ΣΑΒΒΑΣ ΚΑΡΑΜΠΕΛΑΣ

Ο Σάββας Καράμπελας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1975 και κατάγεται από
την Αρκαδία και τη Μαγνησία. Είναι απόφοιτος της Σχολής Μωραίτη, πτυχιούχος του Τμήματος Φιλολογίας και διδάκτωρ Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Θέμα της διατριβής του είναι «Το λογοτεχνικό περιοδικό Τα Νέα Γράμματα», ως εκφραστικό όργανο
της «γενιάς του 1930». Έχει στο ενεργητικό του ανακοινώσεις σε συνέδρια
στην Ελλάδα και το εξωτερικό (Ισπανία, Ιταλία, Ρουμανία, Τουρκία κ.α.)
και δημοσιεύσεις σε συλλογικούς τόμους και φιλολογικά περιοδικά (Νέα
Εστία, Πορφύρας, Θέματα λογοτεχνίας, Νέα Εποχή Κύπρου κ.α.). Έχει δώσει
διαλέξεις στο Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα του Τμήματος Φιλολογίας του
Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
Η πρώτη του ποιητική συλλογή «Στο θάλαμο του μεταφραστή» εκδόθηκε το 2016 από τις εκδόσεις Μανδραγόρας.

1-ΒΙΒΛΙΟ

ΣΤΟ ΘΑΛΑΜΟ ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ (2016)

Ι Απομεινάρια μιας πρώτης λείας (1997-2000)

Τηλεγραφικό
Έκανε κάποιες
επιστημονικές ανακαλύψεις.
Αποκάλυψε
το κουτί του θησαυρού-
στο βυθό του παραδείσου
βρίσκεται…

ΣΩΜΑ

Η καταβύθιση
δεν περιορίζεται
στο φαινομενικό όργανο
της διείσδυσης.

Μετέχουν σ’ αυτή
όλα τα μέλη του σώματος
και το ο και το ω
και το μ και το α.

Η έκκριση
πραγματοποιείται
σε καθένα χωριστά
και σε όλα μαζί
στο ενιαίο σώμα.

ΣΤΗ ΛΙΜΝΗ

Να είναι το μπουκάλι με χο μήνυμα
κι αυτό πιασμένο στα δίχτυα
που είναι στημένα για τους ελέφαντες,
τις φώκιες και τα τέρατα της θάλασσας;

Να ’ναι απλά μια αντανάκλαση
ίου προηγούμενου χρόνου
που από ψηλά χαζεύει το είδωλό του
στα ακίνητα νερά;

Ή πάλι να ’ναι ένα λευκό μαργαριτάρι
-προτού το βγάλουν να το φτιάξουν κολιέ-
που ακόμα κρύβεται
μες στο κλειστό κοχύλι;

Ό,τι και να ’ναι
τάραξε πάλι
τα λιμνάζοντα νερά.

II Σπαράγματα μιας μυθιστορίας (2001-2015)

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ

Η ζωή έχει γεμίσει αστέρια
και έγινε ολοστρόγγυλο φεγγάρι

έχει μια ατέλειωτη σειρά
από αχτίδες ήλιου
ριζωμένες στη σφαίρα του

φωτίζει κάθε μέρα.

ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ

Στη σπηλιά του έρωτα
πλάγιασε η μέρα.

Κάτω από τα βράχια
πνίγηκε ο ήλιος.

Η νύχτα κολυμπά
στη φωλιά των ζώων.

Η λίμνη λουφάζει
στη σκιά της σπηλιάς.

ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ

Τα πουλιά της αυγής
σφιχταγκαλιάζονται
στα κλαδιά της αγάπης.

Οι χυμοί της ημέρας στάζουν
στους πάγκους των λαϊκών αγορών
στις προθήκες των μουσείων
στους σταθμούς του metro
στις διαδρομές των πάρκων.

Ο χορός των πουλιών
παρασύρει
τα φύλλα της μουσικής.

Οι φλούδες της νύχτας
απογυμνώνουν
τους καρπούς του έρωτα.

