Η Μαρία Κοκκινάκη γεννήθηκε στις Αρχάνες Ηρακλείου. Σπούδασε Ιστορία, Αρχαιολογία και Νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Εργάστηκε ως καθηγήτρια φιλόλογος στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση.
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
Αντιθέσεις 2006
Η γούρνα με τα περιστέρια 2016
Κώστας Ι. Κουκής (2023) Ένας άγνωστος ποιητής του Μεσοπολέμου
.
.
ΚΩΣΤΑΣ I. ΚΟΥΚΗΣ (2023)
Ένας άγνωστος ποιητής του Μεσοπολέμου
Πρόλογος
Αντικείμενο της πρωτότυπης αυτής εργασίας είναι η ζωή και το έργο ενός άγνωστου στον τόπο του, αλλά και στο ευρύ αναγνωστικό κοινό, ποιητή του Μεσοπολέμου. Πρόκειται για τον Κώστα Κουκή με καταγωγή από τους Καλημεριάνους της Κύμης Εύβοιας, ο οποίος άφησε ένα μικρό, αλλά άξιο προσοχής, ποιητικό έργο.
Η παρούσα μελέτη που εντάσσεται σε μια γενικότερη προσπάθεια που επιχειρούμε τα τελευταία χρόνια για την καταγραφή της τοπικής εκπαιδευτικής και λογοτεχνικής ιστορίας των Καλημεριάνων, σκοπό έχει όχι μόνο να κάνει γνωστό το έργο του ποιητή αλλά να ωθήσει νέους ερευνητές να εργαστούν για την ανεύρεση, διάσωση και διάδοση της τοπικής κληρονομιάς.
Στο πρώτο μέρος γίνεται αναφορά στη ζωή, τις σπουδές και το έργο του ποιητή, στο ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο ανδρώθηκε και έκανε τα πρώτα λογοτεχνικά του βήματα καθώς και στα βασικά χαρακτηριστικά του περιεχομένου του έργου του.
Στο δεύτερο μέρος παρουσιάζεται η μοναδική ποιητική του συλλογή με τη μορφή που είχε εκδοθεί το 1925 (ενότητες, σειρά ποιημάτων, ορθογραφία), λίγα σκόρπια ποιήματα που εκδόθηκαν το 1926 και ένα άρθρο του.
Στο τρίτο μέρος παρατίθενται οι κριτικές που αναφέρονται στο έργο του. Σε κάποιες μάλιστα περιπτώσεις αποτέλεσαν τη μοναδική μας πηγή ώστε να μπορέσουμε να συμπληρώσουμε την εικόνα για τη λογοτεχνική παραγωγή του Κώστα Κουκή που είχε ξεκινήσει στα μεταλυκειακά του χρόνια με ένα διήγημα, το μοναδικό απ’ ότι φαίνεται, και που η προσπάθειά μας για την ανεύρεσή του απέβη άκαρπη. Μέσα από τη διαφορετικότητα των κριτικών σχολίων αντιλαμβανόμαστε επίσης το λογοτεχνικό κλίμα που είχε διαμορφωθεί τη δεκαετία του ’20.
Η μελέτη αυτή δεν θα είχε ολοκληρωθεί χωρίς την πολύτιμη βοήθεια της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Χαλκίδας στην οποία φυλάσσεται ένα σπάνιο αντίτυπο από το ποιητικό έργο του ποιητή. Την ευχαριστούμε θερμά.
Ευελπιστούμε στο μέλλον η έρευνα να φέρει στο φως όσα στοιχεία γνωρίζουμε ότι υπάρχουν αλλά δεν τα βρήκαμε.
