ΚΑΛΛΙΟΠΗ ΕΞΑΡΧΟΥ

.

Η Καλλιόπη Εξάρχου γεννήθηκε στη Δράμα όπου και μεγάλωσε και σπούδασε γαλλική φιλολογία στο ΑΠΘ. Είναι Αναπληρώτρια καθηγήτρια θεατρολογίας στο Τμήμα Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Α.Π.Θ. Έχει εκδώσει επιστημονικές μελέτες για το θέατρο, θεατρικά έργα και ποιητικές συλλογές.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΑ ΕΡΓΑ
Εικόνες φωτός και σκότους στο θέατρο του Αρραμπάλ, (University Studio Press, 1995)
Histoire du theatre: la pas-sion au feminin, (University Studio Press 2008)
Δημητρης Δημητριάδης. To θέατρο του ανθρωπισμού, (Σοκόλη, 2015)

ΘΕΑΤΡΟ
Όταν πέφτουν οι μάσκες, (University Studio Press, 2002)
Ονομάζομαι… Γυναίκα, (University Studio Press, 2005)

ΠΟΙΗΣΗ
Μικρές ιστορίες μεγάλων εξομολογήσεων, (University Studio Press, 2006)
Περί Ιδεών, (University Studio Press, 2006)
Περιπλανώμενος Λόγος, (Γαβριηλίδης, 2009)
Βιβλιάριο Καταθέσεων, («Γιαλός», 2012)
Μάχιμα χείλη, (Σοκόλη, 2014)
Τόσο ήθελε το στήθος, (Σοκόλη, 2021)
Προς πατρίδα  (Σοκόλη 2024)

ΠΕΖΟ
Extra Large, (Σοκόλη-Κουλεδάκη, Αθήνα 2011)
Η Κυρία X, (Σοκόλη, 2019)

ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ
Φερνάντο Αρραμπάλ, Ο Αρχιτέκτονας και ο Αυτοκράτορας της Ασσυρίας, (University Studio Press, 1997)
Arrabal, Clitoris. Poeme, image par Alekos Fassianos, (Arche, Παρίσι 2008)
Συλλογικό, Arrabal, Defense de Kundera, (Biblioteca Golpe de Dados, Σαραγόσα 2008)

.

.

φωτογρ

φωτογρ1

.

ΠΡΟΣ ΠΑΤΡΙΔΑ (2024)

Κοιτάζουμε τον κόσμο μια φορά,
στα παιδικά μας χρόνια
Τα άλλα όλα είν ανάμνηση
ΛΟΤΙΖ ΓΚΛΟΥΚ

Τον τιμώ τον πρωινό καφέ
Με καλοδέχεται παντού και πάντα
περιμένει με υπομονή να τον μυρίσω
να τον μαγαρίσω με λίγο γάλα
να τον σταυρώσω
και να του δώσω τα φιλιά του ουρανίσκου
Σε αντάλλαγμα
ανατέλλει τη διάνοιξη των πόρων μου —
εναρκτήριο λάκτισμα το ονομάζει
Συμφωνώ
και ξεκινάμε την κουβέντα μας
για όλα
για όλους
για την εποχή
για τους χαλεπούς καιρούς μας

Αλήθεια
πώς άλλαξε τελευταία ο ορίζοντας
Είναι η παρακμή που εξαπλώνεται σαν πανδημία
ή μήπως στέρεψαν οι ουρανοί;
Άλλαξε όψη κι ο Άνθρωπος
χωρισμένος από τον ίδιο του τον εαυτό
χωρισμένος από τον Άλλον
λες και νηστεύει από Άνθρωπο
Μόνη παρηγοριά να συναντηθούμε και πάλι
ανένδοτοι
ανυπόδητοι
πρωτόπλαστοι
γύρω από τη φωτιά
για να γιατρέψουμε τη Γη που ματώνει
και να την ευγνωμονούμε
όσο ακόμη φυτεύει οδόσημα
σαν μπερδευόμαστε και δεν ξέρουμε
καταπού η ανατολή
καταπού η δύση

Γι’ αυτό
τώρα τελευταία
που ο χρόνος πήρε να στρογγυλεύει
όλο και με γυροφέρνουν του Ποιητή τα λόγια
για το «μαρμάρινο τούτο κεφάλι στα χέρια»
Με γονατίζει πολύ τούτο το «μαρμάρινο κεφάλι»
όταν δακρύζουν τα όνειρα
κι αρχίζουν τα ζόρικα σκοτάδια να με λιώνουν
με την πατημασιά τους μέσα και έξω

Καλά μού τα ’λεγε η μάνα μου
«όσο θα αθροίζονται τα φεγγάρια σου
τόσο θα φουσκώνουν τα ποτάμια στα καλά καθούμενα»
Τώρα πια ξημερώνομαι σε μαξιλάρια λυγμικά
κι ακοίμητα σεντόνια
για πατρίδες που εξατμίστηκαν
για εκστρατείες που άφησα στη μέση
για ψυχές αδιέξοδες
για ερείπια επ’ ώμου —
ζωή μου κι αυτή
και την έχω περί πολλού
Να αντέξω μόνο
όσο ακόμη καίγομαι και παγώνω
προτού ξεκινήσει η συγκομιδή των ήλιων

Πάνω στα ερείπια αυτά
υπήρξα
διεκδίκησα
υποχώρησα
πέρασα του λιναριού τα πάθη
με κορμί ικέτη
και ψυχή πολεμιστή
μια στο καρφί και μια στο πέταλο

Τώρα όμως που τα μεσοκοπήματα στάζουν φως
συγχωρητικό
κι οι περασμένες πίκρες γίνονται μέλι
θέλησα να κλείσω τους λογαριασμούς με το «άλλοτε»
να δώσουμε τα χέρια
για να ζήσω ολόγιομο το παρόν
Αν με ρωτήσει κάποιος πώς ευδοκίμησα μέχρι σήμερα
θα του πω ότι ο λυτρωμός απ’ τον ακοίμητο δυνάστη
συνεχίζεται σαν τάμα ζωής
Αν θελήσει πάλι να μάθει ποια μέθοδο χρησιμοποιώ
θα απαντήσω πως για οδηγό έχω το αιχμάλωτό μου αίμα
Ποιος ξέρει
μπορεί και να ’ναι αυτή η δόξα του ανθρώπου —
το ανήκειν εις εαυτόν μετά κόπων και βασάνων

Και επειδή δεν έχω πια να δώσω λογαριασμό σε κανέναν
δεν ντρέπομαι να εξομολογηθώ ότι μου γλίστρησε η ζωή
από τα χέρια —
έζησα στο ανάμεσα από φόβο
Ακόμη και τον έρωτα τον διέλυσα σε σταγόνες
μην πέσει πολύς και δεν αντέξω την ευλογία του
Με το σταγονόμετρο όλα τα γεύτηκα —
ολίγη χαρά
ολίγη ευδαιμονία
ολίγο ενθουσιασμό
Έτρεμα το αόρατο βλέμμα του φόβου
Μου είχαν πει ότι βρίσκεται παντού
πρώτα απ’ όλα εντός μας
Χτυπάει αιφνίδια και με κρότο

Στο ανάμεσα λοιπόν
με χαμηλωμένα μάτια
στο στόμα σιγαστήρα
Το μόνο που διατηρήθηκε με το κεφάλι ψηλά ήταν
το καθήκον
αυτός ο ακοίμητος δυνάστης
της εξημέρωσης
και της ευταξίας
που δεν με άφηνε στιγμή μόνη

Όταν είδα και αποείδα ότι δεν τα βγάζω πέρα μαζί του
προσπάθησα να προασπίσω τουλάχιστον τη Φωνή μου
Στη γλώσσα της γραφής το λένε επανάσταση
στη γλώσσα της ζωής, περίθαλψη
Όπλισα με αντοχές το υποταγμένο μου στόμα
Παραμόνευε πάντα η λογοκρισία ως δαμόκλειος σπάθη
Κάθε λέξη έδινε αγώνα ύπαρξης —
λέξεις σαν έτοιμες να επωμιστούν το βάρος
ενός άλλου νοήματος
μιας καινούριας πολλαπλότητας
μιας αμετάφραστης ελευθερίας
Γι’ αυτό έχω πάντα την έγνοια της Φωνής
σαν κλείνω την εξώπορτα πίσω
για να μην κρυώνει

Έτσι
τη μέρα που χαμήλωσαν οι προσδοκίες
τη μέρα που συνθηκολόγησε το σώμα μου
—λες και δεν αναγνώριζε πια
ούτε το σφρίγος
ούτε το θάμβος της νιότης—
έβγαλα από το συρτάρι τα σπάργανα
που φύλαγε η μάνα μου
για ώρα ανάγκης
Τα φόρεσα κατάσαρκα
κι ας κόχλαζε το αίμα
κι ας έπαιρνε φωτιά το δέρμα
Το είχα πάρει απόφαση —
ο κύκλος έπρεπε να κλείσει

Κακά τα ψέματα
σ όλους έρχεται μια στιγμή
που πρέπει να γυρίσουν σελίδα
κι ας είναι ηττημένοι
Χωρίς τσακισμένη καρδιά
δεν ξεδιαλέγονται οι αμνοί από τα ερίφια
κι ο αγώνας αυτός
σαν αποφασίζει η ψυχή να θυμηθεί τις ρίζες της
σπέρνει ανέμους και θερίζει θύελλες

…/…

Να κι η εξώπορτα της κουζίνας
σιδερένια με τζάμι διάφανο
Πάνω του κολλούσαν τέρατα
απ’ αλλού φερμένα
για να με τρομάξουν
και εγώ τρύπωνα κάτω από το τραπέζι
κλείνοντας το έρεβος στον κόρφο μου

Να και οι ένδοξες τριανταφυλλιές
Πώς τις φρόντιζε η μάνα –
τις πότιζε κάθε δεύτερη μέρα
στραγγίζοντας το στήθος της
Ό,τι ξεστράτιζε
το έπινα αγιασμό
Μου έφτανε για να βγάλω τη μέρα μου

Να κι ο κήπος
Κάτι Κυριακές πνιγμένες στον ήλιο
ξάπλωνα ανάσκελα στο χορτάρι
με διάπλατα τα στήθη
κάτω από τον ίσκιο των δέντρων
εκεί γύρω στο θερινό απομεσήμερο
και έστελνα τα μάτια μου
να βρουν τους ποιητές
Μου είχαν πει ότι ζούσαν ανάμεσά μας

Οι ποιητές…
αυτούς χρειαζόμαστε
τώρα που η κρίση έγινε κατάσταση
Μια χούφτα διάμεσοι είναι
της γης και τ’ ουρανού
με την κραυγή του ανείπωτου στο στόμα
Χαρτογραφούν το σόμπαν
όπως το ορίζουν οι λέξεις τους
Κι όπως αλλάζουν κάθε λίγο
κεφάλι
δέρμα
εντόσθια
πνεύμονες
κουβαλώντας την όψη και το ήθος της αλήθειας
παρίες
εσταυρωμένοι
δέονται
δέονται
δέονται
τρις
σε σχήμα σταυρού
υπέρ ημών

…/…

Με τούτα και με τ’ άλλα
πετώντας
κολυμπώντας
περπατώντας
έρποντας
ξεκίνησα για τον γενέθλιο τόπο
ακολουθώντας τα σήματα καπνού που με καλούσαν
Αναρωτήθηκα αν τα πήρα όλα —
μαξιλάρια από βαμβάκι που σταματά το αίμα
πάπλωμα για να ζεσταίνει την κραυγή
και μια καφέ δερμάτινη βαλίτσα
για να χωράει όλα τα γράμματα της αλφαβήτου
Χρειαζόμουν φανοστάτες
φυλαχτάρια μελλούμενα
όταν θα άχνιζε το κρύο
στο κατώφλι της πατρίδας

Πατρίδα και πάτριο έδαφος
Μητέρα και Πατέρας
όλοι και όλα μια ρίζα
μια επικράτεια καρδιακή
Έχω την αίσθηση ότι
μόνο στη γενέθλια πόλη
μυρίζει αλλιώς το πεπρωμένο χώμα

Έπεφτε το δειλινό
όταν ακούμπησα τη γη μου
Τη βρήκα στεφανωμένη ομίχλη
περικυκλωμένη από βουνά δορυφόρους
Αμέσως
ένιωσα στον λαιμό το υποχθόνιο σφίξιμο —
με επισκεπτόταν από κοριτσάκι στη δύση του ηλίου
Δεν ξέρω γιατί
ποτέ δεν έμαθα
ίσως γιατί τότε απλωνόταν σαν απελπισία η σιγή της πόλης
ίσως…

Στα νεκροταφεία με πήγαν τα πρώτα βήματα
προσκύνημα στα χαρακώματα των δικών μου αγγέλων
της μάνας και του πατέρα —
οφειλή χρόνων
Έφυγαν χωρίς κουβέντες
χωρίς εξομολογήσεις —
να τις βάλουμε στο τραπέζι, βρε αδελφέ
να μοιραστούμε τις μερίδες τους
Δυστυχώς
δεν υπήρξε μέριμνα για τα δύσκολα στο σπίτι μας
Όπως ο θάνατος του πρώτου παιδιού
που στοίχειωσε τη ζωή όλων μας
και όρισε την κληρονομιά της οικογένειας
Ήταν η σκιά του σπιτικού μας
κι αυτό δεν άλλαζε με τίποτα
Η μάνα έραψε σταυροβελονιά το στόμα της
μια για πάντα
Να της είπαν ότι έτσι μπορούσε να δένει κόμπους
τα άρρητα
μη και τ’ αρπάξουν γλώσσες αποδημητικές;
Ίσως ήταν ο τρόπος της εποχής εκείνης

…/…

Από μακριά
αχνοφάνηκε ο κήπος
βλογιοκομμένος από τις τρύπες των πληγών
που ράμφιζαν τα κοράκια
ξανά και ξανά
Μήτε εστία
μηδέ ίχνος ζωής
Ούτε ένα τόσο δα τοιχάκι
να στεριώσει τη μνήμη μου
την άστεγη
δεν βρήκα

Το σπιτικό μας…
έλιωσε
πέθανε
πριν προλάβει να γεράσει
Στην κατεδάφιση δεν πήγε κανείς
κανείς δεν είπε λέξη μετά
κανείς δεν μοιράστηκε τίποτα
Πάλι και πάλι
καθένας πένθησε με ό,τι διέθετε
Αποσυρθήκαμε όλοι
καθένας στο κονάκι του

Έμεινα αστήριχτη
ανυπεράσπιστη στην καγκελόπορτα
όπως κάθε φορά που φτερωτοί δαίμονες με γυροφέρνουν
θερίζουν τα σπλάχνα μου
και λαβύρινθοι αναρριχώνται μέσα μου

Ξαφνικά
σηκώθηκε βοή μεγάλη από τον κάτω κόσμο
Τρόμαξα
Μια δυνατή κραυγή λευτερώθηκε από το στόμα μου
λες κι έκανε ηρωική έξοδο η επίγεια χειροποίητη σοδειά μου
Κάτω από το φως του φεγγαριού
ιερά και βέβηλα τα στοιχειωμένα πάθη μου
συγχωροχάρτια φτερουγίζουν στους πέντε ανέμους
πέραν των συνόρων

Τότε
και μόνο τότε
γονάτισα στις όχθες της Ιθάκης μου
Τουλάχιστον ένα προσκύνημα τής έπρεπε
έτσι που αποσφραγίστηκε το στόμα
και σήμανε η «εν ανθρώποις ευδοκία»

Ως προσφώνηση
αλλά και αποφώνηση της ζωής
ορκίστηκα μόνο στην αγία αστοχία
που εξυψώνει το ανάστημά μας
Όλα τ’ άλλα
τα πήρε το ποτάμι

.

ΤΟΣΟ ΗΘΕΛΕ ΤΟ ΣΤΗΘΟΣ (2020)

ΜΗΤΡΑ / ΜΗΤΡΙΔΑ

Λεν είναι η πρώτη φορά
-ου μ’ επισκέπτεσαι
_ε τα χέρια παραμύθια
Λες και ισόβια παρηγοριά
από εδώ και μπρος
Ντύνεσαι Ανάσταση
ανοίγεις πόρτες και παράθυρα
στρώνεις το τραπέζι
-πάντα τέσσερα τα σερβίτσια—
κλειδώνεις το ανυπόφορο
στο υπόγειο
-Ξέρεις εσύ, βαθιά να μην ακούγεται
ο αχός του—
και κάνεις εκείνα τα μαγικά
οε το φως
το φλογισμένο από ήλιο μόνο
Μυρίζει και το γιασεμί
της μάνας
και μου παίρνει το μυαλό
Άσε πια τις τριανταφυλλιές της
από κάτι
που σαν σάρκα θαρρείς
της ανάσας

Τι να πω
Ίσως ήρθε ο καιρός
να ξαποστάσουν οι κόμποι
που μας κρατούσαν
αιχμαλώτους
και τους δύο

Ίσως

ΣΩΜΑ /ΕΡΩΤΑΣ

II

Να συστηθούμε
ξανά και ξανά
Να μου πεις
να σου πω
χωρίς υπαινιγμούς
κι επιλήψιμες παρενθέσεις
Να ζυμώσουμε
πάλι και πάλι
το πρόσωπο
τον κορμό
τα άκρα
Ασκεπείς
ανένδοτοι
σαν πρόσφυγες
στο ίδιο μας το σπίτι
με την πληγή
ακάθιστη
σαν λιτανεία

VII

Δεν θα μάθουμε
ποτέ
με ποιο ένδυμα
θα μας δεξιωνόταν
ο Έρωτας
αν άνοιγε το σπίτι του
Τι θα έσερνε
ξοπίσω του;

Πορφύρα τη βυζαντινή
ή ακάνθινη σινδόνη;
Θα μας ράντιζε αγιασμό
ή όξο;
Κι εμείς
τι;
Παιδιά
ή παραπαίδια;

Τι να λέμε τώρα

Δεν θα μάθουμε
ποτέ
αφού δεν παίξαμε
κορόνα γράμματα
το ανάστημά μας

ΜΑΤΙΑ/ ΟΡΑΣΗ

III

Με όση
απόμεινε
απ’ την όραση
θα σε ξεδιψάσω
εσένα
που με ασπάζεσαι
φως
στο καταχείμωνο

IV

Ποιητή
έσω έτοιμος
κάθε
που σε καταλαμβάνει
νόστιμον το ήμαρ
με δάκρυ
κι αναστεναγμό
Εσύ
πάντα
ορθός
με τις λέξεις
ευθυτενείς
το βλέμμα
πέραν του οίκου
αν θέλεις
ν’ αξιωθείς
πτερωτό
το άρμα

VI

Έλα να τα πούμε
από κοντά
να σε βλέπω
να με βλέπεις
όταν
θα λογαριάζουμε
μαζί
πόσο το σώμα
πόσο το πνεύμα
πόσο η ψυχή
Μήπως χρειαστεί
να κάνουμε
και σπονδές
με το ένα χέρι στο χώμα
και τ’ άλλο στον ουρανό
Να βρούμε
τέλος πάντων
έναν τρόπο
βρε αδελφέ
να μη στοιχειώσει
το «σ’ αγαπώ»
να μη λιποτακτήσει
κανένα χάδι
από τις φουσκωμένες φλέβες
και το αίμα
αδρανήσει

ΣΤΟΜΑ /ΦΩΝΗ

IΙΙ

Ωραία
που τα λες
στρογγυλά
σχηματισμένα
χωρίς τσακίσεις
Έλα
όμως
που εμένα
μου αρέσουν
οι ρωγμές
όπου καρπίζει
σπέρμα περίεργο

VII

Να συμμεριστώ
μου λες
τους θανάτους
που ράβω σταυροβελονιά
στη θύελλα
της νύχτας
κουκουλωμένη
στα όνειρα
παιδίσκη
άηχη
Να τους καταμετρήσω
επιμένεις
αφού οι αριθμοί
κρατούν τα στατιστικά
του σύμπαντος
γιατί όχι και τα δικά μου
Μήπως να τους κατατάξω
με το βάρος
να δω
ποιος αφήνει τον μεγαλύτερο κουρνιαχτό;

Τελικά
έχει πολλή δουλειά
εκεί κάτω
στο πέτρινο
το προπατορικό αλώνι

XI

Πώς να σε υπερασπιστώ
Ποίηση
σαν ντύνεσαι
ριπή
αδιακρίτως;
Κι αν μπερδευτούν
οι αμνοί με τα ερίφια;
Κι αν πάρουν εκδίκηση
οι λέξεις;

Γι’ αυτό
άσε να ξεραθεί καλύτερα
το αίμα
πριν πάρεις τους δρόμους

ΧΕΙΛΗ/ΦΙΛΙ

I

Σ’ εκείνα
τα χείλη
της οργής το σχήμα
συνήθιζε
να απλώνει
δύο στρώματα ορίζοντες
—του θριάμβου
και της ήττας—
Από μέριμνα
πάντα
για την ακεραιότητα
του φιλήματος

II

Ευάλωτη
κατά συρροήν
στο φιλί
της αγίας ανταρσίας
υπόσχομαι
με την πένα
αίμα γεμάτη

ΠΝΕΥΜΟΝΕΣ/ΑΝΑΣΑ

II

Όσο μπορέσαμε
—και πάει λέγοντας—
παραδοθήκαμε
σαν μεγάλη αναπνοή
στο αδιαχώρητο
Γι’ αυτό
θα μας γράψει η Ιστορία
Γιατί
ζήσαμε στο ανάμεσα
με χαμηλή ακρίβεια
πίνοντας νερό
στο όνομά μας

ΣΤΗΘΟΣ/ΣΘΕΝΟΣ

VI

Απ’ αυτό το χωνευτήρι
-ζωή ή θάνατος
όπως και. να το λένε—
πώς και. διασώθηκες
εσύ
στήθος ιερό
με υψηλό το φρόνημα
για να σαλεύεις
τους αιρετικούς
τους εσαεί διεγερμένους;

VII

Τι μέριμνα
κι αυτή
αντιστρόφως ανάλογη

Εξαργυρώνουμε
τους ηττημένους ώμους
με μάτια ευρυμαθή
τώρα
που ετοιμόρροπο
απ’ τα κατάρτια
το στήθος
συγκρατιέται

ΑΚΡΑ / ΔΕΣΜΟΙ / ΔΕΣΜΑ

V

Και να προσέχετε
πώς περπατάτε
Η γη
τη λαλιά της χάνει
όταν την πατούν
πόδια αρματωμένα

VII

Τελευταία
τα βήματα
με οδηγούν
σε δρόμους χαραγμένους
συστολή
και ρίγος
Είναι που κόντυναν
τα πόδια μου;
Απάντηση
δεν έχω
γιατί
εκεί
πατώ
εκεί
συστρέφομαι
όπου ίχνη
απάνεμα
συνένοχα
αρνούνται
να με σβήσουν
απ’ τον χάρτη

ΔΕΡΜΑ /ΔΕΡΑΣ

I

Χάθηκε
μέρα μεσημέρι
με έναν ήλιο
σε υπερβολή

Τη βρήκαν
αιώνες μετά
στα τέσσερα σημεία
του ορίζοντα
Φορούσε μόνο
δέρμα δελφινιού
και χαμόγελο
με εκτόπισμα
απ’ τον ουρανό
ως τη λύκη του βυθού

ΕΛΕΛΕΥ

IX

Λέω
να σταματήσω
τις προγραμματικές δηλώσεις
από καθέδρας
Να αφήσω
στις πλατείες
τα λόγια τα παχιά
τα αδιάκριτα

Θα σε ακολουθήσω
γιατί τα λες ωραία
χωρίς κρατούμενα
Άσε που ξέρεις καλά
πότε η βροχή
αν ο ήλιος
πόσοι οι άνεμοι
Σταυροφόρους
χρειάζομαι
της γης
και τ’ ουρανού
Έτσι
που με κατάντησαν
πόλη
άπολι
αι γενεαί πάσαι

XI

Δεν θα παραδοθώ
σε όσους είναι με το μέρος
της λιποταξίας
Δεν θα κλίνω την κεφαλή
επί δεξιά
Δεν θα ξεχάσω ποτέ
το αίμα που έφτυσα
Δεν θα απαρνηθώ
την αδικία
που διέπραξα
Δεν θα πετάξω στα σκυλιά
τον θρήνο
που με λάξευσε
Δεν θα μολύνω
τον έρωτα
που δεν εξαργυρώθηκε
Δεν θα αφήσω
να με συλήσουν
οριζοντίως
και καθέτως
Απλώς
μέχρι θανάτου
Δεν

XVI

στο παιδί μου

Το ξέρω
ποτέ
δεν θα μπορέσω
να σε πείσω
πόσο η στιγμή
βασίλειο τρανό
τιμάται
Πώς το κορμί
αναθρώσκει
βωμός ιερός
Γιατί η ψυχή
όλβια σοδειά τού πάνω αέρα
ομοιάζει
Εξάλλου
δεν χρειάζεται
να σε πείσω
Το πήρε όλο πάνω του
ο χρόνος να το κάνει
χρέος του ανεξίτηλο
Θα σε αφήσω λοιπόν
εν ησυχία να κομίσεις
τον δικό σου κλάδο ελαίας
στη ζωή τη νιόβγαλτη
που σε παραπλανά με
θα θα θα

Μήτρα / Μητρίδα

Τη μέρα
που το ταξίδι
απέκτησε
του τελεσίδικου το ειδικό βάρος
Τη μέρα
που η γενέθλια πλατεία
κούνησε επτά φορές
γύρω από τον άξονά της
το μαντίλι
Τη μέρα
που το αόριστο πριν
έτεκεν βιαίως
το προπατορικό το τραύμα

σήκωσα στους ώμους
την κόκκινη βαλίτσα
με την καρδιά
στη θέση του ονοματεπώνυμου
και τράβηξα
κατά τα μέρη με τ’ αγκάθια

Θα γυρίσω
φώναξα
όταν τα βήματα χορτάσουν
αίμα

Στα θραύσματα
στις αναγνώσεις τους
στα κουράγια μας

Αμήν

.

Η ΚΥΡΙΑ Χ (2018)

ΕΛΛΕΙΨΗ

Η ΚΥΡΙΑ X ήταν ελλιπής… Από τα γεννοφάσκια της όλο και κάτι της έλειπε. Ένα χέρι, ένα πόδι, ένα μάτι. Όσο μεγάλωνε, προσπαθούσε να κολλάει ένα ένα τα απάντα κομμάτια.

Το χέρι που πρόσθεσε δούλευε καλά. Πάνω κάτω, δεξιά αριστερά. Η Κυρία X ανακάλυψε ότι ψηλαφούσε πλέον τον κόσμο ολόκληρο. Έτρεχε και το νερό από τις δυο παλάμες, όταν έβρεχε σπάταλα το πρόσωπό της. Τι αίσθηση υδρόγεια!

Όταν έβαλε το δεύτερο πόδι, έδωσε μια και ανέβηκε τα κακοτράχαλα βουνά. «Τι απόλαυση η ευστάθεια» μονολογούσε συνεχώς, και έκτοτε αντικατέστησε τους δρόμους με σχοινιά αιωρούμενα. Καλά ήταν εκεί. Πιο κοντά στον ουρανό. Για να ακούει τα σαλπίσματά του.

Με το άνοιγμα του αριστερού οφθαλμού, το όλον εξαπλώθηκε. Ωραία διάσταση η άπλα. Ευρύστερνη, γενναιόδωρη, εκτεθειμένη, χωρίς λογοκρισία. Αυτό ήθελε.

Να μην της στερούν την πρόσβαση στο άπειρο, είπε, και κίνησε για τη ζωή άπασα.

ΔΑΙΜΟΝΑΣ

Η ΚΥΡΙΑ X γεννήθηκε και μουγγή.

Μικρή, μόλις ξυπνούσε, η μάνα της την έπλενε, την έντυνε ρούχα καθαρά και την έβαζε στο κέντρο του καναπέ για να τον στολίζει.

Το μεσημέρι την έβρισκαν στην ίδια θέση ώρες ολόκληρες ακίνητη να βλέπει μόνο, χωρίς να βγαίνει λέξη από το στόμα, το περίφρακτο.

Επικοινωνούσε με τα μάτια της. Τα μόνα όργανα που διασώθηκαν, έτσι αθόρυβα που ήταν. Δεν ενοχλούσαν. Κι έβλεπε, έβλεπε, έβλεπε… Έβλεπε

και όνειρα, χρωματιστά, με αφή και γεύση.

Με τούτα και με τ’ άλλα, η Κυρία X μεγάλωνε μέρα τη μέρα φιλοξενούμενη στη ζωή του άηχου. Μέσα της, έμπαιναν και έβγαιναν άνθρωποι. Τέρατα ή αερικά. Όλους τούς χωρούσε αυτό
το σώμα το αχαρτογράφητο

που είχε στήθη αφρόντιστα

πόδια αβέβαια

και χέρια εκκρεμή.

Απέκτησε με τον χρόνο κι εκείνο το φύσημα στην καρδιά, που έχωνε τη μύτη του παντού και δεν την άφηνε σε ησυχία. Δαίμονας. Όταν την αντάμωνε, εκείνη έπεφτε σε νάρκη.

Ώσπου μια μέρα, αναποδογύρισαν τα μάτια της κι ο δαίμονας έγινε φύσημα ψυχής. Τότε η Κυρία X πήρε μια πένα από τον ουρανό και άρχισε να

λέει αυτά που έβλεπε αιώνες. Με ή χωρίς αντιστάσεις. Σε πράξεις πολλές και αναρωτήσεις πάμπολλες. Αν είχαν ημερομηνία λήξεως τα παρελθόντα,

αν είχαν παύσει, αφού ετελέσθησαν, αλλά και πάλι να τα άφηνε ξέμπαρκα στο έλεος της λήθης; Τους χρωστούσε, αν μη τι άλλο, αντίδωρα συντροφικά.

Έτσι, η Κυρία X άρχισε ν’ ανοίγει το στόμα της, να το μετράει από λέξη σε λέξη και να βγάζει φωνές θεόρατες σαν τα βουνά. Χωρίς απάτες και

αυταπάτες, υπέρ της ανάστασης μουγγών, στη γλώσσα των ομιλούντων χειλέων, σε λάλα σώματα, δικαιωμένα και αδικαίωτα.

ΘΕΜΑ ΤΙΜΗΣ

ΤΟ ΕΙΧΕ ΠΑΡΕΙ προσωπικά.

Χρόνια τώρα
η πόλη αυτή
η παινεμένη
η μοσχαναθρεμμένη
στάθηκε αδύνατο
να κατακτήσει την Κυρία X.

Κι απορούσε
ή μάλλον ένιωθε προσβεβλημένη
και με το δίκιο της.
Γιατί όλους
και όχι την Κυρία X;
Ήταν ή δεν ήταν
η αιώνια πόλη του βορρά
η ξακουστή
από το λιμάνι μέχρι τα Κάστρα;
Και να μην έχει καταφέρει το αυτονόητο;
Γιατί, τι της έλειπε;
Το σκηνικό της
όπως πάντα
μαρτυρούσε το αντίθετο.
Καμιά αστοχία στην ομιχλώδη
κινηματογραφική όψη της.
Τα πλοία σάλπαραν κανονικά.
Το Επταπύργιο, ξάγρυπνο κάθε νύχτα
από τους αρχειοθετημένους αναστεναγμούς
εντός των τειχών.
Η Πλατεία Αριστοτέλους
αυθεντικό πέταλο της τύχης.
Ο Λευκός Πύργος ποτισμένος
απ’ την αλμύρα των χρόνων.
Τα κτίρια
σταθεροί φάροι
μόλις η μέρα σήκωνε πανιά.
Οι δρόμοι εύφλεκτοι από τα βιαστικά βήματα.
«Πραμάτειες και εμπορεύματα»
στην αγορά του ανέμου.
Και η αιώνια πληθωρικότητα της πόλης
να στέλνει κελεύσματα εκμαυλισμού αδιακρίτως.

Με μόνη εξαίρεση την Κυρία X.
Αδιανόητο!
Το ’βάλε πείσμα
λοιπόν
να της αλλάξει μυαλά.
Να αποκτήσει επιτέλους το πρέπον βάρος
να σταθεί στο ύψος της το γνωστό τοις πάσι.

Έτσι μια μέρα
—από κείνες τις ευλογημένες
ανυποψίαστες μέρες
όπου το αίφνης κάνει θαύματα—
η πόλη έβαλε τα δυνατά της.
Κατ’ αρχάς
άλλαξε χρώμα στη θάλασσα.
Την έλουσε με φως του ήλιου
βασιλικό
κατάξανθο
με εκτυφλωτικές ανταύγειες.
Στη συνέχεια
επιστράτευσε τον αγγελόπτερο.
Χρειαζόταν κάποιον που να τοξεύει διάνα.
Του υπέδειξε την καρδιά της Κυρίας X.
Όλα έγιναν
κατά το δοκούν.
Η Κυρία X κεραυνοβολήθηκε
τα μάτια της άρχισαν να ακούν
τα αυτιά να βλέπουν
τα χείλη να αγγίζουν
την Πόλη
που αναβαθμίστηκε πάραυτα
με ένα Π κεφαλαίο.

Όταν η Κυρία X διάβηκε
για πρώτη φορά
την ευδαιμονική Πύλη του Π κεφαλαίου
φόρεσε τα καλά της
ένα χαμόγελο καταρράκτη
και έτρεξε να συναντήσει το όνειρο
που προσγειώθηκε για χάρη της.

Ένα pas de deux
στη γραμμή της πανσελήνου
—τη στιγμή που χαμήλωναν οι θόρυβοι—
ήταν αρκετό να γεμίσει την υγρή επικράτειά της
οδόσημα.
Του Έρωτα
φυσικά.Για την Κυρία X.
Για την τιμή των όπλων
της Πόλης.

ΚΕΦΙΑ

ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΩΙ, το διαμέρισμα της Κυρίας X ήταν στα κέφια του. Μεράκια, όχι αστεία. Έτριζαν πατώματα, οροφές και τοίχοι. Λαϊκή μουσική στη διαπασών. Καζαντζίδης, Ζαμπέτας και βάλε…

Η comme il faut πολυκατοικία σύσσωμη έβγαζε αφρούς από τα παράθυρα. Κάτι έπρεπε να γίνει. Άρχισαν να μαζεύονται οι ένοικοι στην είσοδο για να αποφασίσουν τι θα κάνουν. Να μπουν εφορμώντας στα άδυτα του… κουτουκιού; Να της τηλεφωνήσουν και να κάνουν διακριτικές συστάσεις; Κι αν δεν άκουγε το τηλέφωνο με τόσο ντέρτι και σαματά;

Πάνω που η πολυκατοικία προσπαθούσε να καταλήξει στον τρόπο επέμβασης, άρχισαν τα σπασίματα των πιάτων. «Ποπό… κέφια η Κυρία X»

αναφώνησαν όλοι μαζί. Μήπως να μην της χαλάσουν τη χαρά; Χρόνια τώρα δεν τους είχε δώσει καμιά αφορμή. Να περιμένουν λίγο ακόμη; Τότε ήταν που διέκριναν τη φωνή της πάνω από όλη αυτή την ηχορύπανση.

Αυτόοοοο για τον λαιμό που στραγγαλίστηκε με το πρώτο φως της ζωής

Αυτόοοοο για τη μαθητική ποδιά που κατάπιε όλα τα χρώματα

Αυτόοοοο για το σώμα το μετέωρο

Αυτόοοοο για την έλλειψη

Αυτόοοοο για τον φόβο

Αυτό…

Αυτό…

Όταν σταμάτησαν τα σπασίματα, οι ένοικοι εισέβαλαν αποφασιστικά στο διαμέρισμα. Βρήκαν την Κυρία X να κάθεται στην κορυφή του λόφου. Από

κομμάτια και θρύψαλα. Έτρωγε ατάραχη ένα τελευταίο πιάτο με κόκκινες καρδιές στην μπορντούρα.

ΣΥΛΛΗΨΗ

ΕΝ ΜΕΣΩ ΚΡΙΣΗΣ έγινε η σύλληψη της Κυρίας Χ.

Όταν την πήγαν στο Τμήμα της περιοχής, η Κυρία X απορημένη ζήτησε να μάθει τον λόγο της σύλληψής της. «Πολύ ευχαρίστως» της είπαν. Τη

μήνυσαν οι ένοικοι της πολυκατοικίας γιατί τίναζε μέρα νύχτα από όπου υπήρχε άνοιγμα προς τα έξω

μπαλκόνια

παράθυρα

εξώπορτες

και είχε καταντήσει πια ανυπόφορος ο θόρυβος εν μέσω κρίσης που είχε τεντώσει τα νεύρα τους σαν χορδές. Άσε που λέρωνε και τα απλωμένα τους ρούχα. Έκαναν υπομονή μια δυο τρεις μέρες —είχαν και προηγούμενα μαζί της για αλλόκοτη συμπεριφορά—, στο τέλος απηύδησαν οι άνθρωποι. Πετάγονταν από τον ύπνο τους σαν ζόμπι, ενώ η Κυρία X μάτωνε το σύμπαν με αλύπητα τινάγματα. Είχαν αρχίσει να λυπούνται και τα θύματα

ρούχα

παπλώματα

κουβέρτες

μαξιλάρια

χαλιά…

χωρίς να μπορούν επιπλέον να βγάλουν κανένα λογικό συμπέρασμα.

Οι αστυνομικοί ήθελαν επειγόντως μιαν απάντηση στο ερώτημά τους: «Γιατί τόσο τίναγμα ολημερίς ολοβραδίς;».

Η Κυρία X δεν αγαπούσε τα πολλά τα λόγια. Στάθηκε όρθια μπροστά στον αξιωματικό υπηρεσίας και του απάντησε λακωνικά: «Τινάζω τα χρόνια

μου. Εν μέσω κρίσης».

Τελεία και Παύλα.

ΕΚΛΟΓΕΣ

Η ΚΥΡΙΑ X κατέβηκε στις τελευταίες εκλογές με το δικό της κόμμα. Ως πολίτης. Δεν της άρεσε η λέξη πολιτικός. Την αποπροσανατόλιζε. Και δεν ήθελε καθόλου μα καθόλου να παρεκκλίνει από τον στόχο της. Παρά το αραχνοΰφαντο του χαρακτήρα της, η Κυρία X τα οργάνωσε όλα εν τάξει

και σειρά.

Ξεκίνησε, όπως είθισται, από τις προγραμματικές δηλώσεις. Τις συνέταξε με το αριστερό χέρι. Οι λέξεις που κατέγραψε ήταν γυμνόστηθες. Αμαζόνες. Ως εκεί που φτάνει το μάτι.

Παραμονή των εκλογών, η Κυρία X έκανε την πρώτη της δημόσια εμφάνιση. Πήρε τον Λόγο της και πήγε στην Αγορά. Ανέβηκε στο βάθρο. Γύρω της κόσμος και κοσμάκης. Περίμεναν. Άλλοι γελούσαν. Άλλοι ξίνιζαν τα μούτρα τους. Κάποιοι ήταν ανέκφραστοι. Δύσπιστοι; Υπομονετικοί;

Η Κυρία X καθάρισε τον λαιμό της με ένα ανεπαίσθητο βηχαλάκι. Στη συνέχεια ξεδίπλωσε τον Καταστατικό Χάρτη του κόμματος. Πάραυτα εμφανίστηκαν οι λέξεις σαν οπές. Τότε η Κυρία X άρχισε τα προσκλητήρια. Στον καθέναν. Να βάλει το δάχτυλο σε όποια λέξη ήθελε. Οι άντρες δεν κουνήθηκαν από τη θέση τους. Χαμογελούσαν ειρωνικά. Χλεύαζαν με νόημα μεταξύ τους.

Οι γυναίκες ένιωσαν άβολα, αλλά κάτι τις ωθούσε προς τα εμπρός. Πρώτη πλησίασε μια γριούλα. Όταν έφτασε σε απόσταση αναπνοής από τις

χαίνουσες λέξεις-οπές, σήκωσε με σιγουριά τον δείκτη της και άγγιξε την πιο χαμηλή.

Μήτρα

Αίμα ζεστό κύλησε πάραυτα. Η γριούλα έσκυψε με ευλάβεια και το έγλειψε. Ύστερα σκούπισε τα

χείλη της, είπε «ευχαριστώ για τη μοιρασιά» και

απομακρύνθηκε. Το παράδειγμά της ακολούθησαν

στην αρχή γυναίκες μιας κάποιας ηλικίας και

μετά οι πιο νέες. Κάθε άγγιγμα λέξης-οπής και

ένα διαφορετικό υγρό. Ανέβλυζε.

Βυζί

Αιδοίο

Στόμα

Μασχάλες

Μάτια

Ζεστό υγρό. Δοκιμασμένο υγρό. Από το έσω τραύμα. Το εκ γενετής. Το προπατορικό. Στο βάθος ακουγόταν το εμβατήριο του κόμματος. Της Ζωής.

ΓΕΝΕΘΛΙΑ ΠΟΛΗ

Η ΚΥΡΙΑ X έφτασε στη γενέθλια πόλη σαν προσκυνητής. «Καλά που υπάρχει και αυτή και με κάνει να βλέπω τη ζωή από την ανάποδη» σκέφτηκε.

Πρώτη της δουλειά να πάει στην Τράπεζα της Ελλάδος, όπου ήταν υπάλληλος η μητέρα της. Δεν πήγε από την κύρια είσοδο, γιατί ήταν περασμένες δύο και η Τράπεζα ήταν κλειστή για το κοινό. Πήγε στην πίσω πόρτα του νεοκλασικού κτιρίου και χτύπησε το κουδούνι, όπως έκανε συνήθως. Της άνοιξε ο επιστάτης. «Καλώς την» της είπε με πρόσχαρο ύφος. «Πέρασε. Η μητέρα σου σε περιμένει. Τελειώνει σε λίγο τη δουλειά της».