[Παρίσι, 2001]

ΑΝΑΝΗΨΗ

Οι θάνατοι μέσα της
κήποι ξεριζωμένων λουλουδιών
πηγές δίχως τρεχούμενα νερά
σειρήνες χωρίς στόμα…

Και η ζωή
συνεχίζει τις διαδρομές της
στα ασανσέρ των χειρουργείων
στα φορεία των επιτόκων
στα πήγαινε-έλα των σερβιτόρων
του κυλικείου της κλινικής.

ΝΕΚΡΗ ΦΥΣΗ

Aux fauves

Ούτε ένα σχέδιο.
Ούτε μία καμπύλη.
Ούτε ένα χρώμα.

Καμία εντύπωση.
Καμία κίνηση
από το αγρίμι.

Ούτε όνειρο ζει.
Είναι νεκρό.

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ

Του γιου μου Οδυσσέα

Η ζωή του ζευγαριού
διαδραματίζεται
στους καθρέφτες του λούνα παρκ.

Οι λέξεις προσκρούουν στα τζάμια.

Το μάτι της καρφίτσας
και το μάτι του κύκλωπα
διασταυρώνουν
βλέμματα, αίματα, δάκρυα
στα κάτοπτρα.

Τα είδωλα συμπλέκονται
παραμορφωμένα
από τη μία γίγαντα
από την άλλη νάνου.

Μια μέρα το παιδί
θα εμφανιστεί στο λούνα παρκ

αφού ανέβει στη ρόδα,
στο carousel και το τρενάκι
θα μπει στην αίθουσα
των παραμορφώσεων
και με ένα όπλο
από τον πάγκο της σκοποβολής
θα σπάσει τους καθρέφτες
της ζωής του ζευγαριού.

ΑΓΡΥΠΝΙΑ

Το σπίτι αποκοιμήθηκε.

Οι γονείς βολεύτηκαν στα ράφια
με τις ασημένιες κορνίζες
και τις μικρές πορσελάνες.

Τα παιδιά σκεπάστηκαν με το πανί
από τη σκηνή του καραγκιόζη.

Μόνο εκείνο το λεπτό χέρι
με τα μακριά δάχτυλα
στο μεταλλικό ρόπτρο
της πόρτας του σπιτιού

ακούγεται να χτυπά
ανεπαίσθητα…

III Επίμετρο (2016)

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ

Το πρωινό της Κυριακής
ο ήλιος αιφνιδίασε νωρίς
το οικογενειακό διαμέρισμα
ο πρώτος ένοικος κατέβηκε
με τη μικρή σκαλίτσα του
και μπήκε στο μπαούλο.

Όλοι κοιμούνταν
και γι’ αυτόν είχε έρθει η ώρα
να ταξινομήσει τα ημερολόγια
που κρατούσε ανά έτος
να καδράρει τις φωτογραφίες
απ’ τη Σχολή, τις πρώτες διακοπές,
το γάμο, τα γενέθλια των παιδιών
να γυαλίσει τα μετάλλια
που είχε κατακτήσει.

Δεν άκουγε
χωμένος όπως ήταν
και απορροφημένος
τις φωνές των παιδιών
που χοροπήδαγαν
μόλις ξυπνήσανε

έξω από το μπαούλο.
Δεν τις ξανάκουσε ποτέ.

Μπήκε και έμεινε
στο μπαούλο
με την κληρονομιά
και τα αποσπάσματα
της υστεροφημίας του.

ΓΙΑ ΤΟ ΣΑΒΒΑ ΚΑΡΑΜΠΕΛΑ ΕΓΡΑΨΑΝ:

ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΛΑΔΟΓΙΑΝΝΗ

ΑΥΓΗ Αναγνώσεις 3/6/2017

Στη ρίζα και στα φύλλα

Ο κλειστός χώρος και η έξοδος προς την έκφραση, δηλαδή η μετάφραση του βιώματος σε γλώσσα είναι αποτυπωμένη ήδη στον τίτλο Στο θάλαμο του μεταφραστή, με τον οποίο ο Σάββας Καράμπελας πρωτοπαρουσιάζεται ως ποιητής – γιατί στην ακαδημαϊκή φιλολογία είναι από πολλού χρόνου γνωστός.
Το σημειώνω αυτό το στοιχείο γιατί ως ανθολόγος της ποίησης με ενδιαφέρει η σύνδεσή της με το γεγονός (ώστε η ποίηση να μην γίνεται πόζα). Σε αυτήν την κατηγορία ανήκει οπωσδήποτε το βιβίο που παρουσιάζομε. Και δεν εννοώ, φυσικά, την ποίηση που σέβεται το γεγονός αλλά την ποίηση που μεταστοιχειώνει τα γεγονότα με ασέβεια (στον ρεαλισμό και την κυριολεξία), γιατί, κατά τον Νίτσε, «κανείς καλλιτέχνης δεν ανέχεται την πραγματικότητα». Έπειτα, η γλώσσα, στον χώρο της οποίας επιθυμεί να μεταγραφεί το γεγονός, σημαίνει μια συνθήκη που αιώνες τώρα την διαμορφώνουν οι ανάγκες εκφρασης του ανθρώπου. Είναι μια γλώσσα αποτέλεσμα διαρκούς αναμέτρησης, κατά την διάρκεια της ανθρώπινης περιπέτειας. Κι αυτός είναι ο λόγος που η ίδια η γλώσσα δίνει στον ποιητή και τα μέσα. Διαθέτει απέραντη σοφία τεχνικών και μέσων, αισθητικών και φόρμας.
Το βιβλίο Στο θάλαμο του μεταφραστή δεν είναι το βιβλίο ενός φιλολόγου που θέλησε να μάς δείξει ότι ξέρει την ποιητική γλώσσα αλλά ενός ποιητή που αφίχθη στην ποιητική γλώσσα, ύστερα από τις δικές του αναμετρήσεις. Τώρα πλέον ξέρει πως η ποιητική γλώσσα λειτουργεί ως απασφαλισμένο όπλο (βλ. το ποίημα Graffiti, σ. 26).
Το βιβλίο περιέχει περίπου 34 ποιήματα, χωρισμένα σε τρεις ενότητες, με κύρια ενότητα του βιβλίου την δεύτερη, που έχει τίτλο «Σπαράγματα μιας μυθιστορίας (2001-2015)», και συμπληρώνεται με ποιήματα προγενέστερα (1997-2000) «Απομεινάρια μιας πρώτης λείας» και με τρία ποιήματα του «Επιμέτρου».