Α’ ΜΕΡΟΣ
Κώστας I. Κουκής (1903-1929)
Η ΖΩΗ ΤΟΥ
Ο Κωνσταντίνος I. Κουκής γεννήθηκε το 1903 στους Καλημεριάνους Εύβοιας. Ήταν το μοναχοπαίδι του Ιωάννη Κουκή και της Αθηνάς, το γένος Κόκκινη. Το 1909 γράφτηκε στο Δημοτικό Σχολείο και αποφοίτησε τέσσερα χρόνια αργότερα με βαθμό Άριστα». Συνέχισε τις εγκύκλιες σπουδές του στο «Ελληνικό Σχολείο» Καλημεριάνων και ακολούθως στο Γυμνάσιο Κύμης απ’ όπου αποφοίτησε τον Ιούλιο του 1922 με βαθμό «Πάνυ Καλώς, 8». Έμεινε ορφανός από πατέρα σε μικρή ηλικία.
Στην οικονομική στήριξη της οικογένειας, μητέρας και γιου, φαίνεται να συνέβαλε και ο Ευστάθιος Λέρτας, με καταγωγή από τους Καλημεριάνους, ανεψιός και συνεταίρος του καπνοβιομήχανου Κωνσταντίνου Βάρκα. Με την οικονομική βοήθεια του Ε. Λέρτα, ο οποίος δήλωσε κηδεμόνας του, ο Κώστας Κουκής έκανε αίτηση – δήλωση εγγραφής στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών στις 20 Οκτωβρίου 1922 , όπου και έγινε δεκτός. Γράφτηκε στο Μητρώο Φοιτητών της Φιλοσοφικής Σχολής με αριθμό 871. Κατά την παραμονή του στην Αθήνα έμενε στο καπνοπωλείο του Κωνσταντίνου Βάρκα στην οδό Διδυμοτείχου 22 στον Κολωνό. Πιθανόν να εργαζόταν εκεί για να καλύψει κάποια από τα έξοδα των σπουδών του.
Στις αρχές του 1923 και ενώ διαρκούσε ακόμη ο νόμος περί επιστρατεύσεως ο Κώστας Κουκής κλήθηκε για κατάταξη στο Δ’ Σώμα Στρατού, Δ’ Λόχο Τηλεγραφητών, στην Καβάλα. Απολύθηκε λίγο αργότερα με την υποσημείωση στο απολυτήριό του «…κατά τον χρόνον τής παρ’ ημών υπηρεσίας του, έπεδείξατο διαγωγήν έξαίρετον». Η αβέβαιη και ασταθής πολιτικοκοινωνική κατάσταση της εποχής αλλά και το γεγονός ότι οι στρατεύσιμοι ήταν στη διάθεση της Πολιτείας και μετά την απόλυσή τους, φαίνεται ότι επηρέασαν την ομαλή φοίτηση του Κώστα Κουκή στο Πανεπιστήμιο.
Κάθε χρόνο, έως και το έτος 1926, ο Κώστας Κουκής έκανε αίτηση επανεγγραφής στη Φιλοσοφική Σχολή, καταβάλλοντας ταυτόχρονα σε δύο εξαμηνιαίες δόσεις το αντίστοιχο χρηματικό ποσό για τα δίδακτρα που προέβλεπε ο τότε κανονισμός. Το ποσό που πλήρωσε για 5 ακαδημαϊκά έτη ήταν συνολικά 700 δραχμές κατανεμημένα ως εξής: για το πρώτο έτος 1922-23 100 δρχ. και για τα 4 επόμενα 600 δρχ. Η επιθυμία του, επομένως, να ολοκληρώσει τις σπουδές του ήταν προφανής.
Το Βασιλικό Διάταγμα της 13ης Οκτωβρίου του 1921 που ρύθμιζε τα θέματα εγγραφών, ανανεώσεων και εξετάσεων των φοιτητών, του έδινε το δικαίωμα, αφού είχε υπηρετήσει στο στρατό, να προσέλθει στις πτυχιακές εξετάσεις χωρίς αποδείξεις παρακολούθησης και παραδόσεων ή ασκήσεων, ακόμη και εάν δεν είχε συμμετάσχει στις τμηματικές. Εντούτοις, ο Κώστας Κουκής ουδέποτε προσήλθε.
