΟΛΟΓΙΟ ΓΙΑ ΤΗ ΛΥΩΝ
Βρίσκομαι στο τρένο με προορισμό τη Λυών, αναμενόμενη ώρα άφιξης 12 και 5, χωρίς ενδιάμεσο σταθμό. Είναι βράδυ, περασμένες έντεκα. Μόλις πού πρόλαβα το τελευταίο δρομολόγιο – αναχώρηση 9 και 15 από το Παρίσι.
Κάθομαι στο βαγόνι της πρώτης θέσης κι ακούω τον συρμό να στριγγλίζει πάνω στις χιονισμένες ραγές, σκαρφαλώνοντας τις φιδίσιες στροφές του βουνού. Πιάνοντας μια στενή στροφή, το τρένο επιβραδύνει απότομα και βγάζει έναν δαιμονισμένο θόρυβο, τα φρένα σκαλίζουν τη σκουριά σαν λεπίδι, η σκουριά λιώνει από την τριβή και σμίγει με το νυχτωμένο χιόνι. Η νύχτα στο βουνό δεν μπορεί να κοιμηθεί, είναι εκκωφαντικός ο θόρυβος της μηχανής, απανωτές οι εκρήξεις στα σωθικά τού τρένου· κι έτσι παρακαλεί να εκτροχιαστεί ο καταραμένος συρμός, για να γαληνέψει. Κι αν κλείσει για λίγο τα μαύρα της βλέφαρα, τα δέντρα-γίγαντες του δάσους περπατούν με βαριά βήματα, ανασηκώνουν τον παγωμένο αέρα με τα κλωνάρια τους, σείεται η γη από τα τρίσβαθα, κι υστέρα μεταμορφώνονται σ’ εφιάλτες και την κυνηγούν. Οι γίγαντες του δάσους θέλουν να μείνει ξάγρυπνη η υγρή νύχτα, για να κοιμηθούν οι πετροκότσυφες στις αχυροφωλιές που κρέμονται -με τις κοιλιές τους γεμάτες γαλαζωπά αυγά-
από τα ψηλά κλωνάρια σαν γινωμένα τσαμπιά.
Κάτω από τις ράγες οι βράχοι αναστενάζουν στο σκοτάδι. Ευτυχώς που κάποιο καλοκαίρι τα μυρμήγκια άνοιξαν γαλαρίες κι είδαν λίγους σπόρους
γαλάζιο φως να χύνονται στο χώμα μέσα σε λίγες στάλες βροχής, πασκίζοντας να φυτρώσουν, θηλυκό κι αρσενικό φώς.
Μεγάλη στροφή, σφυρίζει το τρένο τρεις φορές, τέσσερις φορές, μουγκρίζει η ατμομηχανή καταπίνοντας λαίμαργα το μαύρο κάρβουνο, αγκομαχά σαν το κεφάλι τού λιονταριού που κουράστηκε να κυνηγά ελάφια στη γλιστερή άβυσσο. Κι υστέρα τα βαγόνια κλυδωνίζονται στο ξέφωτο από μια αρμαθιά αέρηδες που αντιπαλέψανε κάτω από το φεγγαρόφωτο και ειρήνεψαν, για να γίνουν σιδερένια γροθιά που πέφτει στη γη, λαξεύει τούς βράχους και σκάβει λαγούμια.
Σφυρίζει η αμαξοστοιχία με τα φώτα αναμμένα, μπρός-πίσω, και συρρικνώνονται τα λαχανιασμένα χιλιόμετρα στο φαράγγι, σαν να ξεκολλούν από τον χάρτη, και ναυαγούν στις κόγχες της νύχτας, λίγο πριν κοντέψουμε το πέτρινο γεφύρι – απόψε, στα πόδια του γεφυριού κοιμάται μια λίμνη μ’ ανθισμένα νερά, μπλε νούφαρα και λευκόχρυσους κρίνους. Η λίμνη μοσχοβολά βατράχια και πράσινα κοχύλια, η άμμος καρτερεί το φώς να κεντήσει το χρυσοκίτρινο υφάδι· μα δεν θα ξημερώσει απόψε, δεν θα
ξημερώσει αύριο, γιατί ούτε χθες ξημέρωσε.
Το τρένο πρέπει να φτάσει στον προορισμό του, να συναντήσει τα χρωματιστά όνειρα των τυφλών. Θέλω να κοιμηθώ και να ονειρευτώ τ’ απάνεμα όνειρα των τυφλών στ’ αμμουδερά μονοπάτια του νου, μα το σκοτάδι είναι πηχτό σαν βούρκος και καταβροχθίζει τα όνειρα. Ο εισπράκτορας εμφανίζεται υποβασταζόμενος από τα δεκανίκια μιας πένθιμης ελπίδας που σέρνεται στον ζαρωμένο διάδρομο· στο πηλήκιό του το έμβλημα είναι ένας χάλκινος πυρσός. Είμαι σ’ ένα τρένο που χάνεται σε μια άμορφη στάλα σκουριάς.
Θυμάμαι, πρέπει να θυμηθώ· στην εσπερινή ώχρα της αποβάθρας μ’ αποχαιρέτησε η Κλεμεντίν μ’ ένα φιλί στα χείλη σαν το ζεματιστό χάδι της προσευχής – «στο καλό, μόλις φτάσεις, να μου τηλεφωνήσεις». Πίσω της στέκεται διακριτικά ένα ζευγάρι, ο Βενσάν και η Σοφί, σηκώνουν τα χέρια ψηλά λες κι αγκαλιάζουν αόρατα τείχη ψελλίζοντας μελαγχολικά ένα ακαθόριστο «αντίο». Τούς βλέπω μέσα από το θαμπό τζάμι του βαγονιού, πού ολοένα μικραίνουν, ώσπου να σβήσουν οι εικόνες τους μες στο τεμαχισμένο μου βλέμμα – σπαράγματα μαραζωμένης μνήμης. Είχαμε αναχωρήσει βιαστικά από το καφέ «Λέ ντε Μαγκό», απέναντι από την εκκλησία Σαιν
Ζερμέν, αφού απολαύσαμε ζεστές κρέπες με αχλάδια, πασπαλισμένες με ζάχαρη άχνη, και μπάλες παγωτό βανίλια. Η Κλεμεντίν είχε βυθίσει τα μεγάλα μάτια της στα μάτια μου, κι έβλεπα με τα δικά της, ένα ζευγάρι μάτια θηλυκά, το μενεξεδί σούρουπο πού απλωνόταν νωχελικά στην Πόλη του Φωτός σαν εαρινή παλίρροια. Δεν ήθελε να ταξιδέψω με το τελευταίο τρένο για τη Λυών.
Όταν ο Βενσάν παρενέβη καθησυχαστικά, η Κλεμεντίν τον διέκοψε με σπαραχτική φωνή: «Δεν συμφωνώ μαζί σου, Βενσάν. Ό κόσμος είναι αλλόκοτος σήμερα, είμαστε το θήραμα στη δίνη του παμφάγου χρόνου – δεν νιώθετε το ωστικό κύμα του ανεκπλήρωτου κινδύνου; Ό κίνδυνος παραμονεύει ακόμα και στις ρίζες της τριανταφυλλιάς, στις χελιδονοφωλιές,
στ’ άνθη του γιασεμιού που μοιάζουν με πάλλευκες πεταλούδες».
Η αμαξοστοιχία πλησιάζει ράθυμα στον κεντρικό σταθμό της Λυών, τρυπώνει στη στενή σήραγγα διασχίζοντας το στομάχι του λόφου. Κλείνω τα μάτια σφιχτά για να μη βλέπω το σκοτάδι, κρατάω την αναπνοή στο στήθος μου για να μην εισπνέω τον λιπαρό αέρα. Οι ράγες είναι χορταριασμένες στη σήραγγα, ανάγλυφη σιδηροτροχιά λησμονημένη ακόμα και στις ρίμες των ποιητών. Φτάνουμε στη χιαστή διασταύρωση, το τρένο σφυρίζει υπόκωφα για ύστατη φορά, στο βάθος της πλατφόρμας διακρίνω τους επιβάτες πού περιμένουν βουβά με ψηλά καπέλα, ομπρέλες, μπόγους κι αποσκευές. Εγώ δεν έχω αποσκευές. Θα πρέπει να ξέχασα τη βαλίτσα μου στην αποβάθρα στο Παρίσι, όταν βιάστηκα να πεταχτώ στο βαγόνι – ευτυχώς η Κλεμεντίν θα τη φύλαξε, ίσως τη φρεσκάρει κιόλας με καφετί βερνίκι· η υφασμάτινη ταπετσαρία στο εσωτερικό της σκίστηκε σε μια γωνιά. Εκεί φύλαγα το διαβατήριό μου και λίγα χαρτονομίσματα για έκτακτη ανάγκη.
Το τρένο γλιστρά απαλά στις ράγες του τερματικού λες κι είναι τσουλήθρα, κόβει ταχύτητα, τα φώτα στο βαγόνι αναβοσβήνουν σαν βραχυκυκλωμένα, υστέρα σβήνουν ολότελα. Στην πλατφόρμα γυναίκες,
άντρες, παιδιά σπρώχνονται, στριγγλίζουν, στρέφουν το κεφάλι, και στο βλέμμα τους αισθάνομαι την αύρα ενός διαστατού κενού. Το βαγόνι ακινητοποιείται για λίγα δευτερόλεπτα· έχω την αίσθηση ενός θολού
απονεκρωμένου χρόνου που μετεωρίζεται στον αφρό μιας θαλάσσιας δίνης. Ο σταθμάρχης ανυψώνει την πράσινη ράβδο σηματοδότησης, κι αμέσως αρχίζει ένα ανάστροφο ταξίδι – τώρα πια έχω την πλάτη γυρισμένη κι ακούω τούς ήχους ανάποδα.
Εγώ όμως θέλω ν’ αποβιβαστώ στη Λυών! Αυτός είναι ό τελευταίος μου σταθμός. Άλλα το τρένο σφυρίζει ήδη στη διασταύρωση και σέρνεται ξεφυσώντας «τσαφ, τσουφ» στις ράγες· φτάνει στο φαράγγι, διέρχεται πάνω από τη γέφυρα και σκαρφαλώνει στο βουνό. Η νύχτα στο βουνό εκτείνεται απροσκύνητη στις βαθιές κουφάλες των δέντρων, στους νερόλακκους, στις σχισμές των βράχων, εισχωρεί στον ρυτιδωμένο φλοιό της σημύδας, στ’ απολιθωμένα φύλλα της οξιάς. Ό εισπράκτορας εμφανίζεται και πάλι, το βλέμμα του είναι ανέκφραστο, άτονο, σκυθρωπό, σαν να ιχνηλατεί τις ρωγμές στο διάφανο γκρίζο της καμπίνας. Τεντώνομαι να ρεύσει το αίμα στις φλέβες μου, μα είμαι καθηλωμένος στο κάθισμα, τα πόδια μου είναι βαριά σαν πέτρα, τα χέρι μου παγωμένα σαν ατσάλι, νιώθω έναν οξύ πόνο στο στήθος και κάτι ζεστό να τρέχει στο δέρμα μου κάτω από τα ρούχα.
«Γιατί δεν κάναμε σταθμό στη Λυών;» ρωτώ αμήχανα τον εισπράκτορα.
Με κοιτάζει με ύφος ασπόνδυλο, το βλέμμα του υποκρύπτει χλευασμό για τούς αμύητους – το κεφάλι του μοιάζει με σβηστό φανάρι, τα μάτια του σαν
στρογγυλές χαρακιές στο γυαλί.
«Κύριε, βρίσκεστε στην αμαξοστοιχία με προορισμό το Παρίσι», μου απαντά με φωνή καλοζυγισμένα ψυχρή και ήρεμη σαν τηλεγράφημα. «Έχουμε οδηγίες να επιστρέψουμε στο Παρίσι, να επαναλάβουμε τη διαδρομή».
«Οδηγίες; Από ποιούς έχετε οδηγίες;» Θυμήθηκα τα λόγια της Κλεμεντίν: «Ό κόσμος είναι αλλόκοτος σήμερα». Ναι, βέβαια, Κλεμεντίν, σήμερα εκκολάπτονται αλλόκοτοι άνθρωποι, λεηλατημένα είδωλα ενός άστεγου, αφέγγαρου κόσμου.
Επιστρέφουμε στο Παρίσι, η αμαξοστοιχία κυλά στις ράγες βουβά, προσέχω το ρολόι στον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό, δείχνει 9 και 16. Σκέφτομαι
πώς θα έχει ήδη αναχωρήσει το τρένο των 9 και 15 για τη Λυών.
Εκεί στην αποβάθρα διακρίνω την Κλεμεντίν σωριασμένη στα γόνατα, στο πρόσωπό της βραδιάζει ο πόνος, βλέπω τον Βενσάν βουρκωμένο να μισοσκεπάζει με το μάλλινο παλτό του ένα αδρανές μαραγκιασμένο σώμα. Διαβάζω τα χείλη τους, «στο στήθος, τον βρήκε στο στήθος» – στην παγερή αποβάθρα ένας άνθρωπος αιμορραγεί.
Κάποιοι ταξιδιώτες προστρέχουν να βοηθήσουν,
κάποιοι άλλοι απομακρύνονται βιαστικά, να ξεφύγουν από τον απροσδιόριστο κίνδυνο. Συγκρούονται οι κινήσεις τους και ζευγαρώνουν, χωνεύονται στη
μεγάλη εικόνα του σταθμού και απομένουν μονάχα λίγοι άνθρωποι, ατελή δυσδιάκριτα πρόσωπα, ναρκωμένα από τον φόβο. Διαισθάνομαι τη στυφή γεύση της απόγνωσης να αιωρείται στη μουχλιασμένη ατμόσφαιρα του σταθμού, τα χείλη μου ραγίζουν, στάζουν αίμα και κρυσταλλιάζουν. Η Σοφί κάθεται σ’ ένα ξεθωριασμένο ξύλινο παγκάκι και κρατά το κεφάλι μες στα χέρια της, σαν ανάγλυφη σιωπή. Πάνω στο παγκάκι είναι μια καφετιά βαλίτσα.
Το τρένο κοντοστέκεται σαν γέρικος γίγαντας υστέρα φορτώνει κάρβουνο η μηχανή και ξεκινάμε το ταξίδι για τη Λυών. Ο εισπράκτορας επαναλαμβάνει την επωδό: «Κύριε, βρίσκεστε στο τρένο με προορισμό τη Λυών». Τα τζάμια στο βαγόνι σιγά σιγά θαμπώνουν και καφετίζουν από μια στρώση παχιάς κόκκινης σκόνης, ερημωμένο χώμα σ’ έναν απάτριδα πλανήτη. Ταξιδεύω για τη Λυών σ’ ένα κιβωτιόσχημο βαγόνι, άναρθρος δεσμώτης στον σκληρό πυρήνα της νύχτας.
Φωνάζω τον εισπράκτορα. Αυτή τη φορά με διορθώνει. «Δεν είμαι μονάχα ο εισπράκτορας, κύριε, το αντίτιμο του εισιτηρίου σας είναι έξαλλου προ πολλού πληρωμένο, είμαι ο μηχανοδηγός της αμαξοστοιχίας».
Ακούω τον μεταλλικό αντίλαλο της αφυδατωμένης μου κραυγής: «Θέλω να κατεβώ από το καταραμένο τρένο».
ΤΡΕΙΣ ΜΗΝΕΣ ΚΑΙ ΜΙΑ ΜΕΡΑ (2016)
Δεύτερος μήνας (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ)
’Εκείνη τη μέρα η «ανασκαφή» έβγαλε στην επιφάνεια ένα κιτρινισμένο βιβλίο, σε σχήμα οκτάβο με σπασμένη ράχη -τα σκληρά εξώφυλλα είχαν αποκολληθεί—, το όποιο έφερε τον τίτλο θεαίτητος ή περί επιστήμης. Ήταν ελαφρά νοτισμένο από την υγρασία κι οι σελίδες ήταν κατάστικτες από μαυριδερές κηλίδες και κιτρινωπά ακανόνιστα εξογκώματα σαν μικρά σπυριά. Χαμογέλασα στη σκέψη ότι οι μύκητες της μούχλας θα είχαν μάλλον αποθαρρύνει τους τερμίτες να το πλησιάσουν. Η πρώτη σελίδα είχε
αποκοπεί βίαια προ καιρού, συνεπώς δεν μπορούσα να γνωρίζω τη χρονολογία έκδοσης. Έτσι, ως έμπειρος βιβλιόφιλος, ξεφύλλισα προσεκτικά τον τόμο μέχρι το τέλος της εισαγωγής, που παραδόξως ήταν και το τέλος του ολιγοσέλιδου βιβλίου, για νι διαβάσω ένα γνωστό μου όνομα, Φλόυερ Σίντενχαμ – και μετά Λονδίνο, 1772. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά στο
στήθος μου κι ένιωσα ίλιγγο από τη συγκίνηση. Ο Σίντενχαμ, ήξερα, δεν είχε μεταφράσει τον πλατωνικό Θεαίτητο δεν θυμάμαι να είχε προλάβει να ξεκινήσει αυτό το δύσκολο εγχείρημα. Αυτό το πυκνογραμμένο βιβλίο που κρατούσα στα χέρια μου, που ψαχούλευα με αγάπη κι αγωνία, έκρυβε μέσα του ένα αίνιγμα.
Στις πρώτες σελίδες ο Σίντενχαμ αναφερόταν στις απόψεις τού Σερ Τόμας Μπράουν για τα «ενύπνια». Οπαδός της νέας επιστήμης, ο φυσικός φιλόσοφος Μπράουν ήταν ένα ιδιόρρυθμο μείγμα εμπειριστή και δεισιδαίμονος χαρακτήρα. Στη Θρησκεία ενός φυσικού επιστήμονα, που εξέδωσε ανώνυμα το 1642, προχωρούσε μεθοδικά στην αποδόμηση των «κοινών ψευδαισθήσεων» και διατύπωνε μεν ανορθόδοξες θρησκευτικές απόψεις, άλλα επέμενε στην ύπαρξη των λυκανθρώπων και των δαιμόνων. Τα ξωτικά που καταβρόχθιζαν τις ρίζες του νερού στις πράσινες λίμνες και οι ξενυχτισμένες μάγισσες που έκαναν μαγγανείες του προκαλούσαν δέος. Με την πάροδο του χρόνου, ο Μπράουν ανέπτυξε μια ακατανίκητη έμμονή με
τον θάνατο – την τελευταία πράξη που συνθλίβει ανελέητα με χλεύη την ανθρώπινη ζωή, τον θάνατο των έμβιων οργανισμών και την απόληξή τους στη χοϊκή μήτρα. Ο Σίντενχαμ, κι αυτός ένα παράδοξο μείγμα εμπειριστή αισθησιοκράτη και διαισθητιστή, διάλεξε ένα απόσπασμα από τον Μπράουν, για ν’ αναλύσει ακολούθως τις απόψεις του για τα όνειρα.
Τον μισό χρόνο της ζωής μας τον περνάμε στη σκιά της γης. Κι ο άγγελος του θανάτου απομυζά το ένα τρίτο της ύπαρξής μας. Ο ύπνος μας παρασέρνει σε μονοπάτια μύησης στον άυλο κόσμο της αιωνιότητας. Το
φώς της μέρας μας εφοδιάζει με αισθησιακές εικόνες, αβέβαιες ματιές, απατηλά χρώματα, απατηλές οσμές, ρόδα μαραμένα… Η νύχτα ανακαλεί μια μνήμη απρόσιτη, πέρα από τη μεταβλητότητα των πραγμάτων, μες στο ονειρώδες πέπλο της μυθοπλασίας. ’Έχοντας διέλθει την ημέρα μας με εργώδη προσπάθεια για ορθολογική διερεύνηση της αλήθειας, έρχεται η νύχτα, και στα όνειρά μας εμείς είμαστε πια καταδικασμένοι να παραδοθούμε στην αιχμηρή, απέλπιδα μελαγχολία, σε αναπαραστάσεις του νου όπου δύσκολα διακρίνεις την πραγματικότητα από την ψευδαίσθηση, τον λογισμό
από την πυρετώδη έκσταση της τρέλας.
Ό Σίντενχαμ συνέκρινε τη θέση του Μπράουν με το συμπέρασμα του Σωκράτη, πως «η γνώση δεν μπορεί ν’ απορρέει από την αίσθηση», αφού στην κατάσταση του ονείρου ή της τρέλας εμφανίζονται παραισθήσεις που
συγχέονται με αισθήσεις και αντιστοιχούν σε συνθήκες βιολογικής εγρήγορσης. Συνεπώς είναι αδύνατον για τον άνθρωπο να διακρίνει μέσα στο ίδιο το όνειρο ποια πράγματα είναι περισσότερο αληθινά από κάποια άλλα.