Ο ποιητής, παιδί της πρωτεύουσας, γνώρισε την επαρχία στις διακοπές και στις σπουδές του. Η θάλασσα (του Πηλίου) και η Λίμνη (Ιωαννίνων) είναι δυο κυρίαρχες όψεις της εξόδου στην φύση. Πάνω σε αυτές τις δύο όψεις θα ακουμπήσει ο «μεταφραστής» ποιητής και θα αντλήσει τα στοιχεία της ποιητικής μεταμόρφωσης των πιο προσωπικών του βιωμάτων.
Όμως πέρα από την γεωγραφία, που την κατάργησε ήδη ένας τυφλός ποιητής, εννοώ τον ποιητή των ποιητών, τον Όμηρο, είναι γεγονός πως η ποίηση σήμερα δεν γράφεται ούτε από «οιστρήλατους» ποιητές ούτε από χαλιναγωγημένους και υποταγμένους σε κανόνες. Γράφεται από την συγκινησιακή ένταση. Η ποίηση ριζώνει στις συγκινήσεις (τις ψυχικές και του στοχασμού). Κι εδώ βρίσκεται η μεγάλη αξία της ποιητικής γλώσσας. Γιατί αποτελεί την κορυφαία εκδήλωση μιας γλώσσας, που έχει αιχμαλωτίσει ό,τι αισθάνθηκε ή σκέφτηκε ό άνθρωπος. Και παίρνω την ευκαιρία να πω πως για τον ίδιο λόγο θα πρέπει να θεωρήσουμε ως μεγάλη απώλεια την «παρεμπόδιση» της επικοινωνίας με αυτή την μορφή της γλώσσας (είτε μέσα από σχολικά προγράμματα ή μέσα από άλλα κοινωνικά εμπόδια). Αυτή, λοιπόν, η ποιητική γλώσσα συμπυκνώνει την ρεαλιστική αφετηρία και την φαντασιακή έκρηξη, στο βιβλίο του Καράμπελα. Το πυροδοτεί η αποκάλυψη, όπως φαίνεται στο ποίημα- κλειδί «Φάρος» (σ. 14).
Το βιβλίο θα μπορούσε με τρόπο επιγραμματικό να συμπυκνωθεί στην φωνή του Γιώργου Σεφέρη (από τον «Ερωτικό Λόγο»): Ω σκοτεινό ανατρίχιασμα στη ρίζα και στα φύλλα! Γιατί τα ποιήματα μιλάνε για το «ανατρίχιασμα» μιας ύπαρξης ανοιχτής στην αποκάλυψη του μυστηρίου της δημιουργίας ή, κι ακόμα, για το ευφορικό αναφτέρωμα, κατά την ώρα μιας (λυτρωτικής) εξόδου (από την συντριβή της απόγνωσης και της φθοράς). Είναι η ποιητική συλλογή ενός πατέρα, που άφησε την φιλολογία όπως ο Έκτορας την περικεφαλαία του, και με ύφος συμβολικό και έναν ιδιότυπο μυστικισμό, μας φέρνει ανυπεράσπιστους μπροστά στην αθωότητα και μας εγκαταλείπει ανοχύρωτους στο πεδίο της ποίησης, όπου από μία συνωμοσία της αυγής/ γεννιέται η μέρα. Τα ποιήματα μάς ξαναθύμησαν ότι η τέχνη είναι παραμυθία, σύμμαχος πολύτιμος στα θύματα της φθοράς, έπαθλο που σβήνει ήττες ή οι μποτίλιες στη θάλασσα. Γιατί ποίηση είναι δημιουργία, η γέννηση ενός κόσμου που μόνο στην ποίηση υπάρχει, του κόσμου της φαντασίας. Στο βιβλίο υπάρχουν ποιήματα που θεωρούν την ποίηση ως την ακριβή ευεργεσία προς τον άνθρωπο ναυαγό. Μπορούν να ξεχωρίζουν και να δείχνουν τον φάρο που τα υπερωκεάνεια των φόβων τον έχουν αποσκεπάσει και τον έχουνε κάνει αόρατο (σ. 14). Κι όπως ο ψίθυρος του ανώνυμου ποιητή της λαϊκής μας ποίησης κοιμήσου αστρί, κοιμήσου αυγή, κοιμήσου νιο φεγγάρι κλείνει μέσα του όλη την ευφορία της ακριβής τρυφερότητας, έτσι και ο ποιητής της εποχής μας μπορεί να συντάσσει ένα «Ημερολόγιο» όλων των πηγών του φωτός (σ. 21).
Η ποίηση μπορεί να είναι αυτή η έξοδος στο φως, κι όταν ακόμα ζούμε την απόγνωση της αιχμαλωσίας και τον πνιγμό σε βαθιά χαντάκια που κλείνουν το ορίζοντα και γκρεμίζουν τις γέφυρες. Τότε, οι εικόνες μιας τερατογεννημένης φύσης πηγές δίχως τρεχούμενα νερά/ σειρήνες χωρίς στόματα…/ (σ. 31) εισαγάγουν στο ποίημα το αίσθημα ότι η ζωή είναι εκτεθειμένη στην βία ή το αίσθημα ενός αποτρόπαιου/ απάνθρωπου κενού, την ώρα του μεγάλου πόνου στα ασανσέρ των χειρουργείων/ στα φορεία των επιτόκων/ (όπως διαβάζουμε στο ποίημα «Ανάνηψη» σ. 31).