Η διακοπή των αιτήσεων ανανέωσης της εγγραφής του, που σταμάτησαν στο ακαδημαϊκό έτος 1926-27, η απουσία αποτελέσματος πτυχιακών εξετάσεων καθώς και οποιοσδήποτε άλλου στοιχείου για προσπάθεια λήψης του πτυχίου, μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι δεν κατέστη πτυχιούχος λόγω, προφανώς, της ασθένειας του και του πρόωρου θανάτου του, το 1929.
ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ
Πεζά
Η πρώτη εμφάνιση του Κώστα Κουκή στο λογοτεχνικό χώρο, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, έγινε το 1921, με ένα διήγημα που είχε τον τίτλο «Κυμαϊκές Ιστορίες- Πηνελόπη». Εκδόθηκε στη Χαλκίδα από το τυπογραφείο του Ευθ. Αθανασιάδου το 1921 σε 15 σελίδες (4 χωρίς αρίθμηση και 11 με αρίθμηση) με τον υπότιτλο : «Εύλογία πατρός στηρίζει… μητρός έκριζοί αύτά».
Ως φοιτητής αργότερα στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, εκφώνησε στο Σύνδεσμο Ευβοέων φοιτητών μια ομιλία για τον Σκιαθίτη λογοτέχνη Αλέξανδρο Μωραϊτίδη, εξάδελφο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, για τον οποίο, καθώς φαίνεται, διατηρούσε αισθήματα μεγάλης εκτίμησης και θαυμασμού. Απόσπασμα της ομιλίας εκείνης δημοσιεύτηκε στην Πεντανησιακή Επετηρίδα» το 1925 με τίτλο «Ό διηγηματογράφος Αλέξανδρος Μωραϊτΐδης».
Ποιήματα
Η πρώτη του ποιητική συλλογή με τον τίτλο «Στρατουλιάσματα», σε μεταφορά, υποθέτουμε, από τη φράση «στράτα-στρατούλα», τα πρώτα δηλαδή αβέβαια βήματα στον κόσμο της Ποίησης, δημοσιεύτηκε το 1925.
Αποτελείται από 31 άτιτλα ποιήματα, κατανεμημένα σε τρεις ενότητες. Η πρώτη ενότητα φέρει τον τίτλο «ΑΛΗΘΕΙΕΣ» και περιλαμβάνει εννέα ποιήματα, η δεύτερη «ΠΑΛΗΕΣ ΑΓΑΠΕΣ» δέκα, η τρίτη «ΚΡΥΦΕΣ ΑΓΑΠΕΣ» οκτώ και η τέταρτη «ΣΚΥΡΟ» περιλαμβάνει τέσσερα ποιήματα.
Μια εγκωμιαστική κριτική στην αρχή του βιβλίου υποδέχεται τα ποιήματα που ακολουθούν. Η επιστολή είναι του ποιητή Στυλιανού Αυγουστάκη και απευθύνεται στον «πνευματικό» του φίλο Κώστα Κουκή.
Τη συλλογή κοσμούν τέσσερις ξυλογραφίες του χαράκτη Γιώργου Οικονομίδη, τρεις εντός κειμένου και μία στο πίσω εξώφυλλο, καθώς κι’ ένα πορτραίτο του συγγραφέα. Ο χαράκτης το 1925, που επέστρεψε στην Ελλάδα, φαίνεται ότι γνώρισε στη Χαλκίδα το νεαρό λογοτέχνη. Ο Κώστας Κουκής είχε ήδη δημοσιεύσει το διήγημα «Πηνελόπη». Το διήγημα, όπως δείχνουν και οι κριτικές, είχε προκαλέσει το ενδιαφέρον του λογοτεχνικού κόσμου και στο μικρό περιβάλλον της επαρχίας μιλούσαν, για ένα πολλά υποσχόμενο λογοτέχνη από την Κύμη. Ίσως γι’ αυτό, στην πρώτη κιόλας ποιητική προσπάθεια του νεαρού ποιητή, ο Γ. Οικονομίδης του εμπιστεύτηκε τις τέσσερις ξυλογραφίες, και το πορτραίτο του, πράγμα που σημαίνει ότι διέβλεπε το ταλέντο του.
