ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ

.

 

Ο Παναγιώτης Νικολαΐδης γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1974. Είναι πτυχιούχος της Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κύπρου και έχει Master στη Βυζαντινή και Νεοελληνική Λογοτεχνία από το King’s
College του Λονδίνου. Σήμερα εργάζεται στη Μέση Εκπαίδευση.
Ποιήματα, μελέτες και βιβλιοκρισίες του δημοσιεύτηκαν σε λογοτεχνικά και επιστημονικά περιοδικά στην Κύπρο και στην Ελλάδα.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

ΠΟΙΗΣΗ

1.  Σαν ίαμβος καθρέφτης, (Πλανόδιον, 2009) (Κρατικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Λογοτέχνη)
2.  Ξενιτεύομαι μ’ ένα φωνήεν, (Πλανόδιον, 2012)
3.  Οινοποίηση, (Ιδιωτική έκδοση, 2014)
4.  Παραλογή, (Gutenberg, 2016)
5.  Μια στο λευκό και δυο στο μαύρο. Σονάτα για την αφαίρεση, (Θράκα, 2017, μαζί με τον Μιχάλη Παπαδόπουλο)
6.  Η νύφη του Ιούλη, (Σμίλη 2019)
7.  Ριμαχό  (Σμίλη 2022)
8.  Πόλη που ράγισε  (Σμίλη 2024)

ΚΡΙΤΙΚΗ / ΔΟΚΙΜΙΟ

1. Με λογισμό και μ’ όνειρο. Σκέψεις πάνω σε δύο ποιήματα και
δύο δοκίμια του Θεοδόση Νικολάου, (Ακτίς, 2016)
2. Η γενιά της κατοχής και της αφθονίας. 14 κριτικά κείμενα για τη
σύγχρονη ποίηση στην Κύπρο μετά το ’90, (Διόραμα, 2018)
3. Έλενα Τουμαζή-Ρεμπελίνα. Εισαγωγή στο έργο της (Διόραμα 2020)
4. Το ποίημα και το φως (Λευκωσία 2024)

ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ

1. Πάφος. Λόγος ποιητικός από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα,
Οργανισμός «Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης – Πάφος
2017» και Εταιρεία Λογοτεχνών Πάφου, Πάφος 2016 (μαζί με
τον Αντρέα Πετρίδη και τον Αντρέα Χατζηθωμά)
2.  Ανθολογία Κυπριακής Ποίησης 1960-2018, (Κύμα, 2018)
(μαζί με τον Γιώργο Χριστοδουλίδη)

.

.

ΠΟΛΗ ΠΟΥ ΡΑΓΙΣΕ (2024)

ΛΗΔΡΑΣ

Ώρα του ήλιου
γεμάτος σκουλήκια
όμως υφίσταμαι ζωή
αποθηκεύοντας πνοή
σ’ όλο το αίμα
και το πνεύμα μου.
Το5να μου πέλμα τώρα
στην Πλατεία Ελευθερίας
τ’ άλλο κομμένο σύρριζα
σπιθίζει ένα πράσινο θανάτου
στη γραμμή
ώρα μικρή του ήλιου
διαιρεμένη σε ποιήματα.
Κι αναλογίζομαι λοιπόν τον Ευαγόρα
που απαστράπτει κρεμασμένος
με μιαν ασάλευτη ταυτότητα
τον πρωτοστάτη Αυξεντίου
ένα κυμάτισμα λευκότητας
καρβουνιασμένο
αναλογίζομαι μισός την Καρπασία
σαν ολοζώντανη σελίδα σώματος.

Αγαπημένη Λευκωσία,
η στιχοσύνη μου
δεν είναι μόνο έαρ.
Είναι βαλβίδα του ποιήματος.

ΝΕΚΡΗ ΖΩΝΗ

Η Λευκωσία μου
δεν είναι αυτό που βλέπεις.
Είναι μια πόλη που ράγισε.
Κι όμως
άνοιξη και στις δυο πλευρές.
Σ’ όλο το μήκος της γραμμής
τα χελιδόνια πάνω απ’ τα κεφάλια μας
σκίζουν σαν λέξεις
την πηκτή σιγή
κι ύστερα κρύβονται ξανά
μέσα σε σπίτια διάτρητα.
Ζώνη νεκρή
σαν κυριολεξία του ανείπωτου
ζώνη νεκρή
άδεια παρένθεση
ζώνη νεκρή
σαν φυσικό μουσείο πολέμου.
Όπως καταλαβαίνεις
μεγάλωσα μόνος
κολυμπώντας στα νερά
της ήττας μου.
Μαύρα νερά
τζαι κότσινα
κατηφοριά.

κότσινα : κόκκινα

ΣΕ ΜΙΑ ΜΠΙΡΑΡΙΑ

Απόψε πίνω μπίρες στη Λευκωσία.
Δεν είμαι μόνος.
0 ηλικιωμένος ιδιοκτήτης
της νύχτας
ένα σπασμένο αγγείο
γκαρσόνας
κι η Καλυψώ η κατάμαυρη γάτα
είμαστε ψάρια
στο ποτάμι του χρόνου
που συνυπάρχουν
χωρίς να μιλούν.
Όμως η Σάσια
που έχει το δικό της ρολόι
(το χρήμα μπορεί να χωρίσει
τους ανθρώπους)
φέρνει ξανά
μιαν αφρισμένη μπίρα
με μια σταγόνα αίμα
στο δάχτυλο.
Αγγίζω το ποτήρι με λέξεις.

Μέσα στο ποίημα
λειτουργεί μια άλλη βαρύτητα.

ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟΤΣ ΝΕΚΡΟΥΣ ΤΗΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Αγαπημένοι,

συγχωρήστε με που σας ξυπνώ.
Ξέρω πως η σιωπή σας είναι ιερή
όμως αυτός ο πόλεμος
έχει ματώσει όλες τις ψυχές
κι όλες τις λέξεις.
Γι’ αυτό
σας ικετεύω σαν πατέρας
και σαν μάνα.
Πάρτε μαζί σας όλα τα μωρά
και λούστε τα ξανθά μαλλάκια τους
πλύννετε ούλλα
τα ρουχούθκια τους
την Αλεξάντραν ζάχαρην
τζαι το Μισίριν μέλιν.
Πάρτε τα πέρα των περών
να δούσιν δέντρα τζαι πουλιά
να φάσιν μήλα κότσινα
να γίνουν πεύκα τζαι μηλιές
λεβάντες τζαι λαλλέδες.
Αγαπημένοι μου,
κοιμήστε τα γλυκά.

Η γη τα συγχωρεί όλα
μα δεν ξεχνά τίποτα.

ούλλα : όλα, ρουχούθκια : μικρά ρούχα, Αλεξάντρα : Αλεξάνδρεια, Μισίριν
Αίγυπτος, κοτσινα : κόκκινα, λαλλέδες : ανεμώνες

ΧΥΤΡΑ ΤΑΧΥΤΗΤΑΣ

Η Λευκωσία απόψε
είναι φεγγάρι
κόκκινο
μήλο.
Πρώτα με καίει
σαν φλογισμένη πυρκαγιά
στον Πενταδάχτυλο
κι ύστερα με δροσίζει
σαν ψιλή βροχή
στο ντάλα μεσημέρι.
Απ’ τη βροχή φυτρώνουν λέξεις
έτσι αργά
όπως εξαερώνεται
μια χύτρα ταχύτητας.

ΠΛΑΤΕΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ

Ήμασταν στην πλατεία
και, μιλούσες.
Τ’ αμάξια έσκιζαν τον αέρα
σαν μαχαίρια
καθώς κινούσες
τα λευκά σου χέρια
σαν μαέστρος
που κάνει τον ήχο της ορχήστρας
πιο απτό.
Τα περιστέρια δίπλα μας
χαμογελούνε
όμως εσύ δεν δίνεις μία
κι έτσι τινάζεις
τους ωραίους ώμους
σαν σπουργίτι
μέσα στο πιο βαθύ φθινόπωρο.

Αγαπημένη,
όταν μ’ αγγίζεις
αισθάνομαι την αιχμή
στη λέξη λόγχη.
Είσαι ο ραγισμένος στίχος
στην άκρη της πένας μου.

ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΦΥΛΑΚΙΟ

Αγαπημένη,
είμαι σου λέω απελπισμένος.
Κάθε πρωί
βάζω τσιρότα σ’ όλες τις λέξεις
κι όμως το βράδυ
το αίμα τρέχει πάλι ποτάμι
πλάι στο τελευταίο φυλάκιο.
Ό,τι κι αν κάνω, αγαπημένη,
το αίμα τρέχει
καλύπτει τους δρόμους
τις λεωφόρους
γεμίζει σπίτια
ποτίζει δέντρα
καθοδηγεί το χέρι μου.
Αγαπημένε, είπες,
πρέπει να φύγω
έτσι κι αλλιώς
δεν έχω κάπου ν’ ακουμπήσω
για να γυρίσω
τον γαμημένο κόσμο
ανάποδα.
Και τότε πέταξες σαν ανεράδα
μέσα στους κοχλασμούς
της πυρωμένης ασφάλτου
καθώς ο άνεμος
σκορπούσε τις στάχτες σου
μέσα στο ποίημα.

.

ΡΙΜΑΧΟ (2022)

ΣΗΜΕΙΩΜΑ TOΥ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗ ΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ

Η ανά χείρας έκδοση συγκεντρώνει, αδημοσίευτο αρχειακό υλικό του Κύπριου ποιητή, φιλόλογου και κριτικού Ριμαχό. Πιο συγκεκριμένα, περιλαμβάνει ημερολογιακές καταγραφές, μαρτυρίες, αδημοσίευτα ποιήματα ή θραύσματα σκέψεων του ποιητή και, τέλος, τις επιστολές στη Ριμαχόνα. Γι’ αυτό ευχαριστώ θερμά την οικογένεια του Ριμαχό για την εμπιστοσύνη της, αλλά και τους ποιητές Κυριάκο Χαραλαμπίδη, Παντελή Μηχανικό, μα προπαντός τον ποιητή και ρεσπέρη Κώστα Βασιλείου για την παραχώρηση άπλετων πληροφοριών, μαρτυριών και αδημοσίευτου υλικού. Σημειώνω, λοιπόν, εμφατικά ότι στην παρούσα έκδοση δεν έγινε ουδεμία παρέμβαση, διόρθωση ή λογοκρισία, είτε στο αυθεντικό αρχειακό υλικό είτε στην αρχική ορθογραφία των κειμένων. Κλείνω το σύντομο αυτό εισαγωγικό σημείωμα με την ευχή το βιβλίο αυτό να φωτίσει άγνωστες πτυχές του Ριμαχό και να παροτρύνει και άλλους μελετητές να ασχοληθούν συστηματικότερα με το όχι τόσο γνωστό ή προβεβλημένο, αλλά παρ’ όλα αυτά σημαντικό έργο αυτής της προσωπικότητας, που σύμφωνα με τον αείμνηστο Σάββα Παύλου «αποδείκτηκε περσόνα γκράτα στη λογοτεχνία του νησιού».

Παναγιώτης Νικολαΐδης

ΜΕ ΤΑ ΦΥΛΛΑ ΤΩΝ ΣΧΟΛΙΚΩΝ ΜΟΥ ΤΕΤΡΑΔΙΩΝ

Καθώς το ηλιοβασίλεμα
βάζει φωτιά σήμερα
στις στέγες
των προσφυγικών συνοικισμών
νιώθω πως κάτι
όλο μου διαφεύγει
πως βρίσκομαι σ’ ένα στούντιο
ή σ’ ένα στημένο σκηνικό
και πως τα πάντα γύρω μου
είναι επίπλαστα
με εμπνευσμένο σκηνοθέτη
τον χρόνο.
Κι όπως το τρένο
ξεκινά μ’ ένα τράνταγμα
κι ανοίγει δρόμο
μες στο τούνελ για το φως
έτσι κι εγώ
ντυμένος με τα φύλλα
των σχολικών μου τετραδίων
ανοίγω το πρώτο δειλό βήμα
μες στην αιωνιότητα των κατευθύνσεων.
Θε μου,
δώσε μου δύναμη
να αποτρέψω
εκατομμύρια καρκινικά κύτταρα
καθότι
είμαι ένα σώμα
αποτελούμενο από πολλά μέρη
που παλεύουν να εκφραστούν
καθώς οι άνθρωποι διψούν
για περισσότερη μνήμη
περισσότερα πίξελ
περισσότερες εντολές

σε κάθε δευτερόλεπτο.

ΤΑ ΔΕΝΤΡΑ TOΥ ΡΙΜΑΧΟ

Κατεβαίνοντας τη λεωφόρο Λάρνακος
ο ουρανός άλλαζε συνεχώς.
Παρατηρούσε τη βροχή να σμίγει
με τα σύννεφα
το γρήγορο πέταγμα του χελιδονιού
όταν μια έντονη μυρωδιά
κυπαρισσιού
τον πλεύρισε αιφνίδια
σαν κοτσύφι στο χιόνι.
Τότε κατάλαβε.
Σκότωσαν αιωνόβια δέντρα
εκατόν είκοσι ετών
στο πλαίσιο του ευρύτερου
οδικού σχεδιασμού
στην απειλητική λευκότητα
της σελήνης.

Ακόμα κι οι θεοί σκέφτηκε
δεν μπορούν ν’ αποφύγουν
τον άνθρωπο.

ΑΠΟΡΙΑ

Είμαστε μέσα
ή έξω απ’ το Άουσβιτς;
Κανείς δεν ξέρει.
Ξέρουμε πως η μάσκα
επιτρέπεται (ακόμη)
πως η δουλειά
σημαίνει (ακόμη) ελευθερία
και πως η νύχτα
είναι δεμένη με σφιχτό κόμπο
στο κέντρο
της δικής μας ύπαρξης.
Είμαστε μέσα
ή έξω απ’ το Άουσβιτς;
Κανείς δεν ξέρει.
Ξέρουμε πως κανένας πια
δεν επιστρέφει
στο καθοδικό σπιράλ του χρόνου
πως για να γίνουμε ανθρώπινοι
και πάλι
πρέπει επειγόντως να βρεθεί
κάτι
ίσως ένας μηχανικός θεός
ή κάποιος εξωγήινος
αχνός
σαν αστρονομικό χνούδι
ξέρουμε πως θα παραμείνουμε
ακατανόητες και ατελείς υπάρξεις
σαν σκόρπια θραύσματα
από σπασμένα αγγεία
μέσα στην αταλάντευτη σιωπή
των εσωτερικών μεταναστεύσεων.
Είμαστε μέσα
ή έξω απ’ το Άουσβιτς;

ΑΜΜΟΣ

στον πατέρα μου

Που τον τζαιρόν
π’ ανοίξασιν τα οδοφράγματα
εν ήθελεν να πάει..
Εν ημπορώ να δω
την πόλην μου κλειστήν
την θάλασσαν του Βαρωσιού βουβήν
το σπίτιν π’ αναγιώθηκα θολόν
ποπίσω που τα ττέλια.
Μπορεί να πω τζαι τίποτες
τζαι να με βάλουν μέσα
στο τζελλίν
αλλάξετε κουβένταν.
Εστάθηκεν λοιπόν αδύνατον.
Την πρώτην φοράν που πήα
κατεχόμενα
έβαλα άμμον γρουσήν
του Βαρωσιού
σ’ έναν σακκούλλιν τυλιμένην.
Έπκιαν την με τα δκυο του
(όπως το μωρόν)
τζι εφύλαξεν την μέσα
στο συρτάριν.
Άξυππα
τα μακρά εγίνασιν κοντά
τζι αννοίξαν το Βαρώσιν
με το έτσι θέλω.
Εν άντεξεν δεύτερην φοράν.
Ηύρα τον μέραν μεσομέριν
με τα μμάθκια ανοιχτά
γεμάτα άμμον.

Εν: δεν· τζαιρός: καιρός· Βαρώσιν: Αμμόχωστος· αναγιώθηκα: μεγάλωσα·
τζελλίν: φυλακή· πήα: πήγα· ευτύς: αμέσως· άξυππα: πολύ ξαφνικά·

Η ΜΟΝΗ ΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΡΙΜΑΧΟ

Γίναμε ύποπτοι, όλοι ξαφνικά
με της αναπνοής το ελάχιστο.
Κι έτσι κρατούμε αυστηρά
τις αποστάσεις μας.
Όχι με τ’ αυτοκίνητο στον δρόμο
από το φέισμπουκ
ή το κινητό
αλλά από τις αγκαλιές
αξόδευτης αγάπης
τις χειραψίες
απ’ τα υγρά φιλιά στο στόμα
ή στο μάγουλο.
Το αίμα, λένε,
ουρλιάζει μέσα μας σαν
κόκκινο βιολί
κι οι πιο ευπαθείς του πληθυσμού
θα προστεθούν με τους νεκρούς
σ’ έναν μεταλλικό θάλαμο.
Όσο κι αν προσπαθούμε όμως
να στρεβλώσουμε τον χρόνο
αποθηκεύοντας τον ουρανό
βαθιά κάτω απ’ το έδαφος
αυτή η μια ανάσα
είναι η μόνη
βεβαιότητα του είδους
καθώς ο μισός κόσμος
σκοτώνει αργά και σταθερά
τον άλλο μισό.

ΕΝΑΝ ΚΛΩΝΙΝ ΒΑΣΙΛΙΤΖΙΑ

της γιαγιάς Μαριάννας

Έκοψεν έναν
τρυφερόν κλωνίν βασιλιτζιάν
τζι έδωκεν μου.
Βάλ’ το μες στο νερόν
τζι εννά πετάξει ρίζες
λαλεί μου.
Εφύτεψα το
τζι εγίνην όμορφον δεντρόν
εμουσκομύριζεν ο ουρανός
τζι ο τόπος
το φαΐν μου.
Μες στον σειμώναν όμως
άξυππα εξέρανεν.
Στην εφτομάν
εχάσαμεν τζαι την γιαγιάν.
Γεμώσαν δάκρυα τα ρούχα μου.

Να με θυμάσαι, γιε μου,
ποννά πεθάνω
μες στην αυλήν σου.

Βασιλιτζιά: βασιλικός· εννά: πρόκειται να ·σειμώνας: χειμώνας·
μουσκομυρίζει: μοσχομυρίζει· άξυππα: ξαφνικά· εφτομά: εβδομάδα· ποννά: όταν.

ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΤΗ ΡΙΜΑΧΟΝΑ
Ι

Αγαπητή μητέρα,

επιλέγω και πάλι την απλότητα
τη γλώσσα μου χαμαί
να ράβει με χοντρή κλωστή
το τραύμα που υπάρχει
μέσα μου.
Ξέρεις, ο πόλεμος
άμαν ριζώσει μέσα στην ψυσήν
εν φεύκει ποττέ.
Η Λευκωσία, σε πληροφορώ,
καίγεται κάθε νύχτα σαν αστέρι
στην οθόνη μου.
Όπως καταλαβαίνεις, μάνα,
δεν με στηρίζουν πιον τα ψέματα
αυτό το συγκαμμένο παντεσπάνι
των πολιτικών
μες στον απόπατον.
Κανεί.
Πίννω νερόν κρυόν
που την αθάνατην φουντάναν.
Γι’ αυτόν να ξέρεις
ότι ’κόμα αγαπώ σε
τζαι είσαι μέσα μου κρεμμός.
Εννά σου πέψω πάλε τον Απρίλην
έναν μαστραππάν φιλιά
γεμάτον μαραμμένα τριαντάφυλλα.
Αγαπητή μητέρα,
λυπάμαι που σε στεναχωρεί
το πείσμα μου
όμως δεν γίνεται αλλιώς.
Η μνήμη έν’ επιλογή.
Γαίμαν πηκτόν.
Αρνούμαι να πεθάνω.

Λευκωσία, 25 Μαρτίου 2004

Χαμαί: χαμηλά στη γη· άμαν: όταν· πιον: πια· απόπατος: τουαλέτα·
κανεί: αρκετά ·φουντάνα: βρύση· ’κόμα: ακόμα· κρεμμός: γκρεμός·
πέψω: στείλω· εννά: πρόκειται να· μαστραππάς: μεταλλικό δοχείο·
έν’: είναι· γαίμαν: αίμα.

ΙΙ

Αγαπημένη,

σου γράφω σήμερα
από την Πράσινη Γραμμή
καθώς τα τούρκικα μαχητικά
σκίζουν με θορυβώδη έπαρση
τον ουρανό μου.
Ξέρω πως είσαι μακριά
(μου το ’χεις ξαναπεί).
Μέχρι να φτάσει στα χεράκια σου
το ταλαιπωρημένο γράμμα μου
θα είναι αργά
κι εδώ
θα έχει πια νυχτώσει.
Δεν με πειράζει όμως.
Σαν κλείσεις τα μεγάλα μάτια σου
μπορώ να νιώσω πάλι
μέσα μου βαθιά
όλο το πράσινο της άνοιξης
κι όλο τον χρυσοκίτρινο χορό
απ’ τ’ αυγουστιάτικο φεγγάρι
στο κορμί σου.
Αγαπημένη,
γράφοντας γράμμα σ’ εσένα
γράφω σ’ εμένα
κι εύχομαι ν’ απευθύνω λόγο
χρόνια μακριά.
Αν δεν μ’ αγαπάς αληθινά
ως μέσα στο κύτταρο

δεν είσαι μάνα.

Λευκωσία, 15 Νοεμβρίου 2015

Χ

Αγαπημένη,

δεν είμαι πικραμένος πια
ούτε διψώ
είμαι μονάχα ανοιχτός
μέχρι το κόκαλο
διαιρεμένος σε κομμάτια
άλλων εαυτών
σε αίθουσες σιδηροδρομικών σταθμών
και μες στη νύχτα.
Δεν είμαι πικραμένος πια
κι ούτε διψώ.
Μες στην απελπισία των πουλιών
και μες στο φως
εμείς αγαπηθήκαμε βαθιά
(σχεδόν πατώντας πάνω στο νερό)
κι όμως
θα παραμείνουμε ανύμφευτοι
μες στον καιρό
σαν δυο κορμοί βαλανιδιάς
που τους χτυπά αλύπητα
το κύμα
στο πλατύ ποτάμι.
Τι άλλο έμεινε λοιπόν
αγαπημένη,
για να πάρεις από με;
Το θέμα τώρα
είναι να με καταπιείς
και να με αφοδεύσεις.

Λευκωσία, 23 Ιουνίου 2021

.

Η ΝΥΦΗ ΤΟΥ ΙΟΥΛΗ (2019)

α’

Μες στον πόλεμον
η μάνα μου εβάσταν με σφιχτά
μες στ’ αγκάλια της τζι εβουραν.
Εν είσεν νερόν.
Άμαν τζι εγίνην το κακόν
τζι ο τόπος εμοιράστηκεν
εστράφηκεν με το καλόν ο τζύρης μου
τζι εγύρεψεν να με πιάσει.
Εν τον εκατάλαβα.
Εθώρουν, λαλεί η μάνα μου,
μες στα μμάθκια του
τον φονιάν
τζι έκλαια.

εβάσταν= κρατούσε,
εβούρ«ν= έτρεχε,
είσεν= είχε,
Εν= δεν,
τζύρης= πατέρας

.

ια’

στην Ακανθού της μάνας μου

Άνοιξε δρόμο
ανάμεσα σ’ αγκάθια κι αγριόχορτα.
Λευκά λεπτά.
Αόρατα νήματα.
Σιγή.
Κι ύστερα λέξεις ξένες
αιχμηρές
μαύρο σπαθί,
κι η πόρτα κλείνει αδιάφορη
και παγωμένη.

Φεύγοντας του ψιθύρισε μια λεμονιά:
«Μεν φύεις.
Μείνε, λαλώ σου, τζι είμ’ αθθισμένη».

.

ιγ’

Στην Καρπασία
το κίτρινο της λαψάνας ρυθμίζει
την κυκλοφορία του αίματος.
Μέσα στα χέρια του ήλιου
μολόχες τζόχοι αβρόσσιλλα
αγρέλλια πάγκαλλοι λάχανα
στρουθκιά χωστές αναθρήκες.
Μακριά το φίδι
στην εξορία του πλίνθου ζεσταίνεται
κι αυτό το μπλε που ανακηρύσσεται κάθετα
λυγίζει την όραση τρεις φορές.
Στο μοναστήρι ο άνεμος στάθηκε όρθιος.
Εκεί φιλήσαμε στα χείλη τον Άγιο
κι από τον βράχο του πάνω στο κύμα
πήραμε αγιασμένο νερό.
Και είπα, Θεέ μου,
κάμε να σπάσει το δόντι του χρόνου.
Αυτό το ποίημα
έχει μια θάλασσα μόνο
μοιρασμένη στα δυο.

λαψάνα= αγριοσινάπι
μολόχες […] αναθρήκες= βρώσιμα ως επί
το πλείστον φυτά

.

ιε’

στον πατέρα μου

Κατά το σούρουπο μπήκαμε στην Αμμόχωστο.
Τω καιρώ εκείνω
τα τείχη των Φράγκων αλλάζανε χρώμα.
Πιο πίσω η θάλασσα και το λιμάνι
μια διαλεκτική ανθρώπου χρόνου
μέσα στο αναμμένο ηλιοβασίλεμα.
Εδώ
καμιά φωνή δεν ξεπερνά την ηχώ της.
Κι όμως,
θα πω για σε περίκλειστη κόρη
με τα φλιτζάνια γυμνά στα τραπέζια
κι όλα τα ρούχα σου απλωμένα
σ’ ένα κουλουριασμένο συρματόπλεγμα.
Κλαμόντα,
βυθίζω τα χέρια στον άλλο χρόνο
να πάρω λίγη από την άμμο σου.
Μα πώς μπορώ μ’ ένα βλέμμα, κόρη,
να σ’ αγκαλιάσω;
Αγαπημένη,
αυτό το ποίημα είναι νάρθηκας^
για τα σπασμένα μου
δάχτυλα.

.

ιστ’

της Αργυρώς

Ήτουν να παντρευτώ Κυριακήν.
Παρασκευήν εφέραν μου το νυφικόν.
Εφόρησά το μόνον μιαν φοράν
(άμπα τζαι λερωθεί)
τζι ύστερις
άννοια το ερμάριν μου κρυφά
τζι εθώρουν το.
Σάββατον ξημερώματα εγίνην η εισβολή.
Το νυφικόν έμεινεν πίσω
κρεμασμένον
στην Περιστερωνοπηγήν.
Εικοσιμιάν του Ιούλη
Κυριακήν
εσταματήσαν ούλλα τα πουλιά

στον αέραν.

.

άμπα= μήπως,
ούλλα= όλα

.

ιη’

Arbeit macht frei

Ακόμα κι αν πούμε
την εισβολή σας                             φτερούγισμα
τους έποικους                                 πρόσφυγες
την κατοχή                                      ουρανό

ακόμη κι αν πούμε
τις σφαίρες                                     βάλσαμο
τα παγωμένα σας σύμφωνα        θάλασσα
και τους νεκρούς μας                   απλώς πλεονάζοντες
                                                         σε κακό καιρό

το θέμα είναι πως
είμαστε όλοι μολυσμένοι με θάνατο
και πως το αίμα θα ’ναι για πάντα
το τελευταίο βερνίκι της ανθρωπότητος.

.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Την Πέμπτη 7.3.2019, μαζί με τους αγαπητούς συναδέλφους μου από το Γυμνάσιο Αγλαντζιάς και την οικογένειά μου, επισκέφθηκα τα Κατεχόμενα και το Γυμνάσιο Ριζοκαρπάσου. Ήταν για μένα μια συγκλονιστική εμπειρία, καθώς στην ηλικία των σαράντα πέντε ετών, έστω ως επισκέπτης, είδα για πρώτη φορά την πατρίδα μου ολόκληρη. Για πρώτη φορά οι αφηγήσεις και οι περιγραφές της μάνας μου και του τζυρού μου, που κατάγονται από την κατεχόμενη Ακανθού και την Αμμόχωστο αντίστοιχα, έγιναν ζωντανή εικόνα, βίωμα και αίσθημα. Ένιωσα πραγματικά ότι ένα χαμένο κομμάτι του εαυτού μου βρέθηκε, λες και μια τρύπα που είχα μέσα μου έκλεισε και γνώρισα καλύτερα τον εαυτό μου. Ευχαριστώ, λοιπόν, γι’ αυτό τον διευθυντή μου Πέτρο Μιχαήλ, που έκανε αυτή την επίσκεψη πραγματικότητα. Την Τετάρτη 20.3.2019, μέρος αυτού του συνθετικού ποιήματος διαβάστηκε για πρώτη φορά στη Λέσχη Βιβλίου Παλαιάς Λευκωσίας «Το Υφαντουργείο», σε εκδήλωση με αφορμή την ημέρα ποίησης μαζί με τους φίλους ποιητές Γιώργο Χριστοδουλίδη, Γιώργο Καλοζώη και Μιχάλη Παπαδόπουλο.

ια’

Στις 23 Απριλίου 2003, τριάντα περίπου χρόνια μετά την τουρκική εισβολή του 1974 και την παράνομη κατοχή του βόρειου τμήματος του νησιού, οι κατοχικές αρχές προχώρησαν σε μερική άρση των απαγορεύσεων της ελεύθερης διακίνησης και άνοιξαν τα οδοφράγματα στην Κύπρο.
Μετά από αυτό αρκετοί πρόσφυγες, έστω ως επισκέπτες,
μπόρεσαν να δουν ξανά αυτά που τους στέρησε η τουρκική
εισβολή και κατοχή.

ιγ’

Η φημισμένη μονή του Αποστόλου Ανδρέα βρίσκεται στο ομώνυμο ακρωτήρι στην κατεχόμενη Καρπασία, στο ανατολικότερο σημείο της Κύπρου, και παραμένει η μοναδική υπό τουρκική κατοχή εν ενεργεία μονή. Κτίστηκε
το 1867 σε βραχώδη έκταση στα νότια του ακρωτηρίου, στο μέρος όπου πιστεύεται ότι αποβιβάστηκε ο απόστολος και, σύμφωνα με την παράδοση, φανέρωσε με θαύμα πηγή νερού δίπλα στη θάλασσα. Μέχρι την τουρκική εισβολή του 1974 ήταν από τα σημαντικότερα προσκυνήματα της
Κύπρου.

ιε’

Μετά την κατάληψη της Αμμοχώστου, στις 16 Αυγούστου 1974, από τα τουρκικά στρατεύματα, η πόλη λεηλατήθηκε και σφραγίστηκε με συρματόπλεγμα. Η περίκλειστη περιοχή χαρακτηρίστηκε το 1977 από τον Σουηδό δημοσιογράφο Γιαν Όλοφ Μπένγκστον «πόλη φάντασμα».

ιστ’

Το ποίημα είναι εμπνευσμένο από το έργο Το νυφικό που δεν φορέθηκε (χαρτί και μέταλλο) [εικαστικοί δημιουργοί: Μαριάννα Κωνσταντή, Ανδριάνα Νικολαΐδου· ραφή: Νικολέτα Δημητρίου], το οποίο προβλήθηκε στην έκθεση «Νύφες», στο Λεβέντειο Μουσείο Λευκωσίας, από τις 30.11.2016 μέχρι τις αρχές Ιουλίου του 2017- ειδικότερα αναφέρεται στην τραγική ιστορία της Αργυρώς Χριστόφορου, η οποία επρόκειτο να παντρευτεί στις 21.7.1974, την
Κυριακή της εισβολής. Το νυφικό της έμεινε κρεμασμένο στο σπίτι της, στην Περιστερωνοπηγή Αμμόχωστου, όταν μαζί με τους συγχωριανούς της αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το χωριό της.

ιη’

Τον Ιούλιο του 2018 παρουσιάστηκε από τον Χάρλεπ Ντεζίρ, αντιπρόσωπο του Γραφείου για την [δήθεν] Ελευθερία του Τύπου του ΟΑΣΕ, το πολυσυζητημένο γλωσσάρι για Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους δημοσιογράφους. Πρόκειται στην ουσία για 53 λέξεις και φράσεις, οι οποίες
επελέγησαν και προτάθηκαν ως «ουδέτερες» και από τις δύο πλευρές, αλλοιώνοντας για μια ακόμη φορά την ιστορική αλήθεια.

.

.

ΠΑΡΑΛΟΓΗ (2016)

Οδηγίες Χρήσεως

Κάνεις φυσιοδίφης δεν έχει ακόμα αποφανθεί αν είναι ή ζέβρα
μαύρο ζώο μ’ άσπρες ρίγες ή μαύρες ρίγες μ’ άσπρο ζώο.

Άργύρης Χιόνης
«Μικρή φυσική ιστορία ΙΑ’»

Οδηγίες Χρήσεως

Ξύσε το μαύρο
λέξη προς λέξη
και θα βρεις το τυχερό
ποίημα

.

Παρενέργειες

Έτρεχες σαν
λαγός στον ύπνο μου
κοιτάζοντας πίσω φοβισμένα
Κοίτα να δεις μου λες
για να σωθείς
σφάξε στο γόνατο τις λέξεις
Κι άμα σε γλύφει χαρούμενο σκυλί
κλείσε τα μάτια
και μέτρα
ποτάμι
ποτάμι
το ποίημα

.

Παραλογή

Ήταν ένα παιδί και κάτω απ’ το κρεβάτι του
πλαγιάζανε τις νύχτες δυο ληστές.

Γ. ΙΙαυλόπουλος, «Το παιδί και οι ληστές»

ΠΑΡΑΛΟΓΗ Α
Ι

Μές στον πόλεμον
ή μάνα μοι> εβάσταν με σφιχτά
μές στ’άγκάλια της τζι εβοόραν
Έν εισεν νερόν
“Αμάν τζι έγίνην τό κακόν
τζι ό τόπος έμοιράστηκεν
έστράφηκεν μέ τό καλόν ό τζόρης μοο
τζι έγόρεφεν να μέ πιάσει
Έν τον έκατάλαβα
Έθώροον λαλεΐ ή μάνα μοο
μές στα μμάθκια τοο
τον φονιάν
τζι εκλαια

τζι: κι | έβούραν : έτρεχε | έν: δεν | είσεν: είχε | άμαν τζι έγίνην: όταν έγινε
τζΰρης: πατέρας | μμάθκια: μάτια

Τρομοκράτης

σκότω λιμός ξύνοικος

Άμα το αίμα
άμα στερέψει το ψωμί
έμενα η νύχτα μου
Γιατί ‘ναι νύχτα δεν θωρείς;

Άμα το αίμα
άμα στερέψει το ψωμί
έμενα η νύχτα μου
Περνώ τα σύνορα της ποίησης
και ζώνω με εκρηκτικά
τις λέξεις

.

Σεισάχθεια

Όπως έσκαβα
μια μέρα έφτασα στον Σόλωνα
φιλόσοφο και ποιητή και
φραπεδιά στο χέρι
Κοίτα μου λέει νεαρέ… Πλήρης
σεισάχθεια χρεών
Και προπαντός πλήρης σεισάχθεια
της λέξης
Κοίτα του λέω Σόλωνα… χλωμό…
Αν ήσουν μάγκας και σωστός
δεν θα ‘χαμε Πεισίστρατο
δεν θα ‘χαμέ Κλεισθένη
Και για τις λέξεις… δυστυχώς…
πρώτα κουβαλώ
και μετά γράφω

.

Πάροδος

Πώς να περάσου στο βελόνι
το φώς
Δεν υπάρχει άλλο φώς
Κάποια στιγμούλα
δάχτυλο
θα τρυπήσω στο σκοτάδι

.

ΠΑΡΑΛΟΓΗ Β

.

ΙΙ

Φύλλο
Φύλλο
Ταξιδεύω στον χρόνο
ανάποδα
Έτσι μετρώ τη ζωή μου
Το φύλλο γίνεται κλαρί
και το κλαράκι δέντρο
το δέντρο σκάλα να ‘ρκουνται
στη γην οι πεθαμμένοι
Θέλει στοιχειό
για να στεριώσει δέντρο
Ξεσφάλισε
Όσο τσιμέντο κι αν ρίξεις
τα δοκάρια του κόσμου
είναι ξύλινα

νά ρκουνται – νά έρχονται

.

Πάροδος

Σαν λίγο ή ζωή
Σαν θάνατος
Κι η ψυχούλα λευκή
σε χαράδρα
Κι αν δεμένος ό κόσμος
στον διάβολο

Γλώσσα βλέπουσα

Σαν αράχνη
συλλαβίζει το βάραθρο
στον αιθέρα

.

ΠΑΡΑΛΟΓΗ Γ

.

Οδυσσέας

Αν είσαι μισοκαμένο πεύκο
κι αν τα μισά σου κλαδιά στο χθες
κυματί-
ζουν παράλληλα
μην παραιτείσαι
Πιάσε την τέχνη σου απ’ τα μαλλιά
Τύμμα τύμματι τίααι
που ‘λεγε κι ο Αισχύλος
γνωρίζοντας πως μες στον καθρέφτη
ο χρόνος έχει μάτια
ορθάνοιχτα

.

Νιόβη

Άμα έβρεχε
παίζαμε κρυφτό με τη μάνα
Κρυβόμουν θυμάμαι: πίσω από τον καναπέ
Σήμερα παίζουμε κρυφτό στο διαμέρισμα
Όταν βλέπω τον γιό μου
πίσω από τον καναπέ
και τις πατούσες των κοριτσιών
να φέγγουν στην κουζίνα
απομακρύνομαι
και τους κοιτάζω τρέχοντας
να φτύνουν τον χρόνο

.

ΠΑΡΑΛΟΓΗ Δ

.

Ελένη

Στέκεται στην κουζίνα
Η βρύση τρέχει
Κι ο χρόνος τρέχει
Κι ίσως γι’ αυτό
βασιλιτζιά ψιντρή στο πεζούλι
αποπειράται να μεταφράσει
τον άνεμο
Πίσω από τον ήχο
η βρύση τρέχει
Κι ο χρόνος τρέχει

Το ένα της μάτι δακρύζει
Το άλλο ορθάνοιχτο

βασιλιτζιά – βασιλικός | ψιντρή – λεπτοκαμωμένη

.

Πάρις

Ξάφνου δυόαμος
Μνήμη βαθιά
Λιθάρι στ’ όνειρο
Χρόνος οπλίζει στην ομίχλη του Άδη
Κι έτρεχε αίμα
Το φεγγάρι στο πάτωμα
Όλα ένα βλέφαρο
κι οι πατούσες της
φως
στο ποτάμι

.

Έξοδος
ΙΙ

Σ’ αυτή τη σελίδα
το χιόνι
δεν μπορεί ν’ ακουστεί
Κι όμως ως το πρωί
θα ‘χει σκεπάσει όλο
το ποίημα

.

.

ΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ (2014)

66 χαϊκού για το κρασίν τζαι την ποίησιν

.

ΟΡΕΚΤΙΚΟΝ

Πίννε κρασίν να ‘σεις ποίησιν

<>|<>

Έναν ποίημαν
Τζι έναν μπουκκάλλιν κρασίν
Καλόν σκέφτουνται

<>|<>

Είμαι τζαι μαύρον
Όπως το σελϊόνιν
Είμαι τζαι λευκόν

<>|<>

Πον’ να μ’ αννοίξεις
Στούππωσ’ με με τον φελλόν
Μου ανάποδον

.