Μια πρόσθετη δυσκολία είναι η αδυναμία του ανθρώπου να ξεχωρίσει ανάμεσα στην κατάσταση του ονείρου και του μη ονείρου, του όντος και του μη όντος. Κι αν τα όνειρα είναι η πύλη μιας αόρατης, δυσθεώρητης πραγματικότητας, μια αναλαμπή στον ζόφο της φαινομενικότητας; Αν ζούμε κοιμισμένοι, κι αν όντας ξύπνιοι, δραπετεύουμε από την πραγματικότητα, διότι φοβόμαστε να τη βιώσουμε; Αν παραδεχόμασταν πως «η γνώση απορρέει από την αίσθηση», τότε θα έπρεπε να εξαγάγουμε ένα και μόνο θλιβερό συμπέρασμα: δεν υπήρξε, δεν υπάρχει, ούτε ποτέ θα υπάρξει βέβαιη γνώση.
Κι όμως κάποιος είχε προσπεράσει το κομβικό εικοστό πρώτο σκαλοπάτι. Στην απόλυτη μυστικιστική σιωπή της υπόγειας κατακόμβης άκουγα πολύ καθαρά τα βαριά βήματα να κατεβαίνουν ένα-ένα, αργά-αργά και
προσεκτικά, τα ελικοειδή σκαλοπάτια. Απέναντι μου στεκόταν ένας ηλικιωμένος κύριος με τη βοήθεια ενός μπαστουνιού, ελαφρά καμπούρης και ισχνός. Ήταν ντυμένος φτωχικά- φορούσε κίτρινο γιλέκο, άσπρο πουκάμισο με πλατύ γιακά και μαύρο παλτό. Τό κεφάλι του σκέπαζε ένα ημίψηλο καπέλο. Έγειρε ελαφρά το σώμα, ως υποκλινόμενος, και με πλησίασε στο πρόσωπο. «Δεν πρόλαβα να τελειώσω τη μετάφραση αυτού του διαλόγου» μου είπε απολογητικά, με φωνή κεντημένη με συγκίνηση ή παράπονο – δεν ξέρω. Μετά κάθισε πάνω σ’ ένα κουτί από βιβλία κι έβγαλε το καπέλο από το κεφάλι. «Όταν διάβαζες την Εισαγωγή μου, τη Σύνοψη στους πλατωνικούς διαλόγους, θα πρόσεξες πως ο Θεαίτητος ήταν στις προτεραιότητές μου. Και μετά
-θυμάσαι;- απορούσες γιατί δεν υλοποίησα ποτέ τα σχέδιά μου· σκεφτόσουν τι σκεφτόμουν, ανασυγκροτούσες στο μυαλό σου τα κίνητρά μου, τις προθέσεις μου· ωστόσο δεν έβγαζες ένα λογικό συμπέρασμα. Μετά έψαξες απεγνωσμένα να βρεις στοιχεία για μένα, προσωπικά, ανεκδοτολογικά, για ν’ ανασυνθέσεις τη σκορπισμένη στους τέσσερις ανέμους ζωή μου… Πουθενά δεν βρήκες χειρόγραφα, επιστολές· μόνο κάτι σκόρπιες πληροφορίες κι ανακοινώσεις σε φυλλάδες κι εφημερίδες, ενίοτε αντιφατικές. Άμορφο υλικό, όπως μια χούφτα
σκόνη». Ο Σίντενχαμ ανασηκώθηκε, ανασκουμπώθηκε, στήριξε με δυσκολία το σκελετωμένο του κορμί στο μπαστούνι, σαν έτοιμος να φύγει. Κοντοστάθηκε για λίγο, τον είδα εξασθενημένο πολύ και τρόμαξα, ξαφνικά
όμως το πρόσωπό του φωτίστηκε και ξανασιάστηκε στο κασόνι με τα βιβλία. «Γιατί δεν φεύγεις;» τον ρώτησα. «Νόμιζα πως θα έφευγες, δεν φαίνεσαι καλά, είσαι χλωμός, παγωμένος, στάζει αίμα ο λαιμός σου,
χρειάζεσαι ξεκούραση». Ξεροκατάπιε, με κοίταξε διαπεραστικά με τα ζαρωμένα υγρά του μάτια, που ήταν βυθισμένα στις κόγχες του λεπτοκαμωμένου του προσώπου.
«Άκουσέ με, μην παραπονιέσαι – σε παρακολουθούσα συνεχώς, ήμουν πάντα δίπλα σου, διακριτικά, αθόρυβα, ανεπαίσθητα, σ’ όλες τις αγωνιώδεις σου προσπάθειες να ιχνηλατήσεις τον βίο και το έργο μου. Διέκρινα την αγάπη σου, τον υπέρμετρο θαυμασμό σου, που ίσως όμως δεν άξιζα. Εγώ, ένας ταπεινός αναγνώστης του Πλάτωνα -ναι, είναι αλήθεια, πρώτος προσπάθησα να τον μεταφράσω σε γλώσσα κατανοητή-, χάθηκα ξαφνικά, λες κι άνοιξε τις πύλες της η άβυσσος και με παρέσυρε στην αέναη ανακύκλωση. Κι έμεινε το έργο μου ημιτελές, ανολοκλήρωτο, ν’ απορεί που το άφησα να περιφέρεται, μισή ψυχή, μισό σώμα, ακρωτηριασμένο, στη δίνη του χρόνου. Σου έδωσα, σου έδινα, ακόμη σου δίνω κάποιες ενδείξεις στις υποσημειώσεις μου. Μάταια όμως, τις προσπέρασες βιαστικά. Υποτίμησες τα μικρά για τα μεγάλα, τα άρρητα για τα ρητά – όμως η αλήθεια κρύβεται στις φαινομενικά ασήμαντες λεπτομέρειες των πραγμάτων. Αυτό δεν είναι το μεγάλο μυστικό του φιλοσοφικού στοχασμού;
»Άκου λοιπόν, άκουσέ με προσεκτικά. Το μυαλό σου δεν μεγάλωσε ακόμη για να κατανοεί το μεγαλείο της αμφιβολίας. Νόμιζες πως όλα είναι ευθυγραμμισμένα με τη λογική, πως δεν υπάρχει τίποτε άλλο από τον καθαρό λογισμό. Θέλησες, αυτό είναι το λάθος, να βάλεις τάξη στο χάος, ν’ ανακαλύψεις συμμετρία στην άβυσσο .Έφτιαξες έναν Πλάτωνα στα μέτρα σου, όχι στα μέτρα του, όχι στα μέτρα μου. Μα αφού το αποφάσισες να εισέλθεις στο μαγικό βασίλειο της άχρονης γνώσης, άκουσε τη συμβουλή μου: Μην πιστεύεις μονάχα αυτά που διαβάζεις στη λιθογραφία, στις επιγραφές και στις
σελίδες των βιβλίων. Αν, λόγου χάρη, αποκτούσες τη γνώση διαβάζοντας όλους αυτούς τους τόμους που βρίσκονται τώρα, αυτή τη στιγμή, σ’ αυτό το υπόγειο, τότε θα γινόσουν παντογνώστης! Θα έβγαινες από τούτο τον
χώρο στο φως της μέρας με μια υπεράνθρωπη έπαρση, και δικαιολογημένα – θα ήσουν Θεός, δεν θα ήσουν πια ένας θνητός, ένας κοινός θνητός.
»Άκουσέ με προσεκτικά: Συνέχισε να ψάχνεις πίσω από τις γραμμές, ανάμεσα τους, δίπλα τους, κοντά τους, εκεί που υπάρχουμε εμείς, οι ανείπωτες ιδέες μας, οι ανολοκλήρωτες σκέψεις μας, τα μικρά και μεγάλα πάθη μας, οι μικροί και μεγάλοι φόβοι μας, τα οράματα μας, οι ελπίδες μας. Εκεί πάλλεται αιώνια, ατελεύτητα, η καρδιά μας – εκεί φωσφορίζουν σαν τη φεγγαρόλουστη θάλασσα οι ιδέες μας, κρυμμένες στις πιο μικρές, δυσδιάκριτες λεπτομέρειες, στις κρυφές εσοχές του πίνακα, στον πίνακα του κόσμου».
Ο Σίντενχαμ σηκώθηκε- αυτή τη φορά φαινόταν αποφασισμένος νά φύγει. Ότι ήθελε να πει μου φάνηκε πως το είχε πει. Όμως ξαφνικά άλλαξε γνώμη, σαν να διάβασε τη σκέψη μου.
«Ξέρω τί σε βασανίζει. Σε βασανίζει η εξαφάνισή μου. Γνωρίζεις πως επισκέφτηκα όλα τα τυπογραφεία του Λονδίνου, μικρά και μεγάλα, για να δω αν ενδιαφέρονταν να εκδώσουν τις μεταφράσεις των διαλόγων του Πλάτωνα. Στο τέλος ένιωθα ένας ουτιδανός, ένας γυρολόγος πού αναζητούσε εμπόρους για να πουλήσει τις ιδέες του μεγάλου δασκάλου για λίγα αργύρια. Όμως
δεν είχα άλλη επιλογή, πίστεψέ με. Ξέρεις πως η οικογένεια Σίντενχαμ με αποκήρυξε όταν υπέπεσα στο αμάρτημα του έρωτα- δυστυχώς γι’ αυτούς, ερωτεύτηκα μια ταπεινή υπηρέτρια. Φάνηκα δειλός, λιγοψύχησα, την εγκατέλειψα στο έλεος των ανθρώπων κι έγινα ναύτης- δέκα χρόνια ταξίδευα μ’ ένα σαπιοκάραβο μέχρι τις μακρινές Ινδίες, θαλασσοδαρμένος, πάτησα απάτητα λιμάνια, άγνωστες πολιτείες. Όταν πια επέστρεψα στο Λονδίνο, ήμουν άφραγκος και μετανιωμένος. Ζούσα σε τρώγλες, σε πτωχοκομεία, σε σανατόρια -σαν αυτό που ζεις εσύ τώρα- με τον όβολό των λίγων που εκτιμούσαν τις ικανότητες μου. Καταλαβαίνεις… Δεν είχα τα χρήματα για να εκδώσω τις μεταφράσεις, κι έπειτα κανείς, μα κανείς δεν ενδιαφερόταν για τον Πλάτωνα. Προσέφυγα στους τοκογλύφους και κατάφερα να εκδώσω εννιά
έργα. Ελάχιστοι όμως ενδιαφέρονταν να αγοράσουν “τον Πλάτωνα” – μήπως πλήρωνα ένα ασύγγνωστο ολίσθημα; Μήπως ο δάσκαλος ήθελε μόνο τους “μυημένους”, τους κυνηγούς των ιδεών, να διαβάζουν το έργο του;
»Ένα χιονισμένο βράδυ του Δεκέμβρη του 1787 μου πέρασαν αλυσίδες στα πόδια και μ’ έσυραν στο φοβερό Νιουγκέιτ, ως ένα ποταπό υποκείμενο, αναξιόχρεο οφειλέτη… Θα έχεις επισκεφτεί το Νιουγκέιτ! Μ’ έριξαν σ’ ένα υγρό μπουντρούμι μαζί με κάμποσους άλλους ψειριασμένους, άρρωστους με τύφο, τυφλούς, αναθεματισμένους από τον Θεό, κολασμένους. Κάποιοι διέδωσαν πως εκεί, στο κολαστήριο, τρελάθηκα. Θεία καταδίκη; Κάπως έτσι φανταζόμουν το πλατωνικό σπήλαιο. Εκεί να με αναζητήσεις, αν ποτέ το θελήσεις. Εκεί θα με βρεις.
»Και να θυμάσαι τον αιώνιο γυρισμό του Νίτσε. Η αιώνια κλεψύδρα της ζωής θα ξαναγυρίζει ακατάπαυστα, κι εσύ μαζί της, απειροελάχιστη σκόνη στο εκκρεμές του χρόνου. Μόνο τότε θα καταλάβεις. Ποτέ δεν φύγαμε από εδώ, κι όταν φεύγουμε για λίγο, είμαστε καταδικασμένοι παντοτινά να επιστρέφουμε».
ΤΟ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟ (2016)
Μέρος πρώτο (Απόσπασμα)
Ο Γκέιλ αυτοπροσδιοριζοταν ως νέος διανοούμενος με λαμπρές προοπτικές, προπάντων στον κλάδο της αγγλικής φιλολογίας. Δεν τον αδικούσε βέβαια κανείς γι’ αυτό. Δεν χρειαζόταν ιδιαίτερες συστάσεις, αυτές -στην περίπτωσή του- ήταν μάλλον επουσιώδεις. Διάβαζε με άνεση λατινικά και αρχαία ελληνικά από τα παιδικά του χρόνια. Το Ούέστμινστερ, το ξακουστό ιδιωτικό σχολείο του Λονδίνου, με τη μακραίωνη παράδοση, του παρείχε όλα τα εφόδια για να γίνει ένας κλασικός φιλόλογος. Μπορούσε να κλίνει με την ίδια απαράμιλλη ευκολία οποιοδήποτε αρχαιοελληνικό ρήμα, ν’ αναλύσει την ετυμολογία οποιοσδήποτε ουσιαστικού, είτε από τα ομηρικά έπη είτε από τον Πλούταρχο.
Όταν αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο της ’Οξφόρδης, διδάκτωρ αγγλικής φιλολογίας τού ιστορικού κολεγίου Μπάλιολ, οι προοπτικές για μια ακαδημαϊκή σταδιοδρομία ήταν εξαιρετικές. Στο άνθος της ηλικίας του -δεν είχε ακόμα κλείσει τα τριάντα- αποφάσισε πως δεν θα επέστρεφε στη χιονισμένη Ουαλία, στο μέγαρο της αριστοκρατικής οικογένειας των Έλιοτ. Δεν θα ενέδιδε στα κελεύσματα της αριστοκρατικής πολυτέλειας, η όποια θα τον οδηγούσε, όπως πίστευε, σ’ έναν αργό πνευματικό θάνατο, σ’ έναν παρατεταμένο διανοητικό λήθαργο. Παρά τις ασφυκτικές πιέσεις της
μητέρας του, ο μοναχογιός Γκέιλ αποφάσισε να εγκατασταθεί στο Λονδίνο, για να βρίσκεται στην αιώνια πόλη της καλλιτεχνικής κίνησης και των πνευματικών προκλήσεων. Έτσι, πολύ σύντομα μετά την αποφοίτηση
του, αποχαιρέτησε τον μέντορά του και την ’Οξφόρδη και κατέβηκε στο μεγαλοαστικό προάστιο του Χάιγκεϊτ, στο βορειοανατολικό Λονδίνο. Την καθημερινή του φροντίδα θ’ αναλάμβανε η παλιά του γκουβερνάντα, η Άλμα,
που τόσα χρόνια παρέμενε φύλακας στην οικία, να ποτίζει τον κήπο, να βερνικώνει τα έπιπλα και να προσέχει τον ηλικιωμένο γάτο τους, τον Μάιλο.
Το σπίτι είχε χτιστεί στις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα, κατά μήκος ενός αρχαίου δάσους, κοντά στο μεγάλο πάρκο του Γουότερλο. Ως επί το πλείστον νεοκλασικής αρχιτεκτονικής τεχνοτροπίας, το οικοδόμημα μαρτυρούσε τη μεγαλοπρέπεια, τη στιβαρή, ανυπότακτη αύρα που εξέπεμπαν τα κοινωνικά χαρακτηριστικά των παλαιών του ενοίκων. Εσωτερικά οι τοίχοι
ήταν βαμμένοι με βασιλικά χρώματα, ενώ η τραπεζαρία και η βιβλιοθήκη ήταν επενδυμένες με ακριβή βυσσινοκόκκινη ταπετσαρία. Τα βαριά ξύλινα έπιπλα δυσκόλευαν τον βηματισμό, ιδιαίτερα εφ’ όσον η εσωτερική διάταξη ήταν αρκετά περίπλοκη, με μικρούς μαρμάρινους διαδρόμους, κρυφούς φωτισμούς, πολυελαίους που κρέμονταν στα χαμηλοτάβανα δωμάτια κι ελικοειδείς σκάλες
που οδηγούσαν στη σοφίτα με τους φεγγίτες. Οι κρυφοί φωτισμοί σε συνδυασμό με τις βαριές κουρτίνες, που σκοτείνιαζαν τα δωμάτια, έμοιαζαν με οδοδείκτες πλοήγησης στην αναζήτηση ενός κρυμμένου θησαυρού.
Οι Έλιοτ, συντηρητικοί Ουαλοί, ανεπιτήδευτα θρησκόληπτοι, αποφάσισαν να μην παρέμβουν στην αταραξία του χρόνου, να σεβαστούν τ’ αντικείμενα, τα μπιμπελό, τα πελώρια έπιπλα· έτσι, έκλεισαν τ’ αυτιά
τους στην πεισματική έμμονή του Γκέιλ για εκτενή ανακαίνιση της οικίας στο Χάιγκεϊτ. Μάταια τους εκλιπαρούσε ο Γκέιλ, στο τέλος έβαζε τα γέλια: «Αυτό το σπίτι θα πρέπει να χτίστηκε για λιλιπούτεια ανθρωπάκια… Θα το είδε ο Τζόναθαν Σουίφτ κι εμπνεύστηκε τα Ταξίδια του Γκιούλιβερ!». Έτσι χαμηλοτάβανο όπως ήταν, η διέλευση από το ένα δωμάτιο στο άλλο, μέσα
από τούς στενούς διαδρόμους που σχημάτιζαν τα βαριά, ογκώδη έπιπλα, τον εξανάγκαζε σε κωμικούς ακροβατικούς ελιγμούς, για ν’ αποφύγει τις κουτουλιές στις ξύλινες δοκούς της οροφής και στις τραχιές επιφάνειες
των τοίχων. Η άνοδος στους πιο πάνω ορόφους, για έναν ψηλό σωματώδη άντρα όπως ο Γκέιλ, ήταν ένα κοπιαστικό, κλειστοφοβικό εγχείρημα, οι ελικοειδείς σκάλες ήταν απότομες και σκοτεινές. Η κατάβαση ήταν
βασανιστική λόγω της απότομης κλίσης και του περιορισμένου χώρου – τα σκαλοπάτια έμοιαζαν με βαθιά μονοπάτια πού κατρακυλούσαν από το βουνό. Ο Γκέιλ μεταμορφωνόταν σ’ έναν γιγάντιο τυφλοπόντικα που ανεβοκατέβαινε ασθμαίνοντας στο λαγούμι του, αφού σερνόταν ιδρωμένος στις στενές σήραγγες, απορημένος πώς χωρούσε σ’ έναν τόσο μικρό κόσμο.
Η οικία στο Χάιγκεϊτ διατήρησε αναλλοίωτη τη φυσιογνωμία της: τα χρώματα της βικτοριανής εποχής, την αρχιτεκτονική διαρρύθμιση, ακόμα και τον εσωτερικό διάκοσμο με τα ξυλόγλυπτα ερμάρια και τους χρωματιστούς υαλοπίνακες. Οι Έλιοτ ξεκαθάρισαν στον Γκέιλ πως δεν επρόκειτο να διασαλεύσουν αλόγιστα τη φυσική ροή του χρόνου· όφειλαν να σεβαστούν τη μυστηριακή πνευματικότητα του χώρου, το άσυλο των ψυχών. Πολύ ευχαρίστως θα τού νοίκιαζαν ένα πολυτελές μοντέρνο διαμέρισμα στο κεντρικό Λονδίνο, φτάνει να τους το ζητούσε. Η μεταφυσική που ασπάζονταν οι Έλιοτ με θρησκευτική ευλάβεια ήταν βαθιά ριζωμένη στην κελτική
εσχατολογική μυθολογία. Η διάβαση στον «’Άλλο Κόσμο» είναι δυσχερής, αφού οι νεκροί δεν έχουν επίγνωση του θανάτου τους· έχοντας πιει το νερό της λήθης, διαγράφουν τις οδύνες και τη δυστυχία του υλικού κόσμου.
Μαζί με τη λησμονιά όμως κυριεύονται κι από ένα αδέσποτο πνεύμα που αψηφά τον χρόνο. Το σπίτι είναι γεμάτο ψυχές πεθαμένων. Παραμένουν στον οικείο τους χώρο κι εξακολουθούν να διασκεδάζουν και να γιορτάζουν την κάθε μέρα, μέχρι να έρθει εκείνοι η στιγμή που ένας θεός, ένας δαίμονας τελοσπάντων, θα πληρώσει το ναύλο για τί μεταθανάτια ζωή και θα τους
οδηγήσει στην αντίπερα όχθη.