Ωστόσο, η δημιουργική πορεία του Κώστα Κουκή, μετά την έκδοση της πρώτης του ποιητικής συλλογής «Στρατουλιάσματα» το
1925, φαίνεται ότι ανακόπηκε. Η συγγραφική του δραστηριότητα περιορίστηκε σε λίγα νέα ποιήματα τα «Τρίστιχα» ,
«Στροφές 1» «Στροφές 2» και «Πορτραίτο ΙΙ», που μαζί με κάποια παλαιότερα τα εξέδωσε, μάλλον βιαστικά και σχεδόν ταυτόχρονα, σε δύο νέες μικρές συλλογές. Η πρώτη με τίτλο «Λίγοι στίχοι» περιλάμβανε μόνο πέντε ποιήματα. Από τη δεύτερη με τίτλο «Δυο ματάκια λυπημένα» δεν έχουμε πληροφορίες. Εικάζουμε όμως ότι και στις δύο αυτές συλλογές
επαναλαμβάνονταν ποιήματα από την πρώτη συλλογή του «Στρατουλιάσματα» τίτλο τον οποίο καθώς φαίνεται ο Κώστας Κουκής ήθελε να αποκηρύξει. Γι’ αυτό το 1926 αναδημοσίευσε τμηματικά τα παλαιότερα ποιήματα βάζοντας τίτλους και στη συλλογή αλλά και σε κάθε ποίημα ξεχωριστά. Στις κριτικές που ασκήθηκαν δε γίνεται πουθενά αναφορά στον τίτλο «Στρατουλιάσματα» πράγμα που επιβεβαιώνει το παραπάνω συμπέρασμα.
Η αιτία της ανάσχεσης της ποιητικής του πορείας πιστεύουμε ότι οφείλεται στην ασθένεια που, αν κρίνουμε και από την έντονη λυρικότητα του περιεχομένου του έργου του, ίσως εκδηλώθηκε πριν από την έκδοση ακόμη της πρώτης ποιητικής συλλογής. Η παραμονή του στην Αθήνα του Μεσοπολέμου πιθανόν να στάθηκε μοιραία για την υγεία του. Επέστρεψε στο χωριό του, στη μητέρα του, όπου έζησε τις τελευταίες ημέρες της ζωής του. Νικημένος από τη φυματίωση άφησε την τελευταία του πνοή στις 15 Ιουλίου του 1929. Θάφτηκε στο Κοιμητήριο των Καλημεριάνων.
Β’ ΜΕΡΟΣ
ΣΤΡΑΤΟΥΛΙΑΣΜΑΤΑ (ΧΑΛΚΙΔΑ 1925)
ΑΛΗΘΕΙΕΣ
ΠΑΛΗΕΣ ΑΓΑΠΕΣ
ΚΡΥΦΕΣ ΑΓΑΠΕΣ
ΣΚΥΡΟ
.
Η ΓΟΥΡΝΑ ΜΕ ΤΑ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΑ (2016)
(Οπισθόφυλλο)
Η πόλη και έρωτας είναι δυο έννοιες αλληλοσυμπληρούμενες
αλλά και κάθε μια αυθύπαρκτη και αυτόνομη. Είναι η διττή
υπαρξιακή πορεία ενός ανθρώπου, που σα διψασμένο περιστέρι
μετά από μια κουραστική περιπλάνηση θα αναζητήσει την πηγή
για να πιει νερό, να ξεδιψάσει, να ξεκουραστεί, και να
ξαναπετάξει για άλλες αναζητήσεις. Είναι η πηγή ζωής που έχει
ανάγκη ο ποιητής για να υπάρξει.
η πόλη
Αθήνα 2015
Αθήνα, πόλη νεκρή,
κι εμείς θρασείς περπατητές
πάνω στους τάφους.
Απόντες οι ποιητές.