Η Κυρία X άκουσε ένα δυνατό φρφρφρουυυπ… Σαν τα τρομαγμένα πουλιά, όταν χτυπούν τα φτερά τους στον αέρα, για να αποφύγουν τον κίνδυνο. Αυθόρμητα ακούμπησε το μέρος της καρδιάς για να μην αναχωρήσουν οι παλμοί. Πήρε μια βαθιά ανάσα και μπήκε στη μεγάλη αίθουσα της Τράπεζας. Ο θόρυβος των γραφομηχανών λες και απορρόφησε το καρδιοχτύπι της. Αναζήτησε τη μητέρα της.

Καθόταν όπως πάντα μπροστά στον γκισέ με το συνάλλαγμα. Με τα μαύρα κοκάλινα γυαλιά της σαν κάδρο στην κατάλευκη επιδερμίδα του προσώπου της. Αυτό το λευκό που απλωνόταν σαν σύννεφο σε όλο της το σώμα. Στα χέρια της πρώτα από όλα, αυτά τα αφράτα βαμβάκια, φτιαγμένα για χάδια και φιλιά. Η μπλε ποδιά της ανάσαινε ήρεμα στα στήθη της. Δυο στήθη περιστέρια. Η Κυρία X έκλεισε τα μάτια και χάθηκε ανάμεσά τους. Μύριζαν φρέσκο γάλα.

Την επανέφερε το τακ τακ τακ της γραφομηχανής, που κελαηδούσε κάτω από τα δάχτυλά της. Η μητέρα της χαμογελούσε όλο γλύκα. Τι χαμόγελο πανήλιο ήταν αυτό! Η Κυρία X την πλησίασε. Την άγγιξε με προσοχή. Να ενθυμηθεί. Τα ζουμερά της μπράτσα, τα πρωτόκλητα. Κοιτίδες ψυχωμένες, για να μη φοβάται.

Η υπάλληλος ξαφνιάστηκε από το άγγιγμα και τη ρώτησε ενοχλημένη: «Τι θέλετε;». «Να κάνω μια κατάθεση» απάντησε ταραγμένη η Κυρία X

«στη μνήμη της μητέρας μου».

ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ

Η ΚΥΡΙΑ X σηκώθηκε αχάραγα.

Διάλεξε τα λιγοστά απαραίτητα, τα στρίμωξε σε δυο βαλίτσες, έριξε μια τελευταία ματιά στο τακτοποιημένο σπιτικό της, του έγνεψε με χέρι

σταθερό και βγήκε κλειδώνοντας την εξώπορτα. Ανέβηκε στο ποδήλατο που την περίμενε σημαιοστολισμένο.

Πριν ξεκινήσει, ράντισε με λίγες σταγόνες άρωμα τα μαλλιά της, χαιρετώντας τον άνεμο, μετά έβαλε τα ανθοφόρα γάντια της, στη συνέχεια είδε καταπού πέφτει η ανατολή, πήρε θέση και ξεκίνησε. Αργά αλλά σίγουρα.

Στον δρόμο έλεγχε κάθε λίγο το βιος που κουβαλούσε. Την παιδική χαρά που κελαηδούσε μαζί με τα αηδόνια. Την πήρε καλού κακού μη και συναντήσει κάπου κάποτε το κοριτσάκι της. Την τεράστια κατσαρόλα από μπακίρι, για να ταΐζει το ανοιχτό στόμα κάθε ζωντανού. Έναν καναπέ, για

να ισιώνει τα πόδια της τις νύχτες της κατάπαυσης. Κι έναν αυλό, για να συντροφεύει τον Πάνα. Προορισμό δεν έβαλε.

Είχε συνεννοηθεί με τον ήλιο και το φεγγάρι να της δείχνουν τον δρόμο μέχρι που θα εξαντλούνταν και οι τρεις. Τους εμπιστευόταν παιδιόθεν. Τώρα που στρογγύλευε η ζωή της, αφέθηκε στα χέρια τους. Θα είχαν να λένε πολλά στο ταξίδι. Και παλιά και νέα. Γι’ αυτό δεν ανησυχούσε που ήταν

ασυντρόφευτη από άνθρωπο. Είχε το Φως. Της Αρχής και του Τέλους.

Καλημέρα

Καληνύχτα

Αγαπητή Κυρία X.

.

Μάχιμα χείλη (2014)

ΚΡΥΠΤΙΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ

Τις κρύπτιες στιγμές
να τις φυλάτε σαν τα μάτια σας
Μην τις αφήνετε λιμοκτονούν
στη μοναξιά τους
Αν δεν μπορείτε
φορτώστε τες στους Ποιητές
Διαθέτουν ίριδες
ανεξάντλητων μεταφορών
για να μην ξεστρατίζουν οι ανάσες

ΩΡΑΙΑ ΩΣ ΕΡΗΜΟΣ

Τι δουλειά έχω εγώ
με τους αρματωμένους;
Ούτε τα όπλα τους θέλω
ούτε το κακό τους
Με βαραίνουν
και δεν αντέχω

Ανυπόφορα φορτία

Και γέρνω
γερνώ
Εγείρομαι
ξημερώματα
στις όχθες
της εκλαμπρότατης αυγής
μέχρι
να νυχτώσει και πάλι
μοναξιά
ως Έρημος

Ανυπεράσπιστη
Ανεπίστρεπτη
Ωραία
ως θάνατος

ΣΗΜΑΔΕΥΕ

Να χαρείς
άκουσέ με
και μην απελπίζεσαι

Αν λιγοστέψει η ανάσα σου
πάρε μολύβι και χαρτί

Αν σε εγκαταλείψει
η λαλιά σου
σκάψε στα βράγχια των ψιθύρων

Αν σε προδώσει κι η σιωπή
σημάδευσε κατευθείαν
στο μεδούλι
και αποκοιμήσου

«ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΦΑΡΔΗΤΑ»

Έρχεται μια μέρα
που η περιβολή μας
φαντάζει στενή

Δεν μιλάει τη γλώσσα των θεών
δεν χωράει στους επαίνους

Τότε κι εμείς
επιστρατεύουμε τα “μεγάλα φάρδητα”
των αιρετικών
λιτανεύουμε τα όνειρα
της ανυπόδητης ζωής
και ψηλαφούμε τον κόσμο
με ένα χέρι
και μισό φιλί

Ακρωτηριασμένα τέκνα
αγνώστου πατρός
και παράφορης μητρός

ΛΟΓΟΣ ΠΑΡΑΙΝΕΤΙΚΟΣ

Τα απόμακρα λόγια
φοβού
που σ’ εξορίζουν
από τη γλώσσα σου

Μη ζηλέψεις
τα χέρια
τα υπερφίαλα

Μη συγκατανεύσεις
στους ήχους
των αλώσεων

Αφού γεννήθηκες
για να διακορεύεις
τα σύνορα
μεταξύ ζωής
και ονείρου

Πιάσε λοιπόν
το νήμα από εκεί
και βολέψου
στην κατάρα
κι ευλογία
του άμαχου πληθυσμού

ΕΠΙΔΟΣΗ

Τη ζωή σου
σού επιδίδω

Ανακεφαλαίωσέ την
εξ απαλών ονύχων
μήπως και καταλάβεις
πώς
πού
πότε
βολεύτηκαν οι πληγές

Σήκωσέ την
από το κρεβάτι
να κάνει μια βόλτα
να ξεμουδιάσει την ασφάλεια
να δει νέους πόθους
να εκπλαγεί
να φοβηθεί
να συντριβεί

Αν αντέξεις
θα συμπεριληφθείς
στους νικητές
Αν όχι
καλά να ‘ναι
οι ηττημένοι

Κρατούν
κράτος εν κράτει
ασάλευτο
τον κόσμο

ΑΝΤΙΦΡΟΝΟΥΝΤΑ ΣΤΟΜΑΤΑ

Κι έτσι όπως τα κύματα
παραδέρνουν
τις φωνές μας

Κι έτσι όπως
στους φορτωμένους ουρανούς
τραυλίζουν τα οράματά μας

αλίμονο

έτσι
κυρτώνουνε
τα βλέμματα
τα εκρηκτικά
τα στόματα
τα αντιφρονούντα

Δίκιο έχουν
τελικά
οι ελεγκτές των εναέριων ελπίδων

Τίποτε δεν πετάει
ελεύθερα
χωρίς Τους

ΑΠΑΛΕΙΨΕΙΣ

Πειράζει
να ελαφρύνω
τα λεξικά
από μερικά εμπόδια;
Να μην σκοντάφτω
στο “αδύνατον”
να μη με πληγώνει
το “αποκλείεται”;
Είναι που θέλω
να φαρδύνουν
οι αρτηρίες μου
να χωρούν
τρεχάμενο χυμό

ΟΔΙΚΟΙ ΧΑΡΤΕΣ

Ωραία κουβέντα
που κάναμε χθες
Τα είχε όλα
Καθαρότητα πνεύματος
Φωνή που ακουγόταν όσο έπρεπε
Χέρια διαχυτικά
κάτω από σχεδόν πανσέληνο
Βλέμματα αλληλέγγυα
Μιλούσες για την ευτυχία
και αφύπνιζες μνήμες
περασμένες
ξεχασμένες
Ιδού -σκέφτηκα-
τα μέγιστα καταχωνιάστηκαν
μας έφαγαν τα δύσκολα

Τελικά
με κείνα και με τ’ άλλα
κατάφερες σε λίγη ώρα
να με περιέχεις
να σε περιέχω
να περιέχουμε τον Κόσμο όλο
Παρόμοιες κουβέντες
γίνονται οδικοί χάρτες για τον βίο
όταν αποξεχνιόμαστε
σε αχάριστους βηματισμούς

ΜΟΙΡΑΣΙΑ

Όταν δεν με πιάνει ο ύπνος
παίρνω το μαχαίρι
κι αρχίζω τη μοιρασιά

Αυτό για το τώρα
αυτό για το μετά

Μένει πάντα ανέστιο
το ακριβό υπόλοιπο
εύθραυστο
σχεδόν αερικό
σαν εγκώμιο

Διαπιστώνω και ησυχάζω

Άπατρις γαρ ο Έρωτας
Μια εκκρεμότητα
ανάμεσα σε στύσεις ανεξόφλητες

ΣΩΜΑΤΟΣ ΤΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ

Με τάραξες και σήμερα
σώμα φυλλοβόλο
με τις αμφιθυμίες σου
Θα αποφασίσεις
επιτέλους
τι είσαι;
Σοφό ή έφηβο;
Τι διαλέγεις;
Τη γεύση ή τη γνώση;
Καλό το ψήλωμα του νου
αλλά τι θα απαντήσεις
στις προσδοκίες της όρεξης;
Καλό και το ταξίδι
αλλά για πότε η άφιξη;
Αυτά και άλλα πολλά
με τάραξαν σήμερα
-ημέρα μοιραία-
και απόκριση δεν έχω
Σιωπάς με λύπη που υφέρπει
και σε συμπονώ
Κάποτε νόμιζες
αθάνατο τον χρόνο
κι έπαιζες με τις εποχές
Δεν σε ένοιαζε να χάνεις τα φύλλα σου
Έβγαζες καινούρια την άνοιξη
-κάθε άνοιξη-
Τώρα που έμαθες
κινδυνεύεις να μείνεις γυμνό
σαν τους χειμώνες

ΡΥΤΙΔΕΣ

Πολύ σας συλλογιέμαι
έτσι
καθώς με διατρέχετε
απ’ άκρη σ’ άκρη

Σκέφτομαι τις χαράδρες σας
ανορθόδοξες κοιλότητες
ακοίμητης ζωής
και με παίρνουν τα κλάματα

Κι όμως
αφήνετε
πάντα χώρο
για μερίδια ανθέων

Γι’ αυτό και εγώ
πολύ σας συλλογιέμαι
έτσι καθώς με ανασταίνετε
απ’ άκρη σ’ άκρη
με τη μέθοδο του αιφνιδιασμού

ΠΕΝΗΣ

Όταν μετράτε
τους πληθυσμούς της γης
μη με υπολογίζετε
Δεν ανήκω πουθενά
Δεν μου ανήκει τίποτε
και κανένας

Ένα καταφύγιο
με εμπιστεύτηκε
κι αυτό δανεικό
Έχει κι έναν κήπο
σπαρμένο με χόρτα της υπομονής
παντός καιρού
Όταν βρέχει
ζητάω βοήθεια
απ’ τους τέσσερις τοίχους
Όταν ευλογεί λιακάδα
τρέχω να προλάβω
μερτικό συμμετοχής

Μετρημένοι στα δάχτυλα
κι οι άνθρωποι που δεν τρόμαξαν
από την επιλήψιμη απειλή μου
Συνομόλογοι δηλώσαμε
και μετά
τράβηξε ο καθένας τον δρόμο του

Αρκετά
δοκιμάστηκα ανάμεσά σας
Ζητώ να με εξαιρέσετε
από τον βίο
τον “προ ομμάτων τιθέμενον”
Καιρός να πάρω τον Λόγο
πριν φτάσει το μαχαίρι στο κόκκαλο
Δική μου η ευθύνη
δική μου και η συνέπεια
της γνώσης
ή της απόγνωσης

ΜΟΝΑΞΙΑ

Έχω μια μοναξιά
που θέλει να τα πει όλα

Έχω μια σπάταλη καρδιά
που δεν συχνάζει
σε ευανάγνωστα ρυάκια
Χάνεται στις κοίτες
των σκοτεινών ποταμών
υφαρπάζοντας
την αφανή λεπτομέρεια

Έχω ένα γραμμάριο φωνής
για να μη μ’ απελπίζουν
τ’ αδιέξοδα φεγγάρια

ΡΕΜΒΑΣΜΟΙ

Με την απορία
θα μείνω
για τον δισταγμό
των ανεπίδοτων περιπτύξεων
Λέτε να μοιάζουν
με τον ρεμβασμό
των άγραφων λέξεων;
Αν ναι
τότε δεν ανησυχώ
Θα βρούνε τρόπο
να φτερουγίσουν
σε πρόθυμες αγκαλιές

ΔΕΙΛΙΑ

Φοβάστε
– κι αναρωτιέμαι γιατί –
το ιλιγγιώδες βήμα
Δεν γνωρίζετε
πού οδηγεί
Και λοιπόν;
Τι κακό κι αυτό
με τα σημεία αναφοράς
Λίγη ανισορροπία σας αναλογεί
πίσω από τις κρυφές πόρτες
του ατελούς
και τρέμετε
μην και σας μεταθέσουν
στη Χώρα των θαυμάτων

Παράδοξη αντίληψη
περί ασφάλειας
Τι να σας πω;
Κλειδώστε
αμπαρώστε
για να’ χετε την ησυχία σας

Μην παραπονεθείτε
όμως
ποτέ
για την πενία των ματιών σας
Τα ουράνια τόξα
είναι ορατά
μετά από βροχή
Και μόνο τότε

“ΔΕΥΤΕ ΑΡΙΣΤΗΣΑΤΕ”

Συντελέστηκε
– το θαύμα
εννοώ –
Το επερχόμενο
μέχρι πρότινος
Συντελέστηκε
σε μια ρωγμή
ευδαιμονική
ανεπίληπτη
σαν διαστολή ελευθερίας

Πήρε στα χέρια του
μια χούφτα φιλιά
και έπλασε τον Κόσμο
Σαν τελείωσε
ράντισε δυο στάλες μέθη
στον ουρανό
δυο στη θάλασσα
και είπε
“Δεύτε αριστήσατε”

ΕΥΚΡΑΤΑ ΜΕΡΗ

Φυσικός σαν τον Θάνατο
ο Λόγος
αγάπη μου
Για αυτό
παρακαλώ Σε
μην ξεχνάς
να μου στέλνεις κάρτες
από τα εύκρατα μέρη
της καρδιάς σου

Μη με λησμόνει
σαν ολιγοπιστώ
και δεν βρίσκω
πρόχειρους
τους ήχους του ανέμου

Μην αποστρέφεσαι
το θνητό μου στόμα
που βγάζει κραυγές
εν μέσω έαρος

Μην περιφρονείς
το ασθενές μου σώμα
Μόνο
εσύ ξέρεις
να το διασχίζεις με φιλιά
να το αναρριχάσαι με θωπείες

Έτσι ποτίζουμε εμείς τον Έρωτα-
χείλη με χείλη

ΜΑΧΙΜΑ ΧΕΙΛΗ

Και ενώ όλα μαρτυρούσαν
την επερχόμενη αντάρα
—ουρανός
θάλασσα
γη-
στο βάθος
ο ορίζοντας άφηνε υπαινιγμούς
για σπήλαια απολλώνια

Χάρηκα

Δεν ξέρω γιατί
θα έπρεπε
να δίνω σημασία
στις δυσοίωνες βροντές
Δεν ξέρω γιατί
δεν θα ’πρεπε
να εμπιστευτώ το μυστικό
των μάχιμων χειλιών
που τα βυζαίνεις
και σε τρέφουν
καί σε κάνουν
μεγάλο και τρανό

ΛΑΘΟΣ ΕΚΤΙΜΗΣΗ

Κουράζεται κι ο έρωτας;
Πρήζονται τα πόδια του;
Λυγίζουν τα χέρια του;
Ματώνουν τα χείλη του;
Του φόβου και του ελέους
ο αγγελόπτερος;

Και τον νόμιζα υπεράνω

ΝΥΧΤΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΛΗΨΗΣ

Εκεί όπου η άκρη της θάλασσας
εκεί όπου το πέρας του έρωτα
σκόνταψα σ’ ένα φιλί
Ανάσαινε ακόμη
στα δάχτυλά μου
Έναστρο
γλυκό του κουταλιού
Ίσως παράπεσε
από κάποιους
φοβισμένους εραστές
τη νύχτα
της μετάληψης

ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ

Δεν χάνω τις ελπίδες μου
όσο το σώμα σου μιλά
και ακούει το δικό μου
Δεν χάνω το κουράγιο μου
όσο η γλώσσα σου
τη γλώσσα μου σμιλεύει
Δεν μπορώ να φανταστώ αλλιώς
ούτε τις λέξεις
ούτε τον προορισμό του

ΔΙΑΘΗΚΗ

«Έζησε και πέθανε»
θα πούνε
όταν δεν θα ‘μαι εδώ

Τίποτε περισσότερο
τίποτε λιγότερο

Δεν υπάρχει εξάλλου
κάτι άξιο από εμένα
που να αφήσει το ίχνος του

Οι χίμαιρες που έφτιαξα
είναι προσωπική υπόθεση
δεν ενοχλούν κανέναν

Και οι λέξεις μου
άσφαιρες το πλείστον
κάτι μεταξύ
συνύπαρξης και συνεννόησης
παρατάσεις ζωής
με στόχο το ανείπωτο

Μόνο
το ερωτοχτυπημένο
σώμα μου
ίσως αφήσει διαθήκη
προς αποκατάσταση
της αληθείας του
Αυτήν που δεν τόλμησε
να κατονομάσει
στο ανοικτίρμον τώρα

Δεν θα την καταθέσει
σε συμβολαιογράφους
και τα τοιαύτα
Μαζί του θα την πάρει
να γίνει ένα με το χώμα
να γίνει λίπασμα
να βγάλει λουλούδια
να μυρίσει ο αγέρας
να σαρκωθούν οι άνθρωποι
να μην υπάρξει ξανά
παρεξηγημένο σώμα
του πάθους και της απωλείας

«Έζησε, ερωτεύτηκε
και πέθανε»
θα πούνε
όταν δεν θα ‘μαι εδώ

Τίποτε λιγότερο
τίποτε περισσότερο

.

Βιβλιάριο καταθέσεων (2012)

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ

Ιδού ο Ποιητής
Ένα δέντρο που ζει
από τη γενναιοδωρία των ολίγων.
Κάθε μέρα κρεμά τους μύθους του
καρπούς προφητικούς.
Αυτή είναι η μοίρα του.
Ανάμεσα
στην ασάφεια και την ευκρίνεια
Γεννήθηκε για να ανατρέφει
τις απροσκύνητες φωνές
που ανταριάζουν
το αίμα του
κι αναπαμό δεν βρίσκει.
Γι’ αυτό δεν έχει ηλικία
το δέντρο.
Για αυτό δεν έχει ηλικία
ο Ποιητής.
Γιατί φτιάχτηκαν με ριζικό
από ήλιους και φεγγάρια.

ΣΠΙΝΘΗΡΑΣ

Στα χέρια σου
εμπιστεύομαι
Ποίηση
τον σπινθήρα της ζωής μου
Ξέρεις εσύ
πότε να τον κάνεις φωτιά
και πότε στάχτη

ΛΟΞΟΔΡΟΜΗΣΗ

Λοξοδρομούν οι λόγοι
όταν μιλάει ο Ποιητής.
Εθίζονται
σε πλάγιες αποδράσεις
αβόλευτων συνομιλιών.
Αυτή είναι η φύση τους.
Να εγκαταλείπουν το σχήμα
Το ορισμένο
από τετράγωνα
τρίγωνα
ή κύκλους.

«ΚΑΙ ΕΓΕΝΕΤΟ ΦΩΣ»

Χρόνια τώρα
ανασηκώνω τον πέπλο
του κόσμου.
Κατασκοπεύω
το μέσα της ζωής,
το διαφεύγον των ορίων.
Παρατηρώ πώς ξεδιπλώνεται
εν σιωπή
ο πόνος,
ο ιδιωτικός,
ο ένοχος,
ο απο-καλύπτων το διαφορετικό.
Η μοίρα του αποδιοπομπαίου
ενίοτε
αυτή, με θέλγει.
Το ομολογώ.
Σ’ αυτήν προστρέχω
κάθε φορά που αποζητώ
την επαλήθευση της ρήσης
“και εγένετο φως”

ΦΥΛΛΟΡΡΟΩ

Φυλλορροώ
όταν κενώνεται η ζωή
Σκορπίζομαι
σαν πούπουλο
πέρα-δώθε
αναζητώντας να μάθω
τη διαφορά
μεταξύ ύπαρξης και ανυπαρξίας
Δίχως αυτόφωτα μάτια
Τυφλός Οιδίποδας
προτού τα χέρια
προτού τα μάτια
και πάλι αυθαδιάσουν

ΕΝΔΕΙΑ

Πώς να τα βγάλω πέρα
με τόση ένδεια;
Μήπως
να εφεύρω
τη ζωή
εκ νέου;

ΥΜΝΟΣ

Ξέρετε γιατί υμνώ
τον Έρωτα;
Ουρανός αθάνατος
φαντάζει.
Λες και δεν στερεύουν εκεί
τ’ αστέρια.

ΚΑΤΕΔΑΦΙΣΗ

Σώμα
σε προειδοποιώ
Θα κατεδαφίσω
τους αποφασιστικούς σου τοίχους.
Κι ας μείνεις
επί ξύλου κρεμάμενο
Αν δεν με συγχωρήσεις,
δεν θα σε συγχωρήσω
κι εγώ
που μ’ άφησες στην άγνοια
των μέγιστων επιθυμιών σου

ΕΞΟΡΙΑ

Φοβάμαι
την άγονη γραμμή
την εξ ορισμού
εξορία
Μην με αξιώσεις
Εσύ

ΕΛΠΙΔΑ

Μακράν
της βαρβαρότητας του “αντίο”
ο Έρωτας μετεωρίζεται
στη μειλίχια αβρότητα
του “εις το επανιδείν”

ΠΡΟΣΧΗΜΑ

Ψίθυροι
των συγκαλυμμένων κραυγών
και των αποκαλυμμένων ρυτίδων.
Δεν θα συμφιλιωθώ ποτέ
με τη συστολή σας.
Κουράστηκα
να περιθάλπω το πρόσχημα
της comme il faut καταγωγής σας.

ΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑ

Το παράδοξο της βεβαιότητας.
Απελθέτω απ’ εμού
το ποτήριον τούτο.
Ας παραμείνει
αποκλειστικό προνόμιο
της νεότητας
εις τους αιώνες
των αιώνων.

ΕΛΛΕΙΨΗ

Τόσα και τόσα
τεθλιμμένα λόγια
για την έλλειψη
Έτσι μας έμαθαν
Να μετράμε τα φεγγάρια
που πεθαίνουν
κι όχι εκείνα
που γεννιούνται

ΛΑΒΥΡΙΝΘΟΣ

Είμαστε αναπόφευκτα
πολλαπλοί.
Δαιδαλώδεις.
Σαν τις συναναστροφές
των λόγων μας.
Τελικά
ένα διολισθαίνον ψέμα
η ζωή μας
στην προσπάθεια
να αποφύγουμε
το σημείο της θραύσης.

ΒΑΡΒΑΡΟΙ

Πήραν τα κοφτερά λεπίδια
και χρίστηκαν πάραυτα
εκδορείς ψυχών
ημών
υμών
ερήμην μας.
Έτσι απλά,
ανενδοίαστα.
Μανικά.
Για να τρωθούν οι δυνάμεις.
Να σωθούν τα αποθέματα.
Λες και το πυρ εκ τραγικού
θα πτοήσει το Κάλλος.
Πόσο αφελείς
αποδεικνύονται και πάλι.

ΠΟΛΙΤΕΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ

Έφτασε και πάλι
ο καιρός
να γίνουμε πολίτες της φύσης
Να μαθητεύσει
το σώμα μας
στον ομφαλό των ποταμών
Ίσως καταφέρουμε
έτσι
να πιάσουμε ξανά
τον λώρο
Παρηγορίας ανάγνωσμα
για τους ασάλευτους χειμώνες

ΦΥΓΟΚΕΝΤΡΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ

Αντιστέκομαι
Ενάντια σε κάθε
κεντρομόλα δύναμη.
Το παρόν επιθυμώ
να διευρύνω
με φυγόκεντρες εξόδους.
Αφύλακτες
θα μου πείτε.
Αλλά πώς αλλιώς
θα δαψιλεύουν οι αισθήσεις
λησμονημένους θησαυρούς;
Πώς αλλιώς το τέλος
μπορεί να πάρει αναστολή;

ΠΙΘΑΝΟΙ ΚΟΣΜΟΙ

Να ξεπερνάς εαυτόν
μαγεύοντας αυλούς
Γι’ αυτήν την αναμέτρηση
δεν μας ετοιμάζει όλους
η ιστορία;
Να κάνουμε ευρέως γνωστή
την άλωση των ανθέων;
Αυτό έκανα και του λόγου μου
Μιαν ολόκληρη ζωή
άκουγα για τους πιθανούς κόσμους
Τώρα που άρχισε να θαμπώνει
η όραση
περνώ στην αντιπέρα όχθη
Είναι και τα χρόνια
που συμμάχησαν
Είμαι καλά εκεί
Εν μέσω απρόβλεπτης φιλοξενίας
Χαλαρώνει και η καρδιά
τιμής ένεκεν
Λέω να παραμείνω
όσο μου παρέχουν στέγη γηγενή
Για να έχουν τουλάχιστον
καλά γεράματα
τα δάκρυά μου

ΕΦΗΜΕΡΙΑ

Σαν άνεμος
με μαστιγώνει ο χρόνος

ξανά και ξανά

εκεί που ματώνει
η πληγή

αδύνατον, αδύνατον

να συνηθίσω
ό,τι κι αν λένε
οι σοφοί.

Προτιμώ
την Ποίηση
να εφημερεύει
πάντα.

Για πάντα μέσα μου
Μέχρι την ύστατη στιγμή.

ΒΙΒΛΙΑΡΙΟ ΚΑΤΑΘΕΣΕΩΝ

Αν μου έκαναν τη χάρη
οι ειδήμονες
να συνεισφέρω
στο αδιέξοδο της ύπαρξής μας,
θα έδινα
την εξής πρακτική συμβουλή
προς την πολύπαθη ανθρωπότητα.

Ανοίξτε
όσο πιο γρήγορα μπορείτε
έναν λογαριασμό
στο όνομα της μνήμης.

Ξεκινήστε
από την αποστασία των ονείρων.
Ξέρετε ποια εννοώ.
Αυτά που μόνον εσείς θεραπεύετε.
Φυλάξτε τα στο βιβλιάριο
για ώρα ανάγκης,
όταν ξεθυμάνουν
οι εξάψεις των αντιστάσεων. 

Κάποια μέρα
που θα πλεονάζει
ο ενθουσιασμός
ξεκλέψτε του λίγα γραμμάρια
και αποθηκεύατε τα σε είδος
– το δέχεται η τράπεζα.
Γιατί, τι νομίζετε;
Μεγαλύτερη είναι η αξία του χρυσού;

Όσο για τον Έρωτα,
θα έλεγα
να τον φυτέψετε,
να βγάλει ρίζες
στις γραμμές των καταθέσεων.
Ξέρει εκείνος.
Επιστρατεύει το φιλί
και διαλύει τους συνδέσμους.
Θα μου πείτε
πώς θα τα καταφέρετε
σαν πολιορκηθείτε
από τα αρθριτικά.
Μην ανησυχείτε.
Η μνήμη αναλαμβάνει
αναδρομικά τα έξοδα
των παράπλευρων απωλειών.

Τελευταία άφησα
την αποταμίευση
της παράβασης.
Μην φοβάστε.
Απλά η θύμησή της
θα σας επιβεβαιώνει
μέχρι τέλους
πόση ενοχή χρειάζεται
η ανθρώπινη φύση
για να επισφραγίσει
τη θνητότητά της.

.

ΠΕΡΙΠΛΑΝΩΜΕΝΟΣ ΛΟΓΟΣ (2009)

ΔΙΠΛΗ ΖΩΗ

Μου χαρίστηκε το προνόμιο
να κλέβω το χρόνο.
Να διαθέτω δύο ζωές.
Δύο σώματα.
Δύο πνοές.
Η μία τα ίχνη της
στο χώμα να αφήνει,
η άλλη
απείθαρχη
στο πνεύμα του αέρα
να πετά.
Κάθε που το αίμα
διαψεύδει τις προθέσεις,
προσφεύγω
στου λόγου την ευεργεσία,
-την εξ ορισμού αόριστη-
στη συνδρομή των στοχασμών,
παυσίλυπων ακροβατών
στων ματαιώσεων την ερημία.
Μυήσεις ομοούσιες
του ουρανού οι λέξεις
ανοίγματα υπόσχονται
στου ρήματος τα σταυροδρόμια.
Περιούσιος αφηγητής εγώ
παραθέτω δίσημες υπογραφές
στην προστακτική
της εγγεγραμμένης Επιστροφής.

Τι ανατροπή σπερματική
του Λόγου
η αιωνιότητα!

ΛΕΞΕΙΣ

Ω! Λίκνο της ψυχής μου εσείς,
αφυπνίστε την απελθούσα νιότη
την κλαίουσα
των ανθών το μαρασμό.
Του έρωτα το άρωμα,
αποστάξτε μυστικά
σε αιώνιους στίχους αναμάρτητους
αντιστάθμισμα ακριβό
στου χρόνου την αμετροέπεια.

Η ΑΥΘΑΔΕΙΑ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ

Στη νύχτα της γραφής μου
οι λέξεις ζευγαρώνουν
πυρακτωμένες σαν τη λάβα
που σιγοβράζει
στο άμοιρο κορμί μου.
Για να με κάνουν να ζηλέψω
οι άσωτες.

ΘΗΛΥΚΟ

Διαθέτω ένα σώμα πολύχρωμο,
ψηφίδες ακανόνιστες λόγου και σάρκας
ομονοούντων στη φύση των αισθήσεων,
τοπίο χοϊκό
στην εν κρυπτώ
φαντασιακή του υπόσταση.
Το διατρέχουν αγγεία
εμφορούμενα από υγρά
ποικίλης σύστασης,
εκκρίσεις διεγέρσεων,
ίχνη ανεξίτηλα.
Θα αναρωτιέστε
προς τι παρόμοια γνωριμία
σε μιαν εποχή
αιματηρών τραυμάτων.
Έχετε δίκιο
μέχρι του σημείου εκείνου
που ετούτο το σώμα
δηλώνει μετέχον στην αμηχανία
των εξεγερμένων ομοιοπαθούντων,
με προεξάρχουσα την κεφαλή,
φιλοξενία παρέχουσα
στην κοιλότητα του στόματος,
εκπέμποντος φωνή
έναρθρων,
ενίοτε άναρθρων φθόγγων.
Καλλίγραμμα σαρκώδη χείλη,
διαφόρων αποχρώσεων
ανάλογα με τη διάθεση,
υπόσχονται πολλά,
εκπληρώνοντας λίγα.
Ίσως δεν βρίσκουν
ή δεν τους δίνουν την ευκαιρία.
Εν αδρανεία σαρκική χρόνια τώρα,
περιορίζονται στην αλαλία
μεταμφιεσμένη σε πολυσημία
έγγραφων καταθέσεων.

ΑΡΣΕΝΙΚΟ

Τον κοιτούσα τον αισθητή.
Φλέγονταν τα μάτια μου.
Αγκυροβόλησαν στα δικά του.
Να διακρίνουν
επιθυμούσαν διακαώς
απαγωγή απόκοσμη,
μοναχική στης νύχτας τη συνωμοσία.
Σώμα γυμνό στα χέρια μου απόθεσε.
Ευθύς ανέλαβαν οι θωπείες το έργο τους.
«Εκ γυναικός ερρύη τα φαύλα»,
το θυμάμαι.
Διάφανη η κόρη του βλέμματός του.
Με διασκορπίζει.
Ναι, εκεί στο κέντρο των οφθαλμών του
διυλίζονται τα άδυτα των σημείων,
εκφρασμένων ή μη παντοιοτρόπως.
Αυτόν τον οίστρο να συλλάβω,
πριν κατέλθω στις παρειές.
Να ηρεμήσει το δέρμα
ερεθισμένο στο άγγιγμα του στόματος.
Τα χείλη να δαγκώσουν τα χείλη αποφασιστικά.
Εξάλλου αυθαδίασαν συμμέτοχα
της αυτοκρατορίας των αισθήσεων.
Συγκοινωνούντα δοχεία με τη ρωμαλέα στύση
κλείνουν τα εισαγωγικά της ακατανίκητης έλ
του έρωτα,
της κατά φύσιν συμμόρφωσης στην Ομορφιά,
υπό συνθήκες αιωνιότητας.

EROS/THANATOS

Φύτρωσες ανάμεσα στις πέτρες.
Δώρο ανέλπιστο
της αγονίας.
Ερυθρίασες
στον πρώτο υπαινιγμό
του ήλιου.
Και όταν η γη
σού ζήτησε υπακοή,
ανέτρεψες την τάξη.
Εκπορθώντας το θάνατο,
άνθισες
μέχρι το τέλος
εν δόξη και τιμή.

ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ

Και παρετέθη Συμπόσιο.
Και κατέφθασαν οι εκλεκτοί.
Η φιλοσοφία στην κεφαλή,
η φιλία en face,
ο έρωτας εξ ευωνύμων.
Και εκφωνήθηκαν
λόγοι τερπνοί.
Και προσεφέρθη
οίνος ερυθρός
σαν των αισθήσεων
τις προθέσεις.
Και επετεύχθη πόθος ανεμπόδιστος,
μικρότατη παρένθεση
ακάματου πόνου.
Και ανεδύθη μέθη ηδεία,
συνένοχη πρόσκαιρης ανακωχής.
Και εφωτίσθη η νύχτα,
παρέκκλιση πελιδνή
στου πένθους τη μανία.
Και διεγέρθη η ευμένεια,
ύστατη πνοή
σπουδαίας ιστορίας.
Στην αποφώνηση
συνετρίβη ο ίμερος,
θάνατος προσφωνητικός,
υπεύθυνος οικείων κακών.

ΣΙΩΠΗ 2

Πήρα βαθιά εισπνοή
να αντέξω το έρεβος.
Από ψηλά
ο ουρανός συγκάλυπτε την προφητεία.
Διαρρηγμένη η γη.
Δεν έμεινε χώρος ευμενής
να με στεγάσει.
Κοίταξα εντός μου.
Την προοπτική της κατοικίας μου.
Την βρήκα άναρχη.
Πήρα δεύτερη εισπνοή
και εισχώρησα στα ενδότερα.
Χωρίς μίτο.
Χωρίς τίποτε.
Ο Μ ινώταυρος
με περίμενε
όπως πάντα. 

ΣΙΩΠΗ 7

Ενθύμιον έρωτα
τα δάκρυα τα φύλαξα
στην παλάμη
να την ποτίζουν.
Την λυπήθηκα μόνη,
αξόδευτη,
μόλις αναχώρησε το χάδι.

Να ξανάρθει,
αναφωνεί η παλάμη
αρνούμενη
να κουνήσει το μαντίλι
του αποχαιρετισμού.

ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ

Μια στιγμή.
Μια τόση δα στιγμή απορημένη
χωρίζει
το λίκνισμα από τη σφαγή.
Μια λέξη.
Μια ανάσα
και το έρεβος διαχέει την πολυφωνία της ευμένειας.
Χαίνει το τραύμα ανεπούλωτο.
Των ανθέων
ούτε πέταλο δεν μένει όρθιο.
Το παίρνει ο στρόβιλος των φωνών.
Παραζάλη οικείων κακών.
Τι θέα αβάσταχτη,
τόσοι τάφοι στη γη.
Να στεγάζουν
δεν φτάνουν τους σταυρούς της αλήθειας.
Εξάλλου η αλήθεια υπάρχει για να διαψεύδεται.
Μετράμε θανάτους κάθε μέρα.
Ατελείωτες μέρες.
Σκοτεινές, ηλιόλουστες, δεν έχει σημασία.
Σιγεί η πλάση όλη.
Κόνις αόρατη διασκορπίζει ακέφαλους τους πεσόντες
στου πόνου την αρχειοθέτηση.
Γερνούν τα σώματα
εν μία νυκτί.
Εν μία στιγμή.
Μιαν ολόκληρη ζωή,
μια μακρά ζωή,
λόγοι λυγροί καρπίζουν πληγωμένους καρπούς.
Σε λάθος εποχές.
Μπερδεύονται πια και αυτές
θραύοντας
θάβοντας τους σμαραγδένιους σπόρους
τερπνών προθέσεων.
Έτσι κατάντησε η φύση.
Να εκπνέει ανίσχυρη.
Αγιάτρευτη.
Αφρόντιστη.
Έτσι θα καταντήσουμε και εμείς,
υπάρξεις ατελείς.
Αδηφάγες.
Μη εκτιμώντας το αγαθό της επάρκειας.
Πόσος αστόχαστος διχασμός εις το διηνεκές.
Πόσες συγκρούσεις εναντιωματικές.
Πόση επιθυμία για λίγη συμφιλίωση.
Φθίνει χωρίς εισαγωγικά, άνθρωποι, η ζωή
με φόντο την ενθύμηση αποποιήσεων.
Ας αλλάξουμε καρδιές
στο όνομα των συγχωρήσεων.
Μη και αξιωθούμε
τη φιλόκαλη αντοχή της αγάπης.
Σε πείσμα της υπερφίαλης αποκλειστικότητα
του έρωτα.

ΤΕΛΟΣ

Στα χρόνια του Χριστού
επήλθε το τέλος.
Τριάντα τρεις σιωπές
και μια μετωνυμία
επιβληθείσα διά παντός.
Έτσι ώστε να νεφελοκρατείται η εικόνα.
Να αχνοφέγγουν τα μάτια
στο χρώμα της χλόης.
Να μνημονεύουν το νόστο
τα χείλη της γεύσης,
οινώδους κοινωνίας ενστάλαξη
στις παρυφές της ηδονής.
Τριάντα τρεις σιωπές
και ένας θάνατος.
Πού να χωρέσει η ζωή;

ΕΞΟΔΟΣ

Με σένα θα σιγήσει
η ζωή μου.
Θα σβήσω
στην πλησμονή
του θαύματος.
Καταμεσής στο τραύμα
που διασχίζω
χρόνια τώρα.
Ως εάν αντίδοτου κηλίδα
που βιάζεται
να κάνει το αίμα
ίαμα,
τον πόνο
βάλσαμο,
να υφαρπάξει
το δάκρυ
το διαφεύγον
των ματιών μου
στη θύμηση και μόνο
του απράγματου.

Κοίταξέ με,
το αποφάσισα.
Θα τυλιχτώ μανδύα
μαγικό
αόρατη να αιωρούμαι
στα μυστικά της γης,
να κρυφοπερπατώ
στις απολήξεις των ονείρων σου.
Εκεί που μ’ ανασταίνεις
αβαρής
από τους λογισμούς
της μέρας.
Εκεί,
ναι, εκεί,
θα κρυφακούω
επιτέλους
τους στεναγμούς σου.
Μάρτυρες απερίσταλτους
των επιφωνημάτων
των απαγορευμένων,
για μιαν αγάπη
χωρίς αντωνυμίες.