Αμέσως μετά την αποφοίτηση του ο Γκέιλ εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο. Τις νύχτες, το φθινόπωρο άπλωνε το σεντόνι του στο αρχαίο δάσος του Χάιγκεϊτ, για να πέσουν απαλά τα κιτρινισμένα φύλλα της οξιάς και της
βελανιδιάς, χωρίς να φοβούνται το κενό. Το πρωί ήτανε στρωμένο με τη συγκομιδή των νεκρών χρυσαφένιων φύλλων, και το φθινόπωρο, σαν στοργικός πατέρας, το ξαλάφρωνε όσο μπορούσε, είτε με τη βοήθεια τού ψυχρού αέρα, που ταξίδευε ορμητικός από τα βόρεια, τις παγωμένες βουνοκορφές της Σκοτίας, μέχρι τη λασπερή γη του Χάιγκεϊτ, είτε με το ψιλόβροχο, που τα έσπρωχνε στα βάθη της γης – να σμίξουν με τις ρίζες, να ξαναγίνουν φως, να ξαναγίνουν χρώμα.
Το δάσος μάγευε τον Γκέιλ. Καθόταν στη σοφίτα με τις ώρες συντροφιά με τον Μάιλο, που κοιμόταν γουργουρίζοντας, κουλουριασμένος στην κοιλιά του, και θαύμαζε τους πανύψηλους κορμούς των αιωνόβιων βελανιδιών με τα άλλοτε καταπράσινα κι άλλοτε κιτρινωπά ή κόκκινα σαν αίμα φύλλα τους. Οι εποχές ήταν οι απόλυτοι άρχοντες, καθόριζαν τα χρώματα στις φυλλωσιές, όπως και τη διάθεση των ανθρώπων.
Τα φθινοπωρινά απογεύματα, όταν έπεφταν οι αχτίδες του ήλιου, το μαγεμένο δάσος εκτόξευε γυαλιστερές ανταύγειες φλόγας στα χαμηλά σύννεφα, σαν να καιγόταν από ένα ακατασίγαστο πάθος να διαπεράσει τη
συννεφιασμένη ομίχλη και να φτάσει στον ουρανό με τ’ άστρα. Μαζί του θα ταξίδευαν και οι πιστοί θαμώνες της αιώνιας δασούπολης – οι κουκουβάγιες που αλέθουν τη νύχτα στα κίτρινά τους μάτια, οι καστανόξανθες αλεπούδες και οι παιχνιδιάρικοι μικροσκοπικοί σκίουροι. «Το μαγεμένο δάσος της νεφέλης» σκεφτόταν ό Γκέιλ, κι αναπολούσε τα χρόνια της παιδικότητάς του, τα πικρόγλυκα παραμύθια που τον κρατούσαν χέρι-χέρι και τον οδηγούσαν στις αγκάλες του Μορφέα, για να ονειρευτεί άλλους κόσμους, άλλους ανθρώπους, ν’ ανοίξουν τα σύνορα τού μυαλού του. Θυμόταν πόσο πολύ λαχταρούσε να έφτιαχνε μια ανεμόσκαλα, κι ένα βράδυ, όταν θα κοιμούνταν οι γονείς του, βαθιά μεσάνυχτα, να σκαρφάλωνε μέχρι τη βάση του παλατιού. Να περπατούσε σαν το ελάφι στα βαμβακερά μονοπάτια, στο μαγεμένο δάσος με τα ξωτικά, μέχρι να βρει την κοιμισμένη πριγκιποπούλα της έναστρης νεφέλης, εκείνη με τη χρυσή καρδιά, τις πυρόξανθες πλεξούδες και τα μεγάλα μαύρα μάτια.
Μετά την εγκατάσταση του στο Χάιγκεϊτ ό Γκέιλ άρχισε να οργανώνει μεθοδικά τις επόμενες κινήσεις του. Η Άλμα είχε πια αναλάβει τις καθημερινές δουλειές τού σπιτιού, εκδηλώνοντας μια τάση υπερπροστατευτισμού απέναντι του, λες και ήταν ακόμα το ψηλόλιγνο ξανθό αγόρι με τις φακίδες που συνόδευε κάθε πρωί στο Ούέστμινστερ. Η Άλμα φρόντιζε να μην του λείψει τίποτα. Το φρεσκομαγειρεμένο, αχνιστό φαγητό
σε τακτικές ώρες, το μυρωδάτο απογευματινό τσάι με τα μπισκότα κρέμας και την κανέλα, τα καλοσιδερωμένα, κολλαριστά ρούχα που άστραφταν από καθαριότητα. Και κάθε λίγο εξέφραζε, με μητρική αγάπη, την ανησυχία της για τις πολλές ώρες που καθόταν σιωπηλός στη σοφίτα και διάβαζε. Διάβαζε άραγε; Σε ποιά βαθιά περίσκεψη ταξίδευε ο νους του;
Η Άλμα παραπονιόταν πως είχε αδυνατίσει πολύ, τα οστά του ξεχώριζαν σαν ωχρά κεριά μπλεγμένα στο τριγωνικό του πρόσωπο. Ο Γκέιλ την καθησύχαζε· ήταν μια χαρά, απλώς ήταν η αγωνία, το άγχος που φώλιαζε
στην ψυχή του. Ήθελε να οργανώσει το ερευνητικό του πρόγραμμα με σχολαστική λεπτομέρεια αν επρόκειτο να πετύχει τον στόχο του, μια λαμπρή ακαδημαϊκή καριέρα σ’ ένα από τα καλύτερα πανεπιστήμια της Αγγλίας. Στο μυαλό του ανακαλούσε συχνά την τελευταία συνάντηση πού είχε με τον σύμβουλό του, στην ’Οξφόρδη, τον καθηγητή Ντίξον. Δεν ήθελε να λησμονήσει την εικόνα εκείνη, θα την αξιοποιούσε ως τον καταστατικό χάρτη της μελλοντικής του δραστηριότητας.
Ό Ντίξον καθόταν απέναντι του, ασπριδερός με πρόσωπο κατακόκκινο, σε μια μάλλον άβολη μεταλλική καρέκλα, κουκουλωμένος σ’ ένα σκούρο παλτό. Ο Γκέιλ είχε βυθιστεί ευτυχής, γεμάτος αυταρέσκεια, στη δερμάτινη πολυθρόνα, ενώ έριχνε κρυφές ματιές έξω στην αυλή, σαν να μετρούσε τους σπουργίτες και τους κορυδαλλούς που τσιμπολογούσαν τα σπόρια από το γρασίδι, γύρω από μια μικρή λακκούβα νερό. Δεν μιλούσε, όμως στα μάτια του, που έλαμπαν, ξεχείλιζε η υπερηφάνεια του νεαρού διανοουμένου, του μύστη της καινούργιας γνώσης. Πολιτογραφήθηκε στην ακαδημία των γραμμάτων, τ’ όνομά του καταγράφηκε στους Κώδικες των διδακτόρων του Μπάλιολ. Τα λόγια τού καθηγητή Ντίξον ήταν μετρημένα, καρφωμένα στο στόμα του – δεν ήθελε ν’ αναλωθεί ή τελευταία τους συνάντηση σε τετριμμένες, αποστειρωμένες νουθεσίες. Ό Γκέιλ είχε απομνημονεύσει τις λέξεις πού ταξίδευαν στο λιτό γραφείο τού Ντίξον, πάνω από τα κεφάλια τους, σαν μουσικές νότες.
«Είσαι στον προθάλαμο μιας ακαδημαϊκής καριέρας, Γκέιλ, είναι κακοτράχαλος αυτός ο δρόμος, γεμάτος αγκάθια, αστοχίες· πρόσεξε μη χαθείς στις ατραπούς. Κουβαλάς στο μυαλό σου ιδέες και μύθους, τους αιθέριους στυλοβάτες της δημιουργίας, το βλέμμα σου είναι ένας καταρράκτης φωτιάς, οι σπίθες της πρωτοτυπίας φωτίζουν τον χάρτη του μέλλοντος σου σαν πυγολαμπίδες· διαθέτεις όλα τα εφόδια για το μεγάλο ταξίδι, έχεις την καύσιμη ύλη. Έφτασε το πλήρωμα του χρόνου ν’ αυτονομηθείς επιστημονικά, να ταξιδέψεις στον κόσμο του δυσπρόσιτου, του φανταστικού, του ανεύρετου· να εντρυφήσεις στην ηδονή της πρωτογενούς έρευνας, να γράψεις μια καλή μονογραφία. Ξέρεις…, στην πανεπιστημιακή ζωή το δόγμα μας είναι άτεγκτο, κώδικας απαράβατος: “ή δημοσιεύεις ή πεθαίνεις” (“publish or perish”). Περιμένω από σένα πολλά, είσαι ένα λαμπρό μυαλό».
Ό καθηγητής έγειρε πίσω στην καρέκλα του να πάρει ανάσα, αφαιρέθηκε για ένα-δύο λεπτά, σαν ν’ αποκοιμήθηκε μ’ ανοιχτά τα μάτια· κάτι τον βασάνιζε, έσμιξε τα φρύδια, και το μέτωπό του ζάρωσε σαν τσαλακωμένο ύφασμα από την υπερένταση – την ανεπίγνωστη αγωνία
του κενού. Οι λέξεις πάγωσαν για λίγο στα χείλη του και μετά ξεχύθηκαν στο δωμάτιο λαμπερές, σαν αντικατοπτρισμοί μιας αόρατης αλήθειας.
«Διάβασες το βιβλίο των Χάνσον και Χήθ Ποιος σκότωσε τον Όμηρο; Λοιπόν, πραγματεύεται την παρακμή των κλασικών σπουδών στα σύγχρονα πανεπιστήμια. Είναι πολλές οι αιτίες αυτού του ξεπεσμού ασφαλώς, αλλά κυρίως η υποκρισία, η ατολμία, η εργαλειακή προσέγγιση των ερευνητών, που περιχαρακώνονται στον ακαδημαϊκό τους μικρόκοσμο καί δημοσιεύουν οποιαδήποτε ανιαρή, πληκτική ανοησία τους περάσει από τον νου, μόνο και μόνο για να εντυπωσιάσουν με το ποσοτικά πλούσιο βιογραφικό τους. Μα
δεν το καταλαβαίνουν, σάμπως νοιάζονται (;) πώς το καράβι βουλιάζει, το δάσος καίγεται, σε λίγο θα μείνει ένα ναυάγιο σκουριασμένο, τσακισμένο στα βράχια και αποτεφρωμένο χώμα. Μια ριψοκίνδυνη παρτίδα σκάκι με τον διάβολο…
»Ωστόσο δεν αδικώ κανέναν, Γκέιλ. Ταξίδεψα ίσαμε δω από τη γενιά του ’60. Σαν να ’ταν χθες, σαράντα τόσα χρόνια, σάμπως να έζησα μία νύχτα και μία μέρα. Αγαπούσαμε τη δουλειά μας, κεραυνοβολημένοι από ένα πρωτόγνωρο πάθος, σεβόμασταν τους ήρωες μας, τους ήρωες των ηρώων μας, τα επιτεύγματα, τις αφέλειες, τα συμπλέγματά τους. Εκείνοι ζούσαν μέσα μας, ιδέες αφρισμένες, αθάνατες, κι εμείς υφαίναμε σαν τις αράχνες μες στην τοιχοποιία τού νου μας, υπομονετικά, τον ιστό της δικής τους φαντασίας. Εγώ κι άλλοι πολλοί σαν εμένα αφιερώναμε περίπου δέκα χρόνια πριν αποτολμήσουμε το ύστατο εγχείρημα, το βήμα του Οδυσσέα – να δημοσιεύσουμε τη μελέτη μας.
»Κι όταν αισθανόμασταν πως ακροβατούσαμε στα όρια των δυνατοτήτων μας, πάλι μας βάραιναν οι ένοχες – ψάχναμε τρόπους αυτοδιάψευσης, αυτοαναίρεσης: Εξαντλήσαμε την έρευνά μας; Σταθήκαμε αντάξιοι των προγόνων μας; Ελεύθεροι από σχολαστικισμούς, έξω από τα διανοητικά τείχη του αυτοεγκλεισμού μας, αποδώσαμε εν τέλει δικαιοσύνη στον Όμηρο, στον Σαίξπηρ, στον Μπάυρον, στον Έντγκαρ Άλαν Πόε; Σταθήκαμε με αξιοπρέπεια απέναντι στους προκατόχους μας, όλους αυτούς τους αναγνώστες της προηγούμενης γενιάς, της προπροηγούμενης, του περασμένου αιώνα; Η συναρπαστική αναζήτηση της αλήθειας, πάθος αμετάκλητο, πόθος ανολοκλήρωτος! Τόσες γενιές παρήλθαν, τόσα αναγνώσματα, διατριβές, μια ατελείωτη πομπή μελετών, μια αυτοκρατορία βιβλίων οικοδομήθηκε στα σπλάχνα της ανθρωπότητας. Κι όμως, δεν έπρεπε να επιτρέψουμε την έπαρση, την ψευδαίσθηση της “αντικειμενικής εποπτείας”. Τόσα χρόνια μετά, στέκομαι με συγκίνηση απέναντι σου και ομολογώ: ναι, εμείς σκοτώσαμε τον Όμηρο.
»Πτωχεύσαμε, Γκέιλ, προδώσαμε τις ιδέες. Εμείς οι ανάλγητοι γυρολόγοι του πνεύματος, σκληρόκαρδοι, τις κακοποιήσαμε, τις χτίσαμε σε τερατώδη διανοητικά συστήματα, αφαιμαγμένα σχήματα. Είναι ανήμπορες
πια να δραπετεύσουν· άνυδρες, αποξηραμένες, τις ρίξαμε σ’ ένα σακί σαν σκάρτο εμπόρευμα και τις διαπομπεύουμε. Ξεχάσαμε τη γνωστή ρήση του Αθήναιου στους Δειπνοσοφιστές, “το καλό δεν βρίσκεται στο πολύ, άλλα το πολύ βρίσκεται στο καλό”.
»Κάποια στιγμή -τώρα είσαι πολύ νέος, γεμάτος δύναμη, ορμή, πάθος σφριγηλό, ανυπότακτο- θα σταθείς και θά κοιτάξεις τον εαυτό σου στον καθρέφτη με μια πένθιμη, καθημαγμένη αγωνία, που θα συνταράξει την ψυχή σου, και θ’ αναρωτηθείς: Πώς συνέβαλα εγώ στην επιστήμη; Έκανα το καθήκον μου έντιμα, στο μέτρο των δυνατοτήτων μου, κι ακόμα πιο πέρα από
το μέτρο των δυνατοτήτων μου; Πρόσεξε -πρόσεξε, Γκέιλ-, εκείνη τη στιγμή να μην ωρύεται από τα βάθη της συνείδησής σου η αποκρουστική σκέψη, να μη βαραίνει την ψυχή σου η ζοφερή υποψία. Να πεις σταράτα, λυτρωτικά: Εγώ δεν συμμετείχα στον φόνο, απαιτώ να με κηρύξετε αθώο, είμαι αθώος”. Τότε, μονάχα τότε, θα έχεις επιτελέσει το καθήκον σου – οι ιδέες θα σου
αποκληθούν, θα σε χειροκροτήσουν, και η αυλαία θα κλείσει για σένα πανηγυρικά».
ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΥΡΙΑΚΟ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΕΓΡΑΨΑΝ:
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ
Ο ποιητής Κυριάκος Χαραλαμπίδης γράφει για τις νουβέλες «Το Χειρόγραφο» και «Τρεις μήνες και μία μέρα»
Σε ευχαριστώ για τις δυο νουβέλες σου “Το χειρόγραφο” και “Τρεις μήνες και μία μέρα”. Η γραφή σου είναι ρέουσα και σφικτοδεμένη, οι ιδέες σου φιλοσοφικές και η θεώρηση των πραγμάτων βαθιά στοχαστική. Το πλέγμα των δύο έργων σου, που εν τέλει συστοιχίζονται και αλληλοπροεκτείνονται, βρίσκεται θαρρώ στην αντίληψη που έχεις για τη φύση της ζωής ως αλληλουχίας και αντίστιξης εξωτερικών και συνάμα εσωτερικών πραγματικοτήτων. Τα έργα σου μπορούν ασφαλώς να διαβαστούν ως ανομολόγητη εξομολόγηση- ακριβέστερα ως απόπειρα ανίχνευσης μυστηριακών πηγών, όθε αναβλύζει και δομείται η παράδοξη φύση του εγκόσμιου Εαυτού… Τα πεπραγμένα της ζωής είναι άπειρα, και συ επιχειρείς να τα συνοψίσεις μέσα σε κλίμα που θυμίζει Έντγκαρ Άλλαν Πόου καθώς και μια ρομαντικής υφής παλαιικότητα (απολησμονημένες αισθήσεις που υφίστανται, θα έλεγα, τις κλιματολογικές αλλαγές της σύγχρονης λογοτεχνίας). Η πλούσια τριβή και εξοικείωσή σου με το φιλοσοφικό “Είναι” μεταβολίζει την πραγματικότητα μεταξύ ονείρου και ξύπνου (συχνά παραισθητικού ή ρεαλιστικά λεπτομερειακού) και προκαλεί μια κλίμακα φωτοσκιάσεων και εικόνων. Έχω την εντύπωση ότι, καθώς προχωρείς στη σύνθεση των δύο αυτών έργων, αναπαράγεις στοιχεία μνημονικής αισθήσεως και αναδημιουργείς τον εαυτό σου ερμηνεύοντας μυθοπλαστικά την πνευματική του υφή. Τελικά το ερώτημα μένει αναπάντητο: Τι είναι θεός, τι μη θεός; Το έθεσε, όπως ξέρεις, ο Σεφέρης, και συ το επαναφέρεις σε παράλληλη βάση: Τι είναι πραγματικότητα και τι μη πραγματικότητα; Ή για να το αρθρώσω κάπως φιλοσοφικά κι εγώ: Υπάρχει λογοτεχνία και ποια είναι η αλήθεια της; σε τι στηρίζεται η πραγματικότητα των ανθρωπίνων; τι είναι τέλος πάντων “τέχνη” και τι “ζωή”; Σε αυτά ως ένα σημείο επιχειρείς τη διείσδυση με λόγο στιβαρό, που τον βρίσκω ακόμη δυνατότερο στους “Τρεις μήνες και μία ημέρα” – ημέρα πρώτη του δικού σου Κόσμου, ή αν το προτιμάς, της δικής σου Δημιουργίας. Το ουσιώδες άλλωστε είναι ότι τα έργα σου διαθέτουν και ατμόσφαιρα.
ΕΛΕΝΗ ΑΡΤΕΜΙΟΥ ΦΩΤΙΑΔΟΥ
paideia-news 10/7/2016
Μια προσωπική, ταπεινή μου γνώμη, μετά την ανάγνωση-μελέτη των δύο βιβλίων και το πολύτιμο ταξίδι που μου χάρισαν στον όμορφο κόσμο τους.
Πεζογραφία με έντονο το λυρικό στοιχείο, αφήγηση που αγγίζει τα μελωδικά δώματα της ποίησης, φιλοσοφικοί στοχασμοί σε μονολόγους και διαλόγους συναισθηματικής φόρτισης, ισχυρή συγκίνηση που χτίζεται αριστοτεχνικά μέσα από την εξαιρετική δομή, την κορύφωση της ιστορίας και εν τέλει το συγκλονιστικό τέλος. Και γλώσσα ρέουσα , σαγηνευτική, δυναμική, ενισχυμένη από την αυθεντικότητα της πρώτης ύλης, αφού και στις δύο νουβέλες του ο καθηγητής Ιστορίας των Ιδεών του Πανεπιστημίου Κύπρου Κυριάκος Δημητρίου, αναδεικνύει θέματα που ανήκουν κυρίως στη σφαίρα των γνώσεων και της επιστήμης του. Αυτά θα μπορούσε εκ πρώτης όψεως και αναγνώσεως να εντοπίσει κάποιος ως κυρίαρχα στοιχεία της γραφής του και τα οποία συναντώνται έκδηλα τόσο στους «Τρεις μήνες και μια μέρα» όσο και στο « Χειρόγραφο».