Σε μια συμφωνημένη συσκότιση
τα λουκούλλεια γεύματα τελούνται
αγωνιωδώς καταπίνοντας το λιγοστό χρόνο
που παραμονεύει στην άλλη γωνία.
Απούσα η ελπίδα.
Τις λεωφόρους οργώνουν οι λαοί
για να δικαιώσουν την ιστορία
που θα μιλήσει για τη συλλογική ευθύνη.
Ενοχικές πορείες, σχολεία υπαίθρια,
ετοιμάζουν τους αυριανούς στρατιώτες.
Μαθαίνουν οι νέοι από τους παλιούς.
Η βιωματική μάθηση είναι η καλύτερη.
Τι να την κάνεις τη βιβλιογραφία!
Εσύ, μοναχά, ρομαντικέ ταξιδευτή,
από το γαλαξία των Γραφικών
επιμένεις ν’ αναζητάς την αλήθεια
πίσω απ’ τα ψέματα.
Σκάψε, σκάψε κάτι θα βρεις
σ’ αυτή τη χώρα που οι θησαυροί της
βρίσκονται πάντα κάτω απ’ το χώμα.
Πώς αλλιώς να δώσεις ελπίδα στους νέους
που σκοτώνονται στη Συρία, στην Παλαιστίνη,
στη Μοσούλη, στη Λιβύη
και πιότεροι ανάμεσα στα βιογραφικά
για αναζήτηση εργασίας
μέσα στη χώρα μου.
Ελλάδα
Θα βάλω βαθυγάλαζο σ’ ένα χαρτί
να παίζει η θάλασσα
και με τα χρώματα
θα ζωγραφίσω φύση:
παπαρούνες, μαργαρίτες,
κρόκους κι ασπάλαθους.
Στο βάθος
μια κουρασμένη βελανιδιά.
Μια γούρνα με τα περιστέρια
στην καρδιά σου
και έναν ήλιο καρφιτσωμένο
στο πέτο σου.
Τον άνεμο θα στείλω
να κυνηγήσει τους ανεμόμυλους
που έστησες και με περιπαίζεις.
Θα το κοιτώ και θα θυμάμαι
πόσο και πως σ’ αγάπησα
Παλιά μου άνοιξη, μικρή μου Ελλάδα,
ζωγραφιά μου εσύ
σ’ ένα χαρτί άλφα τέσσερα.
Νόστος
Χρόνια απών κι όμως ποτέ
δεν ήταν τόσο κοντά στην καρδιά μου
η θάλασσα που, θυμάμαι, έφτανε ως το παραθύρι μου.
Ίδιες, θα μου πεις, οι θάλασσες του κόσμου.
Μα η θάλασσα του τόπου μου έχει άλλο χρώμα,
θα σου πω,
άλλο ήχο, άλλο πόθο πάνω στο κύμα της.
Πατρίδα, εσύ, αλησμόνητη,
σε σένα κουρνιάζω
κάθε που οι ξένοι τόποι
αδειάζουν τα σπλάχνα μου·
μα όπου κι αν βρίσκομαι
το δικό σου πόνο κουβαλώ.
Χειμώνας
Ο καιρός άλλαξε.
Έβαλε κρύο.
Κι εμείς δεν προλάβαμε να ετοιμαστούμε στο σπίτι.
Βέβαια δεν ήμαστε μόνοι.
Κι αυτό μας ζέσταινε.
Όταν όμως πλάκωσε η βαρυχειμωνιά
ο καθένας βυθίστηκε μες στο παλτό του.
Προσπάθησε να κοιμηθεί για να μη σκέφτεται.
Το πρωί μας βρήκε χωριστά
ν’ αναζητούμε ποιος λείπει ανάμεσά μας.
Κανείς δεν είδε.
Μα όλοι είμαστε γνώστες της ενοχής μας.
Ψυχή και Άνεμος
Κατάρτια περίτεχνα καμωμένα
από τα πανάρχαια χρόνια
δοκιμάζουν τη σιγουριά του τεχνίτη
μέσα στης θάλασσας την αντοχή.