EXTRA LARGE (2011)

ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

(1) EXTRA LARGE

ΤHN ΕΛΕΓΑΝ NTEZIPE. Το σπίτι της ήταν ενωμένο ασφυκτικά με τα υπόλοιπα, πανομοιότυπα, μικρά, φτωχικά σπίτια της Περίθαλψης. Ένας χωματόδρομος στοιχισμένος, αριστερά και δεξιά, από χαμηλά σπίτια με μια μικρή είσοδο που έβλεπε σε μια λιλιπούτεια αυλή, αρκετή όμως για τις νοικοκυρές που είχαν μεράκι να είναι γεμάτη λουλούδια, παστρική και ευφρόσυνη. Τα κάγκελά της μικροσκοπικά και αυτά, όλα τελικά σου έδιναν την εντύπωση ότι εκεί μέσα ζούσαν άνθρωποι διαφορετικοί, άλλων διαστάσεων, νάνοι, ίσως; Στα παιδικά μάτια της Ιωάννας, πάντως, φάνταζαν κουκλόσπιτα, σαν εκείνα των παιχνιδιών της. Όταν μάλιστα της επιτράπηκε πια να απομακρύνεται λίγο περισσότερο από τον ελεγχόμενο χώρο του σπιτιού της, πήγαινε κατευθείαν στη γειτονιά των «κουκλόσπιτων», ίσως γιατί ζωντάνευαν την παραμυθένια πλευρά της ζωής της.
Έπρεπε μάλιστα να βρει έναν τρόπο να περιδιαβαίνει χωρίς να φαίνεται αδιάκριτη, να περπατάει δήθεν γρήγορα, σαν να είχε κάποια δουλειά, αλλά με τα μάτια κατευθείαν στα παράθυρα ή πολλές φορές στις ορθάνοιχτες πόρτες για να προλάβει να καταγράψει τα συμβαίνοντα στο εσωτερικό
τους. Δεν είχε, εννοείται, την τόλμη να χαιρετήσει ή να πλησιάσει τις γυναίκες που μαζεύονταν με τις καρέκλες τους έξω από τις αυλές, στο δρόμο επάνω κυριολεκτικά, δημιουργώντας μια συνέχεια της αυλής τους, λες κι ήθελαν να προεκτείνουν ακόμη περισσότερο τα περιορισμένα τετραγωνικά των σπιτιών τους. Αυτή η συνήθειά τους την εντυπωσίαζε φοβερά. Δεν μπορούσε να καταλάβει πώς εξέθεταν τον εαυτό τους στο δρόμο, τρώγοντας, πίνοντας και κουβεντιάζοντας, χωρίς να κοιτιούνται μεταξύ τους, αλλά καταγράφοντας τα τεκταινόμενα δίπλα τους, μπροστά τους, πίσω τους. Επρόκειτο δηλαδή για ένα καλά οργανωμένο σύστημα ενημέρωσης, αλάνθαστο, ανελέητο, που δεν άφηνε όρθιο τίποτε σ’ εκείνη την περίεργη, διαφορετική γειτονιά.
Εκεί, λοιπόν, ζούσε η Ντεζιρέ. Η Ντεζιρέ, αδύνατο να προσδιορίσει κανείς την ηλικία της, γύρω στα σαράντα, ήταν για την Ιωάννα η απόλυτη έκπληξη. Η Ντεζιρέ ήταν πολύ ΞΑΝΘΙΑ! Μη γελάσετε με αυτή την καθ’ όλα αδιάφορη παρατήρηση, γιατί η ξανθιά Ντεζιρέ δεν είχε καμιά σχέση με τις υπόλοιπες ξανθιές που κυκλοφορούσαν. Λες και της είχαν ρίξει έναν κουβά χρώμα πάνω στο κεφάλι της και εκείνο έβγαζε λάμψεις ατελείωτες και εκτυφλωτικές. Ναι, αυτή είναι η λέξη που χαρακτήριζε το ξανθό χρώμα της
Ντεζιρέ, εκτυφλωτικό! Σε τύφλωνε όταν τα μάτια ξεχνιόνταν λίγη ώρα παραπάνω στους κυματισμούς των μαλλιών της.
Το συγκλονιστικό χαρακτηριστικό του προσώπου της ήταν τα φρύδια της ή καλύτερα η έντονη μαύρη γραμμή που τραβούσε με το μολύβι των ματιών σχηματίζοντας αυτά τα μακριά και λεπτά μαύρα φρύδια. Μια γραμμή όλη και όλη έκανε τα μάτια της να φαντάζουν από άλλον κόσμο, άγνωστο σε μένα. Κατεβαίνοντας στα χείλη, εκεί και αν γινόταν πανηγύρι, κόκκινα σαν να έσταζαν φρέσκο αίμα, τα χείλη της αιχμαλώτιζαν τα βλέμματα μικρών και μεγάλων. Και σαν να μην έφτανε αυτό, πάνω ακριβώς από εκεί που τελείωνε το περίγραμμά τους στη δεξιά πλευρά είχε μια ελιά, μπορεί να ήταν και ψεύτικη, ναι, μάλλον ήταν ψεύτικη, γιατί είχε το ίδιο έντονο χρώμα με τα φρύδια της. Στα αυτιά, κρέμονταν δυο τεράστιοι κρίκοι, χρυσοί, που
έκλειναν χρωματικά τον κύκλο του ξανθού περιβλήματος της κεφαλής.
Η Ντεζιρέ, επιπλέον, ήταν ΠΛΗΘΩΡΙΚΗ από τη μέση και επάνω και ΑΠΕΡΙΟΡΙΣΤΗ από τη μέση και κάτω. Εξηγούμαι. Πλούσια τα ελέη της που στέναζαν μέσα στο στηθόδεσμο στις εν κοσμώ εξόδους της, αλλά που κάλπαζαν ασυγκράτητα στις εν οίκω εισόδους της — φαντάζομαι το πρόσωπο του αγαπημένου της να χάνεται κυριολεκτικά μέσα τους, αναπαυόμενο εν ηδονή σ’ αυτή την ξέχειλη λευκή μαλακή σάρκα.
Η μέση της, σαν να ήθελε να εξιλεωθεί, είχε αποφασίσει να συρρικνωθεί όσο την έπαιρνε, σε τόσο παράδοξο και αφύσικο σημείο που τίποτε δεν άφηνε την παραμικρή υποψία —αν υπήρχε ο χρόνος— ότι θα ακολουθούσε το σπάνιο, μοναδικό μεγαλείο της περιφέρειας μ’ εκείνη την ανεπανάληπτη, ανεκδιήγητη, προκλητική έκρηξη πάχους, ακατάταχτου σε
μέγεθος, σε εκτόπισμα, διπλό διαφορικό και βάλε.
Η Ιωάννα, όταν την έβλεπε, ένιωθε τα μάτια της να ανοίγουν διάπλατα. Τους ήταν αδύνατο να αντισταθούν στο υπερθέαμα αυτής της περιφέρειας που κινούνταν απροκάλυπτα, ρυθμικά, με μια μεταδιδόμενη, μετατοπιζόμενη, αργή, νωχελική, ράθυμη, λάγνα κίνηση, σαν να ήθελε να αποδείξει το απίστευτο κι όμως αληθινό της σπανιότατης διαφορετικότητάς της — κλατς, κλουτς, κλατς, κλουτς, τι θόρυβος αθόρυβος, υποχθόνιος, υπόγειος, αυτής της μεγαλοπρεπούς περιήγησης της περιφέρειας πόλεως και περιχώρων. Καλυμμένη κάτω από κλαρωτές, πολύχρωμες φούστες που δια-
τυμπάνιζαν χαρμόσυνα την εξουσία της, η περιφέρεια της Ντεζιρέ δεν άφηνε περιθώρια για συζητήσεις και σχόλια.
Η περιφέρεια της Ντεζιρέ βασίλευε σ’ αυτή τη γειτονιά των μικρών και φτωχικών σπιτιών, τους έδινε έναν αέρα, μιαν άπλα, μιαν ευρυχωρία που την είχαν απόλυτη ανάγκη, ζωτικής σημασίας, όπως καταλαβαίνετε, μια φαντασιακή επέκταση των ορίων τους, της στενότητας, της μίζερης ζωής τους. Αχ! Αθάνατη περιφέρεια της Ντεζιρέ! Ενσάρκωνες τόσο θριαμβευτικά μακρόθυμες προσδοκίες συμπτυγμένης Επιθυμίας!

(10) ΤΟ ΦΙΛΙ

ΤΟ ΓΥΡΙΖΕ ΑΠΟ ΔΩ, το γύριζε από εκεί το περιοδικό, τελικά το φιλί των πρωταγωνιστών στο φωτορομάντζο ήταν μεγαλείο! Δεν χόρταιναν τα μάτια της Ιωάννας να μελετούν, με περιέργεια συνδυασμένη με ένα πετάρισμα στο
μέρος της καρδιάς, το φιλί στο περιοδικό που αγόραζε κάθε βδομάδα η μαμά της, το απαγορευμένο διά ροπάλου ακριβώς για αυτόν το λόγο. Η μητέρα της το είχε ξεκαθαρίσει από πολύ νωρίς. Επιτρέπονταν μόνο τα βιβλία που της
έφερνε, αφού θα τα διάβαζε πρώτα εκείνη. Θυμάται να περιμένει με ανυπομονησία τη διαδικασία της λογοκρισίας ενός βιβλίου της Περλ Μπακ για να μπορέσει να φτάσει επιτέλους στα χέρια της.
Η Ιωάννα όμως στα δεκαεπτά της λαχταρούσε να βλέπει τα φιλιά. Να βλέπει τα χείλη ενός άντρα και μια γυναίκας να ενώνονται. Στο σπίτι της, το φιλί στο στόμα ήταν πράξη προς αποφυγή. Δεν μπορούσε να ξεχάσει με τίποτε όταν, καλεσμένη στο σπίτι μιας φίλης της, θα ήταν δώδεκα χρονών
περίπου, είδε με δέος τους οικοδεσπότες να ανταλλάσσουν φιλί στο στόμα. Έμεινε άφωνη για μερικά δευτερόλεπτα. Φυσικά και δεν τόλμησε να πει τίποτε στη μητέρα της για να μην τη μαλώσει. Όμως αυτό το φιλί θα έπαιρνε διαστάσεις μυθικές στην ψυχή της Ιωάννας, κάτι σαν το κυνήγι του χαμένου θησαυρού που θα τη συνόδευε σε όλη της τη ζωή. Μια αίσθηση δίσημη ανάμεσα στην ηδονή και την αμαρτία, μια γεύση συγκινητική που θα συμπύκνωνε για τον θηλυκό της ρομαντισμό σχεδόν όλη την ουσία του έρωτα.
«Κούκλος ο ηθοποιός» σκέφτηκε βλέποντας για πολλοστή φορά τον νεαρό που φιλούσε την πρωταγωνίστρια. Αχ! Και να ήταν στη θέση της! Ευθύς τρόμαξε και μόνο στη σκέψη αυτή. Το αίμα κατέκλυσε σαν χείμαρρος το σώμα
της και αισθάνθηκε, για τρίτη φορά τούτη τη χρονιά, μια λιγούρα στο κάτω μέρος του κορμιού της, κάτι σαν μέλι να το γλυκαίνει. Ευτυχώς ήταν ολομόναχη στο σπίτι και μπορούσε να απολαύσει ανενόχλητη όλη αυτή την αμαρτία. Είχε τόσο έντονη τη βεβαιότητα ότι ζούσε στην παρανομία εκείνες τις στιγμές.
Ειλικρινά δεν ήξερε τι συνέβαινε ακριβώς με το σώμα της. Παρατηρούσε διαρκείς αλλαγές, περίεργες αντιδράσεις, αλλά δεν είχε κανέναν απολύτως να τις συζητήσει. Με τη μαμά της ούτε λόγος! Με φίλες επίσης ντρεπόταν πολύ. Και τι να πει; Ότι τόλμησε μια μέρα που ήταν μόνη να
μείνει ολόγυμνη μπροστά στον μεγάλο καθρέφτη της ντουλάπας; Ήταν τότε που έπιασε για πρώτη φορά το στήθος της και ένιωσε να σκληραίνει εκείνη η καφετιά προεξοχή στην άκρη του. Περίεργη αίσθηση, ανάμεσα σε ελαφρύ πόνο και ανατριχίλα. Είχε διστάσει πολύ πριν αρχίσει να βγάζει τα ρούχα της. Δεν είχε περί πολλού το σώμα της και δεν ήθελε να επιβεβαιωθεί από την εικόνα που θα έβλεπε. Είχε φτάσει δεκαεπτά χρονών και δεν το είχε δει ποτέ μέχρι τότε ολόκληρο γυμνό στον καθρέφτη. Σε μια στιγμή θάρρους μονολόγησε ότι «ήρθε πια ο καιρός» και έβγαλε αποφασισμένη την κιλότα της. Δάκρυα της ήρθαν στα μάτια. Τα μπούτια της, αχ, αυτά τα στρουμπουλά, αφράτα μπούτια της! Τι πόνο της προξενούσε η θέα τους! Ήταν σίγουρη ότι
δεν θα βρισκόταν άντρας να την παντρευτεί. Με τίποτε. Απογοητευμένη κοίταξε το τριχωτό τρίγωνο ανάμεσα τους, αλλά βιαστικά, γιατί ήταν απαγορευμένη η περιοχή. Η αλήθεια ήταν ότι δεν ήξερε τι ακριβώς γινόταν εκεί. Όλα ήταν καλά κρυμμένα και απροσπέλαστα. Κι όμως στο σημείο εκείνο αισθανόταν κάποιες φορές μικρές εκρήξεις. Και μετά όλα ησύχαζαν. Ταράχτηκε και μόνο στην ιδέα τους. Βιάστηκε να ντυθεί ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά, όσο μπορούσε, στο πίσω κάτω μέρος του κορμιού της. Σκέτη απαξίωση. Το αντιπαρήλθε πάραυτα. Τόσο πολύ ντρεπόταν για την ύπαρξη και τη λειτουργία του.
Τελικά η λιγότερο ανώδυνη επαφή με το σώμα της ήταν από το λαιμό και πάνω. Ίσως και για αυτόν το λόγο είχε εστιάσει όλο της το ενδιαφέρον στο φιλί. Μάλλον θεωρούσε ότι είχε κάποιες πιθανότητες να τη βγάλει ασπροπρόσωπη το στοματάκι της, καθότι διέθετε ένα γλυκό χαμόγελο και
όμορφα ζουμερά κόκκινα χείλη. Χωρίς ουδεμία φυσικά ένσαρκη εφαρμογή τους σε άλλα χείλη, και, όταν έλεγε άλλα χείλη, ο νους της Ιωάννας πήγαινε κατευθείαν στον Νίκο, το αγόρι που είχε κλέψει την καρδιά της από το δημοτικό. Χρόνια κρατούσε αυτός ο έρωτας, μονόπλευρος μέχρι τα δεκαέξι τους, ώσπου —ω, του θαύματος!— ο Νίκος ξάφνου στα δεκαεπτά είδε για πρώτη φορά την Ιωάννα αλλιώς. Με την αναμονή αυτού του «αλλιώς» έζησε η Ιωάννα οκτώ χρόνια, δίνοντας νόημα στην πληκτική και μονότονη κατά τ’ άλλα ζωή της.
Ξανακοίταξε αναστενάζοντας το φιλί στο φωτορομάντζο και ονειρεύτηκε τα χείλη του Νίκου. Ωραίος ο Νίκος, ένα παλικάρι δυο μέτρα, από καλό σπίτι, που έλεγε και η μαμά της, χωρίς να υποψιάζεται τι συνέβαινε στην ψυχή της. Ευτυχώς! Γιατί λαχταρούσε τόσο πολύ να μπορεί να τον βλέπει έστω μόνο τα σαββατόβραδα, καθώς ετοιμάζονταν κι οι δυο πυρετωδώς για τις εισαγωγικές στο πανεπιστήμιο.
Άριστος μαθητής ο Νίκος, μεγαλωμένος όπως η Ιωάννα. Σε μια οικογένεια αυστηρή με συντηρητικές αρχές, που μόνο σε μοναστήρια θα συναντούσε κάποιος. Εύλογα μπορούσε λοιπόν κανείς να καταλάβει την εξέλιξη του έρωτα αυτών των δυο εφήβων που έτρεμαν και μόνο στη σκέψη των μαμάδων τους. Τελικά τι καθοριστική δύναμη διέθεταν αυτές οι τρομερές μανάδες. Αόρατη με μιαν ορατότητα ξεκάθαρη που δεν σήκωνε αμφισβητήσεις, υπόγεια με μιαν επιφάνεια διαυγέστατη που δεν διανοούνταν να λερώσουν.
Όταν ο Νίκος ερωτεύτηκε την Ιωάννα, οι κανόνες επιβλήθηκαν σιωπηρά και από τους δυο. Γνώριζαν πολύ καλά, χωρίς καν να μιλήσουν, αυτό που ήταν απαγορευμένο. Και φυσικά αυτό το «αυτό» ήταν το φιλί και για τους δυο. Μην πάει ο νους σας σε τίποτε μα τίποτε άλλο. Ο έρωτας τους ήταν βουβός, περιορισμένος μόνο σε φλεγόμενες ματιές, «ούτε τη χείρα», για να καταλάβετε καλύτερα.
Της Ιωάννας της έφτανε που έβλεπε τον Νίκο και έλιωνε από έρωτα, της έφτανε που ο Νίκος την έβλεπε και δεν ξεκολλούσε τα μάτια του από πάνω της, που καμιά φορά της έλεγε ότι ήταν «όμορφη», που κάθονταν δίπλα-δίπλα σαν έβγαιναν με τη μικρή τους παρέα τα σαββατόβραδα, που τη
χόρευε στην τρυφερή αγκαλιά του, όταν έκαναν πάρτι, που διάλεξαν ένα τραγούδι να το κάνουν δικό τους -αχ, ναι, αυτό το μελωδικό Betty Blue!—, που άκουγαν μουσική παρέα, που έκαναν όνειρα για τη ζωή που ανοιγόταν μπροστά τους, αλλά τρελαινόταν και λιγουλάκι στην ιδέα ενός και μόνο
φιλιού από τα χείλη του. Πόσες φορές δεν είχε καρφώσει το βλέμμα της πάνω σ’ αυτό το μαλακό σχήμα τους σαν καρδιά που πάλλονταν την ώρα που της μιλούσε! Της ερχόταν να ορμήσει, να κολλήσει τα δικά της πάνω τους μέχρι να πάψει να ανασαίνει. Φανταζόταν γεύσεις καραμελένιες, αστεράκια ολοφώτεινα και καρδιοχτύπια άρρυθμα.
Στον αντίποδα όμως αυτής της επιθυμίας αιωρούνταν η απειλή που κατεδάφιζε μονομιάς κάθε απόπειρα και μόνο ανάλογης σκέψης, η γνώριμη ματιά της μητέρας της, όταν ήταν θυμωμένη και αυστηρή! Απερίγραπτο βλέμμα! Τα μάτια της πάγωναν καρφωμένα πάνω της, μεγάλωναν οι κόρες
και τα συναφή και μετά εκτόξευαν κεραυνούς κατευθείαν πάνω στην Ιωάννα. Δεν υπήρχε γλυτωμός από αυτή την αδυσώπητη ματιά! Ούτε συγχώρεση!
Προτιμούσε λοιπόν να παραμείνει παρατηρητής των φιλιών στα φωτορομάντζα, έστω και στα κρυφά, παρά να διακινδυνεύσει την ψυχική της ακεραιότητα. Εξάλλου, οι ονειροπολήσεις ήταν το φόρτε της Ιωάννας, το καταφύγιό της, ασφαλές, πολύχρωμο, ευωδιαστό, γεμάτο ήχους και
συγκινήσεις! Εκεί μαζευόταν σαν την περικύκλωναν η απογοήτευση, η θλίψη, ο φόβος, τελικά αυτή η ανεπαρκής, ανίσχυρη πραγματικότητά της.
Στα δεκαεπτά αθώα της χρόνια, η Ιωάννα, εν μέσω ανεπαίσθητων επαναστάσεων, μόνο και μόνο για να βεβαιώνεται ότι ζούσε, έχτισε έναν κόσμο, όπου το φιλί έμελλε να γίνει η τερπνή συνοδεία της περιπλάνησής της στον κόσμο των αδιάκριτων, άτσαλων, αφυπνισμένων εφηβικών αισθήσεων.
Κάθε βδομάδα ανανέωνε με συνωμοτική συνέπεια το μυστικό της ραντεβού με το μυστήριο που την είχε σκλαβώσει κυριολεκτικά. Έτσι, με την ονειρεμένη γλύκα του ανεπίδοτου φιλιού, οι μήνες κυλούσαν μέχρι το τέλος της περίκλειστης σχολικής ζωής της Ιωάννας.
Και την ημέρα των αποτελεσμάτων για την εισαγωγή τους στο πανεπιστήμιο, ξαφνικά ο ουρανός κατέβηκε στη γη και τα όνειρα απέκτησαν ύλη. Ο Νίκος είχε μάθει ότι η Ιωάννα πέρασε στη σχολή που ήθελε και έγινε άνεμος για να φτάσει κοντά της, στο σπίτι της. Τη βρήκε μόνη στο δωμάτιό της αποσβολωμένη από χαρά, μια χαρά ασύνορη, σαν αυτές που σε κάνουν να χάνεις τη μιλιά σου. Ενθουσιασμένος προχώρησε προς το μέρος της και είπε με τρεμάμενη φωνή:
— Σε είχα προειδοποιήσει ότι θα σου έδινα ένα χαστούκι, αν περνούσες στο πανεπιστήμιο, γιατί μας είχες τρελάνει τόσο καιρό με την απαισιοδοξία σου. Λοιπόν, ήρθε η στιγμή να πραγματοποιήσω την υπόσχεσή μου.
Ο Νίκος την πλησίασε με ορμή, την τράβηξε στην αγκαλιά του και της έκλεισε το στόμα με ένα φιλί! Η Ιωάννα δεν πρόλαβε να αντιδράσει, δεν πρόλαβε να σκεφτεί τι έπρεπε να κάνει, πού θα έβαζε τη μύτη της, πόσο θα άνοιγε τα
χείλη της, όλα αυτά που την απασχολούσαν και την έκαναν να φαντάζεται διάφορα. Το μόνο που θυμάται ήταν ότι ανάμεσα στο φόβο μην μπει η μαμά της στο δωμάτιο και στην απρόσμενη ευτυχία που την κατέκλυζε, πρόλαβε να ακουμπήσει αυτά τα μικρά, βελουδένια χείλη του Νίκου για πρώτη φορά. Και είχαν πράγματι καραμελένια γεύση και φώτισαν, στ’ αλήθεια, τα άστρα του κόσμου της μονομιάς, και αναχώρησε επιτέλους η καρδιά της φτεροκοπώντας
άταχτα σε άλλα μέρη, πιο θερμά.

.

 ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΤΟΣΟ ΗΘΕΛΕ ΤΟ ΣΤΗΘΟΣ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΡΟΥΜΠΑΣ

www.oanagnostis.gr 04/12/2021

«Με στήθος προτεταμένο»

Μια «σταγόνα θάλασσα» αποδεικνύεται κάποτε ικανή ώστε η ψυχή να επιβληθεί στο πνεύμα: «[…] έφτασε/ μια σταγόνα θάλασσα/ ανυπεράσπιστη/ να ξεγελάσει/ τη μνήμη// Τόσο ήθελε/ το στήθος». Η Καλλιόπη Εξάρχου, στην ποιητική της συλλογή Τόσο ήθελε το στήθος, προβαίνει στη θεώρηση της σχέσης ψυχής-πνεύματος ως σχέσης αντιπαράθεσης. Η ψυχή, υποδηλωνόμενη από το στήθος, επιβάλλεται στο πνεύμα, το οποίο εκπροσωπείται από τη μνήμη. Η αναμέτρηση ωστόσο δεν αναδεικνύει εύκολα νικητή. Η Εξάρχου μοιάζει να παρουσιάζει το ξεγέλασμα της μνήμης ως υπόθεση «μιας σταγόνας»: μόνο «Τόσο ήθελε/ το στήθος». Η εικόνα αυτή όμως συνιστά και η ίδια ένα πρόσθετο ξεγέλασμα, καθώς το μόλις «τόσο» δεν είναι απλώς «μια σταγόνα», αλλά «μια σταγόνα θάλασσα». Η ποιήτρια εντέχνως υπονομεύει τη φαινομενικά ξεκάθαρη δήλωση και καθιστά την αντιπαράθεση αμφίρροπη, καθώς διαστέλλει το ελάχιστο σε απέραντο, τη σταγόνα σε θάλασσα.

Η διερεύνηση του κεντρικού θέματος της συλλογής εκτείνεται σε έντεκα ενότητες, στις οποίες το σώμα και τα μέλη του αντιστοιχίζονται με «καταγωγικές» λειτουργίες ή καταστάσεις: η μήτρα με τη μητρίδα, δηλαδή την προέλευση, την καταγωγή, το βαθύ βίωμα· το σώμα με τον έρωτα· τα μάτια με την όραση· το στόμα με τη φωνή· τα χείλη με το φιλί· οι πνεύμονες με την ανάσα· το στήθος με το σθένος· τα άκρα με τους δεσμούς-δεσμά· το δέρμα με το δέρας. Η επιλογική επαναφορά στο προλογικό δίπολο μήτρα-μητρίδα ολοκληρώνει τη συλλογή με σχήμα κύκλου, διά του οποίου η ποιήτρια τονίζει εμφαντικά την πρόθεσή της να πορευτεί «με την καρδιά», παρά τα αγκάθια της διαδρομής και το αίμα που αυτά υπόσχονται. Η Εξάρχου δεν αρνείται στο πνεύμα την αξία του: «Εξαργυρώνουμε/ τους ηττημένους ώμους/ με μάτια ευρυμαθή». Το σώμα υποχωρεί στο πέρασμα του χρόνου, οι ώμοι ηττώνται και το στήθος μόλις που «συγκρατιέται», όντας «ετοιμόρροπο». Σε αντιστάθμισμα, το κέρδος είναι η ευρυμάθεια: το πνεύμα ενδυναμώνεται, η σοφία προελαύνει. Όμως η ποιήτρια διαπιστώνει με πίκρα τη συγκεκριμένη εξέλιξη. Η κόπωση της ψυχής δεν επισημαίνεται εντέλει σαν στοιχείο μιας φυσικής πορείας, η οποία συνοδεύεται κι απ’ το αντίβαρο της προσαυξημένης σοφίας, αλλά σαν παρακμή. Γι’ αυτό και η διεκδίκηση του στήθους δεν επισυμβαίνει μόνο υπαινικτικά, παρά δηλώνεται ρητά στην πρόκριση της τρικυμιώδους «ενδοχώρας», του ψυχικού τσαλακώματος («Δεν είμαι εγώ για τ’ ατσαλάκωτα»), των θραυσμάτων («Στα θραύσματα/ στις αναγνώσεις τους/ στα κουράγια μας»). Ασυμβατότητες επιδιώκει η ποιητική ηρωίδα, ειλικρινή πάθη, ακόμη κι όταν αυτά προκαλούν ραγίσματα. Γιατί τα στρογγυλά τα λόγια είναι άγονα, ενώ η γονιμότητα καρπίζει στις ρωγμές.

Η διαδρομή για την ψυχική επικράτηση είναι ατελεύτητη, εξελίσσεται κι επαναλαμβάνεται, διερχόμενη από τις παιδικές αναμνήσεις με το ζύμωμα του γλυκού, αλλά και τις συνεχείς απόπειρες για τη μορφοποίηση σώματος και ήθους: «Να ζυμώσουμε/ πάλι και πάλι/ το πρόσωπο/ τον κορμό/ τα άκρα». Η δυνατή τούτη ψυχή ζυμώνεται με το ενδιαφέρον για τον συνάνθρωπο, τον έρωτα και την ποίηση, εντάσσοντας τρία ακόμη σημαίνοντα στοιχεία στις θεματικές της συλλογής. Μιλώντας για έρωτες, η Εξάρχου ανατινάζει τις «γραμμές/ που έφτιαχναν/ ορίζοντες». Τα πλαίσια διαλύονται, όμως η διαδικασία είναι επίπονη, γιατί η ερωτική απελευθέρωση έχει το τίμημά της: κορμιά διαμελισμένα και θάλασσες ξεκοιλιασμένες. Η ποιήτρια επιμένει τονίζοντας το ρίσκο του εγχειρήματος. Ο έρωτας προσωποποιείται και μεταμορφώνεται σε οικοδεσπότη σε δεξίωση, για να συζητηθεί, διά της ενδυματολογικής του επιλογής («Πορφύρα τη βυζαντινή/ ή ακάνθινη σινδόνη;»), η αντιμετώπιση που θα επιφύλασσε στους αυτόκλητους επισκέπτες του. Τούτη ωστόσο δεν θα αποσαφηνιστεί ποτέ σε όσους δεν ρισκάρουν τη «σιδερωμένη» τους εικόνα: «Δεν θα μάθουμε/ ποτέ/ αφού δεν παίξαμε/ κορόνα γράμματα/ το ανάστημά μας». Οι εικόνες της Εξάρχου είναι πυκνές κι αλλεπάλληλες. Ο υποψήφιος εραστής παραλληλίζεται με κομιστή αλληλογραφίας, ο οποίος καλείται, «Χωρίς συστάσεις», να πάρει το ρίσκο του, τη θέση στο ερωτικό κρεβάτι, να δυναμιτίσει την κόλαση της ποιητικής ηρωίδας και να εγκαθιδρύσει τον παράδεισο. Η αντίθεση παράδεισου-κόλασης δηλώνεται αλλού ως αντίθεση γονιμότητας-ξηρασίας: «Αν μπορούσες/ να με δεις/ ως επείγον περιστατικό/ θα με γονιμοποιούσες/ τώρα/ αυτή τη στιγμή/ πριν εξαπλωθεί/ έρημος». Σε ελάχιστους στίχους η Εξάρχου περιλαμβάνει όχι μόνο την αντίθεση γονιμότητας-ξηρασίας, όπως θα γινόταν αντιληπτή στα φυσικά περιβάλλοντα της όασης και της ερήμου, αλλά σημαίνει τη γονιμότητα, από τη μια, ως ιατρική υπόθεση, όπως υποδεικνύει ο όρος «επείγον περιστατικό», κι από την άλλη ως ερωτική πράξη, η οποία δεν αναπαράγει μονάχα τον άνθρωπο, παρά και καταλύει την ψυχική έρημο.

Με διαρκείς νοηματικές μετατοπίσεις η Εξάρχου καθιστά τον λόγο της πολύσημο. «δεν μπορώ να πάρω των ομματιών μου» όσο ο έρωτας με πολιορκεί, δηλώνει η ποιητική ηρωίδα, ενσωματώνοντας στον στίχο τόσο την κυριολεκτική όσο και τη μεταφορική του σημασία: το βλέμμα παραμένει μαγνητισμένο από το σώμα και προσκολλημένο πάνω του, συνάμα όμως δεν υπάρχει η δύναμη για απομάκρυνση από τον επώδυνο έρωτα. Αλλά ούτε και η βούληση: «Φιλί/ φιλί/ να ανέρχεστε/ την κλίμακα του μαρτυρίου». Η προτροπή είναι σαφής, ενώ και πάλι η ποιήτρια συμπυκνώνει, αξιοποιώντας το σκηνικό της προδοσίας του Χριστού από τον Ιούδα, τη θρησκευτική ορολογία («κλίμακα του μαρτυρίου») και τη μετατόπιση στο ερωτικό φιλί, στο οποίο, με τον τρόπο αυτό, προσδίδεται και διάσταση ιεροτελεστίας. Άλλοτε η ποιήτρια διοχετεύει τα σχόλιά της πλαγίως, δίχως καν να κατονομάζει το αντικείμενό της: «Σ’ αυτό το υπόλειμμα ζωής/ λέω να παραδοθώ/ ακυβέρνητη/ σε μια νύχτα/ όλη δική μου/ κόντρα στο φεγγάρι/ Κι αν χρειαστεί/ τη νύχτα αυτή/ να υπερασπιστώ/ θα το κάνω/ με έφιππη φωνή». Η παράδοση στον έρωτα συντελείται με πράξη πολεμική, με πράξη υπεράσπισης του ρομαντικά νυχτερινού περιβάλλοντός του, με «έφιππη φωνή», η οποία, παρά την «ακυβερνησία» της, αντηχεί το αυτεξούσιο, την άγρια ανεξαρτησία της αμαζόνας.

Οι πολυσημίες της Εξάρχου κατορθώνουν την ταυτόχρονη αναφορά στον έρωτα και τον συνάνθρωπο. «Διχασμένη/ αλλά άδολη/ έζησα/ κι ας μη με ανέχεστε/ ούτε στο βλέμμα/ εσείς/ που σημαιοστολίζετε/ το άσπιλο αίμα σας/ εσείς/ που ανταλλάσσετε/ συνταγές αριστείας/ εσείς/ που υψώνετε/ το δάχτυλο/ πριν κοιμηθείτε// Γι’ αυτό/ ξαναγυρίζω/ ξαναγυρίζω/ λιμοκτονώντας/ από άνθρωπο/ στον τόπο του/ εγκλήματος/ τον πρώτο»: η «λιμοκτονία από άνθρωπο» περιλαμβάνει τον ερωτικό σύντροφο, τον οποίο η ποιητική ηρωίδα διεκδικεί σε πείσμα των ενστάσεων του κοινωνικού περίγυρου, περιλαμβάνει όμως και τον αληθινό, άδολο άνθρωπο, αυτόν που τον κρεουργούν οι «άσπιλοι», οι «άριστοι», οι αήθεις τιμητές του γνήσιου ανθρώπου. «Τι ριζικό να ενδύεσαι/ δέρμα/ τον Άλλον», επιμένει η ποιητική ηρωίδα, με την επαφή να είναι, και πάλι, τόσο ερωτική όσο και ανθρώπινη, ενώ η ίδια ακριβώς λειτουργία ανακύπτει κι από τους στίχους «Αλλάζουμε χέρια;/ Τότε συμβαίνει Άνθρωπος». Το ειλικρινές ενδιαφέρον για τον άνθρωπο δηλώνεται και κατ’ αποκλειστικότητα: «Όσο μπορέσαμε/ –και πάει λέγοντας–/ παραδοθήκαμε/ σαν μεγάλη αναπνοή/ στο αδιαχώρητο/ Γι’ αυτό/ θα μας γράψει η Ιστορία/ Γιατί/ ζήσαμε στο ανάμεσα/ με χαμηλή ακρίβεια/ πίνοντας νερό/ στο όνομά μας». Το «νερό/ στο όνομά μας» σχολιάζει τον εγωισμό, τον ατομισμό, τις στάσεις που καθιστούν την ανθρώπινη επαφή ανειλικρινή. Η Εξάρχου πιάνει τον μίτο του Καβάφη (ποίημα «Όσο μπορείς») και με το σαφές σχόλιο «Όσο μπορέσαμε/ –και πάει λέγοντας–» διαπιστώνει τη μετάλλαξη του αιτήματος για αποχή από την έκθεση «στων σχέσεων και των συναναστροφών/ την καθημερινήν ανοησία», η οποία ευθύνεται για την πλήρη απομάκρυνση από τον συνάνθρωπο, την αντικοινωνικότητα, τον εγωισμό. Το παρενθετικό «–και πάει λέγοντας–» της ποιήτριας, με την ειρωνεία και την αμφισβήτησή του, είναι η πιο πικρή παραδοχή ενός πολύβουου, εν μέσω της επιφανειακής πολυκοσμίας, ατομικισμού.

Η ποιητική συνομιλία της Εξάρχου ήδη εισάγει στη θεώρησή της και το θέμα της ποίησης. Οι αναφορές ποιητικής δεν απουσιάζουν από τη συλλογή, κι όχι μόνο λόγω του διαλόγου με τον Καβάφη. Το κεντρικό ενδιαφέρον της συλλογής για τον άνθρωπο προσλαμβάνει και τη μορφή οδηγίας περί ποιητικής, μέσω αποστροφής προς κάθε ποιητή: «Ποιητή/ […] το βλέμμα/ πέραν του οίκου/ αν θέλεις/ ν’ αξιωθείς/ πτερωτό/ το άρμα». Η ποίηση λοιπόν δικαιώνεται και αποκτά τα φτερά που την απογειώνουν μόνο όταν ο ποιητής εγκαταλείπει την εσωστρέφειά του κι αγκαλιάζει την κοινότητα. Η Εξάρχου επιμένει στο βλέμμα. Η προτροπή «να σε βλέπω/ να με βλέπεις» επιζητά την κατάματη, ειλικρινή αναμέτρηση, που οδηγεί στη συνύπαρξη. Παράλληλα, τα «μάτια καταγής» καθρεφτίζουν την ταπεινοφροσύνη, το χαμήλωμα των τόνων, τη μετριοπάθεια που αποτρέπει τις εκρήξεις, τα «κομμάτια και θρύψαλα». Άλλωστε, οι ίδιες εκρήξεις ανατινάσσουν ακόμη και το ποίημα, αφήνοντας σκορπισμένες «κάτι λέξεις/ που ξέμειναν/ κι αυτές/ δεμένες χειροπόδαρα», αδύναμες να συγκροτήσουν ενότητα. Και, ασφαλώς, η συνύπαρξη δεν μπορεί να εδραιωθεί δίχως τον προσωπικό απολογισμό, την ειλικρινή αυτοκριτική «σε στάση προσοχής/ με στήθος προτεταμένο/ και ψηλά το κεφάλι/ ως εάν ενώπιον/ σημαίας σε έπαρση».

Η Εξάρχου αποπειράται το θαύμα, γνωρίζοντας καλά πως η πορεία προς αυτό διέρχεται απ’ το τραύμα: «Επωμίζομαι/ Σε επωμίζομαι/ Φωνή/ και πάλι/ Φωνή μου/ όταν σε φιμώνει/ το τραύμα/ το χωνεμένο/ σε βαθιές ρυτίδες». Η ίδια μήτρα που διαιωνίζει τη ζωή, γεννά και τέρατα. Κι η πατρίδα-μητρίδα κάποτε ελάχιστα απέχει από τη μητριά. Γι’ αυτό και τα λάβαρα καταλήγουν συχνά στη σιωπή, δίχως κανείς να γνωρίζει αν «Ημέρεψαν/ ή γίνανε λίπασμα πικρό;». Στην αναμέτρηση με την περιγραφείσα πραγματικότητα, η ποιήτρια «επωμίζεται» τη «Φωνή» της συνείδησης και των πλούσιων εκφραστικών της τρόπων, και πορεύεται τον δρόμο προς την έξοδο από την κόλαση του «προπατορικού τραύματος». Η επίγνωση για τη δυσκολία του εγχειρήματος δηλώνει παρούσα. Μα και η αγωνιστική απόφαση είναι μονόδρομος. Γι’ αυτό, έστω κι αν καταλήγει σε αδιέξοδα, επικυρώνεται από την ευχή της ευόδωσης με το επιλογικό, επιβεβαιωτικό της αποφασιστικότητας, «Αμήν».

ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ-ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ

Fractal 25/08/2021

«Δεν παίξαμε κορώνα γράμματα το ανάστημά μας»

Η ποιητική συλλογή της Καλλιόπης Εξάρχου αποτελείται από δέκα ενότητες, μία ενδέκατη ως επανάληψη της πρώτης και μια αφιέρωση που λειτουργεί και σαν επίλογος. Ο τρόπος που διαχειρίζεται η ποιήτρια τις εικόνες της, φλερτάροντας με έναν ευφάνταστο υπερρεαλισμό, μεταμορφώνει τα τοπία και τις εποχές σε συναισθήματα, τα στοιχεία της φύσης μετασχηματίζονται μαγικά σε δυστοπίες της νόησης και λεπταίσθητες ψυχικές ιδιότητες, οι εποχές αντικατοπτρίζουν συνθήκες και καταστάσεις του βίου, οι αντιξοότητες φωτίζουν κρυφές γωνιές της μνήμης και της εμπειρίας. Οι φράσεις περιπλέκονται απρόβλεπτα σε νέους, ευφάνταστους συνδυασμούς ερεθίζοντας την φαντασία του αναγνώστη και εμβαθύνοντας σε συμβολισμούς που ενισχύουν με παράδοξους τρόπους την κυριολεξία, υπονομεύοντας ταυτόχρονα κάθε κοινοτοπία.

Όταν οι λέξεις συνδυάζονται με δεξιοτεχνική ευελιξία και με μια τόσο καθαρή αντίληψη του εσωτερικού ρυθμού, ώστε όχι μόνο οι έννοιες που αποδίδουν αλλά και οι ανακρούσεις των ήχων της προφορικής εκφοράς τους να προκαλούν συγκινησιακές αναταράξεις, η προσπάθεια του μελετητή, του κριτικού ή του αναγνώστη να αναλύσει τον στίχο εξελίσσεται σε μια διαδικασία εξαιρετικά συγγενή με αυτήν της ιατροδικαστικής ανατομίας. Όμως, καθώς η ποίηση αυτή δεν κείτεται νεκρή στο ανατομικό τραπέζι κάποιου κακώς εννοούμενου ακαδημαϊσμού αλλά αντιθέτως σφύζει από ζωή, σπαράζει και ουρλιάζει την αλήθεια της, εκφράζεται όχι μόνο μέσα από τις λογικές συναρμογές των λέξεων αλλά και μέσα από μνήμες, όνειρα, εικόνες και αισθήσεις, μέσα από ήχους μουσικούς που εξερευνούν τις αόρατες συγγένειες των ακουσμάτων με την πηγή του αισθήματος, θα προτιμούσα, αντί να κομματιάσω τον λόγο και να διερευνήσω με αδιακρισία τις μυστικές περιπλοκές των εννοιών, να ξεναγηθώ και να σας ξεναγήσω στον εκθαμβωτικό κόσμο της εξαιρετικής αυτής συλλογής, από τον δρόμο του ενστίκτου και της έκστασης.

Στην πρώτη ενότητα, την Μήτρα\Μητρίδα, η ποιήτρια επιλέγει την λέξη Μητρίδα (την «γη» της Μητέρας αντί εκείνης του Πατέρα, της Πατρίδας), προσδίδοντας στον καταγωγικό τόπο την βαθύτερη ουσία του που δεν είναι άλλη από αυτήν του πρώτου τόπου, της πρώτης κατοικίας όλων μας, της μήτρας. Μιας μήτρας γονιμοποιημένης από τον Πατέρα μέσα από την μαγική διαδικασία της ερωτικής έκστασης. Έτσι, η ύπαρξη της Μητέρας, του πρώτου μας συνδέσμου με τη ζωή, ενώνεται αξεδιάλυτα με τον γενέθλιο τόπο μας αλλά κι εκείνο τον μυστικό, υγρό τόπο που συντίθεται η ζωή. Και καθώς η ύπαρξη, ανυπόφορα παραδομένη στην αλλαγή, πεθαίνει και ξαναγεννιέται διαρκώς, η γενετήσια ορμή στον τόπο της, στην μητρίδα, παρούσα με το ποιητικό της σώμα, το ενισχυμένο από τη μνήμη που συνθέτει συμπαγή, σαν από ύλη, ψυχικά τοπία, ενσαρκώνεται και φορώντας τις αγαπημένες της κινήσεις, τις απλές, ευανάγνωστες, τις οικείες, τις ηδονικές κι αφόρητα ποθητές, τις επαναλαμβανόμενες εις το διηνεκές, «ντύνεται» ανάσταση.