Δύο νουβέλες που κυκλοφόρησαν πρόσφατα από τις Εκδόσεις Πορεία στην Αθήνα και οι οποίες κινούνται αφηγηματικά στο δίπολο φαντασίας και ρεαλισμού, με κυρίαρχο στοιχείο την υπαρξιακή αγωνία του ανθρώπου στο βραχύ του βίου του και την ανάγκη του, μέσα από τη λάμψη της γνώσης, να φωτίσει το σκοτάδι της άγνοιάς του και να λύσει τον γρίφο της ζωής και του θανάτου. « …εκεί που τόσο βαθιά πόθησε η ψυχή μας, να λύσουμε τον γρίφο, να σπάσουμε τα δεσμά…» Τρεις μήνες και μια μέρα , σ. 133)
Πρόκειται για δύο πολύ πρωτότυπες ιστορίες, οι οποίες ελκύουν τον αναγνώστη με τη γλαφυρότητα και την παραστατικότητα του λόγου, με την εικονοπλαστική δύναμη των αφηγήσεων και περιγραφών, με τις ευρηματικές παρομοιώσεις πλούσιες και διάσπαρτες και στα δύο βιβλία αλλά και με την ευφάνταστη εμφάνιση των χαρακτήρων, το αριστοτεχνικά δομημένο ψυχογράφημά τους. Στη μέθεξη του αναγνώστη συνεπικουρούν οι «κινηματογραφικές» θα έλεγα τεχνικές που χρησιμοποιεί επιδέξια ο συγγραφέας όπως είναι η ρευστότητα του χρόνου ανάμεσα στο παρόν και στο παρελθόν και οι αναδρομές των ηρώων του σε ατμόσφαιρα μεταξύ πραγματικότητας και ονείρου.Η όλη δράση λαμβάνει χώρα και στις δύο νουβέλες στο Λονδίνο, πόλη που φιλοξένησε τον συγγραφέα στα χρόνια των σπουδών του και την οποία γνωρίζει και αγαπά ιδιαίτερα, γεγονός που ενισχύει τη δεινότητά του να αναφέρεται με λογοτεχνική άνεση και πειθώ σε πρόσωπα, τοπωνύμια και γεγονότα. Ο καθηγητής Δημητρίου τηρεί ευλαβικά και δικαιώνει με τρόπο εντυπωσιακό έναν άγραφο νόμο στον τομέα της συγγραφής, αυτόν που υποβάλλει πως γράφεις καλύτερα όταν γράφεις γι΄ αυτά που γνωρίζεις.
Στη νουβέλα « Τρεις μήνες και μια μέρα» ένας φοιτητής φιλοσοφίας φτάνει σε ένα φοιτητικό κατάλυμα, χτίσμα του δεκάτου ενάτου αιώνα, το οποίο λειτουργούσε ως σανατόριο για τη φροντίδα φυματικών. Με εξιστόρηση που εμπερικλείει εν πολλοίς το αυτοβιογραφικό του λόγου, παρακολουθούμε τον φοιτητή αυτό να βιώνει τις παραδοξότητες ενός «στοιχειωμένου» ασύλου, όπου οι φυσικοί νόμοι αντιστρέφονται και το σανατόριο, καθοδηγούμενο από περίεργες αυτόνομες δυνάμεις, επιστρέφει πίσω στον χρόνο, έτσι που στο τέλος να βιώνονται από τον φοιτητή τρεις διαφορετικές χρονικές περίοδοι, που συμβολικά αποκαλούνται «μήνες». Η ιστορία ξεκινά από τη στιγμή της άφιξης του συγγραφέα στο σανατόριο, όταν όλα φαίνονται « φυσιολογικά» και μετακινείται στη μέση περίοδο (δεκαετία του 1940) καταλήγοντας στην τελευταία περίοδο ( μέσα του δέκατου ένατου αιώνα). Κι ενώ οι υπόλοιποι ένοικοι συγχρονίζονται με την μετατόπιση του κτηρίου στον χρόνο, ο συγγραφέας συνεχίζει τη ζωή του κανονικά ως φοιτητής φιλοσοφίας και ως το μόνο πρόσωπο που έχει επίγνωση των αλλαγών που συντελούνται. Εξακολουθεί να πηγαίνει στη Βιβλιοθήκη, να μελετά χειρόγραφα, να επισκέπτεται βιβλιοπωλεία, να «καταδύεται» καθημερινά όλο και πιο βαθιά στον κόσμο της γνώσης. Ενδιάμεσα , σε στιγμές που «παγώνουν» μέσα στον χρόνο, εμφανίζονται πρόσωπα που απευθύνονται στη συνείδηση του συγγραφέα, χαρακτήρες-προϊόντα διανοητικής εμπειρίας, οι οποίοι, με σπονδυλωτές αφηγήσεις, ζουν ξανά τις Ιδέες που νοηματοδότησαν κάποτε το έργο τους και αξιώνουν απαντήσεις σε βασανιστικά υπαρξιακά ερωτήματα ως συνέχεια του δικού τους ημιτελούς πνευματικού έργου. «Άκουσέ με προσεκτικά : Συνέχισε να ψάχνεις πίσω από τις γραμμές, ανάμεσά τους, δίπλα τους, κοντά τους, εκεί που υπάρχουμε εμείς, οι ανείπωτες ιδέες μας, οι ανολοκλήρωτες σκέψεις μας τα μικρά και μεγάλα πάθη μας, οι μικροί και μεγάλοι φόβοι μας, τα οράματά μας, οι ελπίδες μας. Εκεί πάλλεται ατελεύτητα η καρδιά μας-εκεί φωσφορίζουν σαν τη φεγγαρόλουστη θάλασσα οι ιδέες μας, κρυμμένες στις πιο μικρές, δυσδιάκριτες λεπτομέρειες, στις κρυφές εσοχές του πίνακα, στον πίνακα του κόσμου». ( σ. 64-65)
Στο συγκλονιστικό τελευταίο κεφάλαιο της νουβέλας ο φοιτητής φιλοσοφίας παίρνει την απόφαση να εγκαταλείψει το σανατόριο και τις παραδοξότητές του . Το άσυλο, ξεκάθαρα πια στη συνείδηση του αναγνώστη ως αλληγορία της ανθρώπινης ζωής και του θανάτου , της υπαρξιακής αγωνίας και του αυτο-εγκλεισμού αλλά και της ηδονής που προσφέρει το ανθρώπινο βίωμα, παραμένει ένα «μυστήριο» πέρα από τον έλεγχο της ανθρώπινης λογικής. « Διότι είναι μεγάλο το μυστήριο της ζωής, ο βίος πεπερασμένος, όσο διαρκεί μια μέρα. ΄Ισαμε που προλαβαίνουμε να ψηλαφίσουμε τον παιχνιδιάρικο αέρα, να παίξουμε στην άμμο, να μυρίσουμε την πρωινή βροχή, τις ανεμώνες την άνοιξη , τα νυχτολούλουδα. Και να, το σκοτάδι έρχεται μέσα από τις χαραμάδες του χρόνου και μας κλείνει τα μάτια…» ( σ. 132 ) Η τραγική μοίρα του ανθρώπου, το αιώνιο συμβόλαιό του με τον θάνατο, διατυπώνονται με τόσο ανάγλυφο τρόπο, που στο τέλος ο αναγνώστης υποψιάζεται πως ο συγγραφέας, ο αφηγητής, ήταν ήδη νεκρός ενόσω έγραφε τη νουβέλα.
Στη νουβέλα « Το χειρόγραφο» ο συγγραφέας δομεί την ιστορία του με βάση δύο χαρακτήρες. ΄Ενα φανταστικό πρόσωπο, τον ερευνητή Γκέιλ΄Ελιοτ, ο οποίος ζει και εργάζεται στο παρόν και ένα ιστορικό πρόσωπο, τον Φλόυερ Σίντενχαμ, ΄Αγγλο φιλόλογο-φιλόσοφο, ο οποίος έζησε στην Αγγλία του δεκάτου ογδόου αιώνα. Στο πρώτο αφηγηματικό μέρος της νουβέλας ο αναγνώστης παρακολουθεί τα γεγονότα έτσι όπως εκτυλίσσονται με την οπτική γωνία του Γκέιλ΄Ελιοτ, ο οποίος, μετά τις λαμπρές σπουδές του στην Οξφόρδη, θέλοντας να πρωτοτυπήσει στους κόλπους της ακαδημαϊκής κοινότητας, αποφασίζει να εκπονήσει μία φιλολογική μελέτη για τον Φλόυερ Σίντενχαμ και αφοσιώνεται σε αυτή κατά τρόπο τυπικό, ακαδημαϊκά εργαλειακό. Ο έντονος πόθος για αναγνώριση, μέσα από τη σπουδαιότητα και πρωτοτυπία της εργασίας , οδηγούν τον ΄Ελιοτ σε εξαντλητικά ωράρια εργασίας και τον φθείρουν ψυχικά και βιολογικά. Η φιλολογική μελέτη φαίνεται να χάνεται μέσα στην πληθώρα των σημειώσεων του ΄Ελιοτ και στην αδυναμία του να τιθασεύσει και να οργανώσει το υλικό του. Ο Σίντενχαμ , πρόσωπο-φάντασμα που είχε κάνει την εμφάνισή του και στη νουβέλα « Τρεις μήνες και μια μέρα», επανέρχεται στο Χειρόγραφο, για να σταθεί πλέον απέναντι στον Γκέιλ΄Ελιοτ είτε ως αποκύημα της φαντασίας του είτε ως ένοχη συνείδησή του, να πάρει τα ηνία της αφήγησης και του λόγου και μέσα από μια γλαφυρή ανασύνθεση των τραγικών πτυχών της ζωής του και των φιλοσοφικών αναζητήσεών του, να υπενθυμίσει στον ΄Ελιοτ το χρέος του, το χρέος του κάθε συγγραφέα έναντι των ηρώων του. Η υπόμνηση αυτή, με τον έντονα τραγικό τρόπο που δίνεται, οδηγεί σε μια σταδιακή αφομοίωση του ΄Ελιοτ από τον Σίντενχαμ , σε μια ολοκληρωτική ταύτιση του ερευνητή με τον ήρωά του, όταν πια αντί για το είδωλό του αντικρίζει τη γερασμένη μορφή του πρωταγωνιστή του έργου του.
«Πλησίασε στον καθρέφτη τρεμάμενος, όπως πλησιάζει το σκυλί έναν άγνωστο περαστικό ή έναν κακό δαίμονα. Ψηλάφισε το πρόσωπό του κι έβαλε τα ιδρωμένα από την αγωνία ακροδάχτυλά του στις βαθιές ρυτίδες που αυλάκωναν το μέτωπο , και στον ζαρωμένο του λαιμό με το διογκωμένο καρύδι, παρατηρώντας την κρεατοελιά στο μέτωπό του, που έχασκε σαν χαίνουσα πληγή» ( σ. 127)
Πέρα από τον κεντρικό αυτό πυρήνα της ιστορίας , η νουβέλα ξεδιπλώνει με τρυφερότητα στοχασμούς για τη ζωή, τον έρωτα, την ευτυχία, τη σχέση του ανθρώπου με τη φύση. Είναι πραγματικά υπέροχες στον γλωσσικό πλούτο και στην πρωτοτυπία τους συχνές αναφορές και περιγραφές των στοιχείων της φύσης:
«Τα φθινοπωρινά απογεύματα, όταν έπεφταν οι αχτίδες του ήλιου, το μαγεμένο δάσος εκτόξευε γυαλιστερές ανταύγειες φλόγας στα χαμηλά σύννεφα, σαν να καιγόταν από ένα ακατασίγαστο πάθος να διαπεράσει τη συννεφιασμένη ομίχλη και να φτάσει στον ουρανό με τα άστρα». ( σ. 15 )
« Άνοιξε τα μάτια του, ο παγωμένος αέρας χύμηξε ορμητικά στις κόρες των ματιών του, σαν ν ΄ανέμενε τη στιγμή , τ΄ακροβλέφαρά του μάτωσαν. Η χρυσαφένια σελήνη στεκόταν ακίνητη στον ουρανό , σαν πέτρα λαξεμένη από έναν προαιώνιο Θεό, μόνο που το φως της αραίωσε πια μες στα λειψά σύννεφα, ξοδεύτηκε μες στις παγερές ανασαιμιές και στις γλυκόπικρες μυρωδιές του δάσους». ( σ. 62)
Χρησιμοποιώντας εξίσου ποιητική γλώσσα ο συγγραφέας αναδεικνύει το ερωτικό στοιχείο με αφορμή τον άτυχο έρωτα του ΦλόυερΣίντενχαμ για μια υπηρέτρια , την ΄Εστερ, γεγονός που καθόρισε την όλη πορεία της ζωής και του έργου του.
«Την περίμενα κάτω από τη γέφυρα και μετά ανηφορίζαμε στον λόφο με τις τριανταφυλλιές. Ανηφορίζαμε; Τρόπος του λέγειν. Πετούσαμε, βγάζαμε λευκά φτερά και πετούσαμε σαν τις πεταλούδες από τριανταφυλλιά σε τριανταφυλλιά ρουφώντας αχόρταγα το νέκταρ του έρωτά μας. Η μέρα κυλούσε τόσο γρήγορα, έσβηνε στο πορφυρό ηλιοβασίλεμα, ξεψυχούσε στο μισοσκόταδο, έλιωνε τη νύχτα». ( σ. 83)
Ενδεικτικοί, όμως, της φιλοσοφικής θεώρησής του, μεστοί νοήματος και οι στοχασμοί του συγγραφέα για τη ζωή και την ευτυχία, καθώς ο αναγνώστης τούς συναντά στη ροή της ιστορίας. « …ο φιλόσοφος αναζητεί την ευτυχία μέσα του…η ευτυχία είναι μια νοητική κατάσταση αταραξίας και απάθειας απέναντι στις εγκόσμιες τιμές, , στα πλούτη και στην εφήμερη δόξα». ( σ. 99)
Διάβασα με εξαιρετικό ενδιαφέρον τις δύο νουβέλες του καθηγητή Δημητρίου, απολαμβάνοντας το ευχάριστο ξάφνιασμα και την τέρψη που χαρίζει ένας λόγος φωτεινός, μία γλώσσα υπέροχη στη δομή και στους όρους της, μία γραφή που ανεβάζει τη σκέψη σε υψηλά επίπεδα στοχασμού και εγείρει μοναδικά τον συναισθηματικό κόσμο του αναγνώστη. Δύο βιβλία που έρχονται να εμπλουτίσουν την κυπριακή και την ευρύτερη ελληνική πεζογραφία με τον ιδιαίτερο θησαυρό που κομίζουν στη λογοτεχνική πραγματικότητά μας.
Το μήνυμα των δύο βιβλίων διαπερνά τις γραμμές τους, χαράζεται έντονα και καταληκτικά στην ανθρώπινη νόηση ως συνώνυμο της ανθρώπινης ύπαρξης και της νομοτέλειάς της: Στο πέρασμα του χρόνου οι Ιδέες και όχι οι άνθρωποι κερδίζουν την αθανασία, γιατί επαναλαμβάνονται και αναβιώνουν σε άλλα σώματα, που θα κάνουν μαζί τους την ίδια διαδρομή, καθώς η θνητότητα θα θέτει τους δικούς της χρονικούς περιορισμούς και ο ανθρώπινος νους θα αδυνατεί να ερμηνεύσει αυτά που ξεπερνούν τα όρια των δυνατοτήτων του.
Όπως ενδεικτικά τονίζει ο συγγραφέας, « Ό,τι ζει πρέπει να συμφιλιωθεί με τον θάνατο, για να γίνει αθάνατο» . ( Το χειρόγραφο, σ. 125 )
ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΣΤΡΑΤΗ
Ο ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ
Οι δύο νουβέλες Το Χειρόγραφο και Τρεις μήνες και μια μέρα και τα δώδεκα διηγήματα που περιλαμβάνονται στη συλλογή Άνθρωποι στο βαγόνι του Κυριάκου Δημητρίου(**) κυκλοφόρησαν το 2016 από τις εκδόσεις “Πορεία”, συστήνοντας στην Κύπρο και την Ελλάδα έναν νεοεμφανιζόμενο λογοτέχνη που φέρνει νέα πνοή στα ελληνικά γράμματα. Οι σπουδές του στην Πολιτική Φιλοσοφία, η διδασκαλία της Ιστορίας των Ιδεών στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και η εντρύφησή του στην αρχαιοελληνική πολιτική σκέψη και την πρόσληψή της στην ευρωπαϊκή φιλοσοφία αποτελούν στο έργο του ένα διακριτικό αλλά ευδιάκριτο υπόστρωμα, το οποίο μετουσιώνεται σε πρώτη ύλη για τη λογοτεχνική του γραφή. Αρχαίοι μύθοι, στίχοι παλαιότερων και σύγχρονων ποιητών, απηχήσεις από φιλοσοφικά κείμενα και ποικίλα λογοτεχνικά αναγνώσματα προδίδουν ευρυμάθεια, διερευνητική διάθεση και κριτική σκέψη. Από τον Όμηρο και τον Πλάτωνα έως τον Χόμπς και τον Νίτσε στοχασμοί φιλοσόφων και μελετητών, περισσότερο ή λιγότερο γνωστών στο αναγνωστικό κοινό, εμβολιάζουν την αφήγηση και μυούν τον αναγνώστη στη σκέψη και το έργο τους. Ένα πολύ χρηστικό παράρτημα στο τέλος, στο οποίο μπορεί συνεχώς να ανατρέχει ο αναγνώστης, παρουσιάζει συνοπτικά τα ερευνητικά ενδιαφέροντα και την εργογραφία των στοχαστών που αναφέρονται σε κάθε νουβέλα.
Η σκηνοθεσία στις νουβέλες του Κυριάκου Δημητρίου προκρίνει το κέντρο του Λονδίνου. Στο Χειρόγραφο, το δάσος του Χάιγκεϊτ, το “μαγεμένο δάσος της νεφέλης” (σ. 15), το φυσικό σκηνικό που αντικρίζει καθημερινά ο κεντρικός ήρωας από το παράθυρό του, αποτελεί το μοναδικό ίσως αμετάβλητο στο χρόνο στοιχείο που περιβάλλει τον διαρκώς μεταμορφούμενο ψυχικά και σωματικά ήρωα. Στο Τρεις μήνες και μια μέρα, το σύγχρονο Λονδρέζικο αρχιτεκτονικό τοπίο που φέρει ακέραια τα ίχνη της μεσαιωνικής καταγωγής του, “αναγκασμένο να ζει και να ξαναζεί καθημερινά την ιστορία του, παγιδευμένο στους χωματένιους αμαξόδρομους” (σ. 17), σταδιακά μεταμορφώνεται βυθιζόμενο στο παρελθόν, συμπαρασύροντας τον αφηγητή και όλα τα πρόσωπα της ιστορίας. Το σκηνικό στα διηγήματα της συλλογής Άνθρωποι στο βαγόνι στήνεται σε γνώριμα τοπία του ευρωπαϊκού κυρίως χώρου.
Ο χρόνος όμως είναι ο βασικότερος άξονας πάνω στον οποίο διαρθρώνεται η αφήγηση και εκτείνεται από το παρόν μέχρι το βάθος του παρελθόντος με αιφνίδιες προβολές στο μέλλον. Είναι ένας χρόνος ρευστός, ατίθασος, άναρχος, που δεν υπακούει σε “φυσικές” νομοτέλειες. Ένας χρόνος που δεν ξετυλίγεται ευθύγραμμα, αλλά κυλά σε τροχιά άλλοτε κυκλική και άλλοτε απρόσμενα τεθλασμένη. Η συλλογική μνήμη του παρελθόντος αγωνίζεται να επιβιώσει στο παρόν καθώς τα πρόσωπα του παρελθόντος επανέρχονται διεκδικώντας την ύπαρξή τους που έχει οντοποιηθεί στις ιδέες και τους στοχασμούς τους. Το βιωμένο παρόν των προσώπων, περιχαραγμένο από αναπότρεπτα γεγονότα, τα οδηγεί σε μια παράξενη αγωνία άλλοτε να ξεφύγουν από το παρελθόν κι άλλοτε να βυθιστούν σ΄αυτό. Το μέλλον έχει τη δική του μνήμη, η οποία διαπερνά το παρόν και διοχετεύεται στο παρελθόν. Όσο ο άναρχα κυλιόμενος χρόνος συνυφαίνεται με τον όλο και πιο ανοίκειο χώρο, τόσο ο χωροχρόνος γίνεται όλο και πιο μεταφυσικός.
Το Χειρόγραφο, διαρθρωμένο σε δύο μέρη, αρχίζει με τον εφιάλτη που βλέπει κάθε βράδυ ο Γκέιλ Έλιοτ, ο κεντρικός χαρακτήρας, εφιάλτη που στην ουσία ανατέμνει όλη τη ζωή του: κρατώντας παραμάσχαλα έναν δερμάτινο χαρτοφύλακα φτάνει στις ερμητικά κλειστές πύλες του πανεπιστημιακού κολεγίου, αντιμετωπίζεται ως άγνωστος από τον φύλακα και νιώθει να τον καταπίνει ο ασφαλτόδρομος απορημένο και απογοητευμένο. Την τελευταία φορά που βλέπει τον ίδιο εφιάλτη, οι αλλαγές είναι εύγλωττες: η φιγούρα του, γέρικη και καμπουριασμένη, συναντά και πάλι τον φύλακα πίσω από την κλειστή πύλη, αλλά αυτή τη φορά του παραδίδει τον δερμάτινο χαρτοφύλακα με το τελευταίο του χειρόγραφο και χάνεται μέσα στο σκοτάδι της νύχτας.
