Η Κατερίνα Λίατζουρα γεννήθηκε στην Γερμανία το 1972. Είναι πτυχιούχος του τμήματος της Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, με μεταπτυχιακό τίτλο στην Πολιτισμική Διαχείριση από το Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο. Ζει στην Χαλκίδα και εργάζεται στην Μέση Εκπαίδευση Εύβοιας. Είναι τακτική συνεργάτιδα του ηλεκτρονικό περιοδικού poiein.gr. και μέλος του International PEN Club Greece.
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
ΠΟΙΗΣΗ
Λευκοί νάνοι, Βακχικόν, 2022
Η κρεμμυδαποθήκη, Βακχικόν, 2020
Αποκαΐδια ηθικής, Βακχικόν, 2017
Σκέψεις, manifesto, 2013
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Οι δώδεκα φρίκες των Χριστουγέννων και μια παράλειψη (Ιδιωτική έκδοση 2021)
ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ
Θραύσματα ζωής και ερώτων [Liebes- und Lebensemten] (δίγλωσση ανθολογία ποιημάτων του Νίκου Μυλόπουλου ελληνικά/γερμανικά), υπό έκδοση
Η μελέτη των ριζών [Wurzelstudien], νουβέλα της Anna Ospelt, εκδόσεις βακχικόν, υπό έκδοση
Λέξεις αιχμηρές σαν πρόκες [Worter spitz wie Nagel], (δίγλωσση ανθολογία σύγχρονης ελληνικής ποίησης ελληνικά/γερμανικά),
εκδόσεις Ρώμη, 2021
Ο πλοηγός του απείρου [Der Lotse der Unendlichkeit], (δίγλωσση ανθολογία ποιημάτων του Τόλη Νικηφόρου ελληνικά
/γερμανικά), εκδόσεις Μανδραγόρας, 2021
Ποιήματα της Αννας Όσπελτ [Gedichte von Anna Ospelt], (δίγλωσση ανθολογία γερμανικά/ ελληνικά), εκδόσεις βακχικόν,
2020
Ανθολογία νέων Αυστριακών Ποιητών [Anthologie Junger Osterreichischer Lyriker*innen] (δίγλωσση ανθολογία γερμανικά/ελληνικά), εκδόσεις βακχικόν, 2019
.
.
ΛΕΥΚΟΙ ΝΑΝΟΙ (2022)
ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ
ασύνειδα επιμένεις στη στερεότητα
των ουράνιων σχημάτων επιμένεις
να δρασκελήσεις αμνήμονες
στιγμές και φριχτές συνειδήσεις
και κρυμμένη στο μισόφωτο
σαν πόρνη η λύτρωση
ανησυχεί μην ανιχνεύσεις
το ανθρώπινό της πρόσωπο
που χαμηλόφωνα με λόγχες
σκεπάρνια και λόγιες κορώνες
υμνεί το προφανές
εκείνο που κατακλύζει ένα ποίημα
εκείνο που διαμελίζει το θυμικό
* * *
και εγένετο·
σε ένα απειροελάχιστο σημείο
συγκεντρωμένο ένα άτομο
πρωταρχικά μικρό
σκοτεινό και αφιλόξενο
περιείχε το σύνολο
περιείχε το όλο
και ήταν εξαιρετικά πυκνό
και ήταν εξαιρετικά θερμό
και άρχισε να διαστέλλεται
και η μορφή του άρχισε να αλλάζει·
μεγάλωσε αλλόκοτα
γεννήθηκε μια ύλη μέσα
με τη βοήθεια μιας ενέργειας
και τα μαντάτα διασκορπίστηκαν
και οι πληροφορίες συγχυσμένες
για κάποιο Σύμπαν
που ήταν γεμάτο φως
και μόνο φως
φως·
και στα απύθμενα αυτά βάθη του χωροχρόνου
κύματα ανελέητα πυρηνικών εκρήξεων
μανιασμένες θύελλες
ξεσπάσματα της θέρμης επηρέασαν
ένα νεφέλωμα σε αστρική απόσταση-
κι ένα αστέρι γεννήθηκε μεθυσμένο
σε αερώδη κατάσταση
και άρχισε να παραπατά και να περιστρέφεται
—μια αέναη κίνηση—
και να έλκει θαμώνες περίεργους
αστρικούς του φίλους
που κάποιοι ισχυρίστηκαν
πως ήταν μόνο σκόνη ·
και μεταμορφώθηκε σε μπάλα
μια μπάλα αέρινη
που ήταν γεμάτη φως
και μόνο φως
φως·
και ό,τι υλικό περίσσεψε
πλήθος- ακανόνιστα σώματα μικρά
σε διασταυρωμένες τροχιές
άλλοτε να συγκρούονται να θρυμματίζονται
και άλλοτε υπό το βάρος της ενοχής μια ένωση:
και να! Οι πρωτόπλαστοι πλανήτες!
* * *
και
να υπαινίσσεσαι·
υβριδική η υπόνοια πως έζησα
οδυνηρά σε μέρες σκοπιμότητας
στον καιρό των σιωπών
στην ουτοπία των πολλών
πρόωρα γερασμένη
σαν Απαρχή
και
παρακαλώ!
να ομολογηθεί η αυταπάτη
που υποτροπιάζει σε μια πόλη
διχοτομημένη από λάθος
κατά λάθος σε λάθος
καμία ανάμεσα εναλλακτική
δεν στάθηκε
—πλάτη στον τοίχο και μπρος η επιλογή—
και
να αποζητάς στον εαυτό
το επιλήψιμο ηθικό
κυνικά να αποφύγεις
και
να μπορείς ακραία
μόνο να κινήσεις
στης ευδαιμονίας την αρετή
να προηγηθεί η ύπαρξη
της ύπαρξης
των παθών και της [μονο] μανίας
—ένα άλλοθι ο κίνδυνος της αλλοτρίωσης
γαρ-
και
να αναιρεί το σύμπαν την ευταξία
και την ευδαιμονία
και την ίδια τη ζωή
* * *
και έπειτα·
να θέλω να γίνω αγένεια να θέλω να γίνω επίθεση
και ό,τι άλλο μου καπνίσει να κοιτάζω
τη θολούρα στα μάτια και τα κόκαλα
που τρίζουν και τις γεροντικές κηλίδες
και να σκέφτομαι πώς είναι να χάνεσαι
μέσα στη θολούρα σαν ξεκοκαλίζεις
το ψαχνό και να κοιτώ την κηλίδα
και όλο να βυθίζομαι
στο εντός στο μέσα
και να σηκώνω το κεφάλι
προς τα έξω προς τα πάνω
και να βλέπω τον θόλο
και να απλώνω το χέρι
να αγγίξω το τίποτα
και να αγγίξω τα πάντα
και να χάνομαι στο τίποτα
και να χάνομαι στα πάντα
κι εσύ να ξεπορτίζεις γεμάτη
κατηγορία χολή και κατάρα
λες και φταίω εγώ
για τις μαύρες τρύπες
και τις δεσμίδες φωτός
που ξεχύνονται ερινύες καλοκάγαθες
μικρές καλοπροαίρετες σειρήνες
στις κλειδοθήκες να κρέμονται
μπρελόκ να στέκονται
μπιμπελό στο ράφι
σκονισμένες ακίνητες και ξεχασμένες
οι αλήθειες
ενός και μόνο Σύμπαντος
και
να προσθέσεις στα χρώματα
τα πολλά του ουρανού
εσύ π2
δεν θέλησες άλλα· χρώματα
ξέχωρα παράταιρα και ξεθωριασμένα
ξέφτια επίπονων διενέξεων
μπλεγμένων αποχρώσεων
γαλάζιου λιλά και κοβαλτίου·
μα ούτε και ξεχώρισες
δέρμα γλώσσα ή πατρίδα·
σε μαυρόασπρες λήψεις εποχών
μόνο μέσα από το ιριδίζον
του βλέμματός σου έδωσες
υπόσταση σε αποθετήρια
ζωγραφίζοντας πολύχρωμα
και φωτεινά τα τόξα
των ψυχών
και
να μελετάς να έρθει
με χάρτινο περίβλημα
και φουστάνι αερικού
σε βουνοκορφή
νεκρική ταφή
και να πιάνεις μυστρί και καλέμι
να σμιλέψεις ιδρώτα
μνημείο και ουρανό
μια αγκαλιά βροχή λίγα χρυσάνθεμα
και η βίδα να οξειδώνεται
η προσπάθεια πολύ
και
να προστάζει:
στεφανώσου τον χρησμό τον διφορούμενο και σταύρωσε εκείνους τους
ταλαίπωρους χρυσαετούς στη μνήμη ή στον ομφαλό του μονάκριβου
πατέρα, τρέξε, τρέξε στα άδυτα κοντά στη μάντισσα | θεά σε εκείνη
την ιέρεια με δάφνες πέλανο και άλλους θησαυρούς και αναθεμάτισε
την τύχη του κόσμου τη λοξή στην έκστασή σου πάνω γιατί κάθαρση
ο κόσμος σου δεν πρόκειται να βρει αν δεν την αμφισημία των
πραγμάτων αγαπήσεις
* * *
και
«Ο γαρ αποθανών δεδικαίωται από της αμαρτίας»
(Ρωμ 6,7) Αγία Γραφή
διά στόματος ή μάλλον γραφής Αποστόλου Παύλου
αγαπημένε μου Παύλο,
δεν ξέρω τι σε ώθησε να γράψεις τούτα δω τα λόγια άμετρη η
πρόθεση (φαντάζομαι;) την ιδιότητα της λογικής να εξυμνήσεις μα, το
θεϊκό σε θεϊκό μπορείς να μετατρέψεις; και στη σοφή αφαίρεση, στη
λογική, χωρά η αλαζονεία; χωρά η ζήλο-; χωρά και η -φθονία; όσο
κι από την υπερβολή στην έλλειψη το πάθος να ολισθαίνεις βαριές
οι λέξεις σου, το περιδέραιο πέτρινο, βαρίδι στον λαιμό μια από
οργή και μια από οκνηρία και τέλος τέλος εγώ δεν σ’ έβρισα που
ζωικά μού είναι τα ένστικτα άπληστα και ολάκερα τα λαίμαργα στο
τραπέζι παρέα με τους άλλους δαίμονες να καθρεφτίζω στα ραμμένα
με μετάξι μου μάτια Ασμοδαίε, με βλέπεις κάπου στο βάθος εμένα
να λικνίζω το βρακί του Παραδείσου; ναι! ας ανεβοκατεβαίνουμε στο
Βουνό του Κάτωνα με γυαλιστερές έστω αλυσίδες αλλά γιατί αφότου
και αποθάνουμε; Τώρα, τώρα Παύλο μου, τώρα πες τι γίνεται; που
δικαιωμένος πια εσύ, δεν μ’ αφήνεις αμαρτία να εξαγνίσω;
και
ας είναι ακίνητη η γη και έτσι ας παραμένει
κι ας ήθελε ο Πτολεμαίος τον κόσμο
να γυρίζει και τον Παράδεισο
ως Ουρανό και ως Πύρρειο
με σφαίρες να γεμίσει εννιά
γύρω γύρω να πηγαίνουν ψυχές
γεμάτες να στροβιλίζονται
στις ομόκεντρες τροχιές τους
Έλα Βεατρίκη, πάρε κι εμένα από το χέρι
κι ας βαραίνει εσένα η αμαρτία
της απόφασης
αφού υποσχέσεις έδωσα και κράτησα και φιλοδοξίες και πράξεις
αγάπης μπορεί και σοφίας θρησκεία δεν θυμάμαι να υπερασπίστηκα
μα ούτε και δίκαιους οραματιστές ευλογημένους· έχω ελπίδα φίλη
μου; να πάρω θέση στους αγγέλους;
και
Όχι φίλε μου Pascal!
δεν φταίει που δεν είμαι
ικανή να κάτσω στο δωμάτιο ήσυχα
και μόνη
τις δυστυχίες
στις αδυναμίες μου μέσα
έψαξα στις παρορμήσεις
στις προκλήσεις που μου φόρτωσαν
εν καιρώ ο Τίγρης και ο Ευφράτης
στα πρώτα ίχνη έσκυψα
να προσκυνήσω Σουμέριους
Ακκάδες Ασσύριους και άλλους
πολλούς μακριά από τη Βαβυλώνα
έσκυψα στα υγρά κρεβάτια τους
να δω τις έναστρες οροφές και τα σμαράγδια
μια φλέβα χρυσού στους γύρω λόφους, ένα υδάτινο μονοπάτι ίσως
μα, υπήρξε ποτέ η Μεσόγειος; ο άξονας του κόσμου; το Theatrum
Orbis Terrarum δεν έχει διακοσμητικό φορτίο εξαίρετο; μέθυσε και
το τελευταίο λεπιδόπτερο από τη βία; δεν είναι πέντε τα κλίματα;
επίπεδη η γη; το σχέδιο διαφυγής δεν το μελέτησες επαρκώς; λιώνουν
οι πάγοι; οι παγετώνες της καρδιάς; έπαψε να ’ναι:
«Die ganze Welt in einem Kleberblatt»;
Όχι φίλε μου Pascal!
δεν φταίει που δεν είμαι
ικανή να κάτσω στο δωμάτιο ήσυχα
και μόνη
φταίει που ο κόσμος γύρω μου
άρχισε να γυρνά παράδοξα
την εποχή των οραμάτων
.
Οι δώδεκα φρίκες των Χριστουγέννων και μια παράλειψη (2021)
[μια black humor συνομιλία]
II. Σάντα, η ιδέα
Πράγματι θα συμφωνήσω μαζί σου Τζον, πως κάποτε ο αλτρουισμός αποκτά κάτι αρρωστημένο. Δεν μπορεί, δεν γίνεται κάποιος που είναι στα συγκαλά του, να ζει με την θέληση του στο Βόρειο Πόλο, να ξενυχτά και να κατασκευάζει δώρα, και να τα μοιράζει δήθεν σε παιδιά. Πράγματι η ιδέα ενός ηλικιωμένου κυριούλη ντυμένου στα άσπρα και στα κόκκινα, που κυκλοφορεί ανενόχλητα και διασχίζει τον μεταμεσονύχτιο ουρανό πάνω σε έλκηθρο, ώρες που οι καθωσπρέπει και νομοταγείς νοικοκυραίοι βρίσκονται σε ύπνο βαθύ, η εικόνα ενός γέροντα με αμφίβολες προθέσεις να μπαίνει από καμινάδες και να εισβάλλει απροσκάλεστος σε σαλόνια, δεν με ευχαριστεί καθόλου. Μάλλον με φρικάρει πολύ. Ναι, ναι!
V. Ω έλατο
Δεν είναι αβάσιμες οι ανησυχίες σου Τζον, τι θα συμβεί αν όντως γύρει το έλατο υπό το βάρος του πλούσιου διακόσμου, αν γύρει και πέσει, και καταπλακώσει τις γυάλινες και υπερευαίσθητες του μπάλες και το αστέρι το φωτεινό της κορυφής γίνει χίλια κομματάκια. Και τον κόπο όλων αυτών που σε εξυπηρέτησαν, δεν τον σκέφτηκες καθόλου; Που σκαρφάλωσαν στα βουνά και στα δάση να εντοπίσουν τα ελατάκια, να τα υλοτομήσουν, να τα φορτώσουν, να τα ξεφορτώσουν, να τα στήσουν, να τα πουλήσουν; Κι είχε πράγματι το δικό σου έλατο σαράκι; Και πέρασε και σου ‘φαγε και τα έπιπλα;
Φαντάζομαι τη φρίκη! Αλλά αφού ούτως ή άλλως δεν το συμπαθείς το έλατο, σε φρικάρει με την σκοτεινή και αγέρωχη του όψη μέσα στο σκοτάδι, γιατί το έμπασες και στο σαλόνι; Να γεμίζει με βελόνες το χαλί;
Η παράλειψη ή Το εορταστικό τραπέζι
Καλά βρε Τζον, να μην αναφερθείς καθόλου στο εορταστικό τραπέζι χρονιάρες μέρες; Σε εσάς στο Αμέρικα δεν είναι υψίστης σημασίας; Γιατί εδώ στας Ευρώπας είναι έθιμο χριστουγεννιάτικο να τρέχεις στα supermarket και να τρέχεις στις αγορές και να γεμίζεις καλάθια και να κουβαλάς σακούλες, και να φορτώνεις το πορτμπαγκάζ και να ξεφορτώνεις το πορτμπαγκαζ, και να αποθηκεύεις τρόφιμα σε ράφια και ντουλάπια και να μπουκώνεις ψυγεία και καταψύκτες, και να μαγειρεύεις αποβραδίς, και να βγάζεις κατσαρόλες και κατσαρολάκια, ταψιά και λαμαρίνες, και να ανακατεύεις και να δοκιμάζεις, και
να βλέπεις με την άκρη του ματιού σου το νεροχύτη να ξεχειλίζει, και να τρέχεις να στρώσεις το εορταστικό τραπέζι, και να αναθεματίζεις που ξέχασες μέσα στο πανικό να πάρεις χαρτοπετσέτες με καμπανάκια και γκι (δεν πειράζει όμως κανείς δεν θα το προσέξει) και να στρώνεις το εορταστικό τραπέζι, και να απλώνεις τα μαγειρεμένα εκθέματα σου, και να ξεστρώνεις το εορταστικό τραπέζι, και να πέφτεις κατάκοπος στον καναπέ με φρικτό φούσκωμα και φρικτές καούρες και δυσπεψία και δυσεντερία και να θυμάσαι που σου το είχε πει ο γιατρός να μην το παρακάνεις φέτος στο χριστου-γεννιάτικο τραπέζι, και με τελευταία σου τη σκέψη, πως κάποιος θα πρέπει να κατεβάσει τα πολλά σκουπίδια, να γέρνεις στη λεκάνη για αναπάντεχες εξαγωγές.
Επίμετρο
Το παρόν κείμενο συνομιλεί με το βιβλίο του John Updike «The twelve terrors of Christmas» που εκδόθηκε το 1993 από τις εκδόσεις Gotham Book Mart, New York. O John Hoyer Updike (1932-2009) ήταν Aμερικavός συγγραφέας, ποιητής και κριτικός, τιμημένος δύο φορές με το «Βραβείο Πούλιτζερ», το «Εθνικό Βραβείο Βιβλίου», το «Βραβείο Αμερικανικού Βιβλίου» και πολλά άλλα. Συνεργαζόταν με τα εγκυρότερα λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες δημοσιεύοντας τακτικά βιβλιοκριτικές αλλά και άλλους είδους σημειώματα. Το πιο γνωστό έργο του είναι «Οι μάγισσες του Ίστγουικ» γραμμένο το 1984, το οποίο μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο το 1987.
.
Η ΚΡΕΜΜΥΔΑΠΟΘΗΚΗ (2020)
ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ
ουράνια σκοτείνιασαν μαύρα
σύννεφα στα μάτια επισκίασαν φως
ανατολής στα βλέφαρα χτες
μαγνητισμένη ξημέρωσε βλέμμα
τόλμης το γύρισμα της πλάτης σε
ακινησία υπνωτισμένη δεν τόλμησα
θυμό λύπη ή μετάνοια ασάλευτη σε
λήθαργο βυθισμένη ταξίδι μαζί σου
σκοτείνιασες και πάλι ουρανό
απειλητικό άστραμμα φωτίζει
σκοτάδι θυμού με κεραυνούς να
καταπραΰνει κάψα και εγώ να
δροσίσω πίκρα στόματος να ξεπλύνω
κορμί από χώμα να αναδυθεί
μυρωδιά υγρής ψυχής.
ΛΑΥΚΟΣ Η ΤΑ ΚΟΡΑΚΙΑ
Μαύρα κοράκια πετάξανε χαμηλά. Σημάδι δυσοίωνο είπανε οι
γειτόνισσες στην πεζούλα. Δυο τα κοράκια που κουβαλήσανε την
κάσα στα φτερωτά τους τα κουστούμια. Νεκρική πομπή ανέβηκε τη
σκάλα. Σπίτι αφιλόξενο και εχθρικό σε υποδέχτηκε στερνά. Κοίταζες
προς την ανατολή, όπως αρμόζει. Καφές, κονιάκ, στραγάλι, σταφίδα
και σοκολατένια ελιά. Ανεμάκι φθινοπωρινό έμπασε το παραθύρι. Οι
τρίχες στο πηγούνι σου μου φανήκανε πως ανεμιστήκανε. Μαζί με τα
λουλούδια που σε στολίζουνε. Ταράχτηκε και η γραμμή των χειλιών
σου, μ’ όλα αυτά που άκουσες το βράδυ ετούτο. Τα έσφιξες πιότερο.
Ένα αμυδρό χαμόγελο γινήκανε. Τα βλέφαρά σου μισόκλειστα
αγνάντευαν του£ προγόνους που ξεκρεμαστήκανε πρόσφατα από
τα καρφιά τους. Τα σημάδια τους ακόμα ορατά στον τοίχο. Έξω
βρέχει. Τα μάτια του Θανάση κλάψανε, μα της Φιλιώς καθόλου. Και
ο Γιαννάκης και ο Δημητρός ήτανε εκεί. Συμπράξαν στην παρωδία.
Όλη η γενιά σου. Το αίμα σου. Χαμένο κληροδότημα στις δικές
του ερινύες. Εσύ, όμως, δεν έδωσες σημασία. Ετοιμάζεσαι νύφη να
ντυθείς, και πάλι. Άσπιλη, αθώα, μεγαλόψυχη, να πας να συναντήσεις
εκείνον. Το κρύο είναι τσουχτερό απόψε. Σε διαπερνά, όπως ο
κάθε Λαύκος, όπως ο κάθε θάνατος. Η πλατεία σε αποχαιρέτησε
στροβιλίζοντας τα πλατανόφυλλά της. Στρώμα υπόκωφων ήχων στο
πέρασμά μου. Κάνει κρύο μέσα στην εκκλησία. Είμαστε παγωμένες
Κατίνα. Η καμπάνα ηχεί πένθιμα. Ποια από τις δυο μας πεθαίνει; Το
χώμα μυρίζει μούχλα. Καιρό είχε να αεριστεί. Να που ήρθε η ώρα.
Για όλα έρχεται η γαμημένη η ώρα. Τα κοράκια δεν βλέπουν την
ώρα να αποδημήσουνε. Το ΓΙήλιο φόρεσε τα γιορτινά του.
Στη μνήμη της γιαγιάς Κατίνας
ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΦΥΡΑ ΤΗΣ ΧΑΛΚΙΔΑΣ
Σε δρόμους νυχτερινούς ξαγρυπνημένη και κυνηγημένη τρέχεις
πανικόβλητη. Κοιτάζεις διερχόμενα φώτα, δίχως φόβο. Ρουφάς
σκοτάδια στασιμότητας και δεν τρομάζεις. Το γνωρίζεις εξάλλου από
παλιά και σου είναι τόσο οικείο. Εκεί περικυκλωμένη από φιγούρες
ανθρώπων του παρελθόντος να κοιτάζουν μέσα από τζάμια, έγραψες
και έσβησες λόγια. Λόγια που πνίγουν και ανακουφίζουν. Λόγια
που παρηγορούν. Έπειτα ούρλιαζες δίχως λαλιά νανουρίζοντας
νυχτοπούλια και ψάρια. Και έπειτα έκλαψες σιωπηλά δροσίζοντας
διψασμένους. Μονοπάτια φλεγόμενα από πάθος, αυλάκια στα μάγουλα,
κάθετες γραμμές απόλυτες τρομοκρατούν και τραυματίζουν.
Σκυφτή μορφή Παναγιάς [ίσως] γέρνει πάνω στοργικά. Απλώνει
τη θέρμη του κορμιού για να ζεστάνει και εσύ αγκαλιάζεις σφιχτά
με την ψευδαίσθηση της σωτηρίας. Όμως ο χρόνος περνά. Δεν θα
ασχοληθεί άλλο μαζί σου. Ο δρόμος θερμός ανταποκρίνεται στην
επιθυμία σου. Εκείνος θα σε φιλοξενήσει. Τον τιμά να θυσιάσεις πάνω του
όνειρά σου. Μακραίνει και απαλύνει εν μέρει τον πόνο της αυγής.
Μονόδρομο λαχτάρησες να ακολουθήσεις. Βαραίνει το μυαλό. Μοναξιά
δυσανάλογη για αντοχές θέλησες να βαστήξεις. Πώς τολμάς να κοιμάσαι; Τα
βλέφαρά σου εξαντλημένα. Νοσταλγούν να υποδεχτούν το αναμενόμενο
και αποχαιρετούν καρτερικά το ρόδινο ξημέρωμα.
ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΙΚΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ ΧΑΛΚΙΔΑΣ
Ρίχνω μια κλεφτή ματιά στην οθόνη. Ανάβοντας το φωτάκι θα ήθελα
να ήσουν εκεί. Εκεί. ‘Ενα μικρό φακελάκι και να με περίμενες. Να
περίμενες να μιλήσουμε. Ώρες ατελείωτες. Και να λέγαμε όλα αυτά
που χαθήκανε. Που χαθήκανε στην προσπάθεια. Που χαθήκανε
στο ξημέρωμα. Που τ’ άφησα να χαθούν μέσα στην ανάγκη. Που
τα ’πνιξα μωρά νεογέννητα. Θα ήθελα να ρίξεις μια κλεφτή ματιά
στην οθόνη. Και ανάβοντας το φωτάκι θα ήθελα να ήμουν εκεί. Εκεί.
Ένα ανεπαίσθητο γραμματάκι και να σε περίμενα. Να περίμενα
να μιλήσουμε. Ώρες ανεκπλήρωτες. Και να πούμε όλα αυτά που
σωθήκανε. Που σωθήκανε στην προσπάθεια. Που σωθήκανε στο
ξημέρωμα. Που τ’ άφησα να σωθούν μέσα στην αδιαφορία. Που τα
λάτρεψα γέροντες υπερήλικες. Κουρασμένο μυαλό μοιρασμένο στα
δυο. Νιάτα και γηρατειά. ΡΙ εφηβεία χάθηκε στον δρόμο, χάθηκε
στην προσπάθεια. Έριξα μια κλεφτή ματιά στην οθόνη. Άναψε το
φωτάκι. Έπειτα κενό.
Όνειρα γεμάτα
Όνειρα, όπως τα θες.
ΚΟΚΚΙΝΟ ΣΠΙΤΙ
Γυναίκα είμαι που άφησε μαλλιά να μακραίνουν, αυτά που δίνουν
όγκο στα μυαλά δήθεν να καλύψουν της αμηχανίας την αντίδραση
πως στα Άγια Νερά του Προδρόμου του Βαπτιστή του Σωτήρη,
Μαρία με βάφτισε και όχι Κατερίνα. Και ναι, έργα εκθέτω που δεν
αναζήτησες να δεις· και ναι, είμαι η οικοδέσποινα απόψε και θα
σε ξεναγήσω στα Κόκκινα Σπίτια και στα μαύρα της ψυχής. Όμως
φαγούρα με πιάνε? τρελή στης κεφαλής τη ρίζα, έτοιμη είμαι στον
Πακιστανό να πάω να τα ξυρίσω· μα, μήπως στον κάδο πλυντηρίου
πρέπει να χώσω το κεφάλι και με σκόνη λευκή, αρωματισμένη με
λεβάντα ή με του Αιγαίου τα αρώματα ή με ό,τι άλλο διαθέτετε να
ξεπλύνω τον καταμερισμό της ζωής και να διασφαλίσω πως Κατερίνα
με βαφτίσανε και όχι τελικά αλλιώς.
ΚΑΠΟΥ ΣΤΙΣ ΓΕΙΤΟΝΙΕΣ ΤΗΣ ΣΤΟΥΤΓΚΑΡΔΗΣ
Ξάπλωσα και είδα σύννεφα. Σύννεφα που ο αγέρας τρέφει κατά
βούληση. Και ξάφνου νόμισα πως βρέθηκα ξανά εκεί. Εκεί. Πάνω
στο πλέγμα μιας παιδικής χαράς να δίνω μορφή στα σύννεφα και με
κάποιο τρόπο μαγικό να αγγίζω την ευτυχία. Τότες, δεν αποζητούσα
τίποτα άλλο. Ξάπλα σ’ ένα πλέγμα που σημαδεύει το κορμί και
τον αέρα να δροσίζει υπόκωφα το πρόσωπό μου. Ασυνείδητα και
ανυποψίαστα. Τώρα, αποζητώ την ανεμελιά των χρόνων εκείνων,
όπου νόμιζα πως με την ανάσα του ο αγέρας θα πήγαινε την ψυχή
ψηλά και πως με τη σιωπή του θα με προσγείωνε σε εδάφη γνώριμα,
ονειρεμένα. Δακρύζω, όταν έρχεσαι στον νου. Αντιλαμβάνομαι το
βάθος και, όταν διάβασα το μοίρασμά σου αυτό του πατέρα που
έφυγε, επιβεβαίωσα την αίσθηση πως είσαι ο ένας.
ΑΥΤΑΠΑΤΕΣ
Κάθομαι στη θέση που μου αρμόζει. Στρογγυλό τραπέζι. Μυρωδιά
τσιγάρου και ξινισμένο κρασί. Μοιρασμένα τα χαρτιά. Το φως όσο
πρέπει. Σ’ έχω αντίκρυ. Απόμακρος και σκεφτικός. Βυθισμένος.
Τι συνδυασμούς να κάνεις; Να κερδίσεις; Να κατακτήσεις; Να
απορρίψεις; Να καταρρίψεις; Να ταυτιστείς; Να με αγαπήσεις; Το ρολόι
χτυπά αλύπητα. Ο χρόνος μου τελείωσε. Μια κλεψύδρα πια η ζωή μου.
Τράβηξα χαρτί και έχασα. Σειρά σου. Θα σβήσω το φως φεύγοντας.
ΜΑΝΙΚΙΑ
Να χαθώ έτρεξα σε κρησφύγετο μυστικό. Εκεί στο λιβάδι, μακριά, στη
σκιά της Σκοτεινής, δρόμος με πέρασε από τον Μύλο του Γαμία και
πάνω από γέφυρα ετοιμόρροπη ξύλινη με οδήγησε σε πηγή αθέατη
με νερό και αλάτι, τις πληγές μου να γιάνω. Δείπνο βασιλικό μου
πρόσφερες σε καφενείο χωρικό, αβγό σφιχτό και στραγάλι, μαζί και
κρασί από την καρδιά σου. Εικόνες γνώριμες, γνωστές από τις μνήμες
της νοσταλγίας ή και της επιθυμίας αναδυόμενες. Και εκεί το ρολόι των
κριμάτων μου αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά τού χρόνου, για να ξεχάσει
να μας υπενθυμίζει υστερόβουλα πως αιώνιοι θα είναι οι εφιάλτες.
Η ΚΡΕΜΜΥΔΑΠΟΘΗΚΗ
Θα ήθελα να ήμουν άνθρωπος αποφασιστικός. Χωρίς λόγια τις
αποφάσεις μου να παίρνω. Να κατοικούσα, λέει, στον Ευαγγελισμό,
με σένα μάτια μου, ήρεμα και αγαπημένα. Να ζω και να εργάζομαι, να
τρέφομαι από των χεριών μου τον καρπό, να φροντίζω και φροντίδα
να δέχομαι, και πάνω απ’ όλα να χαίρομαι, με την απόφασή μου αυτή.
Θα τη νοικοκύρευα την αποθήκη, πίστεψά με, στο λέω ειλικρινά,
και ας είναι σήμερα αχούρι. Θα την καθάριζα από κάθε είδους
περιττώματα, θα την άσπριζα με ασβέστη καρδιάς και θα άνοιγα και
ένα παραθύρι στην Ανατολή ή μπορεί στη Δύση —δεν αποφάσισα
ακόμη— μα, με ένα τραπέζι, όμως, μπροστά, μπροστά στο παραθύρι
και έναν πλατύφυλλο βασιλικό, που τόσο σου αρέσει. Χρυσάνθεμα
πολύχρωμα θα είχα στον περίγυρο και μια βουκαμβίλια, φυλαγμένη
από του Βορρά τη χειμωνιάτικη μανία και ένα γεράνι —πως το
παρέλειψα, απορώ; Ένα γεράνι κόκκινο, να φυλάει με τις ρίζες του
της αποθήκης το κλειδί. Και άλλα πολλά θα έκανα, αν το αποφάσιζα.
Και στον απόηχο της ημέρας, όταν όλα θα σώπαιναν, θα σώπαινα
κι εγώ. Για να παρακολουθήσω του ήλιου την πορεία, που πάει και
χάνεται πίσω από της θάλασσας τη γραμμή· για να αναλογιστώ πόσο
στάθηκα τυχερή, που η ζωή μου έγνεψε και μου ’κλείσε το μάτι, και
που ακόμα, όταν θα το αποφάσιζα, να απλώσω το χέρι, θα υπήρχες
εσύ εκεί, μαζί με το γεράνι.
Στον Βασίλη
‘
ΑΠΟΚΑΪΔΙΑ ΗΘΙΚΗΣ (2017)
ΑΝΗΛΙΑΓΕΣ ΦΑΝΦΑΡΕΣ
Επείσακτη η σκέψη που με κατατρέχει
και με πάει και με ταξιδεύει
σε διαβούλια φαντεζί
κρυψιγαμίες εμετικές
σ’ ένα γλέντι
μια πάλλευκη γιορτή.
Πέπλο ανεμίζει νυφικά στον αγέρα
λικνίζεται εριστικά στην πνοή
το ακολουθώ στα σκοτεινά υπόγεια με τις ανυπόφορες μυρωδιές
ματώσανε τα ρουθούνια μου απ’ την υπερβολή.
Επείσακτη και εγώ σ’ αυτή την παράσταση ζωής
λικνίζομαι εριστικά στην πνοή
διαβατικό το πέρασμα στη πολύβουλη φαντασμαγορία
παλινωδώ με μαεστρία
τις αρχές.
Η επηρμένη σκέψη ανήλεα με μαστιγώνει
εξογκώνει την κρυσταλλώδη κρυψίνοια της ψυχής
της δίνει εκτρωματικά μεγέθη.
Πάμπολλες φορές παλούκωσα τούτο το κορμί
μες στις ανήλιαγες φανφάρες της ηθικής
το παλούκωσα
και το κρέμασα από το δοκάρι.
Ως νυχτερίδα πλέον
νοσφίζομαι το σύμπαν.
ΕΞΟΡΚΙΣΜΟΣ
Κληρονομημένες ηθικές
διασταυρωμένες επιρροές
οικογένεια βιβλία ιερές επιταγές
προκαλούν αντανακλαστική συμπεριφορά.
Γοητευτικές οι λέξεις
αλλά κατά βάθος θολές.
Περιδιαβαίνουν την ανάγκη για θεμελίωση
χωρίς ρίζες, δίχως μέλλον
προσκυνούν πηγές αλάνθαστου
προβάλλουν αξιώσεις αλάθητου.
Προσφεύγουν στην τιμωρία.
Διαποτισμένες από μύθους και εξοικειωμένες θρησκείες
παρεκκλίνουν στην καθολικότητα. Στο Απόλυτο.
Αντιφατικά αποκρυσταλλώνουν εντυπώσεις
διαπλεκόμενων προβλημάτων που βίωσα από νωρίς
άργησα όμως πολύ να καταλάβω.
Οι δίκες των μαγισσών πάντα καταλήγουν στην ομολογία
ή στον εξορκισμό.
Στην απαρχή δεν επιστρέφουν.
Ένας μονόδρομος είναι.
ΔΩΡΟ ΣΠΕΡΜΑΤΙΚΟ
Υπέρτατο δώρο
εναρκτήριο και σπερματικό
αγγελιοφόρος μιας νέας γης
ενός νέου ναού
αντικαθιστά τα φωνήεντα
την αναπνοή
εγκαθιδρύει τη σιωπή.
Το άστρο μου το καλό είναι ιδιότροπο στη σήμερον ημέρα
ανταποκρίνεται σε μια βαθειά εσχατολογική προσμονή.
Ο μύθος της ατομικής αντίστασης
μοναχική και παλλόμενη λεπίδα
προσδίδει στο λυκόφως
ανθρώπινη μεγαλειότητα.
Τότε που γεννήθηκε η επαναστατική μου προσδοκία
η ρύπανση της πολιτικής μού μαύρισε το μάτι.
Με κατέστησε ανίκανη
να κοιτώ κατάματα.
Μαύρος ήλιος
της διαύγειας.
Όμως δολοφόνησα τη σκέψη
ενώ έψαχνα τις λέξεις.
Με πιάνουν ρίγη νοσταλγίας
στη φυλακή του σαλονιού μου
όταν ξάφνου τα χελιδόνια
ταράζουν το σούρουπο.
ΠΟΥΤΑΝΑ ΑΘΗΝΑ
Μια αυτοκρατορία είμαι
μια καθημερινή Ιστορία
που πιέζει με το βάρος της
την απέραντη γη και τους μικρούς ανθρώπους.
Στριμώχτηκα
ανάμεσα σε πλούτη
κυκλοφοριακά φρακαρίσματα
κατάφορτη από διακοσμήσεις
καθήκοντα
πολύπλοκη σε μηχανισμούς
παλλακίδα σε ιεραρχίες
πρησμένη
τσιτωμένη
κατάκοπη
βαριά.
Πουτάνα Αθήνα.
ΝΙΚΗ ΣΤΙΣ ΕΘΝΙΚΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ
Βεγγαλικά ξεσκίζουν σωθικά.
Αέρας αποπνικτικά γεμάτος.
Αλαλαγμοί ιαχές θριαμβολογίες.
Σημαίες κυματίζουν στα στήθη.
Το ματωμένο μου πανωφόρι το πέταξα χάμω.
Το τσαλαπάτησα στο πεζοδρόμιο.
Τα μάτια μου, κιούπια δακρυγόνων, υπερχείλισαν από την αναμονή.
Δάχτυλο σκάλωσε στη σκανδάλη
ή στην ασφάλεια μιας εισόδου πολυκατοικίας.
Τα κτήρια γύρω καταρρέουν στο μυαλό
το ίδιο και η ελπίδα της ανατροπής.
Σηκώθηκα
ξεσκόνισα τη μνήμη
ίσιωσα την πλουμιστή αισιοδοξία
και πιάστηκα από τον ώμο του διπλανού μου.
Ξεκίνησε ο χορός της υποταγής.
ΕΡΠΕΤΑ
Νοικοκυραίοι
παχύσαρκα ερπετά
κάλπικα προσανατολισμένοι.
Μέσα στα ματωμένα λάφυρα
αιώνων και αιώνων πουλημένης Ιστορίας
επιβλέπετε από το μπαλκόνι της αστικής σας κατοικίας
το γόνο της γενιάς σας
να μεταφέρει άσκοπα
την πλαδαρή του κληρονομιά.
ΔΥΣΤΡΟΠΙΑ
Αριστερόστροφοι γύπες
μπήξαν στο συκώτι μου μια δαιμονική τρίαινα
πλειάδες οι αμέτοχοι
μια κοσμική ανθρώπινη ώσμωση
παρακολουθεί το διαφαινόμενο.
Τυφλά και μονότροπα
υποτάχθηκα
διαβουκολώ
κατά την ολοκληρωτική αφαίμαξη
μένω άλυτη
μολεύω
γαγγραινιάζω
οδηγώ νομοτελειακά το πλήθος σε θάνατο.
Ασαφές ποια ακριβώς στιγμή άρχισε η δυστροπία.
ΣΚΥΛΕΥΣΗ
Φυγόκεντρες τάσεις
μπόλιασαν DNA με αντιδραστικότητα και οργή.
Στηλίτευσαν την αδυναμία των προσφύγων
να επιλέξουν δρόμο διαφυγής.
Όμηροι ανεδαφικών περιορισμών
όμηροι μιας πολιτικής κάστας
υπόλογοι
είδαν τον «βαλκανικό διάδρομο»
να φράζεται ολοένα.
Η ασύδοτη οικονομία χωρίς ήθος
η σύμπραξη με στρατιωτικά καθεστώτα και θεοκρατικές μοναρχίες
κατάσχεσε τα πολύτιμα αγαθά των προσφύγων.
Ως ενέχυρο
της ύπαρξής τους.
Υπόδικοι σε σύνθετο πεδίο σύγκρουσης
με την Ευρώπη που πέταξε
την ανθρωπιά στη θάλασσα μετέτρεψε
δάνεια εφήμερης συμβίωσης σε αγώνα επιβίωσης
που σκυλεύει απερίσκεπτα
νεκρούς
επιζώντες.
ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΕΣ
Ρασοφόροι προσκυνητές παχύσαρκοι επιβιβάστηκαν
σε όχημα υψηλών προδιαγραφών σέρνουν
σωσίβια καλοπέρασης σε διαδρόμους μισαλλοδοξίας.
Στοίβαξαν κρεάτινα σωσίβια πάνω στην πλαδαρή τους ματαιοδοξία.
Και αυτά στις παραλίες; Μπας και δεν είναι κομμάτι του εαυτού τους;
Κραυγές βγάζουν άναρθρες
για μοναχές και απόρθητες πατρίδες
με πράξεις αλληλέγγυες καλύπτουν
την πολύ σύντομη τους εφημερία.
Δεν ξέρω για Αλλάχ ή για Θεό
ή για του Βουδισμού το δόγμα
μα ξέρω για μεγαλοσύνη και αγάπη και ανθρωπισμό
λέξεις μικρές με μεγάλη σημασία
ξέρω και την Ιστορία ενός Θεανθρώπου
που τη ζωή του δε λογάριασε
μα αιώνες τώρα
το κακό εξόρκιζε
για τον Άνθρωπο
που τον συνάνθρωπό του
ως κόρη οφθαλμού
μέλει να προσέχει.
Ο ΠΡΟΣΦΥΓΑΣ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ
Στο αμπάρι ενός σαπιοκάραβου είναι στοιβαγμένη η ελπίδα μου.
Στρίμωξα τη ζωή μου ανάμεσα σε νεκροζώντανα κουφάρια.
έχω κλειστοφοβία -σας το ’πα;
Τα σωσίβια φωσφορίζουν μέσα στη νεκρική μαυρίλα.
Το κρύο διαπερνά τα σωθικά μου.
Με κάθε κυμάτισμά
αγίασμα στα πνευμόνια μου το θαλασσινό νερό.
φοβάμαι το σκοτάδι -σας το ’πα;
και το κρύο και το νερό και τα μεγάλα ψάρια.
Υποθήκευσα τη ζωή μου.
Αποθήκευσα την ψυχή μου σε αιγαιοπελαγίτικο φέρετρο.
Πλήρωσα πλήρωσα πλήρωσα.
Χρήματα οικογένεια πατρίδα αξιοπρέπεια.
Σε ποιο χρηματιστήριο ανθρωπιάς να αναζητήσω την τιμή μου;
Αγκίστρωσα τον αγκώνα μου σ’ ένα απομεινάρι του ναυαγίου
μπορεί όμως και στο πτώμα της συντρόφου μου.
Δεν ξέρω.
Δεν κοίταξα.
Δεν θυμάμαι.
φοβάμαι και το θάνατο -σας το ’πα;
ΑΝΑΚΥΚΛΩΣΗ
Μέταλλο χαρτί πλαστικό γυαλί.
Όλα ανακυκλώνονται.
Συντρέχουν λόγοι σοβαροί
στην εφήμερη μας καλοπέραση
να υπάρχουνε να εξυπηρετούνε να επιβεβαιώνουνε
τη μικρή μας τη ζωή.
Μα με εκείνα δεν ξέρω τι θα γίνει
που είναι άπιαστα και άυλα στα χέρια αυτού του χρόνου.
Γνώση πεποιθήσεις πίστες ιδεώδη
αλλά και οι έρωτες και οι θάνατοι
ανακυκλώνονται και αυτοί;
Μην παριστάνεις την ανόητη
στα χέρια των αρχόντων
όλα ανακυκλώνονται
σαν πάρεις εσύ όμως την απόφαση
και ωσάν εσύ τις μνήμες απορρίψεις.
Ο ΗΡΩΑΣ ΜΟΥ
Ήρωάς μου ένας ρακοσυλλέκτης
που σε κάδους απορριμμάτων και σε χωματερές
ψάχνει να βρει το δικό του «καθ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση».
Επίμονος συλλέκτης ανθρωπίνων εμπειριών εξορύσσει
έναν και μοναδικό θησαυρό. Τη λήθη.
Ένα κακό που κρυφοκοιτάζει διαρκώς
που συντρίβει περιεχόμενο και μορφή
ένας δάγκειος πυρετός
που νεκρωμένες αισθήσεις αποσυνθέτει.
Μα μόνο στα σαθρά χώματα
μόνο στα σάπια υποκατάστατα του ανθρώπου.
Ο ήρωάς μου ανηφορικούς δρόμους κακοτράχαλους ακολουθεί
γεμίζει καθημερινά με ανθρώπινες ιστορίες την πρέσα
να καθαρίσει το θυμικό από περισσεύματα
να καθαρίσει η μνήμη από περιττώματα
για να αλαφρύνει το μυαλό
για να είναι ελαφρύς ο ύπνος.
Στον Βασίλη
.
ΣΚΕΨΕΙΣ (2013)
Καλααζάρ
Τα μάτια μου μέσα από γκρίζες πηχτές βλέννες
αντικρίζουν τον κόσμο ανάποδα.
Το καλααζάρ μου κατατρώει τα σωθικά.
Το κορμί μου κάτω από το μαδημένο τρίχωμα
τόπους τόπους φωλιά παρασίτων έγινε.
Μου ρουφούνε το αίμα.
Κουράστηκα. Άδειασα. Γέρασα.
Οι πατούσες μου κοντέρ πιστό στη ζωή
προσμετρά χιλιόμετρα και χιλιόμετρα νυχτερινής αλητείας.
Αγέλαστη η μουσούδα μου οσφραίνεται
και σαλιώνει παλάμες τυχαίων περαστικών.
Μερικές φορές γρυλλίζω από αγαλλίαση
όταν χέρι συμπόνιας μου χαϊδεύει το πηγούνι.
Μα θυμώνω όταν η συμπόνια γίνεται απορία
και με σίχαμα του τολμήματος
μου στερεί το χάδι.
Όταν οίστρος βαθύς και ανεξέλεγκτος με ζευγάρωσε κάποτε
έσπειρα ομοιώματα της ράτσας μου στον δρόμο
και εσύ που μύριζες τα σκέλια
σπαρτάρισες πανευτυχής που έλαχε σε σένα η διαιώνιση της τύχης.
Από τότε πέρασαν χρόνια ή και αιώνες αναζήτησης.
Όμως χτες βρήκα στο κάδο των ανομημάτων μου ένα κοκαλάκι να γλείψω
και τσακώθηκα άγρια μαζί σου,
που θέλησα να το καταχωρήσω στη σκυλίσια συλλογή μου.
Μα και που με υπερβάλλοντα ζήλο από τα δόντια σου το άρπαξα,
τι έγινε;
Άλλο ένα με σήψη αμπαλαρισμένο γεγονός.
Αλυσοδεμένη Προμηθέας
Από τον αδειανό χώρο της μοναχικότητας και την ασφάλεια της φωλιάς μου
πίνω το πικρό ποτήρι της χαράς και της οδύνης.
Μία σπίθα πίστης με οδηγεί
και με φέρνει αντιμέτωπη με τον εφησυχασμό.