ΚΥΡΙΩΣ ΚΡΑΣΙΝ

Πρώτα μυρίστου
Τζι ύστερις δε με στο φως
Μετά φίλα με

<>|<>

Το ξυνιστέριν
Εν’ λευκόν περιστέριν
Στον ουρανίσκον

<>|<>

Δίχα φεγγάριν
Δεν αμπλέπω την νύχταν
Οι Θεοί πίννουν

<>|<>

Το κρασίν τζαι το ποίημα στρακόττον

το ποίημαν: Που τον Ομηρον
Οι Θεοί πίννουν νέκταρ
το κρασίν: Τζείνοι χάννουσιν

<>|<>

το κρασίν Έσει έναν γρόνον
θυμωμένον: Π’ αναπνέω βανίλλιαν
το ποίημαν: Καταλάβω σε

<>|<>

το ποίημαν: Είμαι λαλουσιν
Η βασίλισσα τέχνη
το κρασίν: Βρίξε τζαι πίννε

<>|<>

το κρασίν: Λαλουσιν οτι
Ωφελώ στην καρδίαν
το ποίημαν: Όι λαομόν

<>|<>

Ποιητής

Τρώω σταφύλιν
Τζι ύστερα κάμνω στίχον
Ολοκότσινον

<>|<>

Οινοποιός

Δουλεύκω λευκόν
Πιστεύκω στο κοτσινον
Είμαι ποιητής 

<>|<>

Το δοτζίμιν του ποιητή

Φύτεψε λέξεις
Ύστερα κρούσ’ τες ούλλες
Τζαι κάμε κρασίν

<>|<>

Το δοτζίμιν του οινοποιού
Βάλε τον ήλιον
Την γην τζαι την θάλασσαν
Μες στο πιθάριν

<>|<>

Προς πιστούς του κρασιού
τζαι της ποίησης

Για να πολύσει
Κλαδεύκω τ’ αμπέλιν μου
Κατασείμωνα

<>|<>

Καλλυττερεύκω
Άμαν μ’ αφήσεις τζαιρόν |
Μες στο τζελλάριν

<>|<>

Μεν με κουλιάσεις
Να δεις τι πόνον τραβώ
Που με λιώννουσιν

<>|<>

Ο οίνος ερωτεύτηκεν την
ποίησην τζαι συντυχάννουν

.

Οίνος

Η γη γυρίζει
Τζαι πιτσικλιάζει κρασίν
Την Αφροδίτην

Αντζέλισσα μου
Έγλεπε που παρπατάς
Πατάς σταφύλιν

Το δειν σου κόρη
Ραΐζει το ποτήριν
Πόθθεν να σε δω;

<>|<>

Ποίηση

Ξυπνάς τα πουλιά
Τζαι χαμηλοπετούσιν
Μες στο ποίημαν

<>|<>

Οίνος
Είσαι το κρασίν
Είσαι τζαι το ποίημαν
Εγιώ ποιος είμαι;

<>|<>

Ποίηση
Είσαι σύννεφον
Που το μέσα ποτάμιν
Στάξε μου κρασίν

ΕΠΙΔΟΡΠΙΟΝ

Εγιώνη κλαίω
Τζι εσείς πιστεύκετε τους
Πως εν’ σάκχαρα;

<>|<>

Είμαστιν χώμαν
Να θυμάσαι να πίννεις
Για να ξηάννεις

<>|<>

Ό,τι τζι αν πούσιν
Εσού πάντα να ξέρεις
Είμαι σταφύλιν

.

.

ξενιτεύομαι μ’ ένα φωνήεν (2012)

άλλαξα δέρμα
για ν’ ακούσεις τις παλιές
φωνές

<|>

Ο ποιητής κι ο χρόνος
καιροφυλακτούν
ο ένας μες στον άλλον

<|>

μια λέξη πίσω
μια μπροστά
το παντελόνι του χρόνου
φαρδαίνει

<|>

βαθιά του χρόνου
κοιταχτήκαμε και
τώρα πώς φέγγεις

<|>

ξυπνά η μάνα
με ξυπνά
ψήνει καφέ να σηκωθεί
οχιά ο χρόνος

<|>

με μία ζαριά ο θάνατος
παίρνει τη μάνα

<|>

Ανάβουν τα μάτια σου
βουνά
μπρούμυτα στον αέρα 

<|>

φόρεσες όλα τα βουνά
θυμάρι της αβύσσου
το βλέφαρό σου
μέσα μου
και με γκρεμίζεις

<|>

σκλερή κυρά
έκαμες με και πεθυμώ
τα μάτια μου να ράψω
ίτσου κοιμώντα καμμυτά
με δίχα φως αστράφτω

<|>

βρέχω τ’ αλεύρι
πριν απ’ τη βροχή

με το κλαράκι στο ράμφος

<|>

πυκνός κι αυτάρκης
απ το βυζί της μάνας
δημιουργώ άν-τί-
σώματα 

<|>

σε τούτο το βάραθρο
βάση μου είναι η Στιγμή
ο Σολωμός κομήτης

<|>

στη γλώσσα μου
κλίνεται η ψυχή

σ’ όλες τις πτώσεις 

<|>

ύφος πατρίδα μου
υφαντουργείς
το ιώδες

<|>

με μάτι κλεφτοφάναρο
χαράζω στα δυο
τον τράχηλο της νύχτας

<|>

γωνία Αυγούστου
κάθετη
γυάλινο μεσημέρι

<|>

χρόνια εμπορευόμαστε
το φως
κι όμως σκοτάδι
ασάλευτο

<|>

με φυσικό αέριο
ορύσσουμε
ξανά
την ιστορία

<|>

μ’ ένα στενό ντουφέκι
πενθώ
τα τρομαγμένα κοπάδια

<|>

ψηλά ο θόλος τ’ ουρανού
ξερολιθιές και θημωνιές
ρίγανη και θυμάρι

<|>

Οί τερατσιές μας κρέμουνται
στον ούρανον καντήλες
τζ’ άμαν φυσήσει, νακκουρίν
στάσσει το λάδιν μες στην γην
πέφτει βραστόν στες φούχτες τους
βκάλλουν ξανά καντύλες

<|>

Το ποίημα
βγαίνει μετά τη βροχή
σαν σαλιγκάρι στ’ αλάτι

<|>

Το ποίημα
δεν είναι αλήθεια
δεν είναι ψέμα
είναι το ουράνιο τόξο
του ποιητή

.

.

ΣΑΝ ΙΑΜΒΟΣ ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ (2009)

Σαν ίαμβος

α’

Χρόνος αστράφτει
και βροντά
η ψίχα του

δ’

Μέσα σαλεύει το καρφί
Στο κύτταρο με πολεμά
με αφαιρεί και σβήνω

Γίνομαι χώμα και νερό
Να πάρω σχήμα φωτεινό
Ν’ ανοίξω μες στον ήλιο

ε’

Η πρωινή δροσιά
Το πρώτο φως της δημιουργίας
Πριν απ’ την δράση
σχηματίζονται οι μορφές
Τα φυτά και τα σώματα
Τα βουνά και τα δάση

η’

Δε σ’ είδα
Σ ένοιωσα
Πάνω στην απροφύλακτη στιγμή
καρφώθηκες στο σώμα
Χάλκινο χάδι
Άστραψες φως
στο σκοτεινό πυρήνα

ια’

Οκτώβριος
Περίπατος στην πόλη
Πρόσωπα πίσω από άλλα πρόσωπα
γεμίζουν τις επώνυμες οδούς
κι ύστερα χάνονται
Περπατώ μαζί τους
Εσωτερική διαδρομή
με το χέρι στο διακόπτη

Και τότε φάνηκες εσύ
λευκό πουκάμισο
Προσπέρασες με κόκκινο
διάβαση πουλιών
Κράτησα την ανάσα σου
Μια εισπνοή ή μια εκπνοή
στο κύτταρο της μέρας

ιδ’

Βαθιά χτισμένος στ’ όνειρό
θρέφω καμένο σώμα
Αν λίγο μετακινηθώ
τρέμει το φώς μες στο νερόν
αφταίνω και χιονίζω
Φέρτε μου πέτρες τζιαί πηλόν
το σώμαν μου να χτίσω
τί έχω μέσα μου λαμπρόν
μην τύχει και το σβήσω

ιθ’

Ύστερα φως με χτύπησε
Αίμα
Ρυθμός
Ρινίσματα φωτός
Ουράνιες βλεφαρίδες
Τρέμει το σώμα
Τρέχει λόφους
κάθετα βουνά
Κοιλάδες αρτεσιανού φωτός
ανάβουν οι φωνές σου

Νύχτες και νύχτες
τ’ άστρα σου μαλλιά
καλάμια που λυγίζουνε
κι αγγίζουν τα νερά
μ’ ασήμι του θανάτου

κβ’

Ποτέ δεν είχα κλίση μαθηματική
Μα του πατέρα η επιμονή
μ’ έμαθε τέχνη χρήσιμη και διαχρονική
Η μέθοδος των τριών η απλή
χωρίζει τους ορούς χιαστί
αποδεικνύοντας στο πι καί φι
το σκοτεινό άγνωστο X
Μα έλα που ήρθε δύσκολη πράξη φονική
κι ο δεύτερος όρος σου βγάζει απ’ το στόμα την ψυχή
Μονάχος τώρα σβήνω γράφω στο χαρτί
σαν λαβωμένο φίδι επιστρέφω στη σιωπή

κστ’

Όταν αγάπη αρχίζει
ανοίγει βάραθρο λευκό
Ξεμανταλώνει φως χρυσό
σε νυχτωμένο κήπο
Όταν αγάπη τελειώνει
ξεπλένει το αίμα βιαστικά
Μπαλώνει χάδια χρώματα φτερά
σε πεθαμένο σώμα
Όταν αγάπη πέσει στο κενό
δέντρο που έχασε το φως
αντίλαλος στο χρόνο

κζ’

Όσα το σώμα κράτησε
σφιχτά δεμάτια φως
βλέμματα που φτερούγισαν
ανάσες στο νερό
Όσα το σώμα κέρδισε
παράθυρα στο φως
ποδά κομμάτιν λασμαρίν
ποτζιει κομμάτιν δκυόσμος
Σώμα ουράνιο υφαντό
πλέκεις το χρόνο σου με φώς
Σώμα βαθύ πορτοκάλι
βελόνι του θανάτου

Δώρον ασώματου θεού
στο μέτρο του ανθρώπου

.

καθρέφτης

β’

Λέξεις μολύβι μες στις φλέβες μου
Η νύχτα σέρνει τα χαρτιά

γ’

Μια λέξη
Κουδουνίζει στο κεφάλι μου
Μπερδεύεται στα χέρια μου
Στα πόδια μου
Την πάτησα

δ’

Πριν τιναχτεί με σάλτο φοβερό
απλώνει το μελάνι του στο χρόνο

ε’

Δε γίνεται αλλιώς
Ήταν σε φόρμα ποιητική
Αφού διέσχισε ταχέως
τις κοιλάδες των λέξεων
αφού με κόπο σκαρφάλωσε
απότομους τόμους ποιήσεως
κατάφερε επιτέλους να αντικρίσει
της τέχνης τον ορίζοντα
Κατάφερε επιτέλους να τον προσέξει η κριτική
να συμπεριληφθεί σε ανθολογίες
Και προπαντός
να προεδρεύσει της συντεχνίας των ποιητών

στ’

Δεν καταλαβαίνω τί ζόρι τραβάς
Δεν κηδεύθηκες δημοσία δαπάνη;
Δεν κρεμάσαμε τη φωτογραφία σου
σε σωματεία και δημόσια κτίρια;
Εντάξει μπορεί να μη σου φτιάξαμε
άγαλμα επιβλητικό
Σου γράψαμε όμως
Υψηλά Ποιήματα

θ’

Ό,τι αξίζει στον καφέ
δεν είναι το φλιτζάνι
ούτε το ζουμί
μήτε το θορυβώδες ρούφηγμα
Είναι το μαύρο κατακάθι

Το πικρό

.

ΔΟΚΙΜΙΑ

ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΦΩΣ (2024)

Τέσσερα κείμενα για τη ποίηση του Κώστα Βασιλείου

(Απόσπασμα)

Συνοψίζοντας εν τάχει τα συμπεράσματά μας για την πρώτη περίοδο της ποίησης του Κ. Βασιλείου, την περίοδο, δηλαδή, της έντονης μυθοποίησης και της κρυπτογράφησης της εμπειρίας, παρατηρούμε ότι ο ποιητής βρίσκεται αφενός κάτω από τη βαριά σκιά της μοντερνιστικής και ιδιαίτερα της σεφερικής ποιητικής, ακολουθώντας το μοντέλο του λόγιου ποιητή (poeta doctus), η κληρονομιά του οποίου, σύμφωνα με τον Σεφέρη, περιλαμβάνει την αρχαία κλασική παράδοση, την παράδοση που ξεκινά από τα Ευαγγέλια και γίνεται η ελληνική δημοτική λογοτεχνία, και την ευρωπαϊκή παράδοση. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, που δέχεται την καταλυτική επίδραση από τον αλληγορικό μοντερνιστικό λόγο, επηρεάζεται κι από την αθυροστομία και το σκληρό χιούμορ του Π. Μηχανικού, με τον οποίο στη σημαίνουσα τριλογία [Ο Μεγάλος Σαμάν (1977), Ο Πορφύρας (1978) και Pieta (1983)] διαλέγεται έντονα. Κι είναι για τούτο ίσως που ακόμη και σε αυτή την πρώτη, μοντερνιστική του φάση, πέρα από έντονα αυτοαναφορικός και ικανός συνομιλητής της λογοτεχνικής παράδοσης, ο ποιητής παραμένει μέχρι το κόκκαλο βαθιά ειρωνικός και έντονα ανατρεπτικός, ρίχνοντας τα καυτά του βέλη στα σύγχρονα κυπριακά πράγματα.
Παράλληλα, επιτυγχάνει να ολοκληρώσει πολύ σημαντικές ποιητικές συνθέσεις με πολλά στοιχεία πρωτοτυπίας και με κατακτήσεις, σε επίπεδο γλώσσας και δομής. Πιο συγκεκριμένα, στην καθοριστική για το έργο του ποιητή σύνθεση Pieta (1983), η παλαιότερη προσπάθεια του Βασιλείου να αναμίξει τον διάλογο με τον μονόλογο, κάτι που έδινε από τα πρώτα του βιβλία μια ιδιότυπη ενάργεια, στηριγμένη τώρα σε μια πρωτοποριακή, ποιητικά ευφυή και εξαιρετικά δυναμική αντιπαράθεση τριών κύριων προσώπων (Ριμαχό, Ριμάχο, Ριμαχόνας), κομίζει στην κυπριακή ποιητική γραφή, αλλά και γενικότερα στη νεοελληνική ποίηση ένα έργο εξαιρετικά πρωτότυπο, το οποίο «εκφράζει με αλληγορικό τρόπο την έντονη διπολικότητα που χαρακτηρίζει το κοινωνικοπολιτικό τοπίο της ελληνοκυπριακής κοινότητας στην περίοδο μετά την τούρκικη εισβολή στην Κύπρο».
Περνώντας στη δεύτερη περίοδο-φάση του ποιητή, η οποία εκκινεί εμβληματικά με την εξαίρετη ποιητική σύνθεση Ο Κανόλλος (1997), παρατηρούμε αφενός την άμεση απομάκρυνσή του από μια ποίηση αποκλειστικά στραμμένη στα επιτεύγματα της μοντερνιστικής γραφής, της ξένης και της ελληνικής, ιδίως της σεφερικής και αφετέρου μια διαφορετική επιλογή εκφραστικού οργάνου (κυπριακή διάλεκτος). Αν κοιτάξουμε, ωστόσο, πιο προσεκτικά τα πράγματα, μπορούμε να διακρίνουμε ότι η στροφή του ποιητή στη διάλεκτο δεν αποτέλεσε με κανένα τρόπο κεραυνό εν αιθρία, ούτε, βέβαια, σήμαινε την απόρριψη όλου του ποιητικού οπλοστασίου της προηγούμενής του δουλειάς στην πανελλήνια κοινή.
Τα στοιχεία που τεκμηριώνουν αυτόν τον συλλογισμό είναι τρία: πρώτον η χρήση της κυπριακής διαλέκτου εντοπίζεται σποραδικά σε όλη την πρώτη περίοδο του ποιητή και ειδικότερα στα δύο προηγούμενά του έργα, τον Ευαγγελισμό της λυγερής και τη Λάμπουσα· δεύτερον ο ποιητής διατηρεί και στη δεύτερη φάση ενεργή τη μορφή του πεζόμορφου ποιήματος, που μας οδηγεί στον ελεύθερο στίχο αντί του ομοιοκατάληκτου ποιήματος, το οποίο, επίσης, χρησιμοποιείται, αλλά δεν κυριαρχεί· τρίτον ο ποιητής δεν εξοβελίζει από την ποιητική σκηνή την πανελλήνια κοινή. Αντίθετα, τη συμπαραθέτει μαζί με ποικίλα άλλα ιδιώματα (αρχαιοελληνικό, βιβλικό, καθημερινό, λυρικό, ξενικό κ.ά.).
Κάτω από αυτό το πρίσμα, η σύζευξη λέξεων από διάφορα γλωσσικά περιβάλλοντα προετοιμάζουν τον αναγνώστη, και σε αυτή τη φάση, για τη μύησή του σε ένα απαιτητικό ποιητικό ιδίωμα, δείγμα της αξιοθαύμαστης γλωσσικής ευπορίας του ποιητή.
Σε αυτή, λοιπόν, τη δεύτερη φάση της χειραφέτησης του Βασιλείου από το βαρύ άχθος της λόγιας, μοντερνιστικής ποιητικής, η πανελλήνια κοινή υποχωρεί εμφανώς ως γλώσσα λογοτεχνικής δημιουργίας και αρχίζει τόσο ως θεωρία στη συνείδηση του ποιητή όσο και ως πράξη στη γραφή του, να κερδίζει έδαφος και να καρποφορεί η κυπριακή διάλεκτος· η γλώσσα, σύμφωνα με τον ίδιο, «του γαλάτου τζαι του γαιμάτου». Πρόκειται στην ουσία για μια εσωτερική και αμφίδρομη διεργασία μεταβίβασης της λογοτεχνικότητας από τη μια κουλτούρα στην άλλη· που σημαίνει, βεβαίως, ότι το ορμητικό πέρασμα από την επίκτητη παιδεία και το μοντέλο του λόγιου, μοντερνιστή ποιητή που δέσποζε στην πρώτη του φάση προς τη διαλεκτική γλώσσα και το μοντέλο του ποιητάρη που κυριαρχεί στη δεύτερη, αξίζει να μελετηθούν εκατέρωθεν, καθώς πολλά μορφολογικά στοιχεία της ποίησης του Βασιλείου διατηρούνται ζωντανά και στις δύο περιόδους.
Πώς, όμως, έγινε αυτή η στροφή στην κυπριακή διάλεκτο και κυρίως με ποιους όρους; Δύο, κατά τη γνώμη μου, σημαντικά ποιητικά αυτοσχόλια καταδεικνύουν με σαφήνεια ότι αυτή η σαρωτική στροφή προετοιμάστηκε σταδιακά και, μάλιστα, ότι ποιητικά κείμενα του Βασιλείου στη διάλεκτο συνυπάρχουν σε μια μεταβατική περίοδο (1991-1996) μαζί με ποιήματά του στην πανελλήνια κοινή (ΗΛάμπουσα, 1996). Με το πρώτο σημαντικό αυτοσχόλιό του για τη συλλογή Το Ίλαντρον (2000), ο ποιητής αποκαλύπτει ότι αρκετά ποιήματα της εν λόγω συλλογής προηγήθηκαν κατά πολύ της πρώτης του συλλογής στην κυπριακή διάλεκτο (Ο Κανόλλος 1997): «Με εξαίρεση το πρώτο κείμενο ‘Τ’ Αη Βασιλιού’ που είναι παλιότερο (1991), τα υπόλοιπα γράφτηκαν στις αρχές του 1997, λίγο πριν τον Κανόλλο (1997), που επειδή μπήκε απροσδόκητα στη μέση και επειγόταν, υποχρεώθηκαν να περιμένουν. Επανήλθαν και πήραν την τελική τους μορφή ένα χρόνο αργότερα (1998), ενώ τρία από αυτά (Ό Νεκροθάφτης ο Κατσινιόρος’, Το νάμιν’, ‘Το ασσιχτίρ’) είναι ανάπλαση από παλαιότερα δοκίμια (Ακτή 1991,1996)».

.

ΜΕ ΛΟΓΙΣΜΟ ΚΑΙ Μ’ ΟΝΕΙΡΟ (2016)

Σκέψεις πάνω σε δυο ποιήματα
και δυο δοκίμια του Θεοδόση Νικολάου

Σχόλια πάνω σε δύο ποιήματα ποιητικής
του Θεοδόση Νικολάου

I.

Τεταρτοετής φοιτητής, μέσα της δεκαετίας του ’90 και μ’ όλες τις οικονομικές και τις άλλες δυσκολίες, χαρούμενος. Ένα βράδυ στο καφενείο του Σίμη στην παλιά Λευκωσία, όπου μαζευόμασταν κάθε Δευτέρα για να ακούσουμε και να διαβάσουμε ποίηση, συνέβη κάτι απρόσμενο . Ένας αθόρυβος, μετρημένος και εν πολλοίς ντροπαλός ποιητής , κάποιος που
τότε, στην εξωτερική του εμφάνιση, δεν ταυτιζόταν με το μοντέλο του εκρηκτικού ποιητή που είχα στο μυαλό μου, άρχισε να διαβάζει τα ποιήματά του. Ξάφνου η κάμαρα γέμισε με αντηχήσεις πουλιών. Θα ’θελα αυτή τη μνήμη να την πω τώρα, που δέκα περίπου χρόνια μετά το βράδυ εκείνο, ο Θεοδόσης Νικολάου έφυγε από κοντά μας διά παντός.
Εκείνη η πρώτη και ισχυρή εντύπωση, αλλά και οι επερχόμενες και πιο προσεκτικές αναγνώσεις του ποιητικού του έργου, απέδειξαν σε μένα ότι πρόκειται χωρίς αμφιβολία για έναν ποιητή ενήμερο πολιτισμικά και καταρτισμένο θεωρητικά, ο οποίος έχει ακονίσει τη γλώσσα και την ευαισθησία του πάνω σε δυνατά λογοτεχνικά κείμενα και έχει σκεφτεί πάνω στα προβλήματα που επιτακτικά θέτει η σύγχρονη ποίηση. Όπως όλοι οι μεγάλοι ποιητές ήταν άνθρωπος εξαιρετικής λογιοσύνης, που αξιοποιούσε όλο τον πλούτο της παιδείας του, για να φτάσει στη γλώσσα της ποίησης. Είναι για τούτο τον λόγο που επέλεξα ως θέμα μου την ανίχνευση ορισμένων πτυχών της ποιητικής του τέχνης, εστιάζοντας σε δύο σημαντικά ποιήματα από τη δεύτερη ποιητική του συλλογή Εικόνες: «Έκθεση ζωγραφικής» και «Το σαλιγκάρι».
Προτού όμως μπούμε για καλά στο θέμα μας, θα πρέπει να σημειωθεί μια προκαταρκτική παρατήρηση, που αφορά το σύνολο της πνευματικής και καλλιτεχνικής περιπέτειας του ποιητή. Η εξέλιξη της ποιητικής τέχνης του Θ. Νικολάου δεν παρουσιάζει βαθιές τομές με την έννοια της ριζικής διαφοροποίησης στη θεματική και τις μορφολογικές επιλογές. Πρόκειται μάλλον για μια τέχνη που, από την πρώτη κιόλας εκδοτική παρουσία, καθορίζει ευδιάκριτα τους βασικούς άξονές της, τους οποίους και εμβαθύνει από συλλογή σε συλλογή.

.

Μοντερνισμός και χριστιανισμός
Σκέψεις πάνω σε δύο δοκίμια του Θεοδόση Νικολάου
για τον Τ. Σ.Έλιοτ

Όπως είναι γνωστό, μεταξύ των πολλών ποιητών-κριτικών και ταυτόχρονα δοκιμιογράφων στην ευρωπαϊκή λογοτεχνική παράδοση συγκαταλέγονται ο Τ. Σ. Έλιοτ και ο Εζρα Πάουντ, οι οποίοι, με το ποιητικό, αλλά και με το δοκιμιακό και κριτικό τους έργο καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό την ευρωπαϊκή λογοτεχνία του 20ού αιώνα. Στην ελληνική λογοτεχνική παράδοση δεσπόζουν οι μορφές του Κωστή Παλαμά, του Τέλλου Άγρα και του νεότερου Γιώργου Σεφέρη. 0 τελευταίος μάλιστα, αφού ακολούθησε το μοντερνιστικό
πρότυπο των Ευρωπαίων ομοτέχνων του, εισήγαγε, καλλιέργησε και μορφοποίησε το μοντέλο του λόγιου ποιητή και σπουδασμένου κριτικού· με άλλα λόγια, ένα μοντέλο ποιητή που, παράλληλα με το δημιουργικό του έργο, είναι και μεταφραστής και θεωρητικός της ποίησης.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο αλληλεπίδρασης ποιητικού και κριτικού λόγου, το 1965, ο εκπαιδευτικός, ποιητής και κριτικός Θεοδόσης Νικολάου, ως μέλος του Επιστημονικού και Φιλολογικού Συλλόγου Αμμοχώστου, καταπιάνεται συστηματικά με την κριτική παρουσίαση της ποίησης του Έλιοτ· μάλιστα τα χρόνια από το 1960 ως και το τραγικό έτος της τουρκικής εισβολής του 1974 ήσαν πολύ δημιουργικά, ιδιαίτερα για τον κριτικό Νικολάου. «Παράλληλα με το εκπαιδευτικό του έργο, δίνει διαλέξεις (για τους Κ. Π. Καβάφη και Τ. S. Eliot), επιμελείται βιβλία φίλων του, εκδίδει σε τομίδια τις πρώτες μελέτες του: Το 1961 τυπώνεται στην Αμμόχωστο ένα μικρό σε έκταση βιβλίο (27 σελίδων) με τίτλο Παπαδιαμάντης, σύντομο σχεδίασμα βίου και θεωρίας
του έργου του, αφιερωμένο στη μνήμη της μητέρας του Χρυστάλλας. Το 1966 τυπώνεται αυτοτελώς στην Αθήνα η αισθητική-μετρική μελέτη του Πώς αναλύουμε αισθητικά ένα ποίημα· και το 1969 τυπώνεται στην Κύπρο η μικρή μονογραφία του για τον Τ S. Eliot». Αντίθετα, είναι αξιοπερίεργο το γεγονός ότι η όψιμη ποιητική εμφάνισή του μόλις στα 1980, με την ποιητική συλλογή Πεπραγμένα, δεν προετοιμάστηκε με τη δημοσίευση ποιημάτων σε λογοτεχνικά περιοδικά, αφού μετά τη δημοσίευση κάποιων πρωτόλειων-
νεανικών ποιημάτων στα περιοδικά Κυπριακά Γράμματα και Ο Αιώνας μας κατά τη διετία 1948-1950, δεν έχουμε άλλες μαρτυρημένες δημοσιεύσεις ποιημάτων του. Πέρα από την έκδοση της συλλογής νεανικών διηγημάτων Ρίζες στο χώμα (Αμμόχωστος 1958), φαίνεται ότι η πνευματική του συγκρότηση και θεωρητική του προεργασία πριν από την άρθρωση ώριμου ποιητικού λόγου συντελείται κυρίως με τη συγγραφή σημαντικών μελετών, κριτικών και ειδικότερα δοκιμίων, γεγονός που καθιστά τη μελέτη του κριτικού του έργου σημαντικότατη.
Μπορούμε, λοιπόν, με σχετική ασφάλεια να συμπεράνουμε
ότι, μέσα σε μια τριακονταετή περίοδο εσωτερικών αναζητήσεων και περιορισμένης δημόσιας ποιητικής παρουσίας, η σχέση της ποίησης με τον εφαρμοσμένο κριτικό λόγο απασχολεί έντονα και βαθιά τον ποιητή· και είναι ίσως εξαιτίας αυτής της δημιουργικής, αλλά και ταυτόχρονα επώδυνης,
διελκυστίνδας (ποίηση – κριτική) που ο Θεοδόσης Νικολάου ωριμάζει αθόρυβα και ταπεινά ως δημιουργός και συστήνει σε ώριμη πια ηλικία το αυθεντικό ποιητικό του πρόσωπο.
Αντικείμενο της παρούσας εργασίας αποτελεί η διερεύνηση
της σχέσης μοντερνισμού και θρησκευτικής ποίησης, όπως αυτή προκύπτει ειδικότερα από δύο μελετήματα του Κύπριου κριτικού για το ποιητικό και το δραματικό έργο του Τ. Σ. Έλιοτ. Η επιλογή των συγκεκριμένων κειμένων αιτιολογείται διττά: Πρώτον, ο Έλιοτ αποτελεί ίσως τον σημαντικότερο
μοντερνιστή ποιητή, η ποίηση του οποίου προβάλλει έντονα ένα θρησκευτικό μήνυμα· μάλιστα η συστηματική κριτική ενασχόληση του Θεοδόση Νικολάου με την ποίηση του Έλιοτ, μια ενασχόληση που οδήγησε στην πραγματοποίηση δύο διαλέξεων (1965 και 1966), μαρτυρά τον φόρο τιμής που απέτισε ο κριτικός στη μνήμη του πρόσφατα θανόντος Αγγλοσάξονα ποιητή (4 Ιανουάριου 1965). Δεύτερον, καταδεικνύει τις θρησκευτικές αντιλήψεις του Κύπριου κριτικού, το βαθύτατα ανθρώπινο, χριστιανικό και ποιητικό του όραμα, ενώ παράλληλα αποκαλύπτει μια ισχυρή κριτική αντιπαράθεση ανάμεσα σε δύο μείζονες Έλληνες μοντερνιστές ποιητές για την αξία της θρησκευτικής ποίησης του Έλιοτ: στον Τάκη Παπατσώνη και στον Γιώργο Σεφέρη.

ΑΝΘΟΛΟΓΗΣΗ  ΘΕΟΔΟΣΗ ΝΙΚΟΛΑΟΥ

ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΡΙΜΑΧΟ
ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΚΑΠΛΑΝΗ

ΝΕΟ ΠΛΑΝΟΔΙΟ 02.07.2023

Ο Ριμαχό στον Εικοστό Πρώτο αιώνα 02.07.2023

Ο κύριος με το παράξενο όνομα Ριμαχό είναι ποιητής, φιλόλογος και κριτικός. Γεννιέται μέσα στο ποίημα, γέννημα-θρέμμα του άδολου έρωτα για τις λέξεις. Πρόσωπο πρωτεϊκό, με έκδηλη τη φιλοσοφική διάθεση, έχει το χάρισμα να μεταμορφώνεται, να κινείται στον χώρο και στον χρόνο, να παρατηρεί και να σχολιάζει τα ιστορικά και κοινωνικά δρώμενα, άλλοτε αθέατος κι άλλοτε να παίρνει τη μορφή γνωστών ποιητών της Κύπρου, να ζει στιγμές του βίου τους και να συνομιλεί με τους οικείους και τους φίλους τους. Ο Ριμαχό λατρεύει την πατρίδα του, την Κύπρο, αναστοχάζεται την ιστορία της, ταυτίζεται και βιώνει μαζί της όλες τις επώδυνες περιπέτειες του βίου της, εκφράζει ελεύθερα και με θάρρος τη γνώμη του, αναλαμβάνει την ευθύνη και τις συνέπειες των λόγων του. Ο Παναγιώτης Νικολαΐδης, μετά από έξι ενδιαφέρουσες ποιητικές συλλογές στο βιογραφικό του, από το 2009 μέχρι σήμερα και ένα ήδη διακριτό κριτικό έργο, στο νέο του ποιητικό βιβλίο μπαίνει στο ρόλο του επιμελητή έκδοσης και μας συστήνει τον Ριμαχό, μεριμνώντας, όπως ισχυρίζεται, να γίνει γνωστό στο αναγνωστικό κοινό αδημοσίευτο αρχειακό υλικό, που περιλαμβάνει ημερολογιακές καταγραφές, μαρτυρίες, αδημοσίευτα ποιήματα και επιστολές του Ριμαχό. Ο ποιητής αυτός, παλαιός γνώριμος δημοφιλών ομοτέχνων του, όπως ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης, ο Παντελής Μηχανικός και ο Κώστας Βασιλείου φαίνεται πως υπήρξε μια προσωπικότητα με σημαντικό αλλά όχι προβεβλημένο έργο και μελετητές, όπως ο ποιητής και φιλόλογος Σάββας Παύλου, έγραψαν ότι ο Ριμαχό «αποδείχτηκε persona grata στη λογοτεχνία του νησιού».

Πάνω σ’ αυτό το τέχνασμα ο Παναγιώτης Νικολαΐδης χτίζει τη νέα του ποιητική συλλογή με τίτλο Ριμαχό, συνεχίζοντας να δίνει ζωή, ιδιότητα και νέο ρόλο σ’ ένα προσωπείο, μια φασματική μορφή, ένα alter ego, που δημιούργησε στο ποιητικό του εργαστήρι ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης το 1972 και το φανέρωσε την επόμενη χρονιά στην ποιητική του συλλογή Το αγγείο με τα σχήματα. Σε πέντε ποιήματα της συλλογής ο Ριμάκο, όπως ονομάζεται εκεί, παρατηρεί στοχαστικά την ανθρώπινη ζωή, αναδεικνύει υπαρξιακά ερωτήματα γύρω από τις συμπεριφορές και τις πράξεις των ανθρώπων, με φανερή την πίκρα, τον πόνο και το αίτημα της λύτρωσης. Μιλά με παραβολές, απηχεί τον μπρεχτικό κ. Κόινερ. Ο Γ. Π. Σαββίδης, εξαρχής εστίασε την προσοχή του σ’ αυτή τη μορφή και διείδε ότι εδώ ο Χαραλαμπίδης αποπειράται να διαπλάσει ένα νεωτερικό μυθολογικό πρόσωπο, ανανεώνοντας την ποιητική του και πιθανολογεί ότι δεν αποκλείεται αυτό το πρόσωπο να επανεμφανιστεί στο έργο του δημιουργού του, όπερ και εγένετο το 1977 στην ποιητική συλλογή Αχαιών Ακτή και το 1982 στη συλλογή Αμμόχωστος Βασιλεύουσα. Τώρα ο Ριμάκο με έκδηλους χριστικούς απόηχους πραγματεύεται το θέμα της Κυπριακής τραγωδίας. Το ενδιαφέρον με αυτό το ποιητικό πρόσωπο είναι ότι δεν περιορίζεται μόνο στο έργο του Χαραλαμπίδη, αλλά εμφανίζεται και στην ποίηση του Μηχανικού, το 1975 και του Βασιλείου, το 1978 και το 1983. Έχουμε, λοιπόν, εδώ ένα ποιητικό πρόσωπο, που ξεκινά μια ανεξάρτητη πορεία από το δημιουργό του, εισέρχεται στο έργο άλλων δημιουργών, ανοίγει μαζί τους άτυπο διάλογο και εμπνέει παραλλαγές του προσώπου του. Πυκνώνει τις εμφανίσεις του στο έργο σημαντικών Κυπρίων ποιητών, μετά την τραγωδία του 1974, όπου τότε παίρνει δραστικά άλλοτε τη φωνή του ποιητή, του πατριώτη-αγωνιστή, άλλοτε του θυμόσοφου, αλλάζει ριζικά κάθε φορά το ύφος του, προκειμένου να μιλήσει για αυτή τη μεγάλη ανατροπή στη ζωή του τόπου, εμπλέκεται στα πολιτικά πράγματα και προκαλεί ιδεολογικές διαμάχες. Πλάι στον Ριμάκο, που έχει γίνει Ριμαχό, για να ηχεί πιο αιχμηρά και δραστικά το όνομά του, όπως ισχυρίζεται ο Κώστας Βασιλείου, γεννιέται από τον ίδιο τον Βασιλείου και μια γυναικεία μορφή, μητρική, ερωτική και δραστική, η Ριμαχόνα.

Για σχεδόν σαράντα χρόνια το πρόσωπο αυτό έμεινε στη σκιά, μέχρι που ο Παναγιώτης Νικολαΐδης αποφάσισε να το ξαναφέρει στο φως, να του χαρίσει ζωή στον καινούριο αιώνα, να του δώσει τη δυνατότητα να βιώσει τις εμπειρίες του προηγμένου τεχνολογικού κόσμου, την απειλή της φυσικής καταστροφής και του covid 19, να του γνωρίσει τους δικούς του φίλους ποιητές, να τον αφήσει να περιδιαβαίνει στο γενέθλιο τόπο του, την ακρωτηριασμένη Κύπρο, βιώνοντας με τα σημερινά δεδομένα το πολιτικό αδιέξοδο που διαιωνίζεται. Κεντρίζει τη μνήμη του, πυροδοτεί την απελπισία και την οργή του, του δίνει καινούριες λέξεις πλάι στις οικείες και γνώριμες, υποχωρεί και του επιτρέπει να μιλήσει αντ’ αυτού. Ο Ριμαχό είναι ένα ποίημα, ένα δημιούργημα, γέννημα της ποίησης, μια ψυχή που παίρνει σάρκα και οστά μέσω των λέξεων, με την αποστολή να υπερασπιστεί την αλήθεια, την ανθρωπιά, την ελευθερία και τη δικαιοσύνη. Καθώς ενδύεται την ανθρώπινη υπόσταση, υπόκειται στη σκληρότητα του κόσμου, στην αδικία και στο θάνατο. Ανησυχεί, προσεύχεται με το δικό του τρόπο, διαμαρτύρεται, πικραίνεται και φοβάται το αναπόφευκτο, όπως κάθε άνθρωπος με σάρκα και οστά.

Λόγχη
εκεντήθη
Ο υιός της Παρθένου
Πιστεύω σ’ ένα ποίημα.

Ο Νικολαΐδης αξιοποιεί αυτό το πρόσωπο της μοντέρνας κυπριακής μυθολογίας στη δική του πολιτική ποίηση, αρχής γενομένης με το ίδιο το σημαίνον Ριμάχο. Αναζητώντας την ετυμολογία του ονόματος, μπορούμε να εκλάβουμε τη λέξη ρίμα ως μετωνυμία της ποίησης, ενώ το δεύτερο συνθετικό της λέξης αναπόφευκτα μας οδηγεί στη λέξη μάχη και στο ρήμα μάχομαι. Ο λόγος του ποιητή δεν αρκείται στη συναισθηματική πραγμάτευση των συνεπειών που υφίστανται οι ζωές των ανθρώπων, όταν γίνονται παίγνια της Ιστορίας. Αναζητά ευθύνες, και απαντήσεις. Απ’ όλο το έργο του Νικολαΐδη, ποιητικό, κριτικό και διδακτικό, εφόσον είναι μεταξύ άλλων και μάχιμος εκπαιδευτικός, είναι φανερό πως έχει ο ίδιος αναθέσει στον εαυτό του μια αποστολή: να μάχεται τη λήθη. Η κυπριακή τραγωδία είναι ένα ιστορικά κληροδοτημένο τραύμα, το οποίο εκείνος το ενστερνίστηκε μέσω των γονέων και των παππούδων, το οικειοποιήθηκε και το ενσωμάτωσε. Η απώλεια του προγονικού τόπου βιώθηκε τρόπον τινά ως εκδίωξη από τον Παράδεισο και ως βίαιη κατάληψη του ψυχικού τοπίου, γεγονός που προκαλεί εσωτερικό ρήγμα και εγείρει το υπαρξιακό αίτημα για την αποκατάσταση της χαμένης ενότητας. Αναπόφευκτα το πολιτικό και το υπαρξιακό αίτημα γίνονται ένα. Η εσωτερίκευση του τόπου περιλαμβάνει αισθήσεις (εικόνες, ήχους, μυρωδιές και γεύσεις), λέξεις, ανθρώπους, μοίρασμα ζωής, μια παλέτα έντονων συγκινήσεων και αισθημάτων που έχουν καταγραφεί στο ασυνείδητο. Η ποίηση υπάρχει, μεταξύ άλλων και για να τα κρατά τη μνήμη σε εγρήγορση: «Το κάθε ποίημα είναι ένας Ιούλης /γαζωμένος με σφαίρες / που κρύβει το τραύμα / σε κοινή θέα / σαν εκπαιδευτική προσομοίωση». Ο Ριμαχό αρνείται να δεχτεί την προδοσία, τη συμφεροντολογικά κατασκευασμένη πολιτική ορθότητα του παρόντος και τολμά να στείλει γράμματα της καρδιάς, να εκφράσει μετά λόγου γνώσεως τη διαμαρτυρία, το παράπονο στη δική του Ριμαχόνα. που παίρνει σε κάποια ποιήματα και τη μορφή της Ελλάδας.