Στο “Μέρος πρώτο”, ο Γκέιλ, νέος διδάκτορας στον προθάλαμο μιας πολλά υποσχόμενης ακαδημαϊκής καριέρας, παροτρύνεται από τον καθηγητή του να γράψει μια πρωτότυπη μονογραφία για το έργο του στοχαστή και πλατωνικού μελετητή Φλόυερ Σίντενχαμ, στο πλαίσιο του άτεγκτου δόγματος της πανεπιστημιακής ζωής “ή δημοσιεύεις ή πεθαίνεις” (“publish or perish”) (σ. 18). Καθώς οι μελέτες του δημοσιεύονται σε επιφανή φιλολογικά περιοδικά, ο Γκέιλ γίνεται σταδιακά αλαζόνας και ματαιόδοξος, σκληρός και απόμακρος. Η μόνη τρυφερή στιγμή του είναι η φροντίδα για την ταφή του γέρικου γάτου του που τον συνέδεε με μνήμες της παιδικής του ηλικίας. Καθώς τον θάβει στο δάσος, θάβοντας μαζί του και τη νιότη του, τον πλησιάζει ξαφνικά ένας άγνωστος που μαζεύει μανιτάρια στο δάσος και συμπάσχει στον πόνο του. Κομβικά σημεία στην αφήγηση είναι τρεις αλλόκοτες συναντήσεις που προσημαίνουν το δεύτερο μέρος της αφήγησης. Η πρώτη με έναν παράξενο κηπουρό του δάσους που κάνει αποτρεπτικά σχόλια για την έρευνα του Γκέιλ. Η δεύτερη με έναν ταξιτζή που με τις επίμονες αλλά εύστοχες ερωτήσεις του προσπαθεί να στρέψει τον ήρωα στη μελέτη της απλής λογικής των πραγμάτων, τον οποίο όμως ο Γκέιλ, εγωκεντρικός και ναρκισσιστής, αντιμετωπίζει με σνομπισμό και απαξίωση. Η τρίτη φορά που ένας άγνωστος προσπαθεί να τον κάνει να δει βαθιά μέσα στην ψυχή του είναι η συνάντηση με έναν αγγλικανό πάστορα στο νοσοκομείο, όπου οδηγείται λόγω της εξαντλητικής ψυχικά και σωματικά επίπονης και επίμονης μελέτης του.
Στο “Μέρος δεύτερο”, εμφανίζεται μυστηριωδώς, ως φασματική μορφή, ο ίδιος ο Σίντενχαμ, αδυσώπητα επικριτικός στο έργο του Γκέιλ. Ο φιλόσοφος ισχυρίζεται ότι, παρά την τριπλή του προειδοποίηση, κατάντησε στις μελέτες του Γκέιλ “ένα φιλολογικό πείραμα, μια λεκτική εξίσωση, μια γλωσσολογική ανατομία” (σ. 70) και απαιτεί δικαίωση, επανόρθωση, αποκατάσταση. Καθώς ο στοχαστής διηγείται στον Γκέιλ λεπτομέρειες από τις περιπέτειες της ζωής του, η δράση μεταφέρεται στο Λονδίνο του 18ου αιώνα. Ο Σίντενχαμ συζητά λεπτές πτυχές του έργου του και παρουσιάζει το δικό του όραμα από το παρελθόν για τον αναγνώστη του μέλλοντος, όραμα που όμως δεν εκπληρώνεται στο παρόν από τον Γκέιλ. Ωστόσο, κοινό τους στοιχείο είναι ότι και ο Σίντενχαμ κατέληξε ένας μοναχικός “γερασμένος άνθρωπος”, ένας “ασθενικός καμπούρης”, ένας “νεκροζώντανος”, μια “σηψαιμική σκιά του εαυτού” του (σ. 106). Η ομοιότητα του φιλοσόφου με τον μελετητή είναι πλέον τόσο μεγάλη, ώστε είτε ο Γκέιλ μετουσιώνεται σε Σίντενχαμ ή ο Σίντενχαμ μετουσιώνεται σε Γκέιλ για να ολοκληρωθεί επιτέλους το χειρόγραφο. Ωστόσο, το χειρόγραφο μένει και πάλι ατελείωτο. Το τέλος έρχεται οικτρό και αδυσώπητο.
Στο κέντρο του σύγχρονου Λονδίνου στήνεται και το ατμοσφαιρικό σκηνικό της νουβέλας Τρεις μήνες και μια μέρα με τον χρονικό δείκτη στον τίτλο, που αποτελεί και δείκτη της διάρθρωσης της αφήγησης. Ο αφηγητής είναι “ένας ταλαιπωρημένος διδακτορικός φοιτητής φιλοσοφίας” (σ. 8) με απαρέγκλιτο καθημερινό πρόγραμμα μελέτης στη Βρετανική Βιβλιοθήκη. Μέσα στα συχνά κακογραμμένα χειρόγραφα πρέπει να ανακαλύψει τις ιδέες των στοχαστών που μελετά, οι οποίες “καραδοκούν στον πυθμένα του νου, μασκαρεύονται στις παρυφές του κρανίου κι επανέρχονται απροειδοποίητα κι απροσκάλεστα στον λογισμό, σαν αναρχοελεύθεροι ταξιδευτές στον χώρο και τον χρόνο” (σ. 12).
Ο “Μήνας πρώτος”, το πρώτο κεφάλαιο της νουβέλας, ξεκινά με την εγκατάσταση του αφηγητή στο Royal Free Hospital Residence, στο τέρμα της λεωφόρου Γκίλφορντ, ένα παλιό σανατόριο που μετατράπηκε σε φοιτητική εστία. Η σταδιακή γνωριμία του αφηγητή με τρεις συγκατοίκους του γίνεται αφορμή για φιλοσοφικές συζητήσεις, οι οποίες όμως μένουν πάντοτε ανολοκλήρωτες. Με μια φοιτήτρια κλασικής φιλολογίας που μένει ακριβώς δίπλα του συζητά για τον Όμηρο και το ομηρικό ζήτημα, την ολιγόζωη μοίρα του ανθρώπου, την πολυπολιτισμική συμβίωση. Η γνωριμία του με έναν φοιτητή θεολογίας και έναν φοιτητή βιολογίας και γενετικής του δίνει έναυσμα για συζήτηση σχετικά με τον πρωταγόρειο αγνωστικισμό και τις αθεϊστικές ιδέες των φιλοσόφων Μπένθαμ και Γκρόουτ, αλλά και την ανεξήγητη φοβία για τα φαντάσματα του ορθολογιστή Μπένθαμ. Στη διαδρομή από το παλιό σανατόριο στη Βρετανική Βιβλιοθήκη, ο αφηγητής παγιδεύεται μυστηριακά από το χρόνο σε ένα κοιμητήριο κρυμμένο μέσα σε ένα δασώδες πάρκο, του οποίου η έξοδος, όπως διαπιστώνει ο αφηγητής, “ήταν τόσο κοντά, που απορούσα πώς μπόρεσα να εγκλωβιστώ σε λιγότερο από εκατό μέτρα γης, σε λιγότερο από εκατό μέτρα χρόνο” (σ. 40). Στο μεταξύ, ο χώρος του παλιού σανατορίου σταδιακά αλλάζει και γίνεται όλο και πιο ανοίκειος και δυσλειτουργικός.
Ο “Μήνας δεύτερος” βρίσκει τον αφηγητή σε μια προσπάθεια εξορθολογισμού της παράδοξης κατάστασης την οποία βιώνει. Επιχειρώντας να ανακαλύψει την αιτιώδη σχέση των πραγμάτων με την αρωγή της φιλοσοφίας, αποδίδει σε εκτεταμένη ανακαίνιση στους χώρους του σανατορίου την παράδοξη αλλαγή στο περιβάλλοντα χώρο, αλλαγή που τον αποξενώνει όλο και περισσότερο από το κτήριο και τους ενοίκους του. Στο μεταξύ, στο υπόγειο ενός παλαιοβιβλιοπωλείου, του παρουσιάζονται μυστηριωδώς δύο μορφές του παρελθόντος. Όταν ανακαλύπτει και μελετά ένα κείμενο του Σίντενχαμ, του φιλοσόφου που μελετούσε ο Γκέιλ Έλιοτ στο Χειρόγραφο, αισθάνεται την αλλόκοτη παρουσία του ίδιου του στοχαστή, ο οποίος, προσπαθώντας να ανακτήσει τη φωνή του μέσα από τα κείμενά του, τον συμβουλεύει: “Να θυμάσαι τον αιώνιο γυρισμό του Νίτσε. Η αιώνια κλεψύδρα της ζωής θα ξαναγυρίζει ακατάπαυστα, κι εσύ μαζί της, απειροελάχιστη σκόνη στο εκκρεμές του χρόνου. Μόνο τότε θα καταλάβεις. Ποτέ δε φύγαμε από εδώ, κι όταν φεύγουμε για λίγο, είμαστε καταδικασμένοι παντοτινά να επιστρέφουμε” (σ. 66). Στη συνέχεια ο αφηγητής ανακαλύπτει μια καταπακτή που οδηγεί σε μια κρύπτη γεμάτη βιβλία, στην οποία κατεβαίνει από μια αμεμόσκαλα. Με το φως ενός φαναριού ανακαλύπτει ένα ημερολόγιο του χρονικογράφου Πιπς με μαρτυρίες για την πανώλη του 1665, την πυρκαγιά του Λονδίνου το 1666 και την καταδίκη του Χόμπς ως ενός από τους υπαιτίους της πυρκαγιάς λόγω του Λεβιάθαν του. Μέσα στο σκοτάδι της κρύπτης, ξαφνικά εμφανίζεται μπροστά του ένας μαθητής του Χόμπς που βεβαιώνει τον αφηγητή ότι τα βιβλία του δασκάλου του επιβίωσαν παρά την καταδίκη του, επειδή “δεν αναθεματίζεται η γνώση, δεν ακυρώνεται η αλήθεια, δεν πεθαίνει η Επιστήμη, δε σβήνει το φως” (σ. 97).
Ο “Μήνας τρίτος” δοκιμάζει τις τελευταίες αντοχές του αφηγητή και την ύστατη προσπάθειά του να προσφύγει στη φιλοσοφία για να θωρακίσει τη σκέψη του απέναντι στις ανεξήγητες αλλαγές. Σε ένα σχεδόν αγνώριστο σανατόριο παρακολουθεί τη συζήτηση του θεολόγου και του γενετιστή σχετικά με τον μηχανισμό της δημιουργίας των όντων και το αιώνιο ερώτημα μεταξύ φυσικής επιλογής και θεϊκής δημιουργίας. Στη Βιβλιοθήκη, καθώς βρίσκεται μπροστά σε μια επιστολή του Μπένθαμ προς τον Γκρόουτ, στην οποία τον παρακινεί να ταξινομήσει τις ιδέες του κατά της δεισιδαιμονίας και του φόβου του θανάτου, συμβαίνει μια ακόμη αλλόκοτη επίσκεψη από το παρελθόν, αυτή του επισκόπου και κλασικού φιλολόγου Θίρλγολ, ο οποίος τον βεβαιώνει ότι η ματαιότητα ανατρέπεται “διότι ο κύκλος της ύπαρξης ποτέ δεν κλείνει, περιστρέφεται στο άπειρο, σ΄ έναν χρόνο χωρίς χρονικότητα” (σ. 120).
“…Και μια μέρα”, την τελευταία της νουβέλας, ο χώρος του παλιού σανατορίου γίνεται εντελώς εχθρικός. Ο αφηγητής αποφασίζει να δραπετεύσει από το κτήριο, εγκαταλείποντας εντελώς την προσπάθειά του να εξορθολογίσει τα συμβάντα. Διαβρωτικός ο χρόνος κινείται αμείλικτος μέσα στο χώρο του σανατορίου και τελικά κυριαρχεί πάνω του, το καθυποτάσσει ύπουλα, το διαλύει μεθοδικά και τελικά το αφανίζει. Οι τρεις μήνες συνυφαίνουν το παρόν, το παρελθόν και το μέλλον σε μια υπερλογική ρευστή διασύνδεση και η αλλόκοτη τελευταία μέρα σφραγίζει αυτή τη ρευστότητα. Οι σταγόνες ενός γλοιώδους υγρού παραμορφώνουν εντελώς το χώρο του σανατορίου και εκδιώκουν βίαια και αναπόδραστα τους ενοίκους. Ο αφηγητής βρίσκει καταφύγιο στο δωμάτιο ενός φτηνού πανδοχείου στο Κάμντεν, όπου έχει και την τελευταία και πιο απροσδόκητη επίσκεψη. Του εμφανίζεται ένας αλλόκοτος και απόκοσμος άνδρας με γκρίζα μαλλιά και ζαρωμένο πρόσωπο, ο οποίος φαίνεται να γνωρίζει πολύ καλά ακόμη και τις πιο μύχιες σκέψεις του και να έχει τις ίδιες με αυτόν μνήμες και υπαρξιακές αγωνίες: “Φοβάμαι πολύ, ποτέ δε θα είμαστε έτοιμοι, ποτέ δε θα φτάσουμε εκεί ψηλά, εκεί που τόσο βαθιά πόθησε η ψυχή μας, να λύσουμε τον γρίφο, να σπάσουμε τα δεσμά, γατί λιγόστεψαν οι μέρες μας και πρέπει να κατεβούμε την ανεμόσκαλα”. Ο ίδιος ο αφηγητής συναντά από το μέλλον τον παρελθόντα εαυτό του, εγκλωβισμένο στο πενιχρό δωμάτιο του πανδοχείου, σε έναν ύπνο χωρίς ξύπνημα, σε παγωμένο χρόνο. Το παρόν έχει γίνει ήδη παρελθόν στο τέλος της νουβέλας, σε μια στιγμή που ο χρόνος διαλύεται, δυιλίζεται ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον.
Στο πολύ πρόσφατα εκδοθέν Άνθρωποι στο βαγόνι περιλαμβάνονται δώδεκα διηγήματα που φλερτάρουν με τη λογοτεχνία του φανταστικού περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο έργο του Κυριάκου Δημητρίου. Ο χώρος πλαταίνει σε σχέση με τις νουβέλες και η αφηγηματική ματιά παρακολουθεί τον κάθε ήρωα σε Βιέννη, Λονδίνο, Σόμερσετ, Ντένβερ, Παρίσι, Πράτο, Σαν Σεμπαστιάν. Ο χρόνος ορίζεται ευκρινώς με συγκεκριμένες ημερομηνίες, χρονολογίες και παντός είδους χρονικούς δείκτες που δίνουν μια επίπλαστη αληθοφάνεια στη μυθοπλαστική αφήγηση. Κάποιες χρονολογίες μάλιστα επανέρχονται σε διαφορετικά διηγήματα για να δώσουν το χρονικό στίγμα μυστηριωδών εξαφανίσεων ή επανεμφανίσεων διαφορετικών ηρώων.
Οι ιστορίες των προσώπων ακροβατούν μεταξύ της παραδοξολογίας και της ψυχοπαθολογίας, του μυστηριακού και του γκροτέσκου. Ιλαροτραγικές φιγούρες οι ήρωες των διηγημάτων ταλαιπωρούνται από διλήμματα και βασανιστικές εμμονές, αναζητώντας νόημα και λόγο ύπαρξης σε έναν κόσμο φαινομενικά υποταγμένο στο πεπρωμένο του. Ο Λασίφ υποτάσσεται στην καθηλωτική αναμονή του πεπρωμένου (“Το πεπρωμένο”). Ο Ρίτσαρντ Γκάρρικ κατατρύχεται από έναν ύπουλο εμμονικό φόβο για τα πάντα (“Ο φόβος”). Ο Αντριάν προσπαθεί να ξεπεράσει τα ανεπούλωτα τραύματα του πολέμου (“Ταξίδι στο Σομ”). Η ζωή του αμαξά Σεβαλιέ αλλάζει όταν μεταφέρει έναν μυστηριώδη επιβάτη (“Η απώλεια”). Ο Τόμας Γουάλας προσπαθεί απεγνωσμένα να εκδώσει το χειρόγραφό του (“Χειρόγραφο υπό δημοσίευση”). Ο Μάρκους Μπλόχ βυθίζεται στον ύπνο για τριάντα ολόκληρα χρόνια (“Ο ύπνος”). Ο γκαλερίστας Όλιβερ Μερσέρ ελκύεται από την ομορφιά μιας ζωγραφιάς και χάνεται για πάντα μέσα της (“Ο πίνακας”). Ο Αμεντέο εξομολογείται τις φρικώδεις αμαρτίες του (“Η εξομολόγηση”). Ο Δον Τριστάν εξαφανίζεται μυστηριωδώς στο κυνήγι και εντοπίζεται δώδεκα χρόνια αργότερα (“Το θήραμα”). Ο Άρθουρ Ντέιλ παρακολουθείται συνεχώς από την άλλη του υπόσταση (“Ο άλλος”).
“Το τελευταίο δρομολόγιο για τη Λυών”, το έκτο διήγημα της συλλογής, κόβει απότομα το νήμα της αφήγησης, αφήνοντας στον αναγνώστη μια επίγευση ημιτέλειας. “Το τελευταίο δρομολόγιο” όμως, το τελευταίο διήγημα, ξαναπιάνει το νήμα από το ίδιο σημείο και επιφυλάσσει στον αναγνώστη μια απρόσμενη έκβαση που δένει μεταξύ τους όλες τις προηγούμενες ιστορίες. Οι πρωταγωνιστές συναντιούνται αναπάντεχα σε ένα βαγόνι που εκτελεί “Το τελευταίο δρομολόγιο” μέσα στο χρόνο και ο καθένας τους αυτοσυστήνεται και δίνει τη δική του οπτική για τα βιώματά του. Οι ιστορίες τους, από διαφορετικές εποχές και τόπους, εγκιβωτίζονται (ή μήπως εγκλωβίζονται;) στο ίδιο βαγόνι που ταξιδεύει μέσα στο χρόνο, καθιστώντας ίσως και αυτό το βιβλίο ένα είδος ιδιότυπης, σπονδυλωτής νουβέλας. Στο τέλος το λόγο παίρνει ο Λασίφ, ο αφηγητής του αρχικού διηγήματος, και αρχίζει να αφηγείται την ιστορία του από την αρχή. Το βιβλίο τελειώνει με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που άρχισε, σε έναν ατέρμονα κύκλο μέσα στις αχαρτογράφητες διαστάσεις του χρόνου. “Το τελευταίο δρομολόγιο” δεν είναι το τελικό.
Με τρόπο που συχνά αιφνιδιάζει τον αναγνώστη, ο αφηγητής ή ένας χαρακτήρας μιας ιστορίας εμφανίζεται, με διαφορετική ταυτότητα, λιγότερο ή περισσότερο διακριτικά, σε μια άλλη ιστορία μιας άλλης εποχής. Άλλοτε η παρουσία κάποιων χαρακτήρων σε μια ιστορία προοικονομείται αριστοτεχνικά σε μια προηγούμενη. Άλλοτε πάλι ο ίδιος χώρος αποτελεί το σκηνικό διαφορετικών ιστοριών. Ο Τόμας Γουάλας, ο ήρωας του διηγήματος “Χειρόγραφο υπό δημοσίευση” της συλλογής Άνθρωποι στο βαγόνι έχει τα ίδια χαρακτηριστικά με τον ανώνυμο μυστηριώδη συλλέκτη μανιταριών του δάσους που εμφανίστηκε απρόσμενα στον Γκέιλ Έλιοτ του Χειρογράφου όταν έθαβε το γάτο του στο δάσος του Χάιγκεϊτ. Στο “Τελευταίο δρομολόγιο” της συλλογής Άνθρωποι στο βαγόνι ο Τόμας εμφανίζεται μαζί με το γάτο του Γκέιλ, αποκαλύπτοντας ότι τον βρήκε στο δάσος να κοιμάται κάτω από τις πευκοβελόνες. Από την άλλη, το παλιό σανατόριο της λεωφόρου Γκίλφορντ, το κτήριο που πήρε εφιαλτικές διαστάσεις στο Τρεις μήνες και μια μέρα, γίνεται το σκηνικό που παίζει περίεργα παιχνίδια στο μυαλό του ήρωα στο “Φόβο” της συλλογής Άνθρωποι στο βαγόνι. Ο χώρος της αφήγησης των φόβων του ήρωα είναι άλλωστε η μπιραρία “Τζέρεμι Μπένθαμ” που φέρει το όνομα ενός από τους φιλοσόφους που μελετά στη διδακτορική του διατριβή ο κεντρικός ήρωας του Τρεις μήνες και μια μέρα.