Η εμετική θαλπωρή ενός σπιτιού,
μεγαλοφυής σαν σύλληψη και σαν δημιούργημα
με αποτραβά στο περιθώριο των πραγμάτων.
Ξιπασμένη αναφορά σε κείνα και σε μένα
στοιχειώνουν την διάρκεια των ημερών
στοιχειώνουν το κουβάρι της λαθεμένης μου ζωής
Ανάμεσα σε μένα και σε κείνα
αμέτρητα χρόνια,
μη προσπελάσιμα.
Χρόνια κατάμεστα από οσφρήσεις θεών παθόντων.
Αλυσοδεμένη Προμηθέας,
άδραξα τον κατακερματισμό της αθωότητας
και απαιτώ να χριστώ Αθάνατη.
Απαιτώ να χριστώ Διαφθορά.
Δίχως ανάσα, τέρψη και ψυχή
να κορεστώ στα χρώματα του σύμπαντος
και να αποχαυνωθώ
σε ύπνους αιωνίων αστεριών και αθάνατων αστερισμών.
Βερολίνο
Κρατώντας τον κόκκινο δίσκο στα χέρια
καβαλίκεψα το στρογγυλό μαύρο ησυχαστήριο
και επιδόθηκα στη μελέτη της περιστροφής και του κόσμου γύρω του.
Τρύπες στ’ αυτιά
ιστοί στους αγκώνες
αστέρια σε λαιμούς, κεφάλια και τριχωτές μασχάλες
καρφιά πατόκορφα,
μαζοχισμός και πίκρα για επιβολή και αναγνώριση.
0 κόσμος στροβιλίζεται ανένδοτος.
Η εισβολή μιας ψιλής ξανθιάς με ξεθωριασμένα μάτια
και άρεια παιδιά,
μου αποκρύπτει την αποτρόπαια θέα.
Μια γριά παραμορφωμένη από τα απανωτά οξυζενέ
πασαλείβει με ροζ μπογιά τις ρυτίδες της,
μεταλλαγμένη, παραδομένη
μ’ αρπάζει
-απολωλός
με την λεπίδα και με εναποθέτει
θυσία
στη μεταλλική στρογγυλή υποδοχή.
Και εκεί ορθά στέκομαι όρθια
και αναμένω το μοιραίο
να φωσφορίσω μες στην αναλαμπή
να μη χάσει ο τεμαχισμός την ιεροτελεστία του.
Η παρέα της Τετάρτης
Οι μελανιές πάνω στο κορμί μου
συνομιλούν με την απάθεια
μαρτυρούν την επιθετικότητα της συνεύρεσης και της μοναξιάς.
Τα χείλη μου πρησμένα από την αλμύρα των δακρύων
σκισμένα από πόθο
μάχονται να επιβεβαιώσουν την θαλπωρή της νύχτας.
Της ανεμελιάς την νιότη αποζητώντας
περιπλανώνται θολωμένα από σκέψεις
σε παρόν και παρελθόν.
Μα τα βήματα τους
-ατίθασα εκ φύσεως-
όλο κύκλους κάνουνε
και με μάτι απόκρυφο πια,
εστιάζουν σε ένα και μόνο σημείο.
Πως ατίθασα και πάλι θα ήθελαν να ξανάρχιζαν
τα δεδομένα ανατρέποντας
να μην είναι μόνο η παρέα της Τετάρτης.
Ατέρμων κοχλίας
Σκαρφάλωσα ψηλά
να αγγίξω τα ακροπύργια του ουρανού.
Πέπλα ομίχλης άπλωσε μεγαλόψυχα γύρω μου
ως καλωσόρισμα,
να θολώσει η βούληση, να χαθεί η ματιά, να αναδυθεί η μυρωδιά.
Στριφογυρίζω ατέρμων κοχλίας.
Προσέγγιση
απομάκρυνση
ένα μαγνητικό πεδίο.
Πολλαπλασιασμός
διαίρεση
έγινα πολλοί.
Ανεπαίσθητη η αέναη κίνηση.
Ρίχνω λοιπόν το ρίσκο πανωφόρι πάνω μου
και αγκαλιάζω της Κλωθώς την αβεβαιότητα.
Στοιχημάτισα να δεσμευτώ με το νήμα
για να διασφαλίσω την ακρωδυνία μου.
Και έτσι μοιραία,
ως ακροκέραμο του σύμπαντος
συνεχώς με σφυρηλατώ.
Αμπαλάζ
Μεγαθήρια υψώνονται στις ερημιές των τοπίων
αμπαλάρανε την ακόρεστη ματαιοδοξία των ιδιοκτητών τους
με περίσσια φιλαρέσκεια.
Την εποχή της δόξας
ύψωσαν το ανάστημα τους
συνομίλησαν με ουρανό και γη
πιστεύοντας πως αιώνια θα ζήσουνε
πως αυτά ο χρόνος δεν τα αγγίζει.
Στη δύση του ηλίου όμως δεν τους δόθηκε καθρέφτης
να θωρήσουνε την κατάντια
και να νιώσουν στο σκυρόδεμα τους την φθορά
να καταγράψουν το απόφθεγμα των καιρών
πως περίτρανα μεγέθη στη ζωή δεν υπάρχουνε
πως παράταιρα φαντάζουν στις εξοχές των χρωμάτων.
Πως μόνο τα όνειρα έχουν διάρκεια στους χρόνους
και τρέφουν την ζωή
και όχι οι σύντομες ζωές των θνητών αυτά.
Γιρλάντα πολύχρωμη
Γιρλάντα πολύχρωμη η ζωή
γυαλίζει στο φως μιας λάμπας θυέλλης
μπλεγμένη
σε κύκλους και κύκλους και κύκλους
μπλεγμένη σε πλεξούδα ξανθιάς νεράιδας ξελογιάστρας.
Ζωδιακός κύκλος ο κάθε μήνας
μέρος μιας εποχής
κάθε κύκλος και τεμάχιο ζωής
μπλεγμένος σε αραχνοΰφαντο εργόχειρο γιαγιάς
πέπλο φυλακισμένο σε παραδοσιακό αργαλειό
που υφαίνει και υφαίνει
και που δεν σταματά.
Άραχλη η μνήμη
σβούρα απελπισίας η προσπάθεια να ξεμπλεχτώ
κάθε προσπάθεια και μεγαλύτερη βουτιά στον ιστό
βουτιά σ’ ένα ιδιόχειρο κατασκεύασμα ασφυκτικό.
Λευκό κουκούλι με περικλείει.
Ένα αριστούργημα.
Ένα έργο τέχνης.
Καθρέφτης
Κουρασμένη η ραχοκοκαλιά
σέρνει ένα πόδι μαζί της.
Κουρασμένος ο αυχένας
ο ώμος δεν υπακούει πια.
Κουρασμένο μυαλό
σέρνει τα όνειρα στο πεζοδρόμιο.
Κουρασμένη η καρδιά
εκβιαστικά αποζητά την επιβεβαίωση.
Κουράστηκε και η ματιά
να αντικρίζει το υγρό βλέμμα στον καθρέφτη και να με κοροϊδεύει.
Μεταμόρφωση
Όταν η ζωή μου πάψει να είναι ανδραγαθίες και αυτοθυσίες και υπερβάσεις.
Όταν πάψει να αναζητά ηρωικά έπη με ηρωικούς πρωταγωνιστές.
Όταν με μοναδικό οδηγό την νοσταλγία πάψει να περιγελά τα όνειρα μου
θα με φάει το μαύρο σκοτάδι
θα πάψουν οι σκέψεις
θα χαθώ στη μέθη.
Τότε
είπα θα λυτρωθώ
και θα γελάσω με το φως
θα συναισθανθώ την διαύγεια
θα μεταμορφωθώ καφκακικώς σε άπειρο
θα ονειροπολήσω την αιωνιότητα
και θα αγαπήσω την αλήθεια.
Η ώρα είναι τρεις
Κείτομαι σ’ ένα βαθύ πηγάδι
-υγρή ταφόπλακα.
Με τιμωρήσανε για την ελευθερία που διεκδίκησα
-δεν αντιστάθηκα.
Στην πυρά την μάγισσα!
Ατενίζοντας το απέραντο γαλάζιο του ουρανού
αισθάνομαι να πλησιάζει η ώρα της κορύφωσης.
Ξέρω πως πλησιάζοντας με ο ήλιος, θα με πυρακτώσει.
Ως παράσιτο που είμαι,
νιώθω πως θα με κάψει, θα με λιώσει.
Η σάρκα μου μπροστά του μειδιάζει
δεν φοβάμαι την στιγμή της εξάλειψης
θα πονέσω άλλωστε,
μα θα μυρίζω ως την ύστατη στιγμή.
Οι σκιές αλλάξανε μορφή, υπόσταση
πλησιάζουν μειλίχια.
Τα μάγουλα μου φλογάτα λειώνουνε
τα μάτια μου τυφλωθήκανε
δεν μπορώ να συγκρατήσω τα υγρά των χειλιών μου
τα πόδια μου πυρποληθήκανε και καίγονται.
Η σκέψη μου φωτίστηκε.
Η ώρα είναι τρεις.
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
ΛΕΥΚΟΙ ΝΑΝΟΙ (2022)
ΕΥΣΤΑΘΙΑ ΔΗΜΟΥ
LITERATURE.GR 26/11/2022
Το απλόχερο και απλόχωρο άνοιγμα του ποιητικού λόγου
Η τελευταία ποιητική συλλογή της Κατερίνας Λιάτζουρα συστήνεται με έναν τίτλο, Λευκοί νάνοι, που δημιουργεί ευθείες και εύστοχες αναλογίες με την παραμυθιακή αφήγηση και πράξη, παράλληλα όμως διαμορφώνει και ένα παιγνιώδες κλίμα, μια διάθεση διαφορετική από αυτήν που μπορεί να δημιουργούν οι διφορούμενοι ή δίσημοι τίτλοι άλλων ποιητικών συλλογών. Πρόκειται για ένα βιβλίο το οποίο, σε μορφολογικό τουλάχιστον επίπεδο, κινείται μέσα στην πρωτοπορία, υιοθετεί δηλαδή σχήματα και σχηματοποιήσεις που απέχουν όχι μόνο από την παραδοσιακή στιχουργία, αλλά ακόμα και από τον ελεύθερο στίχο, όπως αυτός διαμορφώθηκε και υπηρετήθηκε τα τελευταία χρόνια από τους βασικότερους εκπροσώπους του. Για την ακρίβεια, το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου αποτελείται από ένα μακροσκελές ποίημα το οποίο εξελίσσεται σπονδυλωτά, διαθέτει δηλαδή διακριτούς αρμούς μεταξύ των επιμέρους μικρότερων κομματιών που συνθέτουν συνολικά την ποιητική αυτή έκθεση ή αφήγηση. Η επιλογή αυτή έρχεται σε άκρα αντίθεση με τη σύγχρονη ποιητική πράξη και πρακτική που προκρίνει τα μικρότερα ποιητικά σχήματα, δίνει δηλαδή ιδιαίτερη έμφαση στη σύντομη, πυρηνική, εκρηκτική ποιητική έκφραση η οποία επιχειρεί να συμπυκνώσει το μέγιστο στην μικρότερη δυνατή λεκτική αποτύπωση. Η Λιάτζουρα, αντίθετα, επιλέγει τον μακρόσυρτο ποιητικό λόγο ο οποίος όμως ούτε περισσεύει, ούτε εκτείνεται σε περιοχές δύσβατες και δυσπρόσιτες. Αντίθετα, διατηρεί πάντα την εξάρτησή του από το κέντρο και τον πυρήνα της ιδέας που κινεί το έργο και που έγκειται βασικά στην ενδοσκόπηση και την αυτοέκθεση, στην προσέγγιση του εαυτού όπως αυτός υπάρχει και διαμορφώνεται μέσα από τις συνθήκες, όπως τοποθετείται μέσα σε έναν κόσμο που αλλάζει και, ταυτόχρονα, μένει πάντα ίδιος.
Θα μπορούσε κανείς να εντοπίσει μια εγγύτητα στην μονολογική θεατρική έκφραση, τον εναγκαλισμό δηλαδή μεθόδων και πρακτικών από τη δραματική τέχνη του μονολόγου και, μάλιστα, του χειμαρρώδους μονολόγου που συμπαρασέρνει τον αναγνώστη σε μιαν απολαυστική εμπειρία ανακάλυψης και περιήγησης στο βαθύτερο «εγώ» μια καλλιτέχνιδος που επιχειρεί να οικοδομήσει τον εαυτό της και μαζί με αυτόν να οικοδομήσει και το ποίημα. Η στόχευση αυτή αποκτά ιδιαίτερη αξία και σημασία αν αναλογιστεί κανείς ότι, τελικά, η δημιουργός ταυτίζεται με το έργο της, ότι δηλαδή του προσδίδει το σώμα των σκέψεων και των στοχασμών της. Είναι μια βαθιά και υψηλή αντίληψη για την τέχνη αυτή που την ατενίζει και την αντιμετωπίζει σαν την μόνη οδό για να μπορέσει ο άνθρωπος να κατακτήσει την αυτογνωσία και, κατά κάποιον τρόπο, να (ανα)γεννηθεί, να αναπλάσει την παρουσία του μέσα στον κόσμο και μέσα στην τέχνη η οποία καταλήγει να αποτελέσει όχι μόνο το εργαλείο, αλλά και την ίδια την υπόσταση του ανθρώπου. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο πολύ συχνά το ποίημα της Λιάτζουρα δίνει την αίσθηση μιας διαδρομής και μιας πορείας που πραγματοποιείται με όρους σχεδόν βιβλικούς, θυμίζει δηλαδή σε μεγάλο βαθμό τις κοσμογεννητικές θεωρήσεις και αποτυπώσεις όπως αυτές εκφράστηκαν παλαιότερα μέσα στις διάφορες ποιητικές και μη διηγήσεις. Η διαδρομή μάλιστα αυτή που μοιάζει να πραγματοποιείται μέσα στον χρόνο παρουσιάζει ρωγμές και στιγμές ακινησίας μέσα στις οποίες η ποιήτρια εναποθέτει την κριτική της αποτίμηση για τις συνθήκες που προσδιόρισαν τη ζωής της και την ίδια, συνθέτοντας ουσιαστικά ένα μονολογικό σχόλιο, μια μονολογική κατάθεση που έχει βέβαια τον χαρακτήρα εξομολόγησης, απέχει όμως πολύ από το προσωπικό, το ατομικό, το προσδιορισμένο και εξακτινώνεται στον χώρο του ανθρώπινου βίου για να καταδείξει τη συνθετότητα και την πολυπλοκότητά του, πολλές φορές όμως για να αποκαλύψει τα πάθη και τις παθογένειες του: και γω!/ ένα δίποδο θηλαστικό/ όρθιο και λογικό/ να διασκορπίζομαι/ σε πρόσκαιρες απολαύσεις·/ και να επιχειρώ/ ΕΓΩ·/ ένα δίποδο θηλαστικό/ όρθιο και λογικό/ καίριο άλμα/ προς την πίστη/ την κακή·/ μα χρεοκόπησαν οι ηθικές/ κρυσταλλώθηκε το δίλημμα/ στη δυνατότητα στο μέλλον/ που διαρκώς εξελίσσεται/ που συνεχώς μετατίθεται/ στο βάρος στην ευθύνη/ στην ψευδαίσθηση/ πώς θα ξεφύγω από;
Η Λιάτζουρα αναζητά το στίγμα της και μαζί με αυτό αναζητά και το στίγμα του ανθρώπου μέσα στη συγχρονία και τη διαχρονία. Σταθμεύει σε στιγμές, σε πρόσωπα, σε λογοτεχνικές μορφές, σε πάγιες και παγιωμένες αντιλήψεις για να αναλογιστεί τη σημασία τους, κυρίως όμως για να σταθμίσει την επενέργειά τους στον τρόπο με τον οποίο συνετέθη το πρόσωπό της. Αυτό που κυρίως την απασχολεί είναι η αλήθεια και το ποσοστό με το οποίο αυτή μετέχει στη σύνθεση της φυσιογνωμίας και της μορφής της. Από αυτήν ακριβώς τη βούληση προκύπτει ο αιχμηρός πολλές φορές τόνος της ποίησής της, η ειρωνεία και ο σαρκασμός, κυρίως όμως η καθαρότητα του λόγου της, ακόμα και στις περιπτώσεις εκείνες που η ποιήτρια μετέρχεται διάφορα εκφραστικά σχήματα που, φαινομενικά, καθιστούν πιο δύσκολη την πρόσληψη και την αποκρυπτογράφηση του νοήματος. Το χαρακτηριστικότερο όμως στοιχείο της ποίησης και της ποιητικής της δεν έγκειται τόσο στην καλλιέργεια ενός λόγου διαπεραστικού, θαρραλέου και τολμηρού, όσο στην ισορροπία που επιτυγχάνεται ανάμεσα στην αγωνία που εμποτίζει την ποιητική σκέψη, αφόρμηση και αφορμή και στην ψυχραιμία με την οποία η ποιήτρια αποκαλύπτει τη δίνη μέσα στην οποία μοιάζει να είναι βυθισμένη η ανθρώπινη ύπαρξη. Από αυτήν την άποψη η συγκεκριμένη απόπειρα προσφέρεται για τη μελέτη του τρόπου με τον οποίο μπορεί και πρέπει σε ένα έργο να συνυπάρχει και να συλλειτουργεί ένα θυμικό πλούσιο και φορτισμένο με την εκλογίκευση και την ορθολογική προσέγγιση που απαιτεί, αφ’ εαυτής, η λογοτεχνική δημιουργία. Έτσι, ενώ δίνεται η εντύπωση ότι η ποιήτρια αφήνεται να κυριαρχηθεί από την ένταση του προβληματισμού της, από το βάρος της ματαίωσης και της απογοήτευσης που δοκιμάζει, στην πραγματικότητα η εντύπωση αυτή είναι μάλλον επιφανειακή. Γιατί στον βυθό και το βάθος του ποιήματος μπορεί κανείς να διακρίνει ένα καθαρό βλέμμα που αντικρίζει τη ζωή, την ύπαρξη και τον κόσμο στις διαστάσεις που έχει προσλάβει, σε όλη του τη μόνωση και τη μοναξιά, σε όλη του την παραδοξότητα και την αντιφατικότητα που έρχεται μπροστά στα μάτια του καλλιτέχνη ως ερέθισμα, ως έμπνευση, ως πηγή μιας ποίησης που μεταπλάθει με όρους αισθητικούς μια πραγματικότητα και μια συνθήκη που όλοι αντιλαμβάνονται, χωρίς ενδεχομένως να μπορούν να περιγράψουν, να αφηγηθούν, να ερμηνεύσουν. Ταυτόχρονα, όμως, με πρώτη ύλη την πραγματικότητα αυτή, εργάζεται για τη νέα, την παράπλευρη και παράλληλη πραγματικότητα της ποίησης η οποία έρχεται κριτικά, σχολιαστικά, συμπληρωματικά και ωραιοποιητικά στο μέτρο και στο βαθμό που επαγγέλλεται, υπόσχεται και αγωνίζεται για το ωραίο.
.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΘΗΒΑΙΟΣ
FRACTAL 14/02/2023
Σε ένα φύλλο Τριφυλλιού
Φαντάσου ένα ποίημα που προσπαθεί να χωρέσει εντός του μηχανισμούς ολόκληρους. Μηχανισμούς του σύμπαντος, της καταστροφής, της γέννησης των άστρων και της συνομοταξίας των πραγμάτων, λευκούς νάνους και την συστηματική κατάταξη των ειδών. Τραβάει κατά τον δρόμο της Συνειδητοποίησης, περνά τις βαθμίδες που ξεχωρίζουν στο μεγάλο και ατέλειωτο έργο της ανθρωπότητας, ξεκινάει από το τίποτε για να καταλήξει στην ανυπαρξία που μετριέται με όρους χθαμαλής, ατόφιας ζωής. Φαντάσου ένα ποίημα, με το επιχείρημα της ανθρωπιάς ακέραιο να επικρατεί όπως στην πρόζα της Κατερίνας Λιάτζουρα που αναλαμβάνει την βρώμικη δουλειά να αφηγηθεί από την αρχή την ιστορία αυτού εδώ του κόσμου. Στίχοι εκ περιουσίας, κατά το σεφερικό, ένας χώρος για να συναντιέται η αίσθηση με την ανθρώπινη μαρτυρία. Φαντάσου ένα ποίημα που ταξιδεύει με ατέλειωτες στροφές, κατά την φορά μιας σπείρας, διαψεύδοντας κάθε παραδεκτή ως τώρα τροχιά. Κάτι σαν τον Φελίξ Τουρνασόν Ναντάρ , τον διάσημο, Γάλλο φωτογράφο που επιστρατεύει ο Ιούλιος Βερν όσο κρατά ένα ταξίδι από την γη ως την σελήνη. Ετούτο το ποίημα δεν δίνει απαντήσεις και δεν κρατά κλειδιά. Όλος ο κόσμος με έναν σπασμό γεννιέται και πεθαίνει σε αυτήν την αδιάκοπη ανάγνωση που επιβάλλει ως ρυθμό το ίδιο το ποίημα.
Οι Λευκοί Νάνοι της Κατερίνας Λιάτζουρα κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Βακχικόν. Ακόμη μία έκδοση από τον δραστήριο, εκδοτικό οίκο ως επαλήθευση της αφοσιωμένης πρακτικής στην νέα, ελληνική γραφή. «Αποκαΐδια Ηθικής» και «Η Κρεμμυδαποθήκη» προηγούνται των Νάνων που μαζί με τις Σκέψεις από τις εκδόσεις Manifesto και το πεζό «Οι δώδεκα Φρίκες των Χριστουγέννων και μια παράλειψη» διαμορφώνουν το έργο της δημιουργού. Οι κριτικές, η αρθρογραφία της σε περιοδικά, έντυπα και ηλεκτρονικά, συνιστούν μια άλλη παράλληλη διαδρομή για την Κ. Λιάτζουρα. Μπορεί κανείς να ανιχνεύσει την σπουδή, ένα είδος τρόπου συστηματικού με τον οποίο η ποιήτρια αμφιβάλλει, αποτιμά, θερμομετρεί την ύπαρξη για να νιώσει την ελπίδα ή ακόμη ένα είδος αμφιβολίας, ολότελα ελεύθερο από κάθε αυτοσυγκράτηση, προικισμένο με την βαθμιαία ένταση ενός στροβίλου ή του ίδιου του Κάδιθ που χάνει και κερδίζει τον εαυτό του, σαν να μιλούμε για την κουρασμένη χορεύτρια του Γκαλδός.
Στις παραπομπές που περιλαμβάνονται στην έκδοση, η Κατερίνα μας αποκαλύπτει πτυχές του έργου της. Η αναπαράσταση του κόσμου κατακτημένη ήδη πεντακόσια σχεδόν χρόνια πριν, μοιάζει με επανάληψη που διδάσκεται στην ανθρωπότητα. Υπέρ της επιχειρηματολογούν η σταθερή εις τους αιώνες αναλογία, η καταγραφή της χλωρίδας και της πανίδας στα ιερά κατάστιχα των βράχων, στα ύφαλα της πέτρας, στο καλειδοσκόπιο του χρόνου. Με αυτήν την μελαγχολία, του συντελεσμένου και του τεκμαρτού καλείται να παλέψει ο αναγνώστης των Λευκών Νάνων. Θα πρέπει να αγωνιστεί για να βρει τον εσωτερικό ρυθμό του έργου, να μοιραστεί την αποφασιστικότητά του. Θα πρέπει να παλέψει με το υπονοημένο, αρχέγονο σκοπό όσο η γλώσσα πλάθει ατμόσφαιρες στο γύρισμα των στροφών της καινούριας, ποιητικής εργασίας που φέρνουν στο προσκήνιο οι εκδόσεις Βακχικόν.
Είναι ο βόμβος των μελισσών, ένας σταθερός μονόλογος. Με αυτόν τον όρο μπορεί κανείς να περιγράψει ετούτο το ποίημα που γράφεται στο όνομα της αιωνιότητας Η τελευταία, όσα και αν χάσει από τα πέπλα της, παραμένει πεδίο ιδανικό για τους ποιητές και τους ρήτορες. Η Κατερίνα Λιάτζουρα εξισορροπεί το κοσμικό στοιχείο με την αίσθηση, αρνείται τον θετικισμό και τους θεούς, φωτίζει τις ποιότητες των στόχων που βάζουμε εμπρός μας προτού στροβιλιστούμε στην ζάλη αλλόκοτων θαυμάτων και ειπωμένων θεωριών, γυρεύοντας να νιώσουμε λογικά ετούτο το ανυπολόγιστα ισχυρό φορτίο της ζωής. Αγαπώ, συγκρίνω, κρίνω, εγκαθιστώ λέει κάποιο σπάραγμα παλαμικό, πνιγμένο εδώ και αιώνες στα νερά του Ληθαίου. Ετούτη είναι η διαδρομή της ποιήτριας. Δεν αλλάζει ένδυμα στα ζητούμενο της γραφής της και ολοένα και περισσότερο, κάθε μέρα, κάθε ώρα οι χαμένες γλώσσες και οι παραστάσεις του κόσμου επιστρέφουν σαν να πρόκειται για κάποιο είδος έρωτα που έφυγε και τώρα επιστρέφει. Είναι ορμητικές, γεμάτες από την μνήμη των ματιών του Γιώργου Χειμωνά, τρέμουν τον άνεμο του καιρού που τις σαρώνει. Στο τέλος αντέχουν, μα υπόκεινται πια στην τρομερή οικονομία των Λευκών Νάνων. Οι περούκες, οι βαφές, τα προσωπεία τώρα γίνονται κομμάτια σαν παλιά καλούπια, αδέσποτα, με ατέλειες αξεπέραστες, ευλογημένες.
Μα δεν είδα να εμποδίζεται με τάλιρα / το στρογγυλό το οπτικό, το νεύρο του κάτω κόσμου. Τέτοιο και το βλέμμα της Κατερίνας Λιάτζουρα. Απομένει να ξεχωρίσει κανείς εκείνο το μόνιμο ζητούμενο από τον καιρό του Ομήρου ως τον Βερλαίν και το σήμερα. Να βρει το ήθος, τις αναγωγές, την θέση του δημιουργού μες στο ίδιο το έργο αλλά και την εποχή του. Να αποφασίσει αν τάχα είναι η φωνή της Μαργαρίτας ή της Ελένης, μια ματωμένη καρδιά καθορισμένη από την υπερούσια ιδέα. Να διατρέξει τα χρώματα, να περάσει μέσα από την αστρική σκόνη του κόσμου, να ξαναγράφει εκείνο που κατακλύζει ένα ποίημα, εκείνο που διαμελίζει το θυμικό. Όσο ο κόσμος και ο καινούριος αιώνας γυρεύουν την απάντηση σε ουράνιες σκοπιές, η ποιήτρια των Λευκών Νάνων φέγγει πάνω από το τετριμμένο και γκρεμίζει κάθε γραμμή αμύνης, ώσπου να φανεί ολάκερος ο κόσμος σαν σε φύλλο τριφυλλιού, ορθάνοιχτος σαν καρπός, πρόσκαιρος και αθάνατος, καταιγιστικός, σαν μια αποκάλυψη του νοητού. Νιώθει κανείς την ατμόσφαιρα από το κελί ενός μοναχού, ή το δώμα ενός φιλοσόφου να σημαδεύει την καινούρια, ποιητική συλλογή της Κατερίνας Λιάτζουρα όσο η ελαστικότητα στην έκφραση και το ύφος πλουτίζει την γραφή της δίχως ποτέ να υποκαθιστά το αναγκαίο, το χρήσιμο που αναπαράγει στην κατάλληλη θέση το ουρλιαχτό του ποιητή όσο μάχεται με την ζωή και με το έργο του.
Οι Λευκοί Νάνοι από τις εκδόσεις Βακχικόν, συνιστούν ένα σύνολο οργανικό και την ίδια στιγμή έναν συλλογισμό, μπολιασμένο από την μέσα σκέψη του Σικελιανού και την πνοή την ισχυρά της πιο βαθιάς ζωής μας. Η Κατερίνα Λιάτζουρα αναμετράται με τον κόσμο, με την ακαταμάχητη ροή του, επιστρατεύοντας μια σκέψη καθαρή που διευρύνει διαρκώς το πεδίο της θέασής της. Αναρρώνει από την ζωή και από την ελπίδα καθώς η μοναξιά της ανταμώνει την δική μας.
.
ΑΘΗΝΑ ΜΑΛΑΠΑΝΗ
www.vakxikon.gr Μάρτιος 2023
Ποιο είναι το αποτέλεσμα της σύμπραξης Ποίησης, Αστροφυσικής και Φιλοσοφίας;
Ποιο είναι το αποτέλεσμα της σύμπραξης Ποίησης, Αστροφυσικής και Φιλοσοφίας; Μπορούν άραγε να συνδυαστούν αρμονικά αυτοί οι τρεις κλάδοι του ανθρώπινου δυναμικού; Η Κατερίνα Λιάτζουρα στη νέα της ποιητική συλλογή με τίτλο, Λευκοί Νάνοι από τις εκδόσεις Βακχικόν τα καταφέρνει περίφημα εκφράζοντας βαθυστόχαστα μηνύματα!
Οι λευκοί νάνοι είναι στην πραγματικότητα αστέρες που δεν περνάνε από τη φάση της πυρηνικής καύσης του άνθρακα. Ουσιαστικά πρόκειται για αστρικά πτώματα. Έτσι, με αφορμή το βαθύτερο νόημα του τίτλου, ο αναγνώστης ταυτίζεται με το ομιλούν ποιητικό υποκείμενο της συλλογής και διανύει το δικό του ταξίδι στο σύμπαν, μια άπειρη διαδρομή που αποτελεί αμφιταλάντευση ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο. Το ομιλούν ποιητικό υποκείμενο είναι ή ίσως νιώθει νεκρό και περνά μέσα από τα απύθμενα βάθη του χωροχρόνου και τα κύματα ανελέητα των πυρηνικών εκρήξεων. Αν πιστέψουμε ότι είμαστε πλασμένοι από αστερόσκονη και επιστρέφουμε στο σύμπαν με τον θάνατό μας, τότε το ποιητικό υποκείμενο περνά σε αυτή τη διάσταση και γνωρίζει τη Γη, αλλά και τη ζωή από την αρχή. Όλη του η ύπαρξη πλημμυρίζει με ένα αρχέγονο φως και στη συνέχεια αυτού του ταξιδιού, περνά μέσα από τον φυσικό κόσμο, αχνοπράσινα λιβάδια, λόφους μαλακούς, φρέσκο γρασίδι, γαλάζιους πυθμένες, όλη η φύση όπως περιγράφεται στον χάρτη του Αμπάουντς, γραμμές χαραγμένες σε ασβεστόλιθο που απεικονίζουν τα τοπία και τη χλωρίδα της τότε Γης (9800 π.Χ., βλ. σημείωση σ. 41). Η ποιήτρια μάλιστα, κατορθώνει να παρουσιάσει μια πληθώρα ονομάτων δέντρων και φυτών, γεγονός που αποδεικνύει τη βαθιά έρευνά της για τον φυσικό κόσμο (και άρχισα να ζωγραφίζω πευκόδεντρα … δρακουδιά).
Στην πορεία του ταξιδιού προστίθεται και η γνώση για την ανθρώπινη ύπαρξη. Ο άνθρωπος είναι ένα δίποδο θηλαστικό/ όρθιο και λογικό που όμως παρασύρεται από παροδικές απολαύσεις. Η αποφυγή ανάληψης ευθύνης και η αναβλητικότητα αποτελούν τροχοπέδη στοιχεία για την ανάπτυξη του ανθρώπου και την ανάτασή του. Ο συνδυασμός μάλιστα της γνώσης της φύσης και του εαυτού οδηγεί την ψυχή του ποιητικού υποκειμένου στο πράσινο χρώμα, το οποίο ανέκαθεν συμβόλιζε τη ζωή και τη δράση.
Έτσι, ο επαναπροσδιορισμός της σχέσης μας με τη φύση οδηγεί σε βαθύτερα ερωτήματα σχετικά με την ανθρώπινη ύπαρξη, τα οποία προσπάθησαν πολλοί φιλόσοφοι και θρησκείες να απαντήσουν. Τα κατάφεραν άραγε; Οι απαντήσεις τους είναι επαρκείς για τον σύγχρονο άνθρωπο; Σε κάθε περίπτωση καταφέρνουν να μας μυήσουν σε έναν κόσμο διαφορετικό, μαγικό, ιδιαίτερο και μοναδικό, πλασμένο από αστερόσκονη!
.
Κωνσταντίνος Γιαννάκος
FRACTAL 16/05/2023
«Πώς πλούτος και κατεστημένο μού όρισαν ζωή»
«Κανένας άνθρωπος δεν αποτελεί μόνος του μία “Νήσο”. Κάθε άνθρωπος είναι ένα κομμάτι της “Ηπείρου”, ένα μέρος του “όλου”. Αν η θάλασσα καταπιεί ελάχιστη έκταση γης, η «Ευρώπη» θα μικρύνει. Το ίδιο γίνεται κι αν καταπιεί ένα “Ακρωτήρι”. Το ίδιο συμβαίνει και με το σπίτι των φίλων σου ή με το δικό σου σπίτι. Ο θάνατος κάθε ανθρώπου αφαιρεί κάτι από μένα τον ίδιο, συνδέεται αδιάσπαστα με το Ανθρώπινο Γένος. Έτσι ποτέ μη στείλεις να ρωτήσεις: για ποιον χτυπάει η καμπάνα. Χτυπά για σένα». John Donne
Θέλω να πω με αυτήν την εισαγωγή πως αυτήν την αίσθηση, του Ενός Όλου, μού άφησε η πρώτη ανάγνωση της ποιητικής συλλογής της Κατερίνας Λιάτζουρα, Λευκοί Νάνοι.
Η σχέση μου στην Τέχνη με την Κατερίνα είναι μια ομοιοκαταληξία πλεκτή. Άλλοτε πάλι σαν την Καβαφική ομοιοκαταληξία: ανύπαρκτη ή το πολύ -όπου υπάρχει- αυτοϋπονομευόμενη. Κοντά και μακριά ταυτόχρονα.
Το ενδιαφέρον μας για την αισθητική και την προέκτασή της, την Τέχνη, συντηρείται εναλλάξ στον χώρο και τον χρόνο. Προέκταση των φυσικών οφθαλμών με τον φακό μιας κάμερας, επαφή με το πρωτότυπο υλικό της φύσης, εκδόσεις λογοτεχνικών έργων. Και πλέον αυτών να παρακολουθώ εκ του σύνεγγυς το ποιητικό της έργο, εκ των έσω θα έλεγα ακριβέστερα. Να σκύβω με τον μεγεθυντικό φακό μέσα στον γραπτό κόσμο της Λιάτζουρα, εδώ και δέκα χρόνια, για να ανακαλύψω -και να αποκαλύψω- αυτά που θέλει με την ιδιαίτερη γραφή της να μας κοινωνήσει. Και είναι στ’ αλήθεια ξεχωριστή η γραφή της. Έχει ήδη δημιουργήσει ένα ύφος αναγνωρίσιμο. Οι εκπλήξεις στο λεξιλόγιο και στη μορφή των ποιημάτων, η θεματική της, η (σχεδόν) ανύπαρκτη ομοιοκαταληξία, οι μεταφορικές εικόνες, ο μεταμοντέρνος υπερρεαλισμός που αποπειράται όχι τόσο να εξηγήσει, όσο άλλοτε να περιγράψει και άλλοτε να καταγγείλει καταστάσεις, κατεστημένα δηλαδή και στερεότυπα, και με αυτόν τον τρόπο να τις αναδείξει ή και να τις υπονομεύσει. Και ιδού λοιπόν (το εξώφυλλο): Λευκοί Νάνοι. Σαν τα κύματα της θάλασσας που ασπρίζουν και εκτονώνουν τη δύναμή τους αφρίζοντας. Σαν τα νέφη στον ουρανό της Μεσογείου, σαν τις χιονοσκέπαστες κεφαλές των γηρατειών, τις άσπρες τρίχες που αναγγέλουν το κλείσιμο του κύκλου της ζωής, σαν το λαμπυρίζον λευκό που αντανακλά στο απέραντο γαλάζιο τις αγωνίες της Λιάτζουρα. Στο μισόφωτο του προλόγου της απευθύνεται εις εαυτόν -και όχι μόνο-με το β’ ενικό πρόσωπο. Μας αποκαλύπτει εξ αρχής τον λόγο που γράφει ποίηση. Τον λόγο που γράφει ποίηση κάθε ποιητής: τη λύτρωση. Λύτρωση που ως πόρνη κρύβεται ανήσυχη για να φυλαχτεί από τα αιχμηρά όπλα της ποίησης: “σκεπάρνια, λόγχες και λόγιες κορώνες”. Λύτρωση που θα την αναζητήσει από την αρχή ως το τέλος αυτού του μακροσκελούς ποιήματος (long poem), από την αρχή ως το τέλος του κόσμου, του κόσμου της. Αρχή που, σύμφωνα με τη δική μου ανάγνωση, δεν είναι η γέννηση του σύμπαντος, αλλά το 1972 μ. Χ., το δικό της 0. Και έτσι ό ,τι πριν από αυτό π.Λ. (προ Λιάτζουρα) και ό,τι μετά από αυτό μ.Λ. (μετά Λιάτζουρα), διαδηλώνοντας με αυτόν τον τρόπο τη μοναδικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, κάθε ανθρώπινης ύπαρξης. Την βρήκε; Θα την βρει; (τη λύτρωση εννοώ) Λέω όχι.
Κάνω άλμα ως τον επίλογό της και λέω όχι. Μου το μαρτυράει ο ακροτελεύτιος του ποιήματος στίχος «μα, εκείνο το φρούτο άλλοτε, μήλο κόκκινο δεν ήταν;» Αυτή η υπεκφυγή, αυτή η μαεστρική ντρίπλα του Γκαρίντσα που, αν και την περιμένεις δεν μπορείς να την αποφύγεις και πάντα σε εκπλήσσει, σε αιφνιδιάζει. Δεν μπορεί να βρει τη λύτρωση σε έναν κόσμο γεμάτο με υπηρέτες της ύλης του Μαμωνά, με νέους μελαγχολικούς και απογοητευμένους, με «Εαυτούληδες» ντενεκέδες κοσμοκαλόγερους. Και οργίζεται γι’ αυτό «πάμπολλες οι αλήθειες, κι εσύ δεν γνώρισες καμία;» Σε (ξανά) διάβασα Κατερίνα πετώντας μέσα και πάνω από κοπάδια Λευκών Νάνων στην πτήση Αθήνα-Μαδρίτη. Άπειρες θνησιγενείς υπάρξεις συμπυκνωμένου αέρα, λίγο πριν ολοκληρώσουν τον κύκλο της ζωής τους, λευκές υπάρξεις. Στην Αττική χιονονιφάδες. Στη Μεσόγειο άσπρα νέφαλα ψηλά στον ουρανό. Και κάτω, μυριάδες ακόμη απ’ αυτούς, κύματα αφρισμένα να ξεσπούν στην κορφή τη δύναμή τους και να χάνονται οριστικά στο απέραντο της θάλασσας. Το ποίημα, πάντα κατά πώς το προσλαμβάνει η δική μου αναγνωστική ματιά, συνιστά μια χαρτογράφηση της ανθρώπινης ύπαρξης. Η γέννησή της παραβάλλεται με τη γέννηση του κόσμου και του πλανήτη γη, τα στοιχεία και η συμπεριφορά του σύμπαντος κόσμου περιέχονται στα χαρακτηριστικά και τη συμπεριφορά ενός μόνο ανθρώπου. Και μόνη αυτή η σκέψη, η διαπίστωση κατά κάποιον τρόπο, με ερέθισε, με πίεσε να ανακαλύψω τις σχέσεις με τις οποίες η ποιήτρια προσπάθησε να αποδώσει αυτήν την αναλογία. Στην αρχή του ποιήματος η ιδέα αυτή κρύβεται περίτεχνα μέσα σε άπλετο φως, κάτω από τον μανδύα της γης, μέσα στο γ’ πρόσωπο, με μία διάθεση αποστασιοποίησης του ποιητικού υποκειμένου από τα γεγονότα (να κρυφτεί και αυτό προσπαθεί τελικά) «και ό,τι υλικό περίσσεψε…οι πρωτόπλαστοι πλανήτες» σελ. 11.
Και να το πρώτο σημάδι: οι πρωτόπλαστοι πλανήτες ενώνονται υπό το βάρος της ενοχής. Μιας ενοχής άλλωστε που ένωσε και τους πρωτόπλαστους του δαγκωμένου μήλου. Είναι η ένωση μία πάλη στο «ξεκίνημα του κοσμικού αιώνα», «βίαιη, θορυβώδης καταλυτική». Μια «άγρια ομορφιά» η παρθενία του γήινου παρελθόντος ωστόσο, μοιραία, με άσχημη κατάληξη: «και καταλήξαμε στο τίποτα… στον ορίζοντα των γεγονότων» σελ.12 θύματα μιας παντοδύναμης μαύρης τρύπας. Το ταξίδι που οδηγεί στον θάνατο του εφήμερου, στον άλλο κόσμο που την είσοδό του φυλάνε κέρβεροι νάνοι λευκοί. Στο μεταξύ κυριαρχεί η πανδαισία ήχων, οσμών και ανθρώπινων ψευδαισθήσεων: φρέσκο γρασίδι, φως, παφλασμοί, ήλιοι και φεγγάρια νυχτερινά, ξενύχτια και σοφία δοσμένη απλόχερα από τους κόκκινους γίγαντες στους μοναχικούς λευκούς νάνους. Ζωή! Με το πρώτο πρόσωπο να δίνει για λίγο το βιωματικό του ύφος και το δεύτερο να εξασφαλίζει διαλογικό χαρακτήρα. Σταδιακά η ιδέα αποκαλύπτεται. Γίνεται όλο και πιο φανερό το σαράκι που βασανίζει την ποιήτρια και μεταμορφώνεται στην ποιητική χρυσαλίδα:
«να αποζητάς στον εαυτό
το επιλήψιμο ηθικό
κυνικά να αποφύγεις»
Να αποφύγεις το ανήθικο και να αναζητήσεις την ευδαιμονία της αρετής. Στέκεται πια στη «μέση της ύπαρξης», στη μέση της ζωής. Πετάει περούκες, βαφές και προσωπεία και ψεύτικα υλικά υπερτιμημένα. Δεν θέλει να είναι βιτρίνα και καθρέφτης κανενός. Είναι βέβαιο πια ότι αναζητά την αλήθεια (περι) παίζοντας: και εμάς και εκείνη.
«και είναι ανέφικτη
(πόσο;) ανέφικτη
(και πόσο σχετική;) αλήθεια η αλήθεια.»
Η απογοήτευση του δίποδου ώριμου θηλαστικού κορυφώνεται μπροστά στη θέα των πρόσκαιρων απολαύσεων, των χρεοκοπημένων ηθικών, της απόλυτης ελευθερίας. Και με μία υπέροχη ποιητική αποστροφή στο ένστικτο που είναι ζωντανό-σε αντίθεση με τη βούληση που έχει ατονήσει και τη σκέψη που ναυάγησε-
«και σύ ένστικτο να καγχάζεις πως δεν αποτεφρώνεσαι» θαρρεί πως «ήρθε η ώρα» να μιλήσει για την καταστροφή.
Και βλέπω την Κατερίνα να στέκει αμήχανη και κλονισμένη μπροστά της, μπροστά στην καταστροφή. Την τρίτη ημέρα του θανάτου των δασών σιγεί η ψυχή, θρηνεί το θρόισμα της φυλλωσιάς που σώπασε, τα λιόδεντρα, τα πεύκα και το θυμάρι. Θρηνεί την κουμαριά, τη μυρτιά και τους κισσούς. Την Κοκκινομηλιά, την Τσαπουρνιά και το Αγριοβότανο. Ένας Άγγελος της Στάχτης βάφει την ψυχή της μόνο με ΠΡΑΣΙΝΟ, μήπως και τη γλυκάνει. Πόσο πιο δυνατά να μας φωνάξει για τον πλανήτη που υπεροπτικά καταστρέφει αυτός «ο μικρός ο άνθρωπος, το κτήνος».
Το ίδιο αμήχανη και κλονισμένη στέκεται και την πρώτη μέρα του πολέμου που ιστορούν «κορμάκια μάτια χεράκια στόματα» Δύσκολο το έργο του ποιητή, επίπονο. Πιότερο οδυνηρό και από τους πόνους των ωδινών. Ας μην αυταπατώμαστε: η Ελπίδα είναι πόρνη και πλαγιάζει σε θρόνους με κάθε λογής βασιλιάδες. Αν αυτοί κυλιστούν στο δάκρυ, αν δουν τα λασπωμένα φύλλα, αν μνημονεύσουν τα πουλιά και τα λιοντάρια, τότε ίσως υπάρξει Ελπίδα. Αλλά σαν δύσκολο μου φαίνεται διότι ευκολότερα περνάει μία καμήλα από την τρύπα της βελόνας, παρά πλούσιος να εισέλθει στη βασιλεία του Θεού. Αλλά μόνο σε εκείνους εναπόκειται η σωτηρία του πλανήτη, η σωτηρία του εαυτού η λύτρωση του ανθρώπου; Όχι βέβαια! Η Λιάτζουρα δεν επαφίεται στον πατριωτισμό των άλλων. Αρχίζει την επανάστασή της ξεκινώντας από την χώρα της προσωπικής ευθύνης, το σύμπαν των αστρικών γιγάντων και εκφράζεται με το συναισθηματικά φορτισμένο πρώτο και δεύτερο πρόσωπο. Και να θέλει να γίνει αγένεια και επίθεση και ό,τι άλλο της καπνίσει για να ξεκρεμάσει από το ράφι που στέκονται σαν μπιμπελό, σαν ψεύτικες, οι αλήθειες. Αυτές τις ίδιες αλήθειες που αποκάλυψε η ασπρόμαυρη ρεαλιστική μάτια της, δίχως να θέλει να τις ντύσει όμορφες για να αρέσουν, απομονώνοντας με το ιριδίζον βλέμμα της τα φωτεινά τόξα των ψυχών.
«να προσθέσεις… τα τόξα των ψυχών» σελ. 25.
Και να προσπαθεί πολύ με μυστρί και καλέμι. Να αναζητά τη λύση στην άλλη πλευρά του αμφίσημου χρησμού που μας έδωσε η Πυθία των Δελφών. Και να οργίζεται. Να μην μπορεί να πιστέψει. Δύο σελίδες ερωτηματικά δίπλα από μία και μόνη λέξη, μια κραυγή: «πώς πλούτος και κατεστημένο μού όρισαν ζωή; Και η οργή να μετατρέπεται, την αμέσως επόμενη ποιητική στιγμή, σε απορία, μπογιατισμένη με την απέραντη κούραση και την απογοήτευση ενός ανθρώπου που μόχθησε πολύ στη ζωή του και δεν κατάφερε να αποτρέψει το μοιραίο, να σώσει ίσως τη ζωή, να σώσει ίσως τον πλανήτη:
«και εσένα γη και θάλασσα εσένα
σε πόσους γαλαξίες άραγε
θα πρέπει να (ανα)γεννήσω;»
Και να γυρνά ο άνθρωπος στα περασμένα με νοσταλγική διάθεση. Αναθυμάται τους δρόμους που περπάτησε αναζητώντας την (Α)θανασία. Τις ακρογιαλιές με τα βότσαλα και τα κοχύλια, την προγονική Γη, τις αγάπες και τους μάταιους έρωτες. Μία περιδίνηση ποιητική, μία σπείρα ξετυλίγεται από δω και μέχρι το τέλος.