Τα παράθυρα κι οι πόρτες ανοίγουν θριαμβικά από το πρώτο κιόλας ποίημα, το «ανυπόφορο» κλειδώνεται στο υπόγειο και, σαν ευωδιά τριαντάφυλλου, η σάρκα της ανάσας μάς αποπλανεί ώστε εύκολα τα χέρια-παραμύθια της ποιήτριας, να μας τραβήξουν στον οίκο-κόσμο της και να μας γητέψουν με την ευλυγισία και την τολμηρότητα των ανατρεπτικών ποιητικών συλλήψεών της. Κι όταν ίσως κάποτε θα ξαποστάσουν οι κόμποι της αιχμαλωσίας, μια μορφή απελευθέρωσης, μια νέα εκδοχή αντίληψης ίσως ακολουθήσει. Μα πρέπει να έχει έρθει ο καιρός της ωρίμανσης.

Ξεκινώντας από τον γλυκό πνιγμό που προκαλούσαν τα μυστικά του σοφού γλυκού της μητέρας, ενός πνιγμού που αναδημιούργησε την γυναίκα-παιδί ως σώμα απάνθρωπων ερώτων, μπαίνουμε στη δεύτερη ενότητα με τον τίτλο Σώμα\έρωτας. Εκεί, η τελετουργία της ένωσης των σωμάτων στεφανώνεται από την επίμονη αίσθηση της γυμνότητας των ψυχών κι από την αποδοχή της αναπόφευκτης πληγής τόσο πρόθυμα όσο κι η ανάγκη να σταθείς όρθιος όπως σε λιτανεία. Όταν η προσευχή σηκώνεται απ’ τα γόνατα και προχωράει θριαμβικά, χωρίς φόβο και χωρίς ενδοιασμούς, όταν η ικεσία απελευθερώνεται, τότε το σώμα, ακολουθώντας τους δικούς του δρόμους, εγείρεται και εξεγείρεται αλλοπρόσαλλο. Το σώμα λύνει τους δεσμούς του με την ψυχή, αψηφά τη λογική, προκαλεί την έκρηξη που θα το αποκόψει από τις λέξεις τις δεμένες χειροπόδαρα, που θα ανατινάξει τις καθησυχαστικές γραμμές των οριζόντων και που θα το κομματιάσει αναπόφευκτα σαν το σφάγιο μιας θυσίας. Εξερευνώντας αγωνιωδώς τα μυστήρια του έρωτα, η ποιήτρια τον μεταποιεί σε διονυσιακό αναστεναγμό, τον ντύνει άλλοτε με πορφύρες κι άλλοτε μ’ αγκάθια, τον οραματίζεται σαν λύτρωση ή σαν κατατρεγμό, σαν ένα μυστήριο που μπορεί να μας αποκαλυφθεί μόνο αν παίξουμε κορώνα-γράμματα το ανάστημά μας, αν εκμηδενίσουμε την εικόνα μας, αν τα ερωτήματα κι οι θόρυβοι αποσυρθούν για να εισβάλλει θριαμβευτικά η ζωή και να υποχωρήσει, ηττημένη από το «επείγον» του, η έρημος.

Μέσα από την ενότητα Μάτια\Όραση, ένας στίχος με ακινητοποίησε: «Μην ενοχλείτε την χαραμάδα των ματιών, όταν ονειρεύονται». Η ποίηση, από εργαλείο των ποιητών μετασχηματίζεται εδώ σε υλικό ονείρων, σε όχημα για την κατάκτηση της μαγικής εκείνης συνθήκης που υπερβαίνει κάθε όριο και κάθε σύνορο, με όποιο τίμημα… Γίνεται αίφνης ο λόγος ο ποιητικός, υπέρβαση κι ο ποιητής στρέφει το βλέμμα του πάνω από τη γη του και πέρα από τον οίκο του για να αξιωθεί πτερωτό το άρμα, όπως αναφέρεται σε ένα επόμενο ποίημα.

Συγκλονιστικοί κι οι λιτοί στίχοι του ποιήματος της επόμενης ενότητας Στόμα/Φωνή, με τις άστεγες σιωπές, που θέλουν να τα πουν όλα με μόνο ένα στόμα. Πόσες τέτοιες σιωπές δεν έχουμε κληρονομήσει αιώνες τώρα που έφτασαν να αποτελούν συλλογική μας διαστροφή, σιωπές που ουρλιάζουν αλλά δεν ακούγονται ποτέ και που εν τέλει, μάς αποδομούν ή μας επαναπροσδιορίζουν με βίαιους τρόπους, οξύτερους από τον λόγο και τις απολογίες του. Γιατί είναι χαρακτηριστικό αυτό το ιδίωμα της ποιήτριας, να κινείται διαρκώς στα όρια, να χρησιμοποιεί τον λόγο ενάντια στον εαυτό του, να δημιουργεί με πρωτογενές υλικό τις λέξεις, οικοδομήματα άυλα που ορίζουν την ύπαρξή μας, «εξωλεκτικά». Άλλωστε, όλο και κάποιος λυγμός κλείνει το στόμα της σιωπής, οπότε πρέπει σίγουρα να την ακούμε από μέσα προς τα έξω. Σαν μια φράση που λυγίζει προς τα μέσα είναι κι ο εξαίσιος στίχος, «Και ποιος τώρα θα περιθάλψει την αγιότητα των μικρών πραγμάτων», που μας εισάγει σε ένα ακόμα ποίημα αυτής της ενότητας με το πιο απρόβλεπτο και συναρπαστικό ερώτημα. Και λίγο πιο κάτω, μ’ έναν σπαρακτικό σαρκασμό, η ποιήτρια αναλογίζεται το μέγεθος των απωλειών που μεταφράζονται σε ποσά. Τον αριθμό και το βάρος των θανάτων. Για να καταλήξει σε μια φράση-κλειδί, που στεφανώνεται από μια διακριτική αλλά σαφή ειρωνεία: Τελικά έχει πολλή δουλειά εκεί κάτω, στο πέτρινο, το προπατορικό αλώνι. Πάνω στο πτερωτό άρμα που κινούν τα ερωτήματα των συλλογισμών, ισορροπεί με ένα «ίσως» ανάμεσα στα ουράνια και τα γήινα, ορίζοντας τις αντιθέσεις με την ταπεινότητα του εξαίσιου πνεύματος που δεν κομπορρημονεί, που δεν σταματά να αμφιβάλλει, αφήνοντας χώρο, χρόνο και ανάσα στο αντίπαλο δέος, με σεβασμό στην ύψιστη δυναμική της οριστικής του συμφιλίωσης που, όμως, τερματίζοντας τον πόλεμο, υπονομεύει και την ίδια την ύπαρξη. Άλλωστε, η ποίηση ντύνεται ριπή, αδιακρίτως. Προκαλώντας τις λέξεις σε εκδίκηση. Και γι’ αυτό την προτρέπει να αφήσει να ξεραθεί καλύτερα το αίμα, πριν πάρει τους δρόμους. Οι αντιθέσεις που διατρέχουν τους στίχους αυτής της ενότητας, εμπεριέχουν μια άδολη θλίψη τόσο για το αμίλητο και τη σιωπή όσο και για την ανατροπή τους, που ανέλπιδα αλλά και γενναία προσπαθεί να αρθρώσει ένα εξόριστο «αχ». Που μέσα απ’ αυτής της εξορίας το πλέγμα και το σύμπλεγμα, κάτι θα έχει να πει με το επίσης εξόριστο, αμίλητο νερό του πηγαδιού της πατρογονικής αυλής.

Στην ενότητα Χείλη\Φιλί, η παρότρυνση «φιλί φιλί να ανέρχεστε την κλίμακα του μαρτυρίου» αφήνει πίσω της ένα μειδίαμα-αμάλγαμα πόνου και απόλαυσης, όπως όταν το στόμα σταματάει να εκτοξεύει φράσεις κι αφοσιώνεται στην παράδοσή του μέσα από το φιλί. Ένα φιλί που υπόσχεται όλες τις όψεις του μαρτυρίου, αφού, σε αντίθεση με τον λόγο και τις άμυνές του, σφραγίζει επώδυνα την κατάτμηση του όντος.

Στην ενότητα Πνεύμονες\Ανάσα βρισκόμαστε κατευθείαν από το πρώτο ποίημα σε μια συνθήκη που καθορίζεται όχι μόνο από το πέρασμα του χρόνου αλλά κι από τις αντοχές των πνευμόνων. «Μπαίνουμε με τους πνεύμονες ανεμόμυλους και βγαίνουμε με κομμένη την ανάσα». Έχουμε την αίσθηση της ζωής σαν μια ριπή ιερή που συγχωνεύει την στιγμή με την αιωνιότητα, όπως «μια προσευχή δρόμος από το έαρ ως το καταχείμωνο». Μια προσευχή που το περιεχόμενο της θα μπορούσε να καθορίσει ίσως και το μέγεθος της διαδρομής. Η προσευχή λειτουργεί σαν μια παράδοξη μονάδα μέτρησης που μπορεί να ανατρέψει τα πάντα, να μειώσει ή να μεγεθύνει την απόσταση, να ορίσει την μετάβαση σαν ένα στιγμιαίο συμβάν ή σαν ένα περιπετειώδες ταξίδι που διαστέλλει τον χρόνο.

Στήθος/Σθένος είναι ο τίτλος της ενότητας που ακολουθεί και περιλαμβάνει μια σειρά από ποιήματα που με σπαρακτική ακρίβεια μιλούν για την παραπλάνηση της μνήμης, την παντοδυναμία των αισθήσεων, την γενναιότητα, το σθένος και την περηφάνια των θνητών υπάρξεων που ορθώνουν την επιθυμία τους ενάντια στην ανάγκη και στο πεπρωμένο, με το θράσος της «παρεπιδημίας σε στήθη εφηβικά» και μιαν αίσθηση παντοδυναμίας που, όμως, πληρώνεται με το ανάλογο αντίτιμο. Με τον στίχο «Αν δεν κολυμπήσεις στο στήθος του άλλου, πώς θα ακούσεις βαθιά τη βοή του βυθού;», η συνάντηση των σωμάτων αποκτά μια υπόσταση θαλασσινής ευρύτητας και βάθους, αποχωρίζεται την φθαρτή και πρόσκαιρη φύση της για να λειτουργήσει σαν μια δεξαμενή μνήμης κι επιθυμίας. Το στήθος, έδρα της αναπνοής, δοχείο της τροφής της μητρικής και διεγέρτης πόθου, διασώζεται από το χωνευτήρι που ονομάζουμε ζωή ή θάνατο με τρόπο μαγικό. Μέσα από έναν αιρετικό εναγκαλισμό. Μέσα από μια αντίπραξη που αψηφά τους νόμους της φύσης και αιωρείται ανάμεσα στον χρόνο και στην υπέρβασή του. Γίνεται πλοίο και θάλασσα μαζί, πανί που αρπάζεται από το κατάρτι για να παραδοθεί στον άνεμο και να κινηθεί ο κόσμος.

Στην ενότητα Άκρα\Δεσμοί\Δεσμά,ο άνθρωπος απελευθερώνεται και σκλαβώνεται μέσα από μια δυναμική αλληλεπίδραση με το αντίπαλο δέος του. Οι σπασμένες αγκαλιές υψώνουν τα λάβαρα των στιγμών τους, το πόδι, μυθολογικό σύμβολο της ψυχής, αλλάζει διαρκώς ιδιότητες και λειτουργίες, αφήνει οπλισμένο ίχνη ανεξίτηλα, παγιδεύεται κι απελευθερώνεται, αντανακλά το εφήμερο της μνήμης αλλά και το ανεξάντλητο της συστολής, δημιουργεί το έρεισμα για μια σειρά από στίχους αποστομωτικής ωραιότητας και ακαταπόνητης έμπνευσης.

Στην ενότητα Δέρμα\Δέρας, η απολεσθείσα εμφανίζεται με δέρμα ελαφιού κι ένα τεράστιο χαμόγελο που ξεκινάει από το φως το ηλιακό, πηγή της καθαρής γνώσης και του Λόγου, μα απλώνει το εκτόπισμά του ως φως-λύκη στον βυθό, εκεί που κατοικεί συμβολικά το υλικό του υποσυνείδητου, των παθών και του ενστίκτου. Το δέρμα γίνεται ρούχο που το ενδύεσαι και το αποδύεσαι, γίνεται η μεταβλητή της ύπαρξης και του κόσμου, γίνεται εργαλείο μεταμόρφωσης και εσωτερικών διεργασιών, για να καταλήξεις εν τέλει να φορέσεις τον «άλλο», σαν δέρμα.

Ελελεύ είναι μια πολεμική κραυγή μα ταυτόχρονα είναι και κραυγή πόνου ή χαράς, ένας αλαλαγμός ή ένας ολοφυρμός. Τα ποιήματα αυτής της ενότητας συγκινούν με την τρυφερότητα τους που πηγάζει από έναν σκληρό, «χιονισμένο» βίο, από μια κραυγή που γίνεται θρήνος ή από έναν θρήνο που υψώνεται σε πολεμική κραυγή. Η πολεμική κραυγή είναι το σύνθημα και ταυτόχρονα το έρεισμα για να «σε κατοικούν όσοι δεν θέλουν να σου αλλάξουν πόρτες και παράθυρα», να «απαγκιάζεις στην κόχη όπου κοπάζουν οι θάλασσες», να «υπάρχουν κι εκείνοι που δεν λησμονιούνται ποτέ, που αφήνουν το φως ανοιχτό για να μην χάνουμε το δρόμο» και να «σκοντάφτεις στην βολικά στρωμένη ενδοχώρα αφού εν τέλει δεν είσαι για τα ατσαλάκωτα».

Οι γραμματικοί κανόνες ενσωματώνονται στο παιχνίδι για να οριστούν παράδοξα οι θεμελιώδεις ισορροπίες, ενώ τον ρυθμό τον κρατάει αόρατη ορχήστρα. Το στιγμιαίο θαύμα της ζωής, σαν μια εκπνοή, ένα φύσημα που γίνεται χάραγμα, εναποτίθεται ευλαβικά στο «τώρα» χωρίς προεκτάσεις και ματαιόδοξες υστεροφημίες. Και μια εξομολόγηση στο παιδί της ποιήτριας, φέρνει σε αντιπαράθεση την δική της εμπειρία, την πλούσια σοδειά από πληγές χαραγμένες σε πέτρες αρχαιόθεμες, μιας ζωής που δεν συλήθηκε ούτε οριζοντίως ούτε καθέτως, με τη δική του ανάγκη να αντιληφθεί τον κόσμο, να παραπλανηθεί, να γνωρίσει τους όρους από την αυγή τους και να τους αναιρέσει ή να τους διαιωνίσει.

Η Μήτρα\Μητρίδα, η ενότητα της αρχής, επανακάμπτει στο τέλος με ένα συγκλονιστικό ποίημα αναχώρησης που θα μπορούσε να είναι και το εναρκτήριο λάκτισμα για να επιστρέψουμε στην πρώτη σελίδα και να επαναλάβουμε την ανάγνωση, όντας πια ωριμότεροι, σοφότεροι και πιο ευέλικτοι αναγνώστες. Σαν να έχουμε έναν κύκλο-φίδι που, ενώ ετοιμάζεται να κλείσει δαγκώνοντας την ουρά του, αίφνης, με την υπόσχεση της επιστροφής, «όταν τα βήματα χορτάσουν αίμα», την μετατοπίζει ελαφρά και με έναν μετεωρισμό μετακινείται στην υψηλότερη στιβάδα, προσφέροντάς μας την ευελιξία μιας σπείρας. Σαν αφιέρωση που ενώνει τον αναγνώστη με την δημιουργό μέσα από την εκ βαθέων επικοινωνία της ποίησης και σαν αποχαιρετισμός οι τελευταίες φράσεις: «Στα θραύσματα, στις αναγνώσεις τους, στα κουράγια μας. Αμήν»

Δεν μπορώ παρά να ξαναφέρω στην μνήμη μου, τελειώνοντας αυτό το ηδονικό και αποκαλυπτικό ταξίδι στη χώρα-σώμα αυτής της συλλογής, κάποιες φράσεις που με συντάραξαν. Όπως το «να ξαποστάσουν οι κόμποι», το «σώμα απάνθρωπων ερώτων», την «ακάθιστη πληγή σαν λιτανεία», εκείνο το «δεν παίξαμε κορώνα γράμματα το ανάστημά μας», τις «αβάσταχτες λέξεις», το «προπατορικό αλώνι», το «τραύμα χωνεμένο σε βαθιές ρυτίδες», την «έφιππη φωνή». Υλικά ποίησης στιβαρής και καλοδουλεμένης που τρίφτηκε στις μυλόπετρες της υψηλής λογοτεχνικής αντίληψης, της ψυχικής υπέρβασης και της εύστροφης περισυλλογής, για να αποδοθεί στον αποδέκτη της λεία και ταυτόχρονα ακανθώδης, με σχήμα ευφάνταστο αλλά και ευκίνητα μεταβλητό, με περιεχόμενο κατευναστικό και ταυτόχρονα διεγερτικό, ανατρεπτικό, που όμως ξεπηδάει ολοφάνερα από την αρχετυπική πηγή μιας αρχαίας και πανανθρώπινης γνώσης.

Διαβάστε αυτή την ποιητική συλλογή και ξαναδιαβάστε την. Μετά, θα είστε πλουσιότεροι.

.

Μάχιμα χείλη 2014
ΚΟΥΛΑ ΑΔΑΛΟΓΛΟΥ

Diastixo 21 Μαρτίου 2015

Σκέφτηκα να φορέσω/ μια χάντρα μνήμης/ Λένε ότι κάνει θαύματα/ ειδικά αν είναι στο χρώμα της θάλασσας/– έτσι κι αλλιώς γαλάζιες/ ήταν πάντα οι πτυχές/ των ονείρων μου – «Χάντρα» (σελ.45)
Ένας κόσμος ονείρου που φωτίζεται από γαλάζια χάντρα. Που προσπαθεί να ορίσει τον έρωτα. […] μοναξιά ως έρημος/ Ανυπεράσπιστη/ Ανεπίστρεπτη/ Ωραία/ Ως θάνατος (σελ.14). Ώσπου, με τρυφερότητα η στραγγισμένη σάρκα αναβαπτίζεται στην κοίτη του ποταμού, ξεπροβάλλουν τα στήθη προτεταμένα, όλο το σώμα τεντωμένο σε μια προσμονή, να ηχήσει με ένα τραγούδι ηδονής.
Τα Μάχιμα χείλη είναι η πέμπτη ποιητική συλλογή της Καλλιόπης Εξάρχου, η οποία δοκιμάζεται και σε άλλα είδη λόγου: στην πεζογραφία αλλά και στον θεατρικό και στον επιστημονικό λόγο – επίκουρη καθηγήτρια Θεατρολογίας, άλλωστε, στο Τμήμα Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Α.Π.Θ.
Στην πρόσφατη συλλογή της, στην οριοθέτηση του ποιητικού ερωτικού κόσμου βοηθούν χάρτες οδικοί, χάρτες πορείας. Από το συν (συνεγείρει, συνυφαίνει, συν-χωρεί, συνεύρεση, συν-πόρευση) στο στερητικό α- και στο α-συν-τρόφευτο, και στο άνευ και στην απο-συν-άγωγη, και τούμπαλιν, γιατί κυκλικός μοιάζει να είναι ο κόσμος του ποιητικού υποκειμένου –«του κύκλου τα γυρίσματα που ανεβοκατεβαίνουν», για να θυμηθούμε τον Ερωτόκριτο– όπου όλα να κορυφώνονται, να λιγοστεύουν, να χάνονται και να ξανακερδίζονται. Καθότι αγωνίζονται τα μάχιμα χείλη να αγνοήσουν τα σημάδια που προμηνύουν κακοκαιρία και με ελπίδα, αλλά και άνευ ελπίδας, επιμένουν να εμπιστεύονται το μυστικό/ των μάχιμων χειλιών/ που τα βυζαίνεις/ και σε τρέφουν/ και σε κάνουν/ μεγάλο και τρανό (σελ.59). Αγωνίζονται να κρατήσουν του έρωτα τα ανθισμένα φιλιά, που διατοξεύουν μικρή επίγευση ψυχής.
Ο έρωτας προσεγγίζεται με την αφή. Στα ποιήματα προς το τέλος της συλλογής, καθώς η κίνηση γίνεται ανοδική προς μια κορύφωση, το σώμα υπερασπίζεται το σώμα, πλήρες πόθου γίνεται κομμάτια, σαν θυσία.
Έτσι, προσεγγίζεται ο τόπος του έρωτα, μάλλον ο «ερωτευμένος τόπος», και το ποιητικό υποκείμενο τείνει να γευτεί το φως το ντροπαλό/ το σχεδόν κόκκινο. Με την ελπίδα να φθάσει και να μείνει εκεί χωρίς επιστροφή. Όμως τι σημασία έχει που ο ερωτευμένος τόπος έχει ημερομηνία παραμονής και σύνορα που κλείνουν; Τι είναι προσωρινό, άραγε, όταν η στιγμή έχει την ανείπωτη ένταση; Όταν εκείνος ξέρει το σώμα και το δέχεται ως έχει, και το διασχίζει με φιλιά και το αναρριχά με θωπείες! Ώστε το ποιητικό υποκείμενο να πει, πρώτη φορά στο α’ πληθυντικό πρόσωπο, πρώτη φορά στο εμείς: Έτσι ποτίζουμε εμείς τον Έρωτα/ – χείλη με χείλη (σελ.58).
Ωστόσο, η αμφιβολία ταράζει τη βεβαιότητα. Κουράζεται ο έρωτας που έμοιαζε αλώβητος; Το ποιητικό υποκείμενο παρατηρεί εικόνες καθημερινές της κόπωσής του: πρησμένα πόδια, λυγισμένα χέρια, ματωμένα χείλη. Για να εκφράσει την απορημένη θλίψη: κι εγώ τον νόμιζα υπεράνω… (σελ.60).
Τότε είναι που έρχονται στις παρυφές του κόσμου αυτού, του ερωτικού τόπου, το σκοτάδι και οι επισκέπτες της μνήμης. Οι μνήμες φέρνουν τους απόντες, αυτούς που ζουν ακόμα και αυτούς που πέρασαν απέναντι. Ο οίνος γίνεται χοϊκός, σπονδή στην απώλεια. Και το σκοτάδι μοιάζει να κερδίζει τη μάχη, μια που τα ερέβη γνωρίζουν/ καλύτερα τα κατατόπια. Κι εκείνος ο έρωτας, μολονότι σπρωγμένος από τη γλύκα του κρασιού, μένει μαζεμένος, δεν διεκδικεί την υπεροχή του. Για να φιλοσοφήσει το ποιητικό υποκείμενο τα σχετικά με τη ζωή, πως έτσι είναι, μια του ύψους μια του βάθους, αλλιώς πώς θα υπήρχε ισορροπία (σσ.31, 63-64).
Και μέσα στην ταραχή του προσπαθεί να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς με την αμφιθυμία και προκαλεί το σώμα να διαλέξει ανάμεσα στη γεύση και στη γνώση (σελ.39). Να επιλέξει ένα από τα δυο, από την αρετή ή την αυθάδεια των επιθυμιών (σελ.42). Έτσι ξαναγυρνά ο τροχός. Οι μνήμες των απόντων αντιπαλεύουν με το παρόν του έρωτα.
Ο έρωτας προσεγγίζεται με την αφή. Στα ποιήματα προς το τέλος της συλλογής, καθώς η κίνηση γίνεται ανοδική προς μια κορύφωση, το σώμα υπερασπίζεται το σώμα, πλήρες πόθου γίνεται κομμάτια, σαν θυσία. Μέσω της ελπίδας ανασυσταίνεται, προσδοκά και αγγίζει το αντικείμενο του έρωτα: άπαν, με μια θωπεία συνολική, το υποδέχεται με «χάδια στα χέρια». Είναι σαφής η κυριαρχία της αφής σε όλη τη συλλογή, προσδίδοντας την αναγκαία σωματικότητα στη συγκρατημένη ποιητική έκφραση.
Όλη η αντίθεση ανάμεσα στον έρωτα και στην απώλεια εκφράζεται με ένα πλήθος προθέσεων και επιρρημάτων. Η επιλογή αυτή δίνει στη γλώσσα των ποιημάτων ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Από τη μια η αίσθηση μιας λογιότητας καθόλου ενοχλητικής ή ψυχρής, γιατί ταυτόχρονα με τις επιλεγμένες λέξεις ψαύονται μικρές και δυσπρόσιτες γωνίτσες της ψυχής και των αισθημάτων, κι από την άλλη μια σοφή αποστασιοποίηση, ώστε το σώμα που καίγεται να ισορροπεί στην έκφραση του πάθους, των ορίων και των φόβων του. Να προσθέσω εδώ και την ύπαρξη της παρήχησης, του μ και του χ, στον τίτλο: μάχιμα χείλη. Οι παρηχήσεις αναφύονται σε διάφορα σημεία της συλλογής, με επανάληψη συμφώνων και συμπλεγμάτων. Αναφέρω δύο δείγματα ακόμη. Παρήχηση του φ-φρ: φρεσκάδα/ ούτε ένα φωνήεν/ από κείνα τα αλαφροΐσκιωτα (σελ.18). Παρήχηση του χ: να χωρούν/ τρεχάμενο χυμό (σελ.30).
Η συλλογή είναι μια σπουδή στον έρωτα και στον θάνατο, και στα μεταξύ τους όρια. Το τελευταίο ποίημα ονομάζεται «Διαθήκη», ας μην ξεγελάσει τον αναγνώστη ο τίτλος, δεν είναι ποίημα μελαγχολικό, με την αίσθηση του τέλους, αφού τον έρωτα και πάλι εξυψώνει. Όσο η ύπαρξη διαρκεί, θα ορίζεται από τον έρωτα, εφόσον η ύπαρξη εξισώνεται σχεδόν με το ερωτικό αίσθημα: Μόνο/ το ερωτοχτυπημένο/ σώμα μου/ ίσως/ αφήσει διαθήκη/ προς αποκατάσταση/ της αληθείας του/ Αυτήν που δεν τόλμησε/ να κατονομάσει/ στο ανοικτίρμον τώρα/ […] «Έζησε, ερωτεύτηκε/ και πέθανε»/ θα πούνε/ όταν δεν θα ‘μαι εδώ/ Τίποτε λιγότερο/ τίποτε περισσότερο («Διαθήκη», σελ.76).
Ο κύκλος μένει στο ανέβασμα, καθώς κλείνει η ανάγνωση. Με ένα μικρό χαμόγελο θλίψης και πίκρας στην άκρη των χειλιών, αλλά με κυρίαρχη την αίσθηση ότι το ποιητικό υποκείμενο καταφέρνει να δώσει στη ζωή την απαραίτητη κατάφαση, ως αποτέλεσμα μιας μάχιμης ερωτικής διάθεσης.

ΕΥΤΥΧΙΑ-ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΛΟΥΚΙΔΟΥ

Ο Αναγνώστης

Έχουν οι λέξεις ηλικία; Όχι οι άνθρωποι έχουν ηλικία, καμιά φορά και οι ουρανοί που αυθαίρετα και αναιδώς αποφασίζουν να την αλλάξουν, για να υποκύψουν οι άνθρωποι «στη μάνητα των φθόγγων». Η Καλλιόπη Εξάρχου με το βιβλίο αυτό δείχνει αποφασιστική μες στα διλλήματά της. Έχοντας αποδεχτεί εκ προοιμίου την ήττα της ως νίκη, αποφασίζει να ορθοτομήσει και να διαμοιράσει τα τραύματα, όπως θα έκαναν μετά τη μάχη οι πολεμιστές. Λες και μια επιτακτική προθεσμία την αναγκάζει να ταξινομήσει τις εκκρεμότητες, να καταγράψει τις απώλειες, να τις αποδεχτεί, να κλείσει θαρρείς τα ανοιχτά ζητήματα που ταλανίζουν την ψυχή της. Σκιαγραφώντας μας τους άξονες που ορίζουν την προβληματική της

1. Η ποίηση και ο λόγος ως πράξη αντίστασης στην αφωνία των καιρών

2. Το σώμα και η σχέση έλξης-άπωσης που βιώνει με τον έρωτα

3. Ο χρόνος, ως ελάχιστη πύκνωση του φευγαλέου μες στη μικρή στιγμή
αποφασίζει να ασχοληθεί με την πράξη της γραφής και να μιλήσει για την απαιτούμενη προεργασία: εξημέρωση, ανασκαφή, ξεδιάλεγμα-πέταγμα, σπορά, ωρίμανση στο σκότος και πίστη κυρίως στην υπόσχεση που δίνουν οι λέξεις για τον επιτυχή πολλαπλασιασμό της Τέχνης εντός τους.
Αναγνωρίζει και παραδέχεται, για να μην πω αυτόβουλα ομολογεί, ότι η Ποίηση γυρεύει θολωμένους και αδίστακτους, άφοβους και τολμηρούς, σταθερά ασταθείς και αναποφάσιστους, ψυχές που αψηφούν τον νόμο της βαρύτητας και αντιστέκονται με το βαρίδιο των φτερών τους στην ελαφρότητα του κόσμου. Αποστρέφεται τους γήινους και τους ρεαλιστές, τους υπολογιστές και καιροσκόπους και τάσσεται με τη μερίδα εκείνων που, όταν τους λιγοστεύει η ανάσα, εκείνοι ξεντύνονται τη στενή φορεσιά και ντύνονται την αιρετική περιβολή των ανυπόδητων αλλά ελεύθερων ονείρων. Καταγγέλλει τους άφωνους, τους ηθελημένα σιωπηλούς που διαθέτουν ένα σιγαστήρα στη θέση του στόματός τους και προειδοποιεί:

«Τα απόμακρα στόματα / φοβού / που σ’ εξορίζουν / από τη γλώσσα σου»

(Λόγος παραινετικός)

ενώ για τις δύσκολες ώρες της αφωνίας συμβουλεύει:

«Αν σε εγκαταλείψει / η λαλιά σου / σκάψε στα βράγχια των ψιθύρων» (Σημάδευσε)

Τον λόγο λοιπόν επικαλείται και αυτόν προτείνει ως ύστατη πράξη συνέπειας του όντος απέναντι στη φύση του και στον προορισμό του. Και είναι αποφασισμένη τίποτα να μη σταθεί εμπόδιο σ’ αυτό. Τη γλώσσα λοιπόν και τις δυνατότητές της αποτολμά να διευρύνει, επεμβαίνοντας με ενέργεια ακόμα και διαγραφής εκείνων των λέξεων που ανακόπτουν τούτη την επέκταση, παραπέμποντας με έναν τρόπο στο «δεν» και στο «αδύνατον» του Ελύτη.

«Πειράζει / να ελαφρύνω / τα λεξικά / από μερικά εμπόδια; / Να μη σκοντάφτω στο «αδύνατον» / να μη με πληγώνει / το «αποκλείεται» / Είναι που θέλω / να φαρδύνουν / οι αρτηρίες μου / να χωρούν / τρεχάμενο χυμό» (Απαλείψεις)

Η γραφή ως διαμαρτυρία και ως μνημείο, με την έννοια της διάσωσης της κραυγής ή αλλιώς της απόπειρας να χαρτογραφηθεί η ουτοπία, αποτελεί για την Εξάρχου την ενάρετη θέαση του κόσμου σε αντίθεση ενδεχομένως με «την αυθάδεια του σώματος», όπως η ίδια αναφέρει.
Την ποίηση ωστόσο ως απώτατο προορισμό των λέξεων αλλά και ως αντίποδα στων ημερών την αφασία, τη βάζει να συνομιλεί με τον έρωτα. Με άλλα λόγια, ανοίγει μια συνομιλία με το σώμα της γραφής στήνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο μια γέφυρα επικοινωνίας και πρόσβασης στο ερωτικό σώμα, το οποίο μάλιστα αποκωδικοποιεί και μεταγράφει. Κατορθώνει έτσι με όχημα τις μεταφορές να μεταφέρει τον πόθο και, αντί για την ηδονή, να μεταπλάσει την απελπισία και την οδύνη σε τόπο προορισμού.

«Δεν χάνω τις ελπίδες μου / όταν το σώμα σου μιλά και ακούει το δικό μου /Δεν χάνω το κουράγιο μου / όσο η γλώσσα σου / τη γλώσσα μου σμιλεύει / Δεν μπορώ να φανταστώ αλλιώς / ούτε τις λέξεις / ούτε τον προορισμό τους». (Προσδοκίες)

Η επαφή-αφή με το άλλο σώμα μετουσιώνεται σε σωτηρία και σωσίβιο, καθιστώντας την αγκαλιά ένα καταφύγιο, η απουσία του οποίου απειλεί με αφανισμό την ύπαρξη που είναι εκτεθειμένη στα όνειρα και μετεωρίζεται στον κίνδυνο.

«Εγκαταλείπομαι σαν τον πολεμιστή που επιστρέφει / από όλους τους πολέμους / Από μιαν αγκαλιά / κρέμεται η ζωή μου / Από ένα φιλί / κι ένα αστέρι / Εκεί το μήλο / εκεί και ο πειρασμός».

Η επιθυμία για την Εξάρχου είναι θηρίο ανήμερο που πρέπει να εξημερωθεί, σαν άλλη μια αναγκαστική υποχώρηση της ύπαρξης απέναντι στη λογικοκρατούμενη τρέχουσα ηθική που κατορθώνει να εξορίσει τα «θέλω» ή στην καλύτερη περίπτωση να τα στριμώξει στις στενές γραμμές μια πρότασης ποιητικής, έτσι για την τιμή των όπλων, να μοιάζει ότι πάλεψε κάπως να αντισταθεί.
Ένας συμβιβασμός που έστω και μέσα από την ασφάλεια του ποιητικού λόγου προτείνει μια εξέγερση, μία επανεκκίνηση της ασάλευτης ζωής.

«Τη ζωή σου / σού επιδίδω / Ανακεφαλαίωσέ την / εξ απαλών ονύχων / μήπως και καταλάβεις / πώς / πού / πότε / βολεύτηκαν οι πληγές / Σήκωσέ την / από το κρεβάτι / να κάνει μια βόλτα / να ξεμουδιάσει την ασφάλεια / να δει νέους πόθους / να εκπλαγεί / να φοβηθεί / να συντριβεί / Αν αντέξεις / θα συμπεριληφθείς στους νικητές / Αν όχι / καλά να ’ναι / οι ηττημένοι / Κρατούν / κράτος εν κράτει / ασάλευτο / τον κόσμο» (Επίδοση)

Το σώμα στην ποίηση της Εξάρχου βιώνει την ταλάντευση. Μια αέναη παλινδρόμηση από την ενοχή στην αθωότητα. Ένα μπρος-πίσω βασανιστικό που απ’ τη μια φλερτάρει με την αποδοχή κι από την άλλη μάχεται την ίδια την απόφασή του. Το σώμα δυστυχώς υφίσταται τα παιχνίδια του μυαλού και την άρνηση του κατόχου του να πάρει θέση καθαρή απέναντι στα «θέλω» του. Διχασμένο το παρουσιάζει η Καλλιόπη και αμφίθυμο. Από τη μια να είναι έφηβο κι από την άλλη, από τη σοφία της γνώσης επηρεασμένο, να υποκύπτει στον συμβιβασμό. Πρόκειται για το συμβιβασμό με το προχώρημα του χρόνου και τα πολλαπλά διαπιστευτήρια που αυτός αφήνει επάνω στο σώμα μας. Δεν είναι όμως τελικά το σώμα εκείνο που ευθύνεται. Αυτό, απλώς υφίσταται τη δική της άρνηση να το αφήσουμε ελεύθερο συμφιλιωθεί με τις ανάγκες και τις επιθυμίες του. Κι εδώ συντελείται η αδικία. Ένα μυαλό σοφό, του ίδιου του ποιητικού υποκειμένου, το οποίο μάλιστα ξέρει καλά να ερμηνεύει και εμπεριστατωμένα να επιχειρηματολογεί, αυτό λοιπόν το μυαλό να βάζει ένα σώμα ανίσχυρο να μάχεται με τις αντιφάσεις του. Ένα σώμα – δίλλημα που μεταξύ σοφίας και στοχασμών εφηβικών στέκεται αμήχανο απέναντι στην προσαρμογή σε νέες καταστάσεις. Η ποιήτρια ψηλώνει με το ψήλωμα του νου και αντιμάχεται τον χρόνο και την επέλαση της φθοράς. Απέναντι λοιπόν στον αιφνιδιασμό των ρυτίδων εκείνη για αντιπερισπασμό άνθη φυτεύει στις κοιλότητες, μόνο που αυτό περιορίζεται να το κάνει με την ποιητική ιδιότητα και μόνο, με τη βοήθεια της οποίας μάλιστα καταγγέλλει και επικρίνει τους δειλούς.

«Με την απορία / θα μείνω / για τον δισταγμό / των ανεπίδοτων περιπτύξεων / Λέτε να μοιάζουν / με τον ρεμβασμό / των άγραφων λέξεων;…»

Κι αλλού:

«Φοβάστε / -και αναρωτιέμαι γιατί- / το ιλιγγιώδες βήμα / Δεν γνωρίζετε / πού οδηγεί / Και λοιπόν; / Τι κακό κι αυτό / με τα σημεία αναφοράς / Λίγη ανισορροπία σας αναλογεί / πίσω από τις κρυφές πόρτες / του ατελούς / και τρέμετε / μην και σας μεταθέσουν / στη Χώρα των Θαυμάτων…» (Δειλία)

Αλλά κι οι εραστές στην ποίηση της Εξάρχου είναι συνήθως φοβισμένοι, γι’ αυτό και το φιλί «έναστρο γλυκό του κουταλιού» κάποτε «τη νύχτα της μετάληψης» πέφτει κάτω κατά λάθος όταν εκείνοι αποχωρούν. Στη συνείδηση της ποιήτριας ο έρωτας είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την ενοχή, τον πόνο και βέβαια με τα υπέρογκα ποσά, τα δυσβάσταχτα τιμήματα που οφείλει μέχρι δεκάρας να επιστρέψει πάραυτα, εξαργυρώνοντας με αίμα και με τύψεις το λίγο φως που αντίκρισε κατά τη διάρκειά του. Επινοεί λοιπόν έναν τόπο, τον «Ερωτευμένο τόπο», προκειμένου να εγκαταστήσει εκεί τον «απάτριδα Έρωτα», όπως τον αποκαλεί, στον οποίο τόπο ζητά να πάει χωρίς επιστροφή. Όσο διαβάζεις τα ποιήματα της συλλογής νιώθεις πως γράφτηκαν μόνο και μόνο για να ζητήσουν την έγκριση, την παραχώρηση ή τη συγκατάθεση -όχι όμως των άλλων- αλλά του ίδιου του ποιητικού υποκειμένου, ώστε να του επιτραπεί το μήλο και ο πειρασμός. Θαρρείς και η πράξη της γραφής με το κοφτερό της μαχαιράκι έχοντας ξεφλουδίσει το σώμα και έχοντας φτάσει μέχρι την ψυχή και τα γυμνά της τραύματα, ελπίζει κατά βάθος πως κάποιοι μπορεί και να τη σπλαχνιστούν. Στην πραγματικότητα, μια διαβεβαίωση ζητά να εξασφαλίσει, μια άφεση ή μια επίσημη υπόσχεση ότι θα της συγχωρεθεί η προσχώρηση στο στρατόπεδο των ερωτευμένων σωμάτων και θα αποφύγει την επίκριση.
Το σώμα της ωστόσο είναι αυτό που γράφει αντ’ αυτής μια «διαθήκη προς αποκατάσταση της αληθείας του», μια διαθήκη η οποία όπως όλα τα «θέλω» και οι ερωτικές της επιθυμίες θα μείνει και αυτή ανεπίδοτη.