Ο αναγνώστης διαπιστώνει ότι τα βιβλία του Κυριάκου Δημητρίου είναι αυθύπαρκτα, όχι όμως και ανεξάρτητα μεταξύ τους. Ήρωες και χώροι δένονται με μυστικά νήματα, αόρατα στην αρχή, που υφαίνουν αριστοτεχνικά έναν ευφάνταστο αφηγηματικό ιστό και επιτρέπουν στην αφήγηση να ξεδιπλώσει τις διαφορετικές πτυχές της. Αινιγματικά πρόσωπα εμφανίζονται εμβόλιμα, συνήθως με διαφορετική γραμματοσειρά, διεκδικώντας την προσοχή των πρωταγωνιστικών χαρακτήρων. Κάποια πρόσωπα στριμώχνονται σε ένα σημείο της πλοκής και μετά χάνονται στη λήθη της αφήγησης. Δεν περνούν όμως στην ανυπαρξία. Ταξιδεύουν μέσα στο ρευστό χρόνο της γραφής και αναδύονται σε μια άλλη ιστορία ή σε μια άλλη εποχή, με τρόπο μυστηριακό, παράδοξο, αιφνιδιαστικό, διεκδικώντας την ύπαρξή τους μέσα στη ροή του χρόνου. Υπαρξιακά διλήμματα και μεταφυσικά ερωτήματα επανέρχονται και αξιώνουν επίμονα την πραγμάτευσή τους. Αβασάνιστες απαντήσεις φυσικά δεν υπάρχουν. Μόνο φιλοσοφική σκέψη και οντολογική διερώτηση ως εργαλεία αυτοσυνειδησίας.
Το έργο του Κυριάκου Δημητρίου παράγει αυθεντική αισθητική απόλαυση. Η θεματολογία του καταφέρνει να εστιάσει σε διαχρονικά λογοτεχνικά και φιλοσοφικά θέματα με μια ανανεωτική όσο και ανατρεπτική ματιά. Η ρέουσα γλώσσα της γραφής του αποτυπώνει ελκυστικά τη στοχαστική της διάθεση τόσο στις αφηγήσεις όσο και στις περιγραφές. Οι διεισδυτικές σκέψεις που διαπερνούν τα δαιδαλώδη μονοπάτια του νου των αφηγητών πασχίζουν να στριμωχτούν στον κεντρικό αφηγηματικό ιστό, κάποτε όμως δραπετεύουν ελεύθερες και αχαλιναγώγητες. Η βικτωριανή σκηνοθεσία του Ντίκενς, η αλλόκοτη αλληγορία του Κάφκα, η άλογη μυθοπλασία του Μπόρχες, η μεταφυσική ιχνηλασία του Πόε υφέρπουν πίσω από τις γραμμές ως λογοτεχνικά εφαλτήρια, αλλά τιθασεύονται και αφομοιώνονται για να συντελέσουν στη δημιουργία ενός προσωπικού ύφους γραφής με ιδιαίτερο στίγμα, μιας γραφής με έντονο λυρισμό και βαθιά στοχαστικότητα.
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΠΑΝΔΡΕΟΥ
15/6/2017
«Άνθρωποι στο βαγόνι», είναι ο τίτλος της συλλογής 12 σκοτεινών διηγημάτων του Κυριάκου Δημητρίου, τα οποία φλερτάρουν έντονα με τη λογοτεχνία του φανταστικού. Ολόκληρο το βιβλίο είναι ένα τρένο που μας ταξιδεύει με μαεστρία σε άλλες παρελθοντικές εποχές όπου κυριαρχεί το αλλόκοτο και το παράδοξο. Βασικό στοιχείο όλων των ιστοριών είναι ο θάνατος ο οποίος καταλήγει να είναι το κύριο φιλοσοφικό θέμα του βιβλίου.
Η γραφή του Κυριάκου Δημητρίου είναι άκρως ενδιαφέρουσα και θυμίζει πολύ, παλιούς κλασσικούς συγγραφείς όπως οι Γκυ Ντε Μωπασάν και Έντγκαρ Άλαν Πόε. Το σκηνικό των ιστοριών στήνεται σε ευρωπαϊκές πόλεις προηγούμενων αιώνων (Βιέννη, Λονδίνο, Σόμερσετ, Ντένβερ, Παρίσι, Πράτο, Σαν Σεμπαστιάν). Οι χαρακτήρες είναι απλοί καθημερινοί άνθρωποι με τις δικές τους φοβίες και εμμονές.
Στο διήγημα «Το πεπρωμένο», ο Λασίφ παίρνει ένα χρησμό από μια μάγισσα που θα του αλλάξει τη ζωή.
«Ο φόβος», στο ομώνυμο διήγημα ταλαιπωρεί αφάνταστα τον Ρίτσαρντ ο οποίος «φοβάται τα πάντα, φοβάται και τη σκιά του ακόμα, φοβάται όλες τις σκιές, τους σκονισμένους ίσκιους της μέρας, τους τυχοδιώκτες ίσκιους της νύχτας».
Ο Άντριαν, στο «Ταξίδι στο Σομ», επισκέπτεται ξανά τα χαρακώματα όπου πολέμησε, προκειμένου να επουλώσει τα ψυχολογικά τραύματα που απέκτησε στο πεδίο της μάχης. Επιστρέφοντας στο χώρο όπου πολέμησε, επιστρέφει στη φρίκη αλλά και στον θάνατο…
Στο διήγημα «Η απώλεια», ο αμαξάς Σεβαλιέ κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού με ένα μυστηριώδη επιβάτη, βιώνει μια εμπειρία μετά από την οποία αλλάζει η συμπεριφορά του.
Ο επαρχιώτης Τόμας Γουάλας στο «Χειρόγραφο υπό δημοσίευση», ταξιδεύει στο Λονδίνο προκειμένου να εκδώσει το χειρόγραφό του. Εκεί έχει να αντιμετωπίσει το εκδοτικό κατεστημένο αλλά και …τον σκόρο.
Στο «Τελευταίο δρομολόγιο για τη Λυών», ο πρωταγωνιστής επιβιβάζεται, χωρίς αποσκευές, σε ένα τρένο το οποίο όμως δεν έχει προορισμότη Λυών, αλλά ακολουθεί μια αέναη πορεία προς το πουθενά…
Ο Μάρκους Μπλοχ ξυπνά από ένα βαθύ ύπνο τριάντα χρόνων και ακούει τους γνωστούς του να του διηγούνται διαφορετικές εκδοχές για τη ζωή που υποτίθεται ότι έζησε. Όλα αυτά συμβαίνουν στο διήγημα «Ο ύπνος».
Στο διήγημα «Ο πίνακας», ο γκαλερίστας Μερσέρ βιώνει παράδοξες καταστάσεις όταν αποκτά ένα πίνακα ο οποίος είναι ζωντανός και μπορεί να τον υποδεχτεί μέσα στο τοπίο που απεικονίζει.
Στην «εξομολόγηση», ο Αμαντέο, παρόλο που δηλώνει ότι μισεί τον Θεό, αποφασίζει εξομολογηθεί τις αμαρτίες του στον πατέρα Ιουστίνο. Κατά τη διάρκεια του μυστηρίου αποκαλύπτει στον ιερέα την τάση που έχει από μικρός για καταστροφή και εξόντωση. Στο τέλος της εξομολόγησης κάτι πηγαίνει λάθος…
Ο Δον Τριστάν, επιδέξιος κυνηγός, βιώνει μια φρικιαστική εμπειρία κατά την οποία βρίσκεται καθηλωμένος μέσα σε ένα σκοτεινό τάφο. Όλα δείχνουν εκδίκηση των ζώων (;).
Στο διήγημα «Ο άλλος», ο πρωταγωνιστής αντιλαμβάνεται ότι κάποιος τον παρακολουθεί επίμονα. Προσπαθώντας να λύσει το μυστήριο αντιλαμβάνεται ότι αυτός ο άλλος είναι ο ίδιος ο εαυτός του, ο οποίος τελικά του κλέβει όλα τα υπάρχοντά του, αφήνοντας τον ίδιο παρατηρητή της ζωής του…
Το βιβλίο τελειώνει με «Το τελευταίο δρομολόγιο». Στο διήγημα αυτό, όλοι οι πρωταγωνιστές των προηγούμενων ιστοριών επιβιβάζονται στο ίδιο βαγόνι και αφού αλληλοσυστήνονται, σιωπούν. Τη «νεκρική» σιγή σπάει ο Λασίφ που αρχίζει να διηγείται μια ιστορία, την ίδια ακριβώς με την οποία ξεκινά το βιβλίο…
Στις τελευταίες σελίδες αποκτούν νόημα και οι στίχοι του Άγγλου ποιητή W.H. Auden που εμφανίζονται στην προμετωπίδα του βιβλίου:
“Μας κατοικούν δυνάμεις που υποκρινόμαστε πως τις κατανοούμε.”
Από το οπισθόφυλλο:
Μυθοπλαστική αφήγηση – διηγηματικός ιστός με κεντρικό θεματικό άξονα την αναζήτηση του νοήματος, σ’ έναν κόσμο φαινομενικά υποταγμένο στο πεπρωμένο του. Στην τελευταία πράξη, οι πρωταγωνιστές – φιγούρες ετερόκλητες, μα τόσο όμοιες στην ιλαροτραγικότητά τους – εκτινάσσονται σ’ ένα βαγόνι, για να προσθέσουν, οι ίδιοι, την τελική ψηφίδα στο μωσαϊκό της αινιγματικής τους ύπαρξης.
http://andreaskandreou.blogspot.gr
ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΠΑΦΙΤΗ
Η ΑΥΓΗ 29/1/17
Στα όρια του σουρρεαλισμού
ΚΥΡΙΑΚΟΣ Ν. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, Το χειρόγραφο, εκδόσεις Πορεία, σελ. 130
Ένα λογοτεχνικό έργο δεν είναι άμοιρο των εκδοτικών επιλογών του συγγραφέα του. Ο πίνακας του εξωφύλλου του Χειρογράφου, έργο ανώνυμου ζωγράφου του 1790 και επιλογή του ίδιου του Δημητρίου, συνθέτει την απλή και κλασική αναπαράσταση με το στοιχείο εκείνο που, ως ανοίκειο, προκαλεί το αίσθημα της ανατρεπτικότητας. Η εικόνα δεν είναι τόσο απλή. Ένας συγγραφέας κάθεται στο γραφείο και γράφει. Μια μικρή γυναικεία μορφή εικονίζεται στο κάτω μέρος του γραφείου, διαταράσσοντας την αρμονία της εικόνας και την, υποτιθέμενη, παραδοσιακή τεχνοτροπία του. Ο πίνακας αυτός, με τη φλαμανδικού τύπου τεχνοτροπία, αποτυπώνει το ανοίκειο που χαρακτηρίζει τη λογοτεχνική γραφή του Κυριάκου Δημητρίου.
Με σπουδές στην πολιτική φιλοσοφία και ιδιαίτερη αγάπη στην αρχαιοελληνική πολιτική σκέψη, την πλατωνική παράδοση και την πρόσληψη της ελληνικής αρχαιότητας στη νεότερη ευρωπαϊκή σκέψη, ο Δημητρίου εμφανίζεται στα ελληνικά γράμματα ως ένας λογοτέχνης που εμπνέεται από τα επιστημονικά του αναγνώσματα και υπηρετεί με δέος την ελληνική γλώσσα. Το ύφος της νουβέλας γλαφυρό τουλάχιστον. Ιδιάζον χαρακτηριστικό τού ύφους η ανεξάντλητη αφοσίωση στον επιθετικό προσδιορισμό. Το επίθετο στη νουβέλα προκύπτει άπλετο, αθροισμένο, σωρευμένο. Από την πρώτη κιόλας σελίδα η παραδοσιακή περιγραφή, το αναμενόμενο επίθετο ή η οικεία παρομοίωση, συναντά εικόνες νέες, δροσερές, απρόσμενες. Τα μπαλκόνια είναι «μουντά», οι ίσκιοι είναι «βαριοί» μα και «υγροί», το τοπίο «γκρίζο σαν χαλκογραφία της πρώτης σελίδας ενός παλιού βιβλίου» (σ. 1).
Η νουβέλα ξεκινά με τη διήγηση ενός ονείρου που εμπεριέχει συμπυκνωμένα θέματα και μοτίβα του υπόλοιπου έργου. Στις τέσσερις αυτές σελίδες, που προτάσσονται των δύο μερών της νουβέλας, περιγράφεται ο εφιάλτης που στοιχειώνει, επανερχόμενος, τον ύπνο του πρωταγωνιστή. Εν είδει προληπτικής αφήγησης, ο Γκέιλ βλέπει κάθε βράδυ τον ίδιο εφιάλτη. Σαν άλλος τελματωμένος ήρωας, εγκλωβίζεται σε μια εφιαλτική κατάσταση η οποία θα μεταφερθεί, με τα ίδια δεδομένα, στη συνειδητή πραγματικότητά του. Ένας τόνος αγωνίας και μυστηρίου καλύπτει, εξαρχής, την αφήγηση. Τα θέματα της επαναληπτικότητας και της ταυτότητας, της άσκοπης περιπλάνησης, του λαβυρινθώδους και της περιπλοκότητας, παρουσιάζονται ήδη στο προοίμιο δημιουργώντας στον αναγνώστη ένα αίσθημα αγωνίας. Η νουβέλα του Δημητρίου ξελογιάζει με την αισθητική και την ηχητική των λέξεων, που είναι διαλεγμένες κάθε μία προσεκτικά.
Ο πρωταγωνιστής της νουβέλας, Γκέιλ Έλιοτ, έχει ολοκληρώσει το διδακτορικό του στη φιλολογία και φιλοδοξεί να συνεχίσει μεταδιδακτορική έρευνα με θέμα το αχανές έργο του φιλόσοφου Φλόουερ Σίντεχχαμ. O Floyer Sydenham, άγγλος φιλόσοφος του 18ου αιώνα, είναι ιστορικό πρόσωπο και όσα αναφέρονται στη νουβέλα, σε σχέση με το έργο του είναι επίσης ιστορικά δεδομένα. Η σχέση των δύο μορφών είναι ουσιαστικά ο άξονας που κατευθύνει την πλοκή της νουβέλας. Νεκρός ο Sydenham, την εποχή που ζει ο Έλιοτ, θα αποδειχθεί, στην εξέλιξη της νουβέλας, αινιγματική, για τον αναγνώστη, και ολέθρια, για τον πρωταγωνιστή, παρουσία στο έργο.
Η εμμονική επαφή του Έλιοτ με το έργο του Sydenham θα μεταμορφώσει τον νεαρό πρωταγωνιστή σε ένα φθαρμένο αντίγραφο του νεκρού φιλόσοφου. Σε όλο το έργο παρακολουθούμε τη φθίνουσα πορεία της σωματικής κατάστασης του Έλιοτ, μέχρι την πλήρη ταύτιση με τον νεκρό φιλόσοφο. Ο Σίντενχαμ θα απαιτήσει και θα πάρει τα ηνία της παρουσίασης του έργου του από τον νεαρό τυπολάτρη Γκέιλ, και ο Γκέιλ θα τιμωρηθεί για την ύβρη του – άραγε από τον εαυτό του, από το φάντασμα του φιλοσόφου, ή από τη δίνη των πραγμάτων;
Πάντως η ζωή του Σίντενχαμ, ο λόγος του, η δική του διήγηση και τα δικά του πάθη φαίνονται να παίρνουν σάρκα και οστά, ενώ ο φιλόδοξος νέος επιδεικνύει μια άδεια, επιρρεπή στον αυτοθαυμασμό, φύση – μία ύβρη και μια ματαιότητα που είναι συχνός κίνδυνος για τους διανοούμενους, ιδιαίτερα αυτούς που έχουν «αδιάσειστες» «περγαμηνές».
O τριτοπρόσωπος αφηγητής ελέγχει αυστηρά τις συμπεριφορές του Έλιοτ. Η ειρωνεία είναι διάχυτη στην περιγραφή της εσωτερικής και εξωτερικής μεταμόρφωσης, καλύτερα παραμόρφωσης, του πρωταγωνιστή. Βασικό ιδεολογικό θέμα, που διατρέχει τη νουβέλα, και καθορίζει την εξέλιξη της ιστορίας, είναι αυτό της συμπεριφοράς και της ηθικής ενός πολυσπουδαγμένου ήρωα.
O Γκέιλ αισθανόταν άπλετη ευφορία. Η αποδοχή των μελετών του για δημοσίευση στα λεγόμενα «πρωτοκλασάτα» φιλολογικά περιοδικά τόνωσε την αυτοπεποίθησή του σε βαθμό που έκρινε ενδεδειγμένο να τροποποιήσει ανάλογα και το ύφος του. Ένιωθε, συνειδητά, πως ανήκε σε μια ξεχωριστή κατηγορία ανθρώπων, στην ελίτ του πνεύματος. Είχε τα τεκμήρια, μπορούσε να προσκομίσει τις πλέον δυσπρόσιτες αποδείξεις στους δύσπιστους συνομήλικους ερευνητές, ακόμα και στους πιο ώριμους διανοούμενους, που θα ζήλευαν (ήταν βέβαιο) τα επιτεύγματά του. Έτσι, αποφάσισε να υιοθετήσει ένα εμβριθές ύφος που προσιδίαζε στις περιστάσεις.
Ήταν αυταρέσκεια, έπαρση, τα πρώτα δειλά σημάδια ενός καλοήθους ναρκισσισμού. Ό,τι και να ήταν, τα λεπτά χαρακτηριστικά του προσώπου του σαν να βάραιναν με τη μεμβράνη ενός επιτηδευμένου προσωπείου, μιας ατίθασης έξαψης, που ατυχώς τον έκαναν να φαίνεται ηλικιακά μεγαλύτερος. Η Άλμα πρόσεξε μια μικρή αλλαγή στον τόνο της φωνής του κι ένα ελαφρύ καμπούριασμα, που την ανησύχησαν ιδιαίτερα. Μιλούσε αργά αλλά αφοριστικά, διαχειριζόταν ως ρήτορας την ένταση της φωνής του και –το χειρότερο– μετρούσε τις λέξεις του σαν τον αργυραμοιβό που μετρά με υπολογιστική κρυψίνοια τα νομίσματά του. Περπατούσε με προσποιητή νωχελικότητα, μ’ ένα καφετί κασκόλ στον λαιμό, όπως ένας άνθρωπος που βρίσκεται σε συνεχή περίσκεψη, βαθυστόχαστος – ένας άνθρωπος που κουβαλούσε στην πλάτη του πολύ βαριές ιδέες για να μπορεί να κινείται ανάλαφρα, όπως παλιά. (σ. 35-36)
Η αλαζονεία, η έπαρση, η ματαιοδοξία, ο εγωκεντρισμός, η επιτήδευση, είναι μερικά από τα συμπτώματα μιας παθολογικής κατάστασης η οποία μεταμορφώνει τον ήρωα σε μια καρικατούρα λογιοσύνης και εμβρίθειας. Η εσωτερική παραμόρφωση του Γκέιλ ξεδιπλώνεται ολοζώντανη στη συνομιλία του με τον οδηγό του ταξί. Όπως και το όνειρο του προοιμίου, έτσι και η σκηνή αυτή, καταλαμβάνει μια ιδιαίτερα εκτενή θέση στη νουβέλα. Πέντε σελίδες εγκλωβίζουν τον χρόνο της αφήγησης και τον περιορίζουν στα πλαίσια μιας σύντομης διαδρομής με ταξί. Η αφηγηματική αυτή παύση δε μπορεί παρά να προσληφθεί ως μια συγγραφική επιλογή που συνάδει με τη στόχευση μιας φιλοσοφικής νουβέλας. Η ψυχογραφία προκρίνεται της πλοκής και η δράση εξελίσσεται, κυρίως, εντός του ψυχισμού των ηρώων.