Άλλοτε προτάσσοντας σαν κύκνος το λαιμό της στο ικρίωμα, άλλοτε παιχνιδίζοντας με τις σημασίες μιας Πέτρας -ζεστής, σκληρής, πικρής σαν μνήμη-, άλλοτε πάλι καταγγέλλοντας τις ενοχές που μας φόρτωσαν τα 7 θανάσιμα αμαρτήματα και συνομιλώντας με την κόλαση όπως την είδε ένας Δάντης και οι αρχαίοι ελληνικοί μύθοι.
Η αγωνία της Κατερίνας, η αγωνία της Λιάτζουρα, η αναζήτηση του υπεύθυνου για τα δεινά του ανθρώπου, διατρέχει όλο τον αισθητό κόσμο, τον χώρο και τον χρόνο. Αρνείται ότι είναι υπεύθυνη η αδυναμία μας να αναζητήσουμε τον εαυτό μας κλεισμένοι σε ένα δωμάτιο και αποδίδει την ευθύνη στην παραδοξότητα του κόσμου, στον αλλοπρόσαλλο χαρακτήρα του, στην απουσία οραμάτων.
Δε θα βρεις τη λύτρωση, ποιήτρια. Δε θα βρεις τη λύτρωση, άνθρωπε, σκαλίζοντας προθέσεις άλλων, δε θα τη βρεις σκαρφαλώνοντας μαζί τους στους πύργους της Βαβέλ τους, γιγαντωμένη με τη λογική. Μάλλον έχει δίκιο ο Pascal.
.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Χ. ΛΟΥΚΟΠΟΥΛΟΣ
staxtes.com 2/11/2023
Οι Λευκοί Νάνοι είναι η τέταρτη ποιητική συλλογή της Κατερίνας Λιάτζουρα.
Έχοντας μελετήσει σε βάθος την προηγούμενη ποιητική συλλογή της, την Κρεμμυδαποθήκη, έχω να υπογραμμίσω ότι ενώ στην Κρεμμυδαποθήκη, που ήταν μια συλλογή κατά βάση ολόκληρη δομημένη πάνω στον άξονα ζωή – θάνατος, το ύφος υπαγορευόταν από το συναίσθημα δένοντας την ποιητική της με την απώλεια, με τις ανθρώπινες σχέσεις και κυρίως με τις οικογενειακές συνθήκες και με την παράδοση, στους Λευκούς Νάνους διατυπώνεται πλέον έντονα και με παρρησία η επιθυμία της ποιήτριας να διερευνήσει, να διατυπώσει και να εξελίξει μια δική της προσωπική οντολογία. Αυτό είναι ένα κομβικό σημείο, για κάθε ποιητή, ένα σημείο που φανερώνει μια ποιητική ωρίμανση. Έχοντας επομένως, κάτι τέτοιο στις προθέσεις της, κατασκευάζει ένα μακροσκελές ποίημα (long poem) – μανιφέστο, δίχως διάκριση, ούτε αρίθμηση, ούτε τιτλοθεσία στα επιμέρους τμήματα (ένα ποίημα που θυμίζει, για παράδειγμα, το Song of Myself του Walt Whitman) η απαρχή του οποίου (το πρώτο τμήμα του οποίου) διατυπώνεται με όρους μιας συμπαντικής διερώτησης.
Για να φτάσει στο στόχο της η ποιήτρια δανείζεται από το λεξιλόγιο της αστροφυσικής ή εν γένει των θετικών επιστημών (αρχής γενομένης του ίδιου του τίτλου, Λευκοί Νάνοι, που είναι ουράνια σώματα που προκύπτουν από την εξάντληση των πυρηνικών αποθεμάτων των άστρων), λέξεις που εξυπηρετούν την ένταση του συναισθήματος που πηγάζει από το μηδενικό σημείο της, θυμίζοντας εν πολλοίς μια γέννα που ταυτίζεται με τη γένεση του σύμπαντος κατά τη στιγμή της μεγάλης Έκρηξης. Στη συνέχεια σωματοποιεί ποιητικά τους Λευκούς Νάνους της – τα αστρικά της πτώματα – σε διάφορα σημεία της ποιητικής αφήγησης, τους κάνει άλλοτε οικοδεσπότες κι άλλοτε ψυχοπομπούς. Λέει για παράδειγμα:
μα και τον θάνατο τον λευκό τον θάνατο
εκείνο τον θάνατο τον εφήμερο
κοντά στην είσοδο κοντά στον άλλον κόσμο
εκείνον τον κόσμο τον τρισδιάστατο
τον ασύλληπτο και τρομαχτικό πολύ
λευκοί νάνοι λένε φυλάνε την είσοδο
μα δεν είδα
να εμποδίζεται με τάλιρα
το στρογγυλό το οπτικό
το νεύρο του κάτω κόσμου
Μια ακόμη οντολογική συνιστώσα του πρώτου μέρους είναι η αγωνία της ποιήτριας να περιγράψει το άπειρο και το απειροστό εντός των ορίων του εγκεφάλου ενός ανθρώπινου όντος (όρια τα οποία δεν ξεπερνιούνται αλλά ούτε περιγράφονται εύκολα) υιοθετεί επομένως το σύνολο της ορολογίας αυτής ώστε να διευκρινίσει τη θέση της απέναντι στην συντριπτική συνειδητοποίηση του ελάχιστου της ύπαρξης.
και καταλήξαμε στο τίποτα·
μαζί και με τ’ άλλα τα αστρικά τα πτώματα
θύματα της εντροπίας
στον ορίζοντα των γεγονότων·
Αυτό το πρώτο μέρος, μαρτυρά κυρίως την έκσταση και το δέος της ποιήτριας απέναντι στο χρόνο και στη δημιουργία, θεωρώντας αυτά τα δύο παραμέτρους ενός σύμπαντος που βρίθει από φως ή και αντίστοιχα από σκοτάδι μιας και το φως και το σκοτάδι έτσι ορίζονται, το ένα ως το αρνητικό συμπλήρωμα του άλλου.
και οι γαλαξίες να ανοίγουν και τα αστέρια να πληθαίνουν
θραύσματα χώρου και χρόνου
να διογκώνουν τις ψευδαισθήσεις
σε μια διάσταση άλλη
άγνωστη σε μας και στην ιστορία
μιας μαύρης τρύπας που ρούφηξε και ξέρασε
και που ρουφά και ξερνά
εσαεί και εσαεί
φως φως φως
Το όλον επομένως μπορεί να ιδωθεί ως μια επώδυνη πορεία προς το φως κατασκευασμένη μέσα στο χρόνο. Ας κρατήσουμε εδώ τον χρόνο και ας θυμηθούμε ότι θα επιστρέψει σε αυτόν κλείνοντας τη συλλογή με έναν πολύ κομψό, εννοιολογικό τρόπο.
Αν και το εγχείρημα του πρώτου μέρους, δείγμα απαράμιλλης λυρικότητας κατά τα άλλα, δυσχεραίνεται κάπως από την επιλογή του εξειδικευμένου λεξιλογίου, θα μπορούσε κανείς να πει με ασφάλεια ότι αυτό το μακρύ ποίημα γίνεται πολύ περισσότερο έντονο, ουσιαστικό, ακριβές και βρίσκεται πολύ πιο κοντά στην αλήθεια της προηγούμενης συλλογής της, στο δεύτερο μέρος, περίπου από τη μέση και μετά, όπου πραγματικά η ποιητική της απογειώνεται. Με αυτά κατά νου το βιβλίο, πετυχαίνει απολύτως τον πρωταρχικό στόχο του (αν αποδεχθούμε ότι στόχος του είναι να δημιουργηθεί μία προσωπική οντολογία) και ταυτόχρονα αρθρώνεται ισχυρός ποιητικός λόγος και σκιαγραφείται και επαναδιατυπώνεται (έως και επαληθεύεται) το προσωπικό ποιητικό της στίγμα. Στο δεύτερο μέρος, ακολουθεί μία διαδρομή η οποία τα συντρίμμια της γένεσης τα αντιμετωπίζει ως μπάζα, ως έρμα. Εξ αυτών λοιπόν, ή δια αυτών, επιθυμεί να διέλθει – αναγνωρίζοντας την ουσία τους – σκάβοντας και πάλι προς το φως που παραμένει ταυτόσημο με την απόλυτη αυτογνωσία.
Εγκαταλείποντας πίσω της αυτό το έρμα με σεβασμό, γράφει:
άπλωσα το χέρι κι άγγιξα
την στάχτη που απέμεινε
και ευλαβικά την σήκωσα
σαν της νεκρής την σάρκα
και την κοίταξα καλά
και έσκυψα και την καμένη μύρισα
και στερνή την χάιδεψα φορά
και έκλεισα τα μάτια
και άρχισα να ζωγραφίζω…
[και ακολουθεί μια ενότητα όπου κυριαρχεί και η φύση και το πράσινο]
Η διαδικασία αυτή μοιάζει τώρα με μια έξοδο από το σπήλαιο του Πλάτωνα, ένα ταξίδι που την βοηθά να ανταμώσει με την πρόσφατη ή την παρελθοντική απώλεια, να συναντήσει αγαπημένα της πρόσωπα, τη μητέρα της, τον πατέρα της, προσφιλείς φίλους και συγγενείς, εικόνες, φιγούρες που αποτελούν το δικό της σύμπαν, καθώς εκεί στηριζόμενη θα διέλθει από τους τόπους, τις μυθολογίες και τους φιλοσόφους τους οποίους καταδεικνύει και στους οποίους ομνύει. Θα μιλήσει δευτεροπρόσωπα με όλους αυτούς και θα τους απευθυνθεί στον ίδιο τόνο. Έτσι, ο Μπλαίζ Πασκάλ, ο Δάντης, Ο Θωμάς ο Ακινάτης, ο Πτολεμαίος (μετά της Αλμαγέστης του), ο Απόστολος Παύλος θα εξισωθούν με τη φιγούρα της μητέρας ή του πατέρα και ισότροπα θα στέρξουν αρωγοί προς τη διαμόρφωση ενός εξατομικευμένου αξιακού κώδικα, ενός κώδικα που τη βοηθά να διατυπώσει τη δική της κοσμογονία. Σε αυτό το δεύτερο μέρος, θα διαπιστώσει με πίκρα την αθλιότητα της ζωής των πραγμάτων που έχουν καταντήσει σαν τις πληγές του Ιώβ για τον σύγχρονο άνθρωπο. Λέει:
να αναιρεί το σύμπαν την ευταξία
και την ευδαιμονία
και την ίδια τη ζωή
το ευ ζην να αποτελεί ψευδαίσθηση
και η ευμένεια μια άλλη σιωπή·
μόνο στην ευθανασία το [ΕΥ]
να περιπαίζει
λέξη και ουσία
σαν εύγλωττα καταλάβει
τον θάνατο να θέλει
να γίνει και πάλι
η Αρχή
Και από εκεί θα καταλήξει σε μία μορφή οικολογικής συμπερίληψης (δικαιώνοντας και την ομοιότητα με το Song of Myself) η οποία όμως ενσωματώνει την ιστορική συνθήκη και εμπλουτίζεται από διάφορα τμήματα μυθολογιών της Ευρώπης, ή και ανατολικών λαών (των Ασύρριων, των Βαβυλώνιων) αλλά και από σπουδαίες στιγμές της ανθρώπινης σκέψης οι οποίες ενσωματώνονται στον κορμό του θέματος, το εμπλουτίζουν, με διάφορες διακειμενικές αναφορές, και ενισχύουν την αναγνωστική απόλαυση.
Μα, υπήρξε ποτέ η Μεσόγειος; ο άξονας του κόσμου; το Theatrum Orbis Terrarum δεν έχει διακοσμητικό φορτίο εξαίρετο; μέθυσε και το τελευταίο λεπιδόπτερο από την βία; δεν είναι πέντε τα κλίματα; επίπεδη η γη; το σχέδιο διαφυγής δεν το μελέτησες επαρκώς; λιώνουν οι πάγοι; οι παγετώνες της καρδιάς; έπαψε να ΄ναι:
«Die ganze Welt in einem Kleberblatt»;
Όχι φίλε μου Pascal!
δεν φταίει που δεν είμαι
ικανή να κάτσω στο δωμάτιο ήσυχα
και μόνη
φταίει που ο κόσμος γύρω μου
άρχισε να γυρνά παράδοξα
την εποχή των οραμάτων
Από τη ματαιότητα, την πικρή διαπίστωση της malaise du siècle και τη μελαγχολία του δεύτερου μέρους, καταλήγει στον Επίλογό της, στα δυο καταλογικά ποιήματα – κεντήματα πάνω στην υφή του χρόνου, προς τα οποία έχει από την αρχή προϊδεάσει ότι κατευθύνεται, στο Χρονολόγιο της Ύπαρξής της και ακόμη περισσότερο στη Συστηματική Ταξινόμηση της. Μέσα από το βιτριολικό χιούμορ, την ειρωνεία τους, τον πικρό αυτοσαρκασμό τους και την επιστημονικοφανή εγκυρότητά τους φαίνεται να επιτυγχάνει το πάντρεμα της αίσθησης του χρόνου του μικροόντος με την αίσθηση του χρόνου του σύμπαντος, (καθώς ο χρόνος όπως περιγράφεται στο πρώτο τμήμα της συλλογής δεν έχει κατά τη γνώμη μου σχέση με το πώς βιώνεται ο χρόνος από ένα ανθρώπινο ον.) Παραθέτω το δεύτερο και κλείνω με τη διαπίστωση ότι όλα τα ανωτέρω (το χιούμορ, η ειρωνεία, ο αυτοσαρκασμός κλπ.), όπως αναδύονται εξ αυτού, είναι επίσης απαραίτητα οδόσημα για μια διεξοδική πλοήγηση στην ποιητική της Κατερίνας Λιάτζουρα._
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΛΙΝΑΡΔΑΚΗ
stigmalogou.gr 24/10/2023
Θα συμφωνήσετε, πιστεύω, μαζί μου αν πω ότι η ποίηση είναι πράξη επαναστατική και πολιτική, ιδίως όταν είναι εμπνευσμένη. Δεδομένων των γεγονότων που παρατηρούμε με κομμένη την ανάσα στο Ισραήλ και τη Γάζα, θα ήθελα να διαβάσω – για αρχή – λίγους στίχους από τη συλλογή της Κατερίνας Λιάτζουρα Λευκοί νάνοι (εκδ. Μανδραγόρας 2023), οι οποίοι αποδεικνύουν αυτό ακριβώς:
και να ξεκινά κατηφορικός
πάντα ο δρόμος κακοτράχαλος
και ο Άδης από έναν κώνο
να γυρνά γύρω
γύρω μες στους εννέα
κύκλους με άσματα πολλά και ωδές
στα Θεία σαν τα χρυσά τα τάλιρα
στα μάτια της Μεχτίλδης
να κροταλίζουν κάπου κάτω
από την Ιερουσαλήμ και οι πράξεις
να μην είναι της ακράτειας ή της κακίας
μα μόνο της βίας και μόνο της βίας
Λευκοί νάνοι λοιπόν. Στην επιστήμη της αστρονομίας, ένας λευκός νάνος είναι ό,τι απομένει από τον πυρήνα ενός αστέρα μικρής ή μέτριας μάζας, όπως ο ήλιος μας, αφού αυτός πεθάνει. Ο όρος δηλαδή περιγράφει μια κατάσταση που έπεται του θανάτου. Ο λευκός νάνος, που είναι στην πραγματικότητα ένα αστρικό πτώμα, ακολουθεί έναν δικό του κύκλο ύπαρξης. Ο τίτλος επομένως της συλλογής σηματοδοτεί εξαρχής μια ex-post θεώρηση του ό,τι βρίσκεται στον πυρήνα της, τη ματιά που πέφτει όταν το βλέμμα στρέφεται προς τα πίσω και κοιτά κάτι ενώ ήδη το υποκείμενο έχει μετακινηθεί από εκείνο που περιγράφει.
Τι περιγράφει λοιπόν η Κατερίνα Λιάτζουρα; Τι βρίσκεται στον πυρήνα της συλλογής της; Η διαδρομή από τη γένεση του κόσμου μέχρι τη δική της γέννηση και προσωπική εμπειρία. Φιλόδοξο, πολύ φιλόδοξο πόνημα, αλλά και πλήρες ουσίας – μακάρι, θα πω, να ενδιέφερε όλους μια τέτοια διαδρομή που αυτόματα σημαίνει αναστοχασμό. Γιατί, ακολουθώντας την, θα αναγκάζονταν να προβληματιστούν για όσα μας έχουν παρουσιαστεί ως θέσφατα ενώ στην πραγματικότητα είναι απλώς κοινωνικές κατασκευές.
Το μεγαλύτερο μέρος της συλλογής καταλαμβάνει η «Συνειδητοποίηση», όπως την τιτλοφορεί η Κατερίνα, η οποία χωρίζεται σε δύο μέρη, Ι και ΙΙ. Το πρώτο μέρος περιέχει κυρίως τον θαυμασμό της για την πλάση, για ό,τι φυσικό και άκτιστο μας παραδόθηκε, το οποίο σημειωτέον συμπεριλαμβάνει τον θάνατο σαν φυσική του συνιστώσα, συγχρόνως όμως περιέχει και τη συνειδητοποίηση της παρακμής που επέφερε ο άνθρωπος στον πλανήτη, ως μη όφειλε. Το δεύτερο μέρος πάλι περιέχει την οργή και την απορία της για τη σωρεία των λαθών που έχουν αθροιστεί στη διάρκεια της ανθρώπινης παρουσίας στον πλανήτη. Στόχος; Η «κρυμμένη στο μισόφωτο/ σαν πόρνη λύτρωση» που «υμνεί το προφανές/ εκείνο που κατακλύζει το ποίημα/ εκείνο που διαμελίζει το θυμικό», όπως αποκαλύπτει στο εισαγωγικό της ποίημα «Αντί προλόγου». Δεν ξέρω αν η λύτρωση είναι εφικτή, θα το δούμε στο τέλος.
Η «Συνειδητοποίηση Ι» λοιπόν ξεκινά από το πρώτο εκείνο συμπαντικό άτομο που έδωσε το big bang. Η ενότητα παρακολουθεί όλη την εξέλιξη μέχρι τη δημιουργία του πλανήτη που μας φιλοξενεί. Σε ύφος υψηλό, που θυμίζει βιβλικό κείμενο, η ποιήτρια τοποθετεί τον αναγνώστη ανάμεσα στ’ αστέρια του γαλαξία: «οι ενώσεις της χημείας/ που το αέρινο και άπιαστο/ πάντοτε το κάνουν να δακρύσει/ και η αρχέγονη πάλη στο ξεκίνημα / του κοσμικού αυτού αιώνα/ βίαιη, θορυβώδης, καταλυτική/ παράξενα τα χρώματα, αλήθεια,/ σύνθεση μιας άγριας ματιάς» και λίγο παρακάτω «όλα/ μια θολή λωρίδα/ ένα λευκό φως/ μια γαλακτωμένη οδός». Την ποιήτρια, και φυσικά και τον αναγνώστη, συνεπαίρνει η χειμαρρώδης αφήγηση που κάποιος θα μπορούσε να την πει ακόμη και παραληρηματική, αν δεν ήταν απολύτως ελεγχόμενη. Γιατί πράγματι πρόκειται για μια ελεγχόμενη έκρηξη λέξεων, νοημάτων και συναισθημάτων ή για τον κρουνό μιας πηγής με άφθονη μα ελεγχόμενη ροή.
Στο υψηλό ύφος που υιοθετεί, η Κατερίνα (και λέω η Κατερίνα, αφού για τη δική της ύπαρξη γράφει, μοιάζει λοιπόν να ταυτίζεται η ποιήτρια με την ποιητική φωνή) δεν μιλάει με κατάνυξη ή με προσήλωση στο θείο, αλλά από την πλευρά -θα έλεγα- ενός ξωτικού: είναι παιγνιώδης και εύστοχη, ενίοτε και αστεία. Η επανάληψη λέξεων, όπως «φως» (για παράδειγμα στη φράση «κάποιο Σύμπαν/ που ήταν γεμάτο φως/ και μόνο φως/ φως») ενδυναμώνει το εκάστοτε προβαλλόμενο επιχείρημά της. Από την άλλη, τα «και» ανάμεσα στις επιμέρους ενότητες ή στροφές παραπέμπουν σε μια παρατακτική σύνδεση μεταξύ των μερών που τους δίνει ισοδύναμο βάρος και χαρακτήρα, συντείνοντας στο υψηλό ύφος.
Το σύμπαν λοιπόν το νεοφυές που περιγράφει η Κατερίνα, αυτό που μόλις είδε να γεννιέται και μας περιέγραψε είναι ένα σύμπαν που περιέχει τα πράγματα και συγχρόνως τα αντίθετά τους. Μέσα σε αυτό το σύμπαν και η Κατερίνα που έχει υποδυθεί διάφορους ρόλους ή ίσως μετενσαρκώσεις: «να στέκομαι στη μέση/ της ύπαρξης και να βγάζω/ περούκες βαφές και προσωπεία/ σιγά σιγά όμως έμεινα δίχως/ έπαψα να/ είμαι βιτρίνα σε στόματα/ σε μάτια καθρέφτες/ αντανακλάσεις θραύσματα».
Στο σύμπαν αυτό της Κατερίνας συναντάμε τα πάντα: εκτός από τους λευκούς νάνους, μαύρες τρύπες που χάσκουν, γαλαξίες κι αστέρια που στροβιλίζονται, με ισχυρή και την πιθανότητα μιας ματιάς σε όλα αυτά από την οπτική ενός ήπιου εσωτερισμού. Όποια κι αν είναι όμως η μέθοδος διύλισης της εμπειρίας, σύντομα παρακολουθούμε το ανθρώπινο πλάσμα που περιέχει την ψυχή της Κατερίνας να γίνεται στάχτη. Μα να που η Κατερίνα συνεχίζει να υπάρχει και είναι «μια ύπαρξη που προηγήθηκε της ύπαρξης», όπως γράφει, που πιάνει το πινέλο και ζωγραφίζει την ομορφιά των δέντρων και των φυτών για να κάνει το μαύρο πράσινο.
Το μαύρο, τη στάχτη που είναι και του ανθρώπου έργο, «του μικρού ανθρώπου του κτήνους» εκείνου που κάνει πολέμους, που σκοτώνει αθώες ψυχές, που νεκρώνει την πλάση. Κι ο ποιητής; Τι ρόλο παίζει μέσα σε όλη αυτή την τραγωδία; Τι ρόλο μπορεί να παίξει; Η Κατερίνα απαντά για τον εαυτό της: «να γδύνω το δέρμα από τον φόβο/ να γεφυρώνω τη θλίψη/ με πονεμένους στίχους/ με πονεμένους ήχους/ τη δύσκολη ώρα/ των τύψεων στη θύμηση/ μιας αναποψίαστης νιότης».
Και περνάμε στην επόμενη ενότητα, «Συνειδητοποίηση ΙΙ» που ξεκινά με τον στίχο: «να θέλω να γίνω αγένεια να θέλω να γίνω επίθεση». Μα, παρ’ όλη τη σφοδρότητα των συναισθημάτων της, αυτό που θέλει ή αυτό που εντέλει κάνει η Κατερίνα είναι πάλι να ζωγραφίσει. Να ζωγραφίσει τους ανθρώπους με τα χρώματα του ουρανού, χωρίς να ξεχωρίσει «δέρμα γλώσσα ή πατρίδα», να κρατήσει «μια αγκαλιά βροχή λίγα χρυσάνθεμα» κόντρα στη διάβρωση και τη φθορά.
Μίλησα νωρίτερα για τον παραληρηματικό λόγο της ποιήτριας, έναν λόγο stream-of-consciousness που έχει οδηγό τον ήχο και τον ρυθμό. Πολλά τα χαρακτηριστικά παραδείγματα, όλα απολαυστικά, θα σταθώ σε ένα από αυτή την ενότητα «Συνειδητοποίηση ΙΙ»:
«να ανεβαίνω αποστασιοποιημένα το ικρίωμα με φωτιά και δόρυ κρυπτογραφημένες κραυγές | ζωές πολλαπλά χαράγματα σπαράγματα παράλληλοι βίοι την πατρική ευχή να αφορίσω πεπρωμένο πατροπαράδοτο και ιστορικό χαράκωμα σε βωμούς ΑΕΕΠΒ κατακτητών αγνώστων (σε μένα ή για μένα) πολεμικών ιαχών θα προστάξω λευκό κύκνειο λαιμό προγεγραμμένης μοίρας να χαράξω μονοπάτι θυσίας για αλλοτινούς καιρούς πεπερασμένων οίκων γενεών παράλογων δοξασιών και ευκολοπιστίας να βουτήξω στην απόγνωση την άυλη φωνή μου να χρωματίσω αιμάτινες τις πλεύσεις των συντρόφων
-χαιρετισμούς Πατέρα,
σε όσους τύχει να ρωτήσουν-
Ο σχεδόν ασθματικός αυτός τρόπος γραφής που μετατρέπει τον λόγο σε χείμαρρο και χιονοστιβάδα προξενεί σημαντική εντύπωση. Κυρίως όμως γίνεται κάτι που δεν σηκώνει αντίρρηση, που υψώνεται σε μονόλογο μεγάλης έντασης, ποιητικής και όχι μόνο. Όμως είδαμε και κάτι άλλο σε αυτό το απόσπασμα, μια αναπάντεχη απεύθυνση προς τον θεό: «Χαιρετισμούς Πατέρα/ σε όσους τύχει να ρωτήσουν».
Ο θεός που θα έπρεπε να τα έχει κάνει όλα σωστά, που θα έπρεπε να φροντίζει την εύρυθμη λειτουργία τους, τα άφησε να ρημάξουν, άφησε να υπάρξουν ιστορικοί χαρακτήρες σαν τον Ηρώδη. Μα δεν φταίει ο θεός. Φταίνε οι ερμηνείες που έφτασαν ως εμάς. Τα γραπτά του Θωμά του Ακινάτη ή του Αποστόλου Παύλου, τα οποία προκαλεί με πύρινα λόγια:
«αγαπημένε μου Παύλο, δεν ξέρω τι σε ώθησε να γράψεις τούτα δω τα λόγια άμετρη η πρόθεση (φαντάζομαι; ) την ιδιότητα της λογικής να εξυμνήσεις μα, το θεϊκό σε θεϊκό μπορείς να μετατρέψεις; και στη σοφή αφαίρεση, στη λογική, χωρά η αλαζονεία; χωρά η ζήλο-; χωρά και η -φθονία; Όσο κι από την υπερβολή στην έλλειψη το πάθος σου να ολισθαίνεις βαριές οι λέξεις σου, το περιδέραιο πέτρινο, βαρίδι στον λαιμό μια από οργή και μια από οκνηρία και τέλος τέλος εγώ δεν σ’ έβρισα που ζωικά μου είναι τα ένστικτα άπληστα και ολάκερα τα λαίμαργα στο τραπέζι παρέα με τους άλλους δαίμονες να καθρεφτίζω στα ραμμένα με μετάξι μάτια μου Ασμοδαίε, με βλέπεις κάπου στο βάθος εμένα να λικνίζω το βρακί του Παραδείσου; ναι! ας ανεβοκατεβαίνουμε στο βουνό του Κάτωνα με γυαλιστερές έστω αλυσίδες αλλά γιατί αφότου και αποθάνουμε; Τώρα, τώρα Παύλο μου, τώρα πες τι γίνεται; που δικαιωμένος πια εσύ, δεν μ’ αφήνεις αμαρτία να εξαγνίσω;»
Η αμαρτία μένει χωρίς εξαγνισμό. Γιατί ελλοχεύει τελικά η ματαιότητα. Διαβάζω τους καταληκτικούς στίχους από την επόμενη ενότητα, «Αυτογνωσία»:
Στον Πύργο της Βαβέλ σκαρφάλωσες
στον ουρανό και στον βωμό
και πιο πάνω και πιο πάνω και όλο πιο πάνω θέλησες
την πτώση να αποφύγεις
μα, εκείνο το φρούτε άλλοτε, μήλο κόκκινο δεν ήταν;
Η πτώση ως επίπτωση του προπατορικού αμαρτήματος καθορίζει και καταδικάζει την ύπαρξή μας, γιατί αυτό είναι συνυφασμένο με την κουλτούρα μας, αυτό μας δίδαξαν, έτσι μας είπαν. Η λύτρωση δεν θα ‘ρθει.
Την ποιητική συλλογή κλείνουν δυο μονοσέλιδες ενότητες: «Το χρονολόγιο της ύπαρξής (μου)» και «Η συστηματική ταξινόμησή (μου)». Και οι δύο είναι αρκετά ανατρεπτικές, με την έννοια ότι είναι ανακόλουθες προς όσα προηγήθηκαν: δεν περιλαμβάνουν κανένα θρησκευτικό ή μεταφυσικό στοιχείο, αλλά συνιστούν μια πραγματιστική άποψη της ύπαρξης. Ειδικά για «Το χρονολόγιο της ύπαρξης» θα ήθελα να σταθώ στο μοναδικό συμπέρασμα που έχει για μένα σημασία: ξεκινάμε από αστρόσκονη και σε αυτήν επιστρέφουμε, εμείς, το ηλιακό μας σύστημα και το ίδιο το σύμπαν. Αυτό τα λέει όλα. Η ποίηση τα λέει όλα, ακόμα και αν πρόκειται για την ιστορία του κόσμου ή για την ιστορία που γράφουμε σήμερα
ΚΥΡΙΑΚΗ (ΚΟΥΛΑ) ΑΔΑΛΟΓΛΟΥ
stigmalogou.gr 13/6/2023
Ένα λευκό φως που επιμένει
Στην ποιητική συλλογή Κρεμμυδαποθήκη (εκδ. Βακχικόν, 2020) της Κατερίνας Λιάτζουρα είχαμε έναν λόγο αυστηρά δομημένο, λιτή έκφραση, χρώματα γκρίζα που σπάγανε κάποτε με λίγο κίτρινο. Συγκρατημένη, δωρική, έκφραση συναισθημάτων, με μια υπόγεια ωστόσο ένταση που δονούσε συναισθήματα. Στη συλλογή Λευκοί Νάνοι (εκδ. Βακχικόν, 2022), ο λόγος απελευθερώνεται σε μια ποιητική σύνθεση, η οποία σπάει κάποτε σε μικρότερα μέρη, χωρίς να μπορείς να τα ονομάσεις αυτόνομα ποιήματα, εφόσον κρατούν τη συνοχή τους με την υπόλοιπη σύνθεση.
Οι λευκοί νάνοι είναι αστέρια που έχουν πεθάνει, αστέρια-πτώματα, που εξακολουθούν να εκπέμπουν φως, λευκό. Με βάση αυτή την πραγματικότητα, η Λιάτζουρα επιχειρεί μια καταβύθιση στον χρόνο, με λόγο παραληρηματικό, θα λέγαμε, αυτή τη φορά, ο οποίος όμως δεν γίνεται στομφώδης, κρατά τη λιτότητά του.
Ο χρόνος είναι ένα θέμα που απασχολεί την ποιήτρια, κοινός τόπος και στις δύο συλλογές. Στους Λευκούς νάνους όμως, με το άνοιγμα του λόγου διευρύνεται και η έννοια αυτή, από τη δημιουργία του σύμπαντος ως ένα απροσδιόριστο μέλλον που βουτά στη διάσταση του χρόνου. Και το ποιητικό υποκείμενο στοχάζεται για την ανθρώπινη ύπαρξη, για την ανθρώπινη ματαιοδοξία. Για την προσκόλληση στην ύλη, την απληστία, το αίμα, τη στάχτη, τον πόλεμο, τον πόνο. Ελάχιστες αναφορές στις σημειώσεις του βιβλίου ενημερώνουν τον αναγνώστη στην κατανόηση των διακειμενικών αναφορών, ειδικότερα στο άνοιγμα προς τις θετικές επιστήμες με κέντρο τον χρόνο και το σύμπαν.
Στη σύνθεση απαντούμε πεζοποιήματα, αλλά και άλλα, ολιγοσύλλαβα ποιήματα που ρέουν, κατά πώς το κρίνει και το χρειάζεται το ποιητικό υποκείμενο. Οι λέξεις προσεχτικά επιλεγμένες, παίζουν ιδιαίτερο ρόλο και στη μορφή της σύνθεσης, εφόσον είτε (α) αποτελούν συνδετικούς κρίκους ανάμεσα σε κομμάτια της σύνθεσης, όπως
και, και έπειτα
είτε (β) μία λέξη γίνεται με την επανάληψή της ολόκληρη παράγραφος, για να τονίσει την απορία και την απόγνωση, συγκεκριμένα η λέξη πώς (σελ. 26-27).
Σε ορισμένα σημεία της σύνθεσης παρεισφρέουν τμήματα λυρισμού, που δημιουργούν εικόνες οπτικές αλλά και οσμής και αφής:
φως φως φως/ και ύλη και ήχους λαμπερούς και κελαϊδίσματα/ και παφλασμούς και κύκλους ομόκεντρους/ στο νερό που κάνει η ρίψη/ ενός βοτσάλου ή/και μιας πέτρας/ και πάλι φως και νότες και πάλι φως άπλετο φως (σ. 13)
Και πιο κάτω:
και άρχισα να ζωγραφίζω πευκόδεντρα ψηλά, πολλά, πολλά, και καστανιές και οξιές, βελανιδιές και κυπαρίσσια, και πάλι πεύκα λυγερά, θεόρατα, και έλατα και ευκαλύπτους κι ιτιές κι αγριελιές […] και μοσχοβόλησε ο τόπος (σ. 19)
Να επισημάνω την απουσία της τελείας. Τον εσωτερικό ρυθμό που τηρείται στο μεγαλύτερο μέρος της σύνθεσης. Και να διακρίνω απόηχους από Οδυσσέα Ελύτη στο Άξιον εστί, αλλά και από Σάρα Κέιν στο Crave («Λαχταρώ»).
Με ιδιαίτερο ύφος, στους Λευκούς νάνους η Κατερίνα Λιάτζουρα αναρωτιέται για την ανθρώπινη πορεία και τη μοίρα στο διηνεκές του χρόνου. Το ποιητικό υποκείμενο συνδέει το γενικό με το προσωπικό χωρίς αισιοδοξία, αλλά αφήνοντας χαραμάδες φωτός. Καθώς μάλιστα το μέλλον μοιάζει να έχει διάρκεια, ακόμη κι αν η κατάσταση μοιάζει να έχει φτάσει σε σημείο οριακό, η αστρική σκόνη μοιάζει να είναι μια προσδοκία θετική, μέσα σε ένα λευκό φως που επιμένει.
Στην Κρεμμυδαποθήκη αναδύεται η αβάσταχτη μοναξιά του ποιητικού υποκειμένου. Στους Λευκούς νάνους αυτή η μοναξιά τοποθετείται σε ένα περιβάλλον συμπαντικό, μήπως και γίνει πιο υποφερτή, ή έστω κατανοητή, ιδωμένη από μια άλλη οπτική.
Στην Κρεμμυδαποθήκη το ποιητικό υποκείμενο συνομιλεί με το εδώ και με το επέκεινα, με αγαπημένους απόντες. Στους Λευκούς Νάνους συνομιλεί με την απεραντοσύνη του σύμπαντος, σε χρόνους παρελθοντικούς και μελλοντικούς ασύλληπτους. Από το γήινο και κοντινό μια μετάβαση στο μακρινό και ασύλληπτο.
Χωρίς αυτό να σημαίνει κάτι λιγότερο για την πρώτη συλλογή, που θεωρώ ότι δίνει το στίγμα και την ιδιαιτερότητα του ύφους, που θα ακολουθούν την ποιήτρια στην πορεία της.
Η Κατερίνα Λιάτζουρα επιλέγει λέξεις προσεχτικά. Πολύ αφαιρετικά αλλά εξαιρετικά ατμοσφαιρικά, ώστε να δημιουργείται το μπλέξιμο των τόπων, των πραγμάτων, του αισθητού και του υπερφυσικού. Η αίσθηση του αέρα της ερημιάς, της απώλειας προσώπων αγαπημένων, της φθοράς των συναισθημάτων. Του ανελέητου χρόνου. Αλλά και της παρηγορητικής ελπίδας, αφού και η αστρική σκόνη μπορεί να είναι μια θετική προσδοκία. Με ποιητική φωνή ιδιαίτερη, δυνατή, αναγνωρίσιμη.
ΓΡΑΜΜΕΝΗ-ΕΛΕΝΗ ΠΟΥΡΝΗ
“Fractal” 24/5/2023
Πανανθρώπινη συνθήκη εποχής
Η ποιήτρια Κατερίνα Λιάτζουρα στην τέταρτη ποιητική της σύνθεση (long poem) με τίτλο Λευκοί νάνοι (2022) επιχειρεί μία κατάβαση στα απύθμενα βάθη της ανθρώπινης ύπαρξης και συνείδησης ακροβατώντας πότε στο άρρητο, απόλυτα ψηφιοποιημένο μέλλον και πότε στον γνωστό, μα πάντα δυσερμήνευτο κόσμο του παρελθόντος. Η ποιήτρια, όμως, δεν στέκεται μόνο στην καταγραφή της παραφροσύνης και της αστάθειας των καιρών μας αναζητά παράλληλα φώτιση και παρηγοριά από τους σοφούς των παλιών καιρών, παρά αναφέροντας και υπενθυμίζοντας τόσο τους ίδιους όσο και εμβληματικά έργα και μοτίβα αυτών.
Ήδη από τους πρώτους εναρκτήριους στίχους της συλλογής, η ποιήτρια μάς δίνει μία συμπαντική εικόνα του κόσμου με τα ουράνια σώματα να αιωρούνται και να συμπορεύονται με τις προαιώνιες ανησυχίες του ανθρώπου για την ύπαρξη και την ψυχή του:
ασύνειδα επιμένεις στην στερεότητα
των ουράνιων σχημάτων επιμένεις
να δρασκελήσεις αμνήμονες
στιγμές και φριχτές συνειδήσεις
Ο άνθρωπος από την πρώτη στιγμή που περπάτησε πάνω στη γη προχωρά στην ζωή του με αβεβαιότητα προς το μέλλον χωρίς καμία διασφάλιση για την επιβίωση και την πρόοδο του βαδίζοντας μέσα σε ένα γοητευτικό χάος, που τον σαγηνεύει και ταυτόχρονα τον φοβίζει, μουδιάζοντας την βούληση του, ώστε να κατορθώνει να συνεχίζει μόνο επειδή ενδίδει στην αρχική αντίδρασή του, εκείνη της απομάγευσης.
Οι σύγχρονες θεωρίες για την δημιουργία του σύμπαντος μιλούν για το Big Bang, μία μεγάλη, συνταρακτική έκρηξη από την οποία δημιουργήθηκαν νέες ισορροπίες και οδήγησαν μέσα από χρονοβόρες και εκ βάθρων μεταμορφωτικές διαδικασίες στην εικόνα του σύμπαντος, όπως την γνωρίζουμε σήμερα. Στο πρώτο μέρος της συλλογής της, η Κατερίνα Λιάτζουρα μοιάζει κι εκείνη να βαδίζει και να περιπλανιέται σε ένα παρόμοιο αρχέγονο αστρικό χάος. Η ποιήτρια περπατά οραματιζόμενη και καταγράφοντας μία άγρια ομορφιά που την κάνει να σαστίζει και την ίδια στιγμή να βρίσκεται εν μέσω της δημιουργικής διαδικασίας, την οποία παρατηρεί εκ του σύνεγγυς, ενώ προσπαθεί να δώσει σχήμα στο ποιητικό της όραμα:
σε ένα απειροελάχιστο σημείο
συγκεντρωμένο ένα άτομο
πρωταρχικά μικρό
σκοτεινό και αφιλόξενο
περιείχε το σύνολο
περιείχε το όλο
και ήταν εξαιρετικά πυκνό
και ήταν εξαιρετικά θερμό
και άρχισε να διαστέλλεται
και η μορφή του άρχισε να αλλάζει
Και συνεχίζει λίγο παρακάτω:
και ό,τι υλικό περίσσεψε
πλήθος’ ακανόνιστα σώματα μικρά
σε διασταυρούμενες τροχιές
άλλοτε να συγκρούονται να θρυμματίζονται
και άλλοτε υπό το βάρος της ενοχής μια ένωση:
και να! Οι πρωτόπλαστοι πλανήτες!
Οι πρωτόπλαστοι πλανήτες! Η Λιάτζουρα σε μία έμμεση σύνδεση με την βιβλική ιστορία των πρωτόπλαστων στη Γένεση μάς καθιστά ως αναγνώστες μάρτυρες σε αυτό που οι καλλιτέχνες ως τον 19ο αιώνα πάσχιζαν επιμελώς να κρύψουν: την διαδικασία της δημιουργίας. Ωστόσο, η ποιήτρια δεν τρομοκρατείται από τον φόβο της ψυχαναγκαστικής τελειότητας ούτε της αποκάλυψης των προσωπικών μυστικών της δημιουργίας της. Συνεπής στην γραμμή της μεταμοντέρνας τέχνης επιτρέπει άφοβα στον αναγνώστη να γίνει μέτοχος και κοινωνός της διαδικασίας αυτής.
Οι Λευκοί Νάνοι, που έδωσαν το όνομά τους στην παρούσα συλλογή, απαντώνται κάπου παρακάτω:
μικροί νάνοι λευκοί νάνοι, νάνοι
παγωμένοι και μοναχικοί
να μαρτυρούν στους γέροντες την τρύπα
να επιβεβαιώνουν στους πύρινους
γίγαντες στους κόκκινους μεσήλικες
το πέρασμα και την πορεία
και τη ζωή…
Στην ορολογία της αστρονομίας λευκοί νάνοι ονομάζονται τα υπολείμματα ενός αστέρα μικρού ή μεσαίου μεγέθους μετά τον θάνατό του και έχουν σύντομη διάρκεια ζωής. Στην ποιητική συλλογή της Λιάτζουρα, ο φυσικός και αναπόφευκτος θάνατος των ουράνιων αυτών σωμάτων λειτουργεί στο ποιητικό σώμα της συλλογής ως το τέρμα της περιγραφής του δημιουργικού ταξιδιού και της ανάδυσης του ποιητικού Εγώ της δημιουργού.
Η δημιουργός εγκλωβισμένη στον περιοριστικό οικιακό χώρο την περίοδο της πανδημίας, όπως σχεδόν ολόκληρος ο πλανήτης, διαθέτει την ευχέρεια και τον χρόνο να επιδοθεί σε ενδελεχή ενδοσκόπηση και να έρθει αντιμέτωπη με προσωπικά, διακοινωνικά αδιέξοδα και κακώς κείμενα. Η αίσθηση διάλυσης της πραγματικότητας και μίας κανονικότητα που, ως τότε, αποτελούσε εχέγγυο ασφαλείας για δισεκατομμύρια ανθρώπους διαταράχθηκε βίαια με αποτέλεσμα να αισθανθούμε πως πλέουμε ανεξέλεγκτα στο διάστημα με κατηργημένο κάθε βαρυτικό νόμο. Η Λιάτζουρα επιτείνει την αίσθηση αυτή του αναγνώστη με την προσωπική ομολογία του δικού της αδιεξόδου, το οποίο, συνάμα, συνιστά μία πανανθρώπινη συνθήκη της εποχής:
Και ‘γω!
ένα δίποδο θηλαστικό
όρθιο και λογικό
να διασκορπίζομαι
σε πρόσκαιρες απολαύσεις
και να επιχειρώ
ΕΓΩ’
ένα δίποδο θηλαστικό
όρθιο και λογικό
καίριο άλμαπρος την πίστη
την κακή
Στο τρίτο και τελευταίο μέρος της ποιητικής σύνθεσης, κυριαρχούν οι αναγνωστικές οφειλές της ποιήτριας, τόποι και ιστορικά γεγονότα και μνημεία που φαίνεται να διαμόρφωσαν το ποιητικό της σύμπαν. Σημαντικές είναι οι αναφορές της στο θρησκευτικό και μυθολογικό στοιχείο με έμφαση στον Θεό-Πατέρα και Λυτρωτή, τους Λωτοφάγους και τους Υπερβορείους, ως ουτοπίες καταφυγής και σωτηρίας. Συνυπάρχουν οι μαθηματικές γνώσεις του Πτολεμαίου με την ένθεη λογική του Θωμά Ακινάτη, την κατάβαση του Δάντη στους επτά κύκλους της Κόλασης, την υπερηφάνεια του Αίαντα, το αναπόφευκτο της συνάντησης με τον Χάροντα, μία σπαρακτική επιστολή μετάνοιας στον Απόστολο Παύλο. Στο διακειμενικό της μωσαϊκό παραλήρημα η ποιήτρια αναζητά μία λογική βάση για ένα καινούργιο ξεκίνημα καταμεσής στο παράλογο του ολοκληρωτικού εφιάλτη που πυροδότησε η πανδημία, αφού προηγήθηκαν πολιτικοί, κοινωνικοί και οικονομικοί κλυδωνισμοί διαρκείας, στην σταθερή επιστημονική γνώση του Μπλεζ Πασκάλ, ενός εκ των θεμελιωτών της σύγχρονης μαθηματικής επιστήμης, στα γεωγραφικά ορόσημα των ποταμών της Μέσης Ανατολής, Τίγρη και Ευφράτη, περιοχής που κατέστη κοιτίδα των πρώτων αστικών πολιτισμών της ανθρωπότητας, μαζί με την αναζήτηση πρωτεϊκών δυνάμεων στο ανεξάντλητο πηγάδι των μυθικών αυτοκρατοριών των Σουμερίων και Ακκαδαίων Ασσυρίων. Πρόκειται για την σύνθεση ενός εντελώς λεπτομερούς οδηγού του παρελθόντος που θα αποτελέσει παραμυθία για το απρόσωπο και άγνωστο έρεβος του μέλλοντος.
Θα κλείσω με την στέρεη βεβαιότητα, που κλείνει η ποιήτρια, την λαβυρινθώδη σύνθεσή της για τον αέναο κυκλισμό της ανθρώπινης ύπαρξης και ιστορίας διαμέσου φάσεων ευτυχίας, αλαζονείας, ταπείνωσης και απελπισίας:
Στον πύργο της Βαβέλ σκαρφάλωσες
στον ουρανό και τον βωμό
και πιο πάνω και πιο πάνω και όλο πιο πάνω θέλησες
την πτώση να αποφύγεις
μα, εκείνο το φρούτο άλλοτε, μήλο κόκκινο δεν ήταν;
ΛΙΛΙΑ ΤΣΟΥΒΑ
literature.gr 4/4/2023
Η ποιητική κοσμογονία της Κατερίνας Λιάτζουρα
Η ποιητική συλλογή της Κατερίνας Λιάτζουρα, Λευκοί Νάνοι, (Βακχικόν 2022), συνιστά μια πολύστιχη αφηγηματική σύνθεση στην οποία καταθέτει τη θεώρησή της για τον κόσμο που μας περιβάλλει.