Αγαπημένη,
Σου γράφω σήμερα
Από την Πράσινη Γραμμή
Καθώς τα τούρκικα μαχητικά
Σκίζουν με θορυβώδη έπαρση
Τον ουρανό μου.
Ξέρω πως είσαι μακριά
(μου το ‘χεις ξαναπεί).
Μέχρι να φτάσει στα χεράκια σου
Το ταλαιπωρημένο γράμμα μου
Θα είναι αργά
Κι εδώ
Θα έχει πια νυχτώσει.
[….]
Αγαπημένη,
Γράφοντας γράμμα σ’ εσένα
Γράφω σ’ εμένα
Κι εύχομαι ν’ απευθύνω λόγο
Χρόνια μακριά.
Αν δε μ’ αγαπάς αληθινά
Ως μέσα στο κύτταρο

Δεν είσαι μάνα.

Τα Γράμματα στη Ριμαχόνα είναι δώδεκα ποιήματα του β΄ μέρους της συλλογής, γραμμένα με μορφή επιστολής και τις περισσότερες φορές με σημαίνουσα ημερολογιακή ένδειξη. Η θηλυκή φιγούρα, παραλήπτρια των ανεπίδοτων επιστολών, παίρνει άλλοτε την μορφή της μητέρας Ελλάδας, της Κύπρου, της ποίησης ή της αγαπημένης. Η συνομιλία αυτή, δηλωτική της βασανιστικής αμφιθυμίας και της εξάρτησης του ποιητικού υποκειμένου από την αγέρωχη, ενίοτε σκληρή αλλά και βάναυσα τραυματισμένη γυναικεία μορφή, άλλοτε σε τρυφερή κι άλλοτε σε γλώσσα αιχμηρή, τροφοδοτεί τη σκέψη με πολλά καίρια και επίμονα ερωτήματα για το πώς συνεχίζει να υπάρχει ένα άτομο πολλαπλά διαιρεμένο στο ιστορικό παρόν ενός τόπου, σε μια συνθήκη διαρκούς ατελέσφορου πολέμου, που αναπόφευκτα έχει εσωτερικευθεί με όλες τις συνέπειές του. Τα ποιήματα αυτής της ενότητας πιστοποιούν την υπαρξιακά πολιτική ποίηση του Παναγιώτη Νικολαΐδη.

Ο νέος Ριμαχό, ως σύγχρονος δημιουργός ενός παγκοσμιοποιημένου κόσμου, ευαισθητοποιείται από τα προβλήματα του καιρού μας. Περιφέρεται στη Λευκωσία του 21ου αιώνα, βλέπει τα σκοτωμένα αιωνόβια δέντρα, τρομάζει από την καταστροφική μανία του ανθρώπου, την απειλητική ανισορροπία στο γήινο πεδίο, βιώνει τον τρόμο του αιφνίδιου θανάτου «πως θα πεθάνουμε /από κάτι τόσο απλό/ενώ δαμάσαμε/όλα τα είδη στον πλανήτη», που κυριάρχησε δεσποτικά την εποχή του covid 19, αναρωτιέται αν και πώς θα γίνουμε πάλι άνθρωποι, συνομιλεί με αγαπημένους νεκρούς ως μια απόπειρα να κατανοήσει το μέγα μυστήριον του θανάτου και να αποδεχτεί την απώλεια. Οι τωρινές σχέσεις των ανθρώπων αποστειρωμένες «μια επαφή χωρίς αφή», ο φόβος μετατρέπει τον διπλανό σε δήμιο, ζούμε περιορισμένοι στον κόσμο των μεγάλων ανισοτήτων, των μοντέρνων τρόπων ανελευθερίας και ελέγχου. Υψώνει φωνή διαμαρτυρίας για το άγαλμα της Ελευθερίας που χτυπήθηκε τη μέρα του πραξικοπήματος, στις 15 Ιουλίου 1974, για το θάνατο της δικηγόρου αγωνίστριας Εμπρού Τιμτίκ, ειρωνεύεται τον δημιουργό που δεν αποτρέπει το άδικο και αναδεικνύει πάντα νικητή το θάνατο.

Τώρα τι θέλεις να σου πω;
Ότι τα πάντα εν σοφία εποίησας;
Έστρωσες τόσο γαλάζιο
Κι όμως ο θάνατος σκοράρει πάντα στην ίδια εστία
αμαρκάριστος

Το θέμα του χρόνου και το πότε και πώς αυτός τελειώνει απασχολεί έντονα τον Ριμαχό και προσπαθεί να το κατανοήσει. «Είμαστε βλέπεις μία ροπή / Πήλινα φύλλα / Που πέφτουνε στη γη // Πάντα ονείρων απατηλότερα». Το δικό του όπλο, η ποίηση αποδεικνύεται ανεπαρκές και αδύναμο. «Ο θάνατος δεν πείθεται / Κανένα ποίημα / Δεν είναι τόσο δυνατό», «ξέρω / κανένας στίχος / δεν αγιάζει / τον φονιά χρόνο». Η ποίηση καταλήγει ο Ριμαχό είναι «χημική επεξεργασία του πόνου, ταυτολογία του ανέφικτου».

Άραγε ο ποιητής Ριμαχό του Νικολαΐδη, αυτός ο υπέρμαχος της ζωής, της ανθρωπιάς, της ελευθερίας και της πατρίδας με τη μελωδική του γλώσσα, ένα ισορροπημένο μείγμα της κυπριακής διαλέκτου με την κοινή ελληνική, με μια γλώσσα άλλοτε λυρική κι άλλοτε ρεαλιστική και ελεγχόμενα τολμηρή θα παραμείνει στην ποίηση του; Θα συνεχίσει να συναναστρέφεται τους φίλους του ποιητές Γιώργο Χριστοδουλίδη, Μιχάλη Παπαδόπουλο και Γιώργο Καλοζώη και να τους αφιερώνει ποιήματα; Θα εισχωρήσει και στην ποίηση άλλων Κύπριων ποιητών; Είτε συμβεί αυτό είτε όχι, η αιφνίδια επιστροφή του Ριμαχό άνοιξε μια άλλη δίοδο στην ποιητική πορεία του Παναγιώτη Νικολαΐδη, μέσω της γόνιμης διακειμενικής συνομιλίας με ποιητές της παλαιότερης γενιάς, καθώς επικαιροποίησε με μια γραφή νεωτερική κείμενα παλαιότερα, τα οποία διαβάζει με σεβασμό, είτε συμφωνεί είτε διαφωνεί μαζί τους. Του επιτρέπουν ν’ ανοίξει με αρετή και τόλμη έναν ουσιαστικό διάλογο, επί των τύπων των ήλων για το σύγχρονο κοινωνικό γίγνεσθαι, παράλληλα με την κριτική ανάγνωση του ιστορικού παρελθόντος, χωρίς εμπάθεια, αγκυλώσεις και υπεκφυγές. Οι μαλακές αρμονικές γραμμές της ποιητικής φωνής του Νικολαΐδη μας οδηγούν ν’ αναζητούμε τα ίχνη του χρόνου που πέρασε στον τόπο και τις ανθρώπινες συνειδήσεις, ο λόγος του κεντρίζει τις αισθήσεις μας να εστιάζουν στην ομορφιά, να την ανακαλύπτουν όπου υπάρχει γύρω μας, δίνει αξία στις απλές καθημερινές στιγμές, τις μοναδικές και ανεπανάληπτες, αυτές που καταφάσκουν τη νίκη της ζωής.

.

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ

ΑΛΗΘΕΙΑ 1/12/2022

Ο «Ριμαχό» του ποιητή και κριτικού λογοτεχνίας Παναγιώτη Νικολαΐδη που έχουμε τη μεγάλη χαρά και τιμή την εβδομάδα αυτή να παρουσιάσουμε, συμπυκνώνει και συγχρόνως δικαιώνει αισθητικά τα δυο συνθετικά στοιχεία της ονομασίας του. Η «Ρίμα» και η «Μάχη» στην τελευταία ποιητική συλλογή του Παναγιώτη Νικολαΐδη, διαμορφώνουν δυναμικά το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο στο οποίο κινούνται, τροφοδοτώντας αδιάλειπτα τη δράση του κεντρικού ποιητικού ήρωα της συλλογής με τους ιδιαιτέρως εύστοχους, πυκνούς και πολύσημους στίχους του. Ο σύγχρονος Ριμαχό του Παναγιώτη Νικολαΐδη κατορθώνει κοντολογίς μέσω της μαχητικής του ρίμας, να διευρύνει τα γεωγραφικά και κοινωνικοπολιτικά όρια της χώρας του στο ευρύτερο πολιτικό και πολιτισμικό γίγνεσθαι. Ο ποιητής καθώς «συνοδοιπορεί» ποιητικά με παλιότερους και σύγχρονους ποιητές της γενιάς του, αξιοποιεί τόσο την κυπριακή διάλεκτο όσο και την επίσημη Ελληνική γλώσσα με κεντρικούς άξονες προβληματισμού του το περιβάλλον, την πανδημία, τον έρωτα, τη ζωή, τον θάνατο, την Κυπριακή τραγωδία, τους αγώνες των Κυπρίων για ένωση με τον εθνικό κορμό και τέλος τη σύγχρονη διεθνή επικαιρότητα.
Ο Παναγιώτης Νικολαΐδης γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1974. Είναι πτυχιούχος της Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κύπρου και έχει Master στη Βυζαντινή και Νεοελληνική Λογοτεχνία από το King’s
College του Λονδίνου. Σήμερα εργάζεται στη Μέση Εκπαίδευση. Ποιήματα, μελέτες και βιβλιοκρισίες του δημοσιεύτηκαν σε λογοτεχνικά και επιστημονικά περιοδικά στην Κύπρο και στην Ελλάδα. Εξέδωσε τις ακόλουθες ποιητικές συλλογές: «Σαν ίαμβος καθρέφτης» Πλανόδιον, Αθήνα 2009( Κρατικό βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Λογοτέχνη, « Ξενιτεύομαι μ΄ ένα φωνήεν» Πλανόδιον Αθήνα 2012, Οινοποίηση Ιδιωτική έκδοση, «Παραλογή» Gutenberg Αθήνα 2016, «Μια στο λευκό και δυο στο μαύρο. Σονάτα για την αφαίρεση» Θράκα-Αθήνα 2017( μαζί με τον Μιχάλη Παπαδόπουλο), « Η νύφη του Ιούλη» Σμίλη-Αθήνα 2019( Βραβείο Jean Moreas για την καλύτερη ποιητική συλλογή του 2019 και στη βραχεία λίστα των Κρατικών Βραβείων Ελλάδας του ίδιου έτους), «Ανθολογία Κυπριακής ποίησης 1960-2018 Κύμα-Αθήνα 2018(μαζί με τον Γιώργο Χριστοδουλίδη). Στο χώρο της κριτικής και του δοκιμίου, ο Παναγιώτης Νικολαΐδης συνέγραψε τα ακόλουθα βιβλία: « Με λογισμό και μ΄ όνειρο. Σκέψεις πάνω σε δυο ποιήματα και δυο δοκίμια του Θεοδόση Νικολάου» Ακτίς-Κύπρος 2016, « Η γενιά της κατοχής και της αφθονίας. 14 κριτικά κείμενα για τη σύγχρονη ποίηση στην Κύπρο μετά το ΄ 90» Διόραμα- Κύπρος 2018, « Έλενα Τουμαζή- Ρεμπελίνα. Εισαγωγή στο έργο της» Διόραμα-Κύπρος 2020.
Ο Παναγιώτης Νικολαΐδης με το δικό του « Ριμαχό» αποτελεί άξιο συνεχιστή των ποιητών Κυριάκου Χαραλαμπίδη, Παντελή Μηχανικού και Κώστα Βασιλείου. Αξίζει εδώ να σημειωθεί πως η μορφή του Ριμαχό εμφανίστηκε στην κυπριακή λογοτεχνία το 1973 ως δημιούργημα του ποιητή Κυριάκου Χαραλαμπίδη. Στη συνέχεια, η ποιητική περσόνα του Κυριάκου Χαραλαμπίδη θα εμφανιστεί στην ποίηση και άλλων Κυπρίων ποιητών, όπως του Παντελή Μηχανικού (1975) και του Κώστα Βασιλείου (1978). Ο τελευταίος μάλιστα θα δημιουργήσει και την αντίστοιχη γυναικεία μορφή με το όνομα Ριμαχόνα. Η Ριμαχόνα, η γυναικεία ετούτη ποιητική μορφή η οποία αποτελεί την κεντρική ηρωίδα του δεύτερου μέρους της συλλογής υπό τον γενικό τίτλο « Γράμματα στη Ριμαχόνα», ενσαρκώνει, αν θέλετε, το μητρικό μας καταφύγιο όπου κάθε φορά προσφεύγουμε για να εκφράσουμε τον πόνο μας, τα πιο μύχια και αληθινά μας συναισθήματα.

ΜΕ ΤΑ ΦΥΛΛΑ ΤΩΝ ΣΧΟΛΙΚΩΝ ΜΟΥ ΤΕΤΡΑΔΙΩΝ
Καθώς το ηλιοβασίλεμα
βάζει φωτιά σήμερα
στις στέγες
των προσφυγικών συνοικισμών
νιώθω πως κάτι
όλο μου διαφεύγει
πως βρίσκομαι σ’ ένα στούντιο
ή σ’ ένα στημένο σκηνικό
και πως τα πάντα γύρω μου
είναι επίπλαστα
με εμπνευσμένο σκηνοθέτη
τον χρόνο.
Κι όπως το τρένο
ξεκινά μ’ ένα τράνταγμα
κι ανοίγει δρόμο
μες στο τούνελ για το φως
έτσι κι εγώ
ντυμένος με τα φύλλα
των σχολικών μου τετραδίων
ανοίγω το πρώτο δειλό βήμα
μες στην αιωνιότητα των κατευθύνσεων.
Θε μου,
δώσε μου δύναμη
να αποτρέψω
εκατομμύρια καρκινικά κύτταρα
καθότι
είμαι ένα σώμα
αποτελούμενο από πολλά μέρη
που παλεύουν να εκφραστούν
καθώς οι άνθρωποι διψούν
για περισσότερη μνήμη
περισσότερα πίξελ
περισσότερες εντολές
σε κάθε δευτερόλεπτο.

Η ΕΠΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΡΙΜΑΧΟ
Μετά τα φιλολογικά μαθήματα
στο διαδίκτυο
όπου τα πάντα ήταν τόσο κοντινά
μα τίποτα κυριολεκτικά απτό
άνοιξα όλες τις πόρτες
και τα παραθύρια
και μπήκα
στην αποστειρωμένη τάξη
που με περίμενε γυαλίζοντας.
Κι αφού κάθισαν ένα-ένα
τα αποστειρωμένα μου παιδιά
στις αποστειρωμένες θέσεις τους
πήρα μια βαθιανάσα
(μεγάλη σαν προσφυγική σκηνή)
κι άρχισα να διδάσκω
πίσω απ’ τη μάσκα
προστασίας
μέσα στον ολοένα
αυξανόμενο λάλλαρο.
Παρ’ όλα αυτά
είπα στους μαθητές μου
πως είμαστε μία τυχαία συλλογή
αδρανών συστατικών
και πως αν λησμονήσουμε
το ότι ζούμε κλειδωμένοι
σ’ ένα αιώνιο παρόν
υπάρχει υλικό
στον εαυτό μας
για να περάσει πέρα
απ’ το ηλιακό μας σύστημα.
Οι μαθητές μου ωστόσο είπαν
πως μόνο στα ηλεκτρονικά τους
συνυπάρχουν τόσο φίνα
ωσάν να γλείφουνε
το καλοκαίρι παγωτό
κι ότι μόνο εκεί
μπορούν να βλέπουν
όσα κινούνται αθόρυβα
μέσα στον χρόνο.
Εγώ τους είπα
ότι τα σωματίδια του φωτός
από το παγωτό τους
δεν έχουν χρώμα
ούτε οσμή
και πως στο περιθώριο
των λιγοστών στιγμών
που ζουν στ’ αλήθεια οι άνθρωποι
θα προτιμούν πράγματα
που στην πραγματικότητα
δεν υπάρχουν.
Κι ίσως γι’ αυτό, κατέληξα,
ο κόσμος
δεν μπορεί να παραμείνει
όπως είναι
αλλά θα κάνει
όπως ένα παιδί που κλαίει
και είναι δύσκολο να σταματήσει
ακόμα κι αν ξέρει
πως αν δεν σταματήσει
τα πράγματα θα γίνουν
χειρότερα.
ΤΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ ΤΗΣ ΡΙΜΑΧΟΝΑΣ
Μπήκες κι απόψε μες στο μαγαζί
πουλώντας φρέσκα τριαντάφυλλα.
Δεν ενοχλείς
και μες στο λίγο της στιγμής
χαμογελάς
σαν τριαντάφυλλο υγρό
που ξέρει να σωπαίνει.
Κάποιοι πελάτες
βλέπουν δήθεν το μενού
άλλοι αποστρέφουν το κεφάλι
ενοχλημένοι
οι πιο πολλοί ωστόσο
που δεν είναι ερωτευμένοι
όπως παλιά
σε αποτρέπουν με το βλέμμα τους
από μακριά
επιδεικνύοντας τα μυτερά αγκάθια τους
αμήχανοι και πανικοβλημένοι.
Φεύγοντας
άφησες πίσω σου σκυλιά
ανθρώπους γνήσιους
(εκ πεποιθήσεως)
κι όλους δεμένους
με συνθετικά σκοινιά
που μόλις κλείσει ο ουρανός
θα τους αφήσει
ατραγούδιστους.

.

ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

CULTUREBOOK 2/5/2023

Μετά την εξαίρετη και εξόχως διαφωτιστική εισήγηση του κ. Βουτουρή, θα προσπαθήσω να είμαι σύντομος, αντικρίζοντας τα πράγματα από μιαν άλλη σκοπιά, εκείνη που επικαλείται και οικειώνεται το ποίημα ως άλλο μέσα από τη γλώσσα της ίδιας της ποίησης, αναλαμβάνοντας τη συμβαντολογική στιγμή της γραφής ως μια νέα εγχάραξη στο σώμα της γλώσσας.Έτσι θα προσπαθήσω, στο μέτρο του δυνατού, να αισθητοποιήσω εκείνη τη σχεδόν ασύλληπτη διαδικασία όπου ένα ποίημα εισβάλλει σε άλλα ποιήματα ή ένα βιβλίο εκβάλει σε άλλα βιβλία, σαν να ήταν, μέσα από έναν αδιάγνωστο τρόπο, ο αινιγματικός προπομπός τους ή η άρρητή τους ενδελέχεια. Ο για πολλά εύστοχος και χρήσιμος όρος διακειμενικότητα, όσον αφορά τη συνομιλία μεταξύ των κειμένων, θα ήταν σε σημαντικό βαθμό επαρκής, εάν θεωρούσαμε πως η ανάγνωση, όπως και η γραφή, είναι μια δραστηριότητα εξόχως σωματική, ότι μια ανάγνωση ξεκινά, ανταποκρινόμενη, εν πρώτοις, και διαπερνώμενη στη συνέχεια, όχι ακριβώς στο ίδιο το κείμενο, αλλά στο παραμιλητό του κειμένου, στο υπόγειο παραληρηματικό του κέλευσμα, στις λανθάνουσες αισθητηριακές του συμφύρσεις, από ένα ρεύμα δυσεξήγητης ώσμωσης, όπου δύο σώματα συναντώνται ανοιγόμενα το ένα στο άλλο, συμμετέχοντας, αμοιβαία, σε μια εκστατική συνακολουθία αγγιγμάτων, ήχων, θορύβων, ψιθύρων, σιωπών. Στο πεδίο εκείνο όπου, όπως έλεγε ο Πεσόα, οι λέξεις είναι κορμιά που μπορείς να τα αγγίξεις, ορατές σειρήνες, ενσαρκωμένες ηδυπάθειες. Στο κινούμενο και διαρκώς μεταμορφούμενο τοπίο αυτής τής, σχεδόν εδεμικής, ενσαρκωμένης ηδυπάθειας, βρέθηκα, εκών άκων, μέσα από την ανάγνωση του Ριμαχό, διερχόμενος εκείνη την επικίνδυνη, σε ταλαντεύσεις και κλυδωνισμούς, καμπή, όπου, από το να διαβάζεις, απλώς, ένα βιβλίο, γίνεσαι ο εν κινδύνω αναγνώστης του, όπου η ανάγνωση καθίσταται μια ενεργός κληρονομία, ο διάμεσος μιας μεταβίβασης στον χρόνο.

Είναι γεγονός πως, ανεξαρτήτως αναγνωστικών προτιμήσεων και εθισμών, σπάνια υπάρχουν βιβλία που να μην σου αφήσουν κάτι, μια σποραδική διέγερση, έναν ανεξιχνίαστο αναβρασμό, μια δυσδιάκριτη αμυχή, το ανεξίτηλο ίχνος μιας ανατομικής εγχάραξης. Κάποια, μπορεί να προχωρήσουν σ’ ένα ακόμη βαθύτερο επίπεδο, κατορθώνοντας να σε διαπεράσουν και να σε αναστατώσουν συθέμελα και κάποια (αυτής της κατηγορίας) να ιζάνουν μέσα σου τόσο καταλυτικά, ώστε να μοχλεύσουν την ίδια τη διεργασία του ποιητικού γεγονότος, την ίδια την επιθυμία της γραφής, όχι απλώς σαν μόχλευση μιας αόριστης επιθυμίας του γράφειν, αλλά ως ένα είδος επείγουσας ανταπόκρισης σ’ αυτό το συντελούμενο συμβάν, ως αντιφώνηση σ’ ένα διαρκώς επίμονο νεύμα που σε καλεί. Ένα τέτοιο βιβλίο, τουλάχιστον για τη δική μου αναγνωστική «ευπάθεια», είναι ακριβώς ο «Ριμαχό» του Παναγιώτη Νικολαΐδη (εκδ. Σμίλη, 2022). Δεν χρησιμοποίησα τυχαία τη λέξη ευπάθεια, γιατί μόνο ως ευπαθής, εύθραυστος και τρωτός μπορεί να καταστείς ο προνομιούχος διάμεσος της δεξίωσης του άλλου, του άλλου λόγου, του άλλου κειμένου, προσφέροντάς του τις ευήλατες υποδοχές να εισχωρήσει ως επιτέλεση μιας χειρονομίας μνημείωσης, συνθήκη αυτού που ονόμαζε ο Ντεριντά ροπή του ποιήματος να στρέφεται προς εσένα, προτού στραφείς εσύ προς εκείνο – δύναμη, προφανώς, που μόνον τα μεγάλα έργα διαθέτουν. Και, όπως δείχνει ο Ντεριντά, φέρω το ποίημα, τη στιγμή που αυτό στρέφεται προς εμένα, σημαίνει «μπαίνω στη φορά του, το φέρω στον άλλο, δίνω στον άλλον να το φέρει».

Είχα την τύχη να διαβάσω το χειρόγραφο αυτού του σπουδαίου βιβλίου προτού ακόμα πάει στο τυπογραφείο. Ήξερα από εκείνη τη στιγμή ότι είχα στα χέρια μου ένα από τα σημαντικότερα ποιητικά κείμενα που γράφτηκαν στην ελληνική γλώσσα τα τελευταία χρόνια. Πέραν από την αξιοθαύμαστη εκφραστική του αρτιότητα, που από μόνη της συνιστά μια ισχυρή υποθήκη για την αμφίβολη, έστω, αθανασία των έργων, εγείρει μια σειρά κρίσιμων θεμάτων, που αφορούν την ίδια τη συγγραφική πρακτική, τη σχέση του ποιητικού λόγου με την ιστορία, τη διαλεκτική του ιστορικού παρόντος με την παράδοση, την ευθύνη του δημιουργού ως φορέα ακριβώς μιας ζώσας και ενεργού πνευματικής κληρονομιάς σε σχέση με το Εμείς και το Τώρα… Συνελόντι ειπείν, ένα βιβλίο που παράγει λογοτεχνική μνήμη, διανοίγοντας, ταυτόχρονα, τον ιστορικό ορίζοντα της γραφής. Ο Ριμαχό, πέραν από την καθαυτό ποιητική του αξία, επανατοποθετεί, ακριβώς, αυτήν την κυμαινόμενη και πολυσχιδή σχέση με την παράδοση, ως μια ποιητικο-κριτική απαίτηση του παρόντος, επανεμψυχώνοντας και μετακενώνοντας την persona του Ριμάκο, υπό το πρόσημο της οποίας συνορχηστρώθηκε μια από τις κορυφαίες στιγμές της σύγχρονης λογοτεχνικής μας ιστορίας, μια ποιητική, θα τολμούσα να πω, «αναμέτρηση» για το νόημα της ιστορίας εξόχως πολιτική, καθώς οι συμπλεκόμενοι, τρεις μείζονες ποιητές, Κυριάκος Χαραλαμπίδης, Παντελής Μηχανικός, Κώστας Βασιλείου, ενοφθάλμισαν το ποιητικό τους διακύβευμα στη διατομή, ακριβώς, της πολιτικής πράξης με την ιστορία, διαμορφώνοντας, στο πλαίσιο αυτό, τόσο τα μέσα όσο και τις ποιητικές στρατηγικές τους.

Ο Ριμαχό του Π. Νικολαΐδη έρχεται, ακριβώς, να μας υπομνήσει ότι, όπως επισημαίνει ο Γιάους, «η ιστορία της λογοτεχνίας είναι μια διαδικασία αισθητικής πρόσληψης και παραγωγής, που λαμβάνει χώρα με την επικαιροποίηση των λογοτεχνικών κειμένων από τον προσλαμβάνοντα αναγνώστη, τον στοχαστικό κριτικό και τον συγγραφέα που με τη σειρά του δίνει συνέχεια στην παραγωγή». Θεωρία η οποία προϋποθέτει τη δυνατότητα συνύπαρξης έργων τα οποία εμπίπτουν στον κατεστημένο ορίζοντα προσδοκιών με έργα νεωτερικά, τα οποία συμβάλλουν στην αμφισβήτηση ή και στην αναθεώρηση του κυρίαρχου λογοτεχνικού παραδείγματος. Στην περίπτωση του Ριμαχό, αυτός ο αναγνώστης, ο στοχαστικός κριτικός και ο συγγραφέας, συμφύρονται σ’ ένα πρόσωπο που επιτελεί αυτή την τριπλή λειτουργία της πρόσληψης με αξιοθαύμαστο τρόπο, καθώς, μάλιστα, προχωρεί κι ένα βήμα παραπέρα, διευρύνοντας, την προσλαμβανόμενη persona του Ριμάκο, για να της προσδώσει υπερτοπικά και οικουμενικά χαρακτηριστικά.

Απότοκο της συνομιλίας μαζί του, αλλά και της κοινής μας σύμπλευσης στο βιβλίο «Μια στο λευκό και δυο στο μαύρο – Σονάτα για την αφαίρεση» (εκδ. Θράκα, 2017), είναι μια μορφή «Αντιφώνησης» στον Ριμαχό, μια σειρά ποιημάτων που συνιστούν μια «εκ του συστάδην» ποιητική διαλογική, μια σύνθεση που διαμορφώνεται εν προόδω, ως ένα αντιφώνημα προς τον ποιητή και το βιβλίο του. Προτού προχωρήσω στην ανάγνωση μερικών ποιημάτων από την εν λόγω αδημοσίευτη ποιητική ενότητα, θα ήθελα να πω, και ως έκφραση ευγνωμοσύνης προς τον Παναγιώτη, πως από τότε που γράψαμε μαζί εκείνο το σύντομο, μα μεγάλο σε μόχθο, βιβλίο, κυλάει ανάμεσά μας το ρεύμα μιας ανοικτής και διαρκώς ζέουσας ποιητικής συνομιλίας που διαβρώνει τις όχθες της εγωτικής αυταρέσκειας, αποτινάσσει τις καθησυχαστικές μας βεβαιότητες, μας εκτροχιάζει από τους καθηλωτικούς μας ομφαλοσκοπισμούς. Κάνει, εν τέλει, να συγκλίνουν λίγο περισσότερο ο ποιητής προς τον άνθρωπο μέσα στο απερινόητο Εσύ, απαλύνοντας κάπως τα σκοτάδια.

Σημ.: Κείμενο που εκφωνήθηκε στην παρουσίαση του βιβλίου στο Τεχνοδρόμιο, Λεμεσός, 20/4/2023

Ριμαχό – Ο θρύλος

Ο θρύλος λέει
πως γεννήθηκα από το ίδιο
το χέρι μου
σαν μπλεχτήκαν τα ονόματα
στη μήτρα ενός παρατονισμού
Όπως εκείνοι που γεννιούνται μόνοι
παρά θέλησιν Κυρίου
διαιρεμένος σε ποιήματα
Ο θρύλος λέει ακόμα
πως καρφώνοντας στη λήγουσα
τον τόνο
έφερα στο χείλος την αποκρημνίωση
την αποχέτευση στο σκότος
των άρρητων ρητών
Μόνο η Ριμαχόνα ήξερε
να με φωνάζει
Ριμάκο, Ριμάχο, Ριμαχό
ρυθμικό τριώνυμο της μάχης
στην ταραγμένη ομοιοκαταληξία
του Καιρού
Ας προσπερνάει όμως
καλόπιστα αυτή η φήμη
Εδώ μιλώ δαγκώνοντας
την ψίχα του χρόνου
Το ποίημα σφαδάζει
στο χορτάρι της αφής

Γράφοντας μαζί ένα βιβλίο

Τι θα γινόμασταν
αν γράφαμε πάλι μαζί
ένα βιβλίο
είπε ο Ριμαχό
Αυτοί που έπαψαν να περιμένουν;
Εκείνο που εξέρχεται
και λάμπει ανυπεράσπιστο στο φως;
Tο ζάμπλουτο Ένα
μες απ’ τη φωνή του άλλου;
Οι άγραφες σελίδες εκτίοντας
επίμετρα σχολαστικά;
Αυτοί που μιλούν με μοιρογνωμόνια
της στέπας;
Η γέφυρα προς το αδύνατο Εμείς
που ανοίγοντας μετατοπίζει όχθες;
Μια απεικόνιση του ανέμου;
Ένας θυρεός ευθυκρισίας;
Οι προγραμμένοι τού Δύο;
Σε άδεια θέατρα τραυλοί
και συγχρόνως οι παρακαθήμενοι απόντες;
Ή θα ‘μασταν στον λαβύρινθο
οι δυο μαριονέτες
που ‘θελε το ποίημα – σώνει και καλά
να βάζουμε τις λέξεις όπως πρέπει
μιλώντας μια εγγαστρίμυθη παντομίμα
Και τώρα βγαίνοντας έξω
από τον μαίανδρο της χάρτινης
πλεκτάνης του
πέταξαν τον μίτο του φοβερού
Μινώταυρου της Γλώσσας
στο αθησαύριστο τίποτα

.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΡΟΥΜΠΑΣ

“Τα Ποιητικά”, τχ. 48, Ιανουάριος-Μάρτιος 2023.

“Αέναη ανακύκληση

Με την ποιητική του συλλογή “Ριμαχό”, την έβδομη κατά σειρά, ο Παναγιώτης Νικολαΐδης επιχειρεί, με περισσότερη έμφαση από κάθε άλλη φορά, να συνδεθεί με την ποιητική παράδοση ιδίως της Κύπρου, διά της περσόνας του «Κύπριου ποιητή, φιλολόγου και κριτικού Ριμαχό». Πρόκειται για περσόνα που γεννιέται στην ποίηση του Κυριάκου Χαραλαμπίδη και συνεχίζει την πορεία της στο έργο των επίσης Κύπριων ποιητών Παντελή Μηχανικού και Κώστα Βασιλείου. Ο Νικολαΐδης, παίρνοντας τη σκυτάλη από τους προπάτορες, εκκινεί εξαρχής το ποιητικό παιχνίδι προσποιούμενος τον επιμελητή του τόμου, καθώς υπογράφει με το ονοματεπώνυμό του το προλογικό «Σημείωμα του επιμελητή της έκδοσης». Δηλώνοντας ωστόσο πως συγκεντρώνει «αδημοσίευτο αρχειακό υλικό» του Ριμαχό, και μάλιστα επιμένοντας παιγνιωδώς ότι «στην παρούσα έκδοση δεν έγινε ουδεμία παρέμβαση, διόρθωση ή λογοκρισία, είτε στο αυθεντικό αρχειακό υλικό είτε στην αρχική ορθογραφία των κειμένων», ταυτίζει με τον Ριμαχό τον ποιητή, φιλόλογο και κριτικό Νικολαΐδη, εφόσον τα ποιήματα του τόμου είναι συνθέσεις δικές του. Οι ημερομηνίες, άλλωστε, που χρησιμοποιούνται στα ποιήματα ως χρονικοί δείκτες, επιβεβαιώνουν επίσης την ταύτιση του Νικολαΐδη με τον Ριμαχό.
Ο ποιητής δεν επιδιώκει σε καμία περίπτωση τη μονοπώληση του Ριμαχό διά της επιχειρούμενης ταύτισης μαζί του. Η επιλογή του αφενός αποδίδει τιμή στους ποιητικούς προγόνους, μια τιμή που δεν την αποτίνει μόνο ευθέως διά του κατονομαζόμενου Ριμαχό, αλλά και ανεπαισθήτως διά στίχων που μνημονεύουν υποδόρια άλλους ποιητές (ίσως «ένας μηχανικός θεός» να είναι ο Παντελής Μηχανικός· και, δίχως αμφιβολία, στο «καλή ζωή να ’χει» καθρεφτίζεται ο Γιώργος Καλοζώης). Η ίδια επιλογή αφετέρου αποσκοπεί οπωσδήποτε και στην ανάδειξη της λειτουργίας της ποίησης και του λυτρωτικού της, ως τέχνης, χαρακτήρα. Δεν είναι διόλου τυχαία εξάλλου η συστηματική σύνθεση ποιημάτων ποιητικής από τον Νικολαΐδη. Ήδη με το προλογικό ποίημα «Η προσευχή του Ριμαχό» παρουσιάζεται το προσωπικό σύμβολο πίστεως του ποιητή: «Πιστεύω σ’ ένα ποίημα». Άλλωστε κι ο Ριμαχό (<ρίμα+μάχη) είναι ακριβώς ο μαχητής της ποίησης, και της ζωής διά της ποίησης. Ο ίδιος λυτρωτικός ρόλος εντοπίζεται στη γλώσσα, ως μέσο της λογοτεχνικής έκφρασης: «Θα σε σκεπάσω πάλι σαν περισπωμένη». Η ανοιχτή πόρτα του Γιώργη Παυλόπουλου μεταλλάσσεται στον Νικολαΐδη σε ανοιχτό παράθυρο, ικανό να καταστήσει εφικτό οτιδήποτε φαινομενικά ανέφικτο: «Ποίηση είναι ταυτολογία/ του ανέφικτου.// Ένα παράθυρο ανοιχτό/ σε όλους/ τους δρόμους». Το αντίδοτο στον θάνατο είναι επίσης η ποίηση (ποίημα «Ο Ριμαχό με το λάστιχο»). Κι αν η ποίηση αντιτάσσεται στον θάνατο, τότε μπορεί να θεραπεύσει και τα τραύματα, όσο επώδυνα κι αν είναι: «το κάθε ποίημα είναι/ ένας Ιούλης/ γαζωμένος με σφαίρες/ που κρύβει το τραύμα/ σε κοινή θέα».
Με βαρύ του οπλισμό την ποίηση ο Νικολαΐδης μετακινείται στον χρόνο και σε τόπους, ταγμένος στην ελευθερία, τη δικαιοσύνη και κάθε ανθρωπιστική αξία. Ο σεβασμός της ταυτότητας κάθε ανθρώπινης φυλής περνά, για τον Νικολαΐδη, πρωτίστως μέσα από την αυτογνωσία. Γι’ αυτό και δεν είναι διόλου αδιάφορος απέναντι στην ιστορική πορεία του μαρτυρικού του νησιού, η οποία συνδέεται ασφαλώς με την πορεία της Ελλάδας. «Αγαπημένη,/ γράφοντας γράμμα σ’ εσένα/ γράφω σ’ εμένα/ κι εύχομαι ν’ απευθύνω λόγο/ χρόνια μακριά./ Αν δεν μ’ αγαπάς αληθινά/ ως μέσα στο κύτταρο// δεν είσαι μάνα». Η αγαπημένη και μάνα για τον ποιητή είναι η πατρίδα, η Κύπρος και η Ελλάδα· είναι ταυτόχρονα η γλώσσα, η ποίηση. Η «αγαπημένη» περικλείει όλα τα συναισθήματα: τον καημό της κατοχής, τη νοσταλγία και την αγάπη για τα πάτρια χώματα, έτσι όπως αυτά χύνονται από το σακούλι και γεμίζουν τα μάτια του πατέρα, που πεθαίνει με τη λαχτάρα της γενέθλιας Αμμοχώστου (ποίημα «Άμμος»). Ο Νικολαΐδης αποδίδει στην «αγαπημένη» τις ευθύνες της για την τραγωδία («Τι άλλο έμεινε λοιπόν/ αγαπημένη,/ για να πάρεις από με;/ Το θέμα τώρα/ είναι να με καταπιείς/ και να με αφοδεύσεις»). Η κριτική του προς την Ελλάδα που «ποτέ δεν πεθαίνει» οδηγεί στην ανηλεή αμφισβήτηση την τεχνηέντως διατυπωμένη ερωτηματικά «Είναι προνόμιο/ ποτέ να μην πεθαίνεις;».
Ο ποιητής, ωστόσο, δεν εξαιρεί από τις ευθύνες του ούτε τον πολίτη. Στο συγκλονιστικό ποίημα «Οι κκιοφτέδες του Ριμαχό» ο Νικολαΐδης αντιπαραβάλλει ανεπαίσθητα, με εξαιρετική λεπτότητα και χειρουργική ακρίβεια, την πρόσληψη της «έσσω» νύχτας από τις διαφορετικές γενιές Κυπρίων. Γιατί, για τη γιαγιά του ποιητικού ήρωα, νύχτα είναι η προσφυγιά· ενώ για τον εγγονό σκοτεινιάζει όταν το στόμα ζεματίζεται από τον καυτό κεφτέ που μόλις βγήκε απ’ το τηγάνι. Έτσι, στην πολιτικοποιημένη θέαση του ποιητή η μητέρα-Ελλάδα επιφορτίζεται με τις ευθύνες που της αναλογούν, ως απούσα από την τουρκική εισβολή και αιτία της διχοτόμησης (το άγαλμα της Ελευθερίας στη Λευκωσία «έφαγε μια σφαίρα ελληνική/ 12,7 χιλιοστών// κατάστηθα»), όμως από τις ευθύνες δεν απαλλάσσονται ούτε οι αλλοτριωμένοι πολίτες, που χαρακτηρίζονται από άγνοια των ιστορικών δεδομένων κι έχουν απωθήσει τις μνήμες της εισβολής και της κατοχής, αντικαθιστώντας τες από υλικές απολαύσεις.
Η έγνοια του Νικολαΐδη για την πατρίδα είναι έγνοια για αξίες πανανθρώπινες, όπως η ελευθερία, η δημοκρατία, η δικαιοσύνη, η αλήθεια, η αξιοπρέπεια. Η προσφυγιά δεν τον πονά μόνο ως ελληνική συμφορά. Η παγκόσμια οπτική του ποιητή επικυρώνεται από μια σκέψη που βρίσκεται στο Αφρίν, στο Κονγκό, στην Κούρδη αγωνίστρια Εμπρού Τιμτίκ, στον έγχρωμο Αμερικανό πολίτη Τζορτζ Φλόιντ – θύμα της αστυνομικής βίας και του ρατσισμού, πλάι σε κάθε αναγκεμένο παιδί, αλλά και πλάι σε κάθε άνθρωπο που «μέσα στην αταλάντευτη σιωπή/ των εσωτερικών μεταναστεύσεων» βιώνει την προσωπική του εσωτερική προσφυγιά, όντας διαρκές θύμα των βιοτικών του αδιεξόδων. Ο Νικολαΐδης εντοπίζει το «συνεχές/ και αιώνιο» κακό σε διεθνές επίπεδο, εξού και η διερώτηση «Είμαστε μέσα/ ή έξω απ’ το Άουσβιτς;», η οποία συνδέεται με τη διεκδίκηση «να δούμε τη ζωή αλλιώς/ με τις φυλακισμένες μας αισθήσεις». Ο άνθρωπος συγκρούεται με τον άνθρωπο, ενεργώντας αντικοινωνικά σε παγκόσμιο επίπεδο. Συγκρούεται επίσης με τη φύση, προκαλώντας τις οικολογικές ευαισθησίες του ποιητή (ενδεικτικά το ποίημα «Τα δέντρα του Ριμαχό»). Από τη σύγκρουση απορρέει η μόνη βεβαιότητα του Ριμαχό πως «ο μισός κόσμος/ σκοτώνει αργά και σταθερά/ τον άλλο μισό». Η δικαιοσύνη απουσιάζει ακόμη κι από τον υπέρτατο Κριτή, ο οποίος, διαιωνίζοντας τις διακρίσεις, δεν έχει μεριμνήσει για «ράμπες/ εδώ πάνω», αποδεικνυόμενος Θεός νεκροζώντανος, απών, αποκοιμισμένος μέσα στα σύννεφα σαν πέτρα. Ο Νικολαΐδης διευρύνει την οπτική του Ριμαχό αποσπώντας τον από το τοπικό πλαίσιο της ποιητικής παράδοσης και προσδίδοντάς του ματιά και φωνή διεθνιστική και συνειδητά ανθρωπιστική. Ενίοτε, για να πετύχει το αποτέλεσμα του ίδιου μηνύματος, καταφεύγει στον κυνισμό, ο οποίος όμως, συνιστώντας αυτοκριτική, εξαίρει εντέλει την ψυχική ευαισθησία. Η συνειρμική μετατόπιση από το τροπικό πουλί εμού, που απειλείται στο φυσικό του περιβάλλον από την πυρκαγιά, στο κοτόπουλο, που περιμένει στο ψυγείο τη βρώση του από τον ποιητικό ήρωα, σχολιάζει την αδιάφορη προσπέραση κάθε καταστροφής και φρίκης για χάρη της προσωπικής βόλεψης. Το κατακριτέο της κυνικής συμπεριφοράς ωστόσο τονίζει, διά της αντίστροφης οδού, και πάλι την ανθρωπιστική διάθεση του ποιητή.
Πέραν του εμού, γενικότερα τα πουλιά διαμορφώνουν συστηματικά στην ποίηση του Νικολαΐδη ένα ιδιαίτερο σκηνικό. Η αμέσως προηγούμενη συλλογή του “Η νύφη του Ιούλη” περιελάμβανε τη μεταφυσική ακινητοποίηση των πουλιών στον αέρα, ως τραγική απόρροια της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο. Στην παρούσα συλλογή τα πουλιά ταυτίζονται με τα πληγωμένα φτερά της ελευθερίας (ποίημα «Τα πουλιά του Ριμαχό»). Για την Εμπρού Τιμτίκ είναι ταυτόσημα με την ανυποχώρητη αγωνιστικότητα («τ’ αποδημητικά/ κι ανυποχώρητα πουλιά/ της ματωμένης ράτσας σου»). Ο ποιητής Μιχάλης Πασιαρδής (ποίημα «Στην εκκλησία ο Μιχάλης») αντιπαραβάλλει στους ψεύτικους, «πομπώδεις λόγους των πολιτικών» το αληθινό τραγούδι του ποιητή, που μοιάζει με χελιδονιού. Τα πουλιά αντιτάσσονται στα μαχαίρια και στον θάνατο («Είναι τα λόγια σου μαχαίρια/ ή πουλιά;»). Στην εφήμερη απλότητα των σπουργιτιών («σαν εσωτερικοί μετανάστες/ του εφήμερου») περικλείεται το προσπέρασμα κάθε συμφοράς και η επικράτηση της ζωής: «Έτσι απλά, αδέλφια,/ νικά πάντα η ζωή/ καθώς οι φλόγες/ μεταφέρουν κομμάτια/ της απανθρακωμένης μας ψυχής/ στον ατελείωτο ιμάντα/ του χρόνου».
Το ποιητικό σχέδιο του Νικολαΐδη υπηρετείται από τεχνικές απαιτητικά επεξεργασμένες. Το βαθύ συναίσθημα, που αποτυπώνεται συχνά με λυρικούς τόνους, αποφεύγει τις λυρικές εκζητήσεις, καθώς δεν διολισθαίνει ποτέ σε γλυκερό. Επιβεβαιωτικό παράδειγμα συνιστά η ήδη περιγραφείσα λειτουργία των πουλιών. Το συναίσθημα συνυπάρχει με μια στοχαστικότητα εξίσου βαθιά μα και πικρή, αποτυπωμένη συχνά με ύφος εξομολογητικό. Σύνθετοι συσχετισμοί οδηγούν από τη νοσταλγία της παιδικότητας και την ονειρική ανάμνηση στον σύγχρονο εφιάλτη των αντιφάσεων, των εσωτερικών συγκρούσεων και της υποτέλειας. Υποδηλώσεις πολλαπλασιάζουν τα σημαινόμενα, καθώς το «τεντωμένο νήμα του ορίζοντα» δεν είναι μόνο η θηλιά στην κρεμάλα του Ευαγόρα Παλληκαρίδη αλλά και η αγχόνη όπου εκτελείται η ελευθερία της πολύπαθης Κύπρου, ενώ και το λευκό ύφασμα που σκεπάζει το άγαλμα της Ελευθερίας πριν από τα αποκαλυπτήρια είναι στην πραγματικότητα σάβανο. Την ίδια λειτουργία επιτελούν οι δισημίες, με την «εποχή του ατόμου» να μην αντιστοιχεί απλώς στην έκρηξη της επιστήμης αλλά και του εγωιστικού ατομισμού. Από την ποίηση του Νικολαΐδη δεν απουσιάζουν ούτε τα σύμβολα («αποθηκεύοντας τον ουρανό/ βαθιά κάτω απ’ το έδαφος»), οι προσημάνσεις (ο βασιλικός ξεραίνεται, σαν να προσημαίνει τον θάνατο της γιαγιάς), οι αντιθέσεις που, παράλληλα, συγκερνούν καταστάσεις, σχολιάζοντας την αέναη ανακύκλησή τους («κι ο κύκλος κλείνει/ ανοίγοντας»).
Η ανακύκληση των καταστάσεων («ανακυκλήσεις/ του μάταιου») εξηγεί και την επιλογική απάντηση της Ριμαχόνας στον αγαπημένο της Ριμαχό: «ολόκληρη δεν θα με δεις ποτέ». Ο Νικολαΐδης αποδίδει τη συνθετότητα μα και την υποκειμενικότητα των πραγμάτων, που καθιστούν δυσδιάκριτη τη συνολική εικόνα («ολόκληρη» γυναίκα, «ολόκληρη» πατρίδα, ολοκληρωμένη/παγιωμένη ποιητική αποτύπωση). Η συνειδητοποίηση αυτή ερμηνεύει και την ώριμη, ήρεμη στοχαστικότητα του ποιητή, ο οποίος με τις συλλογές του “Η νύφη του Ιούλη” και “Ριμαχό” διαμορφώνει πια ένα πολύ προσωπικό, ιδιαίτερο ύφος. Το ενιαίο τούτο ύφος, σε συνδυασμό με τις θεματικές που κινητοποιούν τον Νικολαΐδη, καθιστά τις δύο αυτές εξαίρετες συλλογές του ένα άτυπο ζεύγος. Η απόκρυψη της απάντησης της Ριμαχόνας («[Αχ και να ξέρατε/ τι μου ψιθύρισε στ’ αυτί/ η αγαπημένη!]») συνιστά την έμμεση υπόσχεση του ποιητή για τη συνέχιση της πραγμάτευσής του στην επόμενή του συλλογή.”