Ο Γκέιλ αρνείται να αναγνωρίσει τη φιλολογική επιστημοσύνη του ταξιτζή και, στις ερωτήσεις του οδηγού, προτάσσει τη σιωπή του γεμάτη απαξίωση και περιφρόνηση:
Στο άκουσμα των ερωτήσεων του οδηγού ο Γκέιλ προσπάθησε ν’ αποσιωπήσει την έκπληξή του· οπωσδήποτε δεν επιθυμούσε σε καμία περίπτωση να τον πιστώσει με γνωστική αξία που δεν άξιζε. Υπέθεσε πως ο φλύαρος οδηγός, με τη γελοία τριμμένη τραγιάσκα, θα έμαθε την ιστορία από κάποιον άλλον επιβάτη. (σ. 48)
Αλαζών και υπερόπτης, ο Γκέιλ χρησιμοποιεί ύφος και λόγο αυθεντίας, με στόχο να υπογραμμίσει το, υποτιθέμενο, κοινωνικό και μορφωτικό χάσμα ανάμεσα στον ίδιο και τον οδηγό του ταξί. Η εκτενής, όμως, και επιστημονική τοποθέτηση του ταξιτζή για το φιλολογικό θέμα της συζήτησης καθηλώνει τόσο τον Γκέιλ όσο και τον αναγνώστη του Χειρογράφου. Με την απάντησή του ο οδηγός μεταμορφώνεται σε μια μεταφυσική οντότητα η οποία ατενίζει τον κόσμο και τη λογοτεχνία με μια θεολογική οπτική:
Ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες, κι ο θεός κρύβεται στις λεπτομέρειες, όλοι μας κρυβόμαστε στις λεπτομέρειες, και οι λεπτομέρειες στις λεπτομέρειες εγκιβωτίζονται εξάλλου, ας μη αυταπατόμαστε. (σ. 49)
Αντισυμβατική αφηγηματική τεχνοτροπία, ανέλπιστα πρωτότυπη, μη αναμενόμενες εικόνες και απρόβλεπτοι ήρωες, συχνά στα όρια, πράγματι, του σουρεαλισμού. Η νουβέλα του Δημητρίου είναι ένας βυθομετρητής του ανθρώπινου ήθους, της ανθρώπινης ηθικής και της αντιπαλότητας των δύο ενώπιον του μοναδικού και αδιαμφισβήτητου κριτή:
Ο θάνατος καραδοκεί κάθε στιγμή – από τη στιγμή που γεννιόμαστε, πεθαίνουμε μέρα με την ημέρα, κάθε λεπτό, κάθε δευτερόλεπτο. Κι όταν αποφασίσει να έρθει, θερίζει σαν ανήλεος κατακτητής τα πάντα στο πέρασμά του, μας αφαιρεί τα πάντα ως το μεδούλι, όσα ανοήτως ποθήσαμε, όσα με τόση υπεροψία κατακτήσαμε, ακόμα και τη σκιά μας και τα πιο θολά μας όνειρα. Όχημα της αληθινά ευτυχισμένης ζωής, γιατρειά στη μίζερη δυστυχία μας, είναι η άσκηση στη φιλοσοφία. Ένας φυλακισμένος δεν είνιαι λιγότερο ελεύθερος από οποιονδήποτε άλλον, φτάνει να είναι πραγματικά ευτυχισμένος, να κάνει “το αγαθό” στόχο και κτήμα του. (σ.99)
ΧΑΡΗ ΣΠΑΝΟΥ
ΜΙΑ ΝΟΥΒΕΛΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑ
[Ένας αναγνώστης σημειώνει για «Το χειρόγραφο» του Κυριάκου Δημητρίου]
Με ορισμένα βιβλία μας συνδέει μία «περιπέτεια» η όποια προηγείται και έπεται της ανάγνωσης – ο πυρήνας της περιπέτειας βρίσκεται, βεβαίως, στην ίδια την ανάγνωση του βιβλίου. Ο συγγραφέας, ως πεζογράφος εμφανίζεται τον Μάιο του 2016 με δύο βιβλία στις εκδόσεις «Πορεία» των Αθηνών, δυο νουβέλες: «Το χειρόγραφο» και «Τρεις μήνες και μία μέρα».
«Το χειρόγραφο» ξεκίνα με μία μικρή άτιτλη αφήγηση στην όποια ο ήρωας, ό Γκέιλ Έλιοτ από το φθινόπωρο υποφέρει και αφυπνίζεται από
έναν επαναλαμβανόμενο εφιάλτη: περπατά με προορισμό το Πανεπιστημιακό κολέγιο/ φθάνει στην κλειστή πύλη, χτυπά το κουδούνι/ ο «συνοφρυωμένος φύλακας» τον αντιμετωπίζει «σαν ξένο»/ με ένα νεύμα αρνείται την είσοδο στον Γκέιλ και χάνεται στις σκιές. Ο Γκέιλ στέκει καθηλωμένος/ η άσφαλτος τον καταβροχθίζει. Στον ξύπνιο του, στη μονοκατοικία στο Χάιγκειτ, ο Γκέιλ απωθεί τον εφιάλτη. Την 20η Δεκεμβρίου, ο εφιάλτης επαναλαμβάνεται, με διαφορετικό τέλος: ο Γκέιλ, με γερασμένη σκιά, αποκαμωμένος, παραδίδει
τη δερμάτινη τσάντα στο φύλακα – δεν αντέχει πια το βάρος του χειρογράφου. Η αφήγηση έχει προμετωπίδα ένα μικρό στίχο του Βιργίλιου.
Ακολουθεί με τίτλο Μέρος Πρώτο, το ολιγοπρόσωπο, ατμοσφαιρικό, καλογραμμένο αφήγημα στο όποιο γνωρίζουμε τον Γκέιλ Έλιοτ, μορφωμένο και φιλόδοξο, νεαρό διδάκτορα φιλολογίας, την παραμάνα του Άλμα, τον ηλικιωμένο καθηγητή Ντίξον, σύμβουλο του Γκέιλ στη διδακτορική του διατριβή στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.
Οι περιγραφές του Λονδίνου διακρίνονται για την ιδιαίτερη παραστατικότητά τους. Δεν φοβούνται την αναδίπλωση της γλώσσας και ζωντανεύουν ένα τρόπο γραφής, ο όποιος σχεδόν εξέλειπε, μετά την κυριαρχία της τέχνης του κινηματογράφου. Ο συγγραφέας μετατρέπεται σχεδόν σε σκηνοθέτη – η «ατμόσφαιρα», η όποια κινηματογραφικά προκύπτει μέσω της εικόνας, του ήχου και της κίνησης , δημιουργείται στο «Χειρόγραφο» με μόνο εργαλείο τη γλώσσα. Η δομή γνέψει τρυφερά στον Έντγκαρ Άλαν Πόε. Η αύρα από βικτωριανά παραμύθια, ένας χαιρετισμός στον Πήτερ Πάν, η ανάμνηση ελληνικών μύθων – στο συναπάντημα τού Γκέιλ με τον κηπουρό, τον θυρωρό, τον οδηγό ταξί, διαπερνούν τη νουβέλα, σαν υπόκλιση ή μνήμη του παρελθόντος.
Τρία πρόσωπα – φανερώσεις ή φαντάσματα: ο κηπουρός, ο θυρωρός,
ο οδηγός ταξί, προσπαθούν να συζητήσουν με τον Γκέιλ το θέμα των μελετών του. Η έπαρση της μόρφωσης, η συστηματική αφοσίωση στη μελέτη και η νιότη, του επιβάλλουν (χωρίς να είναι ανυποψίαστος), να τα αγνοήσει. Είναι αφοσιωμένος, γοητευμένος με τον εαυτό του, με την επίπονη εργασία της μελέτης των δώδεκα τόμων του Σίντενχαμ. Οι εφιάλτες, οι προσβολές πανικού, ο αρχέγονος φόβος που βασανίζει τον νεαρό Γκέιλ, υποσημαίνουν την αυτοπαγίδευσή του, αλλά υπαινίσσονται και πιο βιωματικά θραύσματα της ζωής. Οι αγχώδεις διαταραχές, η κατάθλιψη, η ψύχωση, η αυτοχειρία, συμβαίνουν άλλωστε όχι σπάνια, στην ομάδα των διδακτορικών ερευνητών. Ο Γκέιλ αισθάνεται άτρωτος, συγκεντρωμένος δουλεύει οργανωμένα, με σκληρό, απαράβατο ωράριο, κοιμάται ελάχιστα. Είναι εραστής της Γνώσης, και δούλος της φιλοδοξίας του- ίσως θαρρεί πως έτσι θα νικήσει τον Χρόνο και τη φθορά.
Τα πρόσωπα, φανταστικά (;) και πραγματικά (η Άλμα που τον φροντίζει), η Φύση ζωντανή ή συμβολική (η βροχή, το δάσος, ο θεϊκός γίγαντας ενάντια στη βιβλιοθήκη – θησαυροφυλάκιο της γνώσης), ο γάτος Μάιλο από τα παιδικά του χρόνια, που πεθαίνει, εισπράττουν τόση προσοχή,
τόσο χρόνο, όσα ο ίδιος, ως αφοσιωμένος ερευνητής επιτρέπει. Η Άλμα
ανησυχεί για την όψη, τη συμπεριφορά, την υγεία του. Εκείνος απομακρύνεται πιο πολύ. Δέχεται ένα βαρύ προσωπικό πλήγμα: μια βαρειά οξεία πνευμονία, η όποια επιβάλλει νοσοκομειακή νοσηλεία σε εντατική μονάδα θεραπείας. Το Σώμα μιλά μέσω της ασθένειας, του πόνου. Ο Γκέιλ επιβιώνει, αλλά εξακολουθεί να σκέφτεται μόνο τη μελέτη – φτάνει αδύναμος, σχεδόν κατάκοιτος σαν γέροντας, στο σπίτι του στο Χάιγκειτ, για να αναρρώσει.
Στο Μέρος Δεύτερο, αλλάζει η γραμματοσειρά στο βιβλίο. ’Εμφανίζεται σαν ξένος στο σπίτι του Γκέιλ ο Φλόυερ Σίντενχαμ, ο συγγραφέας του
έργου το όποιο μελετά ο Γκέιλ. Ο Γκέιλ ακούει την πόρτα να χτυπά, «ξάγρυπνος από τις τρεις», «λες και υποψιαζόταν πως το όνειρο -αυτός ο
εφιάλτης, για την ακρίβεια- δεν είχε φτάσει στο τέλος του». Ο Γκέιλ βρίσκεται σε κατάσταση τρόμου, ο χρόνος μένει ακίνητος για ώρα, ενώ η
πόρτα συνεχίζει να κτυπά. Ο Γκέιλ ανοίγει ο ίδιος, αφού η Άλμα είναι
άφαντη: «Τα ακροδάχτυλα του ξένου επισκέπτη ήταν μαυρισμένα από το
μελάνι, οι καρποί των χεριών του ξεπρόβαλαν από τα μανίκια παραμορφωμένοι από την οστεοαρθρίτιδα».
Ό Σίντενχαμ αφηγείται πρωτοπρόσωπα τη ζωή και την ιστορία των βιβλίων του. Είναι αμείλικτα επικριτικός στον πυρήνα, στους άξονες της εργασίας του Γκέιλ. Η εξομολόγηση με την όποιαν «αμύνεται» απέναντι στην άστοχη εργασία τού Γκέιλ (την θεωρεί δεύτερο θάνατο) γίνεται σε φόντο ντικενσιανών γκρίζων, υγρών περιγραφών του Λονδίνου της εποχής. Οι συγκριμένες αναφορές στη σκέψη του Πλάτωνα, γίνονται με ουσιώδη τρόπο. Οι γυναικείες μορφές στη νουβέλα είναι κομβικές: η Άλμα μητρική φροντίζει, η φαρμακερή, απαγορευτική Σεσίλια (η πιο δραματική αρνητική περιγραφή προσώπου) εξαφανίζει την Έστερ, άνοιξη και έρωτα του Σίντενχαμ (αίτια της ατονίας του μυαλού του). Γυναικεία, θεϊκού κάλλους μορφή, λαμβάνει η Φιλοσοφία, μέσω του Πλάτωνα. Ό Σίντενχαμ πεθαίνει ως αυτόχειρας.
Το τέλος της νουβέλας, το τέλος του Γκέιλ, είναι αινιγματικό. Απαλλάχτηκε από το χειρόγραφο, αυτοκτόνησε ή μετά «Τό Χειρόγραφο» του Δημητρίου, ωρίμασε, συνέχισε και τελείωσε την εργασία του;
Υπάρχουν τέσσερα αποσπάσματα στο βιβλίο σε πλάγια γραφή: στις
σελίδες 33, 61, 89 καί 90.Η αντίληψη για τον Χρόνο, στη νουβέλα, εμφανίζεται υπαινικτικά, με διαφορετική εννοιολογική επένδυση. Ο χρόνος,
στον όποιο διαδραματίζεται η ιστορία του Γκέιλ, δίνεται μόνο από ένα
στίγμα: την αναφορά στα σελίδα 18, στο βιβλίο «Ποιος σκότωσε τον
Όμηρο» των Χάνσον και Χηθ, το οποίο κυκλοφόρησε το 1998. Δεν θεωρώ
αυτή την διακριτική αποκάλυψη, τυχαία επιλογή του συγγραφέα.
Έχω την εντύπωση ότι «Το Χειρόγραφο» το διατρέχει, διακριτικά και
συμβολικά, ένα δίπολο κοσμοθεώρησης που αφορά την ανθρώπινη
σκέψη: Η παγίδευση/ εγκλεισμός σε μία σχολαστική μεθοδολογία μελέτης (η αστοχία του Γκέιλ) σε αντίθεση με τον στοχασμό «ανοιχτής θαλάσσης», ο οποίος στο δεύτερο μέρος του βιβλίου διαφαίνεται ως σοφότερος. Ο διανοητής των ανοικτών οριζόντων, δεν διστάζει να ερευνήσει
ακόμα και τον βίο και την περιπέτεια του συγγραφέα. Αυτό το θέμα, θαρρώ ότι είναι θεμελιώδες στη συναρμογή της νουβέλας, άλλα δεν αποσαφηνίζεται πλήρως. Εικάζω ότι ο συγγραφέας θα μας δώσει στο μέλλον και
άλλα «σημεία προσανατολισμού», μέσω της πεζογραφίας του.
Οι ειδικοί στην ταξινόμηση ίσως να κατέτασσαν τη νουβέλα στην τάξη
«φιλοσοφικό μυθιστόρημα», κατ’ αναλογία προς το «μαθηματικό μυθιστόρημα». Θα παρακάμψω την κατηγοριοποίηση, διότι δεν ενσωματώνει την πρόσληψη που είχα διαβάζοντας το βιβλίο. Είχα την ατυχία, να
ακούσω στο βιβλιοπωλείο, όταν πήρα τα δύο βιβλία: «Μα αυτά δεν είναι
λογοτεχνία, ασχολούνται με τη φιλοσοφία». Εισηγούμαι ψυχραιμία στους
μελλοντικούς αναγνώστες – για να μην απολέσουν μέρος της απόλαυσης
και της μαγείας του βιβλίου. Γιατί αν τις «Ακυβέρνητες Πολιτείες» τούς τις
πρότειναν ως «πολεμική λογοτεχνία», είναι ενδεχόμενο να μην τις διάβαζαν.
’ Αν επιχειρήσω ως καχύποπτος αναγνώστης, ο όποιος διαβάζει στο
εσώφυλλο του βιβλίου το λακωνικό βιογραφικό του συγγραφέα να θέσω
το ερώτημα: Έχουμε ένα εξαιρετικό λογοτεχνικό αφήγημα ενός καλού
συγγραφέα ή είμαστε μπροστά σε ένα περίτεχνο φιλοσοφικό κατασκεύασμα με «λογοτεχνικό σώμα» ενός πανεπιστημιακού καθηγητή Ιστορίας των Ιδεών; «Ποιά η σημασία της διάκρισης;» θα αναρωτηθείτε. Μα, αν είναι λογοτεχνία, θα την κρίνουμε ως λογοτεχνία – αν είναι ένα παιγνίδι ικανότητας ενός στοχαστή, τότε θα την κρίνουμε ως παιγνίδι ή ως προοίμιο μιας φιλοσοφικής πραγματείας.
Νομίζω ότι από την αρχή μέχρι το τέλος του βιβλίου, δεν αμφέβαλλα ότι το κείμενο είναι λογοτεχνικό. Ομολογώ πως σπανίως, διαβάζοντας μία νουβέλα, έγραφα τόσες σημειώσεις στα περιγράμματα των σελίδων ενόσω διάβαζα. Δύο πρόσφατες εξαιρέσεις: «Η γιορτή της ασημαντότητας» του Μιλάν Κούντερα και «Ο αχός της εποχής» του Τζούλιαν Μπάρνς, με καθησύχασαν. Υπάρχουν, ευτυχώς, πάντα πεζογράφοι με γνώση και στοχασμό.
Η «βροχή των σημειώσεων στα περιθώρια» με οδήγησε να δω «Το Χειρόγραφο» και ως «εξεγερμένος» αναγνώστης. Μήπως ο συγγραφέας, ως έμπειρος δάσκαλος με καθοδήγησε, απόρρητα μέσω του κειμένου, σε μελέτη του βιβλίου; Δεύτερη ανάγνωση, αγνοώντας τις σημειώσεις! Έτσι, διέκρινα άλλο χαρακτηριστικό του βιβλίου: αν το πρώτο μέρος καλλιεργεί το ορθολογικό κριτήριο του αναγνώστη, το δεύτερο μέρος τότε, μεταμορφώνει τον αναγνώστη από «νεαρό σχολαστικό Γκέιλ» σε αναγνώστη «γέρο – σοφό Σίντενχαμ».
– Που κρύβεται ό συγγραφέας;
Μάς κρυφοκοιτά μέσα από δύο πρόσωπα: τον Σίντενχαμ, ο όποιος
ξαναζωντανεύει, αλλά και τον νεαρό φιλόλογο Γκέιλ, ο όποιος βασανίζεται
μέχρι τα άκρα, για να συνθέσει ένα μείζον έργο. Στη σελίδα 33 νομίζω ότι
ο συγγραφέας συναντά τον Γκέιλ και ότι στα εισαγωγικά, ακούμε τη δική
του φωνή.
Ο Δημητρίου είναι μεσήλικας. Ακροβατεί στη μέση απόσταση της ηλικίας των ηρώων του. Η συγγραφή της νουβέλας, τολμώ να εικάσω ότι
είναι πρωιμότερο έργο, ίσως δέκα χρονών. Ο Κυριάκος Δημητρίου φαίνεται να άπαντά πεισματικά: «Το χειρόγραφο», δηλαδή το «όλον», είναι το μείζον. Άραγε, ως πεζογράφος απευθύνει στις στρατιές των επίδοξων νέων και ώριμων πανεπιστημιακών συναδέλφων του, μια παραίνεση για τη μεθοδολογία της ερμηνευτικής μελέτης;
«Το χειρόγραφο» είναι ένα εξαιρετικό, σφύζον βιβλίο. Ο συγγραφέας
άθελά του ίσως, προτείνει και μία μέθοδο ανάγνωσης, μας προκαλεί σε ένα διπλό διάλογο: με το κείμενο και με την αυτογνωσία μας. Το συστήνω
ανεπιφύλακτα.
ΓΙΏΡΓΟΣ ΦΡAΓΚΟΣ
Ο Φιλευλεύθερος 4/9/2017
Κυριάκος Δημητρίου: «Τρεις μήνες και μια μέρα» και «Το χειρόγραφο» εκδόσεις Πορεία, 2016.
Δυο ομόθεμες και στιλιστικά – τεχνοτροπικά …ομοούσιες νουβέλες κυκλοφόρησε, την ίδια περίοδο και από τον ίδιο εκδοτικό οίκο, ο καθηγητής της Ιστορίας των Ιδεών στο Πανεπιστήμιο Κύπρου Κυριάκος Δημητρίου. Πρόκειται για τα βιβλία «Τρεις μήνες και μια μέρα» και «Το χειρόγραφο», που κυκλοφόρησαν από τον εκδοτικό οίκο «Πορεία» τον Μάιο του 2016.
Ας τις πάρουμε όμως μία – μία και με τη σειρά. Οι πρώτες κιόλας σελίδες της νουβέλας «Τρεις μήνες και μια μέρα» φανερώνουν στερεή λογοτεχνική υποδομή, αλλά και πλούσιες αφηγηματικές αρετές.
Το βιβλίο συνδυάζει τη μυθιστορηματική γραφή με τη δοκιμιακή, πάνω στα ευρύτερα ζητήματα της φιλοσοφικής σκέψης. Ο συγγραφέας καταφέρνει να συνταιριάσει πολλά και ποικιλόμορφα αφηγηματικά επίπεδα, κατά τρόπο ομαλό και λειτουργικό. Από τη μια, βλέπουμε τη σύζευξη του αυτοβιογραφικού στοιχείου –με τα βιώματα σε μια φοιτητική εστία– μαζί με το ερευνητικό αντικείμενο του αφηγητή – φοιτητή φιλοσοφίας και πώς αυτό αναπλάθεται δοκιμιογραφικά. Από την άλλη, γινόμαστε μάρτυρες μιας συστοιχίας φανταστικής λογοτεχνίας με αδρά χαρακτηριστικά ιστορικού μυθιστορήματος.
Το παλιό σανατόριο – νυν φοιτητική εστία μοιάζει με κιβωτό που κινείται ή μάλλον πλέει στον χωροχρόνο και μας μεταφέρει από τη σύγχρονη στη βικτωριανή εποχή και αργότερα μάλλον στη δεκαετία του ‘40 του 19ου αιώνα.