Συνδυάζοντας στοιχεία της προσωπικής φιλοσοφίας και διαπλέκοντας τις απόψεις της με τον υπαρξισμό και την οντολογία, η Κατερίνα Λιάτζουρα προβληματίζεται για την ανθρώπινη ύπαρξη και τον πολιτισμό που δημιούργησε. Η ποιητική της κοσμογονία ακολουθεί την εξελικτική πορεία της ζωής και του ανθρώπινου είδους. Ξεκινά από τo Μπιγκ Μπανγκ, (Big Bang), τη Μεγάλη Έκρηξη, σύμφωνα με την οποία το Σύμπαν δημιουργήθηκε από μια υπερβολικά πυκνή και θερμή κατάσταση, περίπου 15 δισεκατομμύρια χρόνια πριν. Συνεχίζει με τη γέννηση του Γαλαξία μας, του Ήλιου και της Γης, τη γέννηση των πρώτων οργανισμών, των πρώτων σπονδυλωτών, των Δεινοσαύρων. Προχωρά με την εμφάνιση του ανθρώπου και την πορεία της εξέλιξής του από τον Αυστραλοπίθηκο έως τον Homo Sapiens.
Στην αφήγηση εισχωρεί, όπως είναι φυσικό, ο σύγχρονος άνθρωπος με τα επιτεύγματά του, τα πειράματα, τις μεταλλάξεις, την τεχνητή νοημοσύνη, όπως και η απόληξη του Σύμπαντος, η αστερόσκονη στην οποία ίσως καταλήξει, δισεκατομμύρια χρόνια μετά τη δημιουργία του. Στο ενδιάμεσο παρεμβάλλονται Λευκοί νάνοι, αστέρες νεκροί οι οποίοι εκπέμπουν ακόμη φως, παρά τον θάνατό τους. Στην ποιητική κοσμογονία η ποιήτρια εναποθέτει και την προσωπική της γέννηση με τη χρονολογία 1972 και το όνομά της.
Η συλλογή διακρίνεται από έντονους υπαρξιακούς προβληματισμούς, αλλά και από το στοιχείο της καταγγελίας για όσα συμβαίνουν. Το μακροσκελές ποίημα εξελίσσεται σπονδυλωτά. Το ποίημα Συμπαντικές μνήμες τίθεται Αντί Προλόγου και εντός της ποιητικής αφήγησης, διακρίνουμε τρία μέρη-ενότητες:
Συνειδητοποίηση Ι.
Συνειδητοποίηση ΙΙ.
Αυτογνωσία.
Ακολουθούν:
Το χρονολόγιο της ύπαρξής [Mου] (κατά προσέγγιση).
Η συστηματική ταξινόμηση [Mου].
Σημειώσεις.
Με βιβλικό ύφος και έντονη ψυχική φόρτιση, στο μέρος Συνειδητοποίηση Ι, το ποιητικό υποκείμενο αναφέρεται στη γέννηση της ύλης, στο άτομο, (το άτμητο σωματίδιο), αλλά και στη διαρκή αλλαγή που επικρατεί στο σύμπαν, για τα οποία μίλησαν πρώτοι οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι Δημόκριτος και Ηράκλειτος. Η ποιητική αφήγηση αναπαριστά τη γέννηση του Γαλαξία μας και το γεμάτο φως Σύμπαν με παραστατικές εικόνες, επαναλήψεις και ασύνδετα. Η ζωή ήρθε σαν δώρο μέσα σ’ αυτή την κοσμογονία· τα πλάσματα και η ανθρώπινη παρουσία, οι πνευματικές αναζητήσεις, αλλά και το ανεπίλυτο ζήτημα του θανάτου για το οποίο η ποιήτρια δανείζεται την αρχαιοελληνική αναπαράστασή του, με τον βαρκάρη και τα ναύλα.
Οξύς, δραματικός και ιδιότυπος ο ποιητικός λόγος αποφαίνεται ως προς την ευδαιμονία και την αρετή, τις σκοπιμότητες και την αλλοτρίωση. Ευταξία, αταξία, εντροπία στο σύμπαν και στον άνθρωπο, ζην και ευ ζην. Η ψευδαίσθηση του ευ ζην μέσα στη σχετικότητα της αλήθειας, στις αυταπάτες και στις ανθρώπινες ελλείψεις. Η Λιάτζουρα ξεχωρίζει την εντροπία, την αποδιοργάνωση και την παύση της ζωής, το τίποτα. Προσπαθεί να αφυπνίσει για τη μαύρη τρύπα, το σημείο του χωροχρόνου στο οποίο είναι τόσο μεγάλες οι βαρυτικές δυνάμεις ώστε τίποτα δεν μπορεί να επιστρέψει. Τονίζει την προβληματική σχέση του εγώ με το εσύ, τον ναρκισσισμό, τα λαμπερά τίποτα της τηλεόρασης και των ΜΜΕ, την τρομολαγνεία, την απουσία της βούλησης, της κρίσης και των συναισθημάτων στον σύγχρονο άνθρωπο.
Το ύφος σε κάποια σημεία γίνεται σολωμικό και λυρικό, πάντα ωστόσο παραμένει νευρώδες και σαρκαστικό. Ο ποιητικός λόγος εκδιπλώνεται με παρατακτική σύνδεση, παραμυθιακή, επισημαίνοντας τα αλλεπάλληλα κρίματα του ανθρώπου προς τον άνθρωπο, αλλά και την κτηνώδη στάση του απέναντι στη φύση -την παράδοση των αγίων τοις κυσί. Ο μικρός άνθρωπος καταστρέφει τη μητέρα γη. Η τέχνη της ποίησης υπεισέρχεται ως εκφορά του ανθρώπου που θλίβεται και δημιουργεί. Η αυτοαναφορικότητα είναι παρούσα, όπως και η διακειμενικότητα.
Στην ενότητα Συνειδητοποίηση ΙΙ, το ποιητικό υποκείμενο περνά στην επίθεση, σε στάση καταγγελτική, η οποία αποτυπώνει την ανάγκη για κάθαρση και δικαιότερη κοινωνία. Υπεισέρχεται το στοιχείο των προσωπικών τραυμάτων, τα πολλαπλά χαράγματα-σπαράγματα του βίου μας, η μνήμη και οι νεκροί, οι έρωτες, τα όνειρα, ο φόβος του θανάτου και φυσικά η θρησκεία με τα παραγγέλματα και τις διακηρύξεις της.
Λογοπαίγνια, καθημερινές λέξεις και εκφράσεις αγγλικές, σκόπιμα επιλεγμένες από τη γλώσσα των Χρηματιστηρίων και της παγκόσμιας οικονομίας, αναφορές στη γερμανική κουλτούρα, στον Πασκάλ, τον Δάντη, τον Θωμά Ακινάτη, (τον θεολόγο-φιλόσοφο που προσπάθησε να συμφιλιώσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία με τη μεσαιωνική θεολογία), εκφράζουν την ενδόμυχη αγωνία, τον βαθύ κραδασμό που διεγείρει την ποιητική συνείδηση. Στη θέα ενός κόσμου χωρίς ηθικά, πνευματικά και αισθητικά ερείσματα, απελπίζεται και προσπαθεί να βρει ερείσματα. Μεγάλη είναι η πτώση. Ακράτεια και λαγνεία. Βία και αποξένωση.
Απευθύνεται στον Απόστολο Παύλο, τον κήρυκα που οικουμενοποίησε τον χριστιανισμό, τη θρησκεία που διακήρυξε την αγάπη. Όμως, στη θέση των κηρυγμάτων του Παύλου περί ισότητας των φύλων, κατάργησης της δουλείας, σεβασμού του ανθρώπινου προσώπου, αντικρίζει τον πρίγκιπα της κόλασης, τον Ασμοδαίο και τα Επτά θανάσιμα αμαρτήματα της Καθολικής Εκκλησίας: την αλαζονεία, τη ζηλοφθονία, την οργή, την οκνηρία, την απληστία, τη λαιμαργία, τη λαγνεία. Την αγάπη και τη δικαιοσύνη δεν τη βλέπει στη γη.
Η ανάγκη για Αυτογνωσία είναι επιτακτική. Γι’ αυτό και στην ομώνυμη ενότητα έρχονται αυτοσαρκαζόμενοι οι Εαυτούληδες του Χαλκιδιώτη λογοτέχνη Γιάννη Σκαρίμπα.
Ως ωραία ήταν μου απόψε η λύπη.
Ήρθαν όλα σιωπηλά χωρίς πάθη
και με ήβραν – χωρίς κανέν’ να μου λείπει-
τα λάθη.
Κι ως τα γνώρισα όλα μου γύρω – μπραμ-πάφες
όλα κράταγαν, τρουμπέτες και βιόλες
-ΕΑΥΤΟΥΛΗΔΕΣ που με βλέπαν, οι γκάφες
μου όλες. […]
Αλαζονικά φερόμενη η ανθρώπινη ύπαρξη, παρά τη δύναμη του εγκεφάλου της, τα τεράστια επιστημονικά και τεχνολογικά επιτεύγματα, κατασκεύασε έναν ετοιμόρροπο Πύργο της Βαβέλ, έναν κόσμο αρένα. Η Λιάτζουρα κλείνει τη σύνθεσή της με ένα ερώτημα που επαναφέρει το προπατορικό αμάρτημα:
μα, εκείνο το φρούτο άλλοτε, μήλο κόκκινο δεν ήταν;
Μια εκρηκτική ποιητική σύνθεση είναι οι Λευκοί Νάνοι της Κατερίνας Λιάτζουρα. Έργο πυκνό και άμεσο, ανθρωποκεντρικό, που αναδεικνύει το μεγαλείο, αλλά και τη μικρότητα του ανθρωπίνου είδους. Ένας χειμαρρώδης ποιητικός μονόλογος στον οποίο φιλοσοφία και επιστήμη δένουν αρμονικά με την ποίηση. Στο σώμα του, παρακολουθούμε τον αγώνα για την επώδυνη αυτογνωσία, αλλά και την προβολή ενός έντονου ηθικού αιτήματος. Επαναλαμβανόμενο το πώς κατισχύει στο περιεχόμενο. Πώς από το μεγαλείο της Δημιουργίας φθάσαμε στην καταστροφή, στο αδιέξοδο. Το mal du siècle φαίνεται να διαιωνίζεται ως αρρώστια και του εικοστού πρώτου αιώνα, ενώ η πτώση φαντάζει ανεπανόρθωτη. Η σαρκαστική διάθεση διατυπώνεται με οδύνη ανάλογη του επίσης οδυνηρού αυτοσαρκασμού στο ποίημα.
[…] Όχι φίλε μου Pascal!
δεν φταίει που δεν είμαι
ικανή να κάτσω στο δωμάτιο ήσυχα
και μόνη
φταίει που ο κόσμος γύρω μου
άρχισε να γυρνά παράδοξα
την εποχή των οραμάτων […] (σελ. 34)
ΚΟΣΜΑΣ ΚΟΨΑΡΗΣ
periou.gr 21/1/2023
Ερεβώδης, όσο και αινιγματική, είναι η ιδιαίτερη ποιητική συλλογή της Κατερίνας Λιάτζουρα με τον εμβληματικό τίτλο: Λευκοί νάνοι. Συνιστά ένα οδοιπορικό στα άδυτα της εσωτερικότητας του ποιητικού υποκειμένου, ένα παλμογράφο των αυθεντικών βιωμάτων της, καταμαρτυρώντας την χειμαρρώδη εξομολογητική της διάθεση. Οι εκτεταμένες αφηγήσεις μετασχηματίζονται σε μεγεθυμένες αναπαραστάσεις που μαγνητίζουν τον αναγνώστη με την πανοραμικότητα των πλάνων τους.
Η ποιήτρια εκλαμβάνει τον ποιητικό της χώρο ως ένα απενοχοποιημένο πλαίσιο εκτύλιξης επιθυμιών και σκέψεων που εντάσσονται στη σφαίρα του ασύνειδου ή που προσκρούουν στις παγιωμένες νόρμες. Το πιο σημαντικό στοιχείο που μας προσφέρει η συγκεκριμένη συλλογή είναι ότι συνενώνει την ιερότητα μιας ατομικής οντολογίας με την ανασχηματιζόμενη ιστορία της ποιητικής μυθολογίας ανά τους αιώνες. Τα παραδοσιακά υλικά που συνθέτουν την ποιητική μαγιά, όπως η νοσταλγία για τα περασμένα, η θλίψη, το αίσθημα του ημιτελούς και του ανεκπλήρωτου παύουν να στοιχειώνουν την ποιητική ταυτότητα της Λιάτζουρα.
Περισσότερο, θα έλεγε κανείς ότι αντιστρατεύεται και αντιπαρέρχεται όλο το ποιητικό παρελθόν όχι για να το διαγράψει ή να το υπονομεύσει, αλλά για να το καθυποτάξει στη δυναμική του αύριο, με την έντονη ενδόμυχη επιθυμία ότι κάποτε το ανθρώπινο πεπρωμένο γίνεται οικείο και προσιτό, όχι απόκοσμο και αδιάφορο, απέναντι στους γήινους προβληματισμούς μας. Η εκτενής ροή του ποιητικού λόγου, από την άλλη, ενέχει μια υπολανθάνουσα ελλειπτικότητα, ορισμένα κρυπτικά διάκενα όπου εκεί περιπλέκονται όσο και διασταυρώνονται η αναγνωστική πρόσληψη με την εκμυστηρευτική λυρική διάθεση του πομπού-δημιουργού. Οι νάνοι της ύπαρξης μεταμορφώνονται σε λευκές φωταψίες του ανείπωτου του οποίου το διαχωριστικό όριο ανάμεσα στο υπαρκτό και το φασματικό επικαθορίζεται από το γράφον υποκείμενο, χωρίς, ωστόσο να τσιμεντώνει τα σημεία διαχωρισμού που μεσολαβούν ανάμεσα στην ατομική εμπειρία και τη γενικευμένη, την συλλογική, την παν-ανθρώπινη.
ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
periou.gr 31/12/2022
Η εποχή των οραμάτων
Το long poem, μακροσκελές, μεγάλο ή μεγάλης έκτασης ποίημα, ως ποιητικό είδος ξεκίνησε από την αρχαιότητα με τα έπη, έγινε αγαπητό στον Μεσαίωνα, άνθισε στα χέρια των ποιητών και ποιητριών του Αμερικανικού Μοντερνισμού στις αρχές του εικοστού αιώνα, επιλέχθηκε από Έλληνες ποιητές την ίδια εποχή όπως Σικελιανός, Παλαμάς, και τη γενιά του ’30 όπως ο Γκάτσος. Η σύγχρονη ποιητική παραγωγή δείχνει ότι είναι ακόμα αγαπητό στις μέρες μας. Ο Ezra Pound θεωρούσε ότι λειτουργεί για να αφηγηθεί μια «ιστορία της φυλής» ή τις αξίες και την ιστορία ενός πολιτισμού. Ή κατά τον Langston Hughes ο ποιητής ενός long poem είναι ο ίδιος «φορέας του φωτός», κάποιος που κουβαλάει το φως στο ταξίδι του μέσα στην ιστορία μιας φυλής. Κάτι σαν ποιητής-προφήτης αφού παρέχει αναγνώστη το όραμά του και μια ολόκληρη κοσμοθεωρία. Συχνά αυτού του είδους τα ποιήματα είναι φιλοσοφικά έργα που διερευνούν τη θέση του ανθρώπου σε ένα τραγικό παρόν, κάποτε και σε σχέση με την απώλεια της θρησκευτικής πίστης όπως το Waste Land του T.S. Eliot. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο το μακροσκελές ποίημα δίνει τη δυνατότητα στον ποιητή, ποιήτρια να είναι εγκυκλοπαιδικός στη θέαση του κόσμου, συνδυάζοντας επιστημονικά, κοινωνιολογικά, ανθρωπολογικά και ιστορικά στοιχεία. Ως πολυδιάστατο ποίημα μπορεί να συγχωνεύσει πολλά λογοτεχνικά είδη, όπως διάλογο, πεζά, ακόμα και σενάρια. Με τον πολύτροπο χαρακτήρα του προσιδιάζει στην κατακερματισμένη, πολύβουη ψυχή του σύγχρονου πολιτισμού.
Όλα τα παραπάνω αντιστοιχούν και στο μακροσκελές ποίημα Λευκοί νάνοι της Κατερίνας Λιάτζουρα, Βακχικόν 2022. Η ποιήτρια παρέχει στον αναγνώστη έναν ευρύ χώρο θέασης, διατρέχοντας την ιστορία του κόσμου από τη γένεση του σύμπαντος με την Μεγάλη Έκρηξη μέχρι το παρόν. Ο χώρος και ο χρόνος του ποιήματος είναι εκτεταμένος, ευρύς και βαθύς, γι’ αυτό και η μεγάλη έκταση του ποιήματος. Η ποιήτρια ως «φορέας του φωτός» κατά τον Hughes, και ο αναγνώστης μαζί της, περιπλανιούνται στο χώρο και στο χρόνο αναζητώντας νόημα σε μια αναζήτηση προσώπου διαμέσου της ανθρώπινης ιστορίας. Τα ποιήματα της συλλογής παραλληλίζονται ως λευκοί νάνοι, δηλαδή αστέρες στο μέγεθος περίπου της Γης, οι οποίοι με το θάνατό τους εκπέμπουν άφθονο φως. Αυτή η διαδικασία διαρκεί δεκάδες δισεκατομμύρια χρόνια γεγονός που μας πάει πίσω στην γένεση του σύμπαντος. Μια γένεση που αρχικά έμοιαζε, κατά την ποιήτρια, ως επαγγελία του φωτός: «για κάποιο Σύμπαν/που ήταν γεμάτο φως/και μόνο φως/φωςׄ». Και αυτό το φως μοιάζει τόσο με αυτό των αστρικών πτωμάτων, των αστέρων λευκών νάνων μέσα στο σύμπαν αφού ζήσαμε ως ανθρωπότητα στον πλανήτη Γη «και καταλήξαμε στο τίποταׄ/ μαζί με τ’ άλλα αστρικά τα πτώματα».
Το φως παίζει μεγάλο ρόλο στην ποιήτρια, και επανέρχεται συχνά σε αυτό, αφού για τους λευκούς νάνους το φως τους σημαίνει ότι έχουν πεθάνει, άρα ότι έχουν ζήσει. Ζωή και θάνατος, τα δυο αυτά εφήμερα μαζί. Στο άπειρο Σύμπαν ο νόμος είναι τόσο η εφημερότητα όσο και το αέναο. Προσδιορισμοί που χαρακτηρίζονται από αντίφαση και πολυμέρεια, φως και σκοτάδι. Και ο άνθρωπος στον μικρό πλανήτη Γη φέρει αυτά τα αρχέγονα στοιχεία της συμπαντικής γένεσης και της φθοράς. Το ζήτημα, αφυπνίζει η ποιήτρια, είναι το τι θα κάνει σε αυτό τον απειροελάχιστο χρόνο που του αναλογεί μέσα στο συμπαντικό χωρόχρονο. Να συνειδητοποιήσει και να αξιοποιήσει το φως που έχει μέσα της η ανθρώπινη ύπαρξη. Είναι η προσωπική του ευθύνη ως μέρος του σύμπαντος κόσμου. Και όταν στέκεται απέναντι σε αυτή την απεραντοσύνη του συμπαντικού χωρόχρονου έχει την ηθική υποχρέωση να νοιώσει μικρός και να συνειδητοποιήσει το ρόλο του: «και εγώ να στέκω στην σκιά ενός/ χορταριού ενός δέντρου ενός αστεριού/ ενός φεγγαριού ενός γαλαξία/». Όμως ο άνθρωπος με τον τεράστιο εγωκεντρισμό του, θρονιασμένος στο θώκο του, μας λέει η Λιάτζουρα, σπαταλά τον χρόνο της ζωής του μέσα στο Σύμπαν σε πρόσκαιρες απολαύσεις και χρεοκοπημένες ηθικές. Η ανθρωπότητα σήμερα βρίσκεται στο σκοτάδι αφού «η βούληση έχει ατονήσει/η σκέψη ναυαγήσει/ νεκρά είναι τα αισθήματα/ μια μαύρη τρύπα όλαׄ». Η ιστορία του ανθρώπου έχει αναδείξει βαρβαρότητα, βία, ψεύτικες ιδέες, χαρακώματα, πολεμικές ιαχές, απόγνωση, προσκόλληση στα υλικά αγαθά. Τώρα, μονολογεί η ποιήτρια, παντού θάνατος, στάχτη, αποκαΐδια. Για να γεφυρώσει τη θλίψη και την αηδία ζωγραφίζει το πράσινο, τη ζωή, με ελπίδα και οραματισμό, για να διώξει το μαύρο: «και γέμισα τη μαύρη ψυχή με πράσινο/ και έβαψα τη μαύρη ψυχή με πράσινο/ μόνο πράσινο/ -ΠΡΑΣΙΝΟ-». Από έντονη γραφή ως έκφραση αγωνίας και εσώτατης ανάγκης χαρακτηρίζεται το μακροσκελές ποίημα Λευκοί Νάνοι. Η γλώσσα έχει συγκινησιακή φόρτιση με λόγο ζωντανό, νευρώδη, κάποτε σαρκαστικό ή και αυτοσαρκαστικό, με λυρικά ψήγματα ιδιαίτερα σε σημεία συναισθηματικής κλιμάκωσης. Ο συγκινησιακός πυρήνας του ποιήματος, εκφράζοντας την εσωτερική πάλη με τις ιδέες και τα πάθη του ανθρώπινου προσώπου, ξεκινά από παράπονο, εξελίσσεται σε σάτιρα και κλιμακώνεται σε υποδόρια κραυγή.
Μέσα σε μια εναγώνια προσπάθεια για εύρεση νοήματος και ρόλου ύπαρξης, η ποιήτρια ως πλανήτης και πλάνης, περιπλανιέται και πλανιέται. Προσπαθεί να ανιχνεύσει την οδυνηρή κρίση των αξιών που βασανίζει τον άνθρωπο και τη μοίρα του. Ψάχνει να βρει το φως που προϋπάρχει μέσα στον άνθρωπο, αυτό που έχει λησμονήσει, αφού «αξημέρωτα υπό τον ήχο/ των Λωτοφάγων/» «προσχώρησε στη λήθη». Η ίδια παλεύει να αποτινάξει τη λήθη συνομιλώντας με βιβλία και πρόσωπα της ιστορίας, λογοτέχνες, φιλοσόφους, επιστήμονες. Θέτει το ζήτημα της ανθρώπινης ύπαρξης τόσο από την οντολογική όσο και από τη γνωσιολογική του άποψη, σε μια αλληλοπεριχώρηση επιπέδων ποίησης, φιλοσοφίας και επιστήμης. Στη βιωματική, υπαρξιακή της αναζήτηση η Λιάτζουρα, στρέφεται για βοήθεια και στην ιδέα του Θεού, στην ιδέα ότι μέσα στον άνθρωπο υπάρχει ο θεός, ως αρετή και ηθική. Μελετά τη χριστιανική θεολογία, την οντολογική φιλοσοφία, τον γερμανικό μυστικισμό, στις οραματικές γραφές. Συνομιλεί με τον απόστολο Παύλο αλλά και με τον Μπλεζ Πασκάλ, μαθηματικό και θεολόγο ο οποίος μέσω μυστικιστικών οραμάτων και επιστημονικών γνώσεων έψαχνε τη σχέση ανθρώπινης ψυχής και θεού. Εδώ και ο Δάντης με τη Θεία Κωμωδία του, ο φιλόσοφος θεολόγος Ακινάτης με την οντολογία του ο οποίος πίστευε ότι με τη μελέτη του φυσικού κόσμου θα μπορούσε να εξηγήσει τα μυστήρια της Αποκάλυψης. Αυτό που βρήκε όμως είναι τα Επτά αμαρτήματα τα οποία βλέπει παντού και σήμερα η ποιήτρια: αλαζονεία, ζηλοφθονία, οργή, οκνηρία, απληστία, λαιμαργία, λαγνεία. Πουθενά η αγάπη και η σοφία, η δικαιοσύνη. Γιατί; Πώς; επαναλαμβάνει με αγωνία στις ερωτήσεις της η Λιάτζουρα. Πώς από την μεγαλειώδη αρχή της δημιουργίας του το ανθρώπινο είδος έφτασε να πολεμά για κυριαρχία, να στήνει άξενες πόλεις, να πιστεύει σε υλικούς θεούς, να καταπατά ανθρώπινα δικαιώματα και νόμους, να σκλαβώνεται σε καπιταλιστικά και καταναλωτικά συστήματα; Και τελικά, πώς θα εξακολουθήσει να είναι ο κόσμος μας αυτός στο μέλλον; Και ποια είναι η ευθύνη του σημερινού ανθρώπου; Αναλογικά και το ποίημα στον τελευταίο στίχο του δεν έχει τελεία, γεγονός που υποδηλώνει το μέλλον: «φταίει που ο κόσμος γύρω μου/ άρχισε να γυρνά παράδοξα/ την εποχή των οραμάτων».
Ο σύγχρονος άνθρωπος είναι ανέστιος και πλάνης φαίνεται να λέει η ποιήτρια, η οποία και αυτή ως πλάνητας περιπλανιέται στο χωρόχρονο της ιστορίας του κόσμου μας αλλά και της βιωματικής, προσωπικής της ιστορίας, διαγράφοντας τις δικές της, μοναδικές διαδρομές και διασταυρώσεις με πρόσωπα και πράγματα. Διατρέχει την κοσμική, την κοινωνική και την ανθρωπολογική πορεία του πνεύματος. Δείχνει ιδιαίτερη προτίμηση σε Χάρτες της αρχαιότητας ή του Μεσαίωνα όπου έχουν γίνει απόπειρες για να αποτυπωθεί η θέση της Γης μέσα στο σύμπαν, και η θέση του ανθρώπου μέσα στη Γηׄ κάτι που η ίδια η ποιήτρια κάνει στο long poem της. Η τοπογραφία του «χάρτη» των Λευκών νάνων είναι μια διαλεκτική ροή που αποδομεί αλλά παράλληλα προσπαθεί να ανασυγκροτήσει το σύγχρονο κοσμοείδωλο. Το μακροσκελές ποίημα Λευκοί νάνοι είναι γέννημα μιας ανήσυχης καρδιάς, ενός κοσμικού όντος που φιλοσοφεί ποιητικά. Αναζητά το όραμα που θα αναγεννήσει την ανθρώπινη ύπαρξη και θα την αφυπνίσει από την ηθική της κατάπτωση.
.
Η ΚΡΕΜΜΥΔΑΠΟΘΗΚΗ 2020
ΛΙΛΙΑ ΤΣΟΥΒΑ
FRACTAL 16/6/2020
Τα πεζοτράγουδα, της Κατερίνας Λιάτζουρα
Η μεταφορά, σύμφωνα με τον Λακάν, αποτελεί έκφραση του ασυνειδήτου. Βρίσκει το αντίστοιχό της σε κάθε μορφή τέχνης και είναι ταυτόσημη με την ίδια τη δημιουργία.
Η Κατερίνα Λιάτζουρα, στη νέα της ποιητική συλλογή Η κρεμμυδαποθήκη (Βακχικόν 2020), μεταλλάσσοντας το σημασιολογικό περιεχόμενο μιας παλιάς αποθήκης κρεμμυδιών και χρησιμοποιώντας της ως κινηματογραφικό σημείο, όπως θα έλεγαν οι δομιστές, επιχειρεί μια ενδοσκόπηση, μια εκ βαθέων ποιητική εξομολόγηση.
Κρατά την κάμερα στο ύψος των ματιών και οπτικοποιεί την ιστορία της με κάδρο τη Χαλκίδα ή την Εύβοια. Οι περισσότεροι τίτλοι αντιπροσωπεύουν τόπους βιωματικούς: Χαλκίδα, Χιλιαδού, Καράμπαμπας, Μεγάλη γέφυρα Χαλκίδας, Σιδηροδρομικός σταθμός Χαλκίδας, Οδός Βώκου, Πλατεία Φρίζη, Οδός Ιστιαίας, Βούνοι, Οδός Αβάντων, Αγία Κυριακή. Στην Κρεμμυδαποθήκη ακούμε τη φωνή της σκέψης της, τους εσωτερικούς της μονολόγους.
Ένας εσωτερικός διηγηματικός ήχος είναι η Κρεμμυδαποθήκη με πλάνα υποκειμενικά και πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Αλλά και με την ανατρεπτική τεχνική του πεζοτράγουδου, του poème en prose. «Νόθο είδος» το ονόμασε ο Νάσος Βαγενάς, «ένα σώμα που από τη μέση και κάτω περπατά και από τη μέση και πάνω χορεύει».
Η Άννα Κατσιγιάννη εξηγεί πως «το ποίημα σε πεζό φαίνεται να προέρχεται εν μέρει από την ποιητική πρόζα, δηλαδή από τα λυρικότερα μέρη της πεζογραφίας από τα οποία και αποσπάται σε αυτόνομο είδος. […] Δανείζεται τα εκφραστικά του μέσα από την πρόζα, απορρίπτοντας κάθε μετρική σύμβαση, ενώ ταυτόχρονα στην κατασκευή του διεκδικεί μια ποιητική υπόσταση. Είναι αυτή ακριβώς η διπολικότητα, η αναρχική φύση ή η έλλειψη αυστηρών νόμων που να το διέπουν, που το καθιστά είδος δυσκολότατο».
Η Κατερίνα Λιάτζουρα, στην Κρεμμυδαποθήκη, συνθέτει ποιητική πρόζα. Μιλά με διεισδυτικότητα και πρωτοτυπία για τον κόσμο που μας περιβάλλει, έξω από κοινοτοπίες και εύκολα μοτίβα. Ο λόγος της είναι λυρικός. Και θεατρικός. Κάθε ποίημα και σκηνικό. Ταινίες μικρού μήκους. Ένας αρχαιοελληνικός χορός που αναπαριστά την τραγωδία της ζωής.
Με όπλα της τη συντομία και την ένταση δεν διστάζει να αναμετρηθεί με τον εσώτερο εαυτό και τους εφιάλτες της, με την απώλεια, τα ιερατικά λόγια, τη ζωή και τους κατακερματισμούς της. Καθαρίζει και νοικοκυρεύει τη σκοτεινή κρεμμυδαποθήκη. Εκθέτει τα υπάρχοντά της και αφιερώνει τη συλλογή στον άνθρωπο που δεν φοβήθηκε να επιμείνει. Με τον τρόπο αυτό τής δίνει χαρακτήρα αισιόδοξο.
Τα αυτοβιογραφικά στοιχεία, οι αναφορές στη γιαγιά Κατίνα, η προσφώνηση στο όνομά της (Κατερίνα ή Κατίνα), προσδίδουν βιωματικό χαρακτήρα στη συλλογή και οδηγούν τον αναγνώστη σε συνειρμούς ενός καθολικότερου απολογισμού ζωής. Στην ΠΛΑΤΕΙΑ ΦΡΙΖΗ της Χαλκίδας φτάνει ένας έφηβος με ασπρισμένα μαλλιά.
[…] Πώς γλίστρησε η νιότη; Πώς κάποτε νέοι ακόμα, αρυτίδωτοι, ανυποψίαστοι, αθώοι, όρκο δώσανε την αδάμαστη ζωή να τιθασεύσουν; Απονήρευτοι αθώες σκέψεις κάνανε. Αθώα προσέγγισαν και αθώα προσεγγίζουν. Αθώα θα σπαρταρίσουν. Αθώα θα μαρτυρήσουν σ’ αυτόν τον απόηχο των τόσων συγγραμμάτων μου.
Αποτιμάται η προσωπική σχέση με τον χρόνο. Οι διαψεύσεις, οι ματαιώσεις, οι αυταπάτες, γίνονται κέντρο της θεματικής της Κατερίνας Λιάτζουρα σε αυτόν τον απολογισμό, όπως και ο έρωτας, με την προσδοκία που δημιουργεί. Και μπορεί τα όνειρα συνήθως να διαψεύδονται, όμως δεν παύουν να υπάρχουν.
ΑΥΤΑΠΑΤΕΣ
Κάθομαι στη θέση που μου αρμόζει. Στρογγυλό τραπέζι. Μυρωδιά τσιγάρου και ξινισμένο κρασί. Μοιρασμένα τα χαρτιά. Το φως όσο πρέπει. Σ’ έχω αντίκρυ. Απόμακρος και σκεφτικός. Βυθισμένος. Τι συνδυασμούς να κάνεις; Να κερδίσεις; Να κατακτήσεις; Να απορρίψεις; Να καταρρίψεις; Να ταυτιστείς; Να με αγαπήσεις; Το ρολόι χτυπά αλύπητα. Ο χρόνος μου τελείωσε. Μια κλεψύδρα πια η ζωή μου. Τράβηξα χαρτί και έχασα. Σειρά σου. Θα σβήσω το φως φεύγοντας.
Ένα ταξίδι αυτοαναφορικό και υπαρξιακό, με ρεαλιστικά και ρομαντικά στοιχεία, αλλά και σαρκασμό είναι η Κρεμμυδαποθήκη. Οι εικόνες που στήνονται είναι ελληνικές. Περιέχουν καφέ και κονιάκ, στραγάλια και σταφίδες, δυόσμο και βασιλικό. Θαλασσινά τοπία. Και του Αιγαίου τα αρώματα. Γάμοι και κηδείες. Ανατολή και Δύση. Αναπαριστούν την παρωδία που λέγεται ζωή.
Ποια από τις δυο μας πεθαίνει; αναρωτιέται η ποιήτρια στην κηδεία της γιαγιάς Κατίνας.
Το ποιητικό υποκείμενο στην Κρεμμυδαποθήκη της Κατερίνας Λιάτζουρα βρίσκεται σε ένα συνεχές κυνηγητό (πανικόβλητη, κυνηγημένη, ξαγρυπνημένη). Οι τόποι είναι κρύοι. Στους παγερούς μονόδρομους αποτυπώνεται η υπαρξιακή αγωνία. Διασταυρώνονται ο αμείλικτος χρόνος με τη μοναξιά. Η ρευστότητα των πραγμάτων με τη μνήμη. Οι εικόνες συνθέτουν την τραγική πάλη της ύπαρξης, ενώ η μνήμη, στο πισωγύρισμά της, επαναφέρει τον παράδεισο της παιδικής ηλικίας.
Κάπου Στις γειτονιές της Στουτγκάρδης
Ξάπλωσα και είδα σύννεφα. Σύννεφα που ο αγέρας τρέφει κατά βούληση. Και ξάφνου νόμισα πως βρέθηκα ξανά εκεί. Εκεί. Πάνω στο πλέγμα μιας παιδικής χαράς να δίνω μορφή στα σύννεφα και με κάποιο τρόπο μαγικό να αγγίζω την ευτυχία. Τότες, δεν αποζητούσα τίποτα άλλο. Ξάπλα σ’ ένα πλέγμα που σημαδεύει το κορμί και τον αέρα να δροσίζει υπόκωφα το πρόσωπό μου. Ασυνείδητα και ανυποψίαστα. Τώρα αποζητώ την ανεμελιά των χρόνων εκείνων, όπου νόμιζα πως με την ανάσα του ο αγέρας θα πήγαινε την ψυχή ψηλά και πως με τη σιωπή του θα με προσγείωνε σε εδάφη γνώριμα, ονειρεμένα. Δακρύζω όταν έρχεσαι στον νου. […]
Η παρηγοριά έρχεται μέσα από την ποίηση και το τραγούδι.
[…] Φύσα, λοιπόν, να ζεσταθείς με το χνώτα μου. Ψιθύρισε μελωδίες για να αντισταθείς στη σιωπή μου. Δυο ήχους είναι να βγάλεις μόνο.
Φου φου φου
Λα λα λα
(ΛΙΜΕΝΑΡΧΕΙΟ ΧΑΛΚΙΔΑΣ)
Τα σκηνικά που πλάθει η Κατερίνα Λιάτζουρα στην Κρεμμυδαποθήκη είναι αιμάτινα. Το παραμύθι δεν υπάρχει. Τα γοβάκια είναι ταλαίπωρα απ’ των χρόνων τις αφηγήσεις. Τα εσώρουχα συνθετικά και ξένα. Τα παλικάρια είναι της φακής. Όμως τα παραμυθένια όνειρα των παιδιών θα παραμείνουν. Η νεραϊδοπαρμένη αστερόσκονη θα συνεχίσει να βγαίνει από το μπούστο και πάντα θα υπάρχει η διάθεση μιας καινούριας αρχής.
«Και μη λυπηθείς ούτε στιγμή για την απουσία μου, αλλά να χαρείς που τόλμησα να ξεκινήσω και να σηκώσεις το ποτήρι σου και να ευχηθείς καλό δρόμο να έχεις, Κατινάκι μου». (ΜΑΝΙΚΑ)
Το σύνολο των συμβάντων του σεναρίου στην Κρεμμυδαποθήκη δημιουργούν την οπτιμιστική φιλοσοφία δίπλα στον βόθρο να φυτεύεις προσδοκίες.
Και ο έρωτας:
Ριγωτά μαξιλάρια στήριξαν κεφάλια να συνομιλήσουν. Κατηφορικά μονοπάτια επέτρεψαν κορμιά να αγγιχτούν. Και εγώ περπάτησα σε άσπρο μονοπάτι ποτίζοντας τα δεδομένα με κοπριά και νερό. Χέρια απαγκιστρωθήκανε από λεβιέδες δύο ταχυτήτων και ενωθήκανε. Νιφάδες ζαλιστικές με στροβίλισαν απλόχερα στον χορό της προσμονής. Ωραία διαδρομή, επιστροφή. Γαλήνη […]. (ΒΟΥΝΟΙ)
Στον λόγο της Κατερίνα Λιάτζουρα κυριαρχεί το ρήμα. Η κρεμμυδαποθήκη στεγάζει την ανάγκη για αποφασιστικότητα, την ανάγκη για έναν χώρο όπου θα στεγαστούν τα όνειρα και οι προσδοκίες. Έναν χώρο ασπρισμένο, με πλατύφυλλο βασιλικό, γεράνια και βουκαμβίλιες, για τον απόηχο της μέρας και την παρακολούθηση της πορείας του ήλιου, που χάνεται πίσω από της θάλασσας τη γραμμή.
Από την Κρεμμυδαποθήκη της Κατερίνας Λιάτζουρα βγαίνουμε με μια βαθύτερη εσωτερική δυναμική και με τον λυτρωτικό χαρακτήρα της ξεχωριστής ποιητικής έκφρασης.
Μην κόβεις τα σχοινιά, δεν διαθέτω αλεξίπτωτο. Μόνο τη γαλάζια ομπρέλα με τα λευκά μπουμπουκάκια κουβαλώ μαζί μου. (ΟΔΟΣ ΑΒΑΝΤΩΝ)
ΧΑΡΑ ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
ΣΤΑΧΤΕΣ 20/05/2020
Στα γεωγραφικά τοπία της ύπαρξης
«….ανοιξιάτικος χείμαρρος ξεχύθηκε η ευχή, να μην τελειώσει το ταξίδι της προσμονής, μα τώρα εξαρχής να ξεκινήσει.»
Απρόσμενη καταβύθιση στη μαγεία των λέξεων αποτελεί η καινούρια ποιητική συλλογή της Κατερίνας Λιάτζουρα. Πρόκειται για ένα βιβλίο έκπληξη που περιλαμβάνει τριάντα ένα πεζολογικά ποιήματα ή πεζοποιήματα, εφόσον δεν διαθέτουν το διακριτό χαρακτηριστικό του διαχωρισμού σε στίχους.
ΚΟΚΚΙΝΟ ΣΠΙΤΙ (απόσπασμα)
Γυναίκα είμαι που άφησε τα μαλλιά να μακραίνουν, αυτά που δίνουν όγκο στα μυαλά δήθεν να καλύψουν της αμηχανίας την αντίδραση πως στα Άγια Νερά του Προδρόμου του Βαπτιστή του Σωτήρη, Μαρία με βάφτισε και όχι Κατερίνα. Και ναι, έργα εκθέτω που δεν αναζήτησες να δεις¨ και ναι, είμαι η οικοδέσποινα απόψε και θα σε ξεναγήσω στα Κόκκινα Σπίτια και στα μαύρα της ψυχής.
Ο θάνατος σε όλη την παγερή του μεγαλοπρέπεια είναι το θέμα με το οποίο επιλέγει να ανοίξει τη συλλογή η ποιήτρια σε μια αφιέρωση στη μνήμη της γιαγιάς της. Το τέλος αλλά και το ξεκίνημα της ζωής με όλη την τρυφερότητα αλλά και λεξιλογικές επιλογές αντιποιητικές κι ασύμβατες. «Ποια από τις δυο μας πεθαίνει; Το χώμα μυρίζει μούχλα. Καιρό είχε να αεριστεί. Να που ήρθε η ώρα. Για όλα έρχεται η γαμημένη η ώρα. Τα κοράκια δεν βλέπουν την ώρα να αποδημήσουν. Το Πήλιο φόρεσε τα γιορτινά του.»
Πεζοποιήματα λοιπόν- θραύσματα μιας όχι ξεχασμένης παιδικότητας αλλά και μια επώδυνης ενηλικίωσης που αφηγούνται μια ιστορία ή μάλλον τον μακρινό απόηχο μιας ιστορίας όπως την έχει τεμαχίσει σε άτακτα κομμάτια η μνήμη.
Και πανταχού παρούσα η Εύβοια, τόπος διαμονής της ποιήτριας, η Χαλκίδα, η μεγάλη γέφυρα, ο λόφος του Καράμπαμπα όπου φύτεψε τον πλάτανο της προσδοκίας, το λιμεναρχείο Χαλκίδας, η οδός Αβάντων, το κόκκινο σπίτι, αλλά και η Στουτγκάρδη και η Χιλιαδού, η Αρτάκη, το Κάβο Ντόρο. Όπως όμως θα διαπιστώσει σύντομα ο αναγνώστης, όλες οι τοπιογραφικές αναφορές λειτουργούν περισσότερο ως προσχήματα αφού μεταστοιχειώνονται σε ονειρικά πλέγματα, σε μια γιορτή/έκρηξη της νοσταλγίας, των αισθήσεων, των παραισθήσεων και των ψευδαισθήσεων του ποιητικού υποκειμένου. Κάθε στάση κι ένας τόπος αλληγορικός, κι ένας σταθμός όπου βυθίζεται ηδονικά και ονειρικά σε προσμονές ατέρμονες, σε λαχτάρες ανεκπλήρωτες, σε μια διαρκή διαπάλη του ποιητικού υποκειμένου να υπερβεί τα γήινα όριά και να αντιπαλέψει τον κοσμικό χωροχρόνο, να αναληφθεί σε σφαίρες συνειδησιακές και υπερκόσμιες.
Με φράσεις και εκφράσεις ρωμαλέες, στιβαρές και με ύφος που έχει αποκομίσει πολλά από τον υπερρεαλισμό και με αναφορές στο θεϊκό / προμηθεϊκό μαρτύριο, δίνεται ο αγώνας του ανθρώπου για αυτοπραγμάτωση, η αδυσώπητη πάλη του με τον εαυτό του, με τα σπαρακτικά τραύματα της ζήσης που πονάνε και ματώνουν, ωστόσο δεν παύει να αποζητά το μαρτύριο ως έσχατη λύτρωση. «Απαιτώ από εσάς, απαίσια πλάσματα του δάσους, ερινύες της ψυχής μου, το αγκάθινο στεφάνι. Θέλω να γαληνέψω.»
Αλλού, καρέ καρέ με θαυμάσια ‘φωτογραφική απεικόνιση’ δίνεται το πλησίασμα των ερώτων με λιτό αποδραματοποιημένο τρόπο. «Λίγες σπιθαμές μακριά, δυο παλάμες απόσταση, η αγάπη άρχισε να ανθίζει.»
Οι φωτογραφικού τύπου τεχνικές όμως είναι εμφανέστατες και σε άλλα κείμενα του βιβλίου, προσδίδοντας τρισδιάστατη αίσθηση και αισθητική, εφόσον εμπλουτίζουν το κείμενο με συναισθήματα και αισθήσεις «Σφίξιμο στο στομάχι, ψιλόβροχο, μυρωδιά χώματος, καταχνιά ένωσαν ουρανό με θάλασσα και θόλωσαν. Γνώριμη προβλήτα, δυο φιγούρες ψαρεύουν, βραχάκια, πουλιά μαύρα στίγματα, μικρές λευκές ανάσες ζωής.»
Σκηνικά για ταινίες μικρού μήκους στήνει η ποιήτρια που αφουγκράζεται με άπειρη ευαισθησία κάθε χτύπο, ήχο, γδούπο της ανθρώπινης ψυχής. Ιμπεσσιονιστικού τύπου φωτογραφίες- αγαπημένη ασχολία της ποιήτριας άλλωστε- όπου κυριαρχεί η αίσθηση, η αυταπάτη, το πλάνο μειδίαμα του χρόνου, το αέρινο πέπλο των φαντασιώσεων.
Πανταχού παρόν το ονειρικό στοιχείο. Όλα μπλέκονται και συμπλέκονται αδιάρρηκτα και αυθαίρετα, όμως τόσο αυτονόητα: παραμυθιακά αρχέτυπα, κάρδα κορνιζαρισμένα, τόποι περπατημένοι, αισθήσεις, μυρωδιές και αναμνήσεις, ερωτικά σκιρτήματα και μια παλιά αποθήκη σε δυνητικό μέλλοντα. Είναι σήμερα αχούρι αλλά θα μπορούσε να ήταν τελείως διαφορετική. Αν. Το μεγάλο Αν της αναποφασιστικότητας, που ταλανίζει γενιές ανθρώπων από την εποχή του Άμλετ και ακόμη παλιότερα.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΘΗΒΑΙΟΣ
Athens Voice 11/5/2020
Κάθε εποχή διαθέτει μια ορμή γενετήσια. Φτιάχνει τα σύμβολά της από τα διαθέσιμα υλικά, τα αποθεώνει και έπειτα στους σπαραγμούς δίνεται. Κάθε εποχή διαθέτει χνάρια μιας σημειολογίας που έχει εκλείψει. Μια ΕΒΓΑ, το αναμμένο νέον μες στην ατέρμονη νύχτα, σινιάλα καπνού και αμερικάνικα ονόματα. Κάθε εποχή διαθέτει τις αναμνήσεις και την έντασή της. Με αυτά ξεσταχιάζει ώσπου να συντριβεί από καινούρια τραγούδια, ώσπου να βγει κάποιος και με μια πρόζα σαν του Θωμά Γκόρπα να ανάψει όλα τα υπόγεια φώτα μιας ντάπιας. Κάθε εποχή διαθέτει την πόζα της. Όμως στον καθρέφτη πληγώνεται πολύ και βρίσκει παρηγοριά μονάχα σε στιχάκια και πρόζες και άλλες βρώμικες συναλλαγές. Εκεί στο πουθενά ενός γεροντικού καλοκαιριού συνθλίβεται από τα χρόνια. Και απομένει στους ποιητές που ως γνωστόν, με θάρρος παραβιάζουν παλιές αποθήκες και σβησμένες φωτιές. Τίποτε δεν ανακαλύπτουν, τίποτε καινούριο, μονάχα την όψη του παλιού που τρεμοπαίζει μες στα μάτια τους. Θα πεις, προφητείες της σοφίτας, τι τα θες, δεν είναι καιρός για βιβλία ποιητικά και άλλα τέτοια. Ωστόσο κάποιος είπε, λυπηθείτε εμάς που εξερευνούμε τα σύνορα του φανταστικού και κάπως έτσι δικαιώθηκαν γενιές ολάκερες των ποιητών. Στο όνομα ενός ποιήματος, μιας αποθήκης με άγρια, αρπαχτικά υλικά που δημιουργοί, όπως η Κατερίνα Λιάτζουρα δεν διστάζουν να παραβιάσουν. Τα ιερατικά κεφάλια που άλλοτε σήμαιναν τόσα απόψε κοιμούνται, κολλαρισμένα μανεκέν του καιρού τους, αχνές σημασίες πια. Στους πέτρινους δρόμους, ξέρουν οι δημιουργοί πως τους προσμένουν σεισμοί, ωστόσο βαδίζουν όπως τα ηφαίστεια. Και ας φοβούνται.