Το σώμα σκοπεύει να την πάρει μαζί του «να γίνει λίπασμα / να βγάλει λουλούδια / να μυρίσει ο αγέρας / να σηκωθούν οι άνθρωποι / να μην υπάρξει ξανά / παρεξηγημένο σώμα / του πάθους και της απωλείας». (Διαθήκη)

Το σώμα της γραφής, πλήρες σωμάτων και ερώτων, αλλά και το σώμα του έρωτα διάστικτο από «κρύπτιες στιγμές» που μόνον οι ποιητές ξέρουν να διασώζουν συνυπάρχουν σε τούτη τη συλλογή και τρυφερά αλληλοεξοντώνονται, για να επικρατήσει τελικά η ελάχιστη ανάσα που βγαίνει από δύο, κατά τ’ άλλα, μάχιμα χείλη.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΠΟΥΡΑΣ

Diavasame

Αειθάλλων ρομαντισμός, πεσιμιστική αισιοδοξία μάχιμη, εξιδανικευμένη ερωτική ορμή. Το σώμα τοπίον συμβιβασμένου Έρωτος, φυλλοβόλον (σελ. 39-40). Η απουσία του Άλλου, του έτερου δηλώνεται σαφώς (σελ. 40). Απόπειρα συγκαλύψεως της λοξότητος σκέψεως και λογισμού (σελ. 27). Τα περισσότερα είναι ποιήματα ποιητικής. Μοναξιά χαμένη μεταξύ ρεμβασμών (σελ. 50) και δειλίας (σελ. 51). Η κοινωνική ανάγκη του Υπερεγώ για την τήρηση των προσχημάτων (σελ. 53). Αλλά κι η νοσταλγία για το Πρωταρχικόν Φάος, το Πυρ το λυτρωτικόν (σελ. 54). Η ερωτική ορμή μόνον ως εξιδανικευμένη μπορεί να γίνει αποδεκτή (σελ. 61-62). Απαγορευμένος, κρυφός, παράνομος ο έρωτας, προσελκύει μάρτυρες κατηγορίας (σελ. 66). Οι εραστές είναι φοβισμένοι (σελ. 65), ενοχοποιημένοι, κυνηγημένοι. Τηρούνται τα προσχήματα (σελ. 53). Λεκτική εκτόνωση του ερωτικού (σελ. 73). Το στόμα αντί για φιλιά εκπέμπει ντροπαλές λέξεις (σελ. 46, 59, 69). Η αφή εμφανίζεται μόνον στη σελίδα 70. Η αφηγηματική φωνή δηλώνει ότι αμέλησε να ζήσει, στη «Διαθήκη», στο καταληκτικό ποίημα αυτής της συλλογής της καθηγήτριας θεατρολογίας στο Τμήμα Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Είναι περίεργο το τυπογραφικό λάθος της σελ. 76: «ανικτοίρμον» αντί του ορθού «ανοικτίρμον». Γλώσσα λανθάνουσα; Αν σκεφτείς ότι η γλωσσοπλαστική της ποιήτριας δεν είναι κραυγαλέα, αφού εντοπίζεται κυρίως στο «αγγελόπτερος» της σελ. 60, μάλλον για υποσυνείδητο λάθος πρόκειται. Δεδομένου ότι η έκδοση είναι ιδιαίτερα επιμελημένη, όπως φαίνεται στο σωστό «ωρίμαση» (σελ. 9) αντί του λανθασμένου, αλλά συνηθισμένου, «ωρίμανση», αυτό το «ανικτοίρμον» μπορεί να εκληφθεί ως το δαιμόνιον που επαληθεύει τη θεότητα (από το ρήμα θεώμαι). Φειδωλή η ποιήτρια σε εκζητήσεις και ακροβασίες. Απλός, ψιθυριστός ο λόγος της. Εξομολογητικός, σχεδόν καθημερινός. Μόνον ένα ενδιαφέρον οξύμωρο εντόπισα στη σελ. 68: «Θυσιαστική πράξη εξ αμελείας αποφαίνεται ο ιατροδικαστής και τραβάει το δέρμα μέχρι το κεφάλι». Υπέροχο.
Σε γενικές γραμμές, αμφιταλαντεύτηκα ως συνδημιουργός επαρκής αναγνώστης ανάμεσα στη μόρφωση της ποιήτριας και στη ρομαντική επιφυλακτικότητα του λόγου της. Σχεδόν ρετρό, χωρίς να είναι απαραίτητα παλιομοδίτικη. Αυτή η αρρώστια της νοσταλγίας επικεντρώνει τη λέιζερ ακτίνα του νοητικού μας σε ένα εξιδανικευμένο άχωρο παρελθόν, μετατοπίζει το διακύβευμα στον χώρο της ουτοπίας, απέχει δηλαδή από το τώρα. Τολμώ να πω, σαν τον Καβάφη (στο ποίημα του «Κρυμμένα», «κανένας άλλος καμωμένος σαν εμένα / βέβαια θα φανεί κ’ ελεύθερα θα πράξει»), ότι όταν έρθει ο χρόνος (σύντομα ελπίζω – ακόμα κι αν δεν ζούμε πια εμείς) που ο έρωτας θα γίνει απλός, συναινετικός και ειλικρινής, τότε παρόμοια ποιήματα θα είναι υλικό για ερευνητές, αφού η Ζωή θα έχει νικήσει, υπερβεί και υποσκελίσει τη ρομαντική Τέχνη και Ποίηση…

ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΡΟΥΜΠΑΣ

Ζωογόνα μαχητικότητα

Στην «πολιτεία των ποιητών», όπου δεν χωρούν όσοι υποτάσσονται στον «νόμο της βαρύτητας» απορρίπτοντας τα «θροΐσματα φτερών», τα μάχιμα χείλη έχουν τον πρώτο λόγο. «Μάχιμα χείλη» τιτλοφορεί την πέμπτη της ποιητική συλλογή η Καλλιόπη Εξάρχου, παρέχοντας μια εύκολη υποψία κάποιας ερωτικής δραστηριοποίησης. Όμως η ποιήτρια δεν περιορίζεται μόνο στην ερωτική διάσταση και συνθέτει ένα πολύσημο οικοδόμημα. Ποια είναι, λοιπόν, τα μάχιμα χείλη, «που τα βυζαίνεις/ και σε κάνουν/ μεγάλο και τρανό»; Είναι τα χείλη απ’ τα οποία κρέμεται κανείς, καθώς μιλούν κι αντιστέκονται; Είναι τα χείλη που εκφέρουν μαχητική ποίηση; Τα χείλη που προβλέπουν τις «δυσοίωνες βροντές»; Ή μήπως όντως, εντέλει, τα ερωτικά χείλη, που βαθαίνουν τη διαπροσωπική σχέση μέσω του έντονα υπονοούμενου ερωτισμού από το «βύζαγμα» των χειλιών;
Η απάντηση της Εξάρχου στα ερωτήματα περιλαμβάνει όλες τις προηγούμενες εκδοχές. Φαίνεται, μάλιστα, πως όλες οι άλλες εκδοχές περιέχονται σε εκείνη της ποιητικής δημιουργίας, αφού οφείλουν την ύπαρξή τους και περικλείονται «στη μάνητα των φθόγγων». Τα «οινοχόα χείλη» θολώνουν το ποτήρι, θαμπώνουν τα προοριζόμενα μόνο για τις «νοικοκυρές» «καθαρά κρύσταλλα», παραδίδονται στη μεθυστική θολούρα του οίνου, στην έκσταση, στην ψυχική ανάταση που προκαλεί όχι, τελικά, η γλυκιά ζάλη ή η άγρια μανία του αλκοόλ, παρά η ίδια η γλώσσα και η ποιητική έκφραση.
Τα θετικά συναισθήματα που αποπνέει η ποίηση αποδίδονται στη ζωογόνα μαχητικότητά της. Όποιος αδυνατεί να την αντέξει, νυχτώνει μοναχικός σαν έρημος. Η Εξάρχου απορρίπτει την αδιάφορη, στατική ζωή, που δεν προσφέρει καμία συγκίνηση και περιορίζεται μόνο στην άγονη ανάμνηση των περασμένων. Οι μνήμες είναι οι «Θρυαλλίδες/ ενός απολιόρκητου βίου/ που επιμένει/ να παραδίδεται μόνο στη μνήμη τους». Το σχόλιο αναδεικνύεται από τον εμπνευσμένο τρόπο με τον οποίο πραγματώνεται η ποιητική λειτουργία: το αντικείμενο λόγου εμπίπτει στη λειτουργία του ίδιου του τού εαυτού, καθώς οι αναμνήσεις παραδίνονται στο γεγονός της ανάμνησής τους.
Η έξοδος από το τέλμα τούτο δεν μπορεί να επιτελεστεί μέσω μιας συντηρητικής διαχείρισης των πληγών, γι’ αυτό και η Εξάρχου επιμένει ότι πραγματική ζωή είναι εκείνη που επιζητά «να εκπλαγεί/ να φοβηθεί/ να συντριβεί». Και μόνο όποιος αντέχει στις δοκιμασίες συγκαταλέγεται στους νικητές. Το άγνωστο δεν είναι απειλή, κατά την ποιήτρια· είναι η «Χώρα των Θαυμάτων». Εκεί πλουτίζουν τα μάτια, κι ας μοιάζει το σκηνικό βροχερό κι αντίξοο. Άλλωστε, «Τα ουράνια τόξα/ είναι ορατά/ μετά από βροχή/ Και μόνο τότε». Οι υπόλοιποι, που, στη δειλία τους, δεν ακολουθούν, τι επιλογές έχουν; «Κλειδώστε/ αμπαρώστε/ για να έχετε την ησυχία σας», σημειώνει επιτιμητικά η ποιητική ηρωίδα.

Τα σχόλια της Εξάρχου προκύπτουν σε πολλές περιπτώσεις απ’ τις ποιητικές της συνομιλίες με προγενέστερους ποιητές. Η ποιήτρια σπέρνει ενδείξεις μιας υπόγειας συνομιλίας με την Κική Δημουλά, που καταλήγει μάλλον στην πρόταξη μιας εκ διαμέτρου αντίθετης κοσμοθεωρίας από εκείνη της Δημουλά. Έτσι, αντί των αναμνήσεων που διακινούνται στη δημουλική ποίηση κυρίως μέσω της θέασης και του ποιητικού σχολιασμού φωτογραφιών, η Εξάρχου προτείνει την έξοδο από το κλουβί του παρελθόντος και την αναμέτρηση με τη ζωή· αντί της γυναίκας νοικοκυράς, που αναμετριέται με τη σκόνη και τα δεσμά στα χέρια της από μια φαλλοκρατική κοινωνία, η Εξάρχου διεκδικεί τη δοκιμασία και τη νίκη, απορρίπτοντας τους «ηττημένους» που «Κρατούν/ κράτος εν κράτει/ ασάλευτο/ τον κόσμο». Κι ίσως η συνομιλία αυτή να αποκαλύπτεται με διαύγεια στην ειρωνική παραδοχή της Εξάρχου πως δεν έχει κανένα σημείο επαφής με τους «αρματωμένους», που κουβαλούν «ανυπόφορα φορτία» υπεράσπισης της ζωής με πολεμικά υλικά, φορτία αβάστακτα για την «ανυπεράσπιστη» και παραιτημένη, τάχα, ποιήτρια, τα οποία δήθεν αναγνωρίζονται στην εκρηκτική παραδοχή «Και γέρνω/ Γερνώ», τη στιγμή που είναι σαφής η προτεινόμενη μαχητική στάση από την Εξάρχου. Ειδικά, όμως, στους τελευταίους στίχους επιβεβλημένα ανακαλούνται οι στίχοι της Δημουλά «Με ρωτάει ο καιρός/ Από πού θέλω να περάσει/ πού ακριβώς τονίζομαι/ στο γέρνω ή στο γερνώ» («Απροσδοκίες»), κινούμενοι στο κλίμα της στοχαστικής μελαγχολίας.
Αντίθετα, τα πετάγματα της Εξάρχου τείνουν να συναντήσουν τον ουρανό του Μίλτου Σαχτούρη. «Δίκιο έχουν/ τελικά/ οι ελεγκτές των εναέριων ελπίδων// Τίποτε δεν πετάει/ ελεύθερα/ χωρίς Τους», σημειώνει η ποιήτρια σε μια ενδιαφέρουσα συνομιλία με τον Σαχτούρη και ποιήματά του όπως ο «Ελεγκτής», όπου επιδίωξη είναι να κρατηθούν αναμμένες οι πηγές φωτός στον ουρανό, ή το «Ψωμί», όπου δηλώνεται η δίψα για ουρανό, με ό,τι θετικό αυτός συμβολίζει. Οι ποιητές, λοιπόν, όπως ο Σαχτούρης, που διεκδικούν έναν ανέφελο, καθάριο, ελεύθερο ουρανό, καθίστανται εγγυητές της ελπίδας, γι’ αυτό και τους αξίζει να αναφέρονται με κεφαλαίο το αρχικό γράμμα της αναφερόμενης σε εκείνους αντωνυμίας («Τους»), εφόσον κι ο ρόλος τους στην υπεράσπιση της αξιοπρεπούς ζωής είναι κεφαλαιώδης.
Η επίτευξη του αξιοπρεπούς βίου προϋποθέτει, βέβαια, για την Εξάρχου την άνθηση του έρωτα. Ο έρωτας αντιμετωπίζεται σαν ευαγγελισμός, σαν πίστη, σαν βροχή στην ανομβρία, σαν βλάστηση στην έρημο. Έτσι επιδιώκεται στην πιο τολμηρή του εκδοχή: «Δεσμεύομαι/ [] να σε διατρέχω/ οριζοντίως/ και καθέτως», σε μια ψηλάφηση κάθε πόρου του κορμιού. Ο έρωτας καταξιώνει τον ανθρώπινο βίο, γι’ αυτό κι αν ακόμα φαίνεται ότι μια ζωή είναι άκρως κοινότοπη («“Έζησε και πέθανε”/ θα πούνε»), το ποιητικό υποκείμενο διεκδικεί ως αξιολόγηση της δικής του ζωής, ως «Διαθήκη» του, την αποτίμηση «“Έζησε, ερωτεύτηκε/ και πέθανε”/ θα πούνε», με την εύγλωττη και σημαίνουσα προσθήκη του ρήματος «ερωτεύτηκε».
Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, ότι τα δύο ωραιότερα ποιήματα της συλλογής είναι ερωτικά: η «Νύχτα της μετάληψης» και το «Από μιαν αγκαλιά». Στο πρώτο από τα δύο ποιήματα η Εξάρχου, με μια σειρά μαγικές εικόνες, δραστικές παρομοιώσεις της ερωτικής σχέσης με τη Θεία Κοινωνία, μεταφορές («σκόνταψα σ’ ένα φιλί»), προσωποποιήσεις (το φιλί «Ανάσαινε ακόμη/ στα δάχτυλά μου»), προτείνει μια ποιητική ανάπτυξη υποδειγματική, παρά τον εκφραστικό της πλούτο, για τη δομική οικονομία της. Στο δεύτερο ποίημα κυριαρχεί μια ευφάνταστη αντίθεση, που αφορά τον μετεωρισμό των ονείρων: τα όνειρα-«σαΐτες» σταματούν το ταξίδι τους, όταν «καρφώνονται» στον ορίζοντα, όπου και, παρά το «κάρφωμά» τους, παραμένουν μετεωρισμένα. Με το μετέωρο αυτό κάρφωμα περιγράφεται τόσο η άυλη φύση των ονείρων, όσο όμως και ο τερματισμός του ταξιδιού τους, παρόλο που ο χώρος τους παραμένει ο ουρανός, ως χώρος οραμάτων, ελπίδων, πεταγμάτων.
Μπορεί, επομένως, κάποτε να «Κουράζεται κι ο Έρωτας» ο ίδιος· μπορεί να «Ματώνουν τα χείλη του», φανερώνοντας ότι, αν και αποτελεί ένα ισχυρότατο όπλο για την αντιμετώπιση των δυσκολιών, δεν είναι κι ακαταμάχητο. Γι’ αυτό κι από τη μια μοιάζει να χαρίζει τα πάντα, μα από την άλλη να οδηγεί στο τίποτα. Το ίδιο ανεβοκατέβασμα παρατηρείται, άλλωστε, γενικότερα στη ζωή, «για να κρατιέται το σύμπαν/ εν ισορροπία». Αν, συνεπώς, τα χείλη ματώσουν στον έρωτα, δεν παύουν να διατηρούν την ιαματική τους μαχητικότητα, εκφραζόμενα ποιητικά.

ΖΩΗ ΣΑΜΑΡΑ

BOOKPRESS, 07 ΜΑΡΤΙΟΥ 2015

Μόνο οι λέξεις, άγρια θηρία

Το ανθρώπινο σώμα, στην αντιπαράθεσή του με το πνεύμα ή την ψυχή, κουβαλά μια μεγάλη ιστορία. Στον Πλάτωνα εμφανίζεται σαν δεσμωτήριο της ψυχής. Στη χριστιανική θρησκεία, ενώ το σώμα ταυτίζεται με τη φύση και το πνεύμα πορεύεται από τη θεία χάρη, υπάρχει και μια άλλη εκδοχή, που ανενδοίαστα ξεχνούν οι ηθικιστές: το σώμα ανασταίνεται μαζί με την ψυχή. Είναι δηλαδή εξίσου ιερό.

Παράλληλα, μια παράδοξη έννοια της αμαρτίας αναπτύσσεται μέσα στους αιώνες και δεν φαίνεται να πηγάζει από την Αγία Γραφή. Πρόκειται για αμαρτία του ανθρώπου που αγνοεί τον άνθρωπο, καθώς αναφέρεται στη γενετήσια πράξη, χαρακτηρίζοντας μιαρή την ίδια την αρχή της ύπαρξής του. Παράδοξη επίσης γιατί, στην Παλαιά Διαθήκη, προπατορικό αμάρτημα δεν είναι η ένωση των πρωτόπλαστων, αλλά η Γνώση, η επιθυμία να γνωρίζεις και να κρίνεις, να γίνεις και ουσιαστικά κατ’ εικόνα και ομοίωση του δημιουργού σου, με άλλα λόγια, η ύβρις, όπως σε αρχαία τραγωδία.
Όλο το βάρος της άδικης αμαρτίας του σώματος, που ταξιδεύει μέσα σε μια υποκειμενικά γραμμένη ιστορία, κουβαλά κάθε λέξη της Καλλιόπης Εξάρχου στη νέα της ποιητική συλλογή, Μάχιμα χείλη. Ζούμε σε μια αέναη παραδοξολογία. Η ζωή μας είναι χτισμένη πάνω σε μνήμες, πάνω σε

Θρυαλλίδες / ενός απολιόρκητου βίου /που επιμένει /
να παραδίδεται μόνο στη μνήμη τους («Μνήμες»).

Εξημερώνουμε την επιθυμία, αλλοιώνουμε τη φύση μας για μια στάλα αποδοχή, χωρίς να αναρωτηθούμε πού οδηγεί η οικειότητα με το σώμα μας, αν πρόκειται για παγίδα, ή ακόμη αν, με αυτό τον τρόπο, προετοιμάζουμε την καταστολή της επανάστασης του:

Μύριζαν σιωπή / από μακριά // Ούτε μια λέξη / που να μοσχοβολάει /
φρεσκάδα / ούτε ένα φωνήεν / από κείνα τα αλαφροΐσκιωτα /
που ενοχλούν / τα ανάπηρα αυτιά («Σιωπή»).
Το σώμα, ασυγκράτητο, εκδηλώνει την επιθυμία του. Μόνο οι λέξεις, άγρια θηρία οι ίδιες, μπορούν να εξημερώσουν το θεριό:
από πού / να κρατηθώ; // Από την αρετή της λέξης / ή την αυθάδεια
του σώματος; («Δίλημμα»)

Και όμως, στο πρώτο ποίημα της συλλογής, η Εξάρχου αναφέρεται στη «γη των λέξεων». Χοϊκές μαζί και ουράνιες οι λέξεις, λοιπόν, σώμα και πνεύμα, θυσιάζονται για χάρη του ποιητή. Γκρεμίζουν παλιά κάστρα, ξαναχτίζουν άλλα από την αρχή. Η ποιήτρια επιλέγει να αυτονομηθεί από τη γλώσσα, θέλει να αφαιρέσει λέξεις από το λεξικό, για να απαλύνει τον πόνο της. Σε τι μπορεί, ωστόσο, να τη βοηθήσει ο εξοστρακισμός των λέξεων; Μα, προφανώς, οι λέξεις δεν εκφράζουν απλώς. Οι λέξεις δημιουργούν, όπως στη Γένεση και στη συνέχεια στην Έξοδο. Εκεί, βέβαια, οι εντολές αποκτούν υπόσταση, αρχίζοντας συχνά με ένα απλό «ου». Ίσως γι’ αυτό η ποιήτρια δεν διαγράφει, δεν αναφέρει καν λέξεις όπως «απαγορεύεται» ή «ου»:

Πειράζει / να ελαφρύνω / τα λεξικά / από μερικά εμπόδια; /Να μη
σκοντάφτω / στο «αδύνατον» / να μη με πληγώνει / το «αποκλείεται» («Απαλείψεις»).
Η λέξη αντικαθιστά το σώμα, ο ήχος της ποιητικής λέξης επενδύει τη σημασία. Όταν εμφανίστηκαν οι «Νυχτερινοί επισκέπτες»,
Καθένας τους κρατούσε / κι από μια λέξη σταυρωμένη,
ενώ τελικά, το μόνο κέρδος ανάμεσα στα δύο κενά, το ένα πριν και το άλλο μετά την ύπαρξή μας, είναι ο έρωτας, όπως γράφει στο τέλος του τελευταίου ποιήματος, επαναλαμβάνοντας την αρχή:

«Έζησε και πέθανε» / θα πούνε / όταν δεν θα ’μαι εδώ / […] //
«Έζησε, ερωτεύτηκε / και πέθανε» / θα πούνε / όταν δεν θα ’μαι εδώ. («Διαθήκη»).
Στη νέα ποιητική της συλλογή, η Καλλιόπη Εξάρχου παλεύει με τις λέξεις, παλεύει με τις ενοχές στις οποίες δίνουν υπόσταση, τις οποίες κρυσταλλώνουν, οι λέξεις. Μετατρέπει τον έρωτα σε ποίηση, ενώ υπογραμμίζει τους κινδύνους μιας τέτοιας ενέργειας και μας προσκαλεί να ζήσουμε τη στιγμή μέσα σε μια γλώσσα που δεν χαρακτηρίζεται από εντολές και μάλιστα συνώνυμες με απαγορεύσεις.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΜΠΑΚΟΝΙΚΑ

Vakxikon T.30

Η λέξη Λόγος που κυρίως σημαίνει λογική, απολλώνια διαύγεια, συχνά εμφανίζεται στα ποιήματα της καινούργιας συλλογής της Καλλιόπης Εξάρχου με σκοπό να εξερευνήσει, να εκλογικεύσει, να εξηγήσει τους χώρους των επιθυμιών κι ενστίκτων της ποιήτριας. Αμέσως, από το πρώτο ποίημα δηλώνει τη γενναία κατάδυσή της στην επικράτεια του πιο μύχιου εαυτού της. Σύμφωνα με τη αφήγηση που μας δίνει, κατέρχεται σε μια άγρια κι αδούλωτη γη με πτυχώσεις και βάραθρα που «για να την εξημερώσεις/ χρειάζεται ανασκαφή/ να φτάσεις μέχρι τα σπλάχνα της», θα χρειαστεί να πετάξει πέτρες, να σπείρει στο χώμα κι όταν μετά την ανθοφορία έρθουν οι καρποί, με τρυφερότητα θα τους αγγίξει για να δρέψει μυστικά πολυπόθητα, που θα τις δώσουν το έναυσμα να διεισδύσει στο νόημά τους, για να φτιάξει λόγο, ποιητική τέχνη με βάση αυτόν τον υπόγειο, τον πυριφλεγή γεωλογικό πλούτο του υποσυνείδητου.
Η κατάδυση της ποιήτριας στο άδυτο και τα μυστικά του δεν είναι ένας απλός περίπατος. Αντιθέτως, η ποιήτρια αναδύεται μεταμορφωμένη, θέλει να εκφράσει, να προχωρήσει στις αλήθειες που την προσδιορίζουν, να τις αναζητήσει με πίστη και σεβασμό. Όμως αυτές οι αλήθειες είναι ανυπότακτες και δεν ανέχονται ούτε στο ελάχιστο τη συγκάλυψή τους μέσα σε συμβάσεις και καθωσπρεπισμούς. Το δηλώνουν απερίφραστα οι στίχοι: «Αν σου ζητήσουν/ τον λόγο/για του Λόγου το αληθές/τι θα απαντήσεις Ποιητή; […]Αν θέλεις/ να σε σέβομαι/άσε τα καθαρά κρύσταλλα για τις νοικοκυρές/[…]Εσύ ανήκεις στους θολωμένους/ που απαγκιάζουν εκστατικοί σε οινοχόα χείλη». Ανοικτά και με παρρησία η ποιήτρια θέλει να κόψει κάθε επαφή, σχέση και συνάφεια με ανθρώπους που είναι περίκλειστοι, «αρματωμένοι», όπως τους χαρακτηρίζει, σε συμβατικότητες, επίσης με τους υπερφίαλους, και με όσους θέλουν να την εξορίσουν από τον κόσμο των επιθυμιών της.
Αυτή η ανενδοίαστη τόλμη να θέλει να αποβάλει τη « στενή την περιβολή της », που την εμποδίζει να μιλήσει τη γλώσσα της παραφοράς και του ονείρου, επιτακτικά να επιστρατεύσει τα «μεγάλα φάρδητα» των αιρετικών που οδηγούν στην προσωπική ελευθερία, και να ψηλαφίσει τη ζωή με φιλιά, «βλέμματα εκρηκτικά», «στόματα αντιφρονούντα», δεν προκύπτει χωρίς λόγο και αιτία. Η ποιήτρια έχει το σθένος να μην κρύβεται, άλλωστε τίποτα το περιχαρακωμένο και ερμητικά κλειστό δεν παρατηρούμε στους στίχους της. Λέγεται ότι όταν η ζωή κινδυνεύει, κερδίζει η ποίηση. Κι η ποίηση της Εξάρχου μας κερδίζει, γιατί με πλήρη ειλικρίνεια εξομολογείται την κρίση, τα αδιέξοδα, τις λυσσώδεις τρικυμίες που εισβάλουν στη ζωή της. Έχει να αντιμετωπίσει το ρήγμα που αφήνει στην ψυχή της ο χρόνος που φεύγει και μαζί την πληγή της φθοράς, συνταρακτικά το εκφράζει κυρίως στα δύο ποιήματα με τους τίτλους «Σώματος ανάγνωσμα» το πρώτο, και «Ρυτίδες» το δεύτερο. Επιλέγω να σας διαβάσω τους στίχους: « Με τάραξες και σήμερα/σώμα φυλλοβόλο/θα αποφασίσεις επιτέλους τι είσαι;/Σοφό ή έφηβο; Τι διαλέγεις;/ Τη γεύση ή τη γνώση; Καλό το ψήλωμα του νου/ αλλά τι θα απαντήσεις στις προσδοκίες της όρεξης;/ Σιωπάς με λύπη που υφέρπει/ και σε συμπονώ/Κάποτε νόμιζες αθάνατο τον χρόνο/ κι έπαιζες με τις εποχές/ δεν σε ένοιαζε να χάνεις τα φύλλα σου/Τώρα που έμαθες/ κινδυνεύεις να μείνεις γυμνό/σαν τους χειμώνες».
Όμως πέρα από τη φθορά του χρόνου η ποιήτρια πρέπει να διαχειριστεί κάτι πολύ πιο επώδυνο. Ένας αμείλικτος κίνδυνος, μια δραματική απειλή ενσκήπτει, που ενδέχεται να οδηγήσει στην απώλεια του συντρόφου της. Θαυμάζουμε την ομορφιά που ξεδιπλώνουν οι στίχοι της Εξάρχου για την αγάπη που δένει τους δύο εραστές, μια αγάπη που δυναμώνει στο έπακρο ενόψει αυτής της απειλής. Ο έρωτας στην πιο ιδανική μορφή του γίνεται ευδαιμονικό άσμα, ολοκλήρωση ζωής, ύμνος εκστατικός. Έρωτας ατόφια σωματικός, ρωμαλέα ηδονικός και συγχρόνως έρωτας της καρδιάς και της ψυχής, γι’ αυτό και τόσο ιδανικός. «Τα μάχιμα χείλη», ο υπέροχος τίτλος της συλλογής, μπαίνουν στην εμπροσθοφυλακή, δίνουν με αφοσίωση των υπέρ πάντων αγώνα για τη νίκη του έρωτα και της συνέχειάς του. Διαβάζουμε τους λαγγεμένους στίχους: «Για σένα γράφω/ για σένα γράφω/ σώμα με σώμα/. Προφητεύω τον πόθο/και γίνομαι κομμάτια».
Με κραυγή σαν ιαχή πολέμου η Εξάρχου θέλησε να φτάσει στα όριά της, να βυθίσει το μαχαίρι στο κόκκαλο επιθυμώντας να εισχωρήσει στην περιούσια ουσία της ύπαρξής της, να αυτοπροσδιοριστεί μέσα από μνήμες του παρελθόντος, επίσης σε σχέση με το σώμα και τη φθορά του, τον αισθησιασμό της, τον έντονο ερωτισμό και το μεγαλείο της αισθαντικής αγάπης για τον σύντροφό της. Προβαίνει σε μια θαρραλέα κι απροσχημάτιστη απογύμνωση σκέψεων, διαθέσεων, αισθημάτων, κι επειδή το περιεχόμενο συμβαδίζει πλήρως με την μορφή και την έκφραση, η γλώσσα της είναι λιτή, διαυγής, εύστοχη, χωρίς ίχνος ναρκισσιστικής περιττολογίας. Η ποιήτρια απογυμνώνει κάθε προστατευτικό κέλυφος γυρεύοντας τον πυρήνα που συμπυκνώνει το νόημα που επιζητεί στη ζωή της, οι στίχοι στο τελευταίο ποίημα της συλλογής με ενάργεια το αποκαλύπτουν: « Μόνο το ερωτοχτυπημένο σώμα μου/ ίσως αφήσει διαθήκη/προς αποκατάσταση της αλήθειας του[…]έζησε, ερωτεύτηκε/ και πέθανε/ θα πούνε/όταν δεν θα ’μαι εδώ/τίποτα λιγότερο/τίποτα περισσότερο».

Μαρία Λαμπαδαρίδου- Πόθου

FRACTAL 15/4/2015

Το σώμα – αίνιγμα

Πιο ερμητική και πιο σωματική βρίσκω την τελευταία ποίηση της Καλλιόπης Εξάρχου, πιο εσωστρεφή. “Μάχιμα χείλη” ο τίτλος και σου δίνει κάποιες θαμπές αναφορές μιας ερωτικής περιπλάνησης. Όμως, προσωπικά, σε άλλα τοπία της ποίησης περιπλανήθηκα, σε άλλες υπαρξιακές διεισδύσεις, που μπορεί αφετηριακά να πηγάζουν από το σώμα όμως δημιουργούν μια μεταμορφωτική του λόγου και της ύπαρξης, που στο βάθος είναι μεταμορφωτική του ίδιου του σώματος, άκρως ενδιαφέρουσα.

Σώμα του έρωτα και σώμα του Λόγου. Σώμα “μοναξιά ως έρημος”. Σώμα φυλλοβόλο που “κινδυνεύει να μείνει γυμνό σαν τους χειμώνες”.

Σώμα Γη και Λόγος “με πτυχώσεις και βάραθρα” που “χρειάζεται ανασκαφή / Να φτάσεις μέχρι τα σπλάχνα της”. Είναι “η γη των λέξεων” ή το σώμα το χτισμένο με λέξεις και σύμβολα. Το σώμα της ηρακλείτειας “α-πορίας”.

Και γέρνω / γερνώ / εγείρομαι / – μας λέει
μέχρι / να νυχτώσει και πάλι
μοναξιά ως Έρημος
Ανυπεράσπιστη
Ανεπίστρεπτη
Ωραία
ως θάνατος.
Το σώμα αίνιγμα, θα έλεγα. Και το σώμα νόστος μιας ποθητής επιστροφής. Και το σώμα “άλεκτο”. Και το σώμα μνήμη. Έτσι περιδιαβαίνοντας τις ποιητικές διαδρομές της ποιήτριας, είδα τις μεταμορφώσεις του σώματος, αυτού του “ερωτοχτυπημένου” αλλά και του “παρεξηγημένου” λέξεις αναφορές σε μια ατέρμονη δυνητική μεταμορφωτική, όπου μπορεί να συμμετέχει και ο αναγνώστης, τόσο εγερτικός ο λόγος της. Λιτός και εγερτικός με λέξεις στίλβουσες και τις χάρηκα. Λέξεις ή ποιητικές εκφράσεις όπως, άλεκτο, όπως αλαλία, όπως α – πορία, όπως: “Τόση βλάστηση / σε σφυγμούς αβροχίας”.

Έτσι τη θέλω τη νύχτα – / κρυφή κι αφώτιστη / σαν εξορία / χωρίς μάρτυρες.
Μας λέει. Σαν να θέλει να μείνει μυστική η τελετουργία του σώματος τη νύχτα.
Κι αλλού:
Μένει πάντα ανέστιο
το ακριβό υπόλοιπο
εύθραυστο
σχεδόν αερικό
σαν εγκώμιο
Είναι στο ποίημα “Μοιρασιά” όπου πρέπει να πάρει το μερτικό που του αναλογεί το “τώρα” και το “μετά”. Δίνοντας έτσι και τη διάσταση του χρόνου στην ποιητική της. Ο χρόνος ελλοχεύει σε όλα σχεδόν τα ποιήματα, διαγράφοντας υποβλητικά την αγωνία της φθοράς ή του θανάτου, όπως στο δυνατό ποίημα “Διαθήκη” που είναι και το τελευταίο. “Έζησε, ερωτεύτηκε / και πέθανε / θα πούνε / όταν δεν θα ‘μαι εδώ”. Συγκλονιστικό στην απλότητά του και άμεσο, όταν στα περισσότερα ποιήματα ο πόνος είναι στις σιωπές. Αλλά και οι μνήμες παρούσες, γιατί το σώμα θυμάται. Θυμάται τη χαρά που έζησε ή τον ερωτικό σπαραγμό.

“Κάποτε / ήταν αιχμηρές / έκοβαν κομματάκια την καρδιά”, γράφει.

Όμως ο χρόνος τις λειαίνει. Τις μνήμες. Και τώρα είναι: “Θρυαλλίδες / ενός απολιόρκητου βίου”.
Θα ήθελα να μην ήταν τόσο αποσπασματικός ο λόγος της. Να αφήσει τις εικόνες έτσι ελισσόμενες να ολοκληρώσουν τον ποιητικό οραματισμό. Να τους δώσει την ευτυχία μιας λιγότερο ερμητικής έκφρασης. Σε προηγούμενη ποίησή της υπήρχε ένας καθαρός λυρισμός, μια διάθεση νοσταλγίας του χαμένου, ένας πόνος που δεν φοβόταν να εκφραστεί, να γίνει βαθιά υπαρξιακή αγωνία.
“Όσο περνούν τα χρόνια / νιώθω / το δέρμα μου / να ανοίγει / Δεν είναι πληγές / Είναι εστίες περιπλανήσεων”. Εξαιρετική ποιητική εικόνα.
Κι αλλού:

Ένας άδειος παράδεισος
επιφορτίζεται
να ακυρώνει καθημερινά
την επαγγελία των ονείρων μας
Μόνη ελπίδα ίσως
αυτή η μαύρη νύχτα
βαθιά μέσα μας
διεσταλμένη
για ν’ απορροφά το σύνθρηνο
του κόσμου.

Καθαρός ποιητικός λόγος. Στόφα ποιητική.

.

ΕΥΣΤΑΘΙΑ ΔΗΜΟΥ

ΕΜΒΟΛΙΜΟΝ Τεύχος 99-100 Φθινόπωρο 2023-Χειμώνας 2024

Τής Ποιήσεως ό Μόνος Λόγος.
Σκέψεις με αφορμή την ποιητική συλλογή τής Καλλιόπης Εξάρχου Μάχιμα Χείλη.

Η πέμπτη, κατά σειρά, ποιητική συλλογή της Καλλιόπης Εξάρχου, Μάχιμα
χείλη, που κυκλοφόρησε το 2014, δεν είναι απλώς και μόνο μία συλλογή
ποίησης, είναι και μία συλλογή ποιητικής. Ο ίδιος ο τίτλος, ιδιαίτερα ευρηματικός και εύηχος λόγω της παρήχησης που εμπεριέχει και που συναιρεί τις δύο λέξεις σε ένα νόημα, προσανατολίζει, ευθύς εξ αρχής, στην τέχνη του λόγου, στην ποιητική πράξη εν προκειμένω, και στη θεώρησή της ως της κατεξοχήν εκείνης εκδήλωσης του ανθρώπινου πνεύματος που είναι στενά συνυφασμένη με τη μαχητικότητα την όποια προϋποθέτει και, ταυτόχρονα, προεξοφλεί. Η μαχητικότητα αυτή, όπως εκδηλώνεται στον διαρκή αγώνα της μετουσίωσης του άυλου και του αδιαμόρφωτου σε λεκτικό σχήμα, δεν οδηγεί πάντα στην κατάκτηση, στην πλήρωση και, εν τέλει, στον εφησυχασμό του ποιητή. Είναι, αντίθετα, μία συνεχής και έμμονη προσπάθεια, μια πάλη με τις ιδέες και τις λέξεις και η νίκη προκύπτει και απορρέει από αυτήν ακριβώς την αέναη μέριμνα και φροντίδα για τη σύλληψη και την εξωτερίκευση των εσωτερικών αναζητήσεων. Η αντίληψη και η προσέγγιση αυτή αντικατοπτρίζεται, σε μεγάλο βαθμό, στην ίδια τη μορφή των ποιημάτων της Εξάρχου που, λίγο-πολύ, ακολουθεί ένα ενιαίο πρότυπο με βάση το όποιο οι συνθέσεις της, ανεξάρτητα από την έκταση, παρουσιάζουν μία στιχουργική ομοιομορφία, αποτελούνται, δηλαδή, από ελάχιστες λέξεις σε κάθε στίχο. Το ολιγοσύλλαβο των στίχων, πέρα από το ιδιαίτερο ύφος που διαμορφώνει και, κατά συνέπεια, το ήθος που καταδηλώνει, εικονοποιεί αυτήν ακριβώς την συνεχή και ανανεούμενη προσπάθεια, την κίνηση του λόγου προς ένα «άνοιγμα», προς μία συνέχεια και τη ματαίωσή της, έτσι ώστε η αρχή κάθε στίχου να ακολουθείται από ένα σύντομο τέλος για να επανέλθει και πάλι σε αυτό το επαναλαμβανόμενο, κατά κάποιον τρόπο αρχετυπικό, σχήμα. Η μέθοδος και η πρακτική αυτή προσδίδει έναν ιδιαίτερο ρυθμό η, μάλλον, μια ρυθμικότητα στα ποιήματα, καθιστώντας τα ιδιαίτερα ευανάγνωστα, και θέτει στο κέντρο της δημιουργίας τη λέξη όχι μόνο ως πυρήνα του στίχου και φορέα του νοήματος του, άλλα και ως αυτούσια ή αυτοτελή ποιητική μονάδα.
Μία πρώτη περιήγηση στα ποιήματα της συλλογής οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για μια ποίηση αυτοαναφορική, μια ποίηση με έντονη την προσωπική σφραγίδα, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό, ώστε καθένα από τα ποιητικά κείμενα να αποτελεί το σταθμό μίας εσωτερικής πορείας και διαδρομής, μιας δημιουργίας που συντελείται «ένδον» σταχυολογώντας συναισθήματα, βιώματα, σκέψεις, εμπειρίες και εικόνες που μεταστοιχειώνονται και αποκτούν λεκτική-ποιητική υπόσταση: Για σένα γράφω / σε σένα γράφω / σώμα με σώμα / Προφητεύω / τον πόθο / και γίνομαι κομμάτια. Η εντύπωση όμως αυτή είναι, ίσως, κάπως περιοριστική ή, έστω, μονόπλευρη και λίγο βιαστική. Γιατί, στην πραγματικότητα, η εμφανής αυτοαναφορικότητα των ποιημάτων αποκολλάται και διαχωρίζεται από το προσωπικό, το στενό και το συγκεκριμένο και αποκτά ενδεικτικό και παραδειγματικό χαρακτήρα, γίνεται, δηλαδή, κτήμα και καθρέφτης του αναγνώστη και, γενικότερα, κάθε ανθρώπου που εμφορείται από το ‘ίδιο ανήσυχο, εξημμένο και διερευνητικό πνεύμα. Ιδωμένο από αυτή την άποψη το πρώτο ενικό που προεξάρχει στα ποιήματα της Εξάρχου καθίσταται απλώς και μόνο το περίβλημα, ένα κέλυφος στο εσωτερικό του οποίου βρίσκεται, βέβαια, η ποιήτρια, γύρω της όμως συγκεντρώνονται, εν είδει ομόκεντρων κύκλων, όλοι όσοι αντιλαμβάνονται το «εγώ» τους σε άμεση συνάρτηση και σχέση με αυτό της ποιήτριας. Πρόκειται στην ουσία για μία εξακτίνωση που κάνει τον εσωτερικό κόσμο της ποιήτριας ένα όχημα και, ταυτόχρονα, ένα καλούπι στο όποιο μπορεί να χωρέσει και να σχηματοποιηθεί η εσωτερικότητα κάθε ανθρώπου, η πραγματικότητα της ζωής και της ψυχής του: Έχω μια μοναξιά / που θέλει να τα πει όλα / Έχω μια σπάταλη καρδιά / που δεν συχνάζει / σε ευανάγνωστα ρυάκια /Χάνεται στις κοίτες / των σκοτεινών ποταμών / υφαρπάζοντας / την αφανή λεπτομέρεια / Έχω ένα γραμμάριο φωνής/για να μη μ’ απελπίζουν/τ’ αδιέξοδα φεγγάρια.
Αν μάλιστα θελήσει κανείς να επεκτείνει την παρατήρηση και τη σκέψη αυτή θα μπορούσε να συνδέσει αυτού του είδους την αυτοαναφορικότητα πού, εν τέλει, καθίσταται έτερο-αναφορικότητα με την μονολογική θεατρική έκφραση, όπως αυτή παρουσιάζεται και υπηρετείται από την τέχνη του θεάτρου. Πράγματι, τα ποιήματα της Εξάρχου προσιδιάζουν, αν όχι σε μονολόγους, τουλάχιστον όμως σε ένα είδος θραυσμάτων τους, σε μικρής έκτασης, δηλαδή, «απαγγελίες» που περικλείουν την αλήθεια της δημιουργού την όποια εξωτερικεύουν και καταθέτουν στα μάτια του αναγνώστη – ακροατή. Όπως ακριβώς, λοιπόν, ο μονόλογος στο θέατρο παρουσιάζει μέσα από την όψη και την οπτική ενός προσώπου το βίωμα, την εμπειρία, την ουσία, όχι μόνο του ίδιου του προσώπου, νοούμενου στα στενά του όρια και πλαίσιο, αλλά και κάθε ανθρώπου στον όποιο απευθύνεται και τον οποίο σκιαγραφεί, έτσι και στα ποιήματα της Εξάρχου η ανάδυση και η έκθεση της εσωτερικότητας απορρέει από την ανάγκη της επικοινωνίας με τον αναγνώστη, αλλά και την ανάγκη της κοινωνίας τους, της συνύπαρξής τους, δηλαδή, μέσα στον χώρο και το χρόνο του ποιήματος: Όταν δεν με πιάνει ο ύπνος/παίρνω το μαχαίρι/και αρχίζω τη μοιρασιά /Αυτό για το τώρα /αυτό για το μετά / Μένει πάντα ανέστιο / το ακριβό υπόλοιπο / εύθραυστο / σχεδόν αερικό / σαν εγκώμιο. Έτσι, ενώ η πορεία που ακολουθεί η ποιήτρια δίνει την εντύπωση πως ξεκινά από έξω για να κατευθυνθεί προς τα μέσα, στην πραγματικότητα συμβαίνει το ακριβώς αντίστροφο, η δημιουργός δηλαδή αφορμάται από την εσωτερική της συγκίνηση για να οδηγηθεί σε μια γνωριμία και, δευτερευόντως, ταύτιση με τον αποδέκτη της φωνής της. Η τακτική και η μέθοδος αυτή προϋποθέτει και, ταυτόχρονα, αποκαλύπτει έναν βαθύ και ουσιαστικό δεσμό της ποιήτριας με το θέατρο, μια οικείωση και ένα αίσθημα εγγύτητας στα μέσα και τις τεχνικές της δραματουργίας και, πιο συγκεκριμένα, της μονοπρόσωπης δραματικής έκφρασης. Η δραματικότητα, εν προκειμένω, προκύπτει και εκβάλλει μέσα στο ποίημα από την εσωτερική κίνηση, από τη συγκίνηση που δονεί την ψυχή της ποιήτριας, προκύπτει όμως και από την αγωνία της να αναζητήσει τη βαθύτερη αλήθεια του εαυτού της
και του κόσμου. Η αγωνία αυτή μεταφράζεται αυτόχρημα σε έναν αγώνα για την ανακάλυψή της και, το κυριότερο, για τη μορφοποίησή της σε έργο τέχνης που θα μπορεί ταυτόχρονα να την μαρτυρά, αλλά και να την απαλύνει, να την παρηγορεί.
Η εγγύτητα της ποίησης της Εξάρχου στη θεατρική τέχνη και τεχνική διαμορφώνει μία άξια παρατήρησης και μελέτης ισορροπία ανάμεσα στον δραματικό και τον ποιητικό κώδικα. Η ποιητικότητα των στιχουργημάτων της, άλλωστε, είναι αδιαμφισβήτητη και προβάλλει με ιδιαίτερη ενάργεια πάνω στη βάση της εντύπωσης των στίχων της, πρωτίστως πάνω στο αίσθημα και, σε δεύτερο επίπεδο, στη συνείδηση του αναγνώστη. Είναι, μάλιστα, τέτοια η πίστη της συγγραφέως στη δύναμη και τη δυναμική του στίχου, πίστη η οποία αποδεικνύεται περίτρανα από το «σπάσιμο» του ποιήματος σε στίχους λέξεων, στίχους οί οποίοι αποτελούνται ακόμα και από μία η δύο λέξεις μόνο, ώστε να μπορεί κανείς να αποπειραθεί την υπόθεση ότι η εμπλοκή της δημιουργού με την ποίηση κινήθηκε από τη διάθεσή της να διερευνήσει τους όρους και τα όρια του στίχου. Έτσι, η δραματική, μονολογική εν προκειμένω, διάσταση χωνεύτηκε πολύ αποτελεσματικά με τη στιχουργία και με την σημαντικότερη, Ίσως, από τις τεχνικές της, τον διασκελισμό. Πράγματι, τα ποιήματα της συλλογής χτίζονται κυριολεκτικά πάνω στη λογική της συνέχισης του νοήματος στον επόμενο στίχο και της ολοκλήρωσής του στο τέλος πιά του ποιήματος, σα να πρόκειται για ένα κείμενο διαιρεμένο στις λέξεις του: ’Απρόσφορο / φέτος / το καλοκαίρι / Σαν να ξεζούμισε / τα νιάτα του / η ζέστη / Φταίνε οι απουσίες / που μετράνε αντίστροφα / φταίει η Ιθάκη / που μας κούρασε; Από αυτήν ακριβώς τη διφυή υπόσταση του κειμενικού κόσμου που συντίθεται από την εξομολογητική-μονολογική διατύπωση και από την διοχέτευσή της μέσα σε μια «ακραία» στιχουργία, προκύπτει η ταλάντευση των ποιημάτων ανάμεσα στο θέατρο και την ποίηση, ταλάντευση που διευρύνει τα όρια και τις επικοινωνιακές δεξιότητες του καλλιτέχνη, αλλά και της ίδιας της ποίησης.
Η συλλογή, λοιπόν, αυτή προσφέρεται άριστα τόσο για την ανάγνωσή της, με την εξωτερικευμένη απαγγελία, την τόσο πρόσφορη στην ποίηση, όσο και για το άκουσμά της, με την εξωτερικευμένη απαγγελία, την τόσο πρόσφορη στο θέατρο. Πολύ περισσότερο όμως προσφέρεται για να κινητοποιήσει και να θέσει σε λειτουργία την ενσυναίσθηση, την ταύτιση δηλαδή του αναγνώστη με το ποιητικό υποκείμενο, την συν -κίνησή του και αυτήν την τόσο καίρια και καταλυτική ψευδαίσθηση που μόνο η τέχνη μπορεί να προσφέρει, την ψευδαίσθηση που οδηγεί στην αλήθεια.