Στις δοκιμιακές πτυχές του όλου αφηγήματος γινόμαστε κοινωνοί της φιλοσοφικής σκέψης στην Αγγλία περί τα μέσα του 18ου αιώνα, αλλά μαθαίνουμε και πώς προσλαμβανόταν η αρχαία ελληνική γραμματεία από Άγγλους διανοούμενους και ερευνητές περασμένων αιώνων.
Ο Κ.Δ. έχει επαρκώς κατεκτημένες αφηγηματικές τεχνικές και καταφέρνει να κρατά αμείωτο το αναγνωστικό ενδιαφέρον με την παραστατικότητα, τη γλαφυρότητα και την ατμοσφαιρικότητα της γραφής του. Αυτές οι προϋποθέσεις καθιστούν επιτυχημένη τη μετάβαση σε διάφορες εποχές, σε διάφορες καταστάσεις, με τα δικά τους ξεχωριστά ηχοχρώματα και γεύσεις κάθε φορά.
Η φιλαναγνωσία, η βιβλιοφιλία και η ευρυμάθεια του συγγραφέα αφηγητή, όπως βρίσκουν την έκφρασή τους πληθωρικά μέσα στην υπό αναφορά νουβέλα, μας ωθούν σε συναναγνώσεις πότε με «Το όνομα του ρόδου» του Ουμπέρτο Έκο και πότε με το «Όλα τα ονόματα» του Ζοζέ Σαμαράγκου. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση είναι εμφανείς οι κοινές διαδρομές και οι κοινοί τόποι, αλλά πάντοτε με γόνιμο τρόπο και δημιουργικό.
Το βιβλίο βρίθει ιδεών, κυρίως φιλοσοφικού περιεχομένου. Ωστόσο, θεωρώ πως σε αυτό είναι ελαφρώς αμυδρή η παρουσία χαρακτήρων και ηρώων. Στην ουσία μόνο η εικόνα του αφηγητή – συγγραφέα προβάλει κατά τρόπο επαρκώς ολοκληρωμένο.
Το κύριο θεματικό μοτίβο του βιβλίου είναι η φιλοσοφική σκέψη και η φιλοσοφική γνώση. Και αυτό αποτυπώνεται με γλαφυρότητα, φαντασία και λογοτεχνικό οίστρο: «…ποτέ δεν θα υπάρξει ο απόλυτος έλεγχος της φιλοσοφικής γνώσης. Όσο εμβαθύνεις, τόσο πιο χαοτικός γίνεται ο κρατήρας στο μυαλό, ακροβατεί η σκέψη, και τόσο πιο πολύ βυθίζεσαι, απλοήγητος, σαν το ακυβέρνητο φάντασμα ενός απέθαντου Οδυσσέα, στον αφρισμένο ωκεανό των ιδεών». (σελ. 12)
Στο «Χειρόγραφο», τη δεύτερη νουβέλα, οι δυο βασικοί χαρακτήρες, του μεταπτυχιακού ερευνητή της Οξφόρδης Γκέιλ Έλιοτ και του Άγγλου φιλόλογου και φιλόσοφου του 18ου αιώνα Φλούερ Σίντενχαμ, συγκριτικά, προβάλλουν πιο ευδιάκριτα και πιο ολοκληρωμένα απ’ ότι οι ήρωες της πρώτης νουβέλας. Εδώ βέβαια, σταδιακά, ο ερευνητής αφομοιώνεται και στο τέλος ταυτίζεται με το ερευνητικό του αντικείμενο ή μάλλον το ερευνητικό του υποκείμενο.
Το κύριο και κυρίαρχο ζήτημα που πραγματεύεται το «Χειρόγραφο» είναι η αγωνία του ερευνητή να μην προδώσει την ουσία του ερευνητικού του αντικειμένου, υποκύπτοντας είτε στον σχολαστικισμό, είτε στην ερευνητική οίηση. Όπως πολύ ξεκάθαρα το θέτει ο καθηγητής του Γκέιλ «…προδώσαμε τις ιδέες. Εμείς οι ανάλγητοι γυρολόγοι του πνεύματος, σκληρόκαρδοι, τις κακοποιήσαμε, τις χτίσαμε σε τερατώδη διανοητικά συστήματα, αφαιμαγμένα σχήματα. Είναι ανήμπορες πια να δραπετεύσουν∙ άνυδρες, αποξηραμένες, τις ρίξαμε σ’ ένα σακί σαν σκάρτο εμπόρευμα και τις διαπομπεύουμε». (σελ. 20)
Οι περιγραφές του συγγραφέα είναι ευρηματικές, παραστατικές και γλαφυρές. Εισάγουν τον αναγνώστη ατμοσφαιρικά στην πεμπτουσία των χαρακτήρων και των δρωμένων. Π.χ. να πως περιγράφεται ο ερευνητικός οίστρος του Γκέιλ: «Έμοιαζε σαν αποπροσανατολισμένος αρουραίος σε μια ξύλινη αποθήκη γεμάτη λιχουδιές, τα μάτια του ώρες – ώρες έπαιρναν το χρώμα της ώχρας, απλανή σαν αμμοβολισμένο γυαλί». (σελ. 42) Συναφής περιγραφή και λίγο πιο κάτω: «ο Γκέιλ ξύπνησε από έναν λήθαργο βαθύ, σχεδόν νεκρικό, σαν ν’ αναρριχήθηκε ο νους του σαν κισσός από ένα ανήλιαγο πηγάδι». (σελ. 54)
Ευρηματικό καίριο αλλά και σκληρό βρίσκω το συγγραφικό εφεύρημα του Κ.Δ. να απευθύνεται και να συνομιλεί με τον κύριο ήρωα του βιβλίου, το ερευνητικό του υποκείμενο Φ. Σίντενχαμ, δρασκελώντας δυο αιώνες και επανερχόμενος στη ζωή. Εδώ, προφανώς, επιστρατεύονται στοιχεία της υπερρεαλιστικής ή και της φανταστικής λογοτεχνίας. Ωστόσο, εκείνο που συναρπάζει είναι η οξύτητα και η ωμότητα της κριτικής του Σίντενχαμ προς τον μελετητή του: «…ξαναπεθαίνω φρικτά, οριστικά στην αοριστία των λέξεών σας, στην οργιώδη λεξιλαγνεία σας, σ’ έναν κούφιο βωμό μιας αμετροέπειας, μιας ακαδημαϊκής περιαυτολογίας». (σελ. 71-72)
Συνολικά αποτιμώντας τις δυο νουβέλες του Κ.Δ. δεν έχω παρά να εκθειάσω τις λογοτεχνικές τους αρετές, τη στιλιστική τους αρτιότητα και τη δομική επάρκειά τους. Είθε αυτές τις αρετές, αυτή την αισθητική πληρότητα, να τις δούμε να πραγματώνονται και σ’ ένα μελλοντικό έργο του συγγραφέα που να έχει να κάμει με τα καθ’ ημάς, το κυπριακό γίγνεσθαι∙ και να χαρακτηρίζεται συνάμα από τη δροσιά της οικείας εντοπιότητας.
ΧΑΡΑ ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ 16/10/2018
Το Κώμα
Η Κόλαση είναι άδεια κι όλοι οι διαβόλοι είναι εδώ (Από την Τρικυμία του Σαίξπηρ, τίτλος κεφαλαίου του βιβλίου)
Ο άνθρωπος προ των ευθυνών του την τελική στιγμή της Μεγάλης Κρίσης, η λυσσαλέα μάχη ανάμεσα στο καλό και στο κακό, η εωσφορική λάμψη σε όλο της το τρομερό μεγαλείο, η σπαρακτική κραυγή για μετάνοια την ύστατη ώρα, είναι τα θέματα που πραγματεύεται στη νουβέλα του ο Κυριάκος Δημητρίου, καθηγητής της Ιστορίας των Ιδεών στο Πανεπιστήμιο Κύπρου.
Μάης του 1942. Ο Λέναρντ Μάισνερ, με αριθμό ταυτότητας Τ4121055, ετών τριάντα εννέα, νοσηλεύεται στην Πανεπιστημιακή Κλινική του Μονάχου. Ουσιαστικά βρίσκεται σε κώμα, στο μεταίχμιο δηλαδή μεταξύ ύπαρξης και ανυπαρξίας, ανάμεσα σε ζωή και θάνατο. Διατηρώντας ωστόσο κάποιες από τις εγκεφαλικές λειτουργίες του άθικτες, ανακαλεί σκόρπιες θύμησες- σπαράγματα της περασμένης ζωής του χωρίς χρονική αλληλουχία. Το μικρό αυστριακό χωριό όπου γεννήθηκε, τα παιδικά χρόνια, τις σπουδές τους στην Ιατρική, τη γνωριμία με την αγαπημένη γυναίκα, η εξάσκηση του επαγγέλματός του.
Η νουβέλα είναι διασπασμένη σε τριάντα τρία μικρά κεφάλαια με τίτλους δυσανάλογα μεγάλους αλλά άκρως πρωτότυπους και εντυπωσιακούς, για παράδειγμα: «Μήτρα, μια λάμψη συσπάται, τρεμοπαίζει», «Άρωμα, η γλυκιά μυρωδιά των μαλλιών σου», «Ταρακουνιέμαι- Θεέ μου, πού με πάτε; Αφήστε με στη γωνιά μου.»
Αυτό που καταλαμβάνει εξαπίνης τον αναγνώστη από την πρώτη κιόλας σελίδα είναι η καταιγιστική ομορφιά του φυσικού τοπίου που περιβάλλει τον ήρωα, το οποίο τοπίο ο συγγραφέας δεν χάνει την παραμικρή ευκαιρία να δοξολογήσει με τρόπο υμνητικό, πληθωρικό, απόλυτο. Η ομορφιά της φύσης είναι εξοντωτική, καταυγάζει τα συναισθήματα και τις πράξεις των ηρώων, οι οποίοι δεν παύουν στιγμή να νιώθουν σάρκα από τη σάρκα της γης, μια αμυχή στον φλοιό της βελανιδιάς, ανάσα από την ανάσα του δάσους.
Ο λύκος στέκεται στον βράχο κι οσφραίνεται τη θαυμαστή ομορφιά του κόσμου, τεντώνει τα πισινά του πόδια, αλυχτά και σείεται η νύχτα- μέσα στα μάτια του καρφώνεται εκστατικό το ασημένιο φεγγάρι. Αυτός είναι ο Θεός, λέω. Κι εγώ θα γίνω χρυσαλλίδα. Αυτή είναι η βούλησή Του.
Κι ακόμα:
Μέσα στη σιγαλιά της πανσέληνης νύχτας, στο πυροφόρο δάσος, ένας βόρειος άνεμος μουγκρίζει από μακριά, ξεσηκώνει στο πέρασμά του τις ψυχές των δέντρων και των ζωντανών, καλπάζει με ορμή όπως τα άλογα του Αχιλλέα στον χάλκινο ουρανό. Τα δέντρα λυγίζουν, ικέτες, στο ξέφρενο κυνηγητό κι ύστερα σηκώνονται ψηλά, λες και θα πετάξουν. Μα οι ρίζες τα κρατούν στέρεα στη γη, σκίζεται η νύχτα σε δυο κομμάτια, κι εμείς μέσα στη νεκρική σχισμή τυφλές σκιές κουβαριασμένες.
Ο χαμός των αγαπημένων προσώπων έχει αφήσει ανεξίτηλα τα σημάδια του στην ψυχή του ήρωα.
Πατέρα, γιατί ξεμακραίνεις; Μικραίνει ο ίσκιος σου, αδειάζει η ψυχή σου.
Απόψε θα σε θρηνήσω, Άννα, καθισμένος στο πεζούλι της πέτρινης στέρνας, κάτω από τον ίσκιο του τρομαγμένου λόφου, στο ερειπωμένο μεσαιωνικό κάστρο.
Οι γλωσσικές επιλογές του Κυριάκου Δημητρίου είναι καθαρά ποιητικής υφής και υπόστασης, προσδίδοντας στο κείμενο χροιά ονείρου και μαγείας. Μύθοι και θρύλοι των βόρειων χωρών για λυκανθρώπους, ξωτικά, Δρυίδες και νεράιδες, νύχτες άγριας καταιγίδας και τοπία τυλιγμένα στην ομίχλη, έρχονται να συμπληρώσουν το εξωπραγματικό, ονειρικό σκηνικό που στήνει με μαεστρία ο συγγραφέας. Απολαμβάνοντας ο αναγνώστης τον μαγεμένο αυλό της καθαρόαιμης ποίησης που αποπνέει το κείμενο, νιώθει σαν πρωτόπλαστος στις πύλες του παραδείσου, σαν πρωτόβγαλτος στον κόσμο των θεών και των θαυμάτων.
Τότε όμως είναι που έρχεται να τον στροβιλίσει σε μια απρόσμενη δίνη σκότους και θανάτου, η αποκάλυψη των επαγγελματικών δραστηριοτήτων του ήρωα, η πορεία της μύησής του στα δόγματα μιας ιδεολογίας φρικαλέας και αποτρόπαιης. Περίπου στα μισά του βιβλίου, το σοκ είναι δυνατό για τον αναγνώστη, που αντιλαμβάνεται με δέος πως δεν έχει ακριβώς να κάνει με ένα καλογραμμένο λυρικό βιβλίο, αλλά κυρίως για μια καταβύθιση στις εσχατιές της επίγειας κόλασης, για μια πρόσωπο με πρόσωπο συνάντηση με την εωσφορική πλευρά της ανθρώπινης φύσης.
Εσείς κρατάτε το δόρυ σαν τους Σπαρτιάτες, είστε οι στυλοβάτες της ανθρώπινης ράτσας, οι Άτλαντες που κρατάτε τη Γη στους ώμους σας, να μην την παρασέρνουν οι ψυχροί άνεμοι μιας πλασματικής θριαμβεύουσας λογικότητας. Ενόσω η κακία βασιλεύει στον κόσμο, το αίμα του αθώου και του ενόχου θα ρέει μέχρι να λυτρωθεί η ανθρωπότητα. Αίμα και χώμα, χώμα ποτισμένο με αίμα. «Ειρήνη θα υπάρξει στη γη όταν ο τελευταίος άνθρωπος σκοτώσει τον προτελευταίο» ( Χίτλερ) .
Το Κώμα, ένας τίτλος δισυπόστατος, αφού παραπέμπει, πέρα από τον εγκλωβισμό στο ασαφές σύνορο μεταξύ ζωής και θανάτου, στην αιώνια, εκούσια -και πέρα για πέρα συνειδητή- παράδοση της ψυχής στα δίχτυα του Εωσφόρου, στην υπηρεσία της τερατωδίας με πρόσχημα την επίτευξη της φυλετικής καθαρότητας και της επιστημονικής προόδου, αμετάκλητη επιλογή ζωής, την οποία ο νεκροζώντανος Λέναρντ Μάισνερ θα υπερασπιστεί λυσσαλέα, κυριολεκτικά μέχρι θανάτου. Από εκεί και κάτω, ο δρόμος για την Κόλαση είναι στρωμένος με καθαρή, αμόλυντη φρίκη.
Κι εκεί που περιμένεις μια τελειωτική λύση/λύτρωση/ κάθαρση, με τον κίνδυνο να διολισθήσει ο συγγραφέας σε ηθικοδιδακτικούς δρόμους, αυτή δεν έρχεται ποτέ. Ο εφιάλτης δεν έχει πεθάνει, βρίσκεται απλά σε κώμα, και κάποια τρομερή στιγμή θα επιστρέψει πάνοπλος.
Θα γυρίσουμε ξανά, όλοι εμείς οι κήρυκες του νέου κόσμου, οι δημιουργοί, θα γυρνάμε ξανά αιώνια στα ίδια μέρη, κι η γη θα τρέμει στο πέρασμά μας. Μην πλανιέστε, αυτόν τον κόσμο, αργά ή γρήγορα, θα τον κάνουμε καλύτερο, θα τον κατακτήσουμε, δίχως εσάς, τους μικροπρεπείς.
Εν ολίγοις, ένα συγκλονιστικό αφήγημα, μικρό το ‘δέμας’, αλλά που μπορώ να το αντιπαραβάλλω μόνον με το εμβληματικό Confiteor του Jaume Cabre.
ΦΩΤΕΙΝΗ ΚΟΥΣΟΥΛΗ
Το Κώμα
Ένα συγκλονιστικό λογοτεχνικό δημιούργημα του Κυριάκου Δημητρίου! Μια συνταρακτική αφήγηση – γροθιά στο στομάχι από τον ίδιο τον ήρωα, Λέοναρντ Μάισνερ, ενώ βρίσκεται σε κώμα σε κλινική του Μονάχου.
Δεν θα επεκταθώ με λεπτομέρειες στο περιεχόμενο του βιβλίου, στα ευχάριστα και δυσάρεστα γεγονότα της ζωής του ήρωα, που περνούν μπρος στα μάτια του λίγο πριν το τέλος, γιατί δεν θα ήθελα να χαλάσω τη μαγεία που θα βιώσει κάθε μελλοντικός αναγνώστης του βιβλίου στην πρώτη επαφή μαζί του.
Θα πω μόνο, όσον αφορά στον ήρωα, πως πρόκειται για έναν επιστήμονα (;) που αφιέρωσε τη ζωή του και τις γνώσεις του στον ναζισμό εκτελώντας πειράματα στους αιχμαλώτους του Νταχάου, θεωρώντας πως υπηρετεί έναν ανώτερο σκοπό και πως συντελεί στην εξέλιξη της ανθρωπότητας και την προαγωγή της επιστήμης. Θα πω ακόμα πως πρόκειται για έναν άνθρωπο (;) που αδιαφόρησε για τις τελευταίες στιγμές των αιχμαλώτων και για την αγωνία του επερχόμενου βασανιστικού θανάτου που βίωναν. Και τώρα βρίσκεται αντιμέτωπος με τις δικές του τελευταίες στιγμές, με το δικό του επιθανάτιο άγχος. Και όμως … Ακούει, βλέπει, οσφραίνεται, καταλαβαίνει, θυμάται, νιώθει… Επιθυμεί να φωνάξει, θέλει να σηκωθεί μα δεν μπορεί. Και οι μορφές όσων οδήγησε στον θάνατο να τον επισκέπτονται. Και οι τύψεις να τον βασανίζουν… Ύβρις, Τίσις, Νέμεσις;;;
Βιβλίο σπάνιας ομορφιάς, γραμμένο στο πολυτονικό (μεγάλο πλεονέκτημα για ένα κείμενο), πρωτοπρόσωπη αφήγηση που συγκλονίζει, μοναδικής ποιότητας γραφή που ρέει και γοητεύει απίστευτα με τον ιδιαίτερο χειρισμό του λόγου – σήμα κατατεθέν του Κυριάκου Δημητρίου – βαθιά νοήματα, συγκινητική παρουσίαση του ψυχικού κόσμου του ήρωα και της εσωτερικής πάλης που βιώνει, εντυπωσιακές περιγραφές, εξαιρετικές εικόνες, έξοχα επίθετα και παραλληλισμοί.
Όλα αυτά προκαλούν μια έκρηξη αντικρουόμενων συναισθημάτων στον αναγνώστη. Το αποτέλεσμα; Να βυθίζεται στις σελίδες του βιβλίου και στη ζωή του ήρωα διαβάζοντας ασταμάτητα – επιθυμώντας να δει το τέλος – από τη μια και από την άλλη να καθυστερεί σκόπιμα την ανάγνωση, θέλοντας να έχει όσο το δυνατόν περισσότερο τη συντροφιά αυτού του ιδιαίτερου κειμένου! Και όταν φτάνει στο τέλος, να το πιάνει πάλι και πάλι από την αρχή και κάθε φορά να ανακαλύπτει και κάτι καινούριο στην προσέγγιση του συγγραφέα πάνω σε έννοιες που απασχόλησαν και συνεχίζουν να απασχολούν τον νου του ανθρώπου, όπως η ζωή, ο θάνατος, το καλό, το κακό, το δίκαιο, το ηθικό, η αξία της ανθρώπινης ζωής, οι σκοποί, τα κίνητρα, ο τρόπος ανάπτυξης και εξέλιξης της επιστήμης, η βαθειά επίδραση που μπορεί να ασκήσει μια ιδεολογία στον άνθρωπο και η αλλοτρίωση που υφίσταται ο νους και η καρδιά του, όταν δεν στέκεται κριτικά απέναντί της…
Ένα βιβλίο που συνταράσσει, προβληματίζει, διευρύνει τον νου, μα πάνω απ’ όλα αγγίζει την ψυχή και πλουτίζει το συναίσθημα! Θεωρώ χωρίς ίχνος υπερβολής πως πρόκειται για την καλύτερη φιλοσοφική νουβέλα του Κυριάκου Δημητρίου.