Οι ιστορίες των ποιημάτων αφηγούνται το σύνηθες και το καθημερινό ως καινούργιο και εκπληκτικό. Το βιβλίο οργανώνει ένα μυθικό πλέον συναίσθημα του ανθρώπου, ως φύσης χαρισματικής, να μπορεί αυτός μόνο να αντέχει την αθωότητα του προσώπου, παρ’ ότι έχει μεσολαβήσει ο κατακερματισμός του και ο αφανισμός τους, πίσω από την αποτρόπαιη λάσπη. Το βιβλίο μιλάει για την ιστορία αθωότητας του προσώπου, που ως προς την ζωοδοτική του φύση αναδύεται ως φλεγόμενη πηγή από την θάλασσα (τα ποιήματα «Προσωπογραφία» 37, «Δύο νησιά» 38). Μια αθωότητα που πολιορκεί την αγωνία για την ανθρώπινη μοίρα και δημιουργεί προσδοκία απολύτρωσης. Η μετακίνηση των ορίων προς το θαυμαστό, σαρώνει την ακαμψία του κόσμου, δείχνει τις βαθιές πηγές όπου κείται το αίμα του ανθρώπου. Και το βιβλίο γίνεται όχημα για την μεταφορά στον θαυμαστό χώρο του ονείρου, κατοικία της αθωότητας και της ενότητας, όπου ο άνθρωπος νιώθει ακέραιος.
Όμως όσο κι αν φαντάζει ουτοπία, μας βρίσκει σύμφωνους το γεγονός πως είναι αυτή η ευεργεσία της διαρκούς δημιουργίας που καταφέρνει το καίριο χτύπημα στον εχθρό-χρόνο. Εδώ, ακριβώς μπορούμε να αναζητήσουμε με πιο τρόπο ένα προσωπικό και ιδιαίτερο συναίσθημα μπορεί, ανασυγκροτημένο, στην σφαίρα της ποίησης/φαντασίας, να αποκτά την δυναμική της έκφρασης μιας αίσθησης γενικής, όλων των ανθρώπων.
Και δυο λόγια για την γλώσσα. Ο γεωμετρημένος κόσμος της ποιητικής γραμματικής, που δίνει σφρίγος στις λέξεις και όπου η νοηματική αιχμή δεν χάνει την αξία της και, βέβαια, την αλληλουχία της, εν ολίγοις, η βαθιά βιωματική απογυμνωμένη γλώσσα που διαβαθμίζει την δραματικότητα, παίρνει την μορφή της κάθαρσης με την δύναμη που της δίνει η ρεαλιστική ματιά και η μετωπική αναμέτρηση του πάθους. Τα χαρακτηριστικά αυτά μας θύμισαν την γλωσσική παράδοση των μεταπολεμικών ποιητών του Αλφειού, ενώ από την άποψη της ποιητικής μεταφοράς (π.χ. η εικόνα του εκριζωμένου κήπου ή η εικόνα ενός κόσμου ανεστραμμένης φυσικής τάξης) μπορεί να βεβαιώνεται η σταθεροποίηση της μεταπολεμικής παράδοσης, ωστόσο, υπάρχει εν σπέρματι η διάθεση αυτονόμησης από τεχνήματα, φόρμας και οπτικής, που τα έχουμε δει να εκφράζουν τους νεότερους που γράφουν μετά το 2010 είτε ακόμη στα περιοδικά είτε έχουν εκδώσει το πρώτο τους βιβλίο.
Το βιβλίο έχει εκδοθεί από τις εκδόσεις Μανδραγόρας που μας είναι γνωστές –εκτός των άλλων- και για την καλλιτεχνική σύνθεση, την αισθητική ποιότητα, των εξωφύλλων. Αυτή την φορά, στο βιβλίο του Σάββα Καράμπελα, παρουσιάζονται μέσα στο βιβλίο, όπως και στην σύνθεση του εξωφύλλου, έργα της Γεωργίας Δαμοπούλου. Οι συγκεκριμένες εκδόσεις δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε πως φέρνουν μια φιλοσοφία που είναι μάλλον αντισυμβατική για τους κανόνες της εκδοτικής αγοράς: την ανάδειξη νέων ποιητών και ζωγράφων, που συνιστούν δείγματα της τέχνης της εποχής μας.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΑΣΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΒΙΒΛΙΟ 09.07.2017

Ευοίωνη αφετηρία για έναν ποιητή

Αν αντιλαμβάνομαι σωστά, με τον τίτλο που επέλεξε ο Σάββας Καράμπελας (και που, κατά τη γνώμη μου, θα μπορούσε, εναλλακτικά, να είναι και «Στο θάλαμο του διερμηνέα», αντί του μεταφραστή) θέλει να μας πει ότι ο κάθε ποιητής εισπράττει εικόνες και ερεθίσματα από το περιβάλλον και την καθημερινότητα και, εν είδει μεταφραστή (ή διερμηνέα, αν προτιμάτε), τα μεταπλάθει σε λόγο ποιητικό. Μετατρέπει, δηλαδή, τη συνηθισμένη, τετριμμένη γλώσσα της καθ’ ημέραν επικοινωνίας σε στίχους και, ταυτόχρονα, δεν διστάζει να δείξει στον αναγνώστη τα μέσα, τα υλικά και τις αφορμές από τις οποίες εμπνέεται και με τις οποίες επιτυγχάνει αυτήν τη μετατροπή.

Η συλλογή περιέχει τριάντα τέσσερα ποιήματα και αρθρώνεται σε τρία μέρη, με χρονολογικές ενδείξεις το καθένα για τη γραφή των ποιημάτων. Το πρώτο μέρος επιγράφεται «Απομεινάρια μιας πρώτης λείας (1997-2000)» και, προφανώς, δηλώνει τις απαρχές του ποιητή και ό,τι προτίμησε ο ίδιος να μας παρουσιάσει από αυτά τα εναρκτήρια χρόνια του. Το δεύτερο, που είναι και το εκτενέστερο του βιβλίου, τιτλοφορείται «Σπαράγματα μιας μυθιστορίας (2001-2015)»· η λέξη μυθιστορία υπαινίσσεται, υποθέτω, ένα μείγμα πραγματικών περιστατικών και μυθοπλαστικής επεξεργασίας. Το τρίτο μέρος φέρει τον τίτλο «Επίμετρο», χρονολογείται στο 2016 και περιλαμβάνει δείγματα της πρόσφατης παραγωγής του.

Από την άποψη της μορφής, ο Καράμπελας φαίνεται να προτιμά τους βραχείς, κάποτε και μονολεκτικούς στίχους, σαν να θέλει να υποδείξει τις ανάσες και τον τρόπο με τον οποίον πρέπει να διαβαστούν τα ποιήματά του. Μερικές φορές ερωτοτροπεί με την όχι εν ευρεία χρήσει σήμερα «σχηματική ποίηση», τα λεγόμενα calligrammes, όπως τα επέγραψε ο πρώτος διδάξας Guillaume Apollinaire και όπως τα χρησιμοποίησε με επιτυχία στα καθ’ ημάς ως «καλλιγραφήματα» ο Γιώργος Σεφέρης. Πρόκειται για οπτική ποίηση, όπου οι λέξεις και φράσεις τοποθετούνται με τέτοιον τρόπο ώστε να δημιουργούνται σχήματα που, άμεσα ή μεταφορικά, σχετίζονται με το θέμα του ποιήματος. Αναφέρομαι συγκεκριμένα στα ποιήματα που τιτλοφορούνται «Δυο λέξεις», «Ενηλικίωση», «Προσωπογραφία» και «Δυο νησιά», στα οποία το νοηματικό τους περιεχόμενο αποδίδεται με ανάλογα σχήματα. Στους στίχους του «Μεταφραστή» υπόκειται ένα μάλλον σκοτεινό κλίμα, χωρίς τούτο να δηλώνει απαισιοδοξία ή έλλειψη κατάφασης προς τη ζωή και προς την καθημερινότητα. Οι ποιητές, εξάλλου, στέκονται πάντα με συγκρατημένα συναισθήματα απέναντι σε όσα συμβαίνουν γύρω τους. Για παράδειγμα, στα ποιήματα που επιγράφονται «Υγρό στοιχείο», «Εμπρησμός», «Ενηλικίωση», «Νεκρή φύση» και άλλα είναι εμφανής μια σχεδόν σωματική επαφή με τον περιβάλλοντα χώρο, μια γεύση χθόνιας επικοινωνίας που συχνά φέρνει τη ζωή σε κίνδυνο. Ο Καράμπελας, πάντως, αντλεί αισιοδοξία από τη διαδοχή των γενεών, η οποία τροφοδοτεί με ελπίδες και απαντοχή τη ζωή μας, όπως δηλώνουν αρκετά ποιήματά του, όπως τα κατά σειράν παρατιθέμενα, οικογενειακού κλίματος, που τιτλοφορούνται «Οικογένεια» (αφιερωμένο στον γιο του Οδυσσέα), «Οικογένειες», «Παραμύθι, «Αγρύπνια» και «Γενεαλογικό δέντρο», που αφιερώνεται στη μνήμη του παππού του. Διαβάζοντας τον «Θάλαμο του μεταφραστή», επεσήμανα τη συχνότητα αναφοράς ορισμένων λέξεων. Στη θεματολογία του Σάββα Καράμπελα είναι κυρίαρχη η κάθε είδους αναφορά στο υγρό στοιχείο – ένα μόνιμο σκηνικό όπου εκτυλίσσονται οι περισσότεροι στίχοι του. Καταμέτρησα τις λέξεις που έρχονται και επανέρχονται στα ποιήματά του και, αν δεν είχαμε δώσει συγκεκριμένο περιεχόμενο στον χαρακτηρισμό «θαλασσινός ποιητής», τον οποίον αποδίδουμε σ’ εκείνον που ταξιδεύει στις θάλασσες και μας διηγείται πραγματικές ή φανταστικές ιστορίες, θα διακινδύνευα αυτόν τον χαρακτηρισμό και για τη συγκεκριμένη περίπτωση. Οι λέξεις που έχουν τη μεγαλύτερη συχνότητα αναφοράς είναι κατά σειρά: θάλασσα, νερό, κύμα, άμμος, βυθός, όπως και οι όχι άπαξ αναφερόμενες ναυάγια, φύκια, λίμνη, όχθη, βότσαλα, καθώς και άλλες συναφείς με το υγρό στοιχείο, όπως πλοία, αφρός, φάρος, βάρκα, ψάρια, ακρογιαλιά.