.

ΒΙΒΛΙΑΡΙΟ ΚΑΤΑΘΕΣΕΩΝ (2012)
ΕΛΕΝΗ ΜΕΡΚΕΝΙΔΟΥ

Δίοδος τ. 4, Σεπτ. 2012

Η πρόσφατη ποιητική συλλογή της Καλλιόπης Εξάρχου αποτελεί ό,τι προεξαγγέλλει ο τίτλος της, «Βιβλιάριο καταθέσεων» ψυχής. Όταν διαβάσει κανείς το ομότιτλο ποίημα, το οποίο είναι το τελευταίο της συλλογής,
αντιλαμβάνεται πως η ποιήτρια ενθαρρύνει -περιπαικτικά και σοβαρά- τον αναγνώστη της να ανοίξει σε μια «τράπεζα» ένα τέτοιο «βιβλιάριο καταθέσεων», το οποίο κατ’ ουσίαν θα αποτελεί και τη μόνη του περιουσία σε καιρούς πενίας: είμαστε πλούσιοι γιατί αξιωθήκαμε τις σκέψεις και τα βιώματα που στήριξαν την ύπαρξή μας. Επίκαιρο, παραμυθητικό, σχεδόν ανατρεπτικό.

Βιβλιάριο καταθέσεων

Αν μου έκαναν τη χάρη
οι ειδήμονες
να συνεισφέρω
στο αδιέξοδο της ύπαρξής μας,
θα έδινα την εξής πρακτική συμβουλή
προς την πολύπαθη ανθρωπότητα.

Ανοίξτε
όσο πιο γρήγορα μπορείτε
ένα λογαριασμό
στο όνομα της μνήμης.

Ξεκινήστε
από την αποστασία των ονείρων.
Ξέρετε ποια εννοώ.
Αυτά που μόνον εσείς θεραπεύετε.
Φυλάξτε τα στο βιβλιάριο
για ώρα ανάγκης,
όταν ξεθυμάνουν
οι εξάψεις των αντιστάσεων.

Κάποια μέρα
που θα πλεονάζει
ο ενθουσιασμός
ξεκλέψτε του λίγα γραμμάρια
και υποθηκεύστε τα σε είδος
-το δέχεται η τράπεζα.
Γιατί τί νομίζετε;
Μεγαλύτερη είναι η αξία του χρυσού;

Όσο για τον έρωτα,
θα έλεγα
να τον φυτέψετε
να βγάλει ρίζες
στις γραμμές των καταθέσεων.
Ξέρει εκείνος.
Επιστρατεύει το φιλί
και διαλύει τους συνδέσμους.
θα μου πείτε
πώς θα τα καταφέρετε
απ’ τα αρθριτικά.
σαν πολιορκηθείτε
Μην ανησυχείτε.
Η μνήμη αναλαμβάνει
αναδρομικά τα έξοδα
των παράπλευρων απωλειών

Τελευταία άφησα
την αποταμίευση
της παράβασης.
Μην φοβάστε.
Απλά η θύμησή της
θα σας επιβεβαιώνει
μέχρι τέλους
πόση ενοχή χρειάζεται
η ανθρώπινη ςώση
για να επισφραγίσει
τη θνητότητά της.

Σε τι συνίσταται όμως αυτός ο πλούτος της ζωής; Ο πλούτος είναι οι Άλλοι, όλοι αυτοί που μέσα από την αγάπη συνεπικούρησαν ώστε να ξεφύγουμε από το καταποντιστικό Εγώ να ξεφύγουμε από την ενοχή για όσα κάναμε ή δεν κάναμε, μια ενοχή αμείλικτη, που είναι η κατεξοχήν πηγή πόνου. Ο πόνος, ακαθόριστος και καθορισμένος, γεννημένος μαζί με μας, αλλά και πριν από μας, σβήνει μέσα από τον έρωτα, καθώς και την ποίηση, που ρυθμίζει
τις ζωές μέσα από μια άλλη οικονομία, απολύτως μυστηριακή. Και ποια είναι τα μέσα για να εκφράσει κανείς κάτι τόσο ενδόμυχο και πολύτιμο; Για έναν ποιητή η στοιχειώδης οικονομία συγκροτείται από λέξεις -όχι στη συνήθη τους χρήση ίσως, αλλά στη νοηματική είτε συμβολική εκείνη εκτροπή τους που κάνει τον λόγο να λάμπει με το εκτυφλωτικό φως μιας αλήθειας που αποκαλύπτεται.

Λοξοδρόμηση

Λοξοδρομούν οι λόγοι
όταν μιλάει ο ποιητής.
Εθίζονται
σε πλάγιες αποδράσεις
αβόλευτων συνομιλιών.
Αυτή είναι η φύση τους.
Να εγκαταλείπουν το σχήμα.

Ένα μεγάλο μέρος της συλλογής είναι απολογία ποιητικής· τα μοτίβα «λέξη», «λόγος», «ποίηση» έρχονται και επανέρχονται για να αποκαλύψουν ερμηνεύοντας την ποιητική πρόθεση ή να την αποδομήσουν δημιουργώντας ωστόσο ένα ποίημα ποιητικής, ένα ποίημα στο περι-θώριο του ποιήματος:

Ο ποιητής

Ιδού ο ποιητής.
Ένα δένδρο που φτιάχτηκε από τη γενναιοδωρία των ολίγων.
Κάθε μέρα κρεμά τους μύθους του
καρπούς προφητικούς.
Αυτή είναι η μοίρα του […]
Δεν έχει ηλικία το δένδρο.
Γι’ αυτό δεν έχει ηλικία ο ποιητής.
Γιατί φτιάχτηκαν με ριζικό
από ήλιους και φεγγάρια.

Η απολογία ποιητικής υπηρετεί ωστόσο μια ηθική, αυτήν της παράδοσης του δημιουργού στη μοίρα του, που δεν είναι άλλη από την αέναη εμβίωση μιας αρχέγονης θλίψης: «Γιατί οι ποιητές στους καιρούς της θλίψης;». Η χαϊντεγγεριανή απάντηση θέτει μια άλλη μοίρα της ύπαρξης: «Ποιητικά θλίβεται ο άνθρωπος». Η θλίψη του κόσμου καθρεφτίζεται στο ποίημα,
γίνεται πηγή έμπνευσης.

Το Ανώφελο

Αδύνατον να ευδοκιμήσει
το ανώφελο της προσδοκίας.
Ένας άδειος παράδεισος
επιφορτίζεται
να ακυρώνει καθημερινά
την επαγγελία των ονείρων μας.
Μόνη ελπίδα ίσως
αυτή η μαύρη νύχτα
βαθιά μέσα μας
διεσταλμένη για ν’ απορροφά το σύνθρηνο
του κόσμου.

Εν τούτοις, ο ποιητής λάμπει όταν μιλά γράφοντας. Και μεταστρέφει τον πόνο και τη θλίψη σε φως. Ακόμα και ο θρήνος όλων μαζί -εκείνων που μετεξελίχτηκαν από το Εγώ στο Εμείς-, το σύνθρηνο του κόσμου, ωδινάται για να εκτρίψει φως, το φως της ποίησης ως νέας Γενέσεως.

«Και εγένετο φως»

Χρόνια τώρα
ανασηκώνω τον πέπλο
του κόσμου.
Κατασκοπεύω
το μέσα της ζωής,
το διαφεύγον των ορίων.
Παρατηρώ πώς ξεδιπλώνεται
εν σιωπή
ο πόνος,
ο ιδιωτικός,
ο ένοχος,
ο απο-καλύπτων το διαφορετικό.
Η μοίρα του αποδιοπομπαίου,
ενίοτε,
αυτή με θέλγει.
Το ομολογώ.
Σ’ αυτήν προστρέχω
κάθε φορά που αποζητώ
την επαλήθευση της ρήσης
«και εγένετο φως».

Ήδη από το ποίημα/προσευχή κάποιου Ανωνύμου, που τίθεται πρόταγμα της συλλογής, αφουγκράζεται ο αναγνώστης σε τι συνίσταται η οικονομία ζωής, την οποία υπαινίσσεται η Κ.Ε.

Υπέρ υμών

[…] Ακούω μέσα μου
ή μέσα σας
το ίδιο κάνει
να αναδύεται αργή
μα μυστικά και με ρυθμό
μια προσευχή
ή μία σκέψη ταπεινή
υπέρ του χρόνου
υπέρ ημών
υπέρ υμών
αθόρυβη.

Ενώ, λοιπόν, η ποιητική δημιουργία εμφανίζεται ως ακραία ιδιώτευση με όλα τα ίχνη του ναρκισσισμού, ο ποιητής λειτουργεί ως κοινοποιημένο σώμα, είναι ταυτόχρονα ο ίδιος και όλοι μαζί:

Εμείς
Πάντως δική μου πρόθεση
είναι να αποκτήσω
προνόμιο συμμετοχής
στο διάλογο με το Εσείς
με την ελπίδα να γίνω
κάποτε
αποδεκτή
στην ανθρωπολογία του Εμείς.

Ο ποιητής, αυτός ο «ξένος», απεκδύεται την ιδιωτεία του είτε οτιδήποτε θα τον καθιστούσε αλλότριο, ενώ θέτει ως σκοπό του μια βαθύτερη υπαρκτική μεταμόρφωση, να γίνει όλοι. Η από καταβολής αριστοκρατική μοναξιά του μεταμορφώνεται σε επικοινωνία, καθώς προσφέρεται στο κοινό, σε μια απολλώνια -θα λέγαμε οξύμωρα- βακχεία. Στο ελάχιστο της ύπαρξης το πρόσωπο γίνεται μέγιστο. Ο ποιητής ενώνεται με το κοινό του σε ένα σώμα.

Όσο περνούν τα χρόνια

Όσο περνούν τα χρόνια
νιώθω
το δέρμα μου
να ανοίγει.
Δεν είναι πληγές.
Είναι εστίες περιπλανήσεων
στη βάσανο του Άλλου.

Ως εκ παραλλήλου, εκείνος που εκφράζεται δια της ποιήσεως αυτής είναι ο αναγνώστης, ενώ ο ποιητής δεν είναι παρά ένα μέσον, ένας δρόμος για να περάσει ο αναγνώστης. Η ποίηση επανακτά τις διαστάσεις μιας προσευχής – αυτές που είχε στις απαρχές της, όταν πρωτογεννήθηκε στην ιστορία των λαών.

Παραλυσία

Στραγγίζει η γλώσσα
-μου ‘χουν πει- όταν
τελεύουν οι μύχιοι χυμοί.
Φοβάμαι την παραλυσία, Κύριε.
Του Λόγου δέομαι Σου,
της πνοής.

Από την άλλη, ο έρωτας υποστηρίζει αυτή τη δοτική ύπαρξη, καθώς γίνεται δίαυλος του Άλλου, δρόμος της μετάβασης του Εγώ στο Εμείς. Όλα συνδέονται «μαγικά» μέσα σ’ αυτήν τη νομοτελειακή μεταμόρφωση/αναγέννηση, τη μεγαλύτερη επανάσταση της ύπαρξης.

Ιερουργός

Ανατρέπει.
Ο Έρωτας.
Έτσι πράττει πάντα
ο ιερουργός των μύθων
και των παραμυθιών.
Υπονομεύει την ευταξία
του προφανούς.

Ο έρωτας εμφανίζεται ως η μόνη καταφυγή μέσα σ’ έναν κόσμο αδιαπραγμάτευτου πόνου, θέλει ωστόσο αρετή και τόλμη, όπως και η ελευθερία:

Όσοι τολμούν
να ονειρεύονται ακόμη,
γνωρίζουν πολύ καλά
ότι το ελάχιστο προεξέχον
ονομάζεται Έρωτας.

Ο έρωτας, συγχρόνως, ορίζει έναν δικό του χώρο, το χώρο των δύο, στον οποίο τα πράγματα παίρνουν μ’ άλλη αυτόνομη, καθαρά προσωπική διάσταση, έτσι ώστε τα σώματα να κατευθύνονται το ένα στο άλλο με τη δύναμη ενός απαράμιλλου τακτισμού.

Παροξυσμός

Σαν έρχεται ο καιρός
και παροξύνεται
της σάρκας το «επιθυμείν»
ανέρχομαι ευθύς την κλίμακα των νεφελών.
Φθόγγο στον φθόγγο
φθέγγομαι καλά γνωρίζοντας
πού οδηγεί η μαρτυρία του αέρα.
Στην πλήσμια λαφράδα.
Χωρίς αντίποινα οστρακισμών.

Ο ποιητής παίζει- με τις λέξεις, με τα πράγματα, με τα βιώματά του εν τέλει. Οι μνήμες και οι επιθυμίες του προσφέρονται θυσία, γίνονται άθυρμα στα χέρια των αναγνωστών -αφού έχουν ενωθεί μοιραία και αμετάκλητα, ποιητική
αδεία, σε ένα σώμα, μια ψυχή. Οι πολύτιμες μνήμες, οι πολύτιμες επιθυμίες κατατεθειμένες στη δια βίου τράπεζα του εμβιωμένου χρόνου. Σε μια ισότοπη σκέψη. Σε μια ποιητική συλλογή. Κι αυτή η μεταξύ αστείου και σοβαροί
«κατάθεση» ισοδυναμεί με μια εφικτή αθανασία ή, τουλάχιστον, με απόπειρα να αντιμετωπιστεί ο θάνατος. Άλλο κάνουν έρωτα, άλλοι γράφουν ποίηση- ευτυχείς όσοι τολμούν και τα δύο.

ΝΙΚΟΣ Α. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ Σ

Πρωινός Τύπος Δράμας

Για την σύγχρονη ποίηση μπορεί κάποιος να κάνει δυο κεντρικές διαπιστώσεις α) το δύσκαμπτο και το δυσνόητο και β) τον κόπο που οφείλει να καταβάλει, για να συμπεράνει. Ο σκοπός της ποίησης όμως είναι διαφορετικός από τον Όμηρο κι ως τον Κορνάρο κι ως της μέρες μας. Η ποίηση πρέπει να επικοινωνεί. Δεν αποτείνεται σε λίγους ειδικούς. Η Δράμα ως πόλη με κινητικότητα έχει κι αυτή τους ποιητές της, ελάχιστοι όμως από αυτούς έζησαν στην πόλη, οι περισσότεροι αποδήμησαν σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Εκεί το κλίμα ευνοεί την ποίηση περισσότερο. Απλά θα λέγαμε
εκεί υπάρχουν τα μέσα , οι μηχανισμοί να βοηθήσουν την ποίηση να κάνει τα βήματά της. Στη Δράμα μικρή επαρχιακή πόλη η ποίηση ελάχιστη απήχηση έχει. Ελάχιστοι την διαβάζουν, κι ακόμα πιο ελάχιστοι την συζητούν.
Από ποιήτρια δραμινής καταγωγής γνωστής αστικής οικογένειας, που σήμερα είναι εγκαταστημένη στη Θεσσαλονίκη έλαβα ποιητική συλλογή, την οποία διαβάζω προσπαθώντας να μπω στο πνεύμα της, να πλησιάσω τον κεντρικό της ιστό. Είναι μια συλλογή γραμμένη στο πνεύμα των καιρών μας και θέλει προσεκτικό κοίταγμα.
Βέβαια είμαι εξαρχής υποχρεωμένος να το πω ότι δεν είμαι κριτικός της λογοτεχνίας, και από δεοντολογία της κριτικής σκέψης δεν γνωρίζω, κράτησα όμως στη μνήμη κάποια σημεία, που τα θεώρησα σημαντικά
και που δίνουν στο θυμικό του ανθρώπου – του κάθε ανθρώπου- κινητικότητα και το πλουτίζουν με συγκινητικό απόθεμα. Σ’ αυτά τα σημεία χωρίς πληρέστερο σχολιασμό θα σταθώ, για να δείξω το ποιητικό ύφος της ποιήτριας και τον εσώτερο κόσμο της, που είναι ισχυρά παλλόμενος, που δονεί τον ψυχισμό της. Σημειώνω απόσπασμα από το πρώτο ποίημα της συλλογής όπου γίνεται αναφορά στη χαρά:

Λέω κάποιες ώρες
ευλογημένη η γαλήνη της απραξίας.
Κι άλλες πάλι
κουράζομαι μαζί της.
Ποτέ όμως δεν είπα
πως η χαρά μου κούρασε.
Που τώρα εκείνη αναχώρησε;
Και πότε
ποια σκέψη μου
ή και δική σας
πίσω θα τη φέρει;
Η χαρά λοιπόν τι μέγιστο της ζωής θέμα. Η ποιήτρια το θίγει· το πιστοποιεί.
Και τώρα η σειρά του λόγου για τον ποιητή, γενικά ως ύπαρξη ιδιάζουσα. Πρόκειται για χαρακτηρισμό πρώτη φορά ειπωμένο με τον λόγο που ακολουθεί:

Ιδού ο Ποιητής.
Ένα δέντρο που ζει
από τη γενναιοδωρία των ολίγων,
Κάθε μέρα κρεμά τους μύθους του
καρπούς προφητικούς.
Ανάμεσα
στην ασάφεια και την ευκρίνεια.
Γεννήθηκε για να ανατρέφει
τις απροσκύνητες φωνές
που ανταριάζουν
το αίμα του
κι αναπαμό δεν βρίσκει.
Γι αυτό δεν έχει ηλικία
το δέντρο.
Γι αυτό δεν έχει ηλικία
Ο Ποιητής.

Και η ολοκλήρωση της πίστης στον ποιητή. Ένα επίγραμμα πυκνό σε πνεύμα θα έλεγα:

Στα χέρια σου
εμπιστεύομαι, Ποίηση,
τον σπινθήρα της ζωής μου.
Ξέρεις εσύ
πότε να τον κάνεις φωτιά
και πότε στάχτη.

Παραθέτω στερεότυπο απόφθεγμα για των έρωτα, το
άλλο μετά την χαρά μέγιστο της ζωής:

Ο Έρωτας
Συντηρείται
με ότι παράγει
η καρδιά.
Δεν του χρειάζεται
παρά ένα φιλί
για να στερεωθεί
στο θαύμα.
Ξέρετε γιατί υμνώ
τον Έρωτα;
Ουρανός αθάνατος
Φαντάζει.

Ένα από τα ωραιότερα ποιήματα της συλλογής «Το χαλί», που μας θυμίζει τις ωραίες στιγμές της παράδοσης, κάνει φανερή την αληθινή αξία της ποίησης
και του πηγαίου λυρισμού. Το παραθέτω ολόκληρο, γιατί δεν γινότανε να το κόψω (σελ. 44):

Το ξαναβρήκα.
Απλωμένο νωχελικά
στο πάτωμα του σαλονιού.
Χνουδωτό.
Αφράτο.
Με ασπρόμαυρες αντιφάσεις.
Αναρωτήθηκα πού ήταν
όλα αυτά τα χρόνια.
Άραγε σε ποιες σκοτεινές αποθήκες
φύλαγε κουλουριασμένα
τα μυστικά μου βήματα:
Το περιεργάστηκα
αναζητώντας
τα ίχνη του χρόνου πάνω του.
Το σώμα ανέπαφο.
Τι σου είναι η ποιότητα.
Μόνο οι απολήξεις
των άκρων του
είχαν υποκίτρινη όψη.
Δεν με ξάφνιασε.
Το αντίθετο μάλιστα.
Επισφράγιζε την παλαιότητά του.
Το καλοδέχτηκα.
Πόση συνενοχή
σε μιαν αγκαλιά.
Του ψιθύρισα.
Ενθυμήθηκε.
Τις εφηβικές μου αυθάδειες.
Τώρα που το κοιτάζω
αναγνωρίζω
πως μεγαλώσαμε και οι δυο.
Τουλάχιστον
διαφυλάξαμε
την ιπτάμενη ματιά μας.

Μπορούσα να συνεχίσω την ανθολόγηση αποσπασμάτων που αποτελούν σταθερά σημεία της ποίησης της Καλλιόπης Εξάρχου, αφήνω όμως στον αναγνώστη που θα θελήσει να διαβάσει την συλλογή ολόκληρη να κάνει τον ποιητικό του περίπατο στον ποιητικό ανθώνα της δραμινής ποιήτριας συναποκομίζοντας άνθη της προτίμησής του. Η αναφορά μου στη συλλογή έχει την έννοια μιας υπόμνησης.

.

ΠΕΡΙΠΛΑΝΩΜΕΝΟΣ ΛΟΓΟΣ (2009)
ΖΩΗ ΣΑΜΑΡΑ

Ελευθεροτυπία 3/6/2010

Στην πρόσφατη θεατρολογική μελέτη της, Ιστορία του θεάτρου: το πάθος γένους θηλυκού (στη γαλλική), η πανεπιστημιακός Καλλιόπη Εξάρχου γράφει μία εξαιρετικά πρωτότυπη ιστορία του παγκόσμιου θεάτρου, με άξονα την επιθυμία του «ασθενούς» φύλου. Κρυμμένη πίσω από τα πέπλα και το παρελθόν της, η γυναίκα εμφανίζεται, σε κάθε γωνιά της γης, ηρωίδα στην τραγωδία, θύμα και θύτης, τρυφερή και αγέρωχη, έτοιμη να ακολουθήσει πιστά το πεπρωμένο της: την ανατροπή και την ολοκλήρωση της
πρωτόπλαστης.
Στο νέο της ποιητικό βιβλίο Περιπλανώμενος λόγος η ποιήτρια Καλλιόπη Εξάρχου ταυτίζει τη γυναίκα με τις διεκδικήσεις των αισθήσεων. Οι θηλυκές φιγούρες της, αγνοώντας την κληρονομιά της Εύας, τολμούν να συνομιλούν ευθέως με το πνεύμα, να παραβαίνουν δηλαδή τις εντολές -χωρίς το άλλοθι ότι ο όφις τις ηπάτησε, να στέκονται όρθιες στο κέντρο του Σύμπαντος και να δημιουργούνται από την αρχή. Η γραφή της ποιήτριας αναδύεται μέσα από τα όνειρά της ή το σκοτάδι της Νύχτας, που αποκτά στο έργο της συμβολισμούς δυναμικούς και απροσδόκητους. Το αρχέτυπο «Νύχτα» την προσκαλεί να μαζεύει τα αστέρια της από τη γη και να τα επανατοποθετεί στον ουρανό.
Κύριο χαρακτηριστικό της ποίησης της Εξάρχου, η αίσθηση του ανολοκλήρωτου τόσο στην τέχνη όσο και στη ζωή. Η συνομιλία τού Εγώ με τις λέξεις ή των λέξεων μεταξύ τους αποκαλύπτει νέες συγγένειες στον χώρο του λόγου· ο άγγελος οδηγεί στην αγκάλη, ο έρωτας στο άρωμα, η οδύνη στην ηδονή, το αίμα στο ίαμα. Τα γλωσσικά σημεία είναι πάνω απ’ όλα σημαίνοντα, σημαίνουν πολλαπλώς, αυτονομούνται, τολμούν όσα δεν τόλμησε η ίδια, την προκαλούν να δηλώσει με ταπεινοφροσύνη: «Χάθηκα αυτόβουλα
στη θάλασσα των λέξεων/[…] Μη μ’ αναζητήσετε». Η επιθυμία και το αρχαίο ισοδύναμό της ο ίμερος προσωποποιούνται, μεταμορφώνονται με τη μαγεία της ποίησης, σε ζωντανές οντότητες.
Το σώμα, αν και δεν θυμάται, «δεν έχει μνήμη», συγκλονίζεται και συγκλονίζει, αναδίδει αισθαντική ποίηση, εκφράζει όλες τις πιθανές μορφές, και κυρίως τη γοητεία, της επιθυμίας: «Τα χέρια μου στα χέρια σου, / πλεγμένα σφιχτά μη και λυθούν τα μάγια. […]/Λιώνουν τα μέλη / και πώς να τα μαζέψω./Λιποθυμά το δάκρυ. […]/ Μην αγνοείς της σάρκας την έναστρη επιθυμία».
Ένας περιπλανώμενος λόγος σε αναζήτηση του ενδότερου Είναι και μια ποίηση που ρέει από σελίδα σε σελίδα και από ψυχή σε ψυχή, συνθέτουν το μαγικό υλικό της νέας ποιητικής συλλογής που μας χάρισε η Καλλιόπη Εξάρχου.

ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΤΣΕΛΙΚΗΣ

Δίοδος  Περίοδος Α’  Τ.2 Ιούλιος 2010

Η Καλλιόπη Εξάρχου, επίκουρη καθηγήτρια Θεατρολογίας στο ΑΠΘ, είναι μια σύνθετη προσωπικότητα. Σχετικά με το αντικείμενο της διδασκαλίας της έχει δημοσιεύσει διάφορες επιστημονικές μελέτες για το θέατρο, καθώς και δύο θεατρικά έργα. Αλλά εκτός από τη διακονία της επιστήμης της η Κ. Εξάρχου έχει και ενδιαφέροντα γενικά για τη λογοτεχνία και ιδιαίτερα για την ποίηση, την οποία θεραπεύει εδώ και αρκετά χρόνια με διακριτικότητα αλλά και με επιβεβαιωμένη επιτυχία.
Από το 2002 έως το 2009 έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές, ήτοι: 1) Μικρές ιστορίες μεγάλων εξομολογήσεων, 2002, 2) Περί ιδεών, 2006 και 3) Περιπλανώμενος λόγος, 2009, από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης, με την οποία θα ασχοληθούμε στη συνέχεια.
Η αναφορά του τίτλου της συλλογής στο «λόγο», τον ποιητικό λόγο, σηματοδοτεί το ιδιαίτερο ενδιαφέρον αλλά και την ανάλογη επίδοση της Εξάρχου σ’ αυτό το βασικό, για να μη πω το άπαν της ποιητικής δημιουργίας. Ας θυμηθούμε τη σχετική ρήση ότι τα «ποιήματα δε γράφονται με ιδέες αλλά με λέξεις» που, παρά την υπερβολή και τη μονομέρειά της, δηλώνει μια αλήθεια. Αυτή η αναφορά στο λόγο προϊδεάζει τον αναγνώστη στην τροπική έκφραση της ποιήτριας και γενικά στη μορφή των ποιημάτων.
Προϊδεασμός του αναγνώστη, στο περιεχόμενο της συλλογής τώρα, γίνεται και με το ποίημα δύο στροφών αγνώστου ποιητή, που μπαίνει ως μότο της συλλογής και το οποίο αναφέρεται στον έρωτα, τον δημιουργικό αυτό νόμο της φύσης και της ζωής, ο οποίος αποτελεί μια από τις θεματικές «σταθερές» της συλλογής.
Η Εξάρχου γράφει στοχαστική ποίηση, κι αυτό το χαρακτηριστικό φαίνεται από το πρώτο κιόλας ποίημα της συλλογής «διπλή ζωή» (σ. 9). Το θέμα του ποιήματος είναι η διφυία, η διπλή φύση του ανθρώπου, το δισυπόστατο του από ύλη και πνεύμα. Η ποιήτρια ζει σε δύο επίπεδα, το γήινο (πραγματικό) και το πνευματικό (φανταστικό), «…διαθέτω (λέει) δυο ζωές / δυο σώματα / δυο πνοές. / Η μία ία ίχνη της / σιο χώμα ν’ αφήνει, / η άλλη / απείθαρχη / στο πνεύμα του αέρα / να πετά».
Η στοχαστική αυτή διάθεση και φιλοσοφική ενατένιση διαφόρων, ζωτικών για τον άνθρωπο, θεμάτων υπάρχουν και σε άλλα ποιήματα της συλλογής, όπως π.χ. στο ποίημα «Αντιφάσεις» (σ. 18), το οποίο αναφέρεται πάλι στο διχασμό του ανθρώπου, στις αντιφάσεις του που αισθητοποιούνται σαν «πάλη των λόγων». Ο διχασμός αυτός, οι αντιφάσεις, που λέει η ποιήτρια, είναι
γνώρισμα του προβληματιζόμενου, του σκεπτόμενου ανθρώπου. Και η Εξάρχου βασανίζεται με αυτό το θέμα, στο οποίο επανέρχεται και σε άλλα ποιήματα.
Στο αμέσως επόμενο ποίημα «Γιατί;» (σ. 19) παίρνει τον «ποιητή» ως παραδειγματικό πρόσωπο για τον άνθρωπο γενικά κι ανατρέπει τις βεβαιότητές του για την «τέχνη» του, «Από ποιες διόδους / εισέβαλε η ανατροπή» ερωτά και καταλήγει «Θα μου απαντήσεις, / ή θα αρκεστώ / στην
αμηχανία σου;». Ήταν σίγουρος ο ποιητής για τις απόψεις του, όμως κάποια ρωγμή υπήρχε και «εισέβαλε η ανατροπή» των απόψεών του, των βεβαιοτήτων του. Ο ποιητής, όπως είπαμε, λαμβάνεται εδώ με περιληπτική σημασία των ανθρώπων γενικά και έτσι το πρόβλημά του γενικεύεται, γίνεται καθολικό, πανανθρώπινο, ο κάθε άνθρωπος δηλαδή είναι ευάλωτος.
Στοχαστικό χαρακτήρα έχει και το ποίημα «Παράβαση» (σ. 14-15). Το ποιητικό υποκείμενο (π.υ.), που ταυτίζεται με την ποιήτρια, αναφέρεται στην «εποχή της φρόνησης» που λέει ο Έλιοτ ή αλλιώς στην ηλικία της σύνεσης «τη στιγμή που αρχίζει / να λιγοστεύει ο πληθυντικός». «Με άλλα λόγια αναφέρεται στην κρίσιμη εκείνη στιγμή που κάποτε έρχεται στη ζωή του κάθε ανθρώπου, οπότε πρέπει να κάνει, όπως ο καβαφικός ήρωας, την υπέρβασή του, την επιλογή του, τη μεγάλη ή τη μικρή επανάστασή του και να πει «το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Όχι».
Φιλοσοφική ενατένιση, στοχαστική ματιά σε θέματα που απασχολούν τον
άνθρωπο υπάρχουν και σε άλλα ποιήματα, και η στάση αυτή της ποιήτριας είναι μια άλλη θεματική «σταθερά».
Στο πρώτο ποίημα της συλλογής «Διπλή ζωή» (σ. 9) βλέπουμε πως, όταν η μία υπόσταση από τις δύο του π.υ., που αναφέραμε προηγουμένως, «διαψεύδει τις προθέσεις» του, τότε «προσφεύγω (λέει) στου λόγου την ευεργεσία» στις «λέξεις» που είναι «Μυήσεις ομοούσιες του ουρανού / (και) ανοίγματα υπόσχονται / στου ρήματος τα σταυροδρόμια». Μ’ αυτές λοιπόν τις έξοχες ποιητικές εκφράσεις ερχόμαστε στο άλλο, το σημαντικότατο, στοιχείο της ποίησης, το «λόγο». «Οι λέξεις», «ο λόγος» μαζί και η «συνδρομή των στοχασμών», δηλαδή η πνευματική υπόσταση του π.υ. έρχεται σε βοήθεια της υλικής υπόστασης, «του αίματος».
Αρκετά ποιήματα της συλλογής αναφέρονται στο λόγο, στις λέξεις από τις οποίες εκπορεύονται όλα τα συναισθήματα του ανθρώπου, και εν προκειμένω του π.υ. Στο ποίημα «Γέννηση» (σ. 10) αναφέρεται: «και γεννήθηκαν οι λέξεις πολύχρωμες σαν ία λουλούδια του κήπου των ηδονών / αρωματισμένες παραδείσιες / μικρές / απτικές φιγούρες διακηρύξεων» και «Λέξεις σπαράγματα προθέσεων / καρποί δακρυφόρων συγκινήσεων». Και σ’ αυτό το ποίημα, όπως και σε άλλα, προχωρεί η ποιήτρια στην ανάλυση των λέξεων-εννοιών, των σημαινόντων δηλαδή αλλά και των σημαινομένων, της μορφής και του περιεχομένου δηλαδή των ποιημάτων. Και στο επόμενο ποίημα «Λέξεις» (σ. 11) επικαλείται το π.υ. τη βοήθειά τους στο πέρασμα της νιότης και ζητά να αφυπνίσουν, «αφυπνίστε την απελθούσα νιότη» και τον «έρωτα», που με την πάροδο του χρόνου ατονούν και μαραίνονται, και γι’ αυτό το ποίημα παίρνει ένα τόνο ελεγειακό. Το π.υ. συνεπαίρνεται στο ποίημα «Λέξεις, λέξεις, λέξεις» (σ. 12), από τη μαγεία ακριβώς των λέξεων που το υψώνουν σε άλλους κόσμους, «φανταστικούς». Η ποιήτρια, όπως φαίνεται, δίνει, δικαιολογημένα βέβαια, μεγάλη σημασία στη γλώσσα, το λόγο, τις λέξεις με τις οποίες οικοδομείται ένα ποίημα. Η ποίηση της Εξάρχου με ορισμένα εξωλογικά και λεκτικά στοιχεία ασκεί στον αναγνώστη μια μαγεία, μια σαγήνη και τον συναρπάζει με αποτέλεσμα να κρατά αδιάπτωτο το ενδιαφέρον του.
Τον έρωτα, που όπως είπαμε είναι κι αυτός μια από τις θεματικές σταθερές» της συλλογής, τον συναντάμε σε πάρα πολλά ποιήματα.
0 έρως υπάρχει και ως τίτλος ποιήματος αντιτιθέμενος στο θάνατο «ER0S/THANAT0S» (σελ. 31), όπου ο Έρως, «Δώρο ανέλπιστο / της αγονίας», νικά το θάνατο, «Εκπορθώντας το θάνατο, / άνθισες / μέχρι το τέλος / εν δόξη και τιμή». Επίσης υπάρχει και στον τίτλο του ποιήματος
«Έρωτος παραλήρημα» (σ. 36) και στα τρία πιο κάτω ολιγόστιχα ποιήματα, με πύκνωση νοήματος δίκην επιγραμμάτων, αναφέρεται ο έρωτας μαζί και η χαρακτηριστική λειτουργία του: «EXTRA- ORDINAIRE!» (σ. 32), «Πρόσφυγες» (σ. 33) και «Προσμονή» (σ. 34). Αλλά και σε άλλα ποιήματα
δίνει το παρών ο Έρωτας, και στο μεγάλο, δέκα σελίδων, συνθετικό ποίημα «Της Πόλης, του Έρωτα, του Λόγου» (σ. 50-59), όπου αναφέρονται οι αλλαγές στο χαρακτήρα και των τριών αυτών στοιχείων και περιγράφεται η σχέση του π.υ. με την Πόλη, τον Έρωτα και το Λόγο, που είναι μια
σχέση έλξης και άπωσης.
Καθαρά ερωτικό ποίημα είναι το «Ένωση;» (σ. 24-25), στο οποίο διαβάζουμε: «τα χέρια μου στα χέρια σου, / […] / τα χείλη μου στα χείλη σου. / […] / το πρόσωπό σου στο πρόσωπό μου, / […] / το στήθος μου στο στήθος σου. / […] / το σώμα μου στο σώμα σου» κτλ., με τα οποία συντελείται η ένωση των δύο «εις σάρκα μίαν». Με αυτόν τον τρόπο το ποίημα αυτό αποτελεί μια ανταπόκριση στο μότο της συλλογής και δίνεται απάντηση στο ερώτημα του τίτλου «Ένωση;».
Τα εκφραστικά μέσα της Εξάρχου είναι ποικίλα και εντυπωσιακά. Οι λέξεις, το λεκτικό, ο λόγος, σε όλα τα ποιήματα της συλλογής είναι πλούσιος, δουλεμένος, ευέλικτος και «ηδυσμένος», χωρίς όμως να ξεφεύγει από τα όρια του μέτρου. Ο λόγος στην ποίηση της Εξάρχου περισσότερο «υποβάλλει» και λιγότερο «σημαίνει», γιατί στη λογοτεχνία γενικά και ειδικά στην ποίηση δε
μεταδίδει στον αναγνώστη έννοιες, ιδέες, νοήματα, χωρίς να αποκλείεται παντελώς και αυτή η λειτουργία του, αλλά κυρίως μεταδίδει συγκίνηση και γενικά συναισθήματα μεταγγίζοντας το ιδεολογικό περιεχόμενο σε εικόνες, χρησιμοποιώντας προς τούτο τη μεταφορά, την παρομοίωση, την αλληγορία και άλλους λεκτικούς τρόπους, ούτως ώστε να θέτει σε λειτουργία το
μηχανισμό των συνειρμών του αναγνώστη και να προχωρεί ο ίδιος σε δικές του ποικίλες προεκτάσεις.
Ο λόγος λοιπόν της Εξάρχου είναι «ήδυσμα», για να χρησιμοποιήσω τον Αριστοτελικό όρο, όχι όμως ένα στολίδι απλώς διακοσμητικό προς τέρψη,
αλλά «ήδυσμα» δραστικό που συντελεί στη δημιουργία της αισθητικής ηδονής
στην ψυχή του αναγνώστη. Ας παρατηρήσουμε την πληθώρα των επιθέτων
που υπάρχουν στο ποίημα «Γέννηση», (σ. 10). Γράφει η ποιήτρια: λέξεις πολύχρωμες σαν τα λουλούδια του κήπου των ηδονών, αρωματισμένες παραδείσιες, μικρές απτικές φιγούρες διακηρύξεων. Ζωοφόροι ουρανοί κτλ. Πράγματι είναι πολλά τα επίθετα και οι λεκτικοί τρόποι, παρομοίωση, μεταφορές. Το ίδιο και σε άλλα ποιήματα, π.χ. στο «Διπλή ζωή» (σ. 9), ας προσέξουμε την τολμηρή αλλά άκρως ποιητική έκφραση «Μυήσεις ομοούσιες
/ του ουρανού οι λέξεις / ανοίγματα υπόσχονται / στου ρήματος τα σταυροδρόμια». Ας προσέξουμε τις φράσεις στο σύνολό τους και ξέχωρα τα επίθετα μαζί με τα ουσιαστικά που προσδιορίζουν. Τα χαρακτηριστικά αυτά επίθετα δε διακοσμούν απλώς, δε μένουν στην επιφάνεια αλλά εισδύουν στο βάθος των λέξεων που προσδιορίζουν, τονίζουν ιδιότητές τους και μερικά ενώνονται με τα ουσιαστικά κι αποτελούν, θα έλεγα, μια λέξη, μια έννοια κι ακολουθούνται από κατηγορήματα: ζωοφόροι ουρανοί: προάγγελοι, άγγελοι, αρχάγγελοι. Και από αυτούς τους συνδυασμούς, απ’ αυτές τις «εύφορες συνάψει εκπορεύονται συναισθήματα.
Ο λόγος της Εξάρχου είναι, όπως ήδη είπαμε πιο πάνω μεταφορικός και αλληγορικός και μ’ αυτόν τον τρόπο εικονοποιεί εποπτικά και ζωηρά ψυχικές διεργασίες. Με τη γλώσσα λοιπόν των εικόνων, που είναι μια κοινή γλώσσα όλων το ανθρώπων, καθιστά τα όποια νοήματα πιο προσιτά στον αναγνώστη.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό της ποίησης της Εξάρχου είναι η δραματικότητα. Σε αρκετά ποιήματα τίθενται ερωτήματα, ακόμη και στους τίτλους τους, στα
οποία δίνεται απάντηση, δηλαδή δημιουργείται, έστω πλασματικός, διάλογος
που αποτελεί conditio sine qua non του δραματικού χαρακτήρα ενός έργου. Δραματικό χαρακτήρα έχει π.χ. το ποίημα «Ανταλλαγή» (σσ. 26-27), στο οποίο το π.υ. απευθύνεται στον Άλλον και ανοίγει τρόπον τινά διάλογο μαζί του. Ανταλλάσσουν απόψεις για την ποιητική δημιουργία σα να είναι αυτή μια ερωτική σχέση μεταξύ τους. Φυσικά ο διάλογος γίνεται μεταξύ του π.υ. και του εαυτού του, σαν να είναι άλλο πρόσωπο, σαν να έχουμε αναδιήγηση διαλόγου που έχει γίνει στο παρελθόν, όπως περίπου γίνεται στους Πλατωνικούς διάλογους, στους οποίους όμως πράγματι ο διάλογος είχε
γίνει μεταξύ φυσικών προσώπων.
Στο ποίημα «Ονείρων Συνέχεια», (σσ. 28-29) έχουμε το ποιητικό κόσμο και την ποιητική της Εξάρχου από τη μια και από την άλλη, εμφανώς προς το τέλος, τον Έρωτα.
Το ποίημα είναι μεγάλο, μιάμιση σελίδα, ανοικονόμητο βέβαια αλλά παρουσιάζει πολλαπλό ενδιαφέρον, γι’ αυτό θα αποτολμήσω να το παραθέσω συμπτύσσοντας, όσο είναι δυνατόν, τους στίχους του.