.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΒΟΥΖΗΣ

“Η ΑΥΓΗ” 17/9/2023

Κατάσταση εξαίρεσης

Στο παρατιθέμενο απόσπασμα, ο Παναγιώτης Νικολαΐδης καθιστά πρόδηλο τον διάλογό του με τον Giorgio Agamben, φέρνοντας στον νου τη διαπίστωση του τελευταίου ότι «το στρατόπεδο συγκέντρωσης αποτελεί το κρυμμένο παράδειγμα του πολιτικού χώρου της νεωτερικότητας». Όμως, για τη συνέχεια, θέλω να θίξω μια βαθύτερη διάσταση της επαφής του κύπριου ποιητή με τον ιταλό φιλόσοφο. Ο Agamben εντοπίζει την Κατάσταση Εξαίρεσης στον πυρήνα της νεωτερικής εκδοχής για την ειρήνη. Συνάγεται, άρα, ότι ο πόλεμος δεν συνιστά μια τέτοια κατάσταση. Είναι δυνατόν, ωστόσο, να ταυτιστεί με αυτήν, βάσει της ακόλουθης υπόθεσης: ότι το μοντέλο της Κατάστασης Εξαίρεσης μπορεί, σε περιπτώσεις όπως του Νικολαΐδη, να χρησιμοποιηθεί και ως μοντέλο της ποιητικής λειτουργίας. Ο ίδιος, άλλωστε, ο Agamben ενισχύει τη συγκεκριμένη υπόθεση, κάνοντας μια αναλογία ανάμεσα στο δικαιικό σύστημα και στη γλώσσα: «Όλα αυτά συμβαίνουν λες και τόσο το δίκαιο όσο και ο λόγος έχουν ανάγκη από μια άνομη (ή άλογη) ζώνη αναστολής για να καταφέρουν να εδραιώσουν τη σχέση τους με τη ζωή» (Κατάσταση εξαίρεσης, μετάφραση Μαρία Οικονομίδου, σελ. 103). Θεωρώ λοιπόν πως η ποίηση του Νικολαΐδη ξεκινά από μια Κατάσταση Εξαίρεσης, η οποία συμβολίζεται με την Πράσινη Γραμμή, τη Νεκρή Ζώνη, που διαχωρίζει την κατεχόμενη από την ελεύθερη Κύπρο. Στα περισσότερα από τα ποιήματα του δεύτερου μέρους της συλλογής, υπό τον τίτλο «Γράμματα στη Ριμαχόνα», σημειώνεται ως τόπος σύνθεσης η διχοτομημένη από την Πράσινη Γραμμή Λευκωσία.
Η ποίηση στον Ριμαχό εκπορεύεται από μια χρονική καθήλωση. Έλκει, δηλαδή, την καταγωγή της από έναν βρόχο της Ιστορίας, όπου η έναρξη της τουρκικής εισβολής, τον Ιούλιο του 1974, επαναλαμβάνεται, ξανά και ξανά. Εδώ, η Κατάσταση Εξαίρεσης και ο πόλεμος ταυτίζονται. Γιατί ο δεύτερος παίρνει τη μορφή του τραύματος. Από τα προηγούμενα εξηγείται και η χρήση, σε αρκετά ποιήματα, της διαλεκτικής γλώσσας. Η Κυπριακή αντιπροσωπεύει τη ζωή που παγιδεύτηκε σε μια ορισμένη φάση του χρόνου. Ώστε αναδεικνύεται στην κατεξοχήν κοινόλεκτο της Νεκρής Ζώνης. Αντιστοιχεί σε ομιλία μέσα στο κενό.
Η περσόνα του Ριμάκο ή Ριμαχό παρουσιάστηκε το 1973, στην ποιητική συλλογή του Κυριάκου Χαραλαμπίδη Το αγγείο με τα σχήματα. Ο Γ. Π. Σαββίδης, σε βιβλιοκριτική του στο Βήμα (26 Αυγούστου 1973), επισήμανε ότι «πρόκειται για μια γενναία προσπάθεια διάπλασης νεωτερικής μυθολογίας σε ένα πρόσωπο σύγχρονο μα ανεξάρτητο από τον ποιητή». Αυτό το πρόσωπο οικειοποιήθηκαν και οι ποιητές Παντελής Μηχανικός και Κώστας Βασιλείου.
Ο Παναγιώτης Νικολαΐδης βάζει αρκετά στοιχήματα. Το πρώτο αφορά στη δεξίωση του Ριμαχό, και το κερδίζει: Η συγκεκριμένη περσόνα επωμίζεται το χρέος της υπενθύμισης, ότι η φωνή μέσα στο ποίημα –της οποίας η ομιλία συνοψίζεται, παραπλανητικά, στην ταυτολογία «Εγώ που μιλώ είμαι εγώ, ο ποιητής που γράφει»– δρομολογεί μια ανοικειωτική διαδικασία. Κερδίζει, κατά δεύτερον, το στοίχημα με τη γλωσσική παράδοση της Κύπρου: Όσα ποιήματα συνθέτει στη διάλεκτο του νησιού, σε ρυθμούς, ενίοτε, του δημοτικού τραγουδιού, διακρίνονται για την απρόσκοπτή τους επικοινωνησιμότητα. Επιπλέον, σώζεται και το διακύβευμα της Ιστορίας, αφού, όπως ανέφερα, η ποίηση της συλλογής ανάγεται σε μια Κατάσταση Εξαίρεσης η οποία προκαλείται από το τραύμα του πολέμου. Το τέταρτο στοίχημα, αυτό της εμπλοκής στη σύγχρονη πραγματικότητα, κερδίζεται επίσης, χάρη στην κριτική η οποία ασκείται στην κενολογία των πολιτικών, στα μέτρα για την πανδημία, στην ιδιώτευση μπροστά στην οθόνη, και χάρη στη μέριμνα τόσο για τα απανταχού θύματα των πολέμων, της καταπίεσης ή της οικονομικής εξαθλίωσης όσο και για τη Φύση, όταν η θεματική τίθεται στο πλαίσιο της Ecopoetry.
Το πιο σημαντικό όμως έγκειται στο γεγονός ότι τα παραπάνω στοιχήματα συνιστούν καταστατικά στοιχεία της τέχνης του Νικολαΐδη και όχι δευτερογενείς επιδιώξεις. Κατά συνέπεια, ο Ριμαχό ανέρχεται σε ένα επίπεδο απροσδόκητα ώριμου ύφους και ο λυρισμός του ανακτά μια κλασική ευρύτητα, η οποία συμψηφίζει το άτομο με το σύνολο. Από την άλλη, η μόνη ουσιαστικά αρνητική παράμετρος εντοπίζεται, κατά την άποψή μου, στην περιχαράκωση αυτής της ώριμης γραφής στο παρελθόν και το παρόν. Αν θέλει, ας λάβει υπόψη του ο ποιητής την παρατήρηση ότι μέχρι τώρα στις συλλογές του δεν έχει εντάξει ως καταστατικό στοιχείο το εξίσου βασικό στοίχημα με την προσεχή ποίηση.
*Ο Παναγιώτης Βούζης είναι δρ κλασικής φιλολογίας και ποιητής

.

Η νύφη του Ιούλη
ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΡΟΥΜΠΑΣ

OANAGNOSTIS 21/2/2021

Τραγικός μετεωρισμός

Η έκτη ποιητική συλλογή του Κύπριου ποιητή Παναγιώτη Νικολαΐδη με τον τίτλο Η νύφη του Ιούλη αντλεί το πικρό της υλικό από την εισβολή του Αττίλα στην Κύπρο το 1974 και τη συνεχιζόμενη κατοχή του νησιού από το πειρατικό τουρκικό κράτος. Ο Νικολαΐδης παρουσιάζει στις «Σημειώσεις» της συλλογής τα αισθήματα που τον κινητοποίησαν ποιητικά, όταν επισκέφτηκε για πρώτη φορά στη ζωή του τα Κατεχόμενα: «Την Πέμπτη 7/3/2019, μαζί με τους αγαπητούς συναδέλφους μου από το Γυμνάσιο Αγλαντζιάς και την οικογένειά μου, επισκέφθηκα τα Κατεχόμενα και το Γυμνάσιο Ριζοκαρπάσου. Ήταν για μένα μια συγκλονιστική εμπειρία, καθώς στην ηλικία των σαράντα πέντε ετών, έστω ως επισκέπτης, είδα για πρώτη φορά την πατρίδα μου ολόκληρη. Για πρώτη φορά οι αφηγήσεις και οι περιγραφές της μάνας μου και του τζυρού μου,[1] που κατάγονται από την κατεχόμενη Ακανθού και την Αμμόχωστο αντίστοιχα, έγιναν ζωντανή εικόνα, βίωμα και αίσθημα. Ένιωσα πραγματικά ότι ένα χαμένο κομμάτι του εαυτού μου βρέθηκε, λες και μια τρύπα που είχα μέσα μου έκλεισε και γνώρισα καλύτερα τον εαυτό μου. […]»

Τα έντονα συναισθήματα του ποιητή, τα οποία εύλογα εκλύονται από την τραγική πραγματικότητα, μεταστοιχειώνονται στη λυρική περιπλάνηση στα Κατεχόμενα και την αντίστοιχη λυρική της αποτύπωση, που χαρακτηρίζει συνολικά τη συλλογή. Τα εγκαταλειμμένα ελληνικά σχολεία στον Πενταδάχτυλο παγώνουν τον χρόνο, τις λέξεις και τη γραμματική τους: «Τώρα/ μες στην αόρατη δαντέλα του φωτός/ νιώθω να πλέω/ σε μια λεπτή φυσαλίδα νερού./ Κι όλο φυσά χωρίς γραμματική./ Από τη λέξη στο χέρι λοιπόν/ κι από το χέρι στο μυαλό./ Λες και γυρίζει ανάστροφα/ κάποιος το κλειδί/ στον αυχένα του χρόνου». Τον ίδιο μετεωρισμό με την ακινητοποίηση του χρόνου και τη νοητική ανασύνθεση του παρελθόντος, όπως αποτυπώθηκε με την «αόρατη δαντέλα του φωτός» και τη «λεπτή φυσαλίδα νερού», ο Νικολαΐδης τον αποδίδει νωρίτερα με την τρυφερή γάζα των σύννεφων σκόνης: «Σύννεφο παρατεταμένης σκόνης/ σαν γάζα/ σκέπασε την πληγή στο βουνό/ κι ύστερα περιτύλιξε τρυφερά/ τη μοιρασμένη/ πόλη./ […] Έτσι κι αλλιώς είν’ ένας άλλος τρόπος/ ν’ αγκιστρώνεσαι». Το σύννεφο της σκόνης δεν επικαλύπτει μόνο την κατοχική πληγή αλλά αποτελεί και τον ενοποιητικό παράγοντα που επανενώνει τη βίαια διαχωρισμένη κυπριακή πρωτεύουσα. Το αγκίστρωμα του ποιητή στην κατακτημένη, στη βεβηλωμένη πατρίδα, μέσα από τη χρονική παράταση του φυσικού φαινομένου («σύννεφο παρατεταμένης σκόνης») που ενοποιεί το ελεύθερο με το κατεχόμενο τμήμα της Λευκωσίας και κατ’ επέκταση όλης της Κύπρου, είναι ένα προσωρινό βάλσαμο. Η ευεργετική λειτουργία του ακινητοποιημένου χρόνου, ο οποίος επιτρέπει την παγίωση της λυτρωτικής, ενωτικής εντύπωσης, μεταλλάσσεται όταν ο «αθερινόψυχος»,[2] λιανός χρόνος επανέρχεται στην αδιάκοπη ροή του και «σε χαστουκίζει απ’ όλες τις μεριές». Γι’ αυτό και η οδυνηρή συνεχιζόμενη κατοχή επιφέρει σαν βαριά ταφόπλακα την επιλογική διαπίστωση πως «το αίμα θα ’ναι για πάντα/ το τελευταίο βερνίκι της ανθρωπότητας».

Το κόκκινο του αίματος κατακαλύπτει το λευκό οποιουδήποτε ευχάριστου αισθήματος. Τα εγκαταστημένα στο λευκό όμορφα παιδικά όνειρα διαψεύδονται από την ενήλικη πραγματικότητα, καθώς «όλο νυχτώνει στο λευκό». Η ίδια νύχτα αφορά το λευκό νυφικό που δεν προλαβαίνει ν’ ανθίσει, εξαιτίας της τουρκικής επέλασης και της συνακόλουθης αναβολής του προκαθορισμένου γάμου. Η τραγική εξέλιξη για τη νύφη του Ιούλη του 1974 μα και συνολικά για τον ελληνισμό αποδίδεται από τον Νικολαΐδη με μια σπαρακτική εικόνα, στην οποία η διακοπή της ζωής και η εγκαθίδρυση του θανάτου βρίσκει τη φύση ακινητοποιημένη, τα πουλιά να αιωρούνται αμήχανα στο ίδιο σημείο του αέρα: «Εικοσιμιάν του Ιούλη/ Κυριακήν/ εσταματήσαν ούλλα τα πουλιά// στον αέραν». Ο εκ της τραγωδίας παρατημένος γάμος θα μπορούσε να συσχετιστεί ακόμη και με την παρατημένη λεμονιά της κατεχόμενης Ακανθούς, που «λαλεί» εγκαταλειμμένη: «Μεν φύεις.[3]/ Μείνε, λαλώ σου, τζι είμ’ αθθισμένη[4]». Ο Νικολαΐδης με τον τρόπο αυτό κατορθώνει να ενισχύει και να τονίζει εμφαντικά τα απορρέοντα από την κεντρική ιστορία της νύφης του Ιούλη, διά έμμεσων συσχετισμών τους με «περιφερειακές» αφηγήσεις, οι οποίες κρατούν διαρκώς στο προσκήνιο την κεντρική.

Οι συσχετισμοί του Νικολαΐδη επεκτείνονται προς διακριτικές συνομιλίες με λογοτεχνικά έργα που διακινούν σχετικά σχόλια. Η ακινητοποίηση των πουλιών με την εισβολή ανακαλεί την αντίδραση της φύσης στα δημοτικά τραγούδια, όπως στην παραλογή «Του νεκρού αδελφού», όπου η παρά φύσει συνύπαρξη του νεκρού με τη ζωντανή αδερφή του προκαλεί τα σχόλια των πουλιών. «Η ζωή συνεχίζει να μας σπρώχνει μπροστά./ Ένα πουλί ωστόσο/ μας κοιτά καθώς φεύγουμε/ περίεργα», επιμένει ο Νικολαΐδης, ενισχύοντας την ίδια λειτουργία. Η περιέργεια του πουλιού εδώ συνδέεται ενδεχομένως με το ξάφνιασμά του για την παρουσία απρόσμενων επισκεπτών, όμως η συνέχιση της ζωής δεν παύει να προσκρούει στην τραγικότητα του ξεριζωμού και της κατοχής, με τη συνακόλουθη αντίδραση της φύσης.

Ο Νικολαΐδης δεν διαλέγεται μόνο με τη δημοτική παράδοση. Όταν ο ποιητής επιζητά τη συνδρομή του Θεού ώστε «να σπάσει το δόντι του χρόνου» ή όταν διαπιστώνει πως «εμείς εδώ σηκώνουμε/ τις πιο μεγάλες πέτρες/ της ιστορίας», ανακαλούνται από την «Ελένη» του Γιώργου Σεφέρη για την «Κύπρο τη θαλασσοφίλητη» οι ψυχές οι «δοσμένες στις μυλόπετρες, σαν το σιτάρι»· ίσως επειδή το «δόντι του χρόνου» του Νικολαΐδη αλέθει με τον ίδιο τρόπο που οι σεφερικές μυλόπετρες κονιορτοποιούν τις ψυχές στον πόλεμο. Ακόμη και η επιλογική διαπίστωση του Νικολαΐδη πως «το αίμα θα ’ναι για πάντα/ το τελευταίο βερνίκι της ανθρωπότητας» δεν απέχει από τη σεφερική για τη ματωμένη ανθρώπινη πορεία, που παγίως διολισθαίνει στον «παλιό δόλο των θεών» και βρίσκει τον κάθε Σκάμανδρο «να ξεχειλάει κουφάρια».

Κι αν ο σεφερικός Σκάμανδρος μάς επαναφέρει στον ομηρικό της Ιλιάδας, το κλάμα του φοβισμένου μικρού Αστυάνακτα όταν βλέπει τον πάνοπλο πατέρα του, τον Έκτορα, φαίνεται να συνιστά το γόνιμο χώμα όπου ριζώνει το παιδί ποιητικός ήρωας του Νικολαΐδη, όταν βάζει τα κλάματα επειδή στα μάτια του πατέρα του, που μόλις επέστρεψε από τον πόλεμο, αντικρίζει έναν φονιά: «Εθώρουν, λαλεί η μάνα μου,/ μες στα μμάθκια[5] του/ τον φονιάν/ τζι έκλαια». Και, ασφαλώς, υπό τις συνθήκες αυτές εύλογα το ερώτημα «Σε τι βοηθά λοιπόν η ποίηση» του Μανόλη Αναγνωστάκη παραλλάσσεται ελαφρώς από τον Νικολαΐδη ως «Σε τι χρησιμεύει λοιπόν η ποίηση/ όταν ο θάνατος σερβίρεται με μουσική». Η αμφισβήτηση, βέβαια, και των δύο ποιητών βρίσκει και την κοινή της απάντηση στον λυτρωτικό χαρακτήρα της ποίησης ή, όπως το διατυπώνει ο Αναγνωστάκης, «στη συνείδηση του χρέους/ Στο μεγάλο πέρασμα από τον καταναγκασμό/ Στις συνθήκες της ελευθερίας». Εξάλλου δεν είναι διόλου τυχαίο ότι και οι δύο ποιητές επιμένουν στη συγγραφή, παρά τον προβληματισμό τους, ενώ δεν παύουν να διερευνούν τον ρόλο της ποίησης. Ο Νικολαΐδης συγκεκριμένα, πραγματευόμενος την ποίηση ήδη από τις πρώτες του συλλογές (χαρακτηριστικότατοι άλλωστε οι τίτλοι «Σαν ίαμβος καθρέφτης» και «Ξενιτεύομαι μ’ ένα φωνήεν»), ρητά αποφαίνεται πως «το ποίημα είναι νάρθηκας/ για τα σπασμένα μου/ δάχτυλα», συναινώντας σαφώς στην ιαματική λειτουργία της ποίησης.

Η ποιητική γλώσσα του Νικολαΐδη αγαπά τις αποφθεγματικές συνοψίσεις, σ’ έναν συνδυασμό ουσίας, ευθύβολης διατύπωσης και διαχρονικής κατάθεσης: «Άμαν τζι έφυα να σπουδάσω,/ εκατάλαβα πόσον τυχερός/ έν’[6] ο κόσμος/ που τζοιμάται τζαι ξυπνά/ χωρίς φον[7]». Ο ποιητής αντιτάσσει στο δυσβάστακτο βάρος των τεκταινόμενων στη συλλογή, πέρα από την ίδια την ποίηση, τη θάλασσα και το φως, τα οποία αλαφρώνουν κάπως το βάρος από τις πέτρες στο στήθος των Κατεχόμενων («τα μακριά μαλλιά της Σταυρούλας/ μπλέχτηκαν στο φως»). Η γνησιότητα της εκλυόμενης συγκίνησης επιτείνεται κι από τη γνησιότητα του γλωσσικού εργαλείου, ιδίως στα ποιήματα στα οποία προκρίνεται το κυπριακό ιδίωμα. Ας σημειωθεί τέλος ότι η έξοχη αυτή συλλογή δικαίως τιμήθηκε με το βραβείο «Ζαν Μορεάς» για το καλύτερο ποιητικό βιβλίο του έτους 2019.

[1] του τζυρού μου: του κύρη μου, του πατέρα μου.

[2] Ο ποιητής διευκρινίζει στις «Σημειώσεις» της συλλογής ότι η λέξη «αθερινόψυχος» προέρχεται από το διήγημα του Γιώργου Σκαμπαρδώνη «Ένα κοπαδάκι αθερίνες», της συλλογής διηγημάτων Ντεπό.

[3] Μεν φύεις: μην φύγεις.

[4] αθθισμένη: ανθισμένη.

[5] μάθθκια: τα μάτια.

[6] έν’: είναι

[7] χωρίς φον: χωρίς φόβο

ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΕΧΛΙΒΑΝΗ

CULTUREBOOK 7/2/2021

Αυτό το ποίημα
έχει μια θάλασσα μόνο
μοιρασμένη στα δυο.

Ο Παναγιώτης Νικολαϊδης, ύστερα από μια δεκαετή και πλέον πορεία στα κυπριακά και ελληνικά λογοτεχνικά τεκταινόμενα (είναι ποιητής, ανθολόγος της κυπριακής ποίησης και κριτικός), με τη συλλογή του Η Νύφη του Ιούλη, (2019, εκδ. Σμίλη) διεκδικεί –με καλές πιθανότητες κατά τη γνώμη μου– μια αξιόλογη θέση, μια θέση ίσως όχι περίοπτη αλλά σαφώς «διακριτή», στην πληθωριστική ποιητική μας παραγωγή που επισκιάζει, αν όχι εκτοπίζει, άξια βιβλία, αποπροσανατολίζοντας κριτική και κοινό. Ήδη, το ολιγοσέλιδο αυτό βιβλίο έχει προσελκύσει την προσοχή κριτικών και ποιητών (Στέλλα Βοσκαρίδου, Αλεξανδρος Κορδάς, Λεωνίδας Γαλάζης κά.), οι οποίοι έχουν διεξοδικά ανατμήσει τα ποιήματα της Νύφης του Ιούλη, και έχει αποσπάσει το σημαντικό ποιητικό βραβείο Jean Moreas του 2020.
Η συλλογή αποτελείται από δεκαοκτώ όλα κι όλα ποιήματα που αναπτύσσονται στο, «εύφορο» λογοτεχνικά, έδαφος της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο το 1974 και στην ακόλουθη δραματική κατοχή του βόρειου τμήματος της. Έχουμε να κάνουμε με μια ποίηση η οποία αντλείται απόιστορικά γεγονότα και μέσω ενός βιωματικού και συναισθηματικού πλαισίου δεν τα μετατρέπει σε ερμηνευτικές προτάσεις ή επαληθεύσιμη γνώση για την πραγματικότητα, αλλά σε περιρρέουσα ατμόσφαιρα και οικεία αίσθησηˑ σε ένα είδος «νευροδιαβιβαστή» (Rigney, 2008) των μορφών ανάμνησης από γενιά σε γενιά. O Παναγιώτης Νικολαϊδης δεν φιλοδοξεί να διδάξει Ιστορία, ούτε προτίθεται να ερμηνεύσει το παρελθόν, που εν πολλοίς είναι αχαρτογράφητο και για την ιστοριογραφία. Ο μόνος τρόπος, όμως, για να ανασυνθέσουμε το παρελθόν, την Ιστορία, και ως εκ τούτου να κατανοήσουμε τον κόσμο, είναι να αφηγούμαστε ιστορίες για τον κόσμο (White, 1989), γεγονός που γνωρίζει καλά ο Κύπριος ποιητής και πάνω σε αυτή τη γνώση αρθρώνει τα ποιήματα αυτής της συλλογής.
Φυσικά ο Παναγιώτης Νικολαίδης δεν είναι ο μοναδικός, ούτε βέβαια ο πρώτος, που αποτυπώνει ποιητικά την κυπριακή τραγωδίαˑ έχουν προηγηθεί πολλοί ποιητές –και νεότεροι–με προεξάρχοντα τον Κυριάκο Χαραλαμπίδη. Με τρόπο λιτό, συμπυκνωμένο και ενίοτε αφαιρετικό, (γεγονός που φανερώνει τόσο τη θητεία του στον αποφθεγματικό, σχεδόν ακαριαίο Μοντη, όσο και στη στιχουργική φόρμα του χαϊκού), καταθέτει το τραυματικό του βίωμα που δεν λειτουργεί ως παραμορφωτικός καθρέφτης της συλλογικής μνήμης αλλά ως μεγεθυντικός φακός της.

ιε’

στον πατέρα μου

Κατά το σούρουπο μπήκαμε στην Αμμόχωστο.
[…]Εδώ
καμιά φωνή δεν ξεπερνά την ηχώ της.
Κι όμως,
θα πω για σε περίκλειστη κόρη
με τα φλιτζάνια γυμνά στα τραπέζια
κι όλα τα ρούχα σου απλωμένα
σ’ ένα κουλουριασμένο συρματόπλεγμα.
Κλαμόντα,
βυθίζω τα χέρια στον άλλο χρόνο
να πάρω λίγη από την άμμο σου.
Μα πώς μπορώ μ’ ένα βλέμμα, κόρη,
να σ’ αγκαλιάσω;
Αγαπημένη,
αυτό το ποίημα είναι νάρθηκας
για τα σπασμένα μου
δάχτυλα.

Πρόκειται για μια ποίηση εξωστρεφή και διαυγή που δεν υποπίπτει στην ευκολία του νεφελώδους ερμητισμού και της μελοδραματικής λυρικοπάθειαςˑ μια ποίηση δρώσα, κατά την οποία η προσωπική μνήμη γίνεται συλλογική μεθ-ιστορία και πολυφωνική μυθιστορία. Κυρίως, όμως, μια ποίηση ψυχωφελή δεδομένου ότι ο ποιητής μας, μολονότι εκφέρει τραυματικό πολιτικό και εθνικό λόγο, λυτρώνεται στην ακεραιότητα, στο όλον, της γλώσσας.
Και ερχόμαστε στο πιο σημαντικό στοιχείο της ποίησης του Νικολαϊδη: τη χρήση της κυπριακής διαλέκτου είτε αμιγώς σε ένα ποίημα, είτε ως ενσωμάτωση λέξεων ή φράσεων στο ποιητικό νεοελληνικό γλωσσικό σώμα. Είναι πιθανόν πως το τραγικό βίωμα και η ακόλουθη ποιητική του «αναπαράσταση», οδηγεί στην καταφυγή και την παρηγοριά της μητρικής του γλώσσας. Ίσως πάλι να γίνεται το αντίστροφοˑ να είναι δηλαδή η χρήση του κυπριακού ιδιώματος που φορτίζει το ποίημα και το «ηλεκτρίζει», που το καθιστά σχεδόν αδιαμεσολάβητη, εξού και δραματική, ατομική και συλλογική αλήθεια. Όπως και να έχει, τα τρία ποιήματα της συλλογής που είναι αμιγώς σε κυπριακή διάλεκτο είναι τα καλύτερα του βιβλίουˑ είναι μια δαντέλα τρυφερότητας απ’ όπου διακρίνονται ο νόστος και η πληγή, μια απωλεσθείσα αθωότητα και μια πικρή ενηλικίωση, όπως το βλέμμα που χαϊδεύει τις φωτογραφίες των νεκρών γονιών. Λες και σ΄ αυτά κατορθώνεται το λογγίνειο ύψος, η υψηλότερη στιγμή της ποίησης, ο θαυμαστός συντονισμός του έπους (λέξης) με το πάθος, από όπου προκύπτει η μεγάλη συγκίνηση.

α’

Μες στον πόλεμον
η μάνα μου εβάσταν με σφιχτά
μες στ’ αγκάλια της τζι εβουραν.
Εν είσεν νερόν.
Άμαν τζι εγίνην το κακόν
τζι ο τόπος εμοιράστηκεν
εστράφηκεν με το καλόν ο τζύρης μου
τζι εγύρεψεν να με πιάσει.
Εν τον εκατάλαβα.
Εθώρουν, λαλεί η μάνα μου,
μες στα μμάθκια του
τον φονιάν
τζι έκλαια.

Και το εξαιρετικό, ομώνυμο τρόπον τινά, ποιήμα, εμπνευσμένο από την πραγματική ιστορία της Αργυρώς Χριστοφόρου

ιστ’

της Αργυρώς

Ήτουν να παντρευτώ Κυριακήν.
Παρασκευήν εφέραν μου το νυφικόν.
Εφόρησά το μόνον μιαν φοράν
(άμπα τζαι λερωθεί)
τζι ύστερις
άννοια το ερμάριν μου κρυφά
τζι εθώρουν το.
Σάββατον ξημερώματα εγίνην η εισβολή.
Το νυφικόν έμεινεν πίσω
κρεμασμένον
στην Περιστερωνοπηγήν.
Εικοσιμιάν του Ιούλη
Κυριακήν
εσταματήσαν ούλλα τα πουλιά

στον αέραν.