Συμπερασματικά θα μπορούσα να πω ότι το βιβλίο διαθέτει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Διακρίνεται για την ενότητα ύφους και για τη σταθερότητα του ποιητικού βηματισμού. Η πορεία προς την Ποίηση είναι δύσκολη και ανηφορική – το ξέρουμε καλά όλοι μας. Με την πρώτη του εμφάνιση, ο Σάββας Καράμπελας μας προσφέρει τη βεβαιότητα ότι ακολουθεί με συνέπεια και σοβαρότητα τον ανηφορικό αυτόν δρόμο.

ΔΗΜΟΣ ΧΛΩΠΤΣΙΟΥΔΗΣ

τοβιβλιο.net 16.05.2017

Η ποίηση ως μεταφραστής συναισθημάτων

Η παρουσία του Σάββα Καράμπελα στα ελληνικά γράμματα είναι πολύχρονη όπως καλλιεργήθηκε μέσα από τις συνεργασίες του με ένα πλήθος λογοτεχνικών περιοδικών. Ωστόσο, μόλις πρόσφατα κυκλοφόρησε η πρώτη του προσωπική ποιητική συλλογή, «στο θάλαμο του μεταφραστή» (Μανδραγόρας, 2017).
Η ποίησή του ταξιδεύει τον ακροατή/αναγνώστη στη γεωγραφία της ελληνικής υπαίθρου. Μαγεύει το κοινό με την ευρηματική στιχουργία του και τους λυρικούς του τόνους. Ο Καράμπελας αντιμετωπίζει με σοβαρότητα την ποίηση εκθέτοντας κοινωνικές αγωνίες με βιωματικά στοιχεία (εγώ εσύ εσύ εγώ, αγρυπνία, εμπρησμός, ανάνηψη) με μία υπαρξιακή διάσταση.
Η μνήμη (γενεαλογικό δέντρο) μοιάζει να ακολουθεί το -κατά Γαραντούδη- «βίωμα της ιθαγένειας» με στοιχεία αναζήτησης της καταγωγής, ενώ άλλοτε διακρίνεται μία φυσιολατρική οπτική που φέρνει τον Καράμπελα στον κορμό της «ποίησης της περιφέρειας[1]». Η διαρκής παρουσία όμως ανθρώπων απομακρύνει τη στιχουργική του από τη “στείρα” φυσιολατρία (οικογένειες, το μαύρο κύμα).
Ο μεταφορικός λόγος λειτουργεί ως γόνιμο έδαφος για τις αλληγορίες μέσα από τον στιχουργικό πρισματικό αγωγό. Η θάλασσα μετατρέπεται σε έναν χώρο όπου το όνειρο συμπλέκεται με το βίωμα και την ποιητική μυθοπλασία. Άλλωστε, ο Καράμπελας μεταστοιχειώνει το βίωμα σε μία “ασεβή” προς το ρεαλισμό ποιητική αλληγορία. Και μέσα από τον μετωνυμικό λόγο του αναδύεται μία ποιητική ειλικρίνεια που συνδέει το βίωμα με την πυροδότηση της φαντασιακής έκρηξης που χαρακτηρίζει το στίχο του. Μοιάζει συχνά σαν μία ασυνείδητη ανάγκη να βυθιστεί ο ίδιος ο ποιητής στο χώρο του ονείρου (δυο λέξεις).