Ονείρων συνέχεια
Βύθισα τα όνειρά μου / στο μέλι ίων προσδοκιών μου, / τη σάρκα να σμιλέψουν / ίου εκλεκτού της Μνημοσύνης. / Μου είπαν / να το στάζω απ’ την άκρη τ’ ουρανού, / αργά αργά, / να ενδύεται μορφές ηδείς, / σχήματα υπαινικτικά, / να διαχέεται στη ραθυμία της ηδονής, / χαμόγελα και δάκρυα λανθάνοντα, / λιτανείες στου έρωτα την αυταπάτη, / να δραπετεύει από τα
δάχτυλα, / να προσκολλάται στην ψυχή / όλο και πιο πολύ, / να σμίγει οριζοντίως και καθέτως στα σπλάχνα, / να με λιγώνει εκχύλισμα μελίρρυτο, / στου πεύκου την απόχρωση τα μάτια / να ατενίζουν το φως το πρώτο της ημέρας, / να μειδιούν τα χείλη, / να γεύομαι τη δρόσο της αυγής τους, / ανυπόμονα να διαπράττουν / εμπρησμούς νυχτερινούς / στου λαιμού
τα μισοσκόταδα, / να συλληφθώ στο κορμί του, /να συλληφθεί στο κορμί μου, / εισβολέας στα άδυτα της διέγερσής μου. / Πόσες απρόσμενες κρυψώνες / μυστικών περιπλανήσεων / να εξερευνήσουν οι γευστικοί πόροι, / να
κοινωνήσουν χυμούς λάγνων αποσταγμάτων, / να οδεύσουν τα χέρια τα φιλομαθή, / να διαρρήξουν υμένες παρθενικών παθών, / σκήπτρα και λάφυρα να αποθέσουν / στου καταχτητή την κλίνη, / κρυφής μάχης τοπίο./ Τι παραφορά η στάση της πρόσκλησης / στου έρωτα τα δώρα. / Ανυπόφορα ανέγγιχτη σάρκα, / να σου εμφυσήσω, / να μου εμφυσήσεις / ανάσες εξημμένες. / Δια βίου.
Ένα πλήθος λεκτικών τρόπων, μια πραγματική πλημμυρίδα εκφραστικών ευρημάτων και ηδυσμένου λόγου κατακλύζουν και συναρπάζουν τον αναγνώστη. Ίσως κανείς να διακρίνει κάποια υπερβολή στην έκφραση, ότι γίνεται κατάχρηση ηδυσμάτων. Αλλά, ό,τι και να πει κανείς, νομίζω πως το ποίημα αυτό είναι ένα κατόρθωμα της Καλλιόπης Εξάρχου.
Η ποίηση είναι δύσκολη τέχνη. Στο ποίημα «Ελευθερία ή Θάνατος», (σ. 13) η ποιήτρια ομολογεί πως «μισόν αιώνα ζωής / χρεώθηκε / για ν’ αναστήσει τους στίχους». Το έχουν γράψει πολλοί πως η ποίηση είναι μια πονεμένη εσωτερική περιπέτεια του ανθρώπου. Θέλει αφοσίωση, ζητά από τον ποιητή να πονέσει, να ματώσει. «Η ποίηση δεν είναι υπόθεση ανέξοδη· για να μπει στην ψυχή μας, τρώει το κορμί μας» είπε κι έγραψε ο Δ. Ν. Μαρωνίτης. Το θέμα αυτό, ότι δηλαδή η ποίηση, η τέχνη του λόγου, είναι δύσκολη, το επαναφέρει η Εξάρχου στο ποίημα «Αταξία», (σ. 16), όπου σημειώνει «Πόσες προσπάθειες / πόσων χρόνων / για να στεγάσω / φράσεις ανυπότακτες».
Η μορφή των ποιημάτων είναι το «έξω» ενός «μέσα», κι αυτό το μέσα είναι το κύριο και σταθερό, ενώ το έξω είναι η αντανάκλαση, η εικονική τρόπον τινά αναπαράσταση του έσω, του μέσα. Αλλά, παρά τη μεταβλητότητα του έξω, της μορφής δηλαδή με όλα τα τεχνάσματά της, το μέσα χωρίς το έξω όχι μόνο δεν μπορεί να προβληθεί αλλά ούτε και να υπάρξει. Ένα υπαρξιακό π.χ. πρόβλημα του ποιητή μόνο του δε συνιστά τέχνη, ποίημα· απαιτείται εκείνο το κάτι που θα το μετουσιώσει, θα το μεταστοιχειώσει σε τέχνη, σε ποίημα.
Δηλαδή απαιτείται και το κατάλληλο ένδυμά του που είναι το έξω, η μορφή.
Αυτό το έξω, τη μορφή των ποιημάτων της συλλογής, το εξετάσαμε, όσο είναι δυνατόν σε μια βιβλιοπαρουσίαση και με αναγκαστική συντομία. Το μέσα στα ποιήματα της συλλογής είναι προβλήματα συνειδησιακά, ηθικά, υπαρξιακά:
άγχος, αγωνία, μοναξιά, απομόνωση, και τα συναφή διαβρωτικά της ψυχής προβλήματα του σύγχρονου ανθρώπου.
Η ποίηση της Εξάρχου είναι βιωματική και αυτοβιογραφική. Προσωπικές εμπειρίες και βιώματά της αντλεί η η ποιήτρια από τη μυχιοθήκη της ψυχής της και αυτά είναι τα θέματά της, τα οποία αφηγείται με εξομολογητικό τόνο σε πρώτο γραμματικό πρόσωπο. Στο βάθος -βάθος των ποιημάτων εμφιλοχωρούν τα πιο πάνω υποστασιακά προβλήματα, είτε αυτά αναφέρονται ρητά είτε υπονοούνται.
Σε μερικά από ία οκτώ ποιήματα με τίτλο «Σιωπή» έχουμε τέτοια, εμφανή ψυχοφθόρα θέματα. Η σιωπή υπονοεί δυσάρεστη ψυχική κατάσταση. Σωπαίνει τότε κανείς και υποφέρει και κλείνεται στο καβούκι του, απομονώνεται και σιτίζεται με τη μοναξιά του. «Έφυγες / και δεν ξέρω /τι να κάνω με τους τοίχους», γράφει η ποιήτρια στο ποίημα «Σιωπή 1» (σ. 40), όπου οι τοίχοι παίρνουν συμβολικό νόημα, γίνονται Καβαφικά τείχη. Στο επόμενο ομότιτλο ποίημα «Σιωπή 2», (σ. 41) διαβάζουμε «Πήρα βαθιά εισπνοή / να αντέξω το έρεβος». Και παρακάτω, στο ίδιο ποίημα, έχουμε την ενδοσκόπηση του π.υ. «Κοίταξα εντός μου» και «Πήρα δεύτερη εισπνοή / και εισχώρησα στα
ενδότερα / χωρίς μίτο. / χωρίς τίποτε. / Ο Μινώταυρος / με περίμενε / όπως πάντα.» Συνειδητοποιεί το π.υ. το αδιέξοδο του σύγχρονου ανθρώπου, που γίνεται στο τέλος βορά του Μινώταυρου της εποχής μας, τον οποίο ούτε με τη βοήθεια της Αριάδνης μπορεί ο σημερινός άνθρωπος να αντιμετωπίσει, γιατί απλούστατα δεν έχει υλική υπόσταση με εξωτερικό περίγραμμα.
Τα ποιήματα της συλλογής συνιστούν ποίηση του έσω χώρου με κύριο χαρακτηριστικό της την εσωστρέφεια. Το περιεχόμενο των ποιημάτων είναι συναισθήματα καταθλιπτικά σαν να βγαίνουν από μια «Έρημη χώρα», την ψυχή του π.υ., που η απόγνωση το σπρώχνει σε παράτολμες και αυτοκαταστροφικές πράξεις. Διαβάζουμε στο ποίημα «Σιωπή 6» (σσ. 46-47): «Σιγή, μόνο σιγή, / απέραντη σιγή. / (…) / Μόνο ακέφαλες αισθήσεις. / Κομμάτια και θρύψαλα. / (…) / και θρηνώ θρήνο πένθους. / Δεν αντέχω τόση ερημιά. / Δεν αντέχω τόση σιωπή. / Φέρτε μου το μαχαίρι / να ξεριζώσω την καρδιά, / (…) / Δεν αντέχω τόση λησμονιά. / Δεν είναι του έρωτα τόση παγωνιά. /Κρυώνω». Απεγνωσμένα ζητά βοήθεια από τον Άλλον και συνεχίζει: «Φέρτε μου τα χέρια του πίσω / να ψαύσουν παρειές, / στήθη, / χείλη, / σαν όνειρο, / να ανέλθω / να τα φιλήσω, / ατέλειωτο φιλί / βαθύ σαν θάνατο, / παρακαλώ σας». Ζητά βοήθεια από τον έρωτα που ξέρει από φάρμακα που θεραπεύουν τη μοναξιά. Όπως ο Καβάφης με σπαραγμό ψυχής κι αυτός ζητά βοήθεια από άλλον έρωτά του και γράφει «Εις σε προστρέχω Τέχνη της Ποιήσεως, / που κάπως ξέρεις από φάρμακα, / νάρκης του άλγους δοκιμές, εν Φαντασία και Λόγω» (Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλεάνδρου…).
Η ποίηση της Εξάρχου είναι εν πολλοίς μελαγχολική. Και όμως ο αναγνώστης δε μελαγχολεί, γιατί ακόμα και η τέτοια ποίηση λειτουργεί ανακουφιστικά και στην τυχόν βαριά θλιμμένη ψυχή του αναγνώστη, γιατί η τέχνη της ποίησης μπορεί και μεταστοιχειώνει τα καταθλιπτικά, αρνητικά συναισθήματα σε άλλου, θετικού, ποιού συναισθήματα και πετυχαίνει δια της ομοιοπαθητικής, όπως λέει ο Αριστοτέλης, «την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν».
Η Καλλιόπη Εξάρχου είναι ποιήτρια αυθεντική, γνήσια, με τη δική της αυτόνομη φωνή, το προσωπικό της ύφος, και τα δείγματα γραφής που έδωσε και μ’ αυτή τη συλλογή προοιωνίζονται καρποφόρο το ποιητικό της μέλλον.

EXTRA LARGE 2011
ΔΗΜΗΤΡΑ ΜΗΤΤΑ

Πόρφυρας τ.144

Κλειστά συστήματα

Extra Large ιστορίες σε 94 μόλις σελίδες γραμμένες σε πρώτο πρόσωπο από
ένα πανεπόπτη συγγραφέα, ο οποίος παρακολουθεί την Ιωάννα από την εφηβεία της μέχρι τη μεσήλικη ζωή της, ένα είδος τρυφερού μάρτυρα στα εσωτερικά και εξωτερικά περπατήματα ενός μοναχικού κοριτσιού στον κόσμο σε μια εποχή πολιτικά δύσκολη που επηρέαζε την κοινωνία και συνέτεινε στην επίταση μιας ηθικολογικής επιφάνειας καθωσπρεπισμού. Δικτατορία στην επαρχία!
Η πολιτική λογοκρισία βαδίζει χεράκι χεράκι με τον κοινωνικό έλεγχο και τους κανόνες, κάθε είδους κανόνες, πρωτίστως για το σώμα. Πώς θα φάω, πώς θα κρατήσω το κουταλάκι, πόσο μεγάλη θα είναι η μπουκιά που θα κόψω με τα δόντια μου, είναι ανοιχτό ή κλειστό το στόμα μου όταν μασάω; Θα κοιτάξω το σώμα μου στον καθρέφτη; Επιτρέπεται; Είμαι χοντρή. Ακολουθούν οι κανόνες για το πνεύμα: Τι βιβλία θα διαβάσω; Επιτρέπεται η Περλ Μπακ; Οι αδελφές Μπροντέ; Τι εικόνες θα δω; Επιτρέπεται να δω εικόνες από αστέρες του κινηματογράφου που φιλιούνται; Από κοντά
και οι κανόνες για το συναίσθημα. Επιτρέπεται να δείχνω ότι αγαπώ; Επιτρέπεται να κλαίω; Επιτρέπεται να ερωτευτώ; Όχι τώρα. Μετά. Πότε μετά; Πόσο μετά; Φυσικά υπάρχουν κανόνες για την έκφραση: Ποια έκφραση; Δεν επιτρέπονται οι αντιρρήσεις. Και την αδικία; Πώς τη σηκώνει κανείς την αδικία που πρέπει να μένει ανέκφραστη μέσα στα πλαίσια της ευγένειας και της ευπρέπειας;
Πολιτικός έλεγχος από μια αλλοπρόσαλλη εξουσία, κοινωνικός έλεγχος από οικογένειες που αγαπούν κοινωνικά – «και τι θα πει ο κόσμος;» 0 τελευταίος, βέβαια, ήδη από την αρχαιότητα αφορά την αστική τάξη, όχι τις λαϊκές μάζες, όπως η Ντεζιρέ της πρώτης ιστορίας, που μπορεί και επιτρέπεται να κινεί το πληθωρικό της σώμα χωρίς ελέγχους και ασφυκτικούς περιορισμούς από εξαρτήματα γυναικεία, επιβεβλημένα από μια ανδρική αντίληψη για την κοινωνία, υποστηριγμένη αμείλικτα από εκπροσώπους του γυναικείου φύλου.
Και η διαφορετικότητα τι θέση έχει σε μια τέτοια κοινωνία; Μα τη διαφορετικότητα, αγαπητοί φίλοι, θα πρέπει να την καταπατήσουμε, να την πατήσουμε, να την αντιμετωπίσουμε όπως τα ζιζάνια στα χωράφια, να τη βγάλουμε και να τη γδάρουμε. Το ζητούμενο είναι η ομοιομορφία, η συνέχεια, η παράδοση στο μέλλον του παραδεδομένου ομοίου. Όλα ίδια και απαράλλακτα.
Ξαναγυρνώ στον συγγραφέα του βιβλίου. Τον αποκάλεσα τρυφερό μάρτυρα, όχι μόνο γιατί γνωρίζει τον πλούσιο, ευαίσθητο, ασύμβατο με τα δεδομένα της εποχής εσωτερικό κόσμο ενός νεαρού κοριτσιού αλλά και γιατί μοιάζει να στέκεται εκεί, δίπλα στο κορίτσι, ένα είδος νεραϊδούλας ή αγγέλου -αν είστε πιστοί-, που προστατεύει, μια ανεπίγνωστη για το κορίτσι συντροφιά, μια διαρκής παρουσία – η Ιωάννα, η ηρωίδα των extra large ιστοριών της Εξάρχου δεν είναι μόνη, κι ας βιώνει μιαν απίστευτη εξωτερική και εσωτερική μοναξιά. Ο συγγραφέας παίζει και αυτός στο βιβλίο, δεν είναι αμέτοχος, έχει ένα ρόλο: να πει την ιστορία όχι σε αναγνώστες αλλά σε ακροατές, αυτό τουλάχιστον φαίνεται από το γεγονός ότι κάποτε απευθύνεται: «Για φανταστείτε», «με παρέσυρε η σύγχυση της Ιωάννας και ξέχασα να σας πω», «και όπως γνωρίζετε πολύ καλά», «θα σας γελάσω», «μη γελάσετε», «θα αναρωτηθείτε». Μια παρεϊστικη ατμόσφαιρα.
Οι ιστορίες μοιάζουν γυναικείες, εξάλλου πολλές γυναίκες κυκλοφορούν στο βιβλίο. Η γύφτισσα Ντεζιρέ, η γερμανίδα Ούρσουλα με τις κόρες της Βανέσα και Χέλγκα, η μαμά Ευτέρπη – σπανίως αποκαλείται μαμά, τις περισσότερες φορές μητέρα, κι αν καμιά φορά η συγγραφέας εν ονόματι της Ιωάννας ξεχαστεί και την αποκαλέσει μαμά, μερικές γραμμές πιο κάτω επανέρχεται στην τάξη, η μαμά γίνεται και πάλι μητέρα. Συνεχίζουμε: η αδελφή της μητέρας Ευ-τέρπης Ευ-δοκία, όλα ευ θα πρέπει να είναι, φοβερή μαγείρισσα, η πεθερά της μητέρας Ευτέρπης, μητέρα του πατέρα της Ιωάννας, γιαγιά της Ιωάννας, αναντίρρητη αρχηγός του οίκου, «αυτοκρατορική, μεγαλοπρεπής, άκαμπτη φιγούρα μιας άλλης εποχής»
(σ. 20), η αδελφή Μαρία, μια άλλη Μαρία, δεξί χέρι της γιαγιάς, η αισθητικός, η φίλη Άννα, οι απρόσωπες και μάλλον εχθρικές συμμαθήτριες, γυναίκες
που καθαρίζουν το σπίτι. Η ταυτότητα της νεαρής Ιωάννας φαίνεται να διαμορφώνεται με την υποψία του διαφορετικού μέσα από τις μορφές της γύφτισσας και της Γερμανίδας. Αυτές ίσως τη διαφύλαξαν από το όμοιο.
Και οι άνδρες; Μέσα από αυτούς αναδεικνύονται καλύτερα κοινωνικές δομές. Αρχίζω λοιπόν: εργάτες του κήπου (σ. 15, 71), ενίοτε κάτω από τις διαταγές της πολύ έμπειρης στα των κήπων γιαγιάς, ο νεαρός βαφέας του σπιτιού της γιαγιάς, «κούκλος με γαλάζιους οφθαλμούς» (σ. 18), ο κηπουρός με τα πράσινα μάτια, ο μεταλλειολόγος σύζυγος της Ούρσουλας, ο καταπιεσμένος από τη μητέρα του μπαμπάς, με καλούς τρόπους, χαλαρός και πιο ελεύθερος στα τραπέζια το βράδυ, τότε που η Ιωάννα μπορούσε να του εκφράσει κάποιες σκέψεις, μόνο τότε, σκληρός με την πράσινη σκιά που έβαλε στα μάτια της η Ιωάννα, ως και χαστούκι έφαγε το κορίτσι, με ιδιαίτερη όμως προτίμηση στην τζαζ και την κλασική μουσική, ο παππούς, κουβαλητής της βαλίτσας της γυναίκας του, φουκαράς (σ. 22), ένας εξιδανικευμένος θείος, με λαμπρές σπουδές, μποέμ, όμορφος, γοητευτικός, καλλιεργημένος, στον αντίποδα του επαρχιώτη πατέρα της Ιωάννας, υποκατάστατο πατέρα για την Ιωάννα, ο δάσκαλος του πιάνου κύριος Γιαννίκος, με συμπεριφορές που δεν συνάδουν προς την εκλεπτυσμένη ενασχόλησή του με τη μουσική -μα να ρουφά τον καφέ του; φοράει και μασέλα που κροταλίζει, του φεύγουν και υπολείμματα τροφών την ώρα που φωνασκεί-, ένας κούκλος ηθοποιός που φιλάει στο έργο την προπαγωνίστρια, ο καθηγητής των Αρχαίων Ελληνικών, της Αντιγόνης που στάθηκε πρότυπο επαναστάτριας για την Ιωάννα, ο
τριαντάρης «γοητευτικός, […] επικίνδυνα γοητευτικός» φλερτώδης μηχανικός
κ. Παπαδόπουλος (σ. 50), το πρώτο ροζ τριαντάφυλλο, ο κούκλος Πέτρος με μάτια «καταπράσινα σαν τη χλόη», ο ωραίος Νίκος, «ένα παλικάρι δυο μέτρα,
από καλό σπίτι» (σ. 81), «οικογένεια αυστηρή με συντηρητικές αρχές» (σ.82), το πρώτο φιλί, αγόρια συμφοιτητές που δεν θα αφιέρωναν πολύ χρόνο να ανακαλύψουν τον εσωτερικό κόσμο της Ιωάννας, ο ηδονοθήρας γυμναστής Μιχάλης. Τι περίεργο: ενώ ονομάζονται οι γυναίκες του σπιτιού, κανένας από τους άνδρες του στενού οικογενειακού περιβάλλοντος δεν ονομάζεται. Είναι μόνο ο θείος, ο μπαμπάς, ο παππούς. Και ενώ οι άνδρες περιγράφονται, οι γυναίκες παραμένουν έγκλειστες στα χαρίσματά τους.
Κλειστά συστήματα αυτά στα οποία μεγάλωσε η Ιωάννα, το σπίτι, η σχολική τάξη -ούτε καν το σχολείο-, η επαρχιακή πόλη, η δικτατορία σαν ανεμοβλογιά στην εφηβεία, η αστική τάξη. Και μέσα σε όλα αυτά και από όλα αυτά ξεπετάχτηκε ένα κορίτσι. Η συγγραφέας το παρακολούθησε με τρυφερότητα, με λεπτό σαν αεράκι χιούμορ, με ελαφρό σαρκασμό, ενίοτε με δραματικούς τόνους: «[…] έτρεχε κάθιδρη στο δρόμο που οδηγούσε στο σπίτι της […]. Το είχε βάλει στα πόδια. Έτρεχε να κρυφτεί αποφασισμένη να μην ξεμυτίσει ποτέ πια από τη σιγουριά της φυλακής της. Εκεί τουλάχιστον όλα της φαίνονταν οικεία, εξόχως οικεία, αλίμονο!»
Κλείνω με μια φράση ακόμη από τη τελευταία μυθ-ιστορία της Εξάρχου: «Αυλάκια που διέτρεχαν το κορμί απ’ άκρη σ’ άκρη, το έσκαβαν, το όργωναν. Αυλάκια αδιέξοδα να ανακυκλοδνουν τη ροή τους, εσωτερικά, μυστικά, να αγγίζουν τα σπλάχνα και εκείνα να αφυπνίζονται
ανατριχιάζοντας από την υγρασία της θλίψης.»

ΖΩΗ ΣΑΜΑΡΑ

Θέματα Λογοτεχνίας 9-12/2013

«EXTRA LARGE, 12 ΣΧΕΔΙΑ ΓΙΑ ΕΝΑ ΠΟΡΤΡΕΤΟ»
.
Μια ερώτηση έρχεται συχνά στη σκέψη μας όταν διαβάζουμε ένα νέο βιβλίο:
Σε ποιο λογοτεχνικό είδος ανήκει; Καμιά φορά το είδος δηλώνεται στον
υπότιτλο: Αυτοβιογραφία, Διηγήματα… Ωστόσο, ο υπότιτλος -12 σχέδια
για ένα πορτρέτο- της Καλλιόπης Εξάρχου, παραπέμπει περισσότερο σε εικόνα και λιγότερο σε γραφή. Όταν άρχισα να διαβάζω το βιβλίο, αναρωτήθηκα μήπως πρόκειται για βιογραφική ή και αυτοβιογραφική μυθοπλασία.
Και καθώς συνέχιζα την ανάγνωση, σκεφτόμουν, άθελά μου, την Αισθηματική αγωγή του Φλομπέρ, δηλαδή είχα στα χέρια μου, πιθανότατα, ένα μυθιστόρημα διάπλασης, με τη μεγάλη διαφορά ότι εδώ τίποτε δεν φαινόταν να οδηγεί στη συντριβή του κεντρικού προσώπου, άρα σε μυθιστόρημα ήττας,
όπως έχει αποκαλέσει η κριτική το συγκεκριμένο έργο του Γάλλου συγγραφέα.
Η Ιωάννα, η ηρωίδα, ζει σε έναν τόπο καταπίεσης, που θυμίζει φυλακή
υψίστης ασφαλείας: ακόμη και τα εσώρουχα καταπιέζονται. Καθώς δεν θεωρούνται ευπρεπή ρούχα, δεν έχουν το δικαίωμα να απλώνονται στον ήλιο·
στεγνώνουν, μακριά από τα βλέμματα των γειτόνων. Αυτή θα ήταν η τύχη
της Ιωάννας, αν έμενε στη γενέτειρά της. Ν ιώθουμε ευθύς εξαρχής, χάρη στο πέρασμα της Ντεζιρέ από την οθόνη μας, ότι η ηρωίδα θα φύγει, θα αφήσει πίσω της την επαρχία και θα χαθεί, όχι στην ανοιχτωσιά της φύσης, αλλά σε αχανείς πολιτείες, στην ανωνυμία της μεγαλούπολης, που, με όλα της τα μειονεκτήματα, επιτρέπει την ανάπτυξη του ατόμου. Ίσως γι’ αυτό χρειάστηκε να πάει η ηρωίδα στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και όχι, όπως η συγγραφέας, στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, να ζήσει στη μεγαλύτερη πύλη της χώρας και, πολύ αργότερα, στο Παρίσι.
Η αφήγηση παρουσιάζει διαρκώς ανεκπλήρωτες προσδοκίες, όπως στο
μυθιστόρημα του Μπαλζάκ, Χαμένες αυταπάτες, με μια μεγάλη διαφορά
ξανά, η ηρωίδα ακολουθεί αδιάκοπα μια ανοδική πορεία. Πώς γίνεται αυτό;
Προφανώς, τα ταξίδια που την απομακρύνουν από τον τόπο της δεν επαρκούν. Εκείνο που τη σώζει είναι η δημιουργία ενός δικού της εσωτερικού τοπίου, που έχτισε μόνη της και μέσα στο οποίο επιλέγει να κινείται.
Το βιβλίο, αν και είναι το πρώτο μυθιστόρημα της Καλλιόπης Εξάρχου,
μας εντυπωσιάζει με την ώριμη γραφή του. Και είναι ώριμη γιατί παράγεται
από μια επίπονη εσωτερική διεργασία. Η συγγραφέας δίνει την εντύπωση
ότι έζησε έντονα την κάθε στιγμή και εκφράζεται με το πάθος της βιωματικής γραφής. Η αφήγηση φαίνεται να είναι στο τρίτο πρόσωπο. Είναι όμως;
Πάνω από την ιστορία της Ιωάννας πλανάται ένας αόρατος αφηγητής (ή
αφηγήτρια, αυτό δεν φαίνεται να έχει σημασία), που βλέπει τον κόσμο μέσα
από τα μάτια της ηρωίδας. Καθώς διάβαζα το βιβλίο, είχα μια εικόνα διαρκώς μπροστά μου: έβλεπα την ηρωίδα να παίζει και να επινοεί έναν παιδικό
φίλο, που μιλά για χάρη της, ενώ βλέπει αποκλειστικά ως εκεί που φτάνει το
δικό της βλέμμα. Ο αφηγητής, λ.χ., δεν μπορεί να μας πληροφορήσει τι σκέφτονται κρυφά τα μέλη της οικογένειας για τα πενήντα χρόνια γάμου που
γιορτάζουν ο παππούς και η γιαγιά. Θα μου πείτε: Μα υπονοεί με αυτό τον
τρόπο την καταπίεση του παππού και συνάμα τονίζει τη δική του ιδιότητα
ως νεωτερικού αφηγητή. Με άλλα λόγια επισημαίνει το γεγονός ότι δεν είναι παντογνώστης. Εντούτοις, η στάση του γίνεται πιο σύνθετη όταν εξαιρεί
την ηρωίδα από το ρόλο που ο ίδιος απονέμει στον εαυτό του. Το λέει μάλιστα σαφέστατα: «Το μόνο που μπορείτε να μάθετε είναι τι σκέφτηκε η Ιωάννα».
0 αφηγητής διαβάζει την ψυχή της, αντλεί πληροφορίες από τη μνήμη της, δημιουργεί μαζί της μια εξαίσια διφωνία, ενώ παραμένει κυρίαρχος της τεχνικής του.
Και ένα ακόμη τέχνασμα του αφηγητή: η παιχνιδιάρικη χρήση του ελεύθερου πλάγιου λόγου, δηλαδή η σύνδεση του πλάγιου λόγου της αφήγησης
με τη φωνή του εκάστοτε ήρωα. Ακούμε λοιπόν ερωτήσεις -όπως: Γιατί και κυρίως επιφωνήματα – Α, αχ, ναι, μάλιστα, αλίμονο, έλεος! Αφηγητής και ηρωίδα συνεργάζονται για να μας παρασύρουν στο μυθιστορηματικό
σύμπαν της Εξάρχου, σύμπαν φτιαγμένο από λέξεις. Απολαυστική η περιγραφή όταν η γιαγιά καταφθάνει από την πρωτεύουσα για τις θερινές διακοπές της και πρώτο της μέλημα είναι να απαγορεύσει στην οικογένεια του
γιου της να χρησιμοποιεί την κεντρική εξώπορτα. 0 αφηγητής εκμεταλλεύεται την κωμική εικόνα που δημιουργούν ο εγωκεντρισμός και η μεγαλομανία
της γιαγιάς και απευθύνεται ευθέως στον αναγνώστη: «για φανταστείτε,
πάλι καλά που υπήρχε και δεύτερη έξοδος». Ξαφνικά όμως, η εικόνα του
εγκλεισμού χάθηκε από τα μάτια μου, καλύφτηκε από την αναπάντεχη λέξη
«έξοδος». Σαν να υπήρχαν πόρτες μόνο για να φεύγουμε. Άκουγα τη φωνή
της Ιωάννας κρυμμένη κάτω από την επιλογή της λέξης, που μου αποκάλυπτε την έντονη επιθυμία της για έξοδο, για φυγή. Η Καλλιόπη Εξάρχου, στην οποία μίλησα για την αντίδρασή μου, είπε πως δεν το είχε καθόλου
σκεφτεί. Και βέβαια, ακριβώς γι’ αυτό η εικόνα της φυγής έχει τόση δύναμη· πηγάζει κατευθείαν από το ασυνείδητο.
Ένα ξεχωριστό βιβλίο χρειάζεται έναν εκδότη με καλλιτεχνικές ανησυχίες. Οι εκδόσεις Σοκόλη-Κουλεδάκη αγκάλιασαν το βιβλίο με τρυφερότητα
και ευαισθησία.

ΜΑΡΙΑ ΛΑΜΠΑΔΑΡΙΟΥ-ΠΟΘΟΥ

Διαβάζω 530 6/2012

Δώδεκα διηγήματα ή «πορτρέτα», όπως τα αποκαλεί η συγγραφέας, διαγράφουν την εσωτερική διαδρομή μιας γυναίκας, της Ιωάννας, από τις ονειρικές φυγές της καταπιεσμένης εφηβείας έως την επανάσταση της ωριμότητας. Πιο δίκαιος είναι ο χαρακτηρισμός «πορτρέτα», αφού όλα τα κείμενα τα συνδέει το ίδιο πρόσωπο, είναι όψεις της ίδιας γυναικείας μορφής που βιώνει τα στάδια της πορείας της προς τον έρωτα, προς τπ γνώση της φθοράς, προς την ουσία της ύπαρξης. Μεγεθύνοντας κάποια εξαιρετικά περιστατικά της ζωής της Ιωάννας, της ηρωίδας του βιβλίου, περιστατικά που τη σημάδεψαν ή αφύπνισαν καταπιεσμένες υποσυνειδησιακές ζώνες, η
συγγραφέας δημιουργεί μια ποιητική της αυτογνωσίας που ολοένα και βαθύτερα μας οδηγεί στην καθαρότητα της αλήθειας.
Με λόγο δυνατό και συνάμα ποιητικό, λόγο της αναλυτικής σκέψης και
της ψυχογραφικής διείσδυσης, η συγγραφέας μάς δίνει ζωντανές περιγραφές και καταστάσεις, μεγεθύνει και απομονώνει κάποιες βιωμένες στιγμές, για να φωτίσει τον ψυχισμό της ηρωίδας της, να δει και η ίδια σαν μέσα σε νοητό κάτοπτρο το μέγα γεγονός της μεταλλαγής της, πώς η καταπιεσμένη πουριτανή έφηβη έφτασε στην πλήρη ωριμότητα, από ποια επώδυνα μονοπάτια κατέκτησε την ανάβαση στο πρόσωπο.
Η Καλλιόπη Εξάρχου είναι επίκουρη καθηγήτρια θεατρολογίας στο ΑΠΘ,
όπως διαβάζουμε στο βιογραφικό της. Και είναι εμφανής η θεατρική
ισορροπία των ψυχικών καταστάσεων στα επιμέρους διηγήματα ή
πορτρέτα. 0 Σάμουελ Μπέκετ είπε: «Το πρόσωπό μας είναι πολλά πρόσωπα που καταλήγουν στο τελευταίο». Κάπως έτσι η συγγραφέας κομματιάζει το πρόσωπο της ηρωίδας της για να καταλήξει στο τελευταίο. Στο πορτρέτο «Εμμηνόπαυση», που είναι μια έξοχα δοσμένη επανάσταση και μαζί κάθαρση, αφού τόλμησε να σπάσει τον κλοιό από τις φοβίες και τις καταπιέσεις της ζωής της και να αποδράσει στο Παρίσι προκειμένου να βιώσει αυτογνωσιακά την αλήθεια του εαυτού της.
Σε όλα τα πορτρέτα υπάρχει μια ετεροχρονική συνειδητοποίηση της αλήθειας που αναζητά η ηρωίδα. Υπάρχει ένας αυτοσαρκασμός, απόρροια της ατολμίας και των κοινωνικών ταμπού. Κι αυτό κάνει την ηρωίδα στα μάτια μας βαθιά ανθρώπινη. Βαθιά αληθινή. Και καθώς ο λόγος του κειμένου είναι ποιητικός και πλούσιος σε περιγραφές και διεισδύσεις, η ηρωίδα γίνεται οικεία, γίνεται γνώριμη των δικών μας αδυναμιών και της δικής μας αγωνίας για απελευθέρωση.

ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ

Βιογραφική μυθοπλασία θα αποκαλούσα το νέο βιβλίο της πανεπιστημιακού και ποιήτριας Καλλιόπης Εξάρχου. Αν και είναι το πρώτο της μυθιστόρημα, η ώριμη γραφή της μαρτυρεί έντονη εσωτερική διεργασία. Η αφήγηση – φαινομενικά τουλάχιστον τριτοπρόσωπη – αρχίζει με τις λέξεις «Την έλεγαν Ντεζιρέ» και υλοποιείται μέσα από «τα παιδικά μάτια της Ιωάννας». Ωστόσο, η πληθωρική Ντεζιρέ δεν είναι παρά ένα σημείο εκκίνησης, μια αλληγορία της Επιθυμίας που εκφράζεται χωρίς ενοχές, ενώ το φτωχικό περιβάλλον της ανάγεται σε ένα πρώτο αντικρουόμενο ντεκόρ, πλάι στο οποίο θα προβάλει σε λίγο το αρχοντικό που υποθάλπει την καταπίεση της Ιωάννας.
Η βιωματική υφή της γραφής θα ταίριαζε με αφήγηση στο πρώτο πρόσωπο. Ωστόσο, όταν η ηρωίδα διστάζει να εκφράσει την επαναστάτη μένη
από την πρώτη στιγμή αντιγόνεια σκέψη της, μοιάζει να επινοεί έναν παιδικό φίλο που μιλά για χάρη της, θαυμάζει και συνάμα καγχάζει την αστική οικογένεια και κυρίως την ίδια, ενώ ασκεί αμείλικτη κριτική στην επαρχιακή ζωή τα χρόνια της δικτατορίας. Ο υπεύθυνος της αφήγησης δεν μπορεί να μας πει τι σκέφτονται κρυφά τα μέλη της οικογένειας για τα πενήντα χρόνια γάμου του παππού και της γιαγιάς, θέλοντας προφανώς να τονίσει, μεταξύ άλλων, ότι. δεν είναι παντογνώστης συγγραφέας. Εξαιρεί ωστόσο την Ιωάννα
από τον ρόλο του μοντέρνου αφηγητή που έχει αναλάβει διαβάζει την ψυχή
της, αντλεί από τη μνήμη της και δημιουργεί μαζί της μια εξαίσια διφωνία.
Όταν θέλει να μιλήσει για την ηρωίδα, απαρνιέται την ιδιότητα του εξωδιηγητικού αφηγητή.
Η ταύτιση πραγματοποιείται με μια απολαυστικά παιχνιδιάρικη χρήση του ελεύθερου πλάγιου λόγου. Αγωνιώδεις ερωτήσεις – «Γιατί;», «Μα γιατί;», «Λες;» -, ενθουσιαστικά επιφωνήματα – «Ωραία!», «Επιτέλους!» – και εκφράσεις δυσφορίας για την αβάσταχτη καταπίεση – «Αχ!», «Έλεος πια» – πολλαπλασιάζονται όσο προχωρεί η ιστορία και επενδύουν την τριτοπρόσωπη αφήγηση με την αμεσότητα της πρωτοπρόσωπης. Ο αφηγητής εμφανίζεται σαφώς ως το alter ego της ηρωίδας. Και ενώ το δράμα παίζεται στην ψυχή της μικρής και στη συνέχεια έφηβης Ιωάννας, το σύνθετο βλέμμα που την
ενώνει με τον αφηγητή οδηγούν τον αναγνώστη σε μια κωμική θέαση της
μικρής κοινωνίας. Απολαυστικές οι περιγραφές όταν η γιαγιά καταφθάνει από την πρωτεύουσα για τις θερινές διακοπές της και απαγορεύει στην οικογένεια του γιου της να χρησιμοποιεί την κεντρική εξώπορτα. Ο αφηγητής εκμεταλλεύεται την κωμική εικόνα που δημιουργεί η εντολή και απευθύνεται ευθέως στον αναγνώστη: «για φανταστείτε, πάλι καλά που υπήρχε και δεύτερη έξοδος», σαν να υπήρχαν πόρτες μόνο για να φεύγουμε. Η φωνή της Ιωάννας κρύβεται κάτω από” την επιλογή – πιθανότατα ασύνειδη και γι’ αυτό τόσο δυνατή της λέξης «έξοδος» και αποκαλύπτει την αδιάλειπτη] επιθυμία της για φυγή.
Το πεζογράφημα της Καλλιόπης Εξάρχου σε κάποια σημεία αγγίζει
απαλά, από απόσταση στον χώρο και τον χρόνο, σημαντικές στιγμές της δημιουργίας του μυθιστορήματος στη Γαλλία του 19ου αιώνα. Όπως στον
Σταντάλ (Το κόκκινο και το μαύρο), ο κλειστός κόσμος της επαρχίας προσφέρεται ως ιδανικός χώρος για καταπίεση του χαρισματικού ατόμου.
Έχουμε και εδώ, όπως και στον Φλωμπέρ (Αισθηματική αγωγή), ένα μυθιστόρημα διάπλασης, το οποίο ωστόσο δεν καταλήγει σε μυθιστόρημα ήττας. Ούτε περιγράφει αποκλειστικά ανεκπλήρωτες προσδοκίες, όπως ο Μπαλζάκ (Χαμένες αυταπάτες). Η Ιωάννα ακολουθεί μια αδιάκοπη ανοδική πορεία, ίσως γιατί έχτισε το δικό της εσωτερικό τοπίο μέσα στο οποίο κινήθηκε, ένα «δωμάτιο στην πίσω αυλή», όπως θα έλεγε ο Μονταίν. Εξάλλου, τα νιάτα, καθώς κοιτούν μόνο μπροστά, βλέπουν τη ζωή σε μια συντηρητική οικογένεια «σαν ξεχασμένη σελίδα στην εξέλιξη του πλανήτη». Πλάι στο προσωπικό δράμα, η δικτατορία των συνταγματαρχών κυλά αθόρυβα και διαβρώνει συνειδήσεις.
Οι εκδόσεις Σοκόλη-Κουλέδάκη πρόσεξαν με καλλιτεχνική ευαισθησία ένα ξεχωριστό βιβλίο.