Στη συλλογή αυτή, η “διαίρεση” είναι δεσπόζουσα κυριολεκτικά και μεταφορικά. Αυτός ο δυισμός, που είναι ένα είδος διαλεκτικής του όλου και του μέρους, του είναι και της απώλειας, παρεισφρέει παντού. Τέμνει τη θάλασσα, «η αγαπημένη θάλασσα της Κερύνειας/χτυπά με δύναμη τον κερατοειδή», την ακτογραμμή, τα βουνά και τα δέντραˑ τη φύση ολόκληρη. Σε μια επίσκεψη μνημονικού προσκυνήματος στο υπό κατοχή χωριό της μάνας του, την Ακανθού, το ποιητικό υποκείμενο, σε μια έξοχη εξωλογική οπτικοακουστική αλλά και οσφρητική μέθεξη, ακούει μια λεμονιά να του ψιθυρίζει «Μεν φύεις./ Μείνε λαλώ σου, τζι είμ’ αθθισμένη». Παντού υπάρχουν ρωγμές, ακόμα και σ’ αυτό το ηλιόλουστο νησί «ό,τι ανασαίνει απ’τη σκιά/ αχνίζει πιο πολύ από φως/ σαν βρέφος/ αέρας γεμίζει τα πνευμόνια του/ και κλαίει». Η “διχοτόμηση” ανιχνεύεται και στη γλώσσα του νησιού, εκεί όπου η τουρκική γλώσσα είναι «λέξεις ξένες/ αιχμηρές/ μαύρο σπαθί» και «σπάνε δόντια και ρυθμό/ σαν λεύκες καρφωμένες ολόισια». Το μόνο που είναι ακέραιο είναι η γλώσσα της ποίησης. Σε αυτήν συναιρούνται η ελληνική γλώσσα μαζί με την κυπριακή διάλεκτο και οργανικά δεμένες λειτουργούν αρμονικά, “λατρεύονται” και δίνουν στιγμές εύφορης ποίησης, ακόμα και αν ο Νικολαϊδης βιώνοντας ένα περιπεπλεγμένο εθνικό πένθος, αναρωτιέται με απογνωση «Σε τι χρησιμεύει λοιπόν η ποίηση/ όταν ο θάνατος σερβίρεται με μουσική/κι όταν μπορείς μονάχα μ’ ένα κλικ/να δεις ένα κομμένο κεφάλι/ να κυλιέται στο χαλί σου;».
Ο ποιητής δείχνει μια ξεχωριστή αγάπη στα πρωτογενή φυσικά στοιχεία, στην πρώτη ύλη των πραγμάτωνˑ στις ρίζες, είτε αυτές είναι οι γεννήτορες, είτε είναι η πατρίδα. Αγαπά τη φύση, το φως, τον ήλιο και τη θάλασσα (στοιχεία που επανερχονται στην παρούσα συλλογή αλλά και στην εν γένει την ποίησή του), το χώμα, το νερό, την πέτρα. Αγαπά ότιδήποτε στοιχειώδες και κυτταρικό, ίσως γι’ αυτό και τα ποιήματα αυτά είναι απλά και δωρικά, με κύστεις θερμού αλλά όχι “ξεχειλωμένου λυρισμού”. Η Νύφη του Ιούλη, χωρίς συμβολιστικές μεγαληγορίες, με ένα φορτίο βιωματικό που δεν “καθιζάνει” από τις αυτοαναφορές, σε ελεύθερο στίχο (γιατί δύσκολα η τραγωδία και η συναισθηματική πολυπλοκότητα μορφοποιείται αυστηρά), ευκίνητη και ευθύβολη, αποδεικνύει ότι η καλή ποίηση και εν γένει η καλή λογοτεχνία δεν αυτονομείται από την πραγματικότητα, δεν δημιουργείται σε πραγματολογικό κενό. Ο Νικολαϊδης καταφέρνει με μέσα ποιητικά να αρθρώσει πολιτικό λόγο, να δημοσιολογήσει χωρίς διακηρυγματικές έξάρσεις και μας δώσει ποιήματα υψηλής θερμοκρασίας και συγκίνησης.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΟΡΔΑΣ

Περιοδικό Νέο Πλανόδιον 5/12/2019

Η Εκκρεμής Θέση της Νύφης του Ιούλη

Η Νύφη του Ιούλη είναι το έκτο κατά σειρά ποιητικό βιβλίο του Παναγιώτη Νικολαΐδη. Αποτελείται από δεκαοχτώ ποιήματα σε ελεύθερο στίχο τα οποία συνθέτουν μια ενιαία αφήγηση. Το νήμα το οποίο διατρέχει την συλλογή είναι εκείνο της κατοχής του βορείου τμήματος του νησιού από τους Τούρκους και βέβαια εκείνο της εισβολής του ‘74. Ωστόσο, ο Νικολαΐδης δεν εργαλειοποιεί το θέμα του προκειμένου να εκβιάσει το συναίσθημα του αναγνώστη. Χτίζει την αφήγησή του μεθοδικά αγγίζοντας με λεπτότητα τις διαφορετικές πτυχές του ζητήματος. Μα είναι πρώτα και κύρια η δική του πληγή που διαπραγματεύεται, ο δικός του νόστος που παραμένει εκκρεμής για να μετατραπεί σε ένα ακατάβλητο μαράζι. Γιατί, όπως μαθαίνουμε και από το επίμετρο του βιβλίου, η αφορμή για να γραφτούν ετούτα τα ποιήματα δόθηκε όταν ο Νικολαΐδης ταξίδεψε στα Κατεχόμενα, όταν είδε δηλαδή για πρώτη φορά ολόκληρο το νησί του. Η εμπειρία αυτή θα πρέπει να ήταν για εκείνον πηγή ενός εσωτερικού κλυδωνισμού, οι απόηχοι του οποίου δίνουν και τον ρυθμό στα ποιήματά του: «Μες στον πόλεμον/ η μάνα μου εβάσταν με σφιχτά/ μες στ’ αγκάλια της τζι εβούραν». Με τούτα τα ελληνικά ξεκινά η αφήγηση του και δεν έχουμε ανάγκη από κανένα γλωσσάρι για να μας υποδείξει τι πάει να πει ετούτο το » εβούραν » το οποίο μονάχο του φαντάζει κάπως ξένο στ’ αφτιά του ελλαδίτη αναγνώστη. Μια μητέρα τρέχει με το παιδί της στ’ αγκάλια της προκειμένου να γλυτώσει από την σφαγή. Ο πατέρας θα κρατήσει για πρώτη φορά το παιδί στην δική του αγκαλιά όταν το κακό θα έχει πια συντελεσθεί κι ο τόπος θα είναι στο εξής διαιρεμένος. Εκείνο βλέποντας στο βλέμμα του πατέρα του τον φονιά θα ξεσπάσει σε κλάματα. Τί είδε όμως πραγματικά το παιδί στο βλέμμα του πατέρα; Είδε άραγε τον εχθρό που κυνηγούσε να σκοτώσει εκείνο και την μητέρα του ή μήπως το δολοφονικό μίσος το οποίο είχε αγκιστρωθεί στην ματιά του τζυρού του, μετά από τα γεγονότα της εισβολής. Το απόσπασμα διατηρεί σκόπιμα μια αμφισημία κι αυτό γιατί βρισκόμαστε σε ένα συναισθηματικό πεδίο όπου το κυρίαρχο στοιχείο είναι ο τρόμος, ο καθαρός τρόμος του παιδιού μπροστά σε κάτι που το υπερβαίνει.

Το τραύμα της παιδικής ηλικίας είναι ένα θέμα το οποίο επανέρχεται συχνά τόσο στην ποίηση των ελλαδιτών όσο και σ’ εκείνη των Κυπρίων ποιητών, ιδίως των πιο νέων, όπως διαπιστώνει και ο ίδιος ο Νικολαΐδης στην εισαγωγή της συλλογής κριτικών κειμένων του για την νεώτερη ποίηση της Κύπρου υπό τον τίτλο: Η γενιά της κατοχής και της αφθονίας.[1] Η δική μας εντύπωση είναι πως η χρήση του θέματος αυτού μπορεί εύκολα να εκτραπεί σε έναν μάλλον άχαρο παλιμπαιδισμό. Στην ποίηση του Νικολαΐδη ωστόσο, έχουμε ένα τραύμα που μπορούμε να μυρίσουμε το αίμα του, ένα παράπονο το οποίο υπερβαίνει την ηλικία: «κόμα θθυμούμαι./ Ως την πέμπτην δημοτικού/ έππεφτα με την μάναν μου./ Εξύπνουν, λαλεί,/ τζαι που τον φόον/ εν εκλείαν τα μμάθκια μου./ Άμαν τζι έφυα να σπουδάσω/ εκατάλαβα πόσον τυχερός/ εν ο κόσμος/ που τζοιμάται τζαι ξυπνά χωρίς φον». Στο ποίημα αυτό ο Νικολαΐδης διαπραγματεύεται με έναν τρόπο έμμεσο την εμπειρία της εισβολής και του αποτυπώματος που άφησε στην μνήμη. Ακόμη θυμάται, μας λέει ο αφηγητής, πως μέχρι την πέμπτη δημοτικού ξύπναγε μες στην νύχτα από τον φόβο. Το λέει, κι η γλώσσα του τρέμει μεταλαμβάνοντας το σώμα και το αίμα της κυπριακής διαλέκτου: «εν εκλείαν τα μμάθκια μου». Κι ακούμε ακόμη το αναφιλητό του προηγούμενου ποιήματος, με την αγωνία της μητέρας και του τζυρού, με τον τρόμο του παιδιού. Κι ο φόβος σε τούτα τα ελληνικά γράφεται με νι (φον) και αν δεν κάνω πολύ μεγάλο λάθος το νι ετούτο ανήκει του φονιά. Η φυσική ενρίνωση της κυπριακής διαλέκτου αξιοποιείται εδώ για να αποδώσει ένα βάθος στο ίδιο το σημαίνον του φόβου, σε τέτοιο βαθμό ώστε να επισυμβαίνει μια διάκλειση προς το σημαινόμενο του – ο φόβος ως φόβος για τον φονιά. Δεν πρόκειται βέβαια για κανένα χαριτωμένο λεκτικό παιχνιδάκι, αλλά για μια γλώσσα που μπορούμε να αισθανθούμε την σάρκα και το δέρμα της. Κι ο Νικολαΐδης συνεχίζει την καταβύθιση του στο τραύμα της παιδικής ηλικίας. «Μέχρι τα δέκα/ ονειρευόμουν να κάνω κάτι ηρωικό./ Κι είχα πραγματικά μεγαλεπήβολα σχέδια./ Να περισώσω σπάνια είδη/ δάση τροπικά/ τα πεινασμένα παιδιά της Αφρικής/ να λευτερώσω την πατρίδα μου». Κι από τούτη την συμπαράθεση καταλαβαίνουμε πως η φαντασία του παιδιού που όλα τα χωρεί κι όλα τα καταφέρνει δίνει την θέση της στην προσγειωμένη ματιά, αλλά και κάποτε στην ματαίωση του ενηλίκου: «Όσο κι αν ονειρεύομαι όμως (…) όλο νυχτώνει στο λευκό», θα πει παρακάτω. Στίχοι οι οποίοι ποτίζουν το ποίημα με μια γεύση του ανεκπλήρωτου, τόσο ισχυρή για τον ποιητή, ώστε να του δημιουργεί μια αίσθηση πως ούτε και το Επέκεινα δεν είναι σε θέση να την αποσοβήσει. Ταυτόχρονα όμως λαμβάνει χώρα ακόμη μία αλλαγή, το ποίημα δεν μας μιλά πλέον στην κυπριακή διάλεκτο, αλλά στην κοινή ελληνική. Με την μετάβαση αυτή ο Νικολαΐδης υπογραμμίζει την απολεσθείσα αθωότητα αφενός και αφετέρου μας παρουσιάζει ανάγλυφα την μεταιχμιακή θέση του Κυπρίου ο οποίος ακροβατεί συνεχώς μέσα στην ίδια του την γλώσσα. Κι όμως το όνειρο θα γίνει εδώ το ζύγι των πραγμάτων, το κρυφό μαράζι το οποίο ακόμη γυροφέρνει στην σκέψη του ενηλίκου: «Να λευτερώσω την πατρίδα μου». Μας λέει κι ακούμε σχεδόν τον αναστεναγμό του, μιας και δεν μπορεί να εγκαταλείψει πλήρως αυτή την τόσο ευγενική επιθυμία των παιδικών του χρόνων.

Την αθωότητα της παιδικής ηλικίας θα διαδεχτούν οι ποικίλοι συμβιβασμοί της ενήλικης ζωής, μια εικόνα την οποία διαρρηγνύουν πότε οι εκλάμψεις της φαντασίας και του ονείρου και πότε μια πικρή ειρωνεία: «άνθρωποι που μασούν/ καθώς/ ο οισοφάγος τους συστέλλεται/ κατεβάζοντας σβώλους τροφής στο στομάχι». Το τέταρτο ποίημα της σειράς, από το οποίο μόλις παραθέσαμε κάποιους στίχους, μας παρουσιάζει γλαφυρά την εικόνα του σύγχρονου αλλοτριωμένου Υποκειμένου, το οποίο θέτει ως κύριο άξονα της ζωής του την κατανάλωση, εν προκειμένω την κατανάλωση της τροφής. Ο Μισέλ Φουκώ (Michel Foucault) στις Ετεροτοπίες του, μας λέει πως η μετάβαση από το Υποκείμενο του 19ου αιώνα σ’ εκείνο του 20ου είναι κατά βάση η μετάβαση από τον παραγωγό στον καταναλωτή.[2] Με την έννοια πως στην ύστερη φάση του Καπιταλισμού και εξαιτίας της αυξανόμενης εκμηχάνισης της παραγωγής, αυτό το οποίο απαιτείται από το Υποκείμενο, προκειμένου να επιβιώσει το σύστημα, είναι ακριβώς το να καταναλώνει. Σημαίνοντα ρόλο σε αυτήν την φάση, εξηγεί ο Φουκώ, διαδραματίζει η τροφή, ως το κατεξοχήν αντικείμενο καταναλωτικής απόλαυσης. «Σε λειτουργία λανθάνουσας ύπαρξης», θα μας πει ο Νικολαΐδης, «ανθίζουμε εμείς./ τα παιδιά των νεκρών./ Ένας πλανόδιος πεπτικός σωλήνας». Η τελευταία φράση μας δίνει ακριβώς την καλύτερη δυνατή περιγραφή του μοντέρνου Υποκειμένου, το οποίο υπό το καθεστώς του θανάτου του Θεού εισέρχεται σε μια κατάσταση λανθάνουσας ύπαρξης. Αποζητά δηλαδή την πραγμάτωσή του μοναχά μέσα από εφήμερα αντικείμενα, ψάχνει για μια τροφή η οποία δεν προσφέρεται ως κοινωνία, αλλά πέφτει στο υπαρξιακό κενό δίχως να φέρνει ποτέ την πλήρωση. Γι’ αυτό, το ταξίδι του Νικολαΐδη στην κατεχόμενη πλευρά της Κύπρου, τίθεται εξαρχής ως προσκύνημα, ως αναζήτηση ενός νοήματος το οποίο έχει διαρραγεί. Κι έτσι ενώ σε ένα πρώτο επίπεδο εκείνο που φαίνεται να τον απασχολεί είναι η ρωγμή των συνόρων η οποία διατρέχει το σώμα του νησιού, σε ένα δεύτερο και πιο ουσιαστικό επίπεδο η ψηλάφηση της ραγισματιάς προχωρεί προς τα μέσα.

Στο πέμπτο ποίημα της σειράς ο Νικολαΐδης παρατηρεί ένα «σύννεφο παρατεταμένης σκόνης», το οποίο κρέμεται ως γάζα πάνω από την πόλη για να σκεπάσει την πληγή στο βουνό. Κι όπως μαθαίνουμε από τις σημειώσεις στο επίμετρο του βιβλίου, ο Νικολαΐδης βλέπει ως πληγή την τεράστια σημαία του » τουρκοκυπριακού ψευδοκράτους «. Είναι τέτοιο το μένος του για το γεγονός της Κατοχής, ώστε δεν θέλει να έχουμε καμία αμφιβολία για το τι εννοεί. Η τουρκική σημαία λοιπόν ως πληγή, μια πληγή με την οποία πρέπει να μάθει κανείς να ζει, βλέποντάς την σε απόσταση αναπνοής από το παράθυρο του μικρού του γραφείου, μαθαίνοντας να ζει απέναντι από ένα καθεστώς το οποίο θέτει διαρκώς την εξαίρεση. Ο Τζόρτζιο Άγκαμπεν (Giorgio Agamben) στην θεωρητική του επεξεργασία ορίζει το καθεστώς εξαίρεσης ως μία περίπτωση κατά την οποία μια κίνηση της Ισχύος καταλύει τον Νόμο, συνήθως επικαλούμενη μια κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, ακριβώς δηλαδή μία εξαίρεση στο εκάστοτε νομικό πλαίσιο.[3] Έτσι ο ίδιος ο Νόμος προσφέρει τις δυνατότητες της αδρανοποίησης του, πράγμα από το οποίο επωφελούνται υποψήφιοι τύραννοι προκειμένου να αδράξουν την εξουσία και να δημιουργήσουν μία νομική λίμβο (limbo), εντός της οποίας η ίδια τους η Ισχύς τίθεται ως ο μοναδικός Νόμος. Η παραπάνω περιγραφή μας φέρνει αναγκαστικά στον νου την Τουρκία, η οποία χρησιμοποιώντας το πραξικόπημα του Ιωαννίδη ως αφορμή για την εισβολή στο βόρειο τμήμα του νησιού, κατάφερε το 1974 να εδραιώσει την κυριαρχία της σε αυτό και να δημιουργήσει ακριβώς μια τέτοια κατάσταση εκτός Νόμου. Είναι σαφές λοιπόν ότι το βόρειο τμήμα του νησιού από την στιγμή που συνέβη το κακόν τζι ο τόπος εμοιράστηκεν, έχει αποκτήσει έναν ετεροτοπικό προσδιορισμό, είναι ένας ου-τόπος μεταξύ του νόμιμου και του παράνομου, ένας χώρος διαρκούς εκκρεμότητας προς επίλυση. Το ταξίδι του Νικολαΐδη στα κατεχόμενα είναι υπό αυτήν την έννοια ένα ταξίδι στην άλλη μεριά, μια Νέκυια, όχι τόσο Ομηρική, όσο Σινοπουλική, ακριβώς γιατί ο ποιητής του Περισσού θέτει με έναν τόσο ριζικό τρόπο την εκκάλυψη ενός μεταιχμιακού ασυνείδητου τοπίου στην Ιστορική μνήμη του Εμφυλίου Πολέμου. «Πρώτη φορά γυρίσαμε την άλλη πλευρά/ τον άλλο πενταδάχτυλο». Θα μας πει ο Νικολαΐδης καθώς εισέρχεται σε αυτήν την άλλη πραγματικότητα, η οποία θυμίζει τον βυθό μιας οθόνης ή καλύτερα ενός καθρέφτη. «Λες και γυρίζει ανάστροφα/ κάποιος το κλειδί/ στον αυχένα του χρόνου». Κι ο αυχένας του Χρόνου είναι βέβαια και ο αυχένας του νησιού, το βόρειο τμήμα του το οποίο μακραίνει μέσα στην θάλασσα. Εκεί, συμβαίνουν πράγματα τα οποία μοιάζουν να διασαλεύουν την φυσική τάξη, ένα πουλί, σαν εκείνο των δημοτικών τραγουδιών, κοιτάζει παράξενα, δυο ποιήματα πιο κάτω μια λεμονιά ψιθυρίζει στον αφηγητή να παραμείνει στην μητρώα γη: «Μεν φύεις. Μείνε, λαλώ σου, τζι ειμ’ αθθισμένη». Τα δικά της λεμόνια δεν είναι τα Πικρολέμονα του Λώρενς Ντάρρελ (Lawrence Durrell), του Άγγλου συγγραφέα του οποίου το εν λόγω βιβλίο αποτελεί προπαγανδιστικό κείμενο της αγγλικής αποικιοκρατίας. Η αντίστιξη αυτή, με την αναφορά στον Ντάρρελ και στην ποιητική του συλλογή Bitter lemons από την μια και την λεμονιά του δημοτικού τραγουδιού από την άλλη, γίνεται σκόπιμα από τον Νικολαΐδη προκειμένου να υπογραμμίσει την διαφορά ανάμεσα στην κυριαρχική γραφή και την ζώσα ελληνική Παράδοση. Διότι η μήτρα της γλώσσας μας είναι ετούτο το ζωντανό ξύλο το οποίο απλώνει τις ρίζες του από τις κυπριακές Ρίμες Αγάπης και τον Απόκοπο του Μπεργαδή της κρητικής παράδοσης, για να ανοίξει τους κλάδους της μέχρι τις μέρες μας. Κι η ποίηση του Νικολαΐδη κρύβει μέσα της τα θροΐσματα αυτού του μεγάλου δέντρου, την εσωτερική λαλιά στην οποία πρώτος ο Όμηρος μας μίλησε, ανάμεσα στα άλλα, και για τον καημό μιας γυναίκας που περιμένει τον άντρα της.

ce92ce99ce92ce9bce99ce9146.jpgΕίναι σε γλώσσα καρδιακή λοιπόν με την οποία ο Νικολαΐδης μας μιλά για τον καημό της δικής του νύφης: «Ήτουν να παντρευτώ Κυριακήν./ Παρασκευή εφέραν μου το νυφικόν./ Εφόρησα το μόνον μία φοράν./ Σάββατο ξημερώματα εγίνην η εισβολή./ Το νυφικόν έμεινεν πίσω κρεμασμένον». Αυτή είναι σε λίγες γραμμές η ιστορία της νύφης που ‘ταν να παντρευτεί εικοσιμίαν του Ιούλη. Στο βιβλίο του ο Νικολαΐδης μας παρουσιάζει την διττή της θέση. Στον άξονα του πραγματικού πρόκειται για μια κοπέλα, την Αργυρώ Χριστοφόρου, της οποίας ο γάμος ματαιώθηκε από την εισβολή. Στον άξονα του συμβολικού όμως η Νύφη είναι η ίδια η Κύπρος η οποία επίσης περιμένει μία ένωση που παραμένει εκκρεμής. Εξετάζοντας αυτήν την μετέωρη θέση ο Νικολαΐδης εισέρχεται κατά βάση σε ένα ζήτημα ταυτότητας: πώς μπορεί κάποιος να υπάρχει περιμένοντας μία λύση που διαρκώς επίκειται. Και για να το διατυπώσουμε διαφορετικά: τί σημαίνει να είναι κανείς Κύπριος. Ένα ερώτημα που διαπλέκεται με το εξής ευρύτερο του: τί σημαίνει να είναι κανείς Έλληνας. Κι από την απέναντι πλευρά, εκείνη της τουρκικής επεκτατικότητας, βλέπουμε να κατασκευάζεται μεθοδικά ένας μηχανισμός αποσιώπησης και διαστρέβλωσης της αλήθειας ο οποίος αναπλάθει την ίδια την γλώσσα μετονομάζοντας, όπως μας λέει με περισσή ειρωνεία ο Νικολαΐδης, την εισβολή σε φτερούγισμα, τους εποίκους σε πρόσφυγες, τις σφαίρες σε βάλσαμο, κ.ο.κ. Η πραγματικότητα ωστόσο παραμένει, κανένας οργουελικού τύπου μετωνυμικός μηχανισμός, δεν πρόκειται να αποσοβήσει το αίμα των αδικοχαμένων. Το αίμα τίθεται εδώ ως το τελευταίο βερνίκι της ανθρωπότητας, ένα βερνίκι το οποίο είναι αδύνατον να αποξεστεί από αυτήν. Κι είναι σε αυτό ακριβώς το σημείο, νομίζω, όπου διαφαίνεται η πρόταση του Νικολαΐδη: εάν δεν αναμετρηθούμε με το αίμα των αδικοχαμένων δεν μπορούμε να έρθουμε πραγματικά σε επαφή με την ταυτότητά μας. Μένοντας αμύητοι σε αυτό το οποίο ο Σολωμός συνόψισε με τον στίχο του: Πέλαγο μέγα πολεμά, βαρεί το καλυβάκι, δεν θα είμαστε παρά πλανόδιοι πεπτικοί σωλήνες, θα αναζητούμε δηλαδή την ουσία σε οτιδήποτε πέρα από τον εαυτό μας. Είναι ανάγκη λοιπόν να ακούσουμε την φωνή των νεκρών η οποία μας ζητά να αντιταχθούμε στο πνεύμα το οποίο μας περιφρονεί και ζητά να μας συνθλίψει. Η ένωση επομένως δεν μπορεί να είναι παρά ένωση με τον εαυτό μας. Μόνο γινόμενοι νυμφίοι του εαυτού μας θα μπορέσουμε να αδρανοποιήσουμε το βαρβαρικό στοιχείο το οποίο έρχεται και ζητά να αλώσει την ανθρωπιά μας. Ο λόγος για τον οποίο πιστεύω πως η περίπτωση του Νικολαΐδη ξεχωρίζει σήμερα στα ελληνικά γράμματα είναι ακριβώς γιατί διαπλέκει με έναν τρόπο τόσο κομβικό το προσωπικό με το συλλογικό, χαράσσοντας έναν δρόμο πέρα από τα ιδιωτικά οράματα, προς μια ποίηση που θα είναι και πάλι δυνατόν να μας αφορά όλους.

ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΕΤΡΙΔΗΣ

Περιοδικό Νέο Πλανόδιον 4/12/2019

Η οδοιπορία του Παναγιώτη Νικολαΐδη
Η πρώτη μου εντύπωση από την ποιητική πορεία του Παναγιώτη Νικολαΐδη ήταν ανεπιφύλακτα θετική, τουλάχιστον όσον αφορούσε την τεχνική αρτιότητα και τον έλεγχο των εκφραστικών του μέσων. Η λεγόμενη οικονομία της γλώσσας εύρισκε εδώ επιτυχή πραγμάτωση, στα ολιγόστιχα μεν, αλλά εντυπωσιακά στη λιτότητα και πυκνότητα ποιητικά του ολοκληρώματα. Επρόκειτο –έτσι το εισέπραττα– για έναν δημιουργό εν πλήρει επιγνώσει των αισθητικών κανόνων της τέχνης του λόγου – και συγκεκριμένα της ποίησης. Από την πρώτη του κιόλας εκδοτική εμφάνιση, με το βιβλίο Σαν Ίαμβος Καθρέφτης, ξεχωρίζει με τις προαναφερθείσες αρετές και παίρνει το Κρατικό Βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου Λογοτέχνη. Από εκεί και πέρα η ανέλιξή του είναι κλιμακωτά ανοδική, όπως ανοδική διαγράφηκε κι η ανέλιξή του στον κριτικό-δοκιμιακό λόγο.

Απέναντι στη συνεχή και πολύμορφη αυτή κατάθεση, η αξιολογική στάση μου ήταν ανεπιφύλακτα υπερ-θετική… Διάβαζα κι απολάμβανα στίχους και ποιήματά του εξαιρετικής πυκνότητας και συνειρμικής δυναμικής. Χαιρόμουν τη λεπτότητα και τρυφερότητά τους, ιδιαίτερα όπου παρεισέφρεε με επιτυχία το διαλεκτικό στοιχείο.

Το νέο του βιβλίο, Η Νύφη του Ιούλη, είναι μια δυνατή κι ολοκληρωμένη στην παν-οπτική της θέαση ποίηση, ικανή να τοποθετήσει τον ποιητή στους πιο λεπταίσθητους και ποιοτικότερους καταγραφείς της πρόσφατης –χαίνουσας ακόμα– εθνικής περιπέτειας.

Όσο κι αν πρόκειται για σχετικά ολιγόστιχα ποιήματα, υποβαστάζονται δομικά και ανελίσσονται με αρμονικές διακυμάνσεις ρυθμού και συνειρμικής δυναμικής – εκλύοντας μ’ αυτό τον τρόπο αισθητικό κραδασμό, ικανό να συγκινήσει βαθιά τον αναγνώστη. Ο ποιητής τής Νύφης του Ιούλη, με ιερατικό βάδισμα κι εκτεταμένο στον ιστορικό χρόνο βλέμμα, κινείται σ’ έναν παλίμψηστο και μυθοποιημένο σχεδόν χώρο. «Μ’ ανοιχτά και ξάγρυπνα» τα μάτια της ψυχής του, προσφέρει στον επαρκή αναγνώστη έναν πυκνό κι εναλλασσόμενης έντασης ποιητικό λόγο. Τα εξαίρετα δημιουργήματά του ποτέ δεν είναι μια εύηχη περιγραφή, ποτέ δεν είναι εξεζητημένες λεκτικές συμπύκνωσεις – και κατ’ ουδένα λόγο αυτάρεσκα στεγνός στοχαστικός λόγος.

Με τους εναρκτήριους ήδη στίχους ανοίγεται κι ο προθάλαμος, θα έλεγα, ενός λυρικού Οδοιπορικού, με το πρώτο μιας σειράς ποιημάτων, που έχουν το εξής κοινό γνώρισμα: την ποιητική κατάθεση τραυματικών αποτυπωμάτων της αδιαμόρφωτης εν πολλοίς παιδικής ψυχής του ποιητή, κάτι που εκφράζεται επανειλημμένα με λιτούς, επικής χροιάς στίχους στην κυπριακή διάλεκτο:

Μες στον πόλεμον
η μάνα μου εβάσταν με σφιχτά
μες στ’ αγκάλια της τζι εβούραν.

Με λιτό βηματισμό περιγράφει στη συνέχεια την επιστροφή τού πατέρα από τον πόλεμο, σε μια φροϋδικού κλίματος υποδοχή από το ίδιο το παιδί του, καθώς περίεργα διαβάζουμε:

Εθώρουν, λαλεί η μάνα μου,
μες στα μμάθκια του
τον φονιάν,
τζι έκλαια.

Η κυπριακή ιδιωματική γλώσσα ευτυχεί ποιητικά κάτω απ’ τη λεπταίσθητη πένα του, που της δίνει έτσι τη δυνατότητα να εκφράσει με δύναμη και ευαισθησία καταστάσεις και βιώματα πέραν του λαϊκού, ηθογραφικού χώρου. Συνεχίζει έτσι να προσθέτει επάξια στην καταξιωμένη κληρονομιά των σπουδαίων προπατόρων του είδους, από τον λυρικο-επικό Βασίλη Μιχαηλίδη, μέχρι τον καθαρά λυρικό Δημήτρη Λιπέρτη – και άλλους νεότερους… Ο ποιητής καταφεύγει συχνά στη λαϊκή γλώσσα, θέλοντας να προσδώσει στον λόγο του ξεχωριστή αμεσότητα και παραστατική δύναμη.

Τον παρακολουθούμε στη συνέχεια να περιφέρεται στην κατεχόμενη πατρίδα του ως συνεπαρμένος κι αλαφροΐσκιωτος περιπατητής, πατώντας όχι «την ολόμαυρη ράχη» της, αλλά έναν τόπο ακόμα χλωρό, άσβεστης μνήμης… Δομεί έτσι με μαεστρία το ψυχογραφικό και ιστορικό φόντο, μέσα από το οποίο θα προβάλουν ως μορφές σε εικονοστάσι, οι σημερινές θρυμματισμένες εικόνες της ακόμα καλά αναγνωρίσιμης πάτριας γης του.

Σύννεφο παρατεταμένης σκόνης
σαν γάζα
σκέπασε την πληγή στο βουνό –
κι ύστερα περιτύλιξε τρυφερά
τη μοιρασμένη πόλη.

Ο ποιητής, όπως προανέφερα, είναι στη στιχουργική δομή συνθετικός, υπό την έννοια της αρμονικής ενορχήστρωσης του αφηγηματικού με το λυρικό, του περιγραφικού με το δραματικό, με κορωνίδα τον καταληκτικά πυκνό και πολύσημο λόγο.

Από την τρύπα βλέπω ένα παιδί,
κάθεται μόνο σ’ ένα κλαδί
κουνώντας ρυθμικά τα πόδια του
πέρα δώθε
στο χάος.

Σε τέτοιες ευτυχείς στιγμές, οι αισθητικοί κραδασμοί επισυμβαίνουν με μοναδική ευστοχία και χωρίς αναφομοίωτο λεκτικό υπόλοιπο, ώστε ο αναγνώστης να μη σταματά πια σε κανένα λογικό νόημα, αλλά ν’ αφήνεται απερίσπαστος να κολυμπά ευδαιμονικά στα νερά ενός απέριττα μορφοποιημένου ποιητικού λόγου… Γιατί ακριβώς σ’ αυτό πρέπει πάντοτε να κατατείνει, στις κορυφαίες της πραγματώσεις, η καλή ποίηση: Να υποβάλλει –και όχι να ονομάζει– τα μεγάλα και υψηλά. Να προκαλεί – και όχι να περιγράφει– την ψυχική ανάταση. Κι αυτό επιτυγχάνεται ρίχνοντας την κατάλληλη εικόνα, μεταφορά ή ρυθμική νότα, που ενεργοποιεί το λανθάνον εμπειρικό απόθεμα μέσα μας… Κι ας είναι τούτο το απόθεμα στον κάθε αναγνώστη τόσο διαφορετικό, κι ας κατευθύνει την κάθε ψυχή στον δικό της συναισθηματικό δρόμο… Δεν παραβλέπει κανείς εύκολα στίχους σαν τους ακόλουθους:

Από τη λέξη στο χέρι λοιπόν
κι από το χέρι στο μυαλό.
Λες και γυρίζει ανάστροφα
κάποιος το κλειδί
στον αυχένα του χρόνου.

Σχολίασα μέχρι τώρα περισσότερο την αισθητική ιδιομορφία και τους ποιητικούς τρόπους του Παναγιώτη Νικολαΐδη, αφήνοντας σκόπιμα σε δεύτερο πλάνο το υλικό φόντο, που αιμοδοτεί καταλυτικά τη συνθετική αυτή δημιουργία. Και είναι τούτο το φόντο ένα εξαγιασμένο στη συνείδηση εικονοστάσι γνώριμων τόπων, θεμελιωμένων σε στέρεα επιστρώματα μνήμης. Μέσα από στίχους γεμάτους ευαισθησία, δίνεται σε αρκετά ποιήματα μια εν αγωνία συντελούμενη Οδοιπορία, μετά από πολύχρονο βίαιο χωρισμό:

Έτσι συμβαίνει.
Η ζωή συνεχίζει να μας σπρώχνει μπροστά.
Ένα πουλί ωστόσο
μας κοιτά καθώς φεύγουμε,
περίεργα.

Οι συνειρμοί που αναπτύσσονται κατακλύζουν ανεπαίσθητα τον αναγνώστη, αφού ο ποιητής με την τέχνη του επιτυγχάνει να μας ξαφνιάσει, υποβάλλοντας αλυσιδωτά ερωτήματα: Τι κατάλαβε το πουλί που κοιτάζει το φευγιό από το ιστορικό Μπέλλα-Πάις τόσο περίεργα; Ως να ένιωσε από ένστικτο την ιδιαιτερότητα της συγκεκριμένης παρουσίας, αναγνωρίζοντας στο βλέμμα των επισκεπτών όχι συνηθισμένους περιηγητές, αλλά συγκινημένους προσκυνητές της εσταυρωμένης πατρίδας! Ο,τι και να συμβαίνει, ο ποιητής πέτυχε και με το παραπάνω τον στόχο του, να υπερβαίνει το κυριολεκτικά λεγόμενο, ανοίγοντας εκφραστικά χώρους στοχαστικού και συναισθηματικού βάθους.

Στο ποίημα με τον ελληνικό αριθμό η’, ανοίγεται –σαρκαστικά και με θεατρική παραστατικότητα– το σκηνικό μιας μεταλλαγμένης πόλης της Κερύνειας, όπου ο ποιητής –δίκην ψυχρού αγγελιαφόρου– επαναδιατυπώνει με τραγικούς στίχους το γεγονός της συμφοράς:

Κυρίες και κύριοι
την παρούσα επιστολή
την υπαγορεύω εν μέσω βροχής.
Οι στάχτες που αιωρούνται
θυμίζουν άλλη εποχή
αλλά θα το ξεχάσουμε.
Κι αυτό γιατί
η αγαπημένη θάλασσα της Κερύνειας
χτυπά με δύναμη τον κερατοειδή
ζαρώνοντας όλες τις γωνιές των σελίδων.

Ζαρώνει φυσικά, με τέτοιους αφυπνιστικούς στίχους, την επανάπαυση κι αδιαφορία κάθε εν εγρηγόρσει συνείδησης, που δεν αποδέχεται να βλέπει γκρεμισμένα τα πρότυπα του δικαίου και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Οδυνηρή η βίωση μιας τέτοιας αβάσταχτης πραγματικότητας, όπως ασήκωτο και το βάρος των λέξεων, όπου παρηγορητικά καταφεύγει για ν’ απαλύνει την οδύνη με εμπνευσμένο ποιητικό λόγο.

Για να τεμαχίσω τον πόνο σε δόσεις
μασώ ένα μήλο
και κρύβομαι σ’ αυτό το μπλε.
Γίνομαι πάλι ένα μικρό ψάρι
μέσα στον ωκεανό
των λέξεων.

Το Οδοιπορικό του Παναγιώτη Νικολαΐδη είναι προσωπικά επώδυνο, αλλά και καλλιτεχνικά δυσχερές κι ανηφορικό: Κι αυτό, γιατί η μετάπλαση των αισθημάτων σε λόγο ποιητικό απαιτεί τρομερή συσπείρωση δυνάμεων ψυχο-πνευματικών, που κυριολεκτικά ματώνουν κάθε επαρκή κι ευσυνείδητο δημιουργό. Ως πνευματικός Οιδίπους επί Κολωνώ, οδεύει ο ποιητής στους δρόμους και χώρους του ιστορικού μαρτυρίου, εκστομίζοντας τραγικούς στίχους, που καρφώνουνται επάνω στον αναγνώστη και τον δυσκολεύουν να προχωρήσει ανεμπόδιστα παρακάτω.

Διάστικτοι από ξένη σήμανση
προχωράμε όπως αισθάνεται κανείς
όταν πιαστεί σε ιστό αράχνης.
Γι’ αυτό στηρίζουμε το τοπίο
με ασπίδες ηχηρές:
Γαλάτεια
Γιαλούσα
Κώμα του Γιαλού…

Αυτές οι ηχηρές ασπίδες –τόποι και τοπωνύμια αρχέγονα και διαχρονικά– είναι η μικρή πικρή πατρίδα, χωρίς αρχή και τέλος, στη συλλογική μνήμη ριζωμένη βαθιά. Γι’ αυτό κι ο Οδοιπόρος ποιητής τα καταγράφει με ψυχική και καλλιτεχνική ένταση, καθώς το δηλώνει αφοπλιστικά με δυο απλούς στίχους:

Σαν δέμα ματωμένο
φτάσαμε τελικά στο Ριζοκάρπασο.

Στη χερσόνησο της Καρπασίας, παρότι το λυρικο-δραματικό στοιχείο εξακολουθεί να κτυπά κόκκινο, η αισθητηριακές κεραίες υπόκεινται στον λεπταίσθητο κραδασμό της καθαυτό φυσικής ομορφιάς, αφήνοντας αβίαστα ν’ αναβρύσουν δροσεροί στην αυθεντικότητά τους στίχοι, όπως οι ακόλουθοι:

Μακριά το φίδι
στην εξορία του πλίνθου ζεσταίνεται
κι αυτό το μπλε που ανακηρύσσεται κάθετα
λυγίζει την όραση τρεις φορές.

Η περιοδεία τού ποιητή στο κατεχόμενο κομμάτι της πατρίδας του, αφήνει όπως είναι φυσικό και σύντομα ανοίγματα σε κάποια χαλάρωση, με «το στήθος που γέμισε πέτρες», κατά την έκφρασή του, να γεμίζει ευχάριστα με ζωογόνο αέρα… Κάτι τέτοιο προσέχουμε σε σταθμό που κάνει στο γραφικό Μπογάζι – όπου «στην αναμνηστική φωτογραφία, τα μακριά μαλλιά της Σταυρούλας», καθώς γράφει, του φαίνονται «ως να μπλέκονται στο φως».

Ραψωδεί όμως αδιάκοπα, από τόπο σε τόπο, ο στοχαστικά συγκινημένος Παναγιώτης Νικολαΐδης, ιδιαίτερη κάνοντας μνεία στην κατεχόμενη Αμμόχωστο, της οποίας οι ιστορικές περιπέτειες δεν έχουν τελειωμό. Μ’ εξαίρετους καταληκτικούς στίχους απευθύνεται στην αξιολάτρευτη πόλη, εκφράζοντας με πρωτοτυπία και ένταση την αδυναμία του να της προσφέρει τη φυσική, ζεστή αγκαλιά του:

Μα πώς μπορώ μ’ ένα βλέμμα κόρη
να σ’ αγκαλιάσω;
Αγαπημένη
αυτό το ποίημα είναι νάρθηκας
για τα σπασμένα μου
δάχτυλα.

Το βιβλίο Η Νύφη του Ιούλη, του Παναγιώτη Νικολαΐδη, είναι μια άρτια ποιητική κατάθεση. Σ’ αυτή την αξιοπρόσεκτη επίδοση, τον οδήγησε σίγουρα η επαρκής καλλιτεχνική αρματωσιά, αλλά και το αποθησαύρισμα σοφίας στη διαχρονικότερη και βαθύτερη θέαση των συμβάντων. Αυτό φανερώνουν εξάλλου και τα τελευταία λυρικά κομμάτια, με τα οποία αποσταγματικά κλείνει τούτη την πολύ ενδιαφέρουσα ποιητική δημιουργία. Παραθέτω μερικούς, αισθητικά υπερ-άξιους στίχους:

Θεέ μου,
δίδαξέ με ν’ αποβάλω το δέρμα.
Είμαι μονάχα ένα σώμα
που γράφει με το χέρι το ανεπίδοτο
σαν στρεβλωμένος
παφλασμός
από φως.

Όπως εύκολα συνάγεται από τέτοιες ποιητικές πραγματώσεις, ο ποιητής υπερβαίνει πλέον τα κατά κόσμον συντελούμενα, εκφέροντας επιφωνηματικά έναν λόγο ουσιαστικά οικουμενικότερο.