Διότι δεν είναι μονάχα το θάρρος και το θαυμαστό που κοιμάται κάτω από στρώματα ζωής. Πρόκειται για τον φόβο εμπρός στο πτώμα της συντροφικότητας, το φάσμα της μοναξιάς, το ιδιώνυμο που χαρακτηρίζει την θεματολογία της Κρεμμυδαποθήκης των εκδόσεων Βακχικόν. Πρόκειται για την εξωτική πλατεία Φριζή, θέατρο ενός χώρου ιδιωτικού, ενός αποσπάσματος που φιλοδοξεί στο ολόκληρο και το συλλογικό. Για την πλατεία Φριζή που αναμετράται μες τους εραστές της. Γενναίους εφήβους με ολόλευκα μαλλιά που κυμαίνονται από το χθες ως την βαθιά νοσταλγία. Εραστές ξοδεμένους, άνδρες ζωγραφισμένους με όλα τα υλικά τους, με τις αδυναμίες και τις εκδοχές τους. Η Κατερίνα, μισή ποιήτρια, μισή εμπειρία μες στο θρυλικό ανεμολόγιο μιας μικρής ηπείρου σημαδεύει με επαναλαμβανόμενες ζωγραφιές τα χρόνια και τα σώματα. Φορά το παλιό της δέρμα, πίνει σκουριά από το ποτό του Γιάννη Βαρβέρη, συλλέγει τις εικόνες της όπως ένας συγγραφέας διαλέγει τους διαλόγους του. Εικονογραφίες και πνεύματα που η Κατερίνα τους δίνει το δικαίωμα να υπάρχουν. Η συγκυρία της ζωής, έπειτα από χρόνια, δοσμένη με τους θεατρικούς μονολόγους της που διεκδικούν το οργανικό για να ολοκληρωθούν. Το αστείο που έσπασε , η αρχαία αθωότητα, τα χρόνια που απουσιάζουν, τα τραγούδια που προσπαθούν. Με όλα τα κλειδιά του ρυθμίζεται αυτός ο κόσμος μες στην μικρή ελεγεία της Κατερίνας Λιάτζουρα που επανέρχεται εκδοτικά, με ένα πλούσιο βιογραφικό, μέσω των εκδόσεων Βακχικόν.
Μη ρωτήσετε αυτό το σημείωμα για ποιον λόγο θα ήθελε απόψε να κατοικήσει την πλατεία Φριζή. Μην ρωτήσετε για ονόματα και χρονολογίες. Ετούτο το σημείωμα καίγεται στα δάκρυα, το χώμα εντός του ιχνηλατεί, μήπως και κάτι ζωντανό εντοπίσει σε όσα πεθαίνουν και έτσι δαμάζονται. Η πλατεία Φριζή συνιστά το πεδίο της βολής, στις γραμμές του δοκιμάζει τις αντοχές της η Κατερίνα. Η ένταση της ζωής στο απόγειό της, φωτισμοί και το τρομερό μιας πρόζας που κρύβει ανόθευτη ομορφιά. Οι φίλοι μου, είπε το σημείωμα, βρίσκουν τους εαυτούς τους στην πλατεία Φριζή, στον ίσκιο της φανταστικής κρεμμυδαποθήκης της Κατερίνας Λιάτζουρα.
Κάποιος είπε, σκηνογραφία είναι κάτι που δεν είδε ποτέ ο ηθοποιός, που δεν οραματίστηκε ποτέ ο σκηνοθέτης. Και με αυτόν τον ορισμό που απόψε ταιριάζει στα ποιήματα της Κατερίνας Λιάτζουρα ετούτο το σημείωμα χαιρετίζει την καινούρια έκδοση του ανοιξιάτικου, γεμάτο νέους τίτλους, Βακχικόν. Στην πλατεία Φριζή υπάρχει κάτι που λείπει σήμερα από τον αναγνώστη της ποίησης.
ΣΤΕΛΛΑ ΠΕΤΡΙΔΟΥ
texnesonline.gr 16/9/2020
Παράξενος τίτλος για ποιητική συλλογή, εμπνευσμένος παρόλ’ αυτά από το ομότιτλο ποίημα του βιβλίου που περιέχεται στη σελίδα 39. «Η Κρεμμυδαποθήκη», λοιπόν, στολίζει το εξώφυλλο της τρίτης συγγραφικής προσπάθειας της Κατερίνας Λιάτζουρα, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Βακχικόν». Πρόκειται για ένα πετρόκτιστο οίκημα σε μια απόμακρη βραχώδη περιοχή, την οποία προσεγγίζει κανείς ακολουθώντας ένα ανηφορικό και ζικζακοτό μονοπάτι. Ένα μακρόστενο οίκημα, χωρίς παράθυρα στους τοίχους του και χωρίς αυλή περιμετρικά του, χωρίς σκεπή, παρά μονάχα με μία πόρτα αμπαρωμένη, που δίνει το στίγμα της ερημιάς και της εγκατάλειψης.
«Θα τη νοικοκύρευα την αποθήκη, πίστεψέ με, στο λέω ειλικρινά, και ας είναι σήμερα αχούρι. Θα την καθάριζα από κάθε είδους περιττώματα, θα την άσπριζα με ασβέστη καρδιάς και θα άνοιγα και ένα παραθύρι στην Ανατολή ή μπορεί στη Δύση» (Σελ. 39)
Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου διαβάζουμε απόσπασμα από το πρώτο κυρίως ποίημα της συλλογής που είναι αφιερωμένο στη μνήμη της συνονόματης γιαγιάς της ποιήτριας, τη γιαγιά Κατερίνα.
«Η καμπάνα ηχεί πένθιμα. Ποια από τις δυο μας πεθαίνει;» (Σελ. 10)
Το πρώτο πράγμα που μας κάνει εντύπωση, πέρα από το ύφος της γράφουσας, που είναι αρκετά στενάχωρο, αλλά ταυτόχρονα και τολμηρά επιβλητικό, είναι, φυσικά, και ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της πένας της. Η ποίηση της Κατερίνας Λιάτζουρα είναι αφηγηματική και ακολουθεί τα χνάρια του πεζού λόγου. Με δυο λόγια έχουμε να κάνουμε με πεζοποίηση σε ολόκληρο το βιβλίο.
Η ποιήτρια ξεκινά τη συλλογή της με ένα ποίημα που τιτλοφορείται «ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ» στη σελίδα 9. Αν θεωρήσουμε ως εναρκτήριο ποίημα το ποίημα «ΛΑΥΚΟΣ Ή ΤΑ ΚΟΡΑΚΙΑ» (Σελ. 10), τότε το «ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ», που έχει και διαφορετικό ποιητικό ύφος, μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένα εισαγωγικό σημείωμα της γράφουσας, που επιθυμεί να καλωσορίσει τον αναγνώστη στο δικό της ψυχικό κόσμο. Στον κόσμο της, λοιπόν, τα κεφαλαία καταρρίπτονται, τα άρθρα δεν έχουν θέση, ούτε οι τελείες, ούτε και τα κόμματα. Η ατμόσφαιρα δε συγκεκριμενοποιείται, δε θέτει γεωγραφικά όρια, παρά μονάχα υπάρχει κι επιβάλλεται. Και η διάθεση ανακατεύεται με το σάστισμα και στροβιλίζεται από το απειλητικό άστραμμα που έρχεται μες στο σκοτάδι με πρωταρχικό στόχο, να βγάλει θυμό και να δείξει τόλμη. Γιατί η ποιήτρια γνωρίζει πολύ καλά πως μόνο με την τόλμη αναδύεται η μυρωδιά της ψυχής, ώστε ν’ αρχίσει έπειτα η ξεγύμνωσή της, κάτι το οποίο θα αισθανθούμε αρκετά στη συνέχεια της συλλογής.
«δροσίζω πίκρα στόματος να ξεπλύνω
κορμί από χώμα να αναδυθεί
μυρωδιά υγρής ψυχής.» (Σελ. 9)
Τριάντα στον αριθμό τα πεζοποιήματα της «Κρεμμυδαποθήκης», ολιγόστιχα τα περισσότερα, έρχονται να ξεδιπλώσουν αυθόρμητα τον εσωτερικό κόσμο της ποιήτριας. Ένας κόσμος, που, σε αντίθεση με τον πρόλογο, περιγράφει τη συγκεκριμένη περιοχή στην οποία ζει και εργάζεται η ίδια, δηλαδή τη Χαλκίδα και λίγο πιο ευρύτερα την Εύβοια. Έτσι, έχουμε τα χαρακτηριστικά ποιήματά της με τίτλο:
«ΕΥΒΟΙΑ Ή ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΕΙΣ» (Σελ. 12), «ΠΛΑΤΕΙΑ ΦΡΙΖΗ» (Σελ. 13), «ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΦΥΡΑ ΧΑΛΚΙΔΑΣ» (Σελ. 15), «ΧΑΛΚΙΔΑ» (Σελ. 16), «ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΙΚΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ ΧΑΛΚΙΔΑΣ» (Σελ. 19), «ΛΙΜΕΝΑΡΧΕΙΟ ΧΑΛΚΙΔΑΣ» (Σελ. 21) «ΟΔΟΣ ΒΩΚΟΥ» (Σελ. 23), «ΟΔΟΣ ΙΣΤΙΑΙΑΣ» (Σελ. 24), «ΜΕΣΑ ΠΑΝΑΓΙΤΣΑ» (Σελ. 25), «ΟΔΟΣ ΑΒΑΝΤΩΝ» (Σελ. 29), «ΑΓΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗ» (Σελ. 30), «ΕΞΩ ΠΑΝΑΓΙΤΣΑ Ή ΑΝΗΦΟΡΙΤΣΑ» (Σελ. 32), «ΑΓΙΑ ΕΙΡΗΝΗ» (Σελ. 35), «ΑΡΤΑΚΗ» (Σελ. 37), «ΚΑΒΟΣ ΝΤΟΡΟΣ» (Σελ. 38).
Φυσικά, η ποιήτρια δεν ξεχνά το μέρος όπου έζησε τα παιδικά της χρόνια, τα χρόνια της ανεμελιάς, εκεί «ΚΑΠΟΥ ΣΤΙΣ ΓΕΙΤΟΝΙΕΣ ΤΗΣ ΣΤΟΥΤΓΚΑΡΔΗΣ» (Σελ. 28), τα χρόνια που η προσδοκία έκανε όνειρα και η ψυχή ψήλωνε κοντεύοντας να φτάσει τον ουρανό. Κι εκεί, στη σκέψη των εικόνων αυτών, η απώλεια έρχεται να αφήσει το σημάδι της και να επιβεβαιώσει τη μοναδικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Κανείς δε μπορεί να γεμίσει το κενό της. Η θλίψη γίνεται μόνιμη συντροφιά και η νοσταλγία ταίρι της.
«Δακρύζω όταν έρχεσαι στον νου.» (Σελ. 28)
Η Κατερίνα Λιάτζουρα έχει έντονη την αίσθηση του θανάτου, της απώλειας, όπως έχει ήδη αναφερθεί, αλλά και της φυγής. Εξομολογητικός ο λόγος της, θα μπορούσε να λειτουργήσει και ως ένα είδος ημερολογίου, στο οποίο αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο και απευθύνεται σε αγαπημένες και γνώριμες σκιές του παρελθόντος, οι οποίες δεν υπάρχουν πια στη ζωή. Ο αυθορμητισμός της υπάρχει παντού. Πρόκειται για μια ποίηση που ρέει αβίαστα ο λόγος της, δίχως φραγμό και δίχως ιδιαίτερη επεξεργασία. Άλλο ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα της αυτόματης γραφής, θα λέγαμε και δικαιολογημένα.
«Σκόρπιες σκέψεις, αισθήματα, όνειρα, δυσκολεύομαι να βάλω σε τάξη.» (Σελ. 17)
Η αίσθηση του θανάτου:
«Το μακρύ γυαλιστερό φέρετρο είναι σμιλεμένο από πόνο και δάκρυ, γεμάτο δαντελωτά ματωμένα μαξιλάρια και άσπρα όνειρα.» (Σελ. 18)
«Νιάτα και γηρατειά. Η εφηβεία χάθηκε στον δρόμο, χάθηκε στην προσπάθεια. Έριξα μια κλεφτή ματιά στην οθόνη. Άναψε το φωτάκι. Έπειτα κενό.» (Σελ. 19)
«Δακρύζω όταν έρχεσαι στο νου. Αντιλαμβάνομαι το βάθος και, όταν διάβασα το μοίρασμά σου αυτό του πατέρα που έφυγε, επιβεβαίωσα την αίσθηση πως είσαι ο ένας.» (Σελ. 28)
Η ποιήτρια δείχνει να μιλά σε κάποιον που, πια, έχει φύγει από τη ζωή, όμως η παρουσία του είναι ακόμα έντονη και άκρως αισθητή στην καρδιά της, στο κορμί της και στο νου. Σ’ αυτόν αφιερώνονται τα περισσότερα ποιήματα της συλλογής, δοσμένα όλα με την αλήθεια της που ρέει αβίαστα στο λόγο της και αποκαλύπτεται λιτά κι αφηγηματικά.
«Μόνο αφότου χάραξε το φως , μου θύμισε τη ζεστασιά του κορμιού και η θύμησή του ή η νοσταλγία με αποκοίμισαν στην αγκαλιά σου ήρεμη πια. Νοητά. Γαληνεμένη.» (Σελ. 22)
Ερωτική η ποίησή της. Αποπνέει έναν λυρισμό. Είναι γεμάτη συναισθηματισμό, γεμάτη προσμονή και γεμάτη εικόνες.
Τα ποιήματά της γράφονται τη νύχτα, την ώρα που το σκοτάδι έρχεται να φωτιστεί με το φως που αναδύεται από την ψυχή, που ταράζει τον ύπνο της στιγμής, που δίνει ρυθμό στην ανάσα. Η ποιήτρια περιπλανιέται στο σκοτάδι και βιώνει το κενό. Ένα κενό που προσπαθεί να το μετατρέψει σε παρουσία, να πετάξει από πάνω του το σκληρό πέπλο της μοναξιάς, να χορτάσει τη ζωή, που, τελικά, μόνο στις εικόνες της υπάρχει, ώσπου να νιώσει ζεστασιά και παραδομένη στον ύπνο της, ήρεμη και γαλήνια, να αποκοιμηθεί.
Η ποιήτρια προσμένει, λαχταρά και εύχεται το όνειρο να της φέρει το παλικάρι της.
«Και περίμενα. Ωσότου ελάλησε κώδων ευλάλιστος όχι δώδεκα μα τρεις ως ντελάλης ηλεκτρικός ουρλιάζοντας στα τύμπανα εδήλωσε πως τα παλικάρια είναι της φακής και τα παραμυθένια όνειρα των παιδιών θα παραμείνουν.» (Σελ. 30)
Συμπερασματικά, θα λέγαμε πως έχουμε να κάνουμε με μια βιωματική γραφή, γεμάτη εικόνες που λειτουργούν σε κάθε ποίημα ως ξεχωριστά κινηματογραφικά τοπία, ως ξεχωριστοί θεατρικοί μονόλογοι. Με εναρκτήριο σημείο την Κρεμμυδαποθήκη ξεκινά το προσωπικό υπαρξιακό ταξίδι της ποιήτριας στο παρελθόν, το οποίο και παραθέτει αυτούσιο, δίνοντας την αίσθηση στον αναγνώστη ότι επιθυμία της είναι να παραμείνει προσκολλημένη σ’ αυτό, απορρίπτοντας τη δυστυχία που της δημιουργεί το αβάσταχτο κενό που της προσδίδει το ανούσιο παρόν της.
Μια συλλογή που αξίζει αναμφισβήτητα να διαβαστεί.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου:
Το κρύο είναι τσουχτερό απόψε. Σε διαπερνά όπως ο κάθε Λαύκος, όπως ο κάθε θάνατος. Η πλατεία σε αποχαιρέτησε στροβιλίζοντας τα πλατανόφυλλά της. Στρώμα υπόκωφων ήχων στο πέρασμά μου. Κάνει κρύο μέσα στην εκκλησία. Είμαστε παγωμένες, Κατίνα. Η καμπάνα ηχεί πένθιμα. Ποια από τις δυο μας πεθαίνει; Το χώμα μυρίζει μούχλα. Καιρό είχε να αεριστεί. Να που ήρθε η ώρα. Για όλα έρχεται η γαμημένη η ώρα.
Τα κοράκια δεν βλέπουν την ώρα να αποδημήσουν.
Το Πήλιο φόρεσε τα γιορτινά του.
.
ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΚΑΪΤΑΤΖΗ-ΧΟΥΛΙΟΥΜΗ
ΦΡΕΑΡ 21/05/20206
«Γιατί η ζωή μας θέλει! Αληθινούς και ολόκληρους στο εδώ και τώρα, και ει δυνατόν λυτρωμένους για να μπορέσει ν’ ανθίσει στη βίωση της χαράς και της αγάπης που αποτελούν την πεμπτουσία της.»
Η Ποίηση, όπως και κάθε δημιουργική έκφραση μέσω τέχνης ενέχει θεραπευτικές ιδιότητες, καθώς μέσα από τη φαντασία, τις μεταφορές και εικόνες, τους υπαινιγμούς, το άρρητο, το ανερμήνευτο και το μαγικό, μέσα από λέξεις και νεολογισμούς, προσφέρει δυνατότητα εξωτερίκευσης και μοιράσματος, δίνει μορφή και ονοματίζει τον ανθρώπινο ψυχικό πόνο ωθώντας τον προς τη λύτρωση.
Διαβάζοντας την νέα ποιητική συλλογή της Κατερίνας Λιάτζουρα μου έρχονται στο νου οι στίχοι του Κωνσταντίνου Καβάφη «Εἰς σέ προστρέχω Τέχνη τῆς Ποιήσεως,/ πού κάπως ξέρεις ἀπό φάρμακα· / νάρκης τοῦ ἄλγους δοκιμές, ἐν Φαντασίᾳ καί Λόγῳ», (Κ.Π. Καβάφης, «Μελαγχολία τοῦ Ἰάσωνος Κλεάνδρου ποιητοῦ ἐν Κομμαγηνῇ· 595 μ.Χ.»: Κ. Π. Καβάφης, Ποιήματα, Ίκαρος,1969, σ. Β 24)».
Στην τρίτη ποιητική συλλογή της με τίτλο από το ομώνυμο ποίημα, Η κρεμμυδαποθήκη (εκδ. Βακχικόν, Αθήνα 2020) η ποιήτρια θυμάται, ξύνει πληγές και τραύματα, εκφράζει αισθήματα ματαίωσης και απώλειας, μιλά για τον θάνατο και τον έρωτα συνδέοντας τα με τόπους.
Η ποιήτρια μας προϊδεάζει με τη φωτογραφία της που κοσμεί το εξώφυλλο, όπου βλέπουμε ένα μοναχικό και δίχως παράθυρα περίκλειστο οικοδόμημα και ένα ανηφορικό και ζικζακοτό μονοπάτι να χάνεται σε χαλάσματα και μας γεννάται το ερώτημα για το ασαφές και άγνωστο πέρας της διαδρομής, όπως και το πέρας της διαδρομής μας στο χρόνο άλλωστε. Μας προϊδεάζει επίσης με το ποίημα «Αντί προλόγου», όπου στον σκοτεινό ουρανό, το ποιητικό υποκείμενο αντιτείνει θρηνητικό θυμό για να δροσιστεί και ν’ αναδυθεί η ψυχή ανακουφισμένη και υγρή. Παραθέτω στίχους του ποιήματος:
σκοτείνιασες και πάλι ουρανό
απειλητικό άστραμμα φωτίζει
σκοτάδι θυμού με κεραυνούς να
καταπραΰνει κάψα και εγώ να
δροσίσω πίκρα στόματος να ξεπλύνω
κορμί από χώμα να αναδυθεί
μυρωδιά υγρής ψυχής
Οι περισσότεροι τίτλοι των ποιημάτων αναφέρονται σε τόπους, δρόμους και τοπωνύμια, τα οποία συμβολίζουν βιωμένες προσδοκίες και ματαιώσεις, μνήμες πληγές και απώλειες. Ο Λαύκος ονοματίζεται συνειρμικά με κοράκια, σ. 10. Η Εύβοια με ψευδαισθήσεις, σ. 12. Τα Σούδενα με δέντρα, σ. 17. Το ποίημα «Κάπου στις γειτονιές της Στουτγκάρδης» συμβολίζει την παιδική ανεμελιά κι αθωότητα σε στιγμές ευτυχίας. Η «Οδός Αβάντων» συμβολίζει χαλάζι προδοσίας και κατάρρευσης οχυρών, σ. 29. Το τοπωνύμιο «Έξω Παναγίτσα ή η ανηφορίτσα» συμβολίζει το στέρεμα των λέξεων από οδύνη, «Στέρεψαν οι λέξεις», σ. 32. Στο Πολύδροσο με παραισθήσεις μιας κηδείας, σ. 18, η ποιήτρια μας καταθέτει ένα συγκλονιστικό θρηνητικό ποίημα, που ο λυγμός και η έντασή του παραπέμπουν σε μοιρολόι της λαϊκής μας παράδοσης. Γράφει:
Στολισμένος με μυρωδάτους λεμονανθούς, κοιμάσαι γαληνεμένος.
Σε μεταφέρουν στα χέρια τους σμαραγδένια ξωτικά, πανέμορφα
λαμπερά πλάσματα της λίμνης. Προχωρούν με σταθερό βήμα
αφήνοντας ίχνη πάνω στην υγρή άμμο, για να σε ακολουθήσω εγώ που
θρηνώ. Διάφανες νεράιδες κρατούν μαύρα κεριά στα εύθραυστά τους χέρια…
Απώλεια όπως θάνατος, «Ποια από τις δυο μας πεθαίνει;» διερωτάται το ποιητικό υποκείμενο για να συνεχίσει με συντριβή και θρηνητικό θυμό «Για όλα έρχεται η γαμημένη η ώρα.». Θρήνος απώλειας καλυμμένος πίσω από θυμό για το τετελεσμένο και ασύλληπτο του θανάτου αγαπημένου προσώπου. Οι προαναφερόμενοι στίχοι είναι από το πεζόμορφο ποίημα «Λαύκος ή τα κοράκια», αφιερωμένο στη μνήμη της συνονόματης γιαγιάς της ποιήτριας, της Κατίνας. Παραθέτω απόσπασμα:
«Το κρύο είναι τσουχτερό απόψε. Σε διαπερνά όπως ο κάθε Λαύκος, όπως ο κάθε θάνατος. Η πλατεία σε αποχαιρέτησε στροβιλίζοντας τα πλατανόφυλλά της. Στρώμα υπόκωφων ήχων στο πέρασμά μου. Κάνει κρύο μέσα στην εκκλησία. Είμαστε παγωμένες, Κατίνα. Η καμπάνα ηχεί πένθιμα. Ποια από τις δυο μας πεθαίνει; Το χώμα μυρίζει μούχλα. Καιρό είχε να αεριστεί. Να που ήρθε η ώρα. Για όλα έρχεται η γαμημένη η ώρα.
Τα κοράκια δεν βλέπουν την ώρα να αποδημήσουν.
Το Πήλιο φόρεσε τα γιορτινά του. (σ. 10).
Μέσα από 30 πεζόμορφα ποιήματα και ένα σε ελεύθερο στίχο η ποιήτρια ξεδιπλώνει τον βιωμένο πόνο ματαιώσεων και απωλειών. Με λεκτική καθαρότητα και αλήθεια, όπου ο θάνατος ονοματίζεται με τ’ όνομά του και με αφηγηματικό και λιτό ύφος εμποτισμένο από πικρούς χυμούς θυμού και οδύνης χαρτογραφεί το τραύμα συνδέοντάς το με τοπωνύμια και τόπους της βιοτής της. Ο νοηματικός και συναισθηματικός τόνος των ποιημάτων εμπλουτίζεται και μεγιστοποιείται με διακειμενικές αναφορές, όπως στον Μπουκόφσκι, στον Σαρτρ, στον Πεσσόα, στον συντοπίτη Σκαρίμπα, στον Καββαδία, «Πλατεία Φριζή», σ. 13, καθώς και με παρομοιώσεις από την χλωρίδα π.χ. και μεταφορές μέσα από τοπωνύμια, τόπους ή οικήματα, όπως το κομβικό ποίημα «Η κρεμμυδαποθήκη» που εκφράζει το ασύλληπτο και αβάσταχτο του θανάτου από τη μια και το ποθητό και αφόρητα δύσκολο παιχνίδι της ζωής, του έρωτα και της αγάπης από την άλλη.
Όμως στο ποίημα «Η κρεμμυδαποθήκη» ανοίγει παράλληλα και κάποια χαραμάδα για βίωση του ποθητού. Όπως η νύχτα γεννά το φως, όπως η οδύνη απαλύνει το τραύμα, έτσι και η δίψα για ζωή και εγγύτητα, με τη δύναμη του έρωτα γεννούν την επιθυμία, την προσδοκία, το όνειρο και κομίζουν υποσχέσεις, δύναμη και ομολογία να μεταμορφώσουν την περίκλειστη Κρεμμυδαποθήκη από αχούρι, σε απαστράπτον κτίσμα ασβεστωμένο με ασβέστη καρδιάς και ανοιχτά ανατολικά παράθυρα, «Και ένα γεράνι κόκκινο, να φυλάει με τις ρίζες του της αποθήκης το κλειδί.», σ. 39. Το ποίημα αποτελεί επίσης ένα σπαρακτικό κάλεσμα για αμοιβαίο άπλωμα των χεριών κι αγκάλιασμα.
Ναι, αυτό είναι το ποθητό, η πραγμάτωση και η ολοκλήρωση μέσα από το Άλλον, το άπλωμα του χεριού μας για εγγύτητα κι έρωτα, με την προϋπόθεση βεβαίως να έχουν επουλωθεί αρκούντως τα τραύματα και με την ελπίδα βεβαίως να είναι εκεί για ν’ ανταποκριθεί το άλλο χέρι…
Η κρεμμυδαποθήκη, ωστόσο, αποτελεί κυρίως κραυγή μιας συνθήκης ματαιώσεων και βιωμένου θρήνου σε διαδικασία. Ποιός είπε εύκολο το πλησίασμα άλλωστε… παράλληλα όμως το ποιητικό υποκείμενο παφλάζει επιθυμία για ζωή, για αυτοπραγμάτωση, παφλάζει με εγγενές πείσμα, με βεβαιότητα σχεδόν να ψάξει την άκρη της διαδρομής μέχρι το τέρμα.
Στην τρίτη ποιητική συλλογή της η Κατερίνα Λιάντζουρα συνεχίζει μαχητική και πιο ώριμη, μας αγγίζει με καθαρό και παλλόμενο ποιητικού λόγο, εκφράζει θρηνητικά αισθήματα ματαίωσης και απώλειας και ονοματίζοντας τον βιωμένο ψυχικό πόνο τον ωθεί προς τη λύτρωση. Γιατί η ζωή μας θέλει! Αληθινούς και ολόκληρους στο εδώ και τώρα, και ει δυνατόν λυτρωμένους για να μπορέσει ν’ ανθίσει στη βίωση της χαράς και της αγάπης που αποτελούν την πεμπτουσία της.
.
ΚΟΥΛΑ ΑΔΑΛΟΓΛΟΥ
frear.gr 31/3/2021
Ανείπωτη μοναξιά σε γκρίζο φόντο
Η Κατερίνα Λιάτζουρα στήνει ένα σκηνικό γκρίζο, με ομίχλη και σκιές, για να στεγάσει τις μνήμες της.
Βράχοι και υγρασία. Σπίτια κρύα, υγρά που σαπίζουν. Πατούσες που σχίζονται και ματώνουν. Σώμα που αποζητά τρυφερότητα. Ο νους που αποζητά πρόσωπα, αντικείμενα, στιγμές και αγγίγματα. Και ο χρόνος, αμείλικτος, να μπαινοβγαίνει από τις χαραμάδες, τις οπές συχνότερα, των σπιτιών και των σωμάτων.
Πεζά ποιήματα τα κείμενα της συλλογής. Κάποιες φορές σύντομα, συχνά πιο εκτεταμένα. Γνωρίζοντας τα ασαφή όρια ανάμεσα στις μικροαφηγήσεις και στα πεζοποιήματα, μπορώ να πω με σιγουριά ότι πρόκειται για ποιήματα. Η αφαιρετικότητα, η λιτότητα της έκφρασης, ο εσωτερικός ρυθμός, το ύφος, δεν θα τα κατέτασσαν σε πεζά-μικροαφηγήσεις.
Το ποιητικό υποκείμενο βιώνει μια ανείπωτη μοναξιά. Μιλά σε πρώτο πρόσωπο μια γυναίκα, και είναι στην ουσία πάντα μόνη. Γιατί τα πρόσωπα που συνομιλεί είναι είτε σκιές είτε πρόσωπα που προσπαθεί να ξαναφέρει κοντά της μέσα από παραισθήσεις. Συχνή η «συνομιλία» με πρόσωπα αγαπημένα από το επέκεινα:
Κάνει κρύο μέσα στην εκκλησία. Είμαστε παγωμένες, Κατίνα. Η καμπάνα ηχεί πένθιμα. Ποια από τις δυο μας πεθαίνει; Το χώμα μυρίζει μούχλα. Καιρό είχε να αεριστεί. Να που ήρθε η ώρα. Για όλα έρχεται η γαμημένη η ώρα. Τα κοράκια δεν βλέπουν την ώρα να αποδημήσουνε. Το Πήλιο φόρεσε τα γιορτινά του.
(σ. 10, «Λαύκος ή τα κοράκια»)
Η συλλογή ανοίγει με ένα παραληρηματικό ποίημα, που σπάει άναρχα, για να αποδώσει την ψυχική κατάσταση. Μπαίνουμε στο κλίμα.
ουράνια σκοτείνιασαν μαύρα/ σύννεφα στα μάτια επισκίασαν φως/ ανατολής στα βλέφαρα χτες/ μαγνητισμένη ξημέρωσε βλέμμα/ τόλμης το γύρισμα της πλάτης σε/ ακινησία υπνωτισμένη δεν τόλμησα/ θυμό λύπη ή μετάνοια ασάλευτη σε/ λήθαργο βυθισμένη ταξίδι μαζί σου («Αντί προλόγου», σ. 9)
Μια αναδρομή μάς μπάζει στο κλίμα της παιδικής ηλικίας, αφού έχουν παρεμβληθεί αρκετά ποιήματα, με κέντρο μια παιδική χαρά, και μας δίνει την αφετηρία της μνήμης.
Ξάπλωσα και είδα σύννεφα. Σύννεφα που ο αγέρας τρέφει κατά βούληση. Και ξάφνου νόμισα πως βρέθηκα ξανά εκεί. Εκεί. Πάνω στο πλέγμα της παιδικής χαράς να δίνω μορφή στα σύννεφα και με κάποιο τρόπο μαγικά να αγγίζω την ευτυχία. («Κάπου στις γειτονιές της Στουτγκάρδης», σ. 28)
Στους τίτλους των ποιημάτων αναφέρονται τόποι, η Χαλκίδα με γειτονιές και σημεία της, αλλά και γενικότερα η Εύβοια με τα χωριά, το Πήλιο, ο Αώος. Και η Στουτγκάρδη. Με τους τόπους αυτούς το ποιητικό υποκείμενο, και κατ’ επέκταση η συγγραφέας, φαίνεται να διατηρεί μια σχέση βιωματική, σχέση μνήμης. Ωστόσο, παρατηρεί ο αναγνώστης ότι η αναφορά στους τόπους μπορεί να είναι ένα πρόσχημα, για να στεγάσει το ποιητικό υποκείμενο κάποια συναισθήματα ή συμβάντα. Που θα μπορούσαν να διαδραματιστούν και σε άλλους, συναφείς ή και όχι, χώρους.
Οι μνήμες προσεγγίζονται πότε με ρεαλισμό και πότε υπερρεαλιστικά. Το υπερρεαλιστικό με την έννοια του εξωπραγματικού, του μαγικού ίσως. Όχι με λεκτικά πυροτεχνήματα και εύκολους εντυπωσιασμούς. Θα έλεγα πως συνυπάρχουν το πραγματικό με το εξωπραγματικό και με το υπερβατικό. Όπως συνυπάρχουν το παρόν με το παρελθόν. Ζυγισμένες δόσεις, που δυναμώνουν την ποιητική έκφραση. Η γλώσσα αντανακλά τον σωματικό πόνο, αλλά και την εσωτερική οδύνη. Κάποτε αγγίζουν αντικείμενα, φθαρμένα και διαλυμένα από την υγρασία και τη σήψη του χρόνου.
Το σπίτι άδειο. Μισερό. Χώρος οικείος και συνάμα ξενικός. Στέρεψαν οι λέξεις. Κοιτάζω το άφτιαχτο κρεβάτι. Κουρτίνες παλαιικές, που δεν πλυθήκανε αιώνες. Κοιτάζω τον νεροχύτη, όπου φύτρωσε η υγρασία. Ακούω μόνο διερχόμενα αυτοκίνητα και ένα μηχάνημα που παλεύει να ζεστάνει τη θλίψη μου. Βρέχει έξω. Μέσα λάσπη.
(«Έξω Παναγίτσα ή η ανηφορίτσα», σ. 32)
Τα χρώματα, μετά το γκρίζο, το κίτρινο, και κάποτε το γαλάζιο σαν απόπειρα ελπίδας.
Πορεία προς το σπίτι. Και εκεί κούπα κίτρινη μου χαμογέλασε και μου έκλεισε το μάτι. Και όταν ξύπνησα από λήθαργο στιγμής μύρισα σαπούνι και θαλπωρήκαι ένιωσα έτοιμη να στρώσω μαζί σου κρεβάτι λευκό καταγής, εξορκίζοντας φαντάσματα. («Βούνοι», σ. 22)
Και
Μόνο τη γαλάζια ομπρέλα με τα λευκά μπουμπουκάκια κουβαλώ μαζί μου. ( «Οδός Αβάντων», σ. 29)
Το τελευταίο ποίημα της συλλογής έχει τον τίτλο «Κρεμμυδαποθήκη», ομότιτλο με τη συλλογή – Κρεμμυδαποθήκη είναι ένα κτίριο γκρίζο, όπου συγκεντρωνόταν η παραγωγή των κρεμμυδιών της περιοχής, σε μέρος ερημικό και αφιλόξενο, μια εικόνα του μας δίνει το εξώφυλλο του βιβλίου. Κομβικό ποίημα, υποθέτει ο αναγνώστης εξαρχής, και επιβεβαιώνεται: στην Κρεμμυδαποθήκη ανταμώνει το παρόν με το παρελθόν, αλλά και με το μέλλον. Οι αυλακιές από την απώλεια και τη μοναξιά τέμνονται με τη χαραμάδα της προσμονής. Και υπάρχουν για πρώτη φορά χρώματα.
Χρυσάνθεμα πολύχρωμα θα είχα στον περίγυρο και μια βουκαμβίλια φυλαγμένη από του Βορρά τη χειμωνιάτικη μανία και ένα γεράνι – πώς το παρέλειψα, απορώ; Ένα γεράνι κόκκινο, να φυλάει με τις ρίζες του της αποθήκης το κλειδί. («Η Κρεμμυδαποθήκη», σ. 39).
Το ποιητικό υποκείμενο πιστεύει ότι, αν το αποφασίσει, θα την καθαρίσει την αποθήκη, κι ας είναι αχούρι, θα την ασπρίσει με τον «ασβέστη της καρδιάς». Και θα φυτέψει λογής λογής λουλούδια. Έτσι, όπως καθαρίζουμε έναν χώρο, για να στεγάσει την ελπίδα. Τον καθαρίζουμε από εφιάλτες, από αντικείμενα που πληγώνουν, συμμαζεύουμε και τις μνήμες σε μια γωνιά, να μας συντροφεύουν υποστηρικτικά. Όσο γίνονται βέβαια όλα αυτά. Πάντως, το ποιητικό υποκείμενο επιμένει ότι είναι θέμα της δικής του βούλησης-απόφασης, κι αυτό είναι αισιόδοξο.
… για να αναλογιστώ πόσο στάθηκα τυχερή, που η ζωή μου έγνεψε και μου ’κλεισε το μάτι, και που ακόμα, όταν θα το αποφάσιζα, να απλώσω το χέρι, θα υπήρχες εσύ εκεί, μαζί με το γεράνι. (ό,π., σ. 39)
Η Λιάτζουρα επιλέγει λέξεις προσεχτικά. Πολύ αφαιρετικά αλλά εξαιρετικά ατμοσφαιρικά, ώστε να δημιουργείται το μπλέξιμο των τόπων, των πραγμάτων, του αισθητού και του υπερφυσικού. Η αίσθηση του αέρα της ερημιάς, της απώλειας προσώπων αγαπημένων, της φθοράς των συναισθημάτων. Του ανελέητου χρόνου. Αλλά και της παρηγορητικής ελπίδας. Με ποιητική στόφα ιδιαίτερη, δυνατή, αναγνωρίσιμη.
.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΣ
VAKXIKON.GR/ Αύγουστος 2021
Πρόσφατα διάβασα στον ημερήσιο τύπο πως τον χειμώνα που μας πέρασε οι άνθρωποι αγόρασαν περισσότερα λογοτεχνικά βιβλία απ’ όσα αγοράζουν συνήθως. Οι πωλήσεις αυξήθηκαν.
Προφανώς τα αγόρασαν και τα διάβασαν-συντροφιά μοναδική, παρηγορητική και ταξιδιάρα τις άνυδρες μέρες και νύχτες της καραντίνας. Δεν ξοδεύεις χρήματα για βιβλία σε τέτοιες συνθήκες για να στολίσεις τα ράφια της βιβλιοθήκης σου.
Αγοράζεις βιβλία και τρόφιμα για να καλύψεις τις βασικές ανάγκες της ύλης και του πνεύματος.
Αυτή είναι βέβαια μια ευχάριστη διαπίστωση.
Ωστόσο πιο ευχάριστο από το να μαθαίνεις ότι η λογοτεχνία «πουλάει», πιο συναρπαστικό από το να διαβάζεις ένα βιβλίο είναι, θαρρώ, να γνωρίζεις πώς «γεννιέται», πώς «φυτρώνει» ένα λογοτεχνικό βιβλίο.
Να γνωρίζεις την/τον δημιουργό, να γνωρίζεις το χώμα που το σπέρνει, τα υλικά που χρησιμοποιεί για να το φροντίσει, να το βλέπεις να ξεβλασταρώνει, να ανθίζει, να δένει τους καρπούς του. Κι ύστερα να βιώνεις μαζί του τα συναισθήματα, τις παραστάσεις, τον αβίωτο ποιητικό χώρο και χρόνο.
Αυτή η συναρπαγή με κατέλαβε όταν συνάντησα την Κρεμμυδαποθήκη της Κατερίνας Λιάτζουρα.
Πρώτη εντύπωση, το εξώφυλλο: αγριόχορτα, βράχια και ξερολιθιές, μονοπάτι που χορευτικά οδηγεί μάλλον κάπου, ερημιά. Κι εκεί στο βάθος, στο βάθος του πεδίου, συμμετρικά τοποθετημένο στο κάδρο μια δομημένη κατάσταση: ένα οικοδόμημα, συμμετρικό κι αυτό.
Και ο τίτλος: Κρεμμυδαποθήκη, να το οικοδόμημα. Τι είναι φυλαγμένο εκεί;
Διαβάζω τη συλλογή. Χμ… πεζά ποιήματα λοιπόν, Κατερίνα! Έκπληξη; Απορία; Όχι. Η Κατερίνα σε μεταβατικό ποιητικό στάδιο: αλλάζει. Σκουλήκι που σέρνεται ο πεζός λόγος στη γη, κάτω από τη γη, έτοιμος να πετάξει το κουκούλι και να μεταμορφωθεί σε πεταλούδα.
Θυμάμαι: αυτός είναι ο ρόλος του πεζού ποιήματος από τότε που καθιερώθηκε ως «μορφή» έκφρασης στα τέλη του 19ου αιώνα: να αποδεσμεύσει τον ποιητικό λόγο από την τυποποίηση, να τον απελευθερώσει. Και να μας δείξει ότι ποίηση δεν είναι η φόρμα, το κουτί. Ότι το σκουλήκι είναι και πεταλούδα. Και έτσι να αποτινάξει τα βαρίδια της και να πετάξει στον ελεύθερο στίχο και στους ασαφείς ορίζοντες του σουρεαλισμού. Πρόκειται για τον δικό της μαγικό ρεαλισμό.
Ωστόσο η ιδέα ότι ποίηση μπορεί να βρεθεί ακόμη κι εκεί όπου δεν υπάρχει ίχνος μέτρου συναντάται στην Ποιητική του Αριστοτέλη [1451b1-4] ὁ γὰρ ἱστορικὸς καὶ ὁ ποιητὴς οὐ τῷ ἢ ἔμμετρα λέγειν ἢ ἄμετρα διαφέρουσιν (εἴη γὰρ ἂν τὰ Ἡροδότου εἰς μέτρα τεθῆναι καὶ οὐδὲν ἧττον ἂν εἴη ἱστορία τις μετὰ μέτρου ἢ ἄνευ μέτρων)· ἀλλὰ τούτῳ διαφέρει, τῷ τὸν μὲν τὰ γενόμενα λέγειν, τὸν δὲ οἷα ἂν γένοιτο. διὸ καὶ φιλοσοφώτερον καὶ [1451b5-9] σπουδαιότερον ποίησις ἱστορίας ἐστίν ([1451b]. Ο ιστορικός και ο ποιητής δεν διαφοροποιούνται κατά το ότι γράφουν έμμετρα ή χωρίς μέτρο (το έργο του Ηροδότου θα μπορούσε να στιχουργηθεί, αλλά και με μέτρο δεν θα ήταν λιγότερο ιστορία από ό,τι χωρίς το μέτρο)· η διαφορά τους είναι η εξής: ο ένας παρουσιάζει αυτά που έγιναν, ο άλλος αυτά που θα μπορούσαν να γίνουν. Συνεπώς η ποίηση είναι και φιλοσοφικότερη και σπουδαιότερη από την ιστοριογραφία).
Επανεμφανίζεται τον 16ο και 17ο αιώνα (όψιμη Αναγέννηση) και τη χρησιμοποιεί ο Μπωντλαίρ (Τα δώρα της Σελήνης) τον 19ο αιώνα (poeme en prose). Υιοθετεί την ιδέα ο Καβάφης και γράφει τρία πεζά ποιήματα (Το Σύνταγμα της Ηδονής, Τα πλοία, Τα ενδύματα), μια ποιητική μορφή που συγχωνεύει τα όρια ποίησης και πρόζας. Ο Παλαμάς δημιουργεί ρήξη με προηγούμενες τοποθετήσεις του περί αποκλειστικά έμμετρης ποίησης· σε κριτική του για συλλογή του Ζαχαρία Παπαντωνίου χρησιμοποιεί την έκφραση «ρυθμοποιός του πεζού λόγου» (εφημ. Εμπρός, 16-12-1922). Ο Παναγιώτης Μουλλάς την προσγράφει ως χαρακτηριστικό της γενιάς του’20.
Στο υλικό της Κρεμμυδαποθήκης της Κατερίνας Λιάτζουρα αποτυπώνονται ευδιάκριτα τα χαρακτηριστικά των πεζών ποιημάτων: η Συντομία, η Ένταση, ο Εσωτερικός ρυθμός και δευτερευόντως τα Τυπογραφικά κενά και η Έλλειψη αναφορικότητας.
Περπατώντας τον δρόμο που οδηγεί στην Κρεμμυδαποθήκη διαπίστωσα πως σε κάθε σταθμό, σε κάθε ποίημα, διακρινόταν μια έννοια κυριαρχούσα, ενιαία, συνολική και καθαρά διατυπωμένη.
Έτσι στον Πλάτανο του Καράμπαμπα συνάντησα την επιθυμία που νικάει τη λογική. Ένα μικρό μυστικό φυλαγμένο βαθιά στις ρίζες αυτής της επιθυμίας χρεώνεται την επιτυχία.
«Κόντρα στο είθισται έκανα του κεφαλιού μου και έπραξα την επιθυμία. Μα δεν πρόκειται να πω πως δίπλα στο βόθρο είναι μυστικό να φυτεύεις προσδοκίες».
Στη Μέσα Παναγίτσα (κάπου εδώ τριγύρω;) βρήκα την αγάπη (εφάμιλλη της σκέψης) ως κληροδότημα με κληρονόμους τα ψάρια, τα βότσαλα και τα νυχτοπούλια. Μόνο εκείνα, άδολα και ικανά στοιχεία της φύσης, και όσοι μπορούν να δουν -όχι μόνο να κοιτάζουν- δέχονται το θείο δώρο της και γίνονται αιώνιοι μάρτυρες·φρουροί της, φρουροί της αγάπης, Δυόσμος και Βασιλικός.
Στη Χιλιαδού τη συνάντησα παρέα με την απειλητική μοναξιά, ένα τραύμα οδυνηρό όσο και η απώλεια του μοναδικού ματιού του Κύκλωπα. Η μοναξιά στα απόκρημνα του εαυτού, να κρεμιέται στο κενό και να κρατιέται από ένα παιχνίδι του εγώ και του εσύ.
«Κενό μαχαίρι ορθώνεται απειλούμενο από μοναξιά. Και έχοντάς με αντίκρισμά μου, υπό απειλή με άκουγα με τα αφτιά μου, που γίνανε αφτιά σου και με άκουγες».
Κι ύστερα βρέθηκα σε ένα δάσος με Δέντρα γυμνά, φοβερά και φοβισμένα, βιαστές και Ιούδες μαζί.
Περπατώ ανάμεσά τους και μια θέλω να τα προστατέψω προσφέροντας την ομπρέλα μου να τα σκεπάσει, μια χαίρομαι με την κακία μου να τα συντρίβω με τα λασπωμένα αρβυλάκια μου-χωρίς τύψεις. Αυτά τα δέντρα, σκέψεις και συναισθήματα, αποζητά η ποιήτρια να γίνουν το αγκάθινο στεφάνι που θα τη λυτρώσουν.
«Απαιτώ από εσάς, απαίσια πλάσματα του δάσους, ερινύες της ψυχής μου, το αγκάθινο στεφάνι. Θέλω να γαληνέψω».