Στις κορυφές των δέντρων
και στα ακρόμυτα των καταρτιών
ξεκουράζεται ο άνεμος
σαν αποκάμνει απ’ το ταξίδι στα πέλαγα.
Κουρασμένε πολεμιστή,
ακούμπα στο κατάρτι σου
να ξαποστάσεις.
Θυμήσου ωστόσο:
αν δεν τολμήσεις
σαν την αμυγδαλιά το χειμώνα
δε θα θερίσεις καρπό την άνοιξη.
ο έρωτας
Αδυναμία παροχής
Πες μου αλήθεια γιατί μ’ ακολουθείς;
Γιατί πατάς στα βήματά μου;
Γιατί μετράς τον ίσκιο που φορώ
σα βγαίνω να περπατήσω στον κόσμο μου;
Το μετέωρο βήμα σου ακούγεται ως τα σπλάχνα μου.
Σμίγεις με τους ίσκιους των φύλλων
και σαν αγγέλου τίναγμα
προσγειώνεσαι στην καρδιά μου.
Παίζεις με το φως των αστεριών
περιπαίζοντας την πίστη της σελήνης
στο πρωινό ξημέρωμα.
Θροΐζεις πίσω από το νου μου, αέρας πλάνος,
φυλλορροώντας τις υποσχέσεις
που αθετείς εν τω άμα.
Μ’ αγαπάς, μου λες.
Γιατί, ωστόσο, σα σε ζητώ πάντα λείπεις;
Δια πταίσμα ασήμαντον
Έφυγες μια μέρα
με το φως του μεσημεριού
να λούζει την απορία μου.
Αυθαίρετη λύση μιας σχέσης
που κτίστηκε αστόχαστα
στην άκρη ενός ποταμού.
Η φωνή μου χάθηκε
σε ώτα απρόθυμα.
Κι εγώ καταδικάστηκα
δια πταίσμα ασήμαντον.
Παράβαση
Στενεύουν οι δρόμοι.
Οι αστυνόμοι καραδοκούν
κι εγώ παραβάτης του κώδικα.
Η κακή συνήθεια δεύτερη φύση
κι αφέθηκα πάλι να με παρασύρει.
Πώς να περπατώ πια
στις μικροπολιτείες των ταπεινών;
Χωριστά δρομολόγια
Μέσα από τα δρομολόγια της προσφυγιάς μου
ανιχνεύω τα λείψανα της κοινής μας πορείας.
Συνταξιούχος πια, να κλαδεύω τριανταφυλλιές
και συ γηραιός κύριος επιζήσας του ναυαγίου του
έρωτα.
Η ζωή μας μια βάρκα που χάθηκε χρόνια πριν
καθώς μοιραία συνάντησε κάποιον ύφαλο.
Οι προσπάθειες του πληρώματος
δε στάθηκαν ικανές να σώσουν το σκάφος
που, καθώς φαίνεται, ναυπηγήθηκε αστόχαστα.
Τα υπόλοιπα ταξίδια τα κάναμε χωριστά.
ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ (2006)
Αθετημένη υπόσχεση
Όταν αποφάσισες να σκοτώσεις τη μοναξιά μου
σου είπα πως δε χρειάζεται, την έχω συνηθίσει πια
Με κοίταξες και μου ‘πες
εμένα θα με συνηθίσεις περισσότερο
Κρατούσες καλά τα μυστικά του έρωτα
Ωστόσο σου παράδωσα την αδικαίωτη νιότη μου
για να βάλεις τα θεμέλια στης ψυχής μου το μέλλον
Τα θα σου στεγνώσανε κι έφυγες
Κι απόμεινα εγώ στα περίχωρα της Ιεριχώς
να συντηρώ μια αθετημένη υπόσχεση
Ανθρώπινα
I
Καρποφόρες αγκαλιές και χείλη φωτιά
επισκέφτηκα και χθες μες στην κάμαρά σου
Μόνο που τη βρήκα πλημμυρισμένη από άρωμα λεβάντας,
που εμένα μου είχε τελειώσει μήνες πριν
II
Ερωτικές αιρέσεις, αδικαίωτη νιότη
κι εγώ σκόνταψα στον αγέρα που έφραζε το δρόμο για το αύριο
Χάθηκα και πάλι στ’ απατηλά σοκάκια της σκέψης μου
Εκεί σου χάρισα το χρόνο μου
κι εσύ μου ανταπόδωσες τη σιωπή σου
III
Είχαμε δώσει ραντεβού μπροστά στη βρύση
Οι φοινικιές ξεράθηκαν κι ο πλάτανος κουράστηκε να κάνει ίσκιο
“Διέκοψαν την παροχήν ύδατος, η υδροδότησις θα καθυστερήσει”
Νυχτώθηκα κι εγώ να περιμένω
Φεύγοντας σ’ είδα να ξεδιψάς τα νιάτα σου σ’ άλλη πηγή
Ασκητής
Πολύχρωμα αλαζονική η πολιτεία
και συ, παράταιρη μονόχρωμη πινελιά,
αναζητάς τ’ αναπάντητα γιατί της ύπαρξης
Μπορείς να πεις ότι τα ‘ζησες όλα;
Σαν ανεβαίνεις στο ασκηταριό της Ποίησης
κι αντικρύζεις, καθρέφτης ο βράχος, τις πορείες του Χρόνου,
πες μου αν έδωκες απάντηση σ’ όσα ρωτάνε τα παιδιά
όταν η αγωνία κι ο φόβος συντροφεύει τα όνειρά τους
Πες μου, λοιπόν, γιατί διαλέγεις τα εύκολα;
Εκούσιο θύμα
Ονειροπόλος του αρχαίου καιρού
με μια καρδιά μοιρασμένη
ανάμεσα στο Χριστό και τον Πλάτωνα
Δεσπότης και μαζί αρχαίος ρήτορας
φορώντας ωμοφόριο κι αρχαίο χιτώνα
παλεύω ανάμεσα στα ορατά και στ’ αόρατα
στην Ανάγκη και την Επιθυμία
Δολοφόνες αντιφάσεις κι εγώ εκούσιο θύμα
Έλλειψη ψυχής
Στην αυγή του κόσμου
κοιτάζω κι εγώ σαν τον κλέφτη
ν’ αρπάξω κάτι απ’ το σκοτάδι
Αυτό είναι για μένα το φως
Περπατητής σ’ έρημες παραλίες
κάτω από το αχνό κάλυμμα του φεγγαριού
με το ρυθμικό χτύπημα του αφρού πάνω στην καρδιά μου,
ξεπλένω κάθε νύχτα τα λάθη μου
Πόσο με κουράζει ο ήλιος!
Πόσο με πονάνε τ’ ακούσματα!
Καμιά βάρκα δεν είναι ικανή να με ταξιδέψει στα πέλαγα
Είμαι εδώ βιδωμένος στ’ ακροθαλάσσι
ανάμεσα στην άμμο και στο νερό
Τα πόδια μου βουλιάζουν στ’ απύθμενα βάθη
μιας δικαιολογημένης πρόφασης
Κι όμως, κάπου στον ορίζοντα,
ακροβατεί η επιθυμία μιας βάρκας
να κάνει ταξίδι…
Ήθελα
Ήθελα ένα σπίτι στο λόφο με μεγάλα παράθυρα,
να το λούζει το φως, να το γεμίζουν οι μυρωδιές της άνοιξης
Να βλέπω τη θάλασσα το καλοκαίρι
Να καρτερώ τις αλλαγές του φθινοπώρου
με τα ζεστά του χρώματα να βάφω τις μέρες μας
Μα άνοιξε ο Οδυσσέας τους ασκούς κι εσύ τα παράθυρα
Και η πνοή τ’ ανέμου γίνηκε κόλαση
και μ’ έκαψε κι αρρώστησα
Τώρα σε βλέπω από μιαν ανάμνηση,
να συνεχίζεις χωρίς να ξέρεις γιατί
και πώς αρρώστησα!