Παραλογή, 2016
ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗΣ

Ομιλία στη παρουσίαση της ποιητικής συλλογής στις 20/102017

Είμαι εδώ απόψε να μιλήσω για την “Παραλογή” του Παναγιώτη Νικολαιδη, αφού προηγουμένως έχω “δωροδοκηθεί” κατά καιρούς από μια σειρά εξαίσιων εδεσμάτων που έχει φτιάξει ο ίδιος με τα επιδέξια χέρια του, καθώς και με μπουκάλια κρασιού όλων των χρωμάτων και των γεύσεων που έχει επιλέξει με την μοναδική αισθητική της γευσιγνωσίας του. Ο Παναγιώτης είναι ένας καταπληκτικός μάγειρας, ένας εκλεκτικός εραστής του οίνου αλλά και ένας φίλος. Παρ’ όλα αυτά δεν θα βρισκόμουν εδώ απόψε, και αυτό μπορεί να το βεβαιώσει, αν ήταν να μιλήσω για οτιδήποτε άλλο εκτός από ποίηση εμφαντική και ευφραντική. Θα ήταν ίσως λιγότερο καλός ποιητής ο Νικολαϊδης, αν δεν ήταν τόσο γενναιόδωρος ως άνθρωπος, αν δεν αγαπούσε τόσο τα μικρά του πάθη, για την γαστρονομία, το καλό κρασί, την καλή παρέα και άλλα, πιο πνευματώδη, όπως την εξαντλητική μελέτη του ποιητικού γίγνεσθαι, αν δεν γινόταν φίλος με τα πάθη του, αν δεν τα επεξεργαζόταν και δεν τα εξέλισσε και κυρίως, αν δεν τα κοινωνούσε. Υπάρχουν διαφόρων ειδών κατηγορίες ποιητών, στέκομαι όμως βασικά στις ακόλουθες δυο: Η πρώτη, η εσωστρεφής, δημιουργεί σε ένα αποστειρωμένο περιβάλλον, ένα περιβάλλον όπου κυριαρχεί αφενός η αυστηρή λιτότητα της δράσης, αφετέρου, ο πλεονασμός της εγκράτειας. Κάπου, κάπου αυτή η κατηγορία, πετυχαίνει μερικά καλά ποιήματα, ορισμένες φορές, μερικά σπουδαία ποιήματα, αλλά κατά κύριο λόγο, όσο το συγκεκριμένο είδος σταδιακά μαραζώνει και στερεύει, έχοντας λίγα να αντλήσει από τον εγκλεισμό και την μόνωση του, άλλο τόσο στερεύει και η ποίηση του ή γίνεται πιο σκοτεινή και ερεβώδης ενδεχομένως και πιο ομφαλοσκοπούσα. Η άλλη κατηγορία ποιητών είναι εκείνη που επιζητά και απορροφά τις χαρές της ζωής. Εκείνη που δημιουργεί ζωή και τροφοδοτείται από αυτήν. Μια τέτοια ποίηση στερεύει πιο δύσκολα και εν πάση περιπτώσει διακατέχεται από μια πραϋντική φωτεινότητα. Ο Παναγιώτης Νικολαϊδης κατατάσσεται κατά την άποψη μου στη δεύτερη κατηγορία, στους ποιητές εκείνους που η γεύση και το χρώμα της ζωής, διαποτίζουν και το έργο τους. Ο Νικολαϊδης γράφει κυρίως στην νεοελληνική όμως σε αντίθεση με τους πλείστους σύγχρονους Κύπριους ομότεχνους του, επιδιώκει και την κυπριακή διάλεκτο, είτε ως μοναδικό δομικό υλικό ενός αυτόνομου ποιήματος, είτε ως διάνθισμα ή ακόμα, συνεκτικό αρμό της ποιητικής αρχιτεκτονικής του. Και αυτή του η επιδίωξη που αποτελεί μια θαρραλέα επιλογή, τον δικαιώνει,προσφέροντας σταθερά προστιθέμενη αξία στην “Παραλογή” του, αφού πέραν του αισθητικού αποτελέσματος, αναδεικνύει τον πλούτο που εμπεριέχει ο ιδιότυπος γλωσσικός δυισμός ο οποίος την χαρακτηρίζει. Και αυτό δεν είναι τυχαίο. Γνωρίζοντας προσωπικά τον ποιητή, μπορώ να ισχυριστώ ότι μέσα στον Νικολαϊδη, συμβιώνει εν αρμονία, ο Ελληνας με τον Κύπριο. Πρόκειται δηλαδή για ένα πολιτισμικό εγώ που εξωτερικεύεται λογοτεχνικά ψάχνοντας ανάλογους τρόπους έκφρασης και επιχρίοντας γλωσσικά την ποίηση του. Είναι πραγματικά κάτι σπάνιο, σε μια εποχή εθνικής και πολιτισμικής σύγχυσης,να συναντά κανείς έναν τύπο, με συμφιλιωμένες μέσα του τις δυο ταυτότητες:Την ελληνική και την κυπριακή,σε τέτοιο βαθμό, που αυτή η σύζευξη να του επιτρέπει όχι απλώς να κινείται άνετα, αλλά και να τεχνοτροπεί, ανάμεσα σε μια απαιτητική γλώσσα και σε ένα δύστροπο ιδίωμα το οποίο γίνεται ακόμη πιο δύστροπο κατά την μεταφορά του στον γραπτό λόγο.

Παραλογή Α’ ……

Μες στον πόλεμον η μάνα μου εβάσταν με σφιχτά μες στα αγκάλια της τζι εβούραν
Εν είσεν νερόν Αμαν τζι εγίνην το κακόν τζι ο τόπος εμοιράστηκεν
εστράφηκεν με το καλόν ο τζύρης μου τζι εγύρεψεν να με πιάσει
Εν τον εκατάλαβα
Εθώρουν λαλεί η μάνα μου μες στα μάθκιαν του τον φονιάν τζι έκλαια
Κόμα θθυμούμαι ως την πέμπτη του δημοτικού
έππεφτα με την μάναν μου εξύπνουν λαλεί τζαι που τον φοόν
εν εκλείαν τα μμάθκια μου
Αμαν τζι έφυα να σπουδάσω
εκατάλαβα πόσον τυχερός εν ο κόσμος
που τζοιμάται τζαι ξυπνά χωρίς φόν.

Το κυπριακό ιδίωμα, χωρίς το ιδιοκατάληκτο γνώρισμα, αλλά κυρίως το απογυμνωμένο από το περιττό λίπος της επινόησης, βίωμα- η συγκινητική εξομολόγηση του τρεμάμενου από το φόβο του πολέμου, παιδιού-, όπως με τόση λυρική αφηγηματικότητα και απλότητα παρατίθεται από τον ποιητή, γίνεται θαρρείς νοητός δείκτης υπόμνησης που μας παραπέμπει στις καλύτερες στιγμές κορυφαίων μας ποιητών όπως οι(Λιασίδης, Μιχαηλίδης κ.α.) . Ακόμη πιο εγγύτερο σε αυτόν το συνειρμό λόγω και της πιο παραδοσιακής μορφής του, είναι το ποίημα:

“Πάροδος η γλάστρα”
Κόμα τζι αν σε στολίσασιν με σχήμα τζαι με χρώμα
Κόμα τζι αν σε φυτέψασιν γλυκάνισον το γιόμαν
τζι εβάλαν σε να σαιρετάς τον ήλιο πα στο δώμαν
εσούνη πάντα πεθυμάς πάλε να γίνεις χώμα.

Ανάλογα αξιοπρόσεκτη επίδοση παρατηρείται και στα ποιήματα που είναι γραμμένα στη νεοελληνική , δείγμα του ότι έχουμε να κάνουμε με έναν πολυτεχνίτη του ποιητικού λόγου. Ενδεικτικό το ποίημα που σηματοδότησε το εναρκτήριο λάκτισμα αυτής της παρέμβασης. Το άηχο χιόνι που πέφτει πάνω στη σελίδα του ποιήματος, προσομοιάζει με την αγνότητα της δημιουργίας, τροφοδοτούμενης από τη γονιμότητα της συνεύρεσης με την ανεξερεύνητη ερωτική-υπαρξιακή θλίψη. Αν πρέπει να ξεχωρίσω κάτι που με έκανε να σταματήσω, να επικεντρωθώ και να επιστρέφω σε μέρη της “Παραλογής” είναι πρώτα απ’ όλα η αναβλύζουσα βιωματικότητα κάποιων ποιημάτων που κυρίως αφορούν την παιδική ηλικία. Αυτά είναι ίσως και οι θελκτικότεροι προορισμοί για κάθε επισκέπτη της συλλογής. Η “Παραλογή Α’” που ανέγνωσα προηγουμένως αποτελεί πειστικό δείγμα. Το ίδιο και η “Παραλογή Β”, το ίδιο και η “Παραλογή Γ”, η “Νιόβη” καθώς και μερικά άλλα. Σε αυτά τα ποιήματα, ο ποιητής καταφέρνει να τιθασεύει και να δαμάσει την ορμητικότητα της ποιητικής πνοής, να την πείσει να υποταχθεί στη δική του στόχευση με εργαλεία την οικονομία του λόγου, την καίρια αντίληψη πρόσθεσης και αφαίρεσης, την αυθεντικότητα της σύλληψης του υπό διαπραγμάτευση θέματος. Η προβολή και η συχνή επίκληση δυο γυναικείων μορφών, αυτών της μάνας και της γυναίκας-συντρόφου-συζύγου, ο ισορροπημένος χειρισμός και αλληλοσυσχετισμός της χρονικής, αριθμητικής και ποιοτικής δοσολογίας τους με τα ποιητικά ζητούμενα, εκπληρώνουν την ανάγκη του Νικολαϊδη,να εξορκίσει αφενός τις μνήμες-φαντάσματα της παιδικής ηλικίας, αφετέρου να εντάξει χωρίς απώλειες, φθορές αλλά και υπερβολές, τη σημασιολογική τους ύπαρξη στο σήμερα και το αύριο. Δύο γυναικείες μορφές καθαγιασμένες, αμόλυντες, φωτισμένες αλλά και στιβαρές, εκπροσωπούσες μια ολόκληρη οντολογία νοημάτων, ώστε να αντέξουν το βάρος της αδιάλειπτης παρουσίας τους,την ευθύνη που εναποθέτει σε αυτές ο ποιητής για το ότι υπάρχει και συνεχίζει. Μέσω τους, ο ποιητής, βλέπει και εκπέμπει την αγάπη, το φως, την ελπίδα.

Παραλογή Δ’ στην Μαριάννα

Η αγάπη μας είναι ένα δέντρο
Γι’ αυτό κατεβαίνουν τα πουλιά από το ξέφωτο
και τα παιδιά τραγουδάνε ξυπόλητα τα μεσημέρια
Είν’ η αγάπη μας δέντρο
όταν η μέρα σπάζει σαν κλαδί
κι εμείς έχουμε κάπου να ακουμπήσουμε
Η αγάπη μας είναι δέντρο
ραγίζει πριν γκρεμμιστεί
πατούμε γερά στο ένα κλαδί
προτού ραγίσουμε το άλλο.

Είναι βαθιά μου πεποίθηση πώς ένας κάπως ασφαλής τρόπος για να κρίνει κανείς μια ποιητική συλλογή είναι να προσμετρήσει τους εξής τρεις παράγοντες: -Ποιά ύψη διεκδικούν τα καλύτερα ποιήματα της; -Πόσο βαθιά σε χώμα λήθης πρέπει να θάψεις τα χειρότερα; -Προς τα πού δείχνει ο δείκτης ποιότητας των περισσότερων; Ο Νικολαϊδης χρησιμοποιώντας ή όχι το κυπριακό ιδίωμα και έχοντας πλήρη έλεγχο των εκφραστικών του μέσων, πετυχαίνει σε αρκετά ποιήματα το ποθούμενο της κορύφωσης, με νοηματικό αναμεταδότη, άλλοτε το προσωπικό βίωμα, άλλοτε τον μύθο. Τα καλύτερα των επιτευγμάτων του θα τον συνοδεύσουν στις μελλοντικές αναμετρήσεις με τον χρόνο. Ελένη Στέκεται στην κουζινα Η βρύση τρέχει κι ό χρόνος τρέχει κι ίσως γι’αυτό βασιλιτζιά ψιντρή στο πεζούλι αποπειράται να μεταφράσει τον άνεμο Πίσω από τον ήχο η βρύση τρέχει κι ο χρόνος τρέχει Το ένα της μάτι δακρύζει το άλλο ορθάνοιχτο. Μια σειρά άλλων ποιημάτων συνιστούν ένα σημαντικό απόθεμα για τη συλλογή, ενώ οι ατυχείς δοκιμές υφίστανται αλλά είναι λίγες. Ομως ακόμα και αυτές, μέσα στο γενικότερο πνεύμα του βιβλίου, οριοθετούνται ως αναγκαίες ανεμόσκαλες, για να ανεβούν και να φωλιάσουν στους πρόποδες του ουρανού, όσα ποιήματα είναι προορισμένα για τέτοια ύψη. Εξάλλου, τι άλλο είναι η ποίηση από μια προσπάθεια μέσα από χιλιάδες ανεπιτυχείς απόπειρες να γράψεις πέντε ποιήματα που θα μείνουν; Η διαλεκτική της πλήρους επάρκειας με εκείνην της λιγότερης, ακόμη και σε αυτήν την περίπτωση, διακλαδώνεται και δεν αφαιρεί από το τελικό αποτέλεσμα, επειδή οι πυλώνες της ποίησης του Νικολαϊδη δεν είναι εύθραυστοι, αλλά ανυπέρβλητοι και αλύγιστοι σαν πλάτανοι.
Κλείνω αναφέροντας μια σειρά από σκέψεις που επανέφερε στο μυαλό μου η ανάγνωση της “Παραλογής”:

-Η τέχνη σε ορισμένες περιπτώσεις πρέπει να είναι τρομαχτική. Να σε κάνει να συνέρχεσαι από την πραγματικότητα Xρόνος, είναι η στιγμή που είμαστε ερωτευμένοι, συγκλονισμένοι, απελπισμένοι, εκστασιασμένοι, επαναστατημένοι. Το υπόλοιπο διάστημα είναι ο δρόμος που σε κρατά μακριά από την κρισιμότητα της έξαψης.
-Σε τι διαφέρει αυτός από τους άλλους; Οι ιδέες του φυτρώνουν
-Ευλογημένοι όσοι διατηρούν την αυθεντικότητα τους. Ευλογημένοι όσοι διασώζουν τα καλύτερα εδάφη της ψυχής τους
-H αοριστία και η γενίκευση είναι θανάσιμοι εχθροί της ποίησης
-Είναι καλύτερα να διαβάσεις ένα σπουδαίο ποίημα 1000 φορές παρά 1000 ποιήματα που δεν θα θυμάσαι.
-Ποίηση δεν είναι να περιγράψεις το βουνό, τη θάλασσα, το συναίσθημα, το πλήγωμα με ωραίες λέξεις, αλλά να πεις αυτό που είσαι εσύ μπροστά τους. Τότε θα αρχίσουν να έρχονται και οι λέξεις.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΡΑΓΚΟΣ

Ο Φιλελεύθερος 10/10/2016

«Παραλογή», 2016

Ποίηση με διαυγείς στοχεύσεις

Ο Παναγιώτης Νικολαΐδης, με την τέταρτη ποιητική συλλογή του, έρχεται με αυτοπεποίθηση να επιβεβαιώσει το έκδηλο και προφανές από μιας αρχής. Είναι ένας δημιουργός επίμονος, με διαυγείς στοχεύσεις, εργατικός και φιλόπονος. Δεν αφήνει σε χλωρό κλαρί το ταλέντο και την ποιητική του φλέβα. Και οι προσπάθειές του, κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, δικαιώνονται.

Εναρκτήριο ποίημα στη νέα συλλογή μια αποφθεγματική αποτύπωση του τι εστί ποίηση κατά τον Π.Ν. Σε τέσσερις μόνο στίχους παρατίθενται δύο πτυχές της θεώρησής του. Ποίηση είναι αυτή που, ανάμεσα σε άλλα, αφαιρεί το μαύρο από τη ζωή μας. Ταυτόχρονα όμως χρειάζεται πολύ «ξύσιμο», όπως λέμε πολύ σκάψιμο, μέχρι να φτάσει κανείς στην ευτυχή αισθητική πραγμάτωση μιας ποιητικής ιδέας: «Ξύσε το μαύρο / λέξη προς λέξη / και θα βρεις το τυχερό / ποίημα». (σελ. 11)

Ο ποιητής έζησε την τραγωδία του ’74 σε νηπιακή ηλικία. Αυτό δεν τον εμποδίζει από το ύψος εκείνης της ηλικίας, να ανακαλεί στη μνήμη του εκείνες τις ημέρες: «Άμαν τζι εγίνην το κακόν / τζι ο τόπος εμοιράστηκεν / εστράφηκεν με το καλόν ο τζύρης μου / τζι εγύρεψεν να με πιάσει / Εν τον εκατάλαβα / Εθώρουν λαλεί η μάνα μου / μες στα μάθκια του / τον φονιάν / τζι έκλαια». (σελ. 17) Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι συχνά η συγκινησιακή φόρτιση οδηγεί τον ποιητή στο κυπριακό ιδίωμα. Όταν τα βαριά ή βαθιά συναισθήματα δεν χωρούν ή νιώθουν στενόχωρα μέσα στην πανελλήνια δημοτική, ο ποιητής καταφεύγει, λυτρωτικά, στη διάλεκτο.

Στο ποίημα «Σεισάχθεια» (σελ. 22) βλέπουμε, εκ μέρους του Π.Ν., μια ανατρεπτική διάθεση ανάγνωσης της ιστορίας των αρχαίων χρόνων, προς αναζήτηση της αλήθειας, της ορθοκρισίας και των αξιών που διέπουν την ανάδειξή τους. Εδώ, προκειμένου να αποδοθεί το νόημα, επιστρατεύεται και η αργκό και τα αρχαία ελληνικά. Βεβαίως, η πεμπτουσία του ποιήματος άπτεται της αντιπαραβολής των αγαθών προθέσεων με τα ουδόλως ευτυχή αποτελέσματα: «Όπως έσκαβα / μια μέρα έφτασα στον Σόλωνα / φιλόσοφο και ποιητή και / φραπεδιά στο χέρι / Κοίτα μου λέει νεαρέ …Πλήρης / σεισάχθεια χρεών / Και προπαντός πλήρης σεισάχθεια / της λέξης / Κοίτα του λέω Σόλωνα …χλωμό… / Αν ήσουν μάγκας και σωστός / δεν θα ‘χαμε Πεισίστρατο / δεν θα ‘χαμε Κλεισθένη…». Βεβαίως, η κατακλείδα του ποιήματος απολήγει σε στίχους ποιητικής, όπως, ενδεχομένως, να ήταν και η αρχική πρόθεση του Π.Ν.: «Και για τις λέξεις …δυστυχώς… / πρώτα κουβαλώ / και μετά γράφω».

Θέλω να χαιρετίσω ιδιαίτερα το γεγονός ότι ο ποιητής πειραματίζεται συνεχώς, όχι μόνο γλωσσικά και υφολογικά, αλλά και μετρικά. Π.χ. στο ποίημα «Του Δέντρου» απαντούμε δεκαπεντασύλλαβο ανομοιοκατάληκτο στίχο στην κυπριακή διάλεκτο, αλλά με ευδιάκριτο εσωτερικό ρυθμό, ροή και μουσικότητα: «Ποιος είδε πεύκο στο βουνό / τζαι τερατσιάν στον κάμπο / ποιος είδε δέντρον έμορφον / στο μέσο της αυλής του / Εγώ είδα κόρην εύμορφη / γλυκειάν Αμαδρυάδα / να θλίβεται να δέρνεται / να κιτρινοφυλλιάζει…». (σελ. 28) Στην κατακλείδα του δεύτερου σκέλους του ιδίου ποιήματος απαντούμε και πάλι μια αποφθεγματική νοηματική συμπύκνωση εν είδει καταληκτικού πορίσματος, πρακτική που υιοθέτει συχνά ο ποιητής: «Όσο τσιμέντο κι αν ρίξεις / τα δοκάρια του κόσμου / είναι ξύλινα». (σελ. 30)

Καθήκον, χρέος του ποιητή είναι πάντα να υποδεικνύει και να αναδεικνύει τη ρίζα, την αιτία, το βάθος των πραγμάτων, την πρωταρχική τους ύλη. Γι’ αυτό και ο Π.Ν. πάντα επιστρέφει στην παιδική ηλικία, στο δέντρο, στο χώμα, στη γενεσιουργό φύτρα της ζωής, αλλά και της νόησης. Να τι λέει ο ποιητής απευθυνόμενος σε μια γλάστρα: «Κόμα τζι αν σε στολίσασιν με σχήμαν τζαι με χρώμαν / κόμα τζι αν σε φυτέψασιν γλυκάνισσον το γιόμαν / τζι εβάλαν σε να σιαιρετάς τον ήλιον πα’ στο δώμαν / Εσούνη πάντα πεθυμάς πάλε να γίνεις χώμαν». (σελ. 39).

Στη συλλογή απαντώνται βέβαια και ποιήματα ιδιωτικού χώρου. Ενδεικτικά θα ήθελα να αναφερθώ σε δύο από αυτά. Το «Παραλογή Δ» (σελ. 40) και το «Αγαμέμνων Κλυταιμνήστρα» (σελ. 43) όπου αντιπαραβάλλονται η γόνιμη, λειτουργική και δημιουργική συζυγική σχέση με την άγονη, τη συμβατική και συνθηκολογημένη. Πρώτα για τη θετική σχέση, που δημιουργεί, έστω κι αν αφήνει κραδασμούς: «Η αγάπη μας είναι δέντρο / Ραγίζει πριν γκρεμιστεί / Πατούμε γερά στο ένα κλαδί / προτού ραγίσουμε το άλλο». (σελ. 40).

Στο δεύτερο ποίημα ο Π.Ν. ψέγει τη συμβατικότητα, τη συνθηκολόγηση ή ακόμη και την παράδοση στη φθορά μιας σχέσης μεταξύ δύο ανθρώπων: «Κλείνουν το φως μηχανικά / Ανέπαφα τα σώματα παρκάρουν / στη γωνιά / Στο ενδιάμεσο κοινό / οικοδομείται πέτρινο κενό / Κι ούτε να δεις ούτε να πεις…». (σελ. 43)

Κλείνοντας, θέλω να σημειώσω ότι ο Π.Ν. παρακολουθεί τα ρεύματα της σύγχρονης ελληνικής ποίησης, δέχεται επιδράσεις από αυτά, αλλά συνάμα αντλεί εμπνεύσεις και ερεθίσματα. Αξιοσημείωτοι είναι οι διακειμενικοί διάλογοι που αναπτύσσει με σύγχρονους Ελλαδίτες δημιουργούς όπως ο Αργύρης Χιόνης, ο Γ. Παυλόπουλος και ο Μιχάλης Γκανάς. Πρόκειται, στις πλείστες των περιπτώσεων, για μια γόνιμη, παραγωγική και δημιουργική διεργασία.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΑΛΛΑΣ

Μια νεότροπη ποιητική στα γράμματα μας
(Το ποίημα ως συμβάν)

Κλείνω αυτή την επισκόπηση με την τελευταία συλλογή ενός Κύπριου ποιητή, του Παν. Νικολαΐδη. Ποιητή διαφορετικού ταπεραμέντου, διαλεκτικού στη σύλληψη και οικονομικότερου στην έκφραση. Πρόκειται για την Παραλογή του (2016), ύστερα από τις πρόδρομες Σαν ίαμβος καθρέφτης (2009) και
Ξενιτεύομαι μ’ ένα φωνήεν (2012). Τα σημεία συναναφοράς του αλλά και διάκρισης από τούς άλλους της κοινής δεκαετίας είναι εμφανή: δεν υπονοεί και αυτός απλώς αλλά ενσωματώνει, επανατιτλοφορώντας το ως «Παραλογή», το έναντι από την ·<Πορτοκαλιά» του ποίημα του Σαχτούρη· και βαθύτερα προϋποθέτει τις Παραλογαίς εκείνου, την ομότιτλη Παραλογή
του Μιχ. Γκανά και όλη τη δημοτική παράδοση του είδους.
Μάλιστα και τα δικά του λέγονται ή εξυπακούονται ως παραλογές, εναλλακτικά σε δύο γλώσσες: την κοινή ελληνική και την διαλεκτική κυπριακή. Απ’ τη δεύτερη θα πρότεινα για ανάγνωση, από τα Ιστορικά και τα προσωπικότερα κώματα, την «Παραλογή Α’» και « Β ‘ » αντίστοιχα: «’Άμαν
τζί έγίνην τό κακόν/τζί ό τόπος έμοιράστηκεν…». Και από την κοινή ελληνική τα περισσότερα, από τα όποια υποδεικνύω δυο, ανισοβαρή και ετερόκλιτα. Ένα με πολιτική αναφορά στη σύγχρονη διαχειρίστρια της κρίσης, ονομαστικά στην κ. Μέρκελ, που υποτιτλοφορείται «Θάνατος του Βελή Γκέκα», και με πρόσβαρα τα δύο μότο από την παράδοση του είδους,
αλλά καί ως μια φανταστική σκηνή του Πολέμου των άστρων (όπως δείχνει ή υποσημείωση στό jedi):

Στις μέρες μας
(υπονοεί ό anonumous)
το ποίημα δεν είναι φωτεινό σπαθί
jedi
είναι ντουφέκι μαύρο καί βαρύ
πού ρίχνει τρεις πικρές γραφές
να σε βαρέσει μία
στο κεφάλι.

Και ένα με την σχετική προειδοποίηση στον αναγνώστη του έσχατου μονόστιχου ποιήματος « Έ ξ ο δ ο ς ΙΙΙ»:
Ζω μέχρι το χέρι σου να γυρίσει σελίδα

ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΡΟΥΜΠΑΣ

ΘΕΥΘ ΤΕΥΧΟΣ 8 ΔΕΚ. 2018

ΤΟ «ΓΛΥΚΟ» ΓΚΡΙΖΟ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ

Τιτλοδοτώντας τη συλλογή του «Παραλογή», δηλαδή αναφερόμενος σε όρο που παραπέμπει στα δημοτικά τραγούδια, ο Παναγιώτης Νικολαΐδης συνθέτει ένα πυκνό πλέγμα συνομιλιών με την ποιητική παράδοση, κυρίως την ελληνική αλλά όχι μόνο. Η διαδρομή του Νικολαΐδη σημαίνεται από τη δημοτική ποίηση, εξαρχής ωστόσο εμπλουτίζει τις κατευθύνσεις της υποδεικνύοντας τον Μίλτο Σαχτούρη («[Βρέχει…]», από τη συλλογή Όταν σας μιλώ τού 1956) και μετατοπίζοντας τους προορισμούς της προς μία πιο σύγχρονη, αφαιρετικότερη πραγμάτωση. Οι μετατοπίσεις συνεχίζονται διερχόμενες
από πρόσθετα σύγχρονα ποιήματα δημιουργών που παραπέμπουν στο είδος της παραλογής (Γιώργης Παυλόπουλος, «Το παιδί και οι ληστές», από τη συλλογή Αντικλείδια τού 1988) ή από συλλογές που φέρουν ευθέως τον τίτλο τους (Μιχάλης Γκανάς, Παραλογή, 1998). Παράλληλα με τα παραδεδομένα ποιήματα που τίθενται ως μότο στα μέρη της συλλογής, ο Νικολαΐδης παρουσιάζει τα δικά του εξελίσσοντας τον ποιητικό διάλογο.

Τα ποιητικά δίχτυα είναι ήδη φορτωμένα και το ξεδιάλεγμα των προθέσεων διόλου εύκολο. Ο ποιητής αναλαμβάνει να βοηθήσει τον αναγνώστη παρέχοντας «Οδηγίες χρήσεως» μέσω ενός ποιήματος του Αργύρη Χιόνη, το οποίο διερωτάται «αν είναι η ζέβρα μαύρο ζώο μ’ άσπρες ρίγες ή μαύρες ρίγες μ’ άσπρο ζώο» (απόσπασμα ΙΑ’ από την ενότητα «Μικρή φυσική ιστορία» της συλλογής τού 1986 Σαν τον τυφλό μπροστά στον καθρέφτη).
Ο Νικολαΐδης διά του Χιόνη εισάγει ως στοιχείο ποιητικής την παντοειδή αμφιβολία και τη σαρκαστική ανατρεπτικότητα, ενώ με το αμέσως επόμενο δικό του ποίημα με τον επαναλαμβανόμενο τίτλο «Οδηγίες χρήσεως» μετατοπίζει το μαύρο και το λευκό χρώμα της ζέβρας στις τυπωμένες σελίδες των ποιημάτων. Η ρητή αναφορά στην ποίηση ανοίγει περαιτέρω τη συνομιλία με την ποιητική παράδοση. Οι νεοελληνικές ποιητικές δημιουργίες εντάσσονται σε δομικό σχήμα το οποίο παραπέμπει στην τραγική ποίηση των αρχαίων Ελλήνων. Η συλλογή οργανώνεται με «Παρόδους» και «Έξοδο», που
ενοποιούν την ελληνική ποιητική παράδοση και εκδιπλώνουν την πρόθεση του ποιητή για σχόλια διαχρονικά.

Ο λόγος του Νικολαΐδη εντός της σύνθετης και απαιτητικής του διαδρομής αφορά οπωσδήποτε την ίδια την ποίηση, σε μία συλλογή ποιητικής. Τα θέματα ωστόσο δεν περιορίζονται μόνο στην ποίηση. Στα τέσσερα τμήματα στα οποία οργανώνεται το κύριο μέρος της συλλογής κυριαρχούν θεματικά, και κατά σειρά εμφάνισης αντίστοιχα, α) το πολιτικό σχόλιο, με σκηνικό την τουρκική εισβολή στην Κύπρο αλλά και τη διαρκή διολίσθηση του σύγχρονου ελληνισμού στην επιλογή εξωτερικού δυνάστη· β) το αίτημα για σεβασμό του φυσικού
περιβάλλοντος, με την ανάγκη για αναθεώρηση της υπάρχουσας σχέσης με τη μητέρα φύση· γ) η σχέση χρόνου και θανάτου, γλώσσας και ποιητικής έκφρασης- δ) η αγάπη και ο έρωτας, ιδωμένα αντιστικτικά μέσα από την
τρικυμιώδη σχέση μυθικών ερωτικών ζευγαριών.

Τα αξεπέραστα διλήμματα που εμφανίζονται στις παραλογές είτε των δημοτικών τραγουδιών είτε τις «εμμεσότερες» επώνυμων δημιουργών ο Νικολαΐδης εύλογα τα αξιοποιεί στην Παραλογή, με τα διλήμματα να επιμένουν ακόμη και όταν αναγκαστικά επιλέγεται κάποιο από τα σκέλη τους. Μπροστά στη χώρα χάσκει ο γκρεμός και πίσω απειλεί το ρέμα, ή μάλλον ο ίδιος πάλι γκρεμός:

Η χώρα μου έγινε γκρεμός
Είτε τελειώνεις στο τσιμέντο νηστικός
είτε τε-
λιώνεις με λυγμό
στο μαύρο χιόνι
(«Ο γκρεμός που δεν πήρα» – μια ποιητική
συνομιλία με τον Ρόμπερτ Φροστ).

Η σήψη της εποχής κατανικά ακόμη και υλικά με ιδιότητες συντηρητικών, όπως το αλάτι:

Εμείς υφαίνουμε δεινά
Ακόμη και τ’ αλάτι συντηρήσαμε
Είναι και τούτη μια μορφή ταρίχευσης
(«Σήψη»)

Η ζωή κι ο θάνατος απέχουν μια κλωστή ιστού αράχνης, απ’ όπου κρατιέται η ψυχή ενώ το βάραθρο χαίνει από κάτω:

Κι η ψυχούλα λευκή
[···]
Σαν αράχνη
συλλαβίζει το βάραθρο
στον αιθέρα
(«Πάροδος» στο τμήμα «Παραλογή Β»)

Ο έρωτας και η φθορά απεκδύονται τον ηρωικό τους στόμφο και κατακρημνίζονται σε μια ισοπεδωτική καθημερινότητα:

Στέκεται στην κουζίνα
Η βρύση τρέχει
Κι ο χρόνος τρέχει
[··■]
Το ένα της μάτι δακρύζει
Το άλλο ορθάνοιχτο»
(«Ελένη»)

Οι παραλογές του Νικολαΐδη δεν θα μπορούσαν να μη συνομιλούν με λαϊκές ιστορίες και παραμύθια, όπως συμβαίνει στην «Παραλογή Β», όπου ο ποιητικός ήρωας που κυνηγά πουλιά ευστοχεί μεν με τη σφεντόνα
του, αλλά βλέποντας το χελιδόνι γεμάτο αίματα να τον «θωρεί μες στα μμάθκια» («μμάθκια»: τα μάτια), καταφεύγει τρέχοντας στη μάνα του, που τον ρωτά: «Ίντα ’σεις πουλλίν μου τζαι κλαίεις» (δηλαδή, «τι έχεις, πουλί
μου, και κλαις»). Η τραγικά ειρωνική αποστροφή «πουλί μου» από τη μάνα στο παιδί, πέραν της τραγικότητάς της, ανακαλεί και παραδόσεις όπως εκείνης του νέου που σφάζει τη μάνα του για να πάει την καρδιά της στην αγαπημένη του, και όταν στον δρόμο ο νέος σκοντάφτει και πέφτει, η καρδιά της μάνας ρωτά τον γιο «καρδούλα» της αν χτύπησε .

Διλήμματα, θέματα, τεχνικές των παραλογών, όπως τα άστοχα ερωτήματα ή η επιστράτευση του μαγικού αριθμού τρία, αξιοποιούνται δημιουργικά από τον
Νικολαΐδη. Οι τολμηρές εικόνες, οι μεταφορές, οι παρομοιώσεις, οι προσωποποιήσεις των άψυχων είναι επίσης παρούσες. Δραστικότερη όλων, ωστόσο, είναι η χρήση της γλώσσας, ιδίως του κυπριακού ιδιώματος από τον
Κύπριο ποιητή, το οποίο συνιστά φορέα γνήσιας έκφρασης κι ευαισθησίας, καθώς επισημαίνει την ειλικρίνεια της αθωότητας στους ποιητικούς ήρωες. Όταν μάλιστα η ντοπιολαλιά δεν αγκαλιάζει όλο το ποίημα αλλά εμφανίζεται ξαφνικά στον επιλογικό του στίχο επιστεγάζοντάς το ολόκληρο, αποκτά δυναμική όπλου λυτρωτικού, που επιλύει το υφέρπον πρόβλημα.

Η αμφιταλάντευση του Νικολαΐδη στα διλημματικά ζητήματα των παραλογών του δεν αίρεται. Κάποτε υπονοείται πως η ανθρώπινη πτώση ή έκπτωση είναι
προϊόν ευκολίας και βολέματος, κι όχι κακοδαιμονίας. Στο σχηματικό ποίημα «Πτώση», του οποίου οι δύο στίχοι τοποθετούνται ψηλά και χαμηλά στη σελίδα αντίστοιχα, σε μια απεικόνιση του φυλλώματος της μηλιάς και του εδάφους στο οποίο το δέντρο φυτρώνει, το μήλο πέφτει κάτω από τη μηλιά όχι εκπληρώνοντας τον φυσικό νόμο της βαρύτητας αλλά διαιωνίζοντας την αδράνεια. Ωστόσο, τα πράγματα δεν είναι αποκλειστικά άσπρα ή μαύρα. Ανάμεσά τους αναπτύσσονται όλες οι γκρίζες αποχρώσεις, και δη το «γλυκό» γκρίζο της ποίησης. Γι’ αυτό και στην «Έξοδο» με τους στίχους του Μιχάλη
Γκανά, το πηγάδι, το νερό, ο άνθρωπος και η φύση στέκονται αντιμέτωποι σαν «μαλωμένα αδέρφια», αλλά όσο κι αν είναι «μαλωμένα», δεν παύουν να παραμένουν αδέρφια. Ο άνθρωπος θα φέρει τον χειμώνα και το χιόνι.
Ο άνθρωπος θα επιτρέψει στο χιόνι να καταχωνιάσει το ποίημα στον παγωμένο σωρό του. Ο άνθρωπος, όμως, θα ζεστάνει και την καρδιά, γυρνώντας τις σελίδες και δίνοντας ζωή σε κάθε λυτρωτική παραλογή.

ΘΕΩΝΗ ΚΟΤΙΝΗ

Περιοδικό Νέο Πλανόδιον 8/7/2017

Ποιητική ανθρωπογεωγραφία

Η Παραλογή είναι η τέταρτη συλλογή του Κύπριου ποιητή Παναγιώτη Νικολαΐδη. Για να φρεσκάρουμε λίγο τη μνήμη μας, διαβάζουμε στην εισαγωγή του Γ. Ιωάννου για τις παραλογές, ότι πρόκειται για διηγηματικά, πολύστιχα δημοτικά που κατάγονται από «μύθους αρχαίους, νεότερες παραδόσεις, δραματικά, κοινωνικά περιστατικά, σκάνδαλα συνταρακτικά της εποχής».
Η βαθιά τους ρίζα και η παραμυθική τους υφή γονιμοποίησε τη φαντασία πολλών γενιών και αποτέλεσε ένα διακριτό «τοπόσημο» για ποιητές όπως ο Μίλτος Σαχτούρης που στις Παραλογαίς του 1948 διηγείται το εφιαλτικό παραμύθι του εμφυλίου ή ο Μιχάλης Γκανάς που στη δική του Παραλογή (1998) υφαίνει μια ονειρική πατριδογνωσία της μνήμης και του βιώματος. Ανάλογη πρόθεση διακρίνει και την Παραλογή του Π. Νικολαΐδη που στη δεύτερη, ομότιτλη της συλλογής, ενότητα επιχειρεί την πατριδογνωσία των περιπετειών του ελληνισμού από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο έως την μνημονιακή Ελλάδα.

Η αναζήτηση της ιθαγένειας και του ταυτοτικού της τραύματος ενισχύεται από την επιλογή του ποιητή να χρησιμοποιήσει την κυπριακή διάλεκτο σε αρκετά ποιήματα –ή να συνυφάνει το διαλεκτικό με το τρέχον–, επιλογή που στοχεύει διπλά, στη μυθοποίηση του ιστορικού γεγονότος και στην απόδοση ενός βιώματος που δεν μπορεί να διατυπωθεί σε όλη του την ένταση χωρίς τη δική του γλωσσική σάρκα:

ΠΑΡΑΛΟΓΗ Α

Μες στον πόλεμον
η μάνα μου εβάσταν με σφιχτά
μες στ’ αγκάλια της τζι εβούραν
εν είσεν νερόν

Μια τέτοια προαπόφαση εγείρει το ενδιαφέρον ερώτημα κατά πόσο το διαλεκτικό μπορεί να κινηθεί πέρα από το πλαίσιο της περιθωριακής γραφικότητας (στο οποίο το έχει καταδικάσει η κυρίαρχη γλωσσική νόρμα) και να φέρει το σώμα μιας αναντικατάστατης, όσο και αποσιωπημένης, γλωσσικής, ιστορικής, πνευματικής αντίληψης του κόσμου, που μέσα από την ντοπιολαλιά αποπειράται να διατηρήσει την ιδιοσυστασία της. Σε αυτό έχουν, βέβαια, προτείνει απαντήσεις οι μετααποικιακές και πολιτισμικές θεωρίες που θίγουν τον εξουσιαστικό λόγο του κέντρου έναντι της περιφέρειας και τη λειτουργία του τοπικού έναντι του μητροπολιτικού Λεβιάθαν, συζήτηση ακόμα ανοιχτή σε χώρες όπως η Κύπρος που πολύπλαγκτες αναζητούν την εθνική τους ταυτότητα μετά την αποικιοκρατία και πλείστα άλλα δεινά.

Πέραν αυτού, συναντάμε και μια γλώσσα που αξιοποιεί τις ρυθμικές και θεματικές φόρμουλες των δημοτικών τραγουδιών και άλλοτε τρέχουσα, σύγχρονη, κάποτε, ειρωνική:

ΣΕΙΣΑΧΘΕΙΑ

Όπως έσκαβα
μια μέρα έφτασα στον Σόλωνα
φιλόσοφο και ποιητή και
φραπεδιά στο χέρι
Κοίτα μου λέει νεαρέ… Πλήρης
σεισάχθεια χρεών
Και προπαντός πλήρης σεισάχθεια
της λέξης
Κοίτα του λέω Σόλωνα… χλωμό…
Αν ήσουν μάγκας και σωστός
δε θα ’χαμε Πεισίστρατο
δεν θα ’χαμε Κλεισθένη
Και για τις λέξεις… δυστυχώς…
πρώτα κουβαλώ
και μετά γράφω.