Δεν είναι μόνο η Συντομία όμως που προσυπογράφει τον χαρακτηρισμό πεζά ποιήματα στην Κρεμμυδαποθήκη. Προπαντός είναι η Ένταση με την οποία αποδίδει με γλαφυρότητα ζηλευτή η Κατερίνα όλη αυτήν την καθημερινότητα των ανθρώπων: τη σχέση με τα άλλο φύλο, τον πόνο και την απογοήτευση, τη δύναμη της επιθυμίας, τη μοναξιά, τη σχέση της γυναίκας με την κουζίνα, τις αυταπάτες, τον θάνατο και τον έρωτα. Είναι δε εντυπωσιακή, τουλάχιστον σε μένα, η γεωγραφία της συλλογής: ξεκινά με τον θάνατο και τα Κοράκια του Λαύκου, περπατά στην καθημερινότητα των ανθρώπων (κάπως μελαγχολικός θα έλεγα ο περίπατος σε θάλασσες, δρόμους, γέφυρες, λιμάνια, δάση, πλατείες) και καταλήγει σε μια Κρεμμυδαποθήκη για να υμνήσει τον έρωτα. Αυτή είναι η ζωή!
Πλημμυρισμένη από μεταφορές, σύμβολα, εικόνες (τυπικές και σουρεαλιστικές), επαναλήψεις, παλλιλογίες, αντιθέσεις, παρηχήσεις, συμμετρίες που αφενός αναδεικνύουν και υπαγορεύουν τον Εσωτερικό ρυθμό των ποιημάτων, αφετέρου μάς αποκαλύπτουν τον κόσμο τους με ενάργεια και λυρισμό.
Με τις μεταφορές της ωθεί τον αναγνώστη, τον παρακινεί να σκεφτεί, να σκύψει λίγο περισσότερο, να σταθεί, να αφουγκραστεί, να δει πιο βαθιά.
Στην Οδό Αβάντων περπατάει Στα απόκρημνα της παραίσθησης, χαραμάδα στο παράθυρο του ουρανού για να δει καλύτερα. Ένα φως που ξετρυπώνει από μια χαραμάδα στον ουρανό μάς βγάζει από την άκρη του γκρεμού κι ένα τσιγάρο-σωτήρας θα λαγαρίσει τον νου και θα μας αποκαλύψει την ανεμόσκαλα που οδηγεί στο φως.
Στη Λιανή Άμμο Τα πίσω κουτάκια του μυαλού αρνούνται να υπογράψουν λευκό χαρτί αισθήσεων και παραισθήσεων, συγχωροχάρτια και δηλώσεις μετανοίας. Μια «προσωποποιημένη» μεταφορά παλεύει επίμονα να αντισταθεί στις επιθέσεις της μνήμης, των αναμνήσεων και στο τέλος της μέρας (δηλαδή της νύχτας) θα αναδυθεί ένας νέος άνθρωπος, πιο δυνατός.
Με τα σύμβολα θα αποδώσει την ψυχική κατάσταση του ποιητικού υποκειμένου, τον εσωτερικό του κόσμο. Τα αντικείμενα του έξω κόσμου γίνονται σύμβολα εσωτερικών καταστάσεων.
Ο βράχος (ο) άνυδρος και χέρσος στον Καράμπαμπα. Σε μια πρώτη ανάγνωση ως σύμβολο της αντιξοότητας που είναι ανάγκη να ξεπεράσουμε. Σε μια δεύτερη ο δωρικός χαρακτήρας με τη «στέγνια» και τον «χέρσο-ακαλλιέργητο τρόπο» του, θα οδηγήσει το ποιητικό υποκείμενο, κόντρα στο «είθισται», στη δικαίωση της επιθυμίας του.
Το κενό μαχαίρι στη Χιλιαδού ορθώνεται απειλητικό. Το αγαπημένο των ποιητών, αιώνιο σύμβολο του πόνου, των πληγών της ψυχής που δεν κλείνουν ποτέ. Το μαχαίρι που ανοίγει πληγές, το μαχαίρι που ξύνει πληγές.
Και τα άνθη γύρω τριγύρω από την ασβεστωμένη Κρεμμυδαποθήκη: ο βασιλικός, η βουκαμβίλια, τα χρυσάνθεμα, το γεράνι να στολίζουν την αποθήκη, να σκορπίζουν την ευωδιά τους στον αέρα του έρωτα που πάει να ανταμώσει με το βαθυκόκκινο της δύσης καθώς ακουμπά πάνω στη γαλάζια θαλασσινή γραμμή. Μελωδία αισθήσεων, πανδαισία συναισθημάτων.
Με τις αντιθέσεις και τις συμμετρίες θα αναδείξει αυτήν την ιδιότυπη διαπάλη, την εσωτερική σύγκρουση που πολλές φορές δείχνει να οφείλεται σε κάποιον τρίτο, κάποιο «εσύ». Ωστόσο, δεν είναι τίποτε περισσότερο παρά ο εαυτός που στέκεται εκεί και πυροδοτεί τη διαμάχη του μέσα μας κόσμου.
Χιόνι και φωτιά αναμειγνύονται μες στο πρωινό του αυτοκινήτου στο Λιμεναρχείο Χαλκίδας. Το εγώ επιτίθεται φαινομενικά σε ένα εσύ και το κατηγορεί: μίζερο πλάσμα, προς τι ο μορφασμός: Δεν έχεις φαντασία; Η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη και εκτονώνεται μόνο με δυο χαριτωμένους ήχους Φου φου φου Λα λα λα.
Στην Αρτάκη μια μορφή νύχτας στοιχειώνει από την προσμονή (της) αυγής, η ομιχλώδης παρουσία κινείται μέσα σε ευφορία ψυχής και το αέρινο πέπλο σε κόσμους σκοτεινούς και κουρασμένους.
Ιδιόρρυθμες, εσωτερικές αντιθέσεις εξηγούν γιατί τα όνειρά μας είναι γεμάτα φαντάσματα.
Και ξανά στη Χιλιαδού θα παίξει περίτεχνα με τις συμμετρίες για να συγκαλύψει επιτηδευμένα τον τρόμο που προκαλεί το καθρέφτισμα του εαυτού στην απέναντι πλευρά του, τον πόνο που προκαλεί το μαχαίρι της μέσα μοναξιάς: Με άκουγα με τα αφτιά μου, που γίνανε αφτιά σου και με άκουγες…Και με κοίταξα με τα μάτια μου, που γίνανε μάτια σου και με είδες… Πότε, άλλωστε, οι δυο πλευρές των ανθρώπων είναι ίδιες;
Με τις επαναλήψεις, τις παλλιλογίες και την ειρωνεία που τις συνοδεύει θα αποδώσει εμφατικά και πολύ έντονα αλλού μια απειλή, αλλού μια απώλεια ή μια επιθυμία.
Στην Πλατεία Φριζή οι άντρες παραδομένοι στην «αθωότητά» τους και στη λεπτή ειρωνεία της ποιήτριας που τους υπενθυμίζει ότι τα χρόνια περνούν και προειδοποιεί ότι η πένα της θα αποκαλύψει κάθε καλά κρυμμένο μυστικό τους: ανυποψίαστοι, αθώοι όρκο δώσανε -απονήρευτοι αθώες σκέψεις κάνανε- αθώα προσέγγιζαν και αθώα προσεγγίζουν -αθώα θα σπαρταρίσουν- αθώα θα μαρτυρήσουν.
Και δυτικότερα, στον Σιδηροδρομικό Σταθμό Χαλκίδας, πάλι με τις επαναλήψεις θα θρηνήσει μια ματαίωση, μια απώλεια: Και να λέγαμε όλα αυτά που χαθήκανε. Που χαθήκανε στην προσπάθεια. Που χαθήκανε στο ξημέρωμα. Που τ’ άφησα να χαθούν μέσα στην ανάγκη. Και πιο κάτω: Και να πούμε όλα αυτά που σωθήκανε. Που σωθήκανε στην προσπάθεια. Που σωθήκανε στο ξημέρωμα. Που τ’ άφησα να σωθούν μέσα στην αδιαφορία.
Με τις επαναλήψεις και τις παλλιλογίες θα χτίσει ακόμη πιο στέρεο τον εσωτερικό ρυθμό που έχει ανάγκη ο λόγος για να γίνει ποίηση: Θα ήθελα να ήμουν εκεί. Εκεί. Ένα ανεπαίσθητο γραμματάκι και να σε περίμενα. Να περίμενα. ( Σ.Σ. Χαλκίδας) μα …με ένα τραπέζι, όμως, μπροστά, μπροστά στο παραθύρι…
Και με τις εικόνες θα στήσει τη φωτογραφία, το σκηνικό της ταινίας μικρού μήκους, όπως η ίδια η ποιήτρια ομολογεί στην Καναπίτσα. Με τη βροχή, την ομίχλη και το κύμα, με το χώμα που μυρίζει, με τους βράχους και τα φώτα στη Μεγάλη Γέφυρα Χαλκίδας και στο περίπτερο της Οδού Αβάντων, με τους ψαράδες και τα πουλιά.
Θα σταθώ σε μια, στο Πολύδροσο, και με αυτή θα κλείσω την απόδειξη περί Έντασης (ότι είναι πεζά ποιήματα ακέραια τα κρυμμέναυλικά στην Κρεμμυδαποθήκη):
Το νεκρό σώμα μεταφέρεται από σμαραγδένια ξωτικά που αφήνουν ίχνη για να μπορέσει να τα ακολουθήσει εκείνη που θρηνεί. Διάφανες νεράιδες κρατούν κεριά. Σκιές ακολουθούν όλο αυτό το αλλόκοτο ξόδι που οδηγείται στη θάλασσα, αυτό το ξόδι πραγματικού και φανταστικού κόσμου, με φωνές μικρού παιδιού να το συνοδεύουν και φτερά αγγέλων να προκαλούν το γέλιο.
Σαν φωτογραφίες ασπρόμαυρες τα ποιήματα της Κατερίνας· απομονώνουν στιγμές της ζωής και μας τις παρουσιάζουν γυμνές, αφτιασίδωτες, φορτωμένες με πάθη και συναισθήματα. Άλλοτε σοκάρουν με την αλήθεια τους, όπως στην Αγία Ειρήνη, άλλοτε μας κάνουν συνταξιδιώτες στα όνειρα παιδιών, κάπου στις Γειτονιές της Στουτγκάρδης που δίνουν μορφές στα σύννεφα, ανυποψίαστων και ευτυχισμένων.
Η ποίηση της Κατερίνας γεμάτη αγριόχορτα, βράχια και ξερολιθιές, δέντρα γυμνά, θάλασσες, γέφυρες και χαράδρες· αυτά είναι τα υλικά της. Και το οικοδόμημα: ποιήματα που σου αφήνουν το περιθώριο εσύ να σκεφτείς, εσύ να συναισθανθείς, εσύ να βιώσεις λίγο από τον απέραντο κόσμο της ψυχής των ανθρώπων.
Θα κλείσω αυτήν την απόπειρα προσέγγισης της Κρεμμυδαποθήκης με μια προτροπή: να συνεχίσεις, Κατερίνα, να μας χαρίζεις τις Σκέψεις σου και την άποψή σου για την Ηθική, να μας αποκαλύπτεις τα ψυχικά αποθέματα που έχεις φυλαγμένα σε όλες τις «αποθήκες» σου. Συνέχισε να μαδάς τα πέταλα της ποίησης και να τη σκορπάς αφειδώλευτα ανάμεσα στις ζωές μας.
.
ΘΑΝΑΣΗΣ ΤΟΤΟΜΗΣ
staxtes.com 28/11/2020
Η ποιητική γλώσσα στην «Κρεμμυδαποθήκη»
Στην ποιητική συλλογή της Κατερίνας Λιάτζουρα ενυπάρχουν, τα συναισθήματα, ο πόνος, η θλίψη, οι προσδοκίες, τα πρόσωπα, η νοσταλγία, οι απώλειες, τα παιδικά βιώματα, οι αναμνήσεις, η προσμονή, μοτίβα της φύσης, το μαρτιάτικο φεγγάρι, ο πλάτανος, το κόκκινο γεράνι, η αποθήκη, ο μύλος, οι εικόνες,οι τόποι, η Χαλκίδα και οι γειτονιές της Στουτγκάρδης, η πλατεία Φριζή, ο σταθμός των τρένων και η μεγάλη γέφυρα τηςΧαλκίδας, οι δρόμοι Ιστιαίας και Αβάντων, ο Καράμπαμπας, η Χιλιαδού, και το Πήλιο.
«Η Κρεμμυδαποθήκη», είναι ένας ύμνος της ποιήτριας, στις εφηβικές μνήμες – «ο ασβέστης της καρδιάς«, «δυο παλάμες απόσταση, η αγάπη άρχισε να ανθίζει« – στις αναμνήσεις, στην ανεμελιά, και τις χαρές, ένας κρυψώνας για να διαφυλάσσει με τη γραφή της, τα όνειρα και τις προσδοκίες της.
Στη νέα της ποιητική συλλογή η Κατερίνα Λιάτζουρα, παραδίδει στο βιβλιόφιλο κοινό μια ποιητική γλώσσα έντονη, λιτή, απέριττη, χειμαρρώδη.
Με τρόπο καταιγιστικό, συλλέγει, και καταθέτει τις ποιητικές της εικόνες, τα συναισθήματα, τους τόπους, τους υπαρξιακούς προβληματισμούς και τις αγέρωχες αναζητήσεις της.
.
ΑΘΗΝΑ ΜΑΛΑΠΑΝΗ
LITERATURE.GR 15/10/2020
Ένα δείγμα έμπειρης γραφής πεζολογικής ποίησης
Η ποιητική συλλογή της Κατερίνας Λιάτζουρα, Η Κρεμμυδαποθήκη, από τις εκδόσεις Βακχικόν αποτελεί ένα δείγμα έμπειρης γραφής πεζολογικής ποίησης.
Τα ποιήματα αποτελούν ένα χαρακτηριστικό δείγμα προσωπικής ποίησης σε απόλυτα εξομολογητικό τόνο.
Τα ποιήματα είναι εμπνευσμένα από γλυκιές -ή πικρές- αναμνήσεις του ποιητικού υποκειμένου, με αποτέλεσμα να εμπλέκονται συγκεκριμένα μέρη (όπως το Πήλιο, η Εύβοια και η Χαλκίδα ή η πλατεία Φρίζη, βλ. ποιήματα στις σελίδες 10, 11, 15-16 και 13 αντίστοιχα) και πρόσωπα που ενεργοποιούν τα συναισθήματα του ποιητικού υποκειμένου, αλλά και του αναγνώστη. Τα συναισθήματα του πρωταγωνιστικού προσώπου αποδεικνύουν τη θλίψη και το πένθος (ουράνια σκοτείνιασαν μαύρα/σύννεφα στα μάτια επισκίασαν φως) που βιώνει λόγω της απώλειας είτε κάποιου προσώπου [Μαύρα κοράκια πέταξαν χαμηλά. Σημάδι δυσοίωνο (…) Το Πήλιο φόρεσε τα γιορτινά του, σ. 10, Και μη λυπηθείς ούτε στιγμή για την απουσία μου (…) καλό δρόμο να έχεις, Κατινάκι μου, σ. 11] είτε μιας παρελθοντικής κατάστασης που του προκαλούσε χαρά και γαλήνη ψυχής.
Τα ποιήματα της συλλογής είναι σμιλεμένα από τις παλαιές εμπειρίες του ποιητικού υποκειμένου, εμπνευσμένες από παιδικές ή νεανικές αναμνήσεις και βιώματα. Επιπλέον, η Φύση τροφοδοτεί με ερεθίσματα την ποιήτρια, καθώς απαντούν πολλές περιγραφές φυσικών σκηνικών. Η Φύση μεταπλάθεται ποιητικά και λυρικά, αναδεικνύοντας έτσι τα έντονα συναισθήματα του πρωταγωνιστικού προσώπου ή μπορεί να συνδέεται με την αποδημία του ανθρώπου και τη μετέπειτα ζωή του, με αποτέλεσμα να αποκτά μια ανώτερη διάσταση και σπουδαιότητα [Όταν πρωτοήρθα θέλησα να φυτέψω έναν πλάτανο (…), σ. 14/ Αμέτρητα αιχμηρά κλαδιά με μαστιγώνουν και με τραυματίζουν θανάσιμα (…), σ. 17/ Μαρτιάτικο φεγγάρι ανοιξιάτικο στο γιόμα σου γλυκό φεγγάρι, σ. 23].
Η ποιητική συλλογή ολοκληρώνεται -καθόλου τυχαία- με ένα εκτεταμένο πεζολογικό ποίημα που δίνει και το όνομά του σε όλη τη συλλογή. Είναι ο ύμνος της απλότητας στην έκφραση των προσωπικών βιωμάτων και προσδοκιών. Το πρωταγωνιστικό πρόσωπο προσδοκά να αναμορφώσει την κρεμμυδαποθήκη των παιδικών του χρόνων και αναμνήσεων. Η γλάστρα με το κόκκινο γεράνι που αποτελεί μια κρυψώνα για το δεύτερο κλειδί του οικήματος αποτελεί μια χαρακτηριστική εικόνα παιδικών βιωμάτων (Ένα γεράνι κόκκινο, να φυλάει με τις ρίζες του της αποθήκης το κλειδί, σ. 39). Το ποίημα εκφράζει τη θλίψη, αλλά και τη νοσταλγία και τη γλυκιά αναπόληση για τη χαμένη παιδική ή νεανική αθωότητα, όπως και όλη η συλλογή.
Ποιήματα που ανακατασκευάζουν το παρελθόν, πρόσωπα και καταστάσεις, περασμένες σκηνές και αναμνήσεις, γλυκόπικρη γεύση λόγω της απώλειας, αλλά και προσδοκία, ελπίδα και διάθεση για ζωή…
.
ΧΡΥΣΑΝΘΗ ΙΑΚΩΒΟΥ
ΠΕΡΙ ΟΥ 19/9/2020
Στο νέο της βιβλίο “Η κρεμμυδαποθήκη” η Κατερίνα Λιάτζουρα μας παραδίδει μια ποιητική συλλογή βαθιά σε νοήματα, δυνατή σε εικόνες, θυελλώδη ως προς την γλώσσα και ασυνήθιστη στη μορφή.
Το πρώτο ενδιαφέρον χαρακτηριστικό της συλλογής είναι ότι τα ποιήματα ισορροπούν ανάμεσα στην ποιητική και την πεζή μορφή. Ενώ με την πρώτη ματιά τα κείμενα μοιάζουν με μικρά διηγήματα, κρατούν εντούτοις όλα τα στοιχεία του ποιητικού λόγου.
Σε δεύτερο επίπεδο, και καθώς βυθίζεται ο αναγνώστης στο βιβλίο, αυτό που δημιουργεί έντονη αίσθηση είναι οι εικόνες και η χειμαρρώδης γλώσσα. Με τρόπο σχεδόν συνειρμικό, η Κατερίνα Λιάτζουρα ανακατεύει συναισθήματα, προσωπικά βιώματα, τόπους, υπαρξιακούς προβληματισμούς και σκηνές βγαλμένες από την καθημερινότητα. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι πολλοί τίτλοι φέρουν ονόματα πόλεων και συγκεκριμένα μέρη, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τα συναισθήματα που καταγράφονται δεν έχουν μια καθολική απήχηση.
Οι εικόνες της “Κρεμμυδαποθήκης” είναι σκοτεινές, εσωστρεφείς, επώδυνες. Το ποιητικό υποκείμενο συλλαμβάνεται πάντα σε μια κρίσιμη στιγμή -αγωνίας, μετάνοιας, αμαρτίας, απολογισμού, συμφιλίωσης, πάλης- καθώς προσπαθεί να κρατήσει την ισορροπία του. Υπάρχει μια διαρκής κίνηση, καθώς η ποιήτρια συνεχώς μετατοπίζεται ή αναζητά κάτι -άλλοτε πραγματικά και άλλοτε νοερά- αλλά δε φαίνεται ποτέ να αναπαύεται ή να λυτρώνεται. Ίσως όμως αυτό να μην έχει και τόση σημασία: υπάρχει πάντα μια δυσκολία και μια ματαιότητα σε όλη αυτήν την αναζήτηση.
Έχει ενδιαφέρον ότι το ποιητικό υποκείμενο είναι πάντα μόνο. Ακόμα και στα ποιήματα που γίνεται αναφορά σε άλλα πρόσωπα, αυτά θα είναι νεκρά ή θα εμφανίζονται με άλλη μορφή ή θα λάμπουν δια της απουσίας τους. Αυτή η απουσία δε σταματά να διατρέχει τη συλλογή ούτε στα ερωτικά ποιήματα.
Παρόλο που η ποιήτρια επέλεξε να “πεζοποιήσει” τα ποιήματά της και να μην χρησιμοποιήσει στίχο, ο λόγος της δεν πέφτει στην παγίδα της φλυαρίας. Οι προτάσεις της είναι κοφτές, σε πολλές περιπτώσεις απουσιάζουν τα άρθρα, έχει αφαιρεθεί κάθε τι περιττό. Η γλώσσα της όμως παραμένει έντονη, θυελλώδης, σχεδόν ονειρική.
Η Κατερίνα Λιάτζουρα καταθέτει στην “Κρεμμυδαποθήκη” της μια ποίηση βαθιά προσωπική, βιωματική και υπαρξιακή. Το ενδιαφέρον όμως είναι ότι την ίδια στιγμή τα ποιήματά της παραμένουν απίστευτα εξωστρεφή για όποιον θέλει να πλάσει τις εικόνες στο μυαλό του, να ταυτιστεί, να απαντήσει στα φιλοσοφικά ερωτήματα που τίθενται. Όπως και να έχει, η ανάγνωση του βιβλίου μοιάζει με μια εμπειρία που απαιτεί όλες τις αισθήσεις.
ΛΑΥΚΟΣ Ή ΤΑ ΚΟΡΑΚΙΑ
Μαύρα κοράκια πετάξανε χαμηλά. Σημάδι δυσοίωνο είπανε οι γειτόνισσες στην πεζούλα. Δυο τα κοράκια που κουβαλήσανε την κάσα στα φτερωτά τους κοστούμια. Νεκρική πομπή ανέβηκε τη σκάλα. Σπίτι αφιλόξενο και εχθρικό σε υποδέχτηκε στερνά. Κοίταζες προς την ανατολή, όπως αρμόζει. Καφές, κονιάκ, στραγάλι, σταφίδα και σοκολατένια ελιά. Ανεμάκι φθινοπωρινό έμπασε το παραθύρι. Οι τρίχες στο πηγούνι σου μου φανήκανε πως ανεμιστήκανε. Μαζί με τα λουλούδια που σε στολίζουνε. Ταράχτηκε και η γραμμή των χειλιών σου, μ’ όλα αυτά που άκουσες το βράδυ ετούτο. Τα έσφιξες πιότερο. Ένα αμυδρό χαμόγελο γινήκανε. Τα βλέφαρά σου μισόκλειστα αγνάντευαν τους προγόνους που ξεκρεμαστήκανε πρόσφατα από τα καρφιά τους. Τα σημάδια τους ακόμα ορατά στον τοίχο. Έξω βρέχει. Τα μάτια του Θανάση κλάψανε, μα της Φιλιώς καθόλου. Και ο Γιαννάκης και ο Δημητρός ήτανε εκεί. Συμπράξαν στην παρωδία. Όλη η γενιά σου. Το αίμα σου. Χαμένο κληροδότημα στις δικές του ερινύες. Εσύ, όμως, δεν έδωσες σημασία. Ετοιμάζεσαι νύφη να ντυθείς, και πάλι. Άσπιλη, αθώα, μεγαλόψυχη, να πας να συναντήσεις εκείνον. Το κρύο είναι τσουχτερό απόψε. Σε διαπερνά, όπως ο κάθε Λαύκος, όπως ο κάθε θάνατος. Η πλατεία σε αποχαιρέτησε στροβιλίζοντας τα πλατανόφυλλά της. Στρώμα υπόκωφων ήχων στο πέρασμά μου. Κάνει κρύο μέσα στην εκκλησία. Είμαστε παγωμένες Κατίνα. Η καμπάνα ηχεί πένθιμα. Ποια από τις δυο μας πεθαίνει; Το χώμα μυρίζει μούχλα. Καιρό είχε να αεριστεί. Να που ήρθε η ώρα. Για όλα έρχεται η γαμημένη ώρα. Τα κοράκια δεν βλέπουν την ώρα να αποδημήσουνε. Το Πήλιο φόρεσε τα γιορτινά του.
.
ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ
CULTUREBOOK.GR 2/7/2020
Η κρεμμυδαποθήκη /οι τόποι και η ψυχή τους
Πλείστα παραδείγματα έχουμε να αριθμήσουμε από ποιητές που ύμνησαν τους τόπους της μνήμης και της ζωής τους. Η περίπτωση της Κατερίνας Λιάτζουρα, όμως, είναι διαφορετική. Και αυτό γιατί εν συνόλω η ποιητική της παρουσία είναι ξεχωριστή.
Η ποίησή της έχει δύναμη, οι λέξεις της έχουν σαφή την αίσθηση του περιττού αναδεικνύοντας τη μοναδική αξία του ελάχιστου, μα δημιουργικού, ποιητικού πυρήνα. Από ποιητική επιλογή προτάσσει ένα σκληρό κέλυφος και προκαλεί τον αναγνώστη να το σπάσει για να ξεχειλίσει μια πρωτόγνωρη ευαισθησία. Στην προηγούμενη συλλογή της ποιήτριας (Αποκαΐδια ηθικής, 2017), με έντονο τον πολιτικό και κοινωνικό προβληματισμό, είχε επισημανθεί το ήθος που διατρέχει τη γραφή και λειτουργεί ως απαραίτητη συνθήκη για να διατηρήσει η ποίηση το μέγεθος που της αξίζει. Είχε δώσει εκεί το στίγμα της ποιητικής της αξίας και είχε προϊδεάσει για τη συνέχεια. Τώρα εδώ, στην πρόσφατη συλλογή της, απομακρύνεται από την πάσχουσα κοινωνική πραγματικότητα, από την πολιτική συνθηκολόγηση που φθείρει τις συνειδήσεις, αφήνει τον καταγγελτικό τόνο να ηχεί μόνον υποδόρια, διατηρεί όμως στο ακέραιο την πρωταρχική συνθήκη της γραφής της, την ηθική της ποίησής της. Στρέφει προς τα έσω για να μιλήσει με πιο ιδιωτικό τόνο, σε ένα συνταίριασμα με τον τόπο, που μπορεί να είναι η Εύβοια και η Χαλκίδα ή το Πήλιο, ωστόσο θα μπορούσε να είναι και το αποκύημα της φαντασίας, όπως είθισται να μεταλλάσσονται οι τόποι ακολουθώντας τις εσωτερικές μας μνήμες, επιλεκτικά και αυτοί. Ίσως πάλι να μην είναι επιλογή μας ο τρόπος που παίρνουν υπόσταση οι τόποι μέσα μας, συχνά στη δική τους κερδισμένη αυτονομία – προσωπικός κάθε φορά αυτός ο τρόπος, μοιάζει να μην αφορά κανέναν τρίτο. Κι όμως, καθώς ανοίγεται η θέα στο τοπίο, όλο και περισσότερο νιώθεις ότι ενσωματώνεσαι στο σκηνικό που με θεατρικότητα φτιάχνει η ποιήτρια. Χώροι των συναντήσεων και των αποχωρισμών διατηρούν τον απόηχο των ανθρώπων, και αυτό το πολύτιμο ελάχιστο άγγιγμά τους γίνεται ποίηση στη γραφή της Κατερίνας. Χαμηλόφωνα δραματική στην απόδοση της απώλειας των αγαπημένων προσώπων, στη σκιαγράφηση της σκληρής καθημερινότητας που συντηρείται με απλές χαρές, στην έκφραση τέλος του έρωτα. Θεωρώ πως στο ποίημα «Πλατεία Φριζή» η ποιήτρια αναδεικνύεται σε μία από τις πιο δυνατές φωνές για τον τρόπο πουηχεί ο έρωτας όχι ως μοναδική κάθε φορά παρουσία αλλά ως σύνοψη προσώπων:
Οι άντρες που γνώρισα φιγούρες από βιβλία. Κάτι από Μπουκόφσκι, Σαρτρ, Έσσε, Pessoa, σκιές από Καβάφη, Σκαρίμπα, Καββαδία. Δεν έχουν πρόσωπο ή όνομα ούτε και ιστορία. Μόνο τα ίδια πάθη. Μόνο τα ίδια λάθη. Μοναχικοί λύκοι χαμένοι μέσα στην αγέλη ταξιδεύουν τον εαυτό τους με στιχάκια μουσικοσυνθετών. Παρηγορούν με αφιερώσεις περιωπής παρακμιακούς στο περιθώριο της ζωής, παραγκωνισμένους σε μπάρες συναλλαγής, χαμαιτυπεία, πεζοδρόμια και φθηνά ξενοδοχεία. Σαν όμως κοιτούν απέναντι, εκεί όπου βλέπουν την αλήθεια διακρίνουν έναν έφηβο με ασπρισμένα τα μαλλιά και αναρωτιούνται πού πήγανε τα χρόνια. Πώς γλίστρησε η νιότη; Πώς κάποτε νέοι ακόμα, αρυτίδωτοι, ανυποψίαστοι, αθώοι, όρκο δώσανε την αδάμαστη ζωή να τιθασεύσουν; Απονήρευτοι αθώες σκέψεις κάνανε. Αθώα προσέγγιζαν και αθώα προσεγγίζουν. Αθώα θα σπαρταρίσουν.Αθώα θα μαρτυρήσουν σ’ αυτόν τον απόηχο των τόσων συγγραμμάτων μου.
Τόποι και σώματα αναδύονται σαν κρησφύγετα, απόντες επιστρέφουν στη μνήμη των παρόντων, κρίματα ζητούν την εξιλέωση και συναντούν τον ιαματικό ύπνο.
Να χαθώ έτρεξα σε κρησφύγετο μυστικό […] Εικόνες γνώριμες, γνωστές από τις μνήμες της νοσταλγίας ή και της επιθυμίας αναδυόμενες. Και εκεί το ρολόι των κριμάτων μου αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά του χρόνου για να ξεχάσει να μας υπενθυμίζει υστερόβουλα πως αιώνιοι θα είναι οι εφιάλτες.
Οι τόποι και η ψυχή τους, όπως την ανιχνεύει η ποιήτρια χωρίς να μπορεί να ξεδιαλύνει, έτσι όπως μπερδεύεται μαγικά μέσα τους, αν μιλά γι’ αυτούς ή για τη δική της ψυχή, άρρηκτα δεμένη με τη γήινη υπόστασή τους που ποιητικά με την τέχνη της καταγράφει. Μια σωτήρια διαλεκτική σχέση.
Τριάντα ένα ποιήματα σε μια περισσότερο πεζή εκδοχή ως προς τη μορφή, χωρίς να χάνουν τίποτα από τη μουσικότητα, τον ρυθμό και την υποδόρια υπαινικτικότητα της αληθινής ποίησης. Έτσι οι λέξεις στοχεύουν ευθύβολα τα μνημονικά κατάλοιπα της ζωής και τα αποδίδουν ως τέχνη εκλεκτή πλέον. Κι όμως, η Κατερίνα Λιάτζουρα, πιστεύω, δεν έχει δώσει ακόμη όλο το εύρος της ποιητικής της. Με άλματα ουσίας από συλλογή σε συλλογή, είναι μια γνήσια ποιητική φωνή, πρωτότυπη και (ευτυχώς) ανελέητη, συγκλονιστική.
.
ΕΥΣΤΑΘΙΑ ΔΗΜΟΥ
Περιοδικό “Μανδραγόρας” 64 Απρίλιος 2021
Η τρίτη ποιητική συλλογή της Κατερίνας Λιάτζουρα, που κυκλοφορεί υπό τον
απροσδόκητο τίτλο Η κρεμμυδαποθήκη, αποτελείται από ποιήματα πεζά, από κειμενικές, δηλαδή, συνθέσεις, οι περισσότερες από τις οποίες εκτείνονται σε μισή περίπου σελίδα. Παρά το πεζόμορφο των ποιημάτων, η ποιητικότητα, ως διάθεση και τάση περισσότερο, παρά ως τεχνουργημένο στιχουργικό αποτέλεσμα, αναδύεται με ιδιαίτερη ευκρίνεια μέσα από τα κείμενα και είναι αυτή που δίνει τον ρυθμό και τον τόνο. Η ποιητικότητα αυτή προκύπτει, βέβαια, από το κυμάτισμα του λόγου, από τις συζεύξεις των λέξεων, από τη σύμπλεξη και τη διαδοχή των προτάσεων, προκύπτει, όμως, και από τη βαθιά εσωτερικότητα, την εντατική λειτουργία της συνείδησης με στόχο τη σύλληψη και την αποτύπωση του λανθάνοντος, του ανεπαίσθητου, του κεκρυμμένου
που ενυπάρχει στη ζωή και την τέχνη.
Η ποίηση της Λιάτζουρα είναι στενά δεμένη με τον οικείο τόπο, την πόλη της Χαλκίδας, στην οποία η ποιήτρια εναποθέτει, πολλές φορές, την
αφόρμηση και την αφορμή των ποιημάτων της. Αντίθετα, και ενώ ο τόπος είναι με ευθύτητα και σαφήνεια προσδιορισμένος, δεν συμβαίνει το ίδιο με το χρόνο. Κι αυτό γιατί η βούληση της ποιήτριας, καταπώς φαίνεται, δεν είναι να συλλάβει τον χρόνο, αλλά το άχρονο και να τοποθετήσει τον εαυτό της μέσα σε αυτό. Ιδωμένη από αυτή την άποψη, η συλλογή της Λιάτζουρα καθίσταται, εν συνόλω, μία αγωνιώδης προσπάθεια να νικηθεί ο χρόνος και να θεωρηθεί στην πραγματική του διάσταση, αυτή του άυλου, του ασύλληπτου και, γιατί
όχι, του ανύπαρκτου, τουλάχιστον με την έννοια της απροσδιοριστίας που εμποτίζει την ανθρώπινη γνώση για τον κόσμο. Η νίκη αυτή απέναντι στον χρόνο, συνιστά ουσιαστικά και μία νίκη του ανθρώπου που εξέρχεται δικαιωμένος και αλώβητος, ανέγγιχτος από τη φθορά, τη λήθη και τη θολή ατμόσφαιρα του θανάτου: Εικόνες μνήμης και λησμονιά πιο δυνατές από άλλοτε, πέρασμα στων αιώνων την αναισθησία. Ξημέρωσε. Και από τη μαυρίλα
και τη λησμονιά αναδύθηκε ένας άνθρωπος. Τις στάχτες της μήτρας μου γεύτηκε και από το δάκρυ των μαστών μου δροσίστηκε και πήρε μορφή.
Ανδρώθηκε. Η σπίθα έγινε φλόγα. Από παιδί έγινε άντρας. («Λιανή άμμος»).
Στενά συνυφασμένο με τη σύλληψη του χρόνου είναι και το αίτημα για αυτογνωσία. Με τα ποιήματα να συγκροτούν τους κόμπους ενός νήματος, η
Λιάτζουρα τεχνουργεί μία ποιητική πορεία που εκκινεί από τον εαυτό της για να καταλήξει πάλι σε αυτόν, έχοντας όμως ενσωματώσει, μέσα σε αυτή
την εσωτερική διαδρομή, τους ανθρώπους που συνόδευσαν και σφράγισαν τη ζωή της. Στην πραγματικότητα, κάθε ποιητική σύνθεση είναι το αποτύπωμα μιας διττής προσπάθειας που προκύπτει από την επιθυμία και την πράξη της αποτύπωσης -η ποιήτρια δηλαδή μοιάζει να καταγράφει τις εμπειρίες, τα βιώματα, τις σκέψεις και την αίσθησή της για τον άνθρωπο και τον κόσμο – και, από την άλλη, τη βούλησή της να προσδιορίζει τη θέση, τον ρόλο και τη σχέση της με τον περιβάλλοντα χωροχρόνο. Εδώ ακριβώς έγκειται και η ιδιαιτερότητα ή η ιδιοτυπία του βιβλίου της Λιάτζουρα, στο γεγονός δηλαδή ότι αναπαράγει τον διχασμό της ανθρώπινης ύπαρξης ανάμεσα στην αποδοχή και την πρωτοβουλία, ανάμεσα στην κατάφαση και την άρνηση, ανάμεσα στη συμφιλίωση και την αντίδραση. Ο διχασμός αυτός συνδέεται και πηγάζει,
μεταξύ άλλων, και από το θέμα ή το γεγονός του θανάτου που, ούτως ή άλλως, είναι ένα σημείο οριακό, ένα σημείο επαναπροσδιορισμού όλης της
βιοθεωρίας και της ψυχοσύνθεσης του ανθρώπου:
Βρέχει έξω. Μέσα λάσπη. Με ζεσταίνει κάπως η νοητή παρουσία σου. Σε σκέφτομαι εκεί μακριά, εγκλωβισμένο στις δικές σου υγρασίες. Στέρεψαν οι λέξεις. Μπορεί και να νυχτώνει. Μπορεί και ο ουρανός να θύμωσε
ή απλά το βλέμμα μου πίσω από δάκρυα να θολώνει.
(«Έξω Παναγίτσα ή η Ανηφορίτσα») Ο θάνατος, ως γνώριμο βίωμα, ως εμπειρία δηλαδή, που είχε η ποιήτρια με αφορμή την αποδημία αγαπημένων της προσώπων, γίνεται η αφορμή για μία ανατρεπτική ή, μάλλον, αναπλαστική προσέγγιση του θέματος, με ποιήματα που αποτολμούν την αναβίωση και την
επιστροφή όχι πια στη ζωή, αλλά στην τέχνη, που αναδεικνύεται δυναμικότερη και αποτελεσματικότερη απέναντι στην απώλεια.
Η κρεμμυδαποθήκη, λοιπόν, είναι ο ίδιος ο κόσμος της ποιήτριας, η «αποθήκη» μέσα στην οποία έχει κλείσει όλα εκείνα που δεν χωρούν,
ίσως, σε μια καθημερινότητα, αλλά είναι απαραίτητα για την επιβίωση του ανθρώπου. Είναι τα εργαλεία της δημιουργίας, σκέψεις, εντυπώσεις,
βιώματα, αισθήσεις, αγωνίες, κυρίως όμως ο ανθρώπινος πόνος για την απώλεια, που αναδημιουργούν, με τους δικούς τους όρους, τον άνθρωπο και τον κόσμο.
.
ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
FRACTAL 17/11/2021
Ξεφλουδίζοντας κρεμμύδια
Αν κόψουμε ένα κρεμμύδι, πόσα στρώματα διάφανα θα ξεφλουδίσουμε; Με το μαχαίρι, με τα δάχτυλα, με το στόμα. Άλλα κοκκινωπά σαν αρτηρίες, άλλα γαλαζωπά σαν φλέβες, άλλα λευκά σαν όνειρα, άλλα μαύρα σαν εφιάλτες. Αψιά η μυρωδιά στα ρουθούνια μας από τις οσμές του. Φέρνει δάκρυα αυτή μας η προσήλωση εκτός κι αν κρατάμε κρεμμύδι άσπρο, γλυκό. Τότε φέρνει επίσης μαζί του μυρωδιές, παλιές, δυόσμου και βασιλικού ή καινούργιες σαν από ένα κόκκινο γεράνι σε μια γλάστρα δίπλα σε μια αποθήκη σε απόμερο θαλασσινό βράχο, όπως στην Κρεμμυδαποθήκη της Κατερίνας Λιάτζουρα. Στα πεζοποιήματα αυτής της συλλογής πραγματοποιείται μια ποιητική διερεύνηση στην τομή ταυτότητας εαυτού και κόσμου, αναζητούνται τα όρια και τα σχήματα της κατανόησης του εαυτού, από όπου αναδύεται τελικά ο άνθρωπος, και πιο συγκεκριμένα ο ηθικός άνθρωπος. «Ο δρόμος θερμός ανταποκρίνεται στην επιθυμία σου. Εκείνος θα σε φιλοξενήσει. Τον τιμά να θυσιάσεις πάνω του όνειρά σου. Μακραίνει και απαλύνει εν μέρει τον πόνο της αυγής. Μονόδρομο λαχτάρησες να ακολουθήσεις. Βαραίνει το μυαλό. Μοναξιά δυσανάλογη για αντοχές θέλησες να βαστήξει.» (ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΦΥΡΑ ΧΑΛΚΙΔΑΣ)
«Ξεκινάμε με μια απόκριση, ένα ερώτημα που απαντά σε έναν ήχο, και αυτό το κάνουμε στο σκοτάδι – δρώντας χωρίς ακριβώς να γνωρίζουμε, αρκούμενοι στο να μιλάμε. Ποιος είναι εκεί, ή εδώ, και ποιος έχει φύγει;» γράφει ο Thomas Keenan, Fables of Responsibility.[1] Η απόκριση μας, μέσω της αυτοαφήγησης, προϋποθέτει την ενδοσκόπηση γεγονός που συγκροτεί μια ηθική πράξη. Ένα ηθικό υποκείμενο προσδιορίζει τη θέση και τον τρόπο ζωής του, μέσω της αυτοαναζήτησης και αυτοπραγμάτωσης – να βρει την αλήθεια του εαυτού του, να τη βρει και να τη διαφυλάξει κόντρα σε όσα και όσους ζητούν να του την πάρουν. «Ρίχνω μια κλεφτή ματιά στην οθόνη. Ανάβοντας το φωτάκι θα ήθελα να ήσουν εκεί. Εκεί. Ένα μικρό φακελάκι και να με περίμενες. Να περίμενες να μιλήσουμε. Ώρες ατελείωτες. Και να λέγαμε όλα αυτά που χαθήκανε. Που χαθήκανε στην προσπάθεια. Που χαθήκανε στο ξημέρωμα. Που τα’ άφησα να χαθούν μέσα στην ανάγκη. Που τα ‘πνιξα μωρά νεογέννητα.» (ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΙΚΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ ΧΑΛΚΙΔΑΣ)
Σε κάθε στιγμή της ζωής μας, η ερώτηση «Ποιος είσαι;» καλεί και ορίζει την δική μας οντολογία. Στην απάντησή μας εξιστορούμε τον εαυτό μας, τις απαρχές μας, τα κομβικά μας σημεία, τις ημέρες και τις νύχτες που μας έχουν κάνει αυτό που είμαστε στο τώρα της αφήγησης. Όταν το εγώ επιχειρεί να αφηγηθεί τον εαυτό του, δεν μπορεί παρά να μιλήσει για τις σχέσεις του. Πρώτα πρώτα από εκείνες τις σχέσεις στην αρχή της ύπαρξής του που τον διέπλασσαν στο ξεκίνημά του. Μέσω της αυτοαφήγησης, από τη μία ο νους με τη λογική προσπαθεί να κατανοήσει τον κόσμο για να τον ερμηνεύσει σχηματίζοντας την κοσμοαντίληψή του. Από την άλλη, το σώμα θυμάταιׄ ανακαλεί τις σωματικές του μνήμες για να τις ερμηνεύσει. Η μνήμη ξεκινά και αυτή από τις αισθήσεις μορφοποιώντας τα πρώτα ερεθίσματα της αφήγησης στο σωματικό μας σύμπαν. Εκεί εδράζεται και ο έρωτας. Στην επίμονη και επίπονη διάδραση με τον εαυτό μας όταν αυτός αναζητά την προσωπική ή υπαρξιακή του αλήθεια, ο έρωτας αποτελεί από τις σημαντικότερες εξελικτικές μας διαδικασίες. «Οι άντρες που γνώρισα φιγούρες από βιβλία. Κάτι από Μπουκόφσκι, Σαρτρ, Έσσε, Pessoa, σκιές από Καβάφη, Σκαρίμπα και Καββαδία. Δεν έχουνε πρόσωπο ή όνομα ούτε και ιστορία. Μόνο τα ίδια πάθη. Μόνο τα ίδια λάθη. […] Πώς κάποτε νέοι ακόμα, αρυτίδωτοι, ανυποψίαστοι, αθώοι, όρκο δώσαν την αδάμαστη ζωή να τιθασεύσουν; Απονήρευτοι αθώες σκέψεις κάνανε. Αθώα προσέγγιζαν και αθώα προσεγγίζουν. Αθώα θα σπαρταρίσουν. Αθώα θα μαρτυρήσουν σ’ αυτόν τον απόηχο των τόσων συγγραμμάτων μου.» (ΠΛΑΤΕΙΑ ΦΡΙΖΗ)
Η ζωή σε κάποιον απολογισμό της βρίθει από προσωπικούς γρίφους, αινίγματα και απορίες ή όπως διατυπώνει η Μπάτλερ «η πρακτική της αφηγηματικής απόδοσης του εαυτού τοποθετείται στη ρευστή και αμφίσημη οριογραμμή μεταξύ απολογίας και απολογισμού»[2]. Η ιστορία της αυτοαφήγησης λοιπόν, αρχίζει να εκτυλίσσεται όταν ο άνθρωπος προσπαθεί να γεφυρώσει προσωπικά χάσματα. Όταν αντιλαμβάνεται ότι για να προχωρήσει θα πρέπει να λύσει μόνος του τους κόμπους και τις αρθρώσεις του βίου του. Τα πεζοποιήματα της Λιάτζουρα, οι προσωπικοί βιωμένοι τόποι, είναι κατά βάση ιστορίες απώλειας, οδύνης, τραυμάτων, προσωπικής αποδιοργάνωσης, αυταπάτης, σπάσιμο δεσμών, αλλά, ταυτόχρονα, είναι και ιστορίες αγώνων για την επίτευξη μιας προσωπικής εύθραυστης ισορροπίας. Είναι ένα ταξίδι οδυσσεακού νόστου, για το «φτάσιμο» που όλοι λαχταράμε στη ζωή μας. Για εκείνο το «φτάσιμο» που είναι ο προορισμός και η αφετηρία του ταξιδιού της ζωής. «Να χαθώ έτρεξα σε κρησφύγετο μυστικό. Εκεί στο λιβάδι, μακριά, στη σκιά της Σκοτεινής, δρόμος με πέρασε από τον Μύλο του Γαμία και πάνω από γέφυρα ετοιμόρροπη ξύλινη με οδήγησε σε πηγή αθέατη με νερό και αλάτι, τις πληγές μου να γιάνω.» (ΜΑΝΙΚΙΑ)
Η «Κρεμμυδαποθήκη», το τελευταίο πεζοποίημα και ο τελευταίος τόπος-σταθμός της συλλογής της Λιάτζουρα, δεν είναι ανταμοιβή, δεν είναι τύχη, είναι η πατρίδα στην οποία επιστρέφεις, είναι η πατρίδα την οποία έχεις κατακτήσει, είναι ο νόστος που έχεις κερδίσει, που στιγμή δεν αρνήθηκες, που ποτέ δεν σταμάτησες να ψάχνεις. Με της καρδιάς τα δάκρυα, τα όνειρα, τον πόνο, με ελπίδες και αγάπη. Με άσβεστη την πίστη ότι μπορείς κάποια στιγμή στη ζωή σου να βιώσεις το λυτρωτικό συναίσθημα της κάθαρσης. «Και στον απόηχο της ημέρας, όταν όλα θα σώπαιναν, θα σώπαινα και εγώ. Για να παρακολουθήσω του ήλιου την πορεία, που πάει και χάνεται πίσω από της θάλασσας τη γραμμήׄ για να αναλογιστώ πόσο στάθηκα τυχερή, που η ζωή μου έγνεψε και μου ΄κλεισε το μάτι, και που ακόμα, όταν θα το αποφάσιζα, να απλώσω το χέρι, θα υπήρχες εσύ εκεί, μαζί με το γεράνι.» (ΚΡΕΜΜΥΔΑΠΟΘΗΚΗ)
Η ποιητική συλλογή Κρεμμυδαποθήκη είναι τελικά μια προσωπική ανθρωπογεωγραφία. Είναι ένα δρομολόγιο ταξιδιωτικό με σταθμούς ζωής, στιγμές που – θα σταματώ, ένα λεπτό μπορεί, μπορεί όμως και χρόνια, λέει η Κατερίνα Λιάτζουρα. Μια πορεία ζωής που ξεκινά με θάνατο και γέννηση, προχωρά στην ενηλικίωση, την ανεξαρτητοποίηση, τη ζήση όλη. 31 πεζολογικά ποιήματα ή πεζοποιήματα, 31 σταθμοί- τόποι, λεπτά ή και χρόνια. Θα μπορούσε κανείς να τα δει και ως θεατρικούς μονολόγους σε 31 ορισμένα σκηνικά τοπία. Σταματάς, φωτογραφίζεις, κοιτάς φωτογραφίζοντας, όχι το έξω αλλά το έσω. Φωτογραφίζεις τον εαυτό. Κάθε τόπος είναι μια συνάντηση, και κάθε τόπος είναι ένας αποχωρισμός. Μια απώλεια για ένα νέο κέρδος. Κάτι χάνεις για να κερδίσεις κάτι. Είναι μια πορεία αυτοπροσδιορισμού, μια αφηγηματική αυτοπραγμάτωση, μια αγωνία να κρατήσεις ακέραιο τον πυρήνα σου. Αναμετρήσεις, προσωπικές μάχες, ήττες, απογοητεύσεις, χαρές και μικρές νίκες, ένας ολόκληρος απολογισμός ζωής.