ΓΙΑ ΤΑ ΘΕΑΤΡΙΚΑ ΕΡΓΑ
ΑΛ. ΜΥΡΙΑΔΗΣ

Το βιβλίο “Εικόνες φωτός και σκότους στο θέατρο του Arrabal της Καλλιόπης – Στυλιανής Εξάρχου που εκδόθηκε από το University Studio- Press, ερευνά τον αρχετυπικό άξονα του θεατρικού λόγου του Arrabal μέσα από το θεωρητικό μοντέλο του φαντασιακού, ό πως το ορίζει ο Gilbert Durand, Προσεγγίζοντας όλες τις συμβολικές όψεις των Συστημάτων της Ημέρας και της Νύχτα, αποκαλύπτεται πως οι ήρωες του Arrabal συμφιλιώνουν το θάνατο με τη ζωή, το σκοτάδι με το φως, για ένα καλύτερο αύριο, και πως όλη αυτή η διαδικασία γίνεται θεατρική πράξη πάνω στη σκηνή. Ο κόσμος του Arrabal κινείται σε μία ατμόσφαιρα τελετουργικών σχημάτων ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα. Έτσι ο μύθος της “πολιτείας” του παίρνει συμπαντικές διαστάσεις και η θέαση των δρωμένων μετατρέπεται σε σκοτεινές καθόδους στον Άδη και σε φωτεινές ανατάσεις στον “Κήπο των Ηδονών”. Μέσα σ’ αυτόν τον οραματικό χώρο – χρόνο του φαντασιακού και της Επιθυμίας, τα θεατρικά πρόσωπα βρίσκουν το ταίρι τους και αποκαθιστούν το αρχέγονο ανδρόγυνο.

ΖΩΗ ΣΑΜΑΡΑ

Εικόνες φωτός και σκότους στο θέατρο του Arrabal

Εικόνες φωτός και σκότους στο θέατρο του Arrabal, ένα μικρό πυκνό βιβλίο σε μια καλόγουστη έκδοση του University Studio Press της Θεσσαλονίκης,
μελετώ τον ποιητικό κόσμο του διάσημου δραματουργού, με θεωρητικό άξονα την αρχετυπολογία του Gilbert Durand. Τόσο οι λεκτικές όσο και οι αμιγώς θεατρικές εικόνες στο έργα του Αρραμπόλ επενδύονται με τη μορφή αρχετύπων και συνδέουν τη θεατρική σκηνή με τη σκηνή του σύμπαντος. Αν
και η θεωρία του Durand αναφέρεται κυρίως σε λογοτεχνικά κείμενα, η συγγραφέας της προσδίδει νέες πρωτότυπες διαστάσεις και τη μετατρέπει σε σύστημα μελέτης του θεατρικού λόγου: η κίνηση, οι ήχοι, ο φωτισμός, τα πρόσωπα μεταμορφώνουν τη σκηνή σε ναό τελετουργικών δρωμένων.
Η κ. Εξάρχου μελετά συστηματικά τον σκηνικό χώρο με βάθη τις διδασκαλίες του Αρραμπόλ. Επισημαίνει τα γεγονός ότι η μουσική και ο χορός λειτουργούν ως σύμβολα ρυθμικής συνύπαρξης του φωτός και του σκότους, ενώ συμβάλλουν στο ιερό πάντρεμα της σωματικής επιθυμίας των ηρώων με την
προδιάθεση της ψυχής τους για ανάταση. Τα θεατρικά πρόσωπα εξετάζονται ως μορφές πάνω στη σκηνή που παλεύουν ανάμεσα στη μυητική ισχύ του
σκότους και τη λυτρωτική επίδραση του φωτός. Μια πρωτότυπη συνέντευξη,
περιλήψεις των έργων του Αρραμπόλ, εκτενής βιβλιογραφία και περίληψη της μελέτης στη γαλλική, συντελούν στην ολοκληρωμένη εικόνα αυτής της
πρωτοποριακής μελέτης του
θεατρικού φαντασιακού.

{ περιοδικό Οδός Πανός, No 53-34, Ιαν.-Φεβ, 1995)

ΕΙΚΟΝΕΣ ΦΩΤΟΣ ΚΑΙ ΣΚΟΤΟΥΣ ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟ TOY ARRABAL
της ΚΑΛΛΙΟΠΗΣ-ΣΤΥΛΙΑΝΗΣ ΕΞΑΡΧΟΥ,

Τον αρχετυπικό άξονα του θεατρικού λόγου του Αρραμπάλ, μέσα από το θεωρητικό μοντέλο του φανταστικού, όπως το ορίζει ο Ζιλμπέρ Ντυράν, ερευνά το συγκεκριμένο βιβλίο. Προσεγγίζοντας όλες τις συμβολικές όψεις των Συστημάτων της Ημέρας και της Νύχτας, αποκαλύπτεται πως οι ήρωες του Αρραμπάλ συμφιλιώνουν το θάνατο με τη ζωή, το σκοτάδι με το φως,
για ένα καλύτερο αύριο, και πώς όλη αυτή η διαδικασία γίνεται θεατρική πράξη πάνω στη σκηνή. Στη μελέτη αυτή, εκτός από τους άξονες
της θεωρίας του Ντυράν, η συγγραφέας ανατρέχει αφ’ ενός μεν στις επιστήμες του ανθρώπου, ειδικά στο Γιουνγκ, για να διερευνήσει καλύτερα τη συμπεριφορική και συναισθηματική κατάσταση των ηρώων, αφ’ ετέρου χρησιμοποιεί τις δομές των μύθων, των τελετουργικών εθίμων και των θρησκευτικών συμβολισμών της θεωρίας του Ελιάντ, για να ερμηνεύσει τον αισθητικό μυστικισμό του θεάτρου του Αρραμπάλ.

ΣΑΒΒΑΣ ΠΑΤΣΑΛΙΔΗΣ

Όταν μια παράσταση προκαλεί απόλαυση, το έργο του κριτικού είναι σχετικά εύκολο. Όταν όμως χωλαίνει, τότε είναι άχαρο. Δύο πρόσφατες παραστάσεις που είδαμε στη Θεσσαλονίκη, γέννησαν αυτά ακριβώς τα συναισθήματα:
απόλαυση η Στέλλα: Ιστορίες , Ενός Μαχαιριού (θέατρο Κουίντα, παραγωγή Λύκη Βυθού), μια διακειμενική σύνθεση της Κ. Εξάρχου με αποσπάσματα από τα έργα Στέλλα, Αυλή των Θαυμάτων, Αόρατος Θίασος, Χώρα Ιψεν, Ο δρόμος, περνά από μέσα και Παραμύθι χωρίς όνομα, του I. Καμπανέλλη),
και αδιαφορία οι Δούλες του Ζενέ (παραγωγή ΔΗΠΕΘΕ Βόλου και φιλοξενούμενη του ΚΘΒΕ, στη μικρή σκηνή της Μονής Λαζαριστών).
Συμπλέκοντας προσωπικές στιγμές ηρωίδων παρμένων από διάφορες τάξεις και γεωγραφικούς χώρους, η Εξάρχου προσπάθησε και, μέχρι ενός σημείου πέτυχε, να υφάνει ένα ρέον μωσαϊκό αντιστίξεων, με κέντρο βάρους τη διαρκή πάλη του θηλυκού και του αρσενικού, αλλά Κάι τις ιδιαιτερότητες της θέσης της γυναίκας μέσα σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία. Από τη σύνθεσή της αναδύονται οι προσδοκίες, οι απογοητεύσεις, οι χαρές και οι λύπες των γυναικών, οι οποίες, παρόλα τα ποικίλα αδιέξοδα, δεν το βάζουν κάτω, δε σταματούν να ονειρεύονται μέσα από τη διαφορετικότητά τους
ένα «άλλο» των πραγμάτων, να διερωτώνται μαζί με τη Στέλλα: «Γιατί όλοι θέλετε να με κουτσουρέψετε;»
Με αυτό το «χαλαρό» υλικό στα χέρια, ο σκηνοθέτης Π. Δανελάτος έπαιξε και κέρδισε. Κούρδισε με ευαισθησία και γνώση τον «ασυνεχή» μίτο της ιστορίας, βρήκε άξονες και περάσματα, συντόνισε ρόλους. Στο λιτό και ευέλικτο σκηνικό του Α. Αποστολίδη κίνησε στους σωστούς ρυθμούς και το δέον ύφος τους ηθοποιούς του, οι οποίοι παρ’ όλη τη μεταμορφωτική «μανία» των κειμένων κατάφεραν να συγκρατήσουν την ισορροπία τους και να συνθέσουν με ευκρίνεια τα πολλαπλά προσωπεία τους. Η Γεωργιάδου, ο
Διακοσάββας, η Φωτεινάκη και ο Φραντζής μπορεί να μην ολοκλήρωσαν ρόλους, ολοκλήρωσαν όμως παρουσία. Βεβαίωσαν ήθος, και ανεβοκατέβηκαν κλίμακες, συνοδεία της ζωντανής μουσικής του Α. Γούναρη που μας ταξίδεψε με τις αξέχαστες μελωδίες του Χατζιδάκι.

ΜΑΡΙΝΑ ΠΕΛΤΕΚΗ

Χωρίς αλλοιώσεις

Η παράσταση έχει έντονα αφηγηματικό χαρακτήρα. Οι ηρωίδες των παραμυθιών εξιστορούν επί σκηνής τις περιπέτειές τους συνοδευμένες
από ξωτικό, που λειτουργεί ως συνδετικός κρίκος μεταξύ των τεσσάρων ιστοριών. Στην παράσταση χρησιμοποιούνται ηχογραφημένα αποσπάσματα,
τα οποία συνδυάζονται έντεχνα με το θεατρικό λόγο.
«Οι ιστορίες των παραμυθιών παρουσιάζονται χωρίς παρεμβάσεις ή αλλοιώσεις. Δεν τις έχουμε απογυμνώσει, για να στείλουμε στους μικρούς θεατές συγκεκριμένα μηνύματα. Άλλωστε τα ίδια τα παραμύθια έχουν ιδιαίτερο παιδαγωγικό χαρακτήρα και μπορούν με το δικό τους τρόπο να διδάσκουν», λέει ο σκηνοθέτης Παύλος Δανελάτος και προσθέτει:
«Μεγάλο μέρος της παράστασης περιλαμβάνει ηχογραφημένες ατάκες και τραγούδια, τα οποία ερμηνεύονται ζωντανά επί σκηνής και ενώνονται με το αφηγηματικό μέρος του έργου. Είναι η πρώτη απόπειρα της “Λύκης Βυθού”
να προσεγγίσει και να παρουσιάσει παιδικό έργο, το οποίο σημειωτέον, θα φιλοξενηθεί στο μικρό, αλλά ζεστά χώρο του “Studio Κουίντα”. Περιμένουμε να δούμε τις αντιδράσεις του κοινού και αναλόγως να συνεχίσουμε», καταλήγει.
Στη διανομή των ρόλων παίρνουν μέρος οι ηθοποιοί Γιώργος Τσομπανίδης, Ελένη Φωτεινάκη και Μαριάννα Καλαϊτζή. Τα σκηνικά και κοστούμια είναι του Απόστολου Αποστολίδη και οι μουσικές συνθέσεις του Κώστα Παπαγεωργίου.

ΖΩΗ ΣΑΜΑΡΑ

«Το θεατρικό ποίημα της Καλλιόπης Εξάρχου Όταν πέφτουν
οι μάσκες», που παίχτηκε από το θέατρο Λύκη Βυθού σε σκηνοθεσία Παύλου Δανελάτου, «αναπαριστά τη διαδρομή της επιθυμίας μιας καταπιεσμένης γυναίκας. […] Το έργο αρχίζει και τελειώνει με την εντολή υποκρίσου, μια λέξη που αλλάζει νόημα κάθε φορά που ακούγεται (Σαμαράς, 2001: 5). Και ενώ ο Sartre τοποθετεί τη σκηνή του στην κόλαση, που είναι μεταφορικός λόγος για μια κοινωνία που παλεύει ενάντια στο άτομο, η Εξάρχου, καθώς γράφει σε μεταμοντέρνα εποχή, το τοποθετεί σε προηγούμενο έργο, μεταφέροντας στο δικό της όλο τον προβληματισμό του διακειμένου της. Οι ήρωες Φλοράνς και Πιερ ξέφυγαν από ένα θέατρο εν θεάτρω και γλίστρησαν από τις αναμνήσεις της Ινές και της Εστέλ, αντίστοιχα, για να αποκτήσουν θεατρική οντότητα σε ένα νέο έργο, που ο τίτλος του, προφανώς εσκεμμένα, υπόσχεται πιο πολλά από όσα μπορεί να κατορθώσει ο άνθρωπος: να δημιουργήσει τη δική του και μόνον προσωπικότητα, χωρίς να προδώσει τη φύση του ή να αλλοιώσει τη φύση των άλλων.
Η πρωταγωνίστρια του έργου φέρει ένα όνομα που αποδομεί τις παραδοσιακές ηρωίδες και ξυπνά στη σκέψη του θεατή τόσο τη λακανική ψυχανάλυση όσο τον σαρτρικό υπαρξισμό, Ονομάζεται η Άλλη και κουβαλά μαζί της μια Κόλαση, που είναι και δεν είναι διαφορετική από την πρώτη. Απογυμνωμένη από το Εγώ, άρα από την ίδια την ταυτότητα και τη γνήσια προσωπικότητά της, δεν αντιπροσωπεύει μονάχα τον άλλο-κάτοπτρο, που
δείχνει ή συρρικνώνει ανελέητα την αλήθεια, δεν είναι μονάχα ο άλλος-μάσκα που αρνείται να πέσει. Την προσωπίδα την επέβαλε η persona που καταπιέζει και καταπιέζεται, ο Άλλος που επαναστατεί και εκδικείται.
Την εξουσία της Αλλης θα μπορούσε να ανατρέψει ο καθρέφτης, όπως υπονοεί το σαρτρικό διακείμενο, αλλά τελικά στο θεατρικό έργο της Εξάρχου το πρόβλημα δεν είναι υπαρξιστικό αλλά οντολογικό: η ύπαρξη δεν οδηγεί στην ενσάρκωση της ουσίας, ακριβώς το αντίθετο αναφέρεται στη γυναίκα Φλοράνς και στην Άλλη που, με την ειρωνική φωνή της, δεν επιτρέπει στη
Φλοράνς να τολμήσει καν να ελπίζει ότι θα ολοκληρωθεί, θα συσταθεί σε ον, Η καταπιεσμένη γυναίκα ζει σε μια μεταφυσική ατμόσφαιρα· η ουσία της είναι σαφώς διαγραμμένη μέσα σε ένα ασφυκτικό πλαίσιο; Ο καθρέφτης δεν της παρέχει την ευκαιρία να συγκροτήσει την οντότητα της. Έτοιμη από καιρό, όχι όμως και θαρραλέα, παρακολουθεί τον κατοπτρισμό της ζωής της να
μεταλλάσσεται σε αντικατοπτρισμό, καθώς παραμένει αμέτοχη στη δημιουργία της,
Σύγχρονοί μας ηθοποιοί υποδύονται συναδέλφους τους του 1843 στο έργο του Ανδρέα Στάικου με τίτλο αυτό ακριβώς το έτος, οι οποίοι με τη σειρά τους παίζουν τη δική τους εκδοχή του 1821, συνάμα ως επαναστατική περίοδο και ως έργο μέσα σε έργο. Οι ηθοποιοί, ταξιδιώτες μέσα στο χρόνο, κρατούν σημαντικά χαρακτηριστικά από κάθε σταθμό, φορτίζονται με τα γεγονότα, γίνονται οι ίδιοι ιστορία. Έτσι η ιστορία πηγάζει από τον ηθοποιό, και οι ρόλοι αντιστρέφονται. Ο ηθοποιός, καθώς ποιεί χαρακτήρες και συμβάντα, γίνεται ο άξονας της ιστορίας. Κάθε κίνηση πάνω στη σκηνή είναι κίνηση μέσα στο χώρο της Ιστορίας, η οποία δημιουργείται από αυτή τη διαλεκτική οπτική. Τα ιστορικά γεγονότα παρουσιάζονται ως θεατρικό παιχνίδι, όπως στο Μαρά/Σαντ ή στο 1789. Εις πείσμα όλης της θεατρικότητας που εμπεριέχει το έργο της, η Mnouchkine χρησιμοποιείτο 1789 (αλλά και το 1968) ως σημαντικότατη ιστορική στιγμή. Στον Στάικο
το 1821 εμφανίζεται πρωτίστως ως στιγμή γραφής θεατρικού έργου, όταν η ζωή γίνεται γνήσια μέσα από τη θυσία και την τέχνη, και ταυτόχρονα ως στιγμή κατά την οποία οι άνδρες βρίσκονται σε σταυροδρόμι και πρέπει να επιλέξουν: να πεθάνουν ηρωικώς ή να ζήσουν μια μη ηρωική ζωή. Τα πρόσωπα του έργου είναι σημεία μέσα σε δύο διαφορετικά σημειακά συστήματα: της αλήθειας και της ψευδαίσθησης που συντίθενται σε ένα νέο σύστημα, την αλήθεια ως ψευδαίσθηση, την Ιστορία ως θέατρο.
Όπως στο Θίασο του Αγγελόπουλου η ζωή των ηθοποιών στην πλοκή του έργου και το έργο που παίζουν ως θίασος γίνονται σημεία στο σημειακό σύστημα της Ιστορίας, η οποία γίνεται.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ, ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΜΠΑΤΑΚΑΚΗΣ

Ο ανθρωπισμός της νέας συνείδησης

Έπειτα από πολλά χρόνια δύσκολης αφάνειας και κατασυκοφάντησής του από τη θεσμική κριτική ο Δημήτρης Δημητριάδης ανέκαμψε την τελευταία πενταετία ως ο εθνικός μας αντισυστημικός (με παρουσία στο Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, τη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών και το Εθνικό Θέατρο). Δεν είναι μόνον η ισχυροποίηση μιας κοινωνικής δυναμικής υπέρ των παραδοσιακά αποκλεισμένων (ιδεολογιών, δομών, συμπεριφορών κ.ο.κ.) που συνέβαλε στην αποκατάσταση αυτής της “θεσμικής” πλάνης, αλλά και η θεατρολογική στήριξη που δέχτηκε ο Δημητριάδης από την προοδευτική ακαδημαϊκή κοινότητα.

Στο πλαίσιο αυτό, η σημαντική μονογραφία της Καλλιόπης Εξάρχου παρουσιάζει μια ολιστική θεώρηση του θεάτρου του Δημητριάδη σύμφωνα με την οποία στη δραματουργία του συγγραφέα ενιδρύεται ένας νέος ανθρωπισμός όπου ο άνθρωπος αποκτά υπόσταση «στην ολότητά του, χωρίς αναστολές, όρια ή σχετικότητες» (σ. 19) μέσω της ανάταξης των παραδοσιακών διατάξεων του ζην (με την ταυτόχρονη συμπερίληψη του ηθικά και ιδεολογικά αδιανόητου, και του προηγουμένως ανεπίτρεπτου). Παράλληλα, είναι ευτυχής η συνάντηση ενός μέρους της εθνικής δραματουργίας μας με τη δημοφιλή στη διεθνή βιβλιογραφία θεωρία του μετα-ανθρωπισμού, όμως στην περίπτωση της Εξάρχου αυτό δεν γίνεται εκβιαστικά ή για να υιοθετηθεί μια ακαδημαϊκή μόδα, αλλά αναφύεται ως ανάγκη από τη μελέτη των κειμένων του Δημητριάδη, τα οποία πραγματικά θεσμίζουν μια νέα αντίληψη για το ανθρώπινο (τις πιο πολλές φορές δυστοπική).

Το 1977 ο θεωρητικός της λογοτεχνίας Ihab Hassan (“Prometheus as Performer: Toward a Posthumanist Culture?”, Georgia Review 31.4: 830–50) προέβλεψε την άφιξη μιας μετα-ουμανιστικής Τέχνης που θα θεραπεύει «τις εσωτερικές διχογνωμίες της συνείδησης και τις εξωτερικές διχογνωμίες της ανθρωπότητας» (σ. 833). Είναι επιτακτική η ανάγκη, υπογράμμιζε ο Hassan, να κατανοήσουμε ότι «η ανθρώπινη μορφή –συμπεριλαμβανομένης της ανθρώπινης επιθυμίας και των εξωτερικών αναπαραστάσεών της– μπορεί να αλλάζει ριζικά και ως εκ τούτου θα πρέπει να την οραματιστούμε εκ νέου» (σ. 843), για την εκ νέου υποστασιοποίηση της ανθρώπινης ύπαρξης. Και αυτό ακριβώς αντιλήφθηκε η οξυδερκής και πρωτότυπη μονογραφία της Καλλιόπης Εξάρχου, αν και πλευρές της προσέγγισης αυτής σχολιάζονται και στη μελέτη της Δήμητρας Κονδυλάκη, Ο θεατρικός Δημήτρης Δημητριάδης. Εξερευνώντας τη δυνατότητα του αναπάντεχου, Νεφέλη, Αθήνα 2015, όπου, για παράδειγμα, σημειώνεται ότι το θέατρο του Δημητριάδη «διεγείρει τις κρυφές ανθρώπινες όψεις» (σ. 28). Η Εξάρχου παρ’ όλα αυτά οριστικοποιεί τη θεώρηση αυτή σε ένα κλειστό δραματουργικό σύστημα με αυστηρούς θεατρολογικούς όρους και παραμέτρους.

Οι όροι του νέου ανθρωπισμού

Είναι αλήθεια ότι ο άνθρωπος στο θέατρο του Δημητριάδη παρουσιάζεται στην αναλυτικά «τερατώδη εκδοχή του» (σ. 23). Αυτό δεν θα ήταν κατ’ αρχήν ανθρωπιστικό ή φιλάνθρωπο, εάν δεν σημειωνόταν ότι ο άνθρωπος «πάσχ[ει] από άνθρωπο», επειδή ακριβώς διάγει «βίον δι-εστραμμένο» εκτός δηλαδή των αποδεκτών ορίων (σ. 19), συμπληρώνοντας δραματουργικά την ολότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Με τον τρόπο αυτό η ανθρώπινη φύση παρουσιάζεται «πλαισιωμένη από τρόμο» (σ. 24), χωρίς δηλαδή εξωραϊστικές αποκρύψεις, αλλά και συμφιλιωμένη με την «αιμοδιψή ξενότητα του ανθρώπου […] σε ένα θέατρο υψηλής τέχνης» (σ. 27). Χωρίς αμφιβολία, αυτή η δραματουργική συνθήκη/πρόγραμμα που τηρείται απαρέγκλιτα, συνιστά μια τελεολογία της ύπαρξης, που δεν εξισώνει το ζην μόνο με το πάσχειν, αλλά και με την παρουσία του Κακού ως μόνιμου νόμου μέσα στον υπαρκτό κόσμο. Πρόκειται βεβαίως για μια αρτωϊκού τύπου σύλληψη του δραματικού προσώπου, η οποία οδηγεί σε έντονες στιγμές συνειδητοποίησης του πυρήνα του ανθρώπινου σκότους σαν ένα είδος ενοχλητικής αντι-κάθαρσης του θεατή. Αυτομάτως, «αυτό το εκτρωματικό τοπίο της ανθρώπινης ύπαρξης στο θέατρο του Δημητριάδη μας παραπέμπει αδιαμφισβήτητα στην προσέγγιση του μύχιου» (σ. 28), και δηλαδή την «κατάδυση στο πλέον βαθύτατο σημείο της ψυχής, με στόχο απώτερο τη συνάντηση του Εγώ με τον Άλλον» (σ. 29).

Η Εξάρχου προσδίδει μεταφορικά μια θειότητα στον Λόγο του Δημητριάδη ως μαρτυρία του Ανθρώπινου, διαπιστώνοντας την αγωνία του συγγραφέα «να επικυρώσει την πρωτοκαθεδρία της ανθρωπινότητας ως μέσου αυτογνωσίας αλλά και πολύτιμου υλικού για τη δημιουργία» που είναι «θεϊκή από τη φύση της» (σσ. 34-35). Ταυτοχρόνως, η συγγραφέας εντοπίζει κάποια τραγικότητα στο θέατρο του Δημητριάδη με την έννοια «της αναπόδραστης κατάστασης που εγκλωβίζει τα πρόσωπα και τα υποτάσσει στην προδιαγεγραμμένη μοίρα τους, δηλαδή τη θνητότητα του ανθρώπου» (σ. 36) και την «ασυγκάλυπτη ωμότητα» της ανθρωπινότητας (σ. 37). Σε καμιά περίπτωση, ωστόσο, δεν θα ήταν δυνατό να υιοθετηθούν για τη δραματουργία του Δημητριάδη οι παραδοσιακοί φιλοσοφικοί όροι ανάλυσης του τραγικού, οι οποίοι μεταξύ άλλων επιβάλλουν την καταχώριση της τραγικής πράξης σε ένα υπερ-ηθικό επίπεδο που βρίσκεται Jenseits, πέρα, δηλαδή, από το Καλό και το Κακό.

Τέλος, η Εξάρχου συσχετίζει την έννοια της κάθαρσης με ένα είδος γνωσιακής ωφέλειας του θεατή από το θέατρο του Δημητριάδη, που μπορεί να τον οδηγήσει στον αναστοχασμό και την συνειδητοποίηση της σκοτεινής αλήθειας του κόσμου: «[Ο συγγραφέας] [κ]αταστρέφει τους πυρήνες της καθεστηκυίας τάξης, για να επέλθει νέα συνείδηση των πραγμάτων, ολιστική, ανυπότακτη και ευάλωτη, αληθινή και σπαρακτική στην εκκρεμότητά της. Αυτήν την παράφορη κάθαρση αναλαμβάνει το θέατρο του Δημητριάδη εξ ονόματος των θεατών του.» (σ. 39).

Τα όργανα και οι δομές του νέου ανθρωπισμού

Για την Εξάρχου ο πόνος και ο πόθος αποτελούν υλικά του νέου ανθρωπισμού, που υποστασιοποιούν την ανθρώπινη ύπαρξη στους διαλυμένους δραματικούς κόσμους του Δημητριάδη. Το πάσχειν χρησιμοποιείται από τον συγγραφέα «για να μιλήσει για το πέραν, το αδιερεύνητο της ανθρώπινης φύσης», «για τους εφιάλτες της ανθρώπινης ύπαρξης, τον αποκλεισμό και την έλλειψη» (σ. 43), μετατρέποντας τον πόνο σε «γνώση της ανθρωπινότητας» (σ. 44). Ο πόθος για την Εξάρχου έχει και αυτός τη δική του “παιδαγωγία” λειτουργώντας «ως συστατικό γνώσης της ανθρώπινης ιδιοσυστασίας» (σ. 46) είτε για τη συνειδητοποίηση της έλλειψης του Άλλου είτε ως άλωση του ερωτικού υποκειμένου από μια, συνήθως ασύμβατη, επιθυμία. Και είναι αυτή η ασυμβατότητα των πόθων που «αναλαμβάνει να φέρει τη νέα τάξη πραγμάτων» (σ. 50) στο επίπεδο μιας νέας Ηθικής της συμπερίληψης και όχι της απόρριψης του ηθικά ασύμβατου, προεκτείνοντας έτσι την «εμβέλεια του πόθου» (σ. 52) στο θέατρο.

Η θέση της Εξάρχου ότι η νέα απεικόνιση του ανθρώπου απαιτεί μια αντι-παραδοσιακή δραματική φόρμα και ένα νέο ύφος, συνέχει την επιχειρηματολογία της μονογραφίας, εφόσον πρώτα αναλύεται η δραματουργική κοσμοαντίληψη του Δημητριάδη και στη συνέχεια παρουσιάζεται ο τρόπος με τον οποίο ο νέος ανθρωπισμός μεταμορφώνεται σε δραματική δομή και γλώσσα, μεταποιώντας την «επικράτεια των παθών σε επικράτεια του Λόγου» (σ. 56) που αναδίδει την «υπαρκτική οδύνη» (σ. 55) του σπαραζόμενου ανθρώπου. Μια βασική γλωσσική τεχνική που χρησιμοποιεί ο Δημητριάδης (πέρα από την προβληματική, για μένα, λογοπλαστικότητα) είναι η επανάληψη και η υπερβολή, που για την Εξάρχου βοηθούν τη διείσδυση στην ανθρώπινη οδύνη, και παρουσιάζουν πρισματικά διαφορετικές όψεις της. Ταυτοχρόνως, η πρόσβαση σε μια περιοχή προηγουμένως απρόσβατη δεν είναι μόνον γλωσσικής φύσεως, αλλά και ηθικής, αφού συχνά μέσω αυτής της τεχνικής ο Δημητριάδης «ανασύρει για λογαριασμό […] του ανθρωπισμού κάθε προβατική και απόκρυφη εκδοχή» του παρά φύσιν (σ. 61).

Σε ό,τι αφορά την αρχαιόθεμη δραματουργία του Δημητριάδη, η Εξάρχου υιοθετεί τους όρους «αντιστροφή» και «συνέχεια» των μύθων (σ. 63 κ.εξ.), για να τονίσει ότι ο συγγραφέας ενδιαφέρεται να «διαστείλει τη μορφή των μύθων με τους ήρωες να διάγουν έναν νέο βίο». Με τον τρόπο αυτό κατακρημνίζονται «τα μοντέλα των ηρώων από το βάθρο τους, όπως μας κληρονομήθηκαν, ακτινογραφώντας τον εξ-ανθρωπισμό τους από την άλλη όψη του ανθρωπισμού» (σ. 64). Η συνέχεια του βίου των τραγικών ηρώων και ηρωίδων λειτουργεί ταυτοχρόνως «ως ευφυής μεταφορά που ξεκλειδώνει των έσω κόσμο τους, για να υπάρξουν ξανά και ξανά, αποκαλυμμένοι και με πλήρη γνώση και αποδοχή του εαυτού τους, ολόκληρου πια, στη χώρα του ανθρωπισμού του συγγραφέα, όπου βασιλεύει ο ‘αέναος ετερισμός’ [όρος του Δημητριάδη]» (σ. 75). Πρέπει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι τίποτε καινούργιο δεν κάνει ο Δημητριάδης δεδομένου ότι από την εποχή του André Gide τα περισσότερα αρχαιόθεμα έργα της Ευρωπαϊκής Δραματουργίας συνιστούν αντιφράσεις του μύθου. Ο κλονισμός της παραδοσιακότητας είναι μεγάλος μόνο για το Νεοελληνικό Θέατρο.

Ένα έργο αναφοράς

Η πανεπιστημιακός και ποιήτρια Καλλιόπη Εξάρχου δεν μας παραδίδει μόνο μια συστηματική μονογραφία για το θέατρο του Δημητριάδη, αλλά και ένα μεθοδολογικό παράδειγμα ανάλυσης, δίνοντας έμφαση στην ανθρωποκεντρικότητα και την ωφελιμότητα αυτής της Άλλης φωνής μέσα στα ελληνικά Γράμματα. Όπως σημειώνει και η συγγραφέας: «Η δραματική τέχνη του Δημητριάδη εμφανίζεται σαν μια έκρηξη ανθρωπογνωσίας στο θεατρικό τοπίο της Ελλάδας, που έχει μάθει να περιστρέφεται χρόνια γύρω από ελληνοκεντρικές θεματικές» (σ. 83) και αυτάρεσκες ιδεολογίες. Είναι βέβαιο πως το πόνημα της Εξάρχου αποτελεί ένα έργο αναφοράς για κάθε μελετητή του Δημητριάδη και του Νεοελληνικού Θεάτρου.

ΣΟΦΙΑ ΦΕΛΟΠΟΥΛΟΥ

περ. «Θευθ», τχ. 3,

Αν το 2010 είναι η χρονιά που ο Δημήτρης Δημητριάδης γίνεται ευρέως γνωστός (και στην Ελλάδα) χάρη στο αφιέρωμα του Odéon-Théâtre de l’Europe στο Παρίσι, κι αν το 2013 είναι η «σκηνική» του χρονιά, με το αφιέρωμα της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών στην Αθήνα, το 2015-2016 μπορεί να θεωρηθεί η «ακαδημαϊκή» του χρονιά, με δύο βιβλία να κυκλοφορούν για το θέατρό του και ένα συνέδριο (το πρώτο) προς τιμήν του.
Το καλοκαίρι του 2015 εκδίδεται Ο θεατρικός Δημήτρης Δημητριάδης, εξερευνώντας τη δυνατότητα του αναπάντεχου της Δήμητρας Κονδυλάκη και στις αρχές του 2016 δημοσιεύεται το Δημήτρης Δημητριάδης, το θέατρο του ανθρωπισμού της Καλλιόπης Εξάρχου, η οποία ανέλαβε και τη διοργάνωση της διημερίδας Δημήτρης Δημητριάδης, παραβιάζοντας τα όρια, του Τμήματος Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του ΑΠΘ (26-27 Μαΐου 2016), ένα εξαιρετικά επιτυχημένο συνέδριο που άνοιξε τη συζήτηση πάνω σε πολλές πτυχές του έργου του πολυσχιδούς συγγραφέα.
Το βιβλίο της Εξάρχου, επίκουρης καθηγήτριας στο παραπάνω Τμήμα του ΑΠΘ, θεατρολόγου, ποιήτριας, θεατρικής συγγραφέως και δοκιμιογράφου, εστιάζει στο φιλοσοφικό στοχασμό του Δημητριάδη, όπου ο άνθρωπος βρίσκεται στο επίκεντρο του προβληματισμού του, καθιστώντας το θέατρό του όχι απλώς ανθρωποκεντρικό αλλά ένα θέατρο του ανθρωπισμού, με τη λέξη σε πλάγια γραφή να δηλώνει, για τη μελετήτρια, τη νέα έννοια που της αποδίδει ο συγγραφέας, τελείως διαφορετική από αυτήν που όλοι γνωρίζουμε. Μέσα από μια διεξοδική και οξυδερκή μελέτη των θεατρικών του έργων, των δημοσιευμένων και αδημοσίευτων δοκιμίων και άρθρων του, στηριζόμενη σε θεωρητικούς και φιλόσοφους, ιδιαίτερα στην Julia Kristeva και τη θεωρία της περί αποκειμένου, η οποία, όπως αποδεικνύεται, εφαρμόζεται έξοχα στην περίπτωση του Δημητριάδη, η Εξάρχου ερμηνεύει τους λόγους και αποκαλύπτει τους τρόπους με τους οποίους παρουσιάζεται ο ανθρωπισμός στον συγγραφέα.
Η δομή του βιβλίο εξυπηρετεί αυτόν τον στόχο. Η πυκνή και εμβριθής εισαγωγή αποτυπώνει το στίγμα του θεάτρου του Δημητριάδη, το οποίο σύμφωνα με τη μελετήτρια έχει όλα τα γνωρίσματα του σύγχρονου ευρωπαϊκού θεάτρου, την ανοικτότητα στις φόρμες και τις νόρμες, προσομοιάζει με το θέατρο του λόγου του Valère Novarina, ενέχει τον «ωραίο τρόμο» του Heiner Müller, την έννοια της καταστροφής του Howard Barker, το σοκ της αναγνώρισης του Edward Bond. Και ενώ πρόκειται για ένα θέατρο που προσεγγίζει το μεταδραματικό και τις απόψεις του Hans-Thies Lehmann, άλλο τόσο απομακρύνεται από αυτό, χάρη στην εμμονή του συγγραφέα στο λόγο και την υπαρξιακή σημασία της γραφής και της λογοτεχνίας για τον ίδιο. Χρησιμοποιώντας την πολύπλοκη, ευφάνταστη και γλωσσοπλαστική δημητριάδειο ορολογία, με την οποία εξοικειώνει τον αναγνώστη της, η Εξάρχου διερευνά στο πρώτο κεφάλαιο τις συντεταγμένες του ανθρωπισμού, τα στοιχεία δηλαδή που ορίζουν τον ανθρωπισμό του, για να συνεχίσει στο δεύτερο με τα υλικά τα οποία τον τροφοδοτούν. Το τρίτο και τελευταίο κεφάλαιο αφορά στην τεχνική του συγγραφέα, τη δραματουργική φόρμα που χρησιμοποιεί προκειμένου να θέσει το έργο του στην υπηρεσία του ανθρωπισμού.
Ο ανθρωπισμός του Δημητριάδη, μας εξηγεί η Εξάρχου, δεν σχετίζεται με αυτόν της Αναγέννησης και του τέλειου ανθρώπου, αντιθέτως, ανθρωπισμός σημαίνει γι’ αυτόν απ-ανθρωπισμός• ο άνθρωπος, για να είναι ανθρώπινος (η πρώτη συντεταγμένη), πρέπει να αποδεχθεί το σκοτεινό εαυτό του. Η άρνησή του να τον αποδεχθεί ― το αποκείμενο κατά την Kristeva ― οδηγεί στην εμφάνιση του τραγικού (η συντεταγμένη του τραγικού), διαφορετικού από το αντίστοιχο αρχαίο, στόχος του οποίου είναι η αποδοχή της ανθρωπινότητας. Ο Δημητριάδης μας παρουσιάζει τον άνθρωπο στην ολότητά του, τη συνάντηση του Εγώ με τον Άλλον, και στήνει στη σκηνή το τερατώδες κομμάτι του ανθρώπου, αναλαμβάνοντας, αυτός, ο ποιητής, δημιουργός (άνθρωπος και θεός μαζί: η συντεταγμένη του θεϊκού είναι συμπληρωματική του ανθρώπινου) να το δείξει σε εμάς τους θεατές, μέσα στην ασφάλειά μας. Το τερατώδες γίνεται τέχνη, επικοινωνείται, και έτσι αντιλαμβανόμαστε την έννοια της κάθαρσης (η τέταρτη και τελευταία συντεταγμένη) ως αφύπνισης, πρόσκλησης στη συνειδητότητα του θεατή.
Τα υλικά του δημητριάδειου ανθρωπισμού, κατά τη μελετήτρια, είναι ο πόνος και ο πόθος, ο ποθοπόνος. Ο πόνος, που εμπεριέχει και την πτυχή του κόπου, συνδέεται με το σώμα που πάσχει, προσδίδοντας στο σώμα, το οποίο αντιμετωπίζεται μέσα από τη συνείδηση του πόνου, την ίδια βαρύτητα με το λόγο. Ο πόθος, συστατικό γνώσης της ανθρώπινης ιδιοσυγκρασίας, είναι πάντα πόνος γιατί η πηγή του είναι η έλλειψη, έλλειψη του ανθρώπου από τον άνθρωπο, ιδίως στην ερωτική της εκδοχή• και φυσικά ο πόθος γειτνιάζει με το θάνατο.
Ούσα η ίδια συγγραφέας και ποιήτρια, η Εξάρχου δεν θα μπορούσε να παραλείψει τη μελέτη της τεχνικής του Δημητριάδη. Συμφωνεί πως πρόκειται για ένα θέατρο του λόγου και του σώματος, ενός ενσαρκωμένου λόγου, με τις λέξεις να αγωνιούν, να παραληρούν για να εκφράσουν τόσο τον πόθο και την έλλειψη όσο και την ανάγκη της υπερβολής, απαραίτητου συστατικού της δραματικής τέχνης, ένα υπέρ που δείχνει πως πάντα υπάρχει κάτι παραπέρα, με το ατελές, το α-σύνορο, να ορίζει την τελειότητα της λογοτεχνίας. Το δεύτερο χαρακτηριστικό της τεχνικής του, το ανιχνεύει στην επανάληψη, το «ξανά», έντονο στη χρήση των μύθων, τους οποίους ο συγγραφέας ή τους συνεχίζει ή τους ανατρέπει τελείως. Το τρίτο χαρακτηριστικό το εντοπίζει στη χρήση της αφηγηματικής, συχνά μονολογικής, φόρμας, στοιχείο του νεότερου και σύγχρονου δράματος, που στοχεύει στο φαντασιακό του θεατή, με την παράσταση να μην απευθύνεται στο βλέμμα αλλά στη φαντασία.
Όπως ο Δημήτρης Δημητριάδης αντιλαμβάνεται τη λογοτεχνία και τη γραφή σαν μια ανάθεση, με χαρακτήρα τελετουργίας, που καταλήγει στην παράδοση-κατάκτηση της λογοτεχνίας, έτσι και η Καλλιόπη Εξάρχου μοιάζει να αντιλαμβάνεται τη σχέση της με το έργο του συγγραφέα. Η συμβολή της, χάρη σ’ αυτήν τη μονογραφία, στην καλαίσθητη έκδοση Σοκόλη, είναι ουσιαστική και καθοριστική για την πρόσληψη του θεατρικού έργου του Δημητριάδη. Όχι μόνο γιατί το βιβλίο της θα αποτελεί σημείο αναφοράς για την έρευνα πάνω στο έργο του και θα ανοίξει το δρόμο για τη μελέτη ανεξερεύνητων ακόμη πλευρών του, αλλά κυρίως γιατί έχει «αποκωδικοποιήσει» το υλικό του δημητριάδειου σύμπαντος, εξαιρετικά ιδιαίτερου και περίπλοκου.

.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.