Λύτρωση
Δε μ’ αγαπάς
Μα εγώ μιλώ για σένα
και λυτρώνομαι
Κάτι κάνουμε και μείς !
Πρόσωπα δημοσίων θέσεων
διαχειριστές των ανθρωπίνων υποθέσεων
Με βίλες μεζονέτες, μ’ αυτοκίνητα Mercedes
με αστρολόγους να τους ρίχνουνε πασιέντζες
Ταξίδια σε Ευρώπη, Κίνα, Αμερική
σαφάρι για ελεφαντόδοντο στην Αφρική
Σπουδαίοι άνθρωποι!
Κι εγώ… πλέκω στιχάκια για έναν έρωτα
Σχέση μονόδρομος
Ξημέρωνε τ’ Αη- Γιαννιού, μετά τα Φώτα,
όταν μου χάρισες ένα κλαδί βασιλικού
πού είχες φυτέψει το περασμένο καλοκαίρι
Είναι δίφορος μου είπες
Θα τον έχεις και το χειμώνα
Ο βασιλικός θέριεψε
κι έπιασε όλη τη γωνιά του μπαλκονιού.
Μα η γωνιά στην καρδιά μου,
που είχε τη δική σου υπόσχεση,
απόμεινε άδεια.
Όψιμος Πόθος
Αναζήτησα και σήμερα τις λάμψεις
που κάνουν τον ουρανό πιο φωτεινό.
Ψάχνοντας έφτασα στα ηλεκτρικά σου όνειρα.
Ακούμπησα δισταχτικά τις ελπίδες μου, μα κάηκαν,
σαν τις Ψυχές που νόμιζαν πως θα ξεγελούσαν το φως.
Αδιαφιλονίκητος νικητής η ατάραχη σκέψη σου
έβαλε τάξη στα ερωτηματικά του όψιμου πόθου.
Τα δικαιώματα παραμέρισαν αφήνοντας χώρο
στην Αυτής Μεγαλειότητα Υποχρέωση!
Φλύαρες σιωπές
Ποιος είδε τέτοιο πόλεμο να πολεμούν τα μάτια
Χωρίς μαχαίρια και σπαθιά να γίνουνται κομμάτια
Κρητική μαντινάδα
Απόλυτα ανεξιχνίαστη η ματιά σου
με κρατά καθηλωμένη απέναντι.
Τώρα πλέω σ’ άγνωστα νερά
Αρμενίζω στις αποχρώσεις του μπλε και του πράσινου,
ώσπου να πέσω πάνω σε στεριά, στην καρδιά σου
Εραστής της περιπέτειας
τολμώ πάλι άλμα στο άπειρο
Αργόσυρτα μερόνυχτα, φευγαλέα σύννεφα
Ο ωκεανός δεν έχει τέλος
Όλα σιωπούν, οι φωνές σταματούν
κανείς δεν κινείται
Ανυπόμονα βλέμματα σαρώνουν τον ορίζοντα
Η θάλασσα φουσκώνει
Adelante! *
*Ισπανικό ναυτικό πρόσταγμα που σημαίνει «πρόσω ολοταχώς»
Ψέμματα
Μου λείπουν οι λέξεις που λένε ψέμματα
Για να σου πω πόσο ευτυχισμένη είμαι
Απληστία
Για ποιαν αίτια έχω ταξιδέψει ως εδώ δε θυμάμαι
Για χρήμα, για δόξα, για τ’ όνειρο;
Για ποιαν Ιθάκη έβαλα πλώρη;
Ποια Τροία, ποιον Παράδεισο;
“Όποιος ζητάει τα πολλά, χάνει και τα λίγα”
Όλες οι θάλασσες στα δυο σου μάτια
Κι εγώ χάθηκα στον Ωκεανό του ελάχιστου.
.