Ή περιορίζεται στο έπακρον στη γνωμική αιχμηρότητα:

ΠΤΩΣΗ

Άλλοι πιστεύουν στη βαρύτητα
[…]
Εμείς το μήλο κάτω απ’ τη μηλιά

Ένα ενδιαφέρον και αρκετά γόνιμο γλωσσικό πείραμα που πραγματεύεται μέσω του διακειμενικού διαλόγου τις βασικές εκκρεμότητες της ύπαρξης, με διαφορετική αιχμή κάθε φορά στις ενότητες που ακολουθούν («Παραλογή Β-Δ»): η χθόνια γη της παιδικής ηλικίας και της μνήμης του τόπου, η λειτουργία της ποίησης, η υπαρξιακή αναζήτηση νοούμενη συχνά ως μια εις Άιδου καθοδος, εξού και η συχνή παρουσία των μορφών του αρχαίου μύθου ως τα πλέον εύπλαστα και στοιχειακά –ενίοτε και στοιχειωμένα– για την ελληνική αυτοσυνειδησία σχήματα («Οιδίπους», «Ελένη», «Ορφέας», κ.ο.κ.).

Ο προβληματισμός περί γλώσσας και γενικότερα τα ποιήματα ποιητικής είναι ιδιαίτερα ισχυρά στα μικρή αυτή ολιγόστιχη συλλογή και συχνά συνυπάρχουν με άλλες θεματικές όπως ο αμήχανος ελληνισμός του χρέους. Αυτό υποδηλώνει μια μείζονα τάση της νέας ποίησης να ενδοστρέφεται αναλογιζόμενη τη λειτουργία της (ως στάση ζωής, ως πράξη ανυπακοής, ως έσχατο προμαχώνα του αυθεντικού), αλλά ουσιαστικά προδίδοντας την απορία της μπροστά στην αδυναμία να διαπραγματευτεί, πέρα από ένα συμβολικό επίπεδο, με την υπερβαίνουσα σκληρότητα της πραγματικότητας. Κατ’ εμέ, όσο η ποίηση διαλογίζεται λιγότερο για τον εαυτό της τόσο περισσότερο αφορά τους άλλους.

Ένα άλλο ενδιαφέρον αλλά και συζητήσιμο θέμα είναι η συχνή χρήση των motto που άλλοτε παρατίθενται προλογικά – σχολιαστικά κατά τη συνήθη πρακτική της παρακειμενικής αναφοράς και άλλοτε ενσωματώνονται στο ποιητικό σώμα δημιουργώντας ένα κείμενο-διακείμενο. Εντός του ποιητικού σώματος ανήκουν και τα παραθέματα του ποιητικού, κυρίως, λόγου τρίτων –Σαχτούρη, Χιόνη, Γκανά, Παυλόπουλου κ.ά.– αποτελώντας αυτά τα ίδια ή κυρίως αυτά το ποίημα, όπως στο ποίημα «Της Μέρκελ». Με αυτή την πρακτική, ο πρωτότυπος ποιητικός λόγος είτε πυροδοτείται διαλεγόμενος με το λόγο του άλλου είτε έρχεται –κάποτε ισχνός– να σχολιάσει το υπέρτερο ή κυρίαρχο μήνυμά του. Ένας λόγος δηλ. που εκτείνει τα όριά του μέσα στη γενικότερη κοινοκτημοσύνη της ποιητικής περιουσίας. Ίσως η ολιγοσύλλαβη, ολιγόστιχη εκφορά του πρωτότυπου ποιητικού λόγου μέσα στα κείμενα αυτά υποδηλώνει τη συνειδητή και μπολιασμένη από τον αναπόφευκτο μοντερνισμό συνείδηση του γράφοντος πως είναι «παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας».

Καταληκτικά, πρόκειται για μια αξιοπρόσεκτη περίπτωση, τουλάχιστον ως πρόταση, πάνω σε ένα βασικό ζητούμενο: ποια αφήγηση τελικά λειτουργεί, όταν είναι να περιγραφεί η ανθρωπογεωγραφία ενός τόπου, η φιλόδοξη εποποιία του παρελθόντος, ο σιγανός στοχασμός χειραφετημένος από την παράδοση του είδους, ο αποσταγμένος ως τη σίγαση λόγος του σύγχρονου ανθρώπου που έρχεται αντιμέτωπος με την κληρονομιά του άλλοτε και την απαίτηση του τώρα;

ΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ (2014)
ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΡΑΓΚΟΣ

Δευτέρα, 27 Οκτωβρίου 2014

«Οινοποίηση», 2014

Το κρασί, η ποίηση και η διαλεκτική τους σχέση

Ο Παναγιώτης Νικολαΐδης, με δύο ακόμα ποιητικές συλλογές στο ενεργητικό του, αυτή τη φορά επανέρχεται επιχειρώντας ένα ποιητικό γύμνασμα, ένα πειραματικό εγχείρημα υπό τη μορφή μιας ευσύνοπτης ποιητικής συλλογής, γραμμένης στο κυπριακό ιδίωμα, αλλά διατυπωμένης σε φόρμα χαϊκού.

Η συλλογή, που φέρει τίτλο «Οινοποίηση», πραγματεύεται το κρασί και την ποίηση, πότε μαζί και πότε χώρια, ως αισθητικές κατηγορίες. Διαβάζοντάς την, έφερα στο νου τη γνωστή ρήση του Άγγλου λογοτέχνη Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον ότι «το κρασί είναι εμφιαλωμένη ποίηση». Αυτή βεβαίως είναι μόνο η μία πτυχή του όλου ζητήματος. Ο Π.Ν. μιλά και για την άλλη, την αντίστροφη, όπου η ποίηση προσφέρει μεθυστικές γεύσεις και αρώματα, ακριβώς όπως το κρασί.

Ο ποιητής έβαλε μπόλικο μεράκι και αγάπη σ’ αυτή τη δουλειά. Δεν την πήρε ελαφρά και αψήφιστα, αλλά πολύ σοβαρά, με αφοσίωση, προσοχή, εργατικότητα και σχολαστικότητα.

Η πρώτη ενότητα του βιβλίου περιέχει πιο γενικούς και διακηρυκτικούς στίχους. Ο ποιητής καταθέτει το αισθητικό, κοινωνιολογικό και εν μέρει ιδεολογικό του credo σε σχέση με το κρασί, την ποίηση και τη διαλεκτική τους αλληλοσύνδεση.

Θεωρώ άκρως υποβοηθητική για τους στόχους του ποιητή τη φόρμα που επέλεξε, τη γραφή χαϊκού. Μέσω της επιτυγχάνει τη συμπύκνωση των μηνυμάτων και των νοημάτων, τη λιτότητα και την απλότητα μιας ανεπιτήδευτης λακωνικής αμεσότητας. Υποβοηθητική είναι και η επιλογή του κυπριακού ιδιώματος, με τους παχύρευστους χυμούς, όμοιους μ’ αυτούς του κυπριώτικου κρασιού, που υμνεί ο Π.Ν.

Η γραφή σε χαϊκού, συχνά-πυκνά, αξιοποιείται ολοένα και περισσότερο, τον τελευταίο καιρό, από σύγχρονους Κύπριους ποιητές. Ωστόσο, γραφή χαϊκού στο κυπριακό ιδίωμα σπανίζει. Αν δεν κάνω λάθος, ανάλογο εγχείρημα, με ουδόλως ευκαταφρόνητα αποτελέσματα, επιχείρησε μέχρι τώρα μόνο ο Τάσος Αριστοτέλους.

Ο Π.Ν., σε όλο το βιβλίο, μας αποδεικνύει πως δεν χρειάζονται και πολλά-πολλά για να φτάσει κανείς στην ουσία των πραγμάτων. Π.χ., μέσα σε έξι μόνο λέξεις σκιαγραφεί τον αέναο μετεωρισμό του ανθρώπου μεταξύ φαντασίας και πραγματισμού: «Ο νους πετάσιν / Το γαίμαν τραβά κάτω / Εμοιράστηκα». (σελ. 17)

Στην ίδια σελίδα και ένα ποίημα ποιητικής-ύμνος στην πυκνότητα και τη συμπύκνωση: «Φτωχέ μου στίχε / Εν θα γίνεις ποττέ σου / Μαραθεύτικον». Από την άλλη, πώς είναι δυνατόν να μιλήσει κανείς για ποίηση, ειδικά για… οινοποίηση, και να μην αναφερθεί στην μυστηριακή διαδικασία της παλαίωσης; «Έναν ποίημα / Έμεινεν στο συρτάριν / Τζι εγίνην κρασίν». (σελ. 18)

Ολόκληρη η συλλογή διαχέεται και από ένα σκωπτικό πνεύμα σαρκασμού, διακωμώδησης, αστεϊσμού και πειράγματος κατά πάντων. Π.χ. στο «Ένας μεθυσμένος μιλά του Γριστού», διαβάζουμε: «Πε μου Γριστέ μου / τζοινωνώ κάθε νύχταν / Εν’ αμαρτία;». (σελ. 21)

Ο ποιητής ψάχνει, ανακαλύπτει ή επινοεί αναλογίες, συμμετρίες, αντιστοιχίες, ενίοτε και ταυτολογίες μεταξύ κρασιού και ποίησης και τις αναδεικνύει. Π.χ. στο «Ποιητής» (σελ. 22) λέει: «Τρώω σταφύλιν / τζ’ ύστερα κάμνω στίχον / ολοκότσινον». Την ίδια στιγμή στο «Οινοποιός» (σελ. 22) αποφαίνεται: «Δουλεύκω λευκόν / Πιστεύκω στο κότσινον / Είμαι ποιητής».

Και βέβαια από τη συλλογή δεν γινόταν ν’ απουσιάζει η δηκτικότατη κριτική όσων δεν μετέχουν των αχράντων μυστηρίων του κρασιού και της ποίησης: «Είντα ‘ν’ που θέλεις; / Με πίννεις με δκιαβάζεις / Ππέσε τζοιμήθου». (σελ. 27)

Γιομάτος λυρισμό αλλά και συγκίνηση είναι ο μακρύς διάλογος που αναπτύσσουν ο «ερωτευμένος οίνος» με την ποίηση στο ομώνυμο ποίημα (σελ. 30-35). Παραθέτω μόνο μια ενδεικτική στιγμή, όταν η ποίηση αναρωτιέται: «Δέρνω τον νου μου / έννεν κρίμα τα πουλιά / Να μεν πίννουσιν;» (σελ. 35). Εδώ βεβαίως η νύξη αφορά το στοιχείο της υπέρβασης, που μπορεί φυσικά να χαρακτηριστεί και …πτήση. Καθότι ποίηση και κρασί, είτε μαζί, είτε χώρια, κάνουν τον άνθρωπο να πετά, να υπερίπταται, να υπερβαίνει, περίπου όπως τα πουλιά.

Το επιλογικό μέρος του βιβλίου έχει τίτλο «Επιδόρπιον» και φέρει ως προμετωπίδα τη ρήση του Άγγλου κληρικού και συγγραφέα Τόμας Φούλερ: «Ο Διόνυσος έπνιξεν πιο πολλούς που τον Ποσειδώναν». Το απόφθεγμα εδώ, ποιητική αδεία, έχει αποδοθεί, δικαιωματικά, στην κυπριακή διάλεκτο.

Το βιβλίο κλείνει με μια υπόμνηση στον αναγνώστη, η οποία και υποδηλοί πως δεν πρέπει να ξεχνάμε ποτέ τις ρίζες, τις πηγές, τις γενεσιουργές αιτίες. «Ο,τι τζι’ αν πούσιν / Εσού πάντα να ξέρεις / Είμαι σταφύλιν». (σελ. 39)

Τελειώνω σημειώνοντας πως η μικρή ποιητική συλλογή «οινοποίηση» είναι από τα βιβλία που διαβάζονται απνευστί και κάνουν τον αναγνώστη του να …λυπάται που τελείωσαν. Βεβαίως, δεν υπάρχει πετυχημένη δουλειά με ποιητικές αξιώσεις που να μην κυριαρχείται από το μεράκι του δημιουργού της. Στην προκειμένη περίπτωση το μεράκι του Π.Ν. ήταν κεφάτο, εύοσμο, εύγευστο και εκ του αποτελέσματος ευτυχές.

Γιώργος Κ. Μύαρης

Στη συντυχιά του οίνου με τον στίχο
ΑΠΡ 24
Κατηγορία: Η Κρίση της Ποίησης, καταχώρηση από: Σωτήρης Παστάκας

Ο ποιητής Παναγιώτη Νικολαΐδης γεννήθηκε το 1974 στη Λευκωσία, σπούδασε για τα καλά τη φιλολογία (Πανεπιστημίου Κύπρου και King’s College του Λονδίνου) και εργάζεται στη δημόσια Μέση Εκπαίδευση της Κύπρου, επιτυχώς και ευτυχώς για όλους μας. Ποιήματα, μελέτες και κριτικές του δημοσιεύτηκαν σε περιοδικά (λογοτεχνικά και επιστημονικά) στην Κύπρο και στην Ελλάδα, όπως και σε ανθολογίες ποιητικές. Εξέδωσε το 2009 την ποιητική συλλογή «Σαν ίαμβος καθρέφτης», που τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου λογοτέχνη. Ακολούθησε η συλλογή «Ξενιτεύομαι μ’ ένα φωνήεν» (Πλανόδιον, 2012). Και στις αρχές του 2014 έδωσε στον τύπο τη συλλογή «Οινοποίηση. 66 χαϊκού για το κρασίν τζαι την ποίησην» (αυτοέκδοση, Λευκωσία).
Ευθύς αναρωτήθηκα αν ο ποιητής υιοθετούσε το (ή απομακρυνόταν από το) νόημα του στίχου που αποδίδεται στον αρχαίο λυρικό Ιππώνακτα: «Το γιοματάρι πίνοντας αδειάζει το μυαλό μας» και, αν αυτό το πνεύμα διαπερνά το περιεχόμενο της νέας συλλογής, πώς αποτυπώνεται στα ποιήματά της. Ο Π. Νικολαΐδης συμφωνεί, λοιπόν, ότι οι άνθρωποι ακόμη και μέσα στην ολόπλευρη κρίση ή στον πόλεμο επιθυμούν το γλέντι, την ωραία διασκέδαση. Για τούτο φυσιολογικά οι ποιητές εμπνέονται και γράφουν από την επιθυμία και την ευφορία της ψυχής. Ωστόσο, ανέμενα ως συνομιλητές του τον μεταβυζαντινό «Πέτρο Κρασοπατέρα τον Ζυφόμουστο», τον θαυμαστή του οίνου «άρχοντα Βυζάντιον Δράκον Σούτζον τον εν Ουγγροβλαχία»∙ τους συνθέτες των λαϊκών ασμάτων της Κωνσταντινούπολης που συνδέουν τον οίνο, τον πόθο και τη συλλογή διηγημάτων «Έρωτος Αποτελέσματα» του ΙΚ (Βιέννη, 1792)• ίσως και τους πρωταγωνιστές στο πολύστιχο αφηγηματικό ποίημα «Ερμήλος ή Δημοκριθηράκλειτος» του Μιχαήλου Περδικάρη(Βιέννη, 1817)• ίσως τους αισθαντικούς και εγλεντζέδες ποιητές Ιωάννη Βηλαράκαι Αθανάσιο Χριστόπουλο, ή τον Διονύσιο Σολωμό∙ επίσης, ο Κ.Π. Καβάφηςπροσφέρει το πεντάστροφο ποίημα του 1886 που έχει τον τίτλο «Βακχικόν», στα ίδια χρόνια που και ο Βασίλης Μιχαηλίδης της Κύπρου προσέφευγε στους σατιρικούς στίχους και σε τραγούδια «εντεψίζικα».
Τίποτα από αυτά. Στην ποιητική συλλογή «Οινοποίηση. 66 χαϊκού για το κρασίν τζαι την ποίησην» (προεξαγγελτικά τοποθετούμαι!) το αυθεντικό λαϊκό κυπριακό ύφος και ήθος συναντά στο αλωνάκι της ποίησης το λαϊκό είδος ποιητικής έκφρασης που έχει τη ρίζα του στην Ιαπωνία (από τον 15ο αιώνα και εξής), που στη Δύση αποδίδεται με τη λέξη «χαϊκού». Μέσα στην αυστηρή τρίστιχη μορφή των δεκαεπτά συλλαβών [5-7-5] με φυσιοκρατικό περιεχόμενο, πολλοί δημιουργοί δοκιμάστηκαν και συνετρίβησαν, εκλαμβάνοντας ως «ευπρόσιτο» το «δύσβατο» του χαϊκού! Εγχείρημα δύσκολο. Αλλά η προκείμενη συνάντηση του Π. Νικολαΐδη με το «χαϊκού» παράγει ένα αποτέλεσμα πυκνό, αφαιρετικό, χωρίς φλυαρίες, πρωτοποριακό σε σημαντικό βαθμό. Και εξηγούμαι: ο λυρισμός του δεν εξαντλείται στην απόδοση λεπτών συναισθηματικών εκφάνσεων ή απεικονίσεων της Φύσης. Σαν σε κινηματογραφικό πλατό, ο ποιητής εισάγει τον άνθρωπο με τους έρωτες, τις χαρές και τους καημούς του, την κοινωνία με τις φοβίες, τις διαψεύσεις και τις προσδοκίες. Βεβαίως, ανεξάρτητα από τις αποτιμήσεις τις δικές μου ή τρίτων, ο αναγνώστης κρίνει, αν του αρέσει ένας τέτοιος τρόπος ποιητικής έκφρασης.
Μελετώντας τα ποιήματα της συλλογής, στη σκέψη μου στριφογυρνούσε ένας ωραίος στίχος: «Και το κρασί μηχανευτής πολύλαλος (είναι)». Ανήκει στον λυρικό ποιητή της αρχαιοελληνικής κλασικής εποχής Φιλόξενο τον Κυθήριο (435 π.Χ., Κύθηρα – 380 π.Χ., Έφεσος). Ακριβώς, επειδή χορηγός της έκδοσης είναι το «Οινοποιείο Βλασίδη» (βιοτεχνία της ορεινής Λεμεσού), η έκδοση γίνεται γεγονός στο μεταίχμιο ποίησης και οινοποίησης, όσο κι αν οι στυγνές λογικές των «αγορών» και της παγκοσμιοκρατίας πασχίζουν μέσα από μεγέθη βιομηχανοποιημένων παραγωγών να περιθωριοποιήσουν την ποιοτική δημιουργία και την προσωπική σφραγίδα τόσο του ποιητή όσο και του βιοτέχνη οινοποιού. Εδώ, ο στίχος και ο οίνος συμμαχούν και σπεύδουν να ανανεώσουν την καθημερινή ζωή των ανθρώπων: Δεν γίνεται να αποκρυφτεί η απήχηση του αρχαίου θεού Διόνυσου, καθώς συνεχίζουν, ευτυχώς, οι άνθρωποι και σήμερα να επιθυμούν το ωραίο ξεφάντωμα, ιδίως μέσα από το συλλογικό γλέντι.
Στις ποιητικές συλλογές που προηγήθηκαν, ο ποιητής γίνεται ο ίδιος «Σαν ίαμβος καθρέφτης», δοκιμάζει υπαινικτικά τις δυνάμεις του ώσμε ν’ αγγίξει το αληθινό, παραμερίζοντας την επιφάνεια∙ με λυρισμό νεανικό δομεί την αισθαντικότητα και την αισθητική του• πολιορκεί τον ένδον κόσμο και εκπορθεί τα «μυστικά» του• αποκαλύπτει με ειρωνεία τις γκρίζες ζώνες των ποιητικών συντεχνιών. Στη δεύτερη συλλογή «Ξενιτεύομαι μ’ ένα φωνήεν» η πίκρα από τη γενικευμένη αλλοτρίωση και από την αποκαρδιωτική στάση της μητριάς πατρίδας που σακατεύει την ιστορική μνήμη, τον λόγο, την ανθρωπιά, την ηθική αγνότητα, τις «ελληνικές αντοχές» ∙ οδηγεί στην πικρή ξενιτειά, στη φιλόξενη «πατρίδα του λόγου», στην ιώδη επικράτεια της ποίησης. Στις συλλογές αυτές, με την πυκνή και αφαιρετική αποκάλυψη του εσωτερικού κόσμου, με την προσεκτική αξιοποίηση πολλών μορφικών στοιχείων, αποπειράται να αποδώσει όλα όσα ο ίδιος θεωρεί υλικά αντοχής και αντίστασης στην πολύμορφη πολιορκία του ποιητικού υποκειμένου.
Με την «Οινοποίηση. 66 χαϊκού για το κρασίν τζαι την ποίησην» ο Παναγιώτης Νικολαΐδης οδηγεί τον αναγνώστη στον τρίτο αναβαθμό της ποιητικής κλίμακας, που επί χρόνια με πεισμώδη προσπάθεια ο ίδιος διαμορφώνει. Με τη δύναμη της κυπριακής διαλέκτου, με άδολο ύφος και νεανικό μπρίο ο δημιουργός συνεχίζει χωρίς εκπτώσεις αισθητικές, αλλά και χωρίς εκζήτηση. Η άμπελος η αληθινή έφερε ωραίους καρπούς στον καλλιεργητή της ποίησης. Κι αυτός μάς κερνά μόνο 198 στίχους και, όπως στόχευε, μάς ευφραίνει με το απόσταγμα των καρπών της κυπριακής γης, αυθεντικό, ατόφιο, κερασμένο στο κρυστάλλινο, καθάριο ποτήρι της ντοπιολαλιάς. Στο σημείο αυτό ανακαλώ στη μνήμη τον Κώστα Μόντη και τους χαρακτηριστικούς στίχους, που σαν να γράφτηκαν για να προκαλέσουν τους νεότερους δημιουργούς, μαζί με αυτούς και τον Π. Νικολαΐδη:
Και τι θα γίνει η ποίηση
που πρέπει να γραφτεί στην Κυπριακή διάλεκτο,
και τι θα γίνει η ποίηση
που δεν έχει άλλη εκλογή;
Η προσεγμένη καλλιτεχνικά και τυπογραφικά έκδοση μικρού σχήματος «τραβήχτηκε» από το γνωστό λευκωσιάτικο τυπογραφείο «Θέοπρες». Προσγειώνεται, λοιπόν, στο σκληρό και άνυδρο πολιτιστικό πεδίο με τη μεστότητα, τη μεθυστική γλυκύτητα και την ευγένεια ήθους που προσδίδει στο ολιγόστιχο ποιητικό σώμα η χρήση του κυπριακού ιδιώματος. Η ευφορία συναισθημάτων και ο εγκωμιασμός του οίνου διαχέονται στα τρία μέρη της συλλογής: «Ορεκτικόν», «Κυρίως κρασίν» και «Επιδόρπιον».
Βεβαίως, δεν θα παραλείψω να αναφερθώ και στις αρχικές πεζόμορφες, μα μεστές και ρυθμικές, «Ευκαριστίες», όπου ξεχειλίζει η ποιητική διάθεση και το κεκτημένο του ποιητάρη: Σοφία ζωής η έναρξη με ευχαριστίες προς τον Θεό και προς τις Μούσες. Ακολούθως μνημονεύονται οι Διονύσιος Σολωμός και Βασίλης Μιχαηλίδης, πηγές της πνευματικής ζωής –εμπνευστές του Νικολαΐδη, αλλά και εραστές του οίνου οι ίδιοι. Συνάμα είναι παρούσα και η πραγματική ζωή, γονείς, αγαπημένη σύζυγος , τέκνα. Έπονται οι αμπελουργοί, οι οινοποιοί, ο λαϊκός άνθρωπος που αγαπά, εργάζεται τίμια, παράγει πνεύμα και οίνο και ποίηση! Καταστάλαγμα της λαϊκής εμπειρίας στην κατακλείδα η αποστροφή προς το «ζοπόκρασσον τζαι ξίδιν» (δηλαδή το χαλασμένο και ξινισμένο κρασί) που οι ακαμάτηδες πολιτικοί κερνούν τον κοσμάκη, καθώς δεν νιώθουν τον παλμό της ζωής παρά μόνον τα ξινισμένα συναισθήματά τους.
Περιγραφικά μιλώντας, στα προεόρτια του γλεντιού περιλαμβάνεται το πρώτο μέρος, το «Ορεκτικόν» (λιτό και αναγκαίο σαν το σύνηθες ορεκτικό). Αυτό βεβαιώνει ο αποφθεγματικός υπότιτλος «Πίννε κρασίν να ’σεις ποίησιν» , που ξεμπροστιάζει τους «γιατρούς» και τις εύκολες «συνταγές υγιεινής ζωής», που μας φοβίζουν διαρκώς ότι το κρασί ανεβάζει την «πίεση». Το ίδιο επενεργούν και τα τρία πρώτα χαϊκού, όπου η σύμπλεξη κρασιού και ποίησης περνά μέσα από την σκέψη και την αξία της – από το χρώμα κι από την φαινομενικά «τετριμμένη» καθημερινή οδηγία διατήρησης του εμφιαλωμένου κρασιού. Οι στίχοι κατατείνουν σε πυκνές οπτικοποιημένες επεξηγήσεις προς τον ρέκτη των απολαύσεων. Συγκρατώ ιδίως το πρώτο χαϊκού, που φαίνεται να επέχει θέση διακήρυξης του ποιητή, όταν διατείνεται:
Έναν ποίημαν
Τζι έναν μπουκκάλλιν κρασίν
Καλόν σκέφτονται
Στο δεύτερο μέρος της συλλογής που φέρει τον χαρακτηριστικό τίτλο «Κυρίως Κρασίν», ο ποιητής ανοίγει τα χαρτιά του, για την ακρίβεια ετοιμάζει τα ποτήρια και κερνά ακροατές, αναγνώστες, γνωστούς και άγνωστους φίλους. Έχει, βεβαίως, τοποθετήσει πρώτα ως υπότιτλο τη λατινική φράση “Ιn vino veritas’ (: «Στο κρασί η αλήθεια»). Απόφθεγμα για το οποίο δεν θα είχε ισχυρή αντίρρηση ο πρόγονος μας Ηράκλειτος, που αναζητούσε «εν βυθώ» την αλήθεια, ενίοτε με τη βοήθεια του οίνου. Η ρήση των γλεντζέδων Ρωμαίων προϊδεάζει για τα επόμενα οκτώ χαϊκού [σελ.15-17], όταν το ξυνιστέρι και το μαραθεύτικο συναντούν τον λιγωμένο εραστή, τον ανήσυχο για τις μικρές απολαύσεις της ζωής άνθρωπο, τον σκεπτόμενο που αναζητά την πορεία του κόσμου πέρα από περιορισμούς, σύνορα και καθωσπρεπισμούς. Όταν τα κρασιά με τη βαθιά τους δύναμη και τη φίνα γεύση ενισχύουν τον υπαρξιακό κραδασμό:
Ο νους πετάσιν
Το γαίμαν τραβά κάτω
Εμοιράστηκα
Ή όταν επηρεάζουν την εναγώνια πάλη με τις λέξεις και την ποιητική τέχνη:
Φτωχέ μου στίχε
Εν θα γίνεις ποττέ σου
Μαραθεύτικον
Εδώ με τρόπο μελετημένο έχουν κατακτήσει τη θέση τους ποιήματα που φέρνουν τον αναγνώστη της ποίησης του Π. Νικολαΐδη (μακριά από το υστερικό τηλεοπτικό σήριαλ «Μπρούσκο» των νεοπλουσίων) στην πιο φυσική ζωή της λαϊκής συνοικίας και ιδίως της επαρχίας. Μια ζωή, όπως τη ζούμε ακόμη ή έστω αυτή που κουβαλάμε μέσα στα παιδικά μας χρόνια και τον νου μας, όσοι βιώσαμε ανάλογες εμπειρίες. Μια ζωή που πρωταγωνιστεί ο αληθινός άνθρωπος –μέσα και πέρα από τις μικρότητες και τις μεγαλοσύνες του– με τους μύθους και τις αλληγορίες, τα πειράγματα και τα «τσιαττιστά» του καφεννέ, με τα αινίγματα και τα λογής παραμύθια στην οικογενειακή μάζωξη, με τα ντέρτια και τη σκωπτική διάθεση, με το άγγιγμα του πόνου και τη διαφυγή στο τραγούδι της μάνας το απόβραδο ή με τον χορό και τα «δοτζίμια» στα γλέντια και στα πανηγύρια. Παραθέτω τους τίτλους των ποιημάτων: «Τρία Παραμύθκια που ήπιαν κρασίν», «Το κρασίν τζαι το ποίημαν στρακόττον», «Ποιητής», «Οινοποιός» «Το δοτζίμιν του ποιητή» , «Το δοτζίμιν του οινοποιού», «Αίνιγμαν ποιητή», «Αίνιγμαν οινοποιού», «Προς πιστούς του κρασιού τζαι της ποίησης», «Προς άπιστους», «Προς πιστούς τζαι άπιστους», «Προς οινοποιούς», «Ο οίνος ερωτεύτηκεν την ποίησην τζαι συντυχάννουν» .
Ιδιαίτερα αισθητή παρουσία έχουν τα ποιήματα κοινωνικής ηθικής και κριτικής με αναφορές «Προς κατακτητές παλιούς τωρασινούς τζι αυριανούς», «Ένας μεθυσμένος μιλά τού Γριστού», «Προς αστυνομικόν αλκοτέστ τζαι συσκευήν ανίχνευσης», «Προς αστυνομικόν αλκοτέστ μανιχόν του».
Ως «Επιδόρπιον» (και μάλιστα με μότο την κυπριακά δοσμένη αποφθεγματική ρήση του Άγγλου κληρικού και συγγραφέα Τόμας Φούλερ «Ο Διόνυσος έπνιξεν πιο πολλούς που τον Ποσειδώναν») τρία χαϊκού: ως απόληξη μιας ευφρόσυνης και γενναίας προσπάθειας, που κατατείνει στο
Ό,τι τζι αν πούσιν
Εσού πάντα να ξέρεις
Είμαι σταφύλιν
μια αναφορά στην πρώτη αρχή του ταπεινού κόσμου της ευτυχίας.
Την έκδοση κλείνει ένα πολύτιμο τετρασέλιδο «Γλωσσάριν» με καίριες πραγματολογικές, ερμηνευτικές και νοηματικές επεξηγήσεις για τους αναγνώστες που κινούνται στο πανελλήνιο πολιτισμικό πεδίο. Ενισχύεται, έτσι, η σκέψη ότι η συλλογή και το γλωσσάρι συγκροτούν μια σημαντική συνεισφορά προβολής και κατανόησης της κυπριακής διαλέκτου στον εκτός Κύπρου Ελληνισμό.
*
Στη συλλογή αυτή, ο λυρισμός συνυφαίνεται με την πύκνωση εικόνων, συναισθημάτων, προσωπικής ευαισθησίας και συλλογικών προβληματισμών. Έτσι επιβεβαιώνεται ότι οι αληθινές ποιητικές φωνές και εμπνεύσεις με απλότητα φωτίζουν και επιτρέπουν τη διαισθητική προσέγγιση αυτού του πολύπλοκου κόσμου μας:
Είμαι τζαι μαύρον
Όπως το σελιόνιν
Είμαι τζαι λευκόν
Μέσα σε 66 τρίστιχα ποιήματα με τη φόρμα των χαϊκού αποκαλύπτεται ένα πλήθος θεμάτων που πάνω τους εδράζεται η καθημερινότητα στη θετική και στην αρνητική της διάσταση (σελ. 39):
Εγιώνη κλαίω
Τζι εσείς πιστεύκετέ τους
Πως έν’ σάκχαρα;
Διαμορφώνουν αυτά το βασανιστικό και συνάμα γοητευτικό πέρασμα του ανθρώπου στην αιωνιότητα ή έστω την απόπειρα διεμβολισμού της μέσα στις σταθερές της φυσικότητας (σελ. 35):
Έναν πηγάδιν
Δεν σώννω να γεμώσω
Δος μου θάνατον
Έρωτας κι απόρριψη, αφοσίωση και άρνηση, αρχή και τέλος της βιωτής, φύση και «επινοήσεις/ κατασκευές», γλέντι και θρήνος: ιδού μερικά από τα καθοριστικά δίπολα της ανθρώπινης ζωής και της συλλογής «Οινοποίηση».
Με τη σκευή μεταμοντέρνων τεχνικών, ο ποιητής στήνει έναν κόσμο που ανασαίνει ακόμη παράδοση λαϊκή. Είναι ένας κόσμος της προφορικότητας –εμφανής ακόμη και στις σιωπές που επιβάλλει ο κάθε στίχος (σελ. 26):
Κλείσε τα μμάθκια
Να δεις τον κόσμον ξανά
Με την μούττην σου
Με τα πειράγματα, τα ευφάνταστα υπονοούμενα, την ιδιοσυστασία, τη λεβεντιά του, την καθαρή ματιά μπροστά στο καλό και στο κακό.
Ένας κόσμος που δεν εξαλείφτηκε παρά την επέλαση νεοφανών και εν πολλοίς ολέθριων ξενόφερτων στοιχείων. Κι ένας ποιητής αυτού του ωραίου κόσμου που έχει όπλο τον έρωτα και τη σάτιρα μεταμφιέζεται σε οίνο και χλευάζει την ξενόφερτη κατανάλωση ουισκιού (σελ. 27) :
Πίννε ουίσκιν
Τζι ας με πίννουν οι ξένοι
Που καταλάβουν
Με θυμοσοφία, ριζωμένη σε ευγενή μέταλλα του ελληνικού, δηλαδή του οικουμενικού, πολιτισμού ο ποιητής δίνει γλεντζέδικη εντολή για τη θανή του (σελ. 28):
Πον’ να πεθάνω
Να μεν κλάψει κανένας
Πιείτε ούλλοι σας
Με σατιρική διάθεση ανεξάντλητη γράφει για ρηχά πρόσωπα (σελ. 28):
Ήρτα σε ούλλους
Τζι εν μού ’δωκεν κανένας
Μιαν πότσαν μούχτιν
Ή προς σύμβολα της καταστολής και γραφειοκρατίας (σελ. 29):
Κκελλέν ! Γράψε με!
Πον’ να σε γραψω τζι εγιώ
Να με ‘γοράσεις
Μια κριτική εμπνευσμένη από λογοπαίγνια του λαού σε βάρος των αστυνομικών οργάνων της τάξεως (σελ. 29):
Φτωχόν όργανον
Μετράς το οινόπνευμαν
Δίχα τον πόνον
Με τις αισθήσεις (όραση, αφή, όσφρηση, γεύση κι ακοή ακόμη) να δίνουν τον γήινο τόνο και στις μεταφυσικές μεταβολές, μακριά από πανικούς και υστερίες για τις αναπόφευκτες αλλαγές της τύχης και της ζωής ανησυχίες, ο οίνος που ενισχύει το να ξεχνά ο άνθρωπος (σελ. 39):
Είμαστιν χώμαν
Να θυμάσαι να πίννεις
Για να ξηάννεις
Έτσι, απλά αποδίδεται ο επικούρειος φιλοσοφικός στοχασμός, σχεδόν ψυχοθεραπευτικός, στις συνθήκες γενικευμένης αλλοτρίωσης.
Με σατιρικό οίστρο, με οξυμένη κι εκλεπτυσμένη διάθεση ν’ ασκήσει κριτική σε καθιερωμένα πλέγματα μέσα από τη συνομιλία με τον ίδιο τον Χριστό ή έστω την αναπόφευκτη γκρίνια ως σύμπτωμα σωστικό στη δυσκολία της ζωής και της ποίησης (σελ. 21):
Πε μου Γριστέ μου
Τζοινωνώ κάθε νύχταν
Έν’ αμαρτία;
Κι ακόμη γράφει:
Φέρτε τον Γριστόν
Να γράψει το ποίημαν
Εν έσει κρασίν
Ξεχωρίζω από τις δεκάδες των στίχων που και σε τούτη τη συλλογή αγγίζουν ή υπαινίσσονται θέματα ποιητικής – παράμετρος που επανέρχεται και βασανίζει τον Π. Νικολαΐδη σε όλα τα έργα του- το ποίημα με τίτλο «Αίνιγμαν οινοποιού» (σελ. 24):
Πέντε γεναίτζες
Εκάμαν εφτά παιδκιά
Τζαι πέντ’ αγγόνια
Εδώ, δηλαδή, η σωματοποίηση της τεχνικής του χαϊκού [συλλαβές 5-7-5] συνυφαίνεται με την ανθρώπινη γονιμότητα και την ευφορία που το κρασί προσδίδει. Ένας κύκλος δημιουργίας, καρποφορίας, ευθυμίας!
Στο ποίημα «Το κρασίν τζαι το ποίημαν στρακόττον» (σελ. 19, τέσσερα χαϊκού): Τα δύο στοιχεία, κρασί και ποίημα, προσωποποιημένα σαν τον παλιό καλό καιρό του δημοτικού τραγουδιού, βρίσκονται σε αμάχη, αμφίρροπη κι αποκαλυπτική της εσώτερης σχέσης τους. Εδώ η χάρη και η φαντασία του ποιητή διαμορφώνουν έναν πρωτοφανή για χαϊκού διάλογο.
Το ποίημαν: Που τον Όμηρον
Οι Θεοί πίννουν νέκταρ
Το κρασίν: Τζείνοι χάννουσιν
Στη σύνθεση «Ο οίνος ερωτεύτηκεν την ποίησην τζαι συντυχάννουν» (18 χαϊκού, σελ. 30-35]: Ο Έρωτας είναι παρών ως ζωοδότης, μα και ωσάν σαράκι επικίνδυνο στον συναρπαστικό ποιητικό διάλογο του Ερωτευμένου Οίνου με την αέρινη Αγγέλισσά του, την Ποίηση! Ήχοι και εικόνες που σαν να φτάνουν ώσμε τις μέρες μας από τα «κυπριακά ερωτικά ποιήματα», τις αναγεννησιακές «Ρίμες αγάπης»!
Οίνος Το δειν σου κόρη
Ραΐζει το ποτήριν
Πόθθεν να σε δω;
Στα 66 χαϊκού της ποιητικής συλλογής τεχνική, μελωδία, ρυθμός, λόγος συνυφασμένα με μια βιοθεωρία επηρεασμένη από το λαϊκό πολιτισμό και μια σύνθετη επεξεργασία πολλαπλών αισθητικών και φιλοσοφικών ωσμώσεων, αναπνέουν μέσα στα «βαρέλια» ενός ευαίσθητου και δημιουργικού ποιητή, του Παναγιώτη Νικολαΐδη. Θυμίζω, τέλος, τον παλιό οινόφιλο και λόγιο πολυμαθή άρχοντα Βυζάντιο Δράκο Σούτζο που «έζησε εν Ουγγροβλαχία». Διάβασε κι αυτός την «Οινοποίηση», κι ενθουσιάστηκε θεωρώντας την μια πρωτοποριακή ποιητική σύνθεση για την κυπριακή ποιητική παραγωγή. Ο άρχοντας αυτός, συνέγραψε τον 17ο αι. το ποίημα «Έπαινος εις το κρασίν» και ζήτησε να μας θυμίσει μέσω του διαδικτυακού περιοδικού την απόληξή του ποιήματος, καθώς προσαρμόστηκε κι ο ίδιος στο ποιητικό κλίμα της ποιητικής συλλογής και επιθυμεί να προειδοποιήσει όποιον τον οίνο δεν αγαπά:
«Εσένα όποιος σ’ αρνηθεί και δεν μετανοήσει,
μένει αναπολόγητος εις την δευτέρα κρίση.
Πτωχός αν ζήσω πάντοτε και τύχω μεθυσμένος
στην ώρα του θανάτου μου, πεθαίν’ ευτυχισμένος».
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1-Γιάννης Δάλλας, Αρχαίοι λυρικοί, Ιαμβογράφοι, τόμος Δ΄, εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 2007³, σελ. 155-156: «Ολίγα φρονέουσιν οι χάλιν πεπωκότες».
2- Σ’ αυτό συνυπάρχουν οι κριτικές για τα ήθη της εποχής, τα γλεντοκοπήματα του αφέντη Μελιρά και τα παθήματα του φημισμένου γιατρού της Κωνσταντινούπολης Ερμήλου, που από μια παραξενιά της τύχης μεταμφιέστηκε σε όνο.
3-Κ.Π. Καβάφης, Αποκηρυγμένα ποιήματα, εκδόσεις Ύψιλον, Αθήνα 1990, 25.
4- Ενδεικτικά βλ. Βασίλης Μιχαηλίδης, Επιλεγμένα ποιήματα. Επιμέλεια Λευτέρης Παπαλεοντίου, εκδ. Μικροφιλολογικά, Λευκωσία 2013, 44-45.
5-Γιάννης Δάλλας, Αρχαίοι λυρικοί, Χορικολυρικοί, τόμ. Α΄, εκδ. Άγρα, Αθήνα 2003, σελ. 296-297: «Ευρείτας οίνος πάμφωνος».
6-Γιάννης Στρούμπας, «Του καρπού και της λαλιάς», Τα Ποιητικά, τχ. 14, Ιούνιος 2014, σ. 7-8.
7- Να ‘σεις = να έχεις.
8-Ποιοτικές οινοποιήσιμες ποικιλίες της Κύπρου.
9- Πετάσιν, το : ο χαρταετός.
10-Τσαττιστά: στιχουργικοί αυτοσχεδιασμοί δύο και πλέον ποιητάρηδων που ταιριάζουν δίστιχα με ομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους.
11-Δoτζίμιν, το: η δοκιμασία, αγώνισμα με λιθάρι.
12-Σελιόνιν, το: το χελιδόνι.
13-Μούττη, η : η μύτη
14-Πότσα, η: η μπουκάλα• μούχτιν: δωρεάν.
15-Κκελέν: αγύριστο κεφάλι (έκφραση αγανάκτησης).
16-Να ξηάννεις: να ξεχνάς
17-Γεναίτζες: γυναίκες.
18- Συντυχάννω: συνομιλώ.
19-Το δειν: η ματιά, το βλέμμα.
20- Γλυκερία Πρωτοπαπά-Μπουμπουλίδου, «’Έπαινος εις το κρασίν’-“Περί μεθύσου’. Δημώδη μεσαιωνικά και νεώτερα κείμενα», Επετηρίς Βυζαντινών Σπουδών, τόμ. 39ος (Αθήνα, 1972-73), σ. 594-611, εδώ σ. 607.
http://www.poiein.gr/archives/33119/index.html

ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΡΟΥΜΠΑΣ

Τα ποιητικά, τχ. 14, Ιούνιος 2014

Του καρπού και της λαλιάς

Παναγιώτης Νικολαΐδης, «Οινοποίηση», Λευκωσία 2014, σελ. 48.