Ένα βιβλίο που ζητά να σκεφτούμε με τι τρόπο συγκροτούμαστε μέσα στην κοινωνική ζωή και με τι κόστος, με ποιους τρόπους παίρνουμε την ευθύνη του εαυτού όταν αυτός αφηγείται την προσωπική του ιστορία. Στο μονοπάτι της ανάληψης της ευθύνης της μοίρας του, ο άνθρωπος συναντά τον εαυτό του. Όπως στην «Κρεμμυδαποθήκη» της Κατερίνας Λιάτζουρα.
.
ΑΠΟΚΑΪΔΙΑ ΗΘΙΚΗΣ (2017)
ΔΗΜΟΣ ΧΛΩΠΤΣΙΟΥΔΗΣ
vakxikon.gr 2/5/2017
Η κοινωνική ευαισθησία της Κατερίνας Λιάτζουρα
Έχουμε γράψει και παλαιότερα ότι μολονότι η «ποίηση της αγανάκτησης» δεν εκφράζει κάποια κοινωνική αναζήτηση με σαφή οραματικό στόχο, διατηρεί όμως έναν αυστηρό κριτικό προσανατολισμό που εκθέτει μία κοινωνική αγωνία. Αν και συχνά τούτη η ποιητική πορεία έχει έναν επικαιρικό χαρακτήρα, ο οποίος αντιστέκεται σε μία βαθύτερη θέαση τόσο της αγωνίας όσο και του διαχρονικού της βάθους, χαρακτηρίζεται από μία αυστηρή κριτική ματιά και μία ιδιαίτερη ποιητική ειλικρίνεια που αποτυπώνει τα συναισθήματα απογοήτευσης ή μελαγχολίας της κοινωνίας συνολικά.
Σε αυτό το κλίμα εντάσσεται και η δεύτερη ποιητική συλλογή της Κατερίνας Λιάτζουρα «αποκαΐδια ηθικής» (βακχικόν, 2017). Η ποίηση της Λιάτζουρα κινείται στο χώρο της κοινωνικής αγωνίας με υπαρξιακά χαρακτηριστικά και έντονο το στοιχείο της ειρωνείας. Το υπαρξιακό συναντά το κοινωνικό και το ατομικό συνδέεται με το συλλογικό (κούραση, ανήλιαγες φανφάρες, εξορκισμός) σαν να είναι η κοινωνία μία οικογένεια (συνένοχος).
Η σύμπλευση του υπαρξιακού και του κοινωνικού (εξορκισμός, φωνές ανθρώπινες, ο Δυτικός, ρομφαία νεκροταφείο, η μάνα) προσδίδει έναν στοχαστικό χαρακτήρα που ξεπερνά το επικαιρικό, αν και ορισμένες φορές η στιγμιαία έμπνευση του επίκαιρου περιορίζει την ποιητική ουσία και υποβιβάζει την ποίηση σε πολιτική ρητορεία (πρώτη φορά αριστερά, Ριτσώνα camp, λίζινγκ, άγρα ψήφων, φύλλο συκής, κατήφορος). Ας μη λησμονούμε ότι η τέχνη διακρίνεται από την μετάλλαξη του επίκαιρου σε διαχρονικό σύμβολο και αυτό το αντιλήφθηκαν όλοι οι “πολιτικοί” ποιητές.
Δυναμικές εικόνες (έπαρση, ηλιόφωτη πέτρα, νεκροταφείο, συνένοχος, αμαρτία, φωνές ανθρώπινες), που θεμελιώνονται πάνω σε πρωτότυπα ρηματικά ή ονοματικά σύνολα που ισορροπούν σε έναν λόγο προφορικό, πλάι σε ηχητικές εικόνες (θριαμβικά εγκαύματα, φωνές ανθρώπινες, συνένοχος, φύλλο συκής) εκφράζουν μία πηγαία απογοήτευση για το παρόν (θριαμβικά εγκαύματα) και συνάμα μία επιθυμία για αντίσταση (δώρο σπερματικό). Απογοητευμένη βλέπει όνειρα και σχέδια να ποδοπατούνται (δώρο σπερματικό, αμαρτία, θριαμβικά εγκαύματα). Ταυτόχρονα, καταγράφει την άσχημη εικόνα της Αθήνας (πουτάνα Αθήνα) που την ταλαιπωρεί κι άλλοτε μία Αθήνα πολιτική (πλατεία Συντάγματος 2011) και συγκρουσιακή (μορφές ανθρώπων, ηλιόφωτη πέτρα).
Χαρακτηριστικό, ωστόσο, της ποιητικής της Λιάτζουρα είναι η ποιητική ειρωνεία (αμαρτία) που εκφράζεται είτε στο πλαίσιο ενός ποιητικού ψεδοδιαλόγου είτε προς το τέλος κλιμακώνοντας τη συναισθηματική ένταση και τον βαθύ πόνο (νεκροταφείο, κατήφορος, λίζινγκ, ερπετά) και με την αντίθεση–έκπληξη στο επιμύθιο (μητρική ευχή, ανακύκλωση, ο πρόσφυγας του Αιγαίου, Ειδομένη, Ριτσώνα camp, δελτίο ειδήσεων, κρυπτόλεξο, σκύλευση).
Άλλοτε η ειρωνεία γίνεται δηκτικός σαρκασμός απέναντι σε μικροαστικές συμπεριφορές υποταγής και αποπροσανατολισμού (ερπετά, λίζινγκ, πρώτη φορά αριστερά). Και έχει ενδιαφέρον ότι ειρωνεία τούτη εκφράζεται με το β’ πρόσωπο αφήνοντας σε απόσταση τον τιμητή/ποιήτρια ως μη συμμέτοχο στις στάσεις αυτές. Ειρωνεία, άλλωστε, κρύβεται και πίσω από ποιητικές αναζητήσεις γύρω από μία αφηρημένη έννοια -κατά το παράδειγμα της Κικής Δημουλά με σαφές όμως πολιτικό χαρακτήρα (η αλήθεια, Δημοκρατία, δυστροπία).
Μα πάντα η ειρωνεία εκθέτει τον πόνο και τη βαθιά αγωνία της δημιουργού για το κοινωνικό σύνολο. Η οργισμένη κριτική ξεχειλίζει μία σπάνια ποιητική ειλικρίνεια και μία βαθιά ευαισθησία και αγωνία για το μέλλον της κοινωνίας (ο παραλογισμός της προσφυγιάς, σκύλευση, δελτίο ειδήσεων, προσκυνητές, Ριτσώνα camp, Ειδομένη, πρόσφυγες του Αιγαίου).
Άξιοι αναφοράς όμως είναι και οι τίτλοι που χρησιμοποιεί η ποιήτρια. Συνήθως πρόκειται για μία λέξη από το επιμύθιο, δημιουργώντας έναν κύκλο που προϊδεάζει συναισθηματικά τον ακροατή για το ποίημα και το περιεχόμενό του. Η πλειονότητά τους είναι μονολεκτικοί τίτλοι αποτελούμενοι από άναρθρα ουσιαστικά και σπανιότερα από κάποιο ονοματικό σύνολο ή φράση.
ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ
FRACTAL 02/08/2017
Σκέψεις για το ήθος της ποίησης
… Πάμπολλες φορές παλούκωσα τούτο το κορμί
μες στις ανήλιαγες φανφάρες της ηθικής
το παλούκωσα
και το κρέμασα από το δοκάρι…
Το παραπάνω απόσπασμα επιλέγει η ποιήτρια στο οπισθόφυλλο της ποιητικής της συλλογής, σαν ένα είδος συστατικού σημειώματος προς τον αναγνώστη της. Και αμέσως γίνονται αντιληπτά δύο χαρακτηριστικά της ποίησής της: η Κατερίνα Λιάτζουρα προτιμά μια ευθεία και σκληρή γλώσσα στους στίχους της αλλά και πίσω από τις λέξεις της θέλει να διαβάσουμε την ηθική της κατάθεση παράλληλα με την ποιητική. Αυτό δεν είναι λίγο, φυσικά, μέσα σε μια θύελλα ποιητικής ευκολίας που μας έχει παρασύρει. Ωστόσο ο ποιητικός λόγος από τη φύση του έχει φορτίο βαρύ, για όποιον εισχωρεί μέσα στους υπαινιγμούς του, στη μεταφορικότητά του και ανακαλύπτει τα μυστικά περάσματα σε μια προνομιούχο θέα του κόσμου. Όποιος αγνοεί ή δεν υπολογίζει την εξαιρετική αυτή ιδιότητα της ποίησης αρκείται να στιχοπλέκει αδιάφορα τις λέξεις του και να πελαγοδρομεί σε ασαφή και αβαθή νοήματα, κυρίως εγωκεντρικά και αδιέξοδα.
Η ποιήτρια εδώ δεν ονειροβατεί ούτε αποσύρεται σε ιδιωτική οδό. Ανακατεύεται με τον κόσμο, παρατηρεί και σημειώνει εικόνες, κατόπιν τις μετουσιώνει σε λέξεις και τις δίνει στον αναγνώστη της με το φορτίο που ήδη έχουν αλλά και την ερμηνεία που η ίδια -στη βάση της προσωπικής της ηθικής στάσης- τους προσδίδει. Το λέει ξεκάθαρα:
Νιώθω στο κεφάλι μου ένα καζάνι.
Μεγάλο όσο ο κόσμος που αγαπώ.
Ξέχειλο από ιδιαιτερότητες και δυστροπίες
ξέχειλο από θρησκείες, πατρίδες και καθωσπρεπισμούς.
Πώς θα γινόταν, λοιπόν, να σωπάσει; Στην ποίησή της διαφαίνεται η ρίζα του κακού. Η νοοτροπία των ανθρώπων, έτσι όπως έχει δουλευτεί γενιά τη γενιά με δουλικούς θεσμούς να υπηρετούν πάντοτε την εκάστοτε κυρίαρχη ιδεολογία, να διαιωνίζουν μια στάση συμμόρφωσης απέναντι σε ό,τι παρουσιάζεται με τον μανδύα του ορθού και του κοινά αποδεκτού. Η ομοιομορφία καταξιώνεται, η διαφορετικότητα καταδιώκεται, περιθωριοποιείται και φορά το ένδυμα του κοινωνικά απορριπτέου. Εδώ ακριβώς η ποίηση (περισσότερο ίσως από κάθε άλλη μορφή λογοτεχνίας) με την ευαισθησία της αλλά κυρίως με τον καίριο ελλειπτικό της λόγο έρχεται αρωγός σε κάθε φωνή και στάση που προτάσσει την ετερότητα ως αξία. Και τούτο γιατί έχει τον τρόπο να απομονώνει το ουσιώδες, να το προβάλλει σε ευσύνοπτο λόγο, να το κοινωνεί απαλλαγμένο από περιττά φτιασιδώματα και ανούσια ρομαντικά στολίδια. Η αληθινή ποίηση δεν έχει ανάγκη από κανένα κόσμημα για να πει αυτό που θέλει. Αρκεί η κατάλληλη λέξη. Συχνά, βέβαια, η λέξη σκληραίνει το κέλυφός της, κραυγάζει το δίκιο της με απότομο τρόπο. Είναι τότε που αποκτά και το πιο αληθινό περιεχόμενο, τότε που ο αποδέκτης της νιώθει ικανός να μεταλαμπαδεύσει αυτό που εννόησε.
Μια αυτοκρατορία είμαι
μια καθημερινή Ιστορία
που πιέζει με το βάρος της
την απέραντη γη και τους μικρούς ανθρώπους.
Στριμώχτηκα
ανάμεσα σε πλούτη
κυκλοφοριακά φρακαρίσματα
κατάφορτη από διακοσμήσεις
καθήκοντα
πολύπλοκη σε μηχανισμούς
παλλακίδα σε ιεραρχίες
πρησμένη
τσιτωμένη
κατάκοπη
βαριά.
Πουτάνα Αθήνα.
Είναι, λοιπόν, η ποίηση φορέας μηνυμάτων; Ναι, αλλά όχι με το περιεχόμενο που συχνά προσδίδεται στη λέξη μήνυμα. Η λεγόμενη στράτευση του ποιητή σε πολιτικά τσιτάτα και κομματικές επιταγές είναι όχι μόνο πεπαλαιωμένη μέθοδος προπαγάνδας αλλά και πολύ φορτωμένη με αμαρτίες για να υποστηριχθεί σοβαρά από κάποιον. Ο ποιητής είναι ένας ευαίσθητος δέκτης που συλλαμβάνει τα μηνύματα της εποχής του και αντιλαμβάνεται πού αξίζει να εστιάσει το νόημα των στίχων του. Κατ’ ανάγκη, λοιπόν, θα εμπεριέχει ο λόγος του το νόημα της εποχής του, όπως κι αν θελήσει να το δώσει, με όποιο τρόπο -σαφή ή κρυπτικό- επιλέξει να μιλήσει. Η ποίηση δεν συνθηματολογεί, δεν χρειάζεται την ευτέλεια ενός κωδικοποιημένου συνθηματικού λόγου που υπηρετεί πάντοτε σκοπιμότητες. Εμπεριέχει με τον καλύτερο και πιο σαφή τρόπο την εποχή μέσα στην οποία γεννιέται, και της οποίας τον ουσιαστικό πυρήνα φέρει μέσα στον λόγο της, θέλοντας και μη. Θυμάμαι εδώ τα λόγια του μεγάλου ζωγράφου Αλέκου Κοντόπουλου που προσδιόρισε τον ρόλο του πνευματικού ανθρώπου:
να είσαι ταυτόχρονα κοινωνικός και αντικοινωνικός
Εκεί ακριβώς έγκειται η ουσία του ρόλου του. Να βρίσκεται μέσα στο κοινωνικό γίγνεσθαι, δίπλα στα προβλήματα των ανθρώπων, να ευαισθητοποιείται και να κινητοποιείται απ’ αυτά. Κοινωνικός, λοιπόν, σημαίνει όχι απομονωμένος. Όμως πάντοτε απέναντι στις συμβάσεις, κατ’ ουσίαν αντίθετος με τους συμβιβασμούς που ορίζουν την αποδεκτή κοινωνικότητα, άρα αντι-κοινωνικός, με την έννοια του απέναντι βαθιά ριζωμένη μέσα του. Αυτή την αντίθεσή της απέναντι σε όλα τα κακώς κείμενα δίνει η ειλικρινής και αυθεντική ποίηση, αθώα και αμέτοχη σε κάθε εύκολο συνυπολογισμό, σε κάθε δελεαστική ενσωμάτωσή της στην κατασκευασμένη τοιχογραφία της εποχής.
Σ’ αυτή την κατεύθυνση θαρρώ πως κινείται η Κατερίνα Λιάτζουρα με τα Αποκαΐδια της ηθικής. Κραυγάζει αυτό που βλέπει, αυτό που την απογοητεύει, αυτό που διαψεύδει τις προσδοκίες της ως πολιτικό ον και κοινωνικά ενεργό μέλος ενός συνόλου ηθικά απορριπτέου. Κατορθώνει να διατηρήσει τους τρεις πυλώνες της ηθικής της μέσα στην καταιγίδα καταρράκωσης των ανθρωπιστικών αξιών που μαίνεται γύρω της.
Πρώτα απ’ όλα το πολιτικό ήθος, το ποικιλοτρόπως τρωθέν τις τελευταίες δεκαετίες (γιατί αλίμονο αν η τωρινή κατάντια μας οφείλεται μόνο σε μια χούφτα άτιμα χρόνια), και το διατηρεί με μια αθωότητα που πια σπάνια συναντάμε:
[…]
Τότε που γεννήθηκε η επαναστατική μου προσδοκία
η ρύπανση της πολιτικής μού μαύρισε το μάτι[…]
[…]
Ποιος
ποιος θα μου πει τι να κάνω
ποια πέτρα να σηκώσω
για να κρυφτώ ή να σκοτώσω
και ποιος είναι αυτός
που θα μου αφηγηθεί την πικρή εκείνη ιστορία
ενός αναμάρτητου
που πρώτος τον λίθο βαλέτω;
Έπειτα η κοινωνική ευαισθησία προς τον πάσχοντα άνθρωπο όπου γης έρχεται να καθορίσει το ήθος πάλι, δίνοντας το μέτρο της σύμπλευσης, της συμπαράστασης, της αλληλεγγύης:
Στο αμπάρι ενός σαπιοκάραβου είναι στοιβαγμένη η ελπίδα μου.
Στρίμωξα τη ζωή μου ανάμεσα σε νεκροζώντανα κουφάρια.
έχω κλειστοφοβία -σας το ’πα;
Τα σωσίβια φωσφορίζουν μέσα στη νεκρική μαυρίλα.
Το κρύο διαπερνά τα σωθικά μου.
Με κάθε κυμάτισμά
αγίασμα στα πνευμόνια μου το θαλασσινό νερό.
φοβάμαι το σκοτάδι -σας το ’πα;
και το κρύο και το νερό και τα μεγάλα ψάρια.
Υποθήκευσα τη ζωή μου.
Αποθήκευσα την ψυχή μου σε αιγαιοπελαγίτικο φέρετρο.
Πλήρωσα πλήρωσα πλήρωσα.
Χρήματα οικογένεια πατρίδα αξιοπρέπεια.
Σε ποιο χρηματιστήριο ανθρωπιάς να αναζητήσω την τιμή μου;
Αγκίστρωσα τον αγκώνα μου σ’ ένα απομεινάρι του ναυαγίου
μπορεί όμως και στο πτώμα της συντρόφου μου.
Δεν ξέρω.
Δεν κοίταξα.
Δεν θυμάμαι.
φοβάμαι και το θάνατο -σας το ’πα;
Μόνο που για να ισχύουν οι δύο παραπάνω παράμετροι του ήθους, πρέπει να προηγηθεί η γενεσιουργός συνθήκη, το προσωπικό ήθος. Όταν αυτό δεν υπάρχει, τότε οι πολιτικές ή κοινωνικές ευαισθησίες καταλήγουν ρητορικά σχήματα στο στόμα πολιτικάντηδων ποιητών.
Μην παριστάνεις την ανόητη
στα χέρια των αρχόντων
όλα ανακυκλώνονται
σαν πάρεις εσύ όμως την απόφαση
και ωσάν εσύ τις μνήμες απορρίψεις.
[…]
Ήρωάς μου ένας ρακοσυλλέκτης
που σε κάδους απορριμμάτων και σε χωματερές
ψάχνει να βρει το δικό του «καθ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση».
[…]
Δεν ξέρω για Αλλάχ ή για Θεό
ή για του Βουδισμού το δόγμα
μα ξέρω για μεγαλοσύνη και αγάπη και ανθρωπισμό
λέξεις μικρές με μεγάλη σημασία
ξέρω και την Ιστορία ενός Θεανθρώπου
που τη ζωή του δε λογάριασε
μα αιώνες τώρα
το κακό εξόρκιζε
για τον Άνθρωπο
που τον συνάνθρωπό του
ως κόρη οφθαλμού
μέλει να προσέχει.
[…]
Ο μύθος της ατομικής αντίστασης
μοναχική και παλλόμενη λεπίδα
προσδίδει στο λυκόφως
ανθρώπινη μεγαλειότητα.
Επιλεγμένα τα παραπάνω αποσπάσματα δείχνουν ότι στα αποκαΐδια ψάχνοντας βρίσκεις μια ποίηση που ακόμα διασώζει το ήθος της. Η ποίηση της Κατερίνας Λιάτζουρα είναι πολιτική ποίηση, όπως άλλωστε κάθε τι που μετουσιώνει τον ιδιώτη σε πολίτη, είναι βαθύτατα ανθρώπινη, όπως κάθε τι που αγωνιά σε μια κοινωνία φθίνουσα, τέλος είναι ποίηση με ήθος προσωπικό, όχι με την κοινά αποδεκτή (φθαρμένη πλέον) έννοια αλλά με την ουσιαστική. Δεν ηθικολογεί, δεν ρητορεύει ανοήτως, δεν επαναπαύεται σε ευκολίες του λόγου. Μιλά, κραυγάζει αυτό που αποθηκεύει από τον πάσχοντα εν γένει πολιτισμό μας. Και μετά σιωπά. Γιατί έτσι οφείλει να κάνει. Ο ποιητής δεν είναι τίποτε άλλο παρά μόνον ο λόγος του. Και αυτός είναι αρκετός.
ΧΑΡΗΣ ΜΑΥΡΟΣ
koukidaki.blogspot
Η ποίηση είναι όχημα για λίγους. Η απουσία μεγάλου όγκου λέξεων δίνει τη δυνατότητα σε όσους μετέχουν στην ανάγνωση κάποιου ποιήματος να τοποθετηθούν διαφορετικά -ακόμα και οι ίδιοι άνθρωποι αντιλαμβάνονται άλλες όψεις σε διαφορετική χρονική στιγμή. Η Κατερίνα Λιάτζουρα, ωστόσο κάνει σαφή την οριοθέτηση του λόγου της, κάνοντας σαφείς τις σκέψεις της που σε αρκετά ποιήματα ενέχουν τον ρόλο πολιτικών θέσεων, κοινωνικής κριτικής και στιγματισμού των καπιταλιστικών προτύπων.
Ο τίτλος της συλλογής δίνει ήδη το στίγμα του, χωρίς ωστόσο να ξεκαθαρίζει αν απευθύνεται στην ηθική του «εγώ» ή του «υπερεγώ». Ο αναγνώστης θα διαπιστώσει μόνος του ότι η ποιήτρια ρίχνει όλη τη βαρύτητα στην κοινωνική ηθική, με κέντρο την οικονομική κρίση, την κρίση αξιών, την κοινωνική κρίση του σήμερα με θέματα όπως την προσφυγιά (π.χ. το ποίημα που ξεχώρισα με τίτλο Ο πρόσφυγας του Aιγαίου).
Σίγουρα δε θα συναντήσει κανείς τη λυρικότητα της ερωτικής ποίησης, αντιθέτως σε πολλά σημεία η ποίησή της αγγίζει την ψυχρότητα του πεζογραφήματος, κάτι που είναι απολύτως λογικό αφού ουσιαστικά οι κατηγορίες σε ένα υπάρχον σύστημα δεν μπορούν να αποδοθούν με μουσικότητα. Το κυνικό χιούμορ επίσης που εντοπίζεται σε αρκετά σημεία κάνει ακόμα πιο καυστική τη γλώσσα της, αυξάνει το βάρος των όσων στιγματίζονται.
Η ποιήτρια είναι ενοχλημένη, ενοχλημένη με τη σιωπή, με την πολιτική και δημόσια σκηνή της χώρας και απ’ τα πρώτα κιόλας ποιήματα φαίνεται πως είναι αποφασισμένη να μιλήσει, χωρίς να φοβηθεί την έκθεση. Έχει την ανάγκη να στραφεί απέναντι στην κοινωνία που ζει, υποσυνείδητα ίσως και στον ίδιο της τον εαυτό που είναι κομμάτι της και να του επιστήσει την προσοχή. Πώς δεν υπάρχουν περιθώρια για άλλες -περιττές- θυσίες στην πυρά, για άλλα Αποκαΐδια Ηθικής.
https://koukidaki.blogspot.gr/2017/05/apokaidia-ithikis.html
ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
FREAR 16/03/2018
«Οι δίκες των μαγισσών πάντα καταλήγουν στην ομολογία
ή στον εξορκισμό.
Στην απαρχή δεν επιστρέφουν.
Ένας μονόδρομος είναι.»
γράφει η Κατερίνα Λιάτζουρα στο ποίημά της «Εξορκισμός» και στο μυαλό μου έρχεται ο «Μονόδρομος» του νεώτερου Γερμανού φιλόσοφου Βάλτερ Μπένγιαμιν και τι ονειρεύτηκε εκείνος, ένα βράδυ απελπισίας: «Έχουμε λησμονήσει προ πολλού το τελετουργικό με το οποίο ανεγέρθηκε το σπίτι της ζωής μας. Όταν όμως πρόκειται να δεχτεί επίθεση και ήδη το πλήττουν οι βόμβες του εχθρού, τι ρημαγμένες, τι αλλόκοτες αρχαιότητες δεν φανερώνονται μες στα θεμέλια. Και τι δεν έχει καταχωνιαστεί και θυσιαστεί με ξόρκια, τι ανατριχιαστική συλλογή σπάνιων αντικειμένων εκεί κάτω, όπου το πιο καθημερινό φυλάγεται στα πιο βαθιά φρεάτια». (Άγρα, 2004)
Η Κατερίνα Λιάτζουρα στην ποιητική της συλλογή Αποκαϊδια ηθικής (Βακχικόν, 2017), ως μάγισσα-ποιητικό υποκείμενο καταθέτει την ομολογία της μέσα στα ποιήματά της. Ψάχνει στα κρυμμένα και τα φανερά του σπιτιού της ζωής της, της κοινής ζωής μας, της ιστορίας του τόπου μας. Στα ερείπια της μοντέρνας πόλης. Τι έχει χαθεί. Τι έχει ίσως, διασωθεί. Θέλει να ξορκίσει δαίμονες. Να αποκαλύψει προσωπεία-οπλοστάσια. Να ιχνηλατήσει σημάδια ιστορικά. Να καταδείξει παγίδες θανάτου. Να επιστρέψει στην «απαρχή» όπως διατυπώνει. Στην αρχή μιας ηθικής που φαίνεται ότι έχει καεί. Έχει σταυρωθεί σε σταυροδρόμια διαπλοκών και έχει οδηγήσει το παρόν μας σε μονόδρομο. Και το μέλλον μας, σε θάνατο.
«Πόρτες κλειδωμένες.
Πόρτες που δεν ανοίγουν πουθενά.
[…] Από τα γεννοφάσκια μου στροβιλίζομαι στο χωνευτήρι του σήμερα.
Απογυμνώνομαι από κάθε εγχείρημα καλλωπισμού ή κάλυψης.
Από οκνηρία απώλεσα τη μνήμη μου την Ιστορική.
Άδειασα κυνικά τους συντρόφους μου. Ριζοσπαστικά.
Γλαφυρά διαψεύδω την όποια προσδοκία.
Η πατρίδα μου έχει μόνο κατήφορο.» (Κατήφορος)
Η ποιήτρια βιώνει την ποίησή της ως πράξη πολιτική, ως μια πράξη δηλαδή μη υποταγής απέναντι στη ζωή και την Ιστορία. Και όπως κάθε σκλαβωμένος στον ζυγό της χειραγώγησης, επαναστατεί, διαμαρτύρεται, ματώνει, χλευάζει, καυτηριάζει, κραυγάζει, μέσα από πύρινα ποιήματα. Ο λόγος της είναι διάτρητος από το οξύ της πίκρας όλων αυτών που είμαστε χρόνια υποχρεωμένοι να ζούμε. Η γλώσσα σκληρή, επιθετική, θυμωμένη, οργισμένη. Μόνο έτσι, η ποιήτρια μπορεί να διατυπώσει τους ηθικούς προβληματισμούς της για τη διαβρωτική αίσθηση της ήττας, της υποκριτικής συμπεριφοράς, του κλειστού πνευματικού ορίζοντα.
«Ηλιόφωτη πέτρα
απαρνιέται συνηθισμένες ιεραρχίες.
Πύρινο κράσπεδο
αμφισβητεί τους θεσμούς.
Κομμάτι μάρμαρο
τις αυθεντίες και τους κατά κανόνα
ιεροποιημένους κατόχους
της ηθικής. […] Μια ρανίδα αίματος στην άσφαλτο.
Μου άνοιξε το κεφάλι.
Το μυαλό ξεχύθηκε.
Ο χρόνος σταμάτησε το δάκρυ.» (Ηλιόφωτη πέτρα)
Το ποιητικό πρόσωπο καίγεται από την ανάγκη να εκφορτώσει το τραυματικό του πλεόνασμα. Θέλει να καταδείξει την εκμετάλλευση που έχει εφαρμόσει η κυρίαρχη κοινωνική τάξη στις δυτικές καπιταλιστικές κοινωνίες. Θέλει να αφυπνίσει την συνείδηση του καθενός από εμάς τους αγαγνώστες και ολόκληρης της κοινωνίας. Τα ποιήματα αυτά είναι γραμμένα, θα έλεγε κανείς, στα χαρακώματα ενός εφιαλτικού ονείρου, μιας νοσηρής πραγματικότητας. Μια αποπνικτική ατμόσφαιρα βαραίνει την ποιητική συλλογή. Ένα αίσθημα κατάθλιψης και απαισιοδοξίας για τη διάψευση των οραμάτων. Για την απαξίωση όλων των ιδεολογημάτων. Το κλίμα είναι σκοτεινό και συχνά ζοφερό.
«Πάμπολλες φορές παλούκωσα τούτο το κορμί
μες στις ανήλιαγες φανφάρες της ηθικής
το παλούκωσα
και το κρέμασα από το δοκάρι.
Ως νυχτερίδα πλέον
νοσφίζομαι το σύμπαν.» (Ανήλιαγες φανφάρες)
«Καθώς ανακατεύω με πατριδοκάπηλο παλούκι
βυθίζονται και αναδεύονται
κομμάτια απλωμένων χεριών
τουμπανιασμένες κοιλίτσες
σπλήνες και έντερα αλλόθρησκα
μυαλά διαφόρων απόψεων
καρδιές παλλόμενες
γλώσσες που στάζουνε γλύκα και φαρμάκι.
Με χοντρό αλατοπίπερο ανθρωπιάς
πασπαλίζω τη συνταγή της Ιστορίας μου αυτής.» (Συνένοχος)
Ποιήματα καταθέσεις, προσωπικές, δραματικές εξομολογήσεις της διάψευσης μιας συλλογικής γενιάς. Είναι η άμεση κατάθεση ενός ποιητικού προσώπου που δεν μπορεί άλλο να κρατήσει το στόμα του κλειστό. Αγανακτισμένα ποιήματα, στα οποία καίει το βασανιστικό αίτημα για ηθική. Κοινωνική, πολιτική, ιστορική ηθική. Ποιητική ηθική. Η λογοτεχνία να ελέγχει την Ιστορία. Η ηθική του ανθρώπου – πολίτη απέναντι στην Ιστορία και αντίστροφα, επανέρχεται ξανά και ξανά στην ποιητική συλλογή.
«Μια αυτοκρατορία είμαι
μια καθημερινή Ιστορία
που πιέζει με το βάρος της
την απέραντη γη και τους μικρούς ανθρώπους.» (Πουτάνα Αθήνα)
«Επαναλαμβανόμενα ιστορικά λάθη
γίνανε Εκγρεμνοί
για να γκρεμίσουν μυστικά επτασφράγιστα
να γκρεμίσουν τυμβωρύχους μιας κολασμένης πολιτικής ηθικής». (Άγρα ψήφων)
«Η ποιητική ηθική επιβάλλει την πολιτική ηθική και η πολιτική ηθική ελέγχει την ποιητική ηθική εκμαιεύοντας το ποίημα», έγραφε ο Δ. Ν. Μαρωνίτης στο βιβλίο του «Ποιητική και πολιτική ηθική» (Κέδρος, 1995) αναφορικά με την Πρώτη μεταπολεμική ποιητική γενιά: Αλεξάνδρου, Αναγνωστάκης, Πατρίκιος. Απόηχοι και από την κοινωνική ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη ή και από την οργισμένη ποίηση της Κατερίνας Γώγου ακούγονται στην ποιητική συλλογή «Αποκαϊδια ηθικής» της Κατερίνας Λιάτζουρα. Αποκαϊδια ηθικής, αφού ο άνθρωπος της καπιταλιστικής κοινωνίας βρίσκεται βυθισμένος στην απόγνωση και τη σύγχυση. Αφού οι ιδεολογίες των επαναστάσεων και των δρόμων της αριστερής λύτρωσης έχουν καταρρεύσει. Αφού οι κοινωνικές σχέσεις είναι υποθηκευμένες στο χρήμα και το συμφέρον. Αφού οι άνθρωποι ναρκώνονται από τον σύγχρονο, καπιταλιστικό πολιτισμό της κατανάλωσης, του θεάματος και της διασκέδασης. Τον πολιτισμό της ελαφρότητας. Η ποιήτρια καταγγέλει. Στηλιτεύει, σαρκάζοντας.
«Νοικοκυραίοι
Παχύσαρκα ερπετά
Κάλπικα προσανατολισμένοι.
Μέσα στα ματωμένα λάφυρα
Αιώνων και αιώνων πουλημένης Ιστορίας
Επιβλέπετε από το μπαλκόνι της αστικής σας κατοικίας
Το γόνο της γενιάς σας
Να μεταφέρει άσκοπα
Την πλαδαρή του κληρονομιά.» (Ερπετά)
Και εδώ επανέρχομαι στον Μπένγιαμιν με τη θεμελιώδη θεωρητική του θέση ότι η ζωή στον καπιταλιστικό κόσμο είναι μονόδρομος. Και η οργισμένη ποιήτρια η Κατερίνα Λιάτζουρα, ατίθαση και αυθάδης, βροντοφωνάζει το άδικο, προκαλεί με τη σκληρή της γλώσσα, απαιτώντας το ξύπνημά μας από τη λήθη και την ηθική ύπνωση. «Τα τσιτάτα στη δουλειά μου, είναι σαν τους ληστές, που ξεπετιούνται οπλισμένοι στο δρόμο κι απαλλάσσουν τον ράθυμο περιπατητή από τις πεποιθήσεις του.», συμπλήρωνε ο Βάλτερ Μπένγιαμιν στο «Μονόδρομο» του. Και η Κατερίνα Λιάτζουρα γράφει:
«Καθίκι;
Από καθίκια γύρω μας ένα σωρό.
Πληθώρα.
Μην κάνεις διακρίσεις.
Όλα κάνουν επάξια τη δουλειά τους.
Έι… Εσύ!
Πώς είπαμε ότι σε λένε;» (Καθίκι)
Μέσα στους δρόμους της οργής της ποιητικής συλλογής της Λιάτζουρα περνούν συχνά και οι πρόσφυγες. Πολλά ποιήματα της συλλογής είναι αφιερωμένα στο πρόσφατο προσφυγικό ζήτημα. Πνιγμένη η ποιήτρια από τον παραλογισμό του κοινωνικού, βαθύτατα πολιτικού αυτού ζητήματος, που συγκλόνισε ηθικά, την ίδια αλλά και τόσους άλλους, γράφει ποταμούς ποιήματα.
«Άλογος ο παραλογισμός της προσφυγιάς
ανέπαφα περιστατικά μέσα στον χρόνο.
Οι λεπτομέρειες όμως δεν διαθέτουν λογική
δεν διαθέτουν μνήμη, δεν έχουν Ιστορία.» (Ο παραλογισμός της προσφυγιάς)
Η ποιήτρια φαίνεται να αγωνιά να ευαισθητοποιήσει τον αναγνώστη απέναντι στις μετριότητες του κόσμου και της κοινωνίας που ζούμε. Στέκεται απέναντι σε κάθε λογής φανατισμούς και δογματισμούς. Στην προσωπική της αναζήτηση για αξίες , δικαιοσύνη και δημοκρατία δοκίμασε, λέει και η ίδια, το περιθώριο και το εφήμερο. Αλλά και εκεί η ίδια ιστορία. Υποκρισία και ψευτιά. Δήθεν επαναστάσεις και διακηρύξεις περί του αυθεντικού. Ψευδοπροφήτες.
«Βούτηξα ξαφνικά στα ταραγμένα νερά του περιθωρίου και του εφήμερου.
Βρήκα χοντροκοπιά, αν όχι ευτέλεια
στην υπόρρητη επίκληση της υπερβατικότητας.
Υπερβατική είναι μόνο η αυθεντία
που σύρθηκε εδώ
κομίζοντας ρομφαία.
Δαφνοστόλιστη.» (Ρομφαία)
Βαθιά ευαίσθητη και συναισθηματική η ψυχή του ποιητικού υποκειμένου, θλίβεται και ξεχειλίζει με λυρικότητα, – επιτρέπει, θα έλεγε κανείς, να εκφραστεί τρυφερά – μόνο στις περιπτώσεις εκείνες που σε ποιήματα της συλλογής, απευθύνεται σε παιδιά, αθώα ή αδύναμα άτομα, είτε σε οικεία, αγαπημένα κι εκλεκτά πρόσωπα:
«Πού πήγε η αλήθεια;
[…] Ποιο όνειρο παιδικό φέρνει στο θυμικό της
σαν κρύβεται και παίζει κλέφτες και αστυνόμους;
Ποιον έναστρο ουρανό παρατηρεί σε εφηβικό κρεβάτι
και ποια πεφταστέρια προσμετρά
στην εφήμερή της Ιστορία;» (Η αλήθεια)
Ακόμα και η αθωότητα αναφαίνεται ως αμαρτία:
«Απρόσμενα ανακάλυψα
ότι ήρθα σε ρήξη
με μια ευτυχία που δεν γνώρισα ποτέ.
Αθώα
εν αγνοία της έλλειψης
αντανακλώ ένα ανύπαρκτο επέκεινα». (Αμαρτία)
Ποιός είπε ότι η ποίηση δεν μπορεί να είναι λόγος που καίει σα γροθιά; Πόθος, πάθος, φλόγα, παρανάλωμα, κραυγή, εξορκισμός. Στην ποιητική συλλογή «Αποκαϊδια ηθικής» η ποιήτρια Κατερίνα Λιάτζουρα γίνεται ένα αυθάδες κορίτσι που τριγυρνά και ζητά, διεκδικεί, φωνάζει, βρίζει, σπαράζει. Ως έφηβη ψυχή, αθώα, αρνείται να συμμορφωθεί στο ηθικό βάλτωμα. Μεταμορφώνεται σε αδάμαστο άτι που καλεί για αντίσταση, όπως γράφει στο ποίημα με τίτλο «Αδάμαστο άτι»:
«Κι όμως μυρωδιά μου.
Το δικό μου άτι
ατίθασο γεννήθηκε.
Αδάμαστο θα πορευτεί.
Αντιστέκεται ακόμη.
Όσο μπορεί.»
Γι’ αυτό, αφιερώνει τα ποιήματά της, τις καταθέσεις μιας αγανακτισμένης αλλά όχι ηττημένης ψυχής, όπως λέει στο μόττο στην πρώτη σελίδα της συλλογής:
«Σε όσους ονειρεύονται ακόμα/ και ελπίζουν/ τον κόσμο ετούτο να αλλάξουνε.»
ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ ΘΩΜΑ
FRACTAL 28/2/2018
Θραύσματα και τραύματα
Η ποίηση της Κατερίνας Λιάτζουρα είναι ποίηση ανησυχίας. Διατυπωμένη σε πρώτο πρόσωπο γίνεται ποίηση προσωπική δίχως περιορισμό, εξομολογητική, δίχως εξομολόγηση, μια ποίηση της γνώσης, μαζί και της απόγνωσης, της επιθυμίας, αλλά και της διάψευσής της. Θα μπορούσαν να είναι σχεδιάσματα ημερολογιακής καταγραφής αυτά τα ποιήματα-ξετυλίγματα σκέψεων, αν η τεχνική του ποιητικού λόγου δεν τα έκανε αυτοτελή κομμάτια, πυροδοτώντας μια γλώσσα πολύμορφη και πολύτροπη, ειρωνική, θαρραλέα και με μια ωραία δόση αδιαντροπιάς, εκεί όπου χρειάζεται.
«Μια αυτοκρατορία είμαι
μια καθημερινή Ιστορία
που πιέζει με το βάρος της
την απέραντη γη και τους μικρούς ανθρώπους.
Στριμώχτηκα
ανάμεσα σε πλούτη
κυκλοφοριακά φρακαρίσματα
κατάφορτη από διακοσμήσεις
καθήκοντα
πολύπλοκη σε μηχανισμούς
παλλακίδα σε ιεραρχίες
πρησμένη
τσιτωμένη
κατάκοπη
βαριά.
Πουτάνα Αθήνα.»
Και τι λόγια να βρεις μπροστά στην αντίφαση ενός κόσμου άλυτου; Το βάρος της επικαιρότητας, η αυθαιρεσία της πολιτικής εξουσίας, τα είδωλα και τα ινδάλματα, η μαζική λατρεία και τα στερεότυπα, οι έτοιμες αλήθειες, η προσαρμοσμένη ζωή, η εύκολη πίστη και η διάψευση. Η περιχαρακωμένη ελευθερία. Η αυθαιρεσία του ανθρώπου προς κάθε κατεύθυνση. Η κρυφή συνομιλία του εαυτού. Γιατί εκεί συγχωνεύονται και καταλήγουν όλα. Όχι τα πράγματα, μα η ερμηνεία τους, όχι η ερμηνεία τους, μα η ποιητική απόδοσή τους. Ίσως ο μόνος τρόπος για να λυθεί η αντίφαση του κόσμου είναι να γίνει γραφή και δημιουργία. Αυτό που κάνει η ποίηση της Κατερίνας και που ξέρει να το κάνει καλά. Λέει:
«Απρόσμενα ανακάλυψα
ότι ήρθα σε ρήξη
με μια ευτυχία που δεν γνώρισα ποτέ.
(…) Και ύστερα από λίγο, συνεχίζει:
Αλλά όχι! Ας μην ανησυχώ με τέτοιες σκέψεις ετούτη τη βραδιά.
Απόψε είναι πάρα πολύ αργά
πάντα θα είναι πάρα πολύ αργά.
Ευτυχώς.»
Διατρέχοντας τους τίτλους από τον πρώτο κιόλας τίτλο της ποιητικής συλλογής «Αποκαΐδια ηθικής» στα ενδότερα, «Ανήλιαγες φανφάρες», «Συνένοχος», «Κούραση», «Εξορκισμός», «Ρομφαία», «Θριαμβικά εγκαύματα», «Αμαρτία», «Φωνές ανθρώπινες» κλπ, σε τίτλους που ακριβολογούν τη θεματική τους, «Πλατεία Συντάγματος 2011, «Πρώτη φορά αριστερά», «Άγρα Ψήφων», «Ο παραλογισμός της προσφυγιάς», «Ριτσώνα camp», «Ειδομένη» κλπ, όπου το υλικό της ποιητικής υπερθερματισμένο από το πολιτικό και κοινωνικό παρόν διαπραγματεύεται ζητήματα πολιτικής συμπεριφοράς και στάσης, μαζί και αντί-στασης: ζητήματα πολιτικής ηθικής και όχι μόνο. Οι υπαινιγμοί πολλοί, τα άρρητα περισσότερα. Τα κρυμμένα νοήματα πίσω από τις λέξεις, ζυγιάζονται, αναμετριώνται, ισορροπούν. Πολυμερίζουνε τις σημασίες τους ανάλογα με τα συμφραζόμενά τους. Στίχοι-θραύσματα που ανιχνεύουν ανθρώπινα δράματα. Ιστορίες-τραύματα. Το να συγκινηθείς από τον ανθρώπινο πόνο ή να απογοητευτείς από παιχνίδια πολιτικής υστεροβουλίας είναι το ένα. Πώς όμως μπορεί κανείς αυτά να τα διαπραγματευτεί ποιητικά; Αυτό είναι ένα ζήτημα διαφορετικό. Για να μην γίνει η ποίηση διακήρυξη ή μελόδραμα χρειάζεται να βρεθούν τέτοιες λεπτές ισορροπίες ώστε ο λόγος να μην περιοριστεί σε μια μονοσήμαντη λειτουργία, αλλά να απλωθεί σε νοήματα παράλληλα, σε σκέψεις και διατυπώσεις εμπλουτισμένες. Αυτό καταφέρνει και η ποίηση της Κατερίνας Λιάτζουρα με τρόπο ευρηματικό: αντί για απαντήσεις, δίνει ερωτήματα. Προτάσσει ερωτήματα, εκεί που άλλοι θα έδιναν βεβαιότητες, ο στίχος της εκεί πάνω ελευθερώνεται. Το ποίημα «Η αλήθεια», για παράδειγμα, γίνεται ολόκληρο ένα μεγάλο, ατελείωτο ερώτημα. Ίσως και να μην υπάρχει άλλος, πιο εύστοχος τρόπος να αποδοθεί η αλήθεια:
«Πού πήγε η αλήθεια;
Σε ποιανής μάνας τον κόρφο πρέπει να απογαλακτιστεί;
Ποιανής μήτρας τον ομφάλιο λώρο να κόψει;
Τίνος πατρότητα αναζητεί;
Τίνος χέρι θέλει να φιλήσει
και τίνος πάτρωνα την ευχή του να ζητήσει;
Σε τίνος την αντρεία πάει και στέκεται ξοπίσω;»
Άλλο παράδειγμα, είναι το ποίημα «Ειδομένη». Τι είναι εκείνο που δίνει στο ποίημα αυτό το ξεχωριστό του ενδιαφέρον; Μακριά από την κατάχρηση ενός συγκινησιακά φορτισμένου λόγου, ο στίχος εδώ επικαλείται την ειρωνεία. Αξιοποιεί την ειρωνεία ως μέσο ποιητικής έκφρασης και με την τεχνική αυτή αποδεσμεύει τη συνδήλωση, λειτουργεί ως μετατόπιση. Η ειρωνεία απογειώνει την ερμηνεία. Κι ενώ καταλαβαίνουμε καλά ποιο μήνυμα θέλει ο στίχος να δώσει, το μήνυμα αυτό δεν επιβάλλεται απερίφραστο στον αναγνώστη, μόνο υποβάλλεται μέσα από ένα ρητορικό παιχνίδι που δίνει ευκαιρία στο κωμικό να αγκαλιάσει το τραγικό και να το εμπλουτίσει. Με τέτοιον τρόπο, ο ποιητικός λόγος αποκτά αξία.
Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Κάποιες στιγμές, η σύνθεση του στίχου πυροδοτείται από τέτοιες δυναμικές αντιθέσεις που ορίζουνε σημασίες αντιδιαμετρικές. Η θέση συνοδεύεται από την αντί-θεσή της και το νόημα εμπλουτίζεται. Λέει:
«Τότε που γεννήθηκε η επαναστατική μου προσδοκία
η ρύπανση της πολιτικής μου μαύρισε το μάτι.
Με κατέστησε ανίκανη να κοιτώ κατάματα.
Μαύρος ήλιος της διαύγειας.»
…Θυμίζοντας εδώ το σεφερικό «Αγγελικό και μαύρο φως» Ή:
«Επιθύμησα έναν τάφο.
Ας είναι κι από σκόνη.»
Θέσεις και αντί-θέσεις, στίχοι και αντιστίξεις διαπερνούν κάθετα το περιεχόμενο ορίζοντας ένα λόγο δοκιμής, γευσιγνωσίας που ο αναγνώστης διατρέχει περνώντας το βλέμμα του ακροθιγώς από λέξη σε λέξη, πώς μυρίζεις ένα λουλούδι. Καμιά βεβαιότητα δεν υπάρχει στη γλώσσα της ποίησης αυτής, μονάχα κάποια βαθιά έγνοια, η ταραχή που ανεβαίνει από έναν βυθό ανεξιχνίαστο. Να είναι η ταραχή του εαυτού μπροστά στον κόσμο;
Μέσα από τις αναφορές προσδιορίζεται ένα δίπολο:
ο εαυτός vs ο κόσμος
Δυο στοιχεία που συγκρούονται και συγχρωτίζονται, που επικοινωνούν, θα ‘λεγες, σε μια κοινή ρίζα. Από τη μια, προσδιορίζεται ένας κόσμος πραγματικός με την ιστορική, πολιτική και κοινωνική του διάσταση κι από την άλλη ανιχνεύεται ένας άλλος κόσμος, απροσδιόριστος, ανέγγιχτος, απόλυτος και αδιαπραγμάτευτος, ενδότερος κόσμος. Πώς διαγράφεται το αποτύπωμα του ενός πάνω στον άλλο;
«Κάποια μέρα άρχισα να σκέφτομαι
Και σκέφτομαι να μην επιστρέψω από το Απόλυτο.»
Ο «Απόλυτος» αυτός κόσμος με την ανίερη θρησκευτικότητά του δοκιμάζεται και δοκιμάζει τα πράγματα γύρω του μέσα από μια συνεχή πάλη. Είναι ένας κόσμος συγχρονισμένος με το πραγματικό, αλλά και ασυγχρόνιστος, κόσμος αδιαίρετος, όσο και κατακερματισμένος, διάτρητος και απυρόβλητος μαζί, ο κόσμος του αυθεντικού εαυτού. Κάπως έτσι, η αγωνία για τον κόσμο γίνεται αγωνία του εαυτού και το αντίστροφο. Στο ποίημα «Αμαρτία» διαβάζουμε:
«Καθαρή η αντανάκλαση
του απαρνημένου και τόσο ποδοπατημένου μου εαυτού.»
Από πού αλλού μπορεί να τροφοδοτηθεί η ποιητική δημιουργία, αν όχι από έναν τέτοιο απαρνημένο, σπαραγμένο εαυτό;
ΜΙΧΑΛΗΣ ΒΑΒΟΥΛΑ
vakxikon.gr/8/2017
Υπάρχουν ποιήματα που γράφονται με ψυχική ηρεμία, αφού το γεγονός που τα προκάλεσε έχει καταλαγιάσει στον εσωτερικό κόσμο του τεχνίτη και το υλικό τους αντλείται με τη διαμεσολάβηση της μνήμης. Υπάρχουν όμως κι εκείνα που γράφονται «εν βρασμώ», όσο ακόμα το βίωμα φλέγεται. Από τις αρχές του 20ου αιώνα, η Ποίηση και γενικότερα η Τέχνη πριμοδοτεί αυτή τη δεύτερη μορφή επικοινωνίας. Ο τεχνίτης χαμηλώνει το βλέμμα του και δημιουργεί μέσα από τη σύγκρουσή του με τις πραγματικότητες που αρνείται να αποδεχθεί. Συνδέεται αμεσότερα με την κοινωνία, με τα προβλήματα και τους προβληματισμούς της.
Τα «Αποκαΐδια» της Κατερίνας αντλούν από αυτή την πυρκαγιά που έφερε για τα καλά στη ζωή μας ο Μοντερνισμός. Και κυρίως από εκείνη την τάση της που θέλει τον τεχνίτη άρρηκτα συνδεδεμένο με την κοινωνική και την πολιτική πραγματικότητα, όσο κι αν η τελευταία αυτή έννοια παραμένει στη χώρα μας ασαφής και εύκολα εκμεταλλεύσιμη για κάθε είδους ιδιοτελείς σκοπιμότητες.
Σηκώθηκα
ξεσκόνισα τη μνήμη
ίσιωσα την πλουμιστή αισιοδοξία
και πιάστηκα από τον ώμο του διπλανού μου.
Ξεκίνησε ο χορός της υποταγής.
(από τη «Νίκη στις Εθνικές Εκλογές»)
Οι στίχοι εδώ αρνούνται τη διαμεσολάβηση της ανάμνησης. Κρατούν τα συναισθήματα στην αρχική τους ένταση, πεισματικά θαρρείς, από μια πίστη πως η απόσταση του χρόνου ισοπεδώνει τα θέματα και εφησυχάζει ανεπαισθήτως. Καμπυλώνει τις γωνίες που παραμένουν γύρω μας γωνίες, θολώνει τα χρώματα, κάνει ασαφή τα περιγράμματα, μετατρέπει τις κινήσεις και τις χειρονομίες σε σκηνικό διάκοσμο. Κι ακόμα περισσότερο, από μια πίστη πως η διαμεσολάβηση της ανάμνησης μετατρέπει τον άνθρωπο σε απροσδιόριστη σκιά.
Μια εφιαλτική εντύπωση σφηνώθηκε στο μυαλό μου.
Πως ο άνθρωπος θα εκλείψει.
Θα μείνει μόνο η μιλιά
(Από το «Φωνές ανθρώπινες»)
Οι ποιητικές φλόγες των στίχων είναι ανοικτές σε όλες τις διαβαθμίσεις του θυμού, στην ειρωνεία, την απογοήτευση, τον αυτοσαρκασμό. Οι εικόνες, όταν –σπάνια- δεν είναι εφιαλτικές, αντλούν τον λυρισμό τους από την αθωότητα των παιδικών χρόνων, από τον μυθικό χρόνο της συμπαντικής ενότητας.
Πού πήγε η αλήθεια; […]
Ποιο όνειρο παιδικό φέρνει στο θυμικό της
σαν κρύβεται και παίζει κλέφτες κι αστυνόμους;
(Από το «Η αλήθεια»)
Το πιο ενδιαφέρον μέρος στις εστίες της πυρκαγιάς των στίχων αυτών βρίσκεται, κατά τη γνώμη μου, στην κατάχρηση των αφηρημένων εννοιών που περιέχουν. Αναφέρω ενδεικτικά μερικές: Ιστορία, αλήθεια, ηθική, ιεραρχίες, θεσμοί, βούληση, λογική, ψευδαίσθηση, αξιώσεις, καθήκοντα, όρια, σκληρότητα, αθανασία, δημοκρατία. Αντιποιητικό σε ένα πρώτο επίπεδο υλικό, εφόσον η ποίηση για τη σημερινή ευαισθησία δεν επικοινωνεί με νοήματα. Μέσα από την κατάχρησή τους όμως και με την ειρωνική διάσταση που αποκτούν στο ποιητικό κείμενο, κλονίζεται η εμπιστοσύνη μας σ’ αυτές, αμφισβητείται η συμπαγής σημασία τους και προτρέπουν στην ανά-γνωση ενός καλύτερου κόσμου:
Γοητευτικές οι λέξεις
αλλά κατά βάθος θολές.
Περιδιαβαίνουν την ανάγκη για θεμελίωση
χωρίς ρίζες, δίχως μέλλον
προσκυνούν πηγές αλάνθαστου
προβάλλουν αξιώσεις αλάθητου.
(Από τον «Εξορκισμό»)
Από τη μια ο μονόδρομος των γοητευτικών «αλλά κατά βάθος θολών» λέξεων, η λογοκρατική θεώρηση της επικοινωνίας. Από την άλλη τα «Αποκαΐδια» ανοίγουν τα φλέγοντα σημερινά θέματα και τα αφήνουν σ΄ αυτή την κατάσταση που έχει η θράκα λίγο πριν σβήσει ή λίγο πριν αναζωπυρωθεί από ένα άλλο χέρι, από μια άλλη κίνηση, από ένα άλλο βλέμμα. Η προσωπική ιστορία του καθενός στην εποχή του lifestyle, η μητρική σχέση, το αδιέξοδο της πολιτικής εκπροσώπησης, η τύχη της Αριστεράς, το προσφυγικό, ο ρόλος της δημοκρατίας στον σύγχρονο νεοφιλελεύθερο κόσμο, θέματα όλα ανοικτά για να θυμίζουν ποια είναι η μεριά της ηθικής με ήτα μικρό.
Η τελική αίσθηση που αφήνουν τα «Αποκαΐδια ηθικής» δεν είναι η οσμή των καμένων στίχων, των ανολοκλήρωτων ρυθμών, των ματαιωμένων κινήσεων. Διατηρούν και μεταδίδουν τη φλόγα μιας αξιοπρέπειας που δεν περιορίζει τον άνθρωπο στις επιταγές μιας απομονωμένης, ιδιοτελούς και τελικά ανήθικης διαβίωσης.
Κι όμως μυρωδιά μου.
Το δικό μου άτι
ατίθασο γεννήθηκε.
Αδάμαστο θα πορευτεί.
Αντιστέκεται ακόμη.
Όσο μπορεί.
(Από το «Αδάμαστο άτι»)
ΣΚΕΨΕΙΣ (2013)
ΚΩΣΤΑΣ ΜΠΑΙΡΑΚΤΑΡΗΣ
ΕΥΒΟΪΚΕΣ ΓΡΑΦΕΣ, ΠΟΙΗΤΙΚΕΣ
ΠΑΝΕΥΒΟΪΚΟΝ ΒΗΜΑ 5/3/2015
ΠΑΙΔΙ μεταναστών με ρίζες Πηλιορείτικες η Κατερίνα Λιάτζουρα. που όμως στη γερμανική πόλη Στουτγάρδη, το 1972, γεννήθηκε, εκεί για χρόνους 12 έζησε και με τις λεπτές της αισθήσεις πάσχιζε καθημερινώς λίγο φως να ψηλαφίζει και τα όνειρά της με χαρά να ενεδύσει.
Ακολουθεί ο επαναπατρισμός της στη γη των προγόνων της, η είσοδός της στο τμήμα Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης, το πέρασμά της από το Κλεινόν Άστυ, η δημιουργία οικογένειας, η κατ’ επιλογήν εγκατάστασή της στη Χαλκίδα, όπου μονίμως κατοικεί και εργάζεται.
«Επιλέξαμε, λέει, τη Χαλκίδα γιατί μας ήταν ιδιαιτέρως συμπαθητική ως πόλη και συνδύαζε προτερήματα έναντι άλλων περιοχών, που βρίσκονται κοντά στην Αθήνα. Βέβαια, σημαντικό ρόλο έπαιξε η ύπαρξη της θάλασσας και οι μοναδικές ομορφιές της Εύβοιας.»
«Λίγο αργότερα προστέθηκαν και τα τρελά νερά του Ευρίπου που μέχρι και σήμερα εξακολουθούν να με εντυπωσιάζουν. Από το 2007 εργάζομαι ως εκπαιδευτικός στο 6ο Γυμνάσιο Χαλκίδας, διδάσκοντας Γερμανικά, Ιστορία και Project».
ΠΛΗΝ των εκπαιδευτικών και οικογενειακών της καθηκόντων η Κατερίνα Λιάτζουρα δεν παύει ένας καθ’ όλα ενεργός πολίτης να είναι, που
πλην των άλλων της δραστηριοτήτων και με την τέχνη της γραφής, αλλά και
της φωτογραφίας, με πάθος καταγίνεται.
Σχετικά, η ίδια δηλώνει: «Η Λογοτεχνία και η Τέχνη της Φωτογραφίας με συνέπαιρναν από τη νεανική μου ηλικία. Με την Τέχνη της Φωτογραφίας ασχολήθηκα εντατικά το 2007-2010, παρακολουθώντας σχετικά μαθήματα στο Εργαστήρι Τέχνης Χαλκίδος με δάσκαλο τον Γιώργο Ζαφειριού.
»Έχω κάνει ατομική έκθεση φωτογραφίας στην Αθήνα, έχω συμμετάσχει σε δύο ομαδικές εκθέσεις του Εργαστηρίου Τέχνης (Χαλκίδα και Arles) και σε
άλλες της Πολιτιστικής Ομάδος της ΕΛΜΕ Εύβοιας, για την οποία και προ-
βολές οπτικοακουστικού υλικομ έχω επιμεληθεί.
»Την ίδια περίοδο, άλλοτε πιο έντονα και άλλοτε πιο διακριτικά, το χέρι μου δε λησμονεί να πιάνει το μολύβι και τις σκέψεις μου να καταγράφει».
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ της καταγραφής των εσωτερικών της οχλήσεων, τών πολύπλευρων ανησυχιών και στοχαστικών της ενατενίσεων, των οραματισμών, των αναζητήσεών της, και του ορισμού της θέσης της έναντι της κοινωνίας και του σύμπαντος κόσμου υπήρξε η δημιουργία της ποιητικής της συλλογής Σκέψεις, που κυκλοφόρησε το 2013 από το περιοδικό manifesto και την ίδια περίοδο στο βιβλιοπωλείο Πορθμός παρουσιάστηκε.
Εισδύοντας αναγνωστικά και βηματίζοντας σταθερά στους μορφικά,
σημασιολογικά και αισθητικά πολύσκαλους ποιητικούς τόπους των Σκέψεων της Κατερίνας Λιάτζουρα, υποχρεώνεσαι εκ των πραγμάτων σε καίρια σημεία αυτών ανάσες βαθιές να πάρεις, και να συνομιλήσεις μαζί τους, να λογιστείς και να αναστοχαστείς, να απορήσεις ή τις δικές σου να τείνεις ρήσεις, να συμπλεύσεις ή επί φτερών σκιάς αναβάτης δεινός τη χαίτη της, κρατώντας για ορίζοντες μακρινούς και αθώρητους αχρόνως να πλέεις και σε χάη να χέεις.
ΜΕ λόγο πυκνό και αφοπλιστικό, αφαιρετική και εκφραστική δεινότητα, υπαινικτική και πολυσημική διάδραση των διανοημάτων, επιτυχή άρμοση των στιχογραφικών της δόμων, έντονη αμφισβήτηση και ονειρική διάπλαση ενός κόσμου εύκοσμου και ισορροπημένου, αλλά και πλούτο συμβολισμών και συμβόλων η δημιουργός των καλών Σκέψεων προσφέρει στον αναγνώστη την πρώτη της ποιητική παραγωγή και τον προσκαλεί σε ανοιχτό και πολυεπίπεδο δείπνο διαλεκτικής και μέθεξης.
ΣΤΗΝ προαναφερθείσα μουσικοποιητική σύναξη του Πορθμού ξεναγητής των παρουσιαζόμενων ποιητικών Σκέψεων της Κατερίνας Λιάτζουρα ο φιλόλογος καθηγητής Κωνστ. Γιαννάκος υπήρξε, ο οποίος μετα-
ξύ άλλων ανέφερε:
«(…) Τα θέματα των έργων της (της ποιητικής συλλογής) μπορώ να τα εντάξω στις εξής 4 ομάδες: Ανθρώπινες σχέσεις, Παρατηρήσεις για την ζωή και την φύση των πραγμάτων, Αναζητήσεις και Εξομολογήσεις. Υπάρχει και ένα ανένταχτο. Το ονόμασα «Ο χορός» ή «Το μανιφέστο των αισθήσεων».
(…) Στην πρώτη ομάδά (…)κυρίαρχη ιδέα είναι η δυσπιστία απέναντι στις ανθρώπινες σχέσεις που οδηγείται μέχρι τα άρια της απογοήτευσης.
Η δεύτερη, που αποτελείται από 8 ποιήματα, ρίχνει γέφυρες θεματικές
στην πρώτη ομάδα.
Στις αναζητήσεις η Κατερίνα παλεύει με τα αιώνια, παλεύει με το «εγώ», παλεύει με το «εσύ», με τη μοίρα και τα λάθη (…)παλεύει, όπως όλοι, και δείχνει ότι προσωρινά ηττάται (…). Ωστόσο φαίνεται ότι έχει ισχυρή θέληση και πάθος να υπερισχύσει.
(…) Η συλλογή ολοκληρώνεται με τις Εξομολογήσεις. Σε όλα τα ποιήματα
ίσως είναι ολοφάνερος ο προσωπικός τόνος που – θέλει δε θέλει – δίνει η Κατερίνα για να αποκαλύψει σε μας ένα συναίσθημα, μια σκέψη, μια άποψη. Όμως εδώ, σ’ αυτά τα 7 ποιήματα των Εξομολογήσεων, βλέπει κανείς να εμφανίζεται από πόρτα ορθάνοιχτη ολόκληρο και ξεσκέπαστο το φορτίο των συναισθημάτων που κουβαλάει.
Είναι ολοφάνερο, εκτός των άλλων, από το α’ πρόσωπο των ρημάτων, από τις κτητικές αντωνυμίες, από τον εσωτερικό μονόλογο που κυριαρχεί με τον οποίο σκέφτεται φωναχτά, σχεδόν κραυγάζει.
(…) Το α’ πρόσωπο – και δη ενικού αριθμού – είναι κυρίαρχο στη συλλογή. (…)Είναι αυτό που αποκαλύπτει τις σκέψεις και τα συναισθήματα, (,.,)αυτό που δίνει τον έντονο προσωπικό τόνο.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΗ ΧΑΡΙΤΙΝΗ ΜΑΛΙΣΣΟΒΑ
diastixo.gr 8/2/2023
Λευκοί Νάνοι, ο τίτλος της τελευταίας ποιητικής σας συλλογής. Θα μας αποκαλύψετε κάποια στοιχεία του βιβλίου;
Οι Λευκοί Νάνοι είναι ένα συνθετικό ποίημα, ένα long poem δηλαδή, που ξεκινά από τη γένεση του γνωστού σε μας Σύμπαντος και ακολουθεί την εξελικτική πορεία του ανθρώπου· πάντα ποιητικά και πάντοτε μέσα από την υποκειμενική μου ματιά πάνω στον κόσμο που μας φιλοξενεί. Ας πούμε ότι σε αυτή τη συλλογή συνδυάζω στοιχεία από την κοσμοθεωρία μου, την υπαρξιστική φιλοσοφία και την οντολογία.
Πράγματι, στη συλλογή αυτή διακρίνουμε έντονα το στοιχείο της υπαρξιακής αναζήτησης. Είναι η ποίηση ένας τρόπος να προσπαθήσουμε να δώσουμε απαντήσεις σε ανάλογα ερωτήματα;
Η υπαρξιακή αναζήτηση αποτελεί για μένα μια διαδικασία δίχως αρχή και τέλος. Αναζητώ την ταυτότητα της ύπαρξής μου ακολουθώντας τα μονοπάτια του νου που μου υποδεικνύει η ενίοτε συναισθηματική μου κατάσταση. Δεν ξέρω αν η ποίηση είναι ο καταλληλότερος τρόπος να εκφράσω αυτές τις αναζητήσεις μου, ούτε κι αν μπορούν να δοθούν απαντήσεις μέσα από στίχους, σίγουρα όμως μπορούν να τεθούν τα ερωτήματα, τα εναύσματα που θα οδηγήσουν κι άλλους να προβληματιστούν, τα ερεθίσματα ίσως για να ξεκινήσει έμμεσα μια διαλεκτική επικοινωνία.
Με ποια αφορμή συνήθως γράφετε;
Όταν θέλω να ηρεμήσω την ψυχή μου. Όταν στον έξω κόσμο συμβαίνουν όλα όσα μπορούν να ταράξουν τη νομοτέλεια του Σύμπαντος, όλα όσα ντροπιάζουν την ανθρωπότητα. Όταν ο άνθρωπος ο μικρός, ο πολύ μικρός, δείχνει το χειρότερο πρόσωπό του, κι εγώ θέλω στον έσω κόσμο μου να συνεχίσω να ζω με ηρεμία. Η γραφή σε μένα λειτουργεί ως βαλβίδα εκτόνωσης. Μόλις δώσω υπόσταση στις σκέψεις και τα συναισθήματά μου, μπορώ και πάλι να συγκεντρωθώ σε όσα γίνονται γύρω μου και να τα αντιμετωπίσω με σύνεση και νηφαλιότητα, αλλά και με δυναμισμό.
Σε ποιες θεματικές αναφέρεται η ποίησή σας;
Η ποίησή μου είναι ανθρωποκεντρική. Έχει να κάνει με όλες τις εκφάνσεις της ανθρώπινης συμπεριφοράς, που δείχνουν το μεγαλείο ή τη μικρότητα του ανθρώπινου είδους.
Θεωρείτε πως για να είναι ολοκληρωμένη μια ποιητική συλλογή, θα πρέπει τα ποιήματα που την απαρτίζουν να αποτελούν μια θεματική;
Όχι απαραιτήτως. Ωστόσο, νομίζω πως ακριβώς αυτό συμβαίνει. Τις περισσότερες ποιητικές συλλογές τις διαπερνά ένας θεματικός άξονας, γύρω από τον οποίο περιστρέφονται τα ποιήματα, αποτελούν ας πούμε μια κάποια ενότητα. Από την άλλη, όμως, και τι σημαίνει ότι μια ποιητική συλλογή είναι ή πρέπει να είναι ολοκληρωμένη; Είναι ολοκληρωμένη ποτέ μια ποιητική συλλογή; Μήπως απλώς μπαίνει μια άνω τελεία; Λέω εγώ τώρα…
Έχει διαφοροποιηθεί το ποιητικό σας ύφος με την πάροδο των χρόνων;
Εκ του αποτελέσματος συμπεραίνοντας μπορώ να πω πως το ύφος μου δεν έχει αλλάξει, μόνο η μορφή των ποιητικών μου συλλογών έχει αλλάξει. Το ύφος μου θα είναι πάντα σκληρό, ειρωνικό και κυρίως [αυτο]σαρκαστικό. Ό,τι βγαίνει προς τα έξω και ακούγεται ως καταγγελία ή κριτική απέναντι στους άλλους, πρώτα πέρασε από την επίπονη και πολυδιάστατη διαδικασία της αυτοκριτικής. Δεν είμαι εγώ και οι άλλοι. Είμαι εγώ μαζί με τους άλλους.
Στις πολλές ποιητικές συλλογές που κυκλοφορούν βρίσκετε ενδιαφέροντες και αξιόλογους ποιητές;
Φυσικά και βρίσκω πολλούς και ενδιαφέροντες και αξιόλογους ποιητές. Προσωπικά μου αρέσει γενικά αυτός ο πλουραλισμός στις εκδόσεις. Χαίρομαι που όλο και περισσότερος κόσμος βρίσκει τον δρόμο της δημιουργικής γραφής και της [αυτό]έκφρασης. Χαίρομαι που η λογοτεχνία δεν είναι πια μονοπώλιο κάποιων ελιτίστικων σαλονιών, αλλά έχει γίνει ενασχόληση και ευρύτερων ομάδων της κοινωνίας. Και απολύτως λογικό είναι, αφού το μορφωτικό επίπεδο και η πνευματική καλλιέργεια –στον δυτικό κόσμο τουλάχιστον– έχει βελτιωθεί πολύ. Τώρα, αν με ρωτάτε αν όλη αυτή η εκδοτική παραγωγή έχει και λογοτεχνική αξία, νομίζω πως είμαι αναρμόδια να απαντήσω. Προσωπικά έχω ανακαλύψει μικρούς ποιητικούς θησαυρούς.
Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας λογοτέχνες;
Θα μου επιτρέψετε να μην αναφερθώ ονομαστικά στους αγαπημένους μου λογοτέχνες. Ωστόσο, μπορώ να προσδιορίσω τα χαρακτηριστικά τους. Εκτιμώ λοιπόν αυτούς και αυτές και αυτ@ που είναι συνεπείς στη λογοτεχνική τους διαδρομή, όλους εκείνους που τολμούν να πρωτοτυπήσουν, που είναι δραστήριοι και ενεργοί λογοτεχνικά και που δείχνουν σεβασμό στους ομοτέχνους τους.
Διαβάζετε, γράφετε, μεταφράζετε, διδάσκετε. Πόσο αλληλένδετες μεταξύ τους είναι οι ιδιότητές σας αυτές;
Όλα είναι αλληλένδετα μεταξύ τους. Το ένα εμπνέει το άλλο. Χωρίς τις αναγνώσεις μου δεν θα μπορούσα να γράψω. Χωρίς τις αναγνώσεις και τα γραψίματά μου δεν θα μπορούσα να μεταφράσω. Και χωρίς τον πλούτο που σου δίνει η ανάγνωση, η γραφή και η μετάφραση –ως σύνολο– δεν θα μπορούσα να διευρύνω τους πνευματικούς μου ορίζοντες και σε καμιά περίπτωση δεν θα μπορούσα να διδάξω.
Γράφετε ή μεταφράζετε κάποιο νέο βιβλίο αυτό το διάστημα;
Τον καιρό αυτό μεταφράζω για λογαριασμό των Εκδόσεων Βακχικόν ποιήματα της πολυβραβευμένης Αυστριακής συγγραφέα Καρολίνα Σούτι, μια συλλογή που θα έρθει να συμπληρώσει τη λογοτεχνική παρουσίασή της στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, αφού έχει προηγηθεί η μετάφραση της νουβέλας της Κάποτε πρέπει να περπάτησα σε τρυφερό χορτάρι, η οποία επίσης κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Βακχικόν και απέσπασε το Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης το 2015. Φυσικά, συνεχίζω τις μεταφράσεις σύγχρονων Ελλήνων ποιητών και Ελληνίδων ποιητριών στη γερμανική γλώσσα, μεταφράσματα που δημοσιεύονται στον λογοτεχνικό ιστότοπο poiein.gr και στην προσωπική μου ιστοσελίδα katerinaliatzoura.gr. Στην ιστοσελίδα μου μπορεί κανείς να ενημερωθεί πιο εμπεριστατωμένα για όλες τις εκδόσεις μου και τις δραστηριότητές μου. Και, τέλος, να σας εκμυστηρευτώ ότι ήδη αρχίζει να παίρνει ποιητική μορφή και η επόμενη ποιητική μου συλλογή, με τίτλο floral.
.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΗΝ ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΥ
VAKXIKON.GR
Με την Κατερίνα Λιάτζουρα για την υπαρξιακή ποιητική κατάθεσή της “Λευκοί Νάνοι”
“Οι «Λευκοί Νάνοι» είναι μια υπαρξιακή κατάθεση που απλά εκφράστηκε ποιητικά. Αποτελεί την καταγραφή κάποιων φιλοσοφικών μου στοχασμών για ζητήματα ζωής και θανάτου που αφορούν στον άνθρωπο”. Με αφορμή το νέο της ποιητικό βιβλίο, το long poem Λευκοί Νάνοι, η Κατερίνα Λιάτζουρα μιλά μαζί μας στο περιοδικό Vakxikon.gr, για σκέψεις που μαγικά γίνονται στίχοι.
Το νέο σας ποιητικό βιβλίο «Λευκοί νάνοι» μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Βακχικόν. Τι σηματοδοτεί για εσάς ως ποιητική κατάθεση;
Οι «Λευκοί Νάνοι» είναι μια υπαρξιακή κατάθεση που απλά εκφράστηκε ποιητικά. Αποτελεί την καταγραφή κάποιων φιλοσοφικών μου στοχασμών για ζητήματα ζωής και θανάτου που αφορούν στον άνθρωπο· τον άνθρωπο που νομίζει ότι είναι πολύ μεγάλος, σημαντικός και μόνιμος κάτοικος του πλανήτη μας, ενώ στην ουσία πρόκειται για άλλο ένα πολύ μικρό και ασήμαντο πλασματάκι, περαστικό από τη Γη, όπως και όλα τα υπόλοιπα πλάσματα της πανίδας της Γης.
Τι είδους ποίηση «κουβαλούν» οι «Λευκοί νάνοι»;
Η ποίηση που κουβαλούν οι «Λευκοί Νάνοι» είναι υπαρξιακή. Στο κέντρο βρίσκεται ο άνθρωπος και γύρω από αυτόν περιστρέφονται τα φιλοσοφικά ερωτήματα που ταλανίζουν την εξελικτική του πορεία.
Νιώθετε πώς έχετε διαφοροποιηθεί ποιητικά και αν ναι με ποιον τρόπο;
Θαρρώ πως δεν έχω διαφοροποιηθεί ποιητικά ή έτσι τουλάχιστον νιώθω. Η θεματολογία μου τουλάχιστον παραμένει ίδια. Ο άνθρωπος είναι πάντα [ως τώρα] το επίκεντρο των ποιημάτων μου. Όσον αφορά φυσικά τη μορφή των Λευκών Νάνων, διαφοροποιήθηκα ριζικά από τα προηγούμενα βιβλία μου, καθώς επέλεξα να δημιουργήσω ένα συνθετικό ποίημα, ένα long poem.
Τι είναι η ποίηση για την Κατερίνα και τι πιστεύει η Κατερίνα ότι είναι η ποίηση για τον κόσμο;
Για την Κατερίνα η ποίηση αποτελεί τον συγκινησιακό δίαυλο επικοινωνίας του έσω της κόσμου με τον έξω και αντιστρόφως. Για τον υπόλοιπο κόσμο δεν γνωρίζω να απαντήσω· θέλω να πιστεύω όμως ότι η ποίηση βρίσκει και συγκινεί όλο και περισσότερο αναγνωστικό κοινό.
Τι σας εμπνέει; Πώς καταλήγουν οι σκέψεις σας στο χαρτί;
Με εμπνέει ο κόσμος γύρω μου. Με εμπνέει η κοινωνική και πολιτική επικαιρότητα. Με εμπνέουν τα επιστημονικά επιτεύγματα. Με εμπνέουν τα αναγνώσματα μου. Σημειώνω τις σκέψεις μου αυθόρμητα στο χαρτί, αργότερα μορφοποιούνται -με έναν ανεξήγητα μαγικό τρόπο- σε στίχους.
Αν μπορούσατε να προσδιορίσετε την ποίηση με ένα μόνο επίθετο ποιο θα ήταν αυτό και γιατί;
Ετερόφωτη. Όπως οι πλανήτες χρειάζονται τον Ήλιο, έτσι και η ποίηση χρειάζεται τους αναγνώστες και τις αναγνώστριες για να ακτινοβολήσει.
.
Συνέντευξη στη Τζένη Κουκίδου
koukidaki.gr
Η Κατερίνα Λιάτζουρα και τα Αποκαΐδια Ηθικής
Τι σας ώθησε να γράψετε αυτό το βιβλίο;
Κ.Λ.: Τα “Αποκαΐδια ηθικής” είναι μια ποιητική καταγγελία σε όλους αυτούς που περηφανεύονται πως κάνουν σημαντικά πράγματα για τον άνθρωπο, παραμελώντας όμως ταυτόχρονα, τον ίδιο τον άνθρωπο.
Αν θα έπρεπε να το περιγράψετε με μία μόνο λέξη, ποια θα ήταν αυτή;
Κ.Λ.: Αίμο-Κάθαρση.
Τι θα συμβουλεύατε εκείνον που επρόκειτο να το διαβάσει;
Κ.Λ.: Να πάψει να ταΐζει κουτόχορτο τον εαυτό του και τα παιδιά του. Και να βρει τρόπους αντίστασης. Και να συνειδητοποιήσει πως δεν χρωστά την ζωή του σε κανέναν.
Αν το βιβλίο σας ήταν/γινόταν ένα κανονικό ταξίδι κάπου στον κόσμο, που θα πηγαίναμε και πόσες μέρες θα κρατούσε;
Κ.Λ.: Στο Κάβο Ντόρο. Όσο χτυπάει ακόμη η καρδιά μας.
Κλείστε τη μίνι συνέντευξη με μία φράση/παράγραφο από το βιβλίο
Κ.Λ.: ΦΩΝΕΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ
Γέμισαν τ’ αυτιά φωνές.
Φωνές χωρίς πρόσωπα.
Ασώματες.
Στερεότυπα απαράλλακτα
χωρίς απροσδόκητα
χωρίς ενδεχόμενα
η φωνή του ανθρώπου
παραμορφώνεται
νοθεύεται
και τέλος τέλος ακυρώνεται.
Μια εφιαλτική εντύπωση σφηνώθηκε στον λογισμό μου.
Πως ο άνθρωπος θα εκλείψει.
Θα απομείνει μόνο η μιλιά
μηχανική
ηχογραφημένη
υπαγορευμένη
ξεκρέμαστη στον αέρα
δίχως στόμα, γλώσσα ή λαλιά
δίχως νόημα.
Κενή.
https://koukidaki.gr/2017/05/i-katerina-liantzoura-kai-ta-apokaidia-ithikis.html
.
Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα
Η Κατερίνα Λιάτζουρα στο Εργαστήρι του συγγραφέα
Τα «Αποκαΐδια Ηθικής» (εκδόσεις Βακχικόν 2017) είναι ένα βιβλίο που προέκυψε από την αντιπαράθεση μου με την Ηθική της εποχής και με τις εκφάνσεις της. Όταν μιλάω για Ηθική εννοώ εκείνο τον κώδικα επικοινωνίας που έχει διαμορφωθεί μέσα στους αιώνες και αποτυπώνει τον τρόπο αντίληψης του “αγαθού”, βασική προϋπόθεση για την εποικοδομητική συνύπαρξη των ανθρώπων επί της γης. Όταν μιλώ για Ηθική, δεν ηθικολογώ και σε καμία απολύτως περίπτωση δεν επιθυμώ να ηθικοποιήσω τον κόσμο. Η διαμόρφωση, εξάλλου, μιας κάποιας Ηθικής, είναι επιταγή πολύ προσωπική του κάθε ανθρώπου. Όταν μιλάω λοιπόν για Ηθική, εννοώ όλα εκείνα τα μικρά πρέπει, τα προστάγματα τα κοινωνικά, που σου επιβάλλουν ένα συγκεκριμένο τρόπο ζωής και που σου καθορίζουν τα όρια μέσα στα οποία μπορείς να κινείσαι. Όλα εκείνα τα πρέπει που έρχονται σε αντιπαράθεση με τα μεγάλα θέλω του ανθρώπου, τις βαθιές επιθυμίες του, τις πεποιθήσεις του για τον εαυτό του και τον κόσμο γύρω του, τις αξίες που επιλέγει να ακολουθήσει και που τον διαμορφώνουν ως άτομο και ως πολίτη, που τον χαρακτηρίζουν ως άνθρωπο. Στα Αποκαΐδια Ηθικής κατέθεσα ποιητικά, μικρές και μεγάλες εντυπώσεις που αποκόμισα παρατηρώντας τον κόσμο γύρω μου, συμμετέχοντας σε σημαντικά πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα της εποχής μου, συνειδητοποιώντας την τεράστια ανθρωπιστική κρίση, αναμοχλεύοντας καταχωνιασμένα προσωπικά βιώματα και ακούγοντας τις ιστορίες άλλων.
Το βιβλίο είναι μια καταγραφή ανθρωπίνων συμβάντων, πάντα βεβαίως υπό το πρίσμα της δικής μου αντίληψης περί Ηθικής. Παρατηρώντας λοιπόν τον κόσμο γύρω μου διαπίστωσα, πως για να έχεις την αποδοχή του συνόλου του κοινωνικού, για να είσαι αρεστός στην μικροκοινωνία σου, για να μην προκαλέσεις αναστάτωση, συγκρούσεις και κόντρες στον περίγυρο σου, πολλές φορές συμβιβάζεσαι με ιδέες, αποδέχεσαι παθητικά ή υποστηρίζεις ενεργά απόψεις που δεν συνάδουν με τις προσωπικές αξίες σου και κάνεις πράξεις (ή είσαι παρατηρητής πράξεων) που πληγώνουν. Σε πιο ακραίες διαστρεβλωμένες εκφάνσεις της Ηθικής, βλέπε δημόσια ζωή και πολιτική, απλά υποκρίνεσαι, ψεύδεσαι και εξαπατάς. Και δυστυχώς, η επικαιρότητα των τελευταίων χρόνων επιβεβαίωσαν τις παραπάνω διαπιστώσεις μου. Εάν προσπαθούσα λοιπόν να αποτυπώσω εν συντομία το περιεχόμενο του βιβλίου μου, θα έλεγα ότι έγραψα για τους ανθρώπους που με ενοχλούν. Θα έλεγα ότι έγραψα για τις ανθρώπινες εκείνες πράξεις, που απορρέουν από την μεγαλομανία και την υπεροψία, την φυγοπονία και την αδιαφορία του ανθρώπου. Θα έλεγα ότι έγραψα τα Αποκαΐδια της Ηθικής για
….να καθαρίσει το θυμικό από περισσεύματα
να καθαρίσει η μνήμη από περιττώματα
για να αλαφρύνει το μυαλό
για να είναι ελαφρύς ο ύπνος.
(απόσπασμα από το ποίημα «Ο ήρωάς μου»)
http://fractalart.gr/katerina-liatzoura/
.
Συνέντευξη στον Νέστορα Πουλάκο
Η Κατερίνα Λιάτζουρα ζει στη Χαλκίδα. Το 2013 κυκλοφόρησε η πρώτη ποιητική συλλογή της Σκέψεις. Τα Αποκαΐδια ηθικής κυκλοφόρησαν πρόσφατα από τις εκδόσεις Βακχικόν.
Σε πρώτο πρόσωπο για τα «Αποκαΐδια ηθικής»…
Η Ηθική δεν είναι ένα θέμα καινούργιο. Ούτε στην ζωή ούτε και στην ποίηση. Η ηθική είναι ένα θέμα που απασχόλησε πριν από μένα πολλούς ποιητές και νομίζω πως και στο μέλλον θα απασχολεί τους ανθρώπους, που επεξεργάζονται ή προσπαθούν να επεξεργαστούν νοητικά τον κόσμο γύρω τους. Προσωπικά όσο θυμάμαι τον εαυτό μου πάντα με απασχολούσαν ζητήματα που είχαν να κάνουν με τα «πρέπει» και τα «θέλω» μου, τα «κοινωνικά» προστάγματα και τις επιθυμίες μου, τις ηθικές επιταγές των άλλων, τα στερεότυπα και τους συγκαλυμμένους κοινωνικούς καθωσπρεπισμούς, τις επιβαλλόμενες κοινωνικές συμπεριφορές και τα κοινωνικά πρότυπα των «πετυχημένων» και «αποτυχημένων» ανθρώπων. Στην πορεία της ζωής μου διαπίστωσα την ψευτιά και την υποκρισία γύρω μου. Σε όλα τα επίπεδα. Την οικογενειακή προσποίηση πως όλα βαίνουν καλώς, (αρκεί να σπουδάσεις δικηγορία και να παντρευτείς γιατρό), την κοινωνική βιτρίνα της καλοπέρασης (με χρήματα δανικά) και της αλληλεγγύης (με συναισθήματα προσποιητά) και τέλος την πολιτική υποκρισία. Για την πολιτική δεν θα μιλήσω. Όσες φορές ανοίγω αυτό το θέμα προς συζήτηση, οι συνομιλητές μου γελάνε μαζί μου. Ήμουν ρομαντική; Ονειροπόλα; Απελπισμένη; Απεγνωσμένη; Κοιμισμένη; Και δεν είχα συνειδητοποίηση πως η ηθική είναι ανύπαρκτη στην πολιτική, όποια απόχρωση και να έχει η πολιτική ιδεολογία; Τι να πω!! Νόμιζα πως η Αριστερά διέφερε από τις άλλες πολιτικές τοποθετήσεις. Ε, έκανα λάθος. Και προς αποφυγήν παρεξηγήσεων εννοώ τις προεκλογικές μεγαλοστομίες σε αντιπαράθεση με τις μετεκλογικές υποκύψεις. Τα «Αποκαΐδια ηθικής» είναι το απόσταγμα όλων των παραπάνω προβληματισμών μου.
Η έμπνευση στα χρόνια της κρίσης…
Κυκλοφορώντας ανάμεσα στους ανθρώπους, έχοντας τις κεραίες μου ανοιχτές.
Η σχέση με τη λογοτεχνία…
Η λογοτεχνία είναι ένα αναπόσπαστο κομμάτι του εαυτού μου. Διαβάζω πολύ. Θυμάμαι λίγα. Δεν συγκρατώ τα ονόματα των συγγραφέων που διάβασα. Ούτε μπορώ να αναπαράγω αποφθέγματα τους ή να απαγγείλω στίχους. Στη λογοτεχνία όμως χρωστώ πολλά, διότι συνέβαλλε σημαντικά στην δημιουργία του κόσμου που έχω μέσα στο μυαλό μου.
Μπορεί ένα καλό βιβλίο να «σώσει» την ψυχή μας;
Δεν ξέρω αν υπάρχουν καλά ή κακά βιβλία. Ούτε αν «σώζεται» η ψυχή μας. Σίγουρα όμως η ανάγνωση ενός βιβλίου, μπορεί να μας «ταξιδέψει» και να μας προβληματίσει, να προχωρήσει την σκέψη μας. Συνεπώς έχει γίνει μια νοητική πράξη, άρα μία καλή πράξη.
Επόμενα συγγραφικά σας σχέδια…
Θα ήθελα να ασχοληθώ με μικρο – αφηγήματα.
.
5 λεπτά με την Κατερίνα Λιάτζουρα
bookpress.gr 15/1/2023
Πώς μας βοηθάει ο τίτλος να πλησιάσουμε τη συγκεκριμένη ποιητική συλλογή;
Λευκός Νάνος ονομάζεται στην επιστήμη της Αστρονομίας ο αστέρας που μετά από εκατομμύρια χρόνια ζωής και πορείας στον χωροχρόνο των γαλαξιών αρχίζει να νεκρώνεται ελαττώνοντας τη θερμοκρασία του και τη φωτεινότητα του, και που εν τέλει μετατρέπεται σε μια σφαίρα με πολύ πυκνό βάρος και καθόλου φως, έχοντας εξαντλήσει κάθε διαθέσιμη πηγή ενέργειας. Ο τίτλος θέλει να συνδέσει την σύντομη ζωή του ανθρώπινου είδους εντός του χωροχρόνου του δικού μας ηλιακού συστήματος, καθώς και τη ματαιότητα και τη ματαιοδοξία που διακατέχει το γένος αυτό, που εξαντλεί κάθε διαθέσιμη πηγή ενέργειας, σε αντιδιαστολή με το μεγαλείο του Σύμπαντος που συνεχίζει να ζει, να μεγεθύνεται και να διαστέλλεται, αδιαφορώντας για τον μικρό τον άνθρωπο.
Είναι το «Λευκοί νάνοι» μια συλλογή με ενιαία σύλληψη, με «θέμα»; Αν ναι, ποιο είναι αυτό;
Οι «Λευκοί Νάνοι» είναι μια ποιητική σύνθεση, ένα long poem, όπου διαπραγματεύομαι το σύντομο και ίσως ανεπαίσθητο πέρασμα του ανθρώπου από τη Γη. Αυτού του μικρού δηλαδή δίποδου θηλαστικού, που νομίζει ότι είναι σπουδαίο και μοναδικό και που θεωρεί ότι η ζωή του είναι αναντικατάστατη σε σχέση με τη ζωή των άλλων πρωτευόντων, και ότι η δική του ύπαρξη υπερέχει της υπάρξεως των άλλων ειδών του ζωικού βασιλείου· ενώ στην ουσία πρόκειται για ένα από τα πολλά είδη που ζουν, αναπαράγονται και πεθαίνουν πάνω στη Γη, σε μια διάρκεια ζωής που σε σχέση με τη διάρκεια ζωής του Σύμπαντος είναι μηδαμινή. Μολαταύτα αυτό το δίποδο θηλαστικό που το λένε άνθρωπος δεν ξέρει να συμβιώνει με σεβασμό προς τα άλλα είδη, να συμβιώνει αρμονικά, φιλήσυχα και ειρηνικά, και με σεβασμό προς τον περιβάλλοντα χώρο που το φιλοξενεί και τον οποίο παρέλαβε από τους προγενέστερούς του και οφείλει να παραχωρήσει στους μεταγενέστερους.
Με ποιο τρόπο υπάρχει στην ποίησή σας η ιδέα του αναγνώστη;
Ο αναγνώστης παίζει τον ρόλο του συνομιλητή μου. Πολλές φορές του απευθύνομαι και του εκμυστηρεύομαι τις σκέψεις μου, κι εκείνος άλλοτε ανταποκρίνεται και άλλοτε αφουγκράζεται τα λεγόμενά μου, σωπαίνοντας.
Ποιο ποίημα ή απόσπασμα από κάποιο ποίημα θα λέγατε ότι συστήνει με τον καλύτερο τρόπο το ύφος και τους τρόπους αυτής της συλλογής;
Δύσκολο να επιλέξω ένα απόσπασμα της ποιητικής αυτής σύνθεσης, καθώς εναλλάσσονται μορφή και ύφος, αλλά ας πούμε το παρακάτω…
[…] και η καρδιά σου μάγμα που κοχλάζει
κάτω από τον σκουρόχρωμο και εύθραυστο φλοιό
πιέζεται ασφυκτιεί και ψάχνει διεξόδους·
και οι μανδύες σου λεπτοί
ραγίζουνε και σπάνε
και το μάγμα να ξεχύνεται στην επιφάνεια
ορμητικό ποτάμι ψύχεται
και γίνεται το ίδιο
περίτεχνος μανδύας αγκαλιασμένος
κι από άλλον κι άλλον κι άλλον
και να· οι ενώσεις της χημείας
που το αέρινο και άπιαστο
πάντοτε το κάνουν να δακρύσει
και η αρχέγονη πάλη στο ξεκίνημα
του κοσμικού αυτού αιώνα
βίαιη, θορυβώδης, καταλυτική·
παράξενα τα χρώματα, αλήθεια,
σύνθεση μιας άγριας ομορφιάς
το πρώτο μας γήινο παρελθόν·
και ο νεογνός πλανήτης ετερόφωτος
και βουτηγμένος σε μια απέραντη υδάτινη γαλήνη· […]
Αν σας ζητούσαν να επιλέξετε ένα από τα δύο, με τι θα λέγατε ότι προσομοιάζουν περισσότερο τα ποιήματά σας: με μουσικά κομμάτια ή με εικαστικά έργα;
Με καμία από τις δύο αυτές τέχνες. Αν ήταν να προσομοιάσω την συγκεκριμένη ποιητική μου σύνθεση με μια τέχνη, θα έλεγα πως μάλλον αυτή θα ήταν η τέχνη του Θεάτρου. Εξάλλου πρόκειται για έναν παραληρηματικό μονόλογο.
.