Οι χαμηλοί τόνοι και η ποιητική ειρωνεία, όπως εκφράζεται με μία εικαστική μεταφορική γλώσσα, χαρακτηρίζουν την ποιητική του. Η στιχουργική του κίνηση διακρίνεται από μία συνειρμικότητα εικόνων που οικοδομείται σε πλούσιες μεταφορές και αλληγορίες. Τοπία που μαγεύουν τον ακροατή/αναγνώστη ξεπηδούν μέσα από το ποιητικό κάδρο του.
Μα η εικονοπλασία του Καράμπελα είναι απλώς ένα συναισθηματικό βάθρο πάνω στο οποίο εκθέτει αγωνίες υπαρξιακές. Με την επίκληση των αισθήσεων και ένα ύφος παραβολικό, ο ποιητικός τόπος μεταμορφώνεται σε στοχαστικές αναζητήσεις για το παρόν και το μέλλον.
Και οι χώροι του είναι κατά βάση εξωτερικοί και λουσμένοι στο φως (φυσικό φαινόμενο, ημερολόγιο, εμπρησμός). Το δε υγρό στοιχείο εμπλουτίζει το καναβάτσο του με ζωογόνο δύναμη την εικαστική του ματιά (στον κήπο, δυο λέξεις αποβολή). Η θάλασσα καλύπτει με τη δροσιά της τις περισσότερες συνθέσεις, άλλοτε με διακριτικότητα (τηλεγραφικό, σώμα, στη λίμνη, σώματα, δύο νησιά) και άλλοτε με συναισθηματικό ή εικαστικό δυναμισμό (παρελθόν, υγρό στοιχείο, προσωπογραφία).
Οφείλουμε όμως να υπογραμμίσουμε και τη διάθεση για πειραματισμό τόσο με τις λέξεις προς την εικαστική στιχουργία όσο και με τη φόρμα στην πειραματική γραφή του Καράμπελα. Ξεχωρίζουμε μέσα στις σύντομες κατά βάση συνθέσεις μία (επι)στροφή προς τα καλλιγραφήματα (υγρό στοιχείο, δυο λέξεις, τοκετός, ενηλικίωση), οπτικοποιώντας την ποίηση σχεδιαστικά κατά το λησμονημένο πειραματικό πρότυπο κλασικών ποιητών (Μαλαρμέ, Απολλιναίρ, Σεφέρης). Και πλάι στα καλλιγραφήματα θα πρέπει να θέσουμε και τις συνθέσεις με στίχους αστοίχιστους ή στροφές “μετέωρες” (εμπρησμός, στον κήπο, προσωπογραφία, δύο νησιά, καρτέρι).
Επιλογικά, η ποιητική του Καράμπελα μέσα στους χαμηλούς της τόνους αναδύει μία ελεγχόμενη αισιοδοξία, η οποία αισθητοποιείται είτε με τη διαρκή κίνηση είτε με το φως. Ακόμα και η βύθιση το συννεφιασμένο τοπίο δεν αλλοιώνουν το βασικό συναίσθημα.

 

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.