Ο οίνος ευφραίνει την καρδιά του ανθρώπου, σύμφωνα με τη βιβλική ρήση· η τέχνη του λόγου, πάλι, μαγεύει και μεθά. Εφόσον το κρασί κι η ποίηση συναντιούνται στην πρόκληση ευφορίας, ο Κύπριος ποιητής Παναγιώτης Νικολαΐδης δικαίως αποφασίζει να τα παντρέψει στην ποιητική του συλλογή Οινοποίηση. Χωρισμένη σε τρία μέρη, το «Ορεκτικόν», το «Κυρίως κρασίν» –που εύλογα αντικαθιστά το «κυρίως πιάτο»– και το «Επιδόρπιον», η συλλογή σερβίρει «66 χαϊκού για το κρασίν τζαι την ποίησιν» στο λαγαρό κυπριακό γλωσσικό ιδίωμα, επιβεβαιώνοντας την κυπριακή φιλοξενία σε ψυχοπνευματικό επίπεδο, φιλεύοντας τη θέρμη των στοχασμών και των συναισθημάτων.
Το εγκώμιο του Νικολαΐδη στο κρασί δικαιολογείται από τη δραστικότητα του εκλεκτού ποτού: το κρασί συμφιλιώνει, αδελφώνει, καταργεί συρματοπλέγματα, γκρεμίζει τείχη, αφού «Μετά το κρασίν/ Αννοίουν τα σύνορα/ Ούλλου του κόσμου». Επιπλέον, η κοινωνία του κρασιού είναι και πράξη ερωτική, που ενεργοποιεί τις αισθήσεις. «Πρώτα μυρίστου/ Τζι ύστερις δε με στο φως/ Μετά φίλα με»· όσφρηση, όραση, γεύση, αφή πρωτοστατούν σ’ αυτή την επαφή, που, όπως υπονοεί το φιλί, δεν περιορίζεται μόνο στη γευστική της πτυχή. Το επακόλουθο πέταγμα ερμηνεύει την παρομοίωση του κρασιού με πουλιά: «Το ξυνιστέριν / Έν’ λευκόν περιστέριν/ Στον ουρανίσκον»· και «Είμαι τζαι μαύρον/ Όπως το σελϊόνιν / Είμαι τζαι λευκόν».
Η συνάντηση του κρασιού με την ποίηση συντελείται μέχρι στιγμής στον απευθυνόμενο στο κρασί ύμνο, ο οποίος αναπέμπεται με μέσο τα χαϊκού του Νικολαΐδη, δηλαδή τα ποιήματα. Η σχέση, όμως, οίνου και ποίησης είναι βαθύτερη, όπως αποτυπώνεται στα «Τρία Παραμύθκια που ήπιαν κρασίν»: το ποίημα μπορεί, με το πέρασμα του χρόνου, να ξινίσει και να γίνει ξίδι· το βαρέλι κρασί, αν πέσει από τη βάρκα που το μεταφέρει, μπορεί να γίνει ποίημα· το ποίημα πάλι, αν μείνει στο συρτάρι, ωριμάζει και γίνεται κρασί. Κρασί και ποίημα, συνεπώς, μεταστοιχειώνονται το ένα στο άλλο, σε μια χημική αντίδραση αμφίδρομη, που περιλαμβάνει σαν αποτέλεσμά της κάθε προοπτική, καί τη φίνα του κρασιού καί την αψιά του ξιδιού.
Η αδιάρρηκτη αυτή σχέση περιλαμβάνει και συγκρούσεις. Ιδίως όταν μεθούν, το κρασί και το ποίημα διασταυρώνουν τα ξίφη τους. Το κρασί οικτίρει τους θεούς του Ολύμπου, που πίνουν νέκταρ αντί οίνου· παράλληλα, αμφισβητεί την τέχνη του ποιήματος, καλώντας το «να σκάσει και να πίνει» («Βρίξε τζαι πίννε»)! Το ποίημα, με τη σειρά του, θεωρεί τρελό το κρασί, αν εκείνο νομίζει ότι ωφελεί «στην καρδίαν». Ας μην παραπλανούν, ωστόσο, οι μεταξύ τους συγκρούσεις, αφού οι μεγαλύτεροι «έρωτες» συχνά χαρακτηρίζονται από αντίστοιχες συγκρουσιακές σχέσεις. Άλλωστε, η ποίηση, σαν πράξη αυτοσυνειδησίας ή και αντίστασης, περνά ανά τους αιώνες μέσα απ’ το κρασί: «Για να σου γράψω/ Ήπια πολλά βαρέλλια/ Μες στους αιώνες».
Από το «κονταροχτύπημα» κρασιού-ποιήματος δεν θα έλειπαν, βέβαια, οι δημιουργοί τους, ο οινοποιός κι ο ποιητής. Στη διελκυστίνδα των μεταξύ τους «θαυμάτων», ο οινοποιός μοιάζει να επικρατεί, όταν θαυματουργεί δημιουργώντας από το σταφύλι κρασί, ενώ ο ποιητής φαίνεται επικρατέστερος, όταν κατορθώνει το θαύμα της επιστροφής του κρασιού πίσω, μέσα στο σταφύλι! Κι αν, πάλι, ο ποιητής συνθέτει χαϊκού, δηλαδή ποιήματα, το «ποίημα» του οινοποιού υποδηλώνεται στην καρποφορία που υπόσχεται η εύθυμη διάθεση, η προκαλούμενη από το κρασί, στο ποίημα «Αίνιγμαν οινοποιού»: «Πέντε γεναίτζες / Εκάμαν εφτά παιδκιά/ Τζαι πέντ’ αγγόνια»· οι «πέντε γεναίτζες», λοιπόν, είναι οι πέντε συλλαβές του πρώτου στίχου, τα «εφτά παιδκιά» οι εφτά συλλαβές του δεύτερου στίχου, τα δε «πέντ’ αγγόνια» είναι οι επίσης πέντε συλλαβές του τρίτου στίχου. Έτσι, το «ποίημα» του οινοποιού ενδύεται συνάμα και μορφή ποιητική.
Εφόσον, επομένως, ο οινοποιός κι ο ποιητής συναντιούνται σε κοινό πεδίο δράσης, δεν εκπλήσσει που το αποδοτικό αμπέλι κι ο ποιοτικός στίχος εμφανίζουν κοινές ανάγκες: τόσο το αμπέλι όσο κι ο στίχος χρειάζονται κλάδεμα – το αμπέλι κυριολεκτικό, ο στίχος μεταφορικό, με την αφαίρεση κάθε στοιχείου που πλεονάζει· τόσο το κρασί όσο και ο στίχος απαιτούν ωρίμανση – κυριολεκτική για το κρασί, με την παραμονή του στο «τζελλάριν» , και μεταφορική για το ποίημα, με την αναμονή του στο συρτάρι του ποιητή· τέλος, τόσο το κρασί όσο και το ποίημα χρειάζονται διήθηση – το κρασί κυριολεκτική, με τη συλλογή κι απομάκρυνση των στερεών υπολειμμάτων του, ενώ το ποίημα μεταφορική, με την απομάκρυνση οτιδήποτε περιττού.
Ο Νικολαΐδης εκφράζει τους στοχασμούς του με δραστική ποιητική γλώσσα, με την αμεσότητα νηφάλιων, όχι εκνευρισμένων, αντιδραστικών τοποθετήσεων. Γι’ αυτό χαρακτηρίζονται από θέρμη, είτε όταν εκφέρονται από τους προσωποποιημένους ήρωες της συλλογής, δηλαδή το κρασί και την ποίηση, είτε από άλλους ήρωες που επιστρατεύει στον ποιητικό του μύθο ο ποιητής. Ο μεθυσμένος παραλληλίζει την κοινωνία του κρασιού με τη Θεία Κοινωνία: «Πε μου Γριστέ μου/ Τζοινωνώ κάθε νύχταν/ Εν’ αμαρτία;» Το ολίσθημα του αλκοολισμού ελαφραίνει από την τραγικότητά του στο τιθέμενο με προσποιητή αθωότητα ερώτημα «Εν’ αμαρτία;», μέσω του οποίου ο λαϊκός άνθρωπος, ο θυμόσοφος, κατεργάρης μεθύστακας, με το παιγνιώδες πνεύμα του, τη μελετημένη του συστολή και την πλαστή του αφέλεια διαγράφει το αμάρτημα.
Έπειτα από τόσους χώρους συνύπαρξης του οίνου με την ποίηση, ο έρωτας επέρχεται απολύτως φυσιολογικά, όπως προκύπτει από τον μεταξύ τους μακροσκελή διάλογο στο ποίημα «Ο οίνος ερωτεύτηκεν την ποίησην τζαι συντυχάννουν ». Οίνος και ποίηση, ερωτευμένα, ανταλλάσσουν λόγια αγάπης. Η ύπαρξη του ενός δικαιώνεται στο μπόλιασμά του από τον άλλο. Με θυμοσοφική και σκωπτική διάθεση, περνώντας απ’ όλα τα στάδια που οδηγούν στον έρωτα, ο οίνος και η ποίηση παρακάμπτουν τις διαφορές τους και ενώνονται αρμονικά στην Οινοποίηση του Παναγιώτη Νικολαΐδη. Το εγχείρημα της ποιητικής απόδοσης στο κυπριακό ιδίωμα ενισχύει τα ιδιαίτερα τοπικά αρώματα του καρπού και της λαλιάς σε τούτη τη γνήσια, βιολογική καλλιέργεια της έκφρασης και των συναισθημάτων.

ΛΕΦΤΕΡΗΣ ΠΑΠΑΛΕΟΝΤΙΟΥ

Οινοποίηση, 66 χαϊκού για τον κρασίν τζαι την ποίησην,

Και στο τρίτο βιβλίο του ο φιλόλογος Παναγιώτης Νικολάί’δης (γενν. 1974)
περιλαμβάνει ποιήματα μικρής φόρμας, και συγκεκριμένα 66 χαϊκού, που
έχουν ως βασικούς θεματικούς άξονες το κρασί και την ποίηση. Όσο γνωρίζω,
ο Τάσος Αριστοτέλους εξέδωσε πρώτος μια συλλογή με χαϊκού στο κυπρια-
κό ιδίωμα: Ακρολοηθου (2007). Τέτοια δείγματα περιλαμβάνονται και στη
συλλογή του Κυπριακές μελωδίες (2011).
Ο Π. Νικολαΐδης αντιπαραθέτει και συμπλέκει τις έννοιες του κρασιού και
της ποίησης με ποικίλους τρόπους: Ανάμεσα σ’ άλλα, τα προσωποποιεί και τα
παρουσιάζει να συνομιλούν μεθυσμένα στο ασφυκτικό πλαίσιο ενός τρίστιχου·
το ένα συμπληρώνει το άλλο ή το προσγειώνει ανώμαλα και το απογυμνώνει:
λ.χ. «Είμαι λαλούσιν / Η βασίλισσα τέχνη» / «Βρίξε τζαι πίννε». Και αλλού,
σε μια εκτενέστερη ενότητα («Ο οίνος ερωτεύτηκεν την ποίησην τζαι συντυ-
χάννουν»), ανταλλάζουν κολακευτικά σχόλια και επαίνους, χωρίς να λείπει το
λεπτό χιούμορ ή μια πιο γήινη αντίληψη των πραγμάτων. Οίνος προς Ποίηση:
«Αντζέλισσα μου / Έγλεπε πού παρπατάς / Πατάς σταφύλιν».
Στις καλύτερες περιπτώσεις, όταν ο ποιητής προσεγγίζει με περισσότερη
τόλμη το γλωσσικό υλικό του και ανοικειώνει το ιδίωμα με ευφάνταστες εικόνες
και μεταφορές, το αποτέλεσμα είναι αρκετά γοητευτικό, ανακαλώντας ήχους
και από τη λογοτεχνική παράδοση των κυπριακών πετραρχικών ποιημάτων του
16ου αιώνα (Ποίηση προς Οίνον: «Πωρνόν και βράδυν / Μισεύγω πεθυμώντα /
Κορμίν τζαι κρασίν») ή απηχώντας κάποτε τις «Στιγμές» του Κ. Μόντη.
Σε γενικές γραμμές η ποιητική πρόταση του Π. Νικολάίδη κρίνεται ενδια-
φέρουσα και αξιοσημείωτη. Ίσως υπήρχε περιθώριο να επεξεργαστεί περισ-
σότερο τη μορφή των κειμένων ή να ανοικειώσει περισσότερο τον λόγο και να
τον απογειώσει ποιητικά. Όμως δε λείπουν τα παραδείγματα που επιβεβαι-
ώνουν τη δεξιότητα του ποιητή να συμπυκνώνει τον λόγο και να υποβάλλει με
τη φωνή του κρασιού, με τη συμβολή της μεταφορικής προσωποποίησης και
του πολύσημου υπαινιγμού, πράγματα που παραπέμπουν στα ανθρώπινα,
πάντα στο ασφυκτικό πλαίσιο ενός τρίχορδου ποιήματος (με 5+7+5 συλλα-
βές), χωρίς να λείπουν οι χαλαρώσεις στο ιαμβικό μέτρο: « 0 νους πετάσιν /
Το γαίμαν τραβά κάτω / Εμοιράστηκα».

Ξενιτεύομαι μ’ ένα φωνήεν,(2012)
ΛΕΦΤΕΡΗΣ ΠΑΠΑΛΕΟΝΤΙΟΥ

Ξενιτεύομαι μ’ ένα φωνήεν,

Με το νέα δεύτερο βιβλίο του ο Παναγιώτης Νικολάίδης (γενν. 1974) επαναλαμβάνει και επιβεβαιώνει τη γραφή που εγκαινίασε με την πρώτη συλλογή του γοητευμένος και από τις Στιγμές του Μόντη: επιμονή σε ολιγόστιχα ποιήματα, που συνήθως δεν ξεπερνούν τους δυο ή τρεις στίχους, αποφθεγματικότητα έντονη αφαίρεση και συμπύκνωση του λόγου, αξιοποίηση του κυπριακού ιδιώματος, καίρια και ακαριαία διατύπωση ή απροσδόκητη εικόνα (λ.χ. «με μια ζαριά ο θάνατος / παίρνει τη μάνα»). Υπάρχουν, όμως, και κείμενα που καταλήγουν στον ερμητισμό, στη φραστική επιτήδευση, στη λεκτική αφασία. 0 νέος αυτός ποιητής δείχνει ότι διαθέτει αρκετές δεξιότητες, που θα τον βοηθήσουν να γράψει πιο απαιτητικά ποιήματα. Θα θέλαμε, πάντως, πιο ανεπτυγμένα ποιήματα, που να παρέχουν στον αναγνώστη περισσότερα αντικλείδια του ποιητικού πυρήνα, χωρίς να ξεχειλώνει, βέβαια, η σπίθα της έμπνευση.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΡΟΥΜΠΑΣ

Φιλόξενη ξενιτιά

Αν χρειάζεται να ξενιτευτεί κανείς για να ακούσει «τις παλιές/ φωνές», το παρελθόν, να διασώσει μνήμες, ίσως και τη συλλογική συνείδηση, ποια είναι η «ξενιτιά» στην οποία θα κατέφευγε για την εκπλήρωση του οράματος, και ποιο το μέσο για την προσέγγισή της; Με όχημά του «ένα φωνήεν» και τον χρόνο ο Παναγιώτης Νικολαΐδης, στην ποιητική του συλλογή «Ξενιτεύομαι μ’ ένα φωνήεν», διασχίζει μονοπάτια της σκέψης και ψυχικές διαθέσεις, αξιοποιώντας τα φώτα ομίχλης που του παρέχει η ποίηση, κι ας υποκρίνεται εκείνη πως «λυγίζει/ την όραση/ καθώς κρεμμύδι»:

________________________________________
* α΄ δημοσίευση: εφημ. «Αντιφωνητής», αρ. φύλλου 367, 16/5/2013.
μέσα από τη θολή, ομιχλώδη της ατμόσφαιρα, υπερβαίνοντας τις αισθήσεις και τις εμπειρικές αποτυπώσεις, η ποίηση έχει άλλα μέσα για να διαλύσει την καταχνιά.
Συχνά, λοιπόν, τα φαινόμενα απατούν, οι παραστάσεις κατασκευάζονται και παραπλανούν. Μα «όταν/ δεν/ βλέπεις/ ακούς/ καλύτερα», σημειώνει ο Νικολαΐδης, αποκαλύπτοντας μέρος των μέσων με τα οποία η ποίηση διασκορπίζει τη θολούρα. Γι’ αυτό αφουγκράζεται «τις παλιές/ φωνές» ο ποιητής, γι’ αυτό αναμετριέται με τον χρόνο, μες στον οποίο είναι κλεισμένος, μα τον οποίο τον περικλείει κι εκείνος με τη σειρά του: «ο ποιητής κι ο χρόνος/ καιροφυλακτούν/ ο ένας μες στον άλλον». Η αμφίρροπη αναμέτρηση ενέχει κινδύνους, καθώς «οχιά ο χρόνος», σαν «Μάτι φιδιού», ενεδρεύει και φέρνει με το πέρασμά του κοντά τον θάνατο. Ο θάνατος, πάλι, παίρνει τη μάνα κι αφήνει πίσω του μόνο στάχτες. Ο χρόνος, ωστόσο, σε βάθος δομημένος, εμπεδώνει και την εμπιστοσύνη. Ανασύρει επίσης την ανάμνηση της μάνας, στην οποία καταφεύγοντας το παιδί καταπνίγει την ανασφάλειά του. Έτσι αναφύονται, σε αντίθεση με το σκοτάδι του θανάτου, η χαρά και το φως.
Το φως κερδίζει τις εντυπώσεις. Ο ποιητής επιμένει στο φως «σαν ράγισμα παλιό/ στον καθρέφτη», με σταθερότητα, σ’ ένα χάραγμα ανεξίτηλο, που δεν διασαλεύεται από τίποτα. Την κυριαρχία του φωτός την επικυρώνει το γεγονός πως «με φως σφαλίζουμε τα μάτια/ των νεκρών»: ακόμη κι απέναντι στο σκοτάδι του θανάτου, το φως επεμβαίνει απαλύνοντάς τον. Βέβαια, η αντιπαράθεση φωτός-σκότους είναι προαιώνια, κι ο σκοτεινός αντίπαλος διαρκώς επανέρχεται: «χρόνια εμπορευόμαστε/ το φως/ κι όμως σκοτάδι/ ασάλεφτο». Ο Νικολαΐδης, μάλιστα, εισάγει και μία προέκταση στην ανθρώπινη στάση έναντι του φωτός, η οποία φαίνεται να επιζητά την εμπορική εκμετάλλευση του φωτός, πέραν της ηθικής αγνότητας που αυτό εκπέμπει. Κι ίσως η πρόκριση της υλικής του λειτουργίας να ευθύνεται για την επάνοδο του σκότους, το οποίο παραμένει «ασάλεφτο», κι όχι «ασάλευτο», ακριβώς για να υπονοήσει τα «λεφτά», την επιδίωξη του χρήματος και της ύλης από τον άνθρωπο-έμπορο. Η κατίσχυση, επομένως, του φωτός δεν είναι αυτονόητη, παρά καρπός διαρκούς προσπάθειας, καρπός που ωριμάζει μόνο μέσα από την επίπονη αμφιταλάντευση ανάμεσα στην ύλη από τη μια, και το πνεύμα με την ψυχή από την άλλη.
Ο προβληματισμός του Νικολαΐδη απέναντι στα πράγματα συχνά διανοίγεται προς δύο κατευθύνσεις, με την επισήμανση τόσο των θετικών, όσο και των αρνητικών λειτουργιών. «φύτρωσα/ στην πέτρα και στον φόβο», διαλογίζεται ο ποιητής, αντικατοπτρίζοντας στους στίχους του -ανάκληση του ποιήματος του Γιάννη Ρίτσου «Κουβέντα με ένα λουλούδι»- τις αντιξοότητες, τη μοίρα της ελληνικής φυλής, μιας φυλής καλούμενης επί χιλιετίες να επιβιώσει σ’ ένα πετρώδες, άγονο τοπίο, υπό την επιβουλή ποικίλων άλλων φυλών που επιδίωξαν να την υποτάξουν, διερχόμενων από τούτο το σταυροδρόμι του κόσμου. Παράλληλα, όμως, από τον ίδιο προβληματισμό «φυτρώνει» η αισιοδοξία για τις ελληνικές αντοχές και την επιβίωση, που συντελείται έστω κι αν οι συνθήκες είναι εξαιρετικά αντίξοες. Η ανθεκτικότητα εκφράζεται και μέσα από τη συμπύκνωση του δίστιχου «χωρίς βροχή μεγάλωσα/ λιθάρι φως σκοτάδι».
Οι διαλογισμοί του Νικολαΐδη, αν και ζυμωμένοι από την ελληνική μοίρα και δη την κυπριακή – ο ποιητής είναι Κύπριος -, προσπερνούν τις διαχωριστικές γραμμές που θέτουν οι πατρίδες κι αγκαλιάζουν τον όπου γης άνθρωπο. «δίχως πατρίδα/ περπατώ στον χρόνο πόνο/ πόντο»: η πορεία στον χρόνο, αργή, προσεκτική, συντελείται βήμα-βήμα, «πόντο-πόντο», αλλά και «πόνο-πόνο», γιατί ο πόνος συχνά ορίζει την ανθρώπινη ζωή, καταργώντας τα σύνορα και την καταγωγή, κι εξηγώντας γιατί τούτη η πορεία είναι «δίχως πατρίδα». Εδώ όμως θα μπορούσε ίσως ο «πόντος» να σηματοδοτηθεί εντελώς διαφορετικά ως η θάλασσα, σαν μια διαφορετική, επίσης, πατρίδα του ποιητή και της ανθρωπότητας. Οι πολυσημίες του Νικολαΐδη οφείλονται σε σημαντικότατο βαθμό στη χρήση της γλώσσας από τον ποιητή: «στη γλώσσα μου/ κλίνεται η ψυχή// σ’ όλες τις πτώσεις». Αν κάθε γραμματική πτώση εκφράζει και μια λειτουργία, η ποιητική ψυχή όχι απλώς «κλίνεται» σε όλες τις πτώσεις, μα και περικλείεται σ’ αυτές, εκφράζοντας η ίδια ποικίλες ψυχικές λειτουργίες. Η ψυχή, συνεπώς, ορίζεται από την έκφραση, αλλά κι η έκφραση περικλείει ψυχή.
Η δεινότητα του Νικολαΐδη να αξιοποιεί την έκφραση προς την επίτευξη πολλαπλών νοηματικών σηματοδοτήσεων αναδεικνύεται στο τετράστιχο «με φυσικό αέριο/ ορύσσουμε/ ξανά/ την ιστορία». Η ευρύτητα των ερμηνειών που μπορεί να προσλάβει το συγκεκριμένο ποίημα είναι εντυπωσιακή. Πρώτη ερμηνεία, εντελώς πρωτοβάθμια: το φυσικό αέριο, που εντοπίζεται στη νότια θαλάσσια περιοχή της Κύπρου, παρέχει το φως που απαιτείται για ένα νέο ανασκάλεμα, για μια νέα προσέγγιση της ιστορίας. Δεύτερη ερμηνεία: η ιστορία προσπελάζεται και ερμηνεύεται εκ νέου μέσω της θεώρησης του ρόλου των πλουτοπαραγωγικών πηγών και της διάθεσης που επιδεικνύουν ποικίλοι διεκδικητές τους προς εκμετάλλευση αυτών. Τούτοι οι διεκδικητές κινούν και τα νήματα των ιστορικών εξελίξεων. Τρίτη ερμηνεία: η εξεύρεση φυσικού αερίου και η προοπτική της αξιοποίησής του ωθούν μία χώρα να ξαναγράψει την ιστορία της, βελτιώνοντας την οικονομική και διεθνή της θέση. Η συγκεκριμένη ερμηνεία διαποτίζεται κι από τραγική ειρωνεία λόγω της σύγχρονης διάψευσης των προσδοκιών, της οφειλόμενης στις ωμές επεμβάσεις των μεγάλων δυνάμεων προκειμένου να ελέγξουν τις πλουτοπαραγωγικές πηγές. Έτσι επέρχεται η διολίσθηση της ευλογίας σε κατάρα. Τέταρτη ερμηνεία: αντί να εξορύσσεται το φυσικό αέριο, με μία μαγική, αγαπημένη από την ποίηση αντιστροφή, εξορύσσεται η ιστορία. Η ιστορία μετατρέπεται στο πολύτιμο ορυκτό που πρέπει πάση θυσία να εξορυχθεί, ώστε να φωτίσει τα μελλούμενα, να μαρκάρει τους υφάλους, να αποτρέψει τις κακοτοπιές. Πέμπτη ερμηνεία: αν η εξόρυξη της ιστορίας συντελείται κομμάτι-κομμάτι, αν οδηγεί στην κατάτμησή της, στην παρανόηση αλλά και στην εξάντλησή της στον βωμό του κέρδους, τότε αφήνει πίσω της κουφάρια, νεκρή γη, πνευματική εκθεμελίωση. Οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία επαφίεται στην ευαισθησία του κάθε αναγνώστη.
Γλώσσα, πνεύμα και ψυχή συνδιαμορφώνουν διαρκώς την ποίηση του Νικολαΐδη. Στο «δεν ξεχνούμε να ξεχνάμε ότι ξεχάσαμε» του ποιητή, δεν περικλείεται απλώς η ιστορική εισβολή του «Αττίλα» στην Κύπρο και η αποτύπωσή της στο ιστορικό σύνθημα τού «δεν ξεχνώ» την εθνική καταστροφή· αποτυπώνεται συνάμα η κατάρρευση της μνήμης, η αποκοπή απ’ αυτήν, η αντικατάστασή της από κάθε ευκαιριακή ευκολία. Η διανοητική διαπίστωση του Νικολαΐδη συνοδεύεται από το ψυχικό μαράζωμα που επιφέρει η απάθεια, η αφασία. Η ψυχική δε τούτη αφασία βρίσκει τρόπο να αποτυπωθεί γλωσσικά με δραστικότατο τρόπο στο μονόστιχο αυτό ποίημα, που αποτελεί εντέλει έναν ευθύβολο ορισμό της σύγχρονης ανθρώπινης αλλοτρίωσης και, ακόμη ειδικότερα, της αλλοτρίωσης που χαρακτηρίζει τη νεοελληνική φυλή, ενώ επιβεβαιώνει και την ικανότητα του ποιητή να μιλά αποφθεγματικά.
Ο Νικολαΐδης πετυχαίνει με τη γλώσσα του ό,τι ακριβώς σχολιάζει στο ποίημά του «μ’ ένα σακί/ λέξεις/ ανεβοκατεβαίνω/ στον ουρανό». Οι λέξεις απογειώνουν, οδηγούν στον ουρανό, όμως και καταρρακώνουν, καταβαραθρώνουν, όπως αποκαλύπτει το ρήμα «ανεβοκατεβαίνω». Στην πτώση και στην άνοδο που ορίζονται από τη γλώσσα, η χρήση ιδίως του κυπριακού ιδιώματος επενεργεί κατευναστικά, μαγευτικά, τρυφερά: «έμπης τζ’ ο τόπος έφεξεν/ εστάξαν φως τα δέντρα». Η ντοπιολαλιά αποτυπώνει την αγνότητα της λαϊκής ψυχής, που εκφράζεται άμεσα, ειλικρινά, χωρίς περιστροφές, και που συμπυκνώνει, για μία ακόμη φορά αποφθεγματικά, τη λαϊκή σοφία.
Κάθε λαλιά, ωστόσο, διαμορφώνεται από τον τόπο μέσα στον οποίο ευδοκιμεί. Το τοπίο του Νικολαΐδη ανακαλεί τα ελληνικά τοπία του Σεφέρη, του Ελύτη και του Ρίτσου, με τον ανοιχτό ουρανό («ψηλά ο θόλος τ’ ουρανού»), τις άγονες εκτάσεις («ξερολιθιές»), τις ξερικές καλλιέργειες («θημωνιές»), μα και τα θαυματουργά, ως εξόχως αρωματικά, φυτά («ρίγανη και θυμάρι»). Στη φυσιολατρία αυτή και στην ποιητική παράδοση των συγκεκριμένων τοπίων ριζώνει και η ποίηση του Νικολαΐδη, καθιστώντας σαφές ότι όχι μόνο η ντοπιολαλιά, αλλά και η ποιητική λαλιά διαμορφώνεται, επίσης, από τον τόπο. Ευνοείται, μάλιστα, κι εκείνη από τη σπάνια βροχή που αναζωογονεί το χώμα, επιστρέφοντας καταληκτικά την εύνοια στον ποιητή, καθώς γίνεται το ουράνιο τόξο του: πολύχρωμη, ανοιχτόκαρδη, μια ευρυχωρία μετά την καταιγίδα («το ποίημα/ δεν είναι αλήθεια/ δεν είναι ψέμα/ είναι το ουράνιο τόξο/ του ποιητή»).
Στον τόπο όμως τούτον, όπου σπανίζει η βροχή, πώς αντιμετωπίζονται τα καύματα, οι φλόγες; «όταν τα σύμφωνα φλέγονται/ ξενιτεύομαι μ’ ένα φωνήεν», εξομολογείται ο Νικολαΐδης στο επιλογικό ποίημα της συλλογής του, προτάσσοντας μάλιστα ως μότο τη λατινική φράση «pacta sunt servanda», δηλαδή τα συμφωνηθέντα, τα σύμφωνα, οι συμφωνίες πρέπει να τηρούνται. Οι φλόγες, κατά τον ποιητή, κατακαίουν τις συμφωνίες, τα διακρατικά ή ιδιωτικά σύμφωνα. Η ποιητική ματιά τείνει να επιστρέψει στην ιστορική θεώρηση που την απασχόλησε πρωτύτερα. Ο Νικολαΐδης, ωστόσο, μετατοπίζει τελικά το νόημα από τα συμφωνηθέντα στα σύμφωνα του αλφαβήτου, της γλώσσας. Η απουσία ήχου, η αλαλία που υποδηλώνει ένα σύμφωνο, θεραπεύεται από την καταφυγή στο φωνήεν: στον τονισμένο ήχο, στον ανοιχτό ήχο, στη συναισθηματική ανοιχτωσιά, την οποία ανακαλεί το ανοιχτό κλίμα και τοπίο, προηγούμενα αντικείμενα της πραγμάτευσης του ποιητή. Η ομιλία, η επικοινωνία υποδηλώνονται από τα φωνήεντα, η ίδια η ποίηση, σε τελική αναγωγή. Η διαφυγή όμως αυτή του ποιητή δεν παύει να είναι πικρή, εφόσον προκαλείται βίαια από την κατάλυση των συμφωνηθέντων, που καθιστά και τα σύμφωνα «φλεγόμενα». Γι’ αυτό και η διέξοδος δεν εντοπίζεται φυσιολογικά, παρά αποτελεί προϊόν ξενιτιάς: «ξενιτεύομαι μ’ ένα φωνήεν». Πρόκειται όμως για την πιο φιλόξενη ξενιτιά, γιατί, παρά την πίκρα της, επιφέρει εντέλει τη σωτηρία. Κι ίσως εδώ να εντοπίζεται κι η απαρχή για τη μετατροπή της ξενιτιάς σε μια νέα πατρίδα, την πατρίδα του λόγου, του προσωπικού ύφους, της ποίησης: «ύφος πατρίδα μου/ υφαντουργείς/ το ιώδες». Άλλωστε, η επικράτεια της ποίησης διαθέτει, προς μια αντίστοιχη μετατροπή, όλα τα εχέγγυα.
Παναγιώτης Νικολαΐδης, «Ξενιτεύομαι μ’ ένα φωνήεν», Αθήνα 2012, εκδόσεις Πλανόδιον, σελ. 80.

Σαν ίαμβος καθρέφτης (2009)
ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ

Λυρικά επιγράμματα

Η παρούσα έκδοση αποτελεί την πρώτη ποιητική συλλογή του Παναγιωτη Νικολαΐδη. Δομείται σε δύο ενότητες, από τις οποίες προκύπτει και ο τίτλος του βιβλίου: «Σαν ίαμβος» και «Καθρέφτης». Κοινός άξονας των ποιημάτων που συνθέτουν τα δύο μέρη, είναι η επιγραμματική εκφορά τους. Υπ’ αυτήν τη συνθήκη, η δεύτερη ενότητα της συλλογής –που φαίνεται πιο στοχευμένη θεματικά από την πρώτη– σχολιάζει σκωπτικά και με λυρισμό τις «αδυναμίες», τα ελαττώματα και τη ματαιοδοξία της λεγόμενης ποιητικής συντεχνίας (Δεν καταλαβαίνω τι ζόρι τραβάς/ Δεν κηδεύθηκες δημοσία δαπάνη;/ Δεν κρεμάσαμε τη φωτογραφία σου/ σε σωματεία και δημόσια κτήρια;/ Εντάξει, μπορεί να μη σου φτιάξαμε/ άγαλμα επιβλητικό/ Σου γράψαμε όμως/ Υψηλά Ποιήματα) και προσεγγίζει το αληθινό στην ποιητική διαδικασία έξω από το κυρίαρχο φαίνεσθαι, μετρώντας το ποίημα στις σκοτεινέςδιαστάσεις του (Ό,τι αξίζει στον καφέ/ δεν είναι το φλιτζάνι/ ούτε το ζουμί/ μήτε το θορυβώδες ρούφηγμα/ Είναι το μαύρο κατακάθι// Το πικρό).

Η σκωπτική διάθεση βρίσκεται σαφώς σε συνθήκη υποχώρησης στην πρώτη ενότητα της συλλογής. Όχι όμως κι η αρτιότητα στην τεχνική, την οποία ο Νικολαΐδης επιτυγχάνει με συνέπεια στα ποιήματά του. Ο ρυθμός και το μέτρο αξιοποιούνται για να προσδώσουν ηδύτητα στον ακαριαίο τόνο των επιγραμμάτων, ενώ συγχρόνως παγώνουν το βλέμμα του αναγνώστη σε διαυγείς εικόνες, από τις οποίες δεν λείπουν η ανατροπή και το ποιητικό εύρημα, δοσμένες δίχως το βάρος των επιτηδευμένων ρητορικών σχημάτων, της εκζήτησης και της υποκρισίας που επικρίνει ο Νικολαΐδης στα ποιήματα της δεύτερης ενότητας.

Εν τούτοις, και στο «Σαν ίαβος» αναγνωρίζεται η πρόθεση του Νικολαΐδη να εκφέρει την αντίληψή του περί ποιητικής. Δεν είναι λίγες οι φορές που το ποίημα δανείζεται τις ιδιότητες του σώματος ή ταυτίζεται με αυτό. Άλλωστε η ιδιότητα του πεπερασμένου χρόνου είναι κοινή τόσο στο κείμενο όσο και στη βιολογική υπόσταση του ανθρώπου. Ο χρόνος άλλοτε παρουσιάζεται εξελικτικά –με τη συνεπακόλουθη φθορά που διέπει το σώμα, τα συναισθήματα αλλά και τις διαπροσωπικές σχέσεις– κι άλλοτε σταματημένος, αντιληπτός όπως σε όνειρο, με το ποίημα να ακυρώνει τη συνθήκη του.

Έτσι, τα ποιήματα του Νικολαΐδη επιστρέφουν στο αναγκαίο για να υπάρξουν. Δηλαδή, στην επικοινωνία που συντελείται με στοιχειακές λέξεις και σύμβολα – παρμένα από τη φύση ή την οικεία καθημερινότητα. Η επιγραμματική φόρμα των ποιημάτων επιτυγχάνει τη συγκίνηση ακριβώς μέσα από την απογύμνωση των λεκτικών τοπίων που στήνει ο Νικολαΐδης. Στο χάσμα που αφήνει εντός της γλώσσας η αδυναμία επικοινωνίας –γεγονός που οφείλεται κυρίως στη φθορά του Λόγου και συγχρόνως γίνεται νοητό ως παθογένεια των σύγχρονων κοινωνικών δομών σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο– αυξάνει η ανάγκη για την επαναφορά του καίριου κι ουσιαστικού ως του ελάχιστου αρμού που θα συνδέσει τον αποσπασματικό λόγο και τα ελλείμματά του και θα ολοκληρώσει την επικοινωνία. Εν ολίγοις, το αναγκαίο της επικοινωνίας επαναφέρει το επιγραμματικό του Λόγου, το αξιοποιεί και το αναδεικνύει, χωρίς να απουσιάζει ο υπαινιγμός ή να γίνονται εκπτώσεις στην εκλεπτυσμένη χρήση της γλώσσας προς χάριν του εύκολου νοήματος, με όρους μανιέρας ή «διαφημιστικής» ατάκας.

Αντιθέτως, ο υπαινιγμός διευρύνει τα όρια της ερμηνείας, ο επεξεργασμένος Λόγος προωθεί την κοινωνία του μηνύματος ανάμεσα στο ποιητικό υποκείμενο και στον αναγνώστη, ενώ δεν περνάει απαρατήρητο το μπόλιασμα της κυπριακής διαλέκτου στον κορμό της νεοελληνικής γλώσσας με τους τρόπους της ποίησης.

* Δημοσιεύθηκε σε πρώτη μορφή στην εφημερίδα Ο Φιλελεύθερος, φ. 4/11/2012.

.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.