Ο Κώστας Παπαθανασίου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1969, όπου ζει και εργάζεται. Τακτικός συνεργάτης του περιοδικού “Jazz & Τζαζ”, έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές «Πέτρινα πουλιά» (Οδός Πανός, 2006) , «Εκμαγεία» (Σαιξπηρικόν, 2011) και «Χωρίς λεξικό» (Θράκα 2016)
Κριτικές του για βιβλία ποίησης έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά (“Οδός Πανός”, “Ποιητική”, κ.ά.), καθώς και στη “Βιβλιοθήκη” της Ελευθεροτυπίας. Έχει λάβει μέρος στην παρουσίαση βιβλίων συγγραφέων όπως οι Γιώργος Χρονάς, Δημήτρης Δημητριάδης, Γιώργος Αλισάνογλου, Χλόη Κουτσουμπέλη κ.ά.
Κριτικογραφία
Για την ποίηση της Έλσας Κορνέτη, Περιοδικό “Ο Σίσυφος”, τχ. 8, Ιούλιος-Δεκέμβριος 2014
Μια σιωπή που θα πάψει να υπάρχει όταν δεν θα την ακούμε πια [Γιώργος Αλισάνογλου, Jesu Christiana], Περιοδικό “Ποιητική”, τχ. 11, Άνοιξη-Καλοκαίρι 2013
Λήθη, πέντε θεατρικοί μονόλογοι, http://bibliotheque.gr, 13.11.2012
Σάββατο [Γιώργος Χρονάς, Σάββατο], Περιοδικό “Οδός Πανός”, τχ. 157, Σεπτέμβριος-Δεκέμβριος 2012
Μια λεπτή ισορροπία για συναισθηματικές εντάσεις [Πέτρος Γκολίτσης, Η μνήμη του χαρτιού], “Ελευθεροτυπία”/ “Βιβλιοθήκη”, τχ. 632, 4.12.2010
ΧΩΡΙΣ ΛΕΞΙΚΟ (2016)
TEMPUS
Κανείς δεν θα σταθεί όρθιος
Ημερολόγιο πολέμου
Φήμες πλανιούνται σαν κοφτερά
χελιδόνια
Όλα τα χειρότερα
σε μιαν αναμονή
Αυτοί που έκαψαν τα δέντρα
μας πρόσφεραν τις μάσκες
– Μην αναπνέετε γρήγορα
η ανάσα είναι πολύτιμη
και να φοβάστε
να φοβάστε
Κι εγώ ακολουθώ
το σκυλί
που μυρίζει έναν
άδειο τάφο
λες κι ο κόσμος
δεν θα τελειώσει
Ο ουρανός ξημερώνει
απ’ την αρχή
κι η ανάσα μου βιάζεται
καθώς τα δέντρα μεγαλώνουν
αργά
όπως αιώνες τώρα
ξέρουν
ΡΕΚΒΙΕΜ
Κανείς δεν ξέρει
πού έθαψαν τον Μότσαρτ
Το άψυχο σώμα του
ανάμεσα στα άλλα
δεν μαρτυρούσε μεγαλοφυΐα
Ούτε ένας δεν βρέθηκε
να πληρώσει
για μια αξιοπρεπή κηδεία
κι η χήρα παρακαλούσε
τους μαθητές του να τελειώσουν
το Ρέκβιεμ που άφησε στη μέση
Μεγάλη Πέμπτη Λακριμόζα
Ακούω αυτό το όγδοο μέρος
και σκέφτομαι:
Αυτή η μέρα δεν είναι γεμάτη δάκρυα
και θα φανερωθώ απ’ τη στάχτη κι απόψε
δίχως να ζητάω καμιά συγχώρεση
Δεν ζητάω, καλέ μου Ιησού
να μου δώσεις την αιώνια ξεκούραση
Κι αύριο να πεθάνω
– όπως ο Βόλφγκαγκ Αμαντέους
την ώρα που συνέθετε τα τελευταία
μέτρα του κύκνειου άσματος –
θα σκέφτομαι τα χρέη μου όπως εκείνος
Κι έπειτα πως τα χρέη είναι οι άνθρωποι
που ο καθένας όσο τιποτένιος κι αν είναι
θέλει να ζήσει
ΝΩΕ
Ρήμαξα στις παρυφές
αυτού του άσκοπου κόσμου
Η ζωή μου μέσα στις αποθήκες
να περιμένω
να περιμένω
Ένα περιστέρι χρόνια τώρα
που ταξιδεύει να δώσει
το τελευταίο μήνυμα
Έξω η νύχτα θυμίζει
εσένα μακριά μου
θυμίζει όλα τα ασήμαντα
όλα τα πικρά
τις μέρες που πέρασαν
μέσα σε βαγόνια
τα πρωινά που κάποτε
ξεκινήσαμε
τα βαριά σύννεφα
που σκοτείνιασαν
τον ουρανό
για πάντα
Ω ζωή μου!
στην πλημμυρισμένη
Γη
Δεν έχεις ταξίδι
Δευ εχεις προορισμό
Μονάχα επιπλέεις
ΠΑΛΙΡΡΟΙΑ
Μ’ ένα λαθραίο εισιτήριο και ρούχα βρόμικα
είμαι αυτός που συνεχώς αδειάζει
Οι φόβοι τελείωσαν στο σκοτάδι
Όταν ο δήμαρχος άναβε το φανοστάτη
στεκόμουν στο μπαλκόνι κι άκουγα
κάτι περίεργα πουλιά να τραγουδάνε
Ύστερα έσβησα κι εγώ
Την ώρα που τα νύχια μεγάλωναν
ο ουρανός γινόταν ένας πίνακας
που κανείς δεν ήξερε να ζωγραφίσει
Αφήστε με κάποτε να κοιμηθώ
να υπάρξουν εκείνες οι μέρες
που τολμήσαμε να ξαφνιαστούμε
Κι όλες οι νύχτες μέσα μου
να συνεχίζουν ν’ αναζητούν
εκείνη τη γυναίκα
που κοιμήθηκε δίπλα μου
Όταν άνοιγε ξαφνικά τα μάτια της
και με κοίταγε
η μέρα ξημέρωνε
κί ήθελα να κάνω
τα πάντα
για να νικήσω
αυτόν
το φοβερό
κόσμο
ΧΩΡΙΣ ΛΕΞΙΚΟ
Με μάτια κλειστά μου ’δωσες τα χείλη σου
Είδα τις ζωές μας να φεύγουν
στον αέρα σαν πληγές ξεκολλημένες
με μιαν υπόσχεση πως όλα θα φτιάξουν
Όλες τις εξαίσιες μουσικές
τις ακούσαμε χώρια
όπως εκείνα τα πουλιά
που έμαθαν να τραγουδάνε
μέσα στα κλουβιά
Δεν ξέρω ακόμα
αν ο χρόνος
έσφιξε δυνατά
σαν τανάλια
– ο χρόνος που κάποτε
μας άφησε ελεύθερους –
αν τα μάτια μας που συναντιούνται
ερωτεύονται στα ψέματα
να γίνουνε αλήθεια
Ω υπέροχη άγνοια της αθωότητας!
Στη μέση δυο δρόμων
αγκαλιαζόμαστε σφιχτά
Για μια στιγμή υπάρχουμε
μόνο εμείς
Αυτοκίνητα περνάνε ξυστά
εδώ κι εκεί
όλα παράλογα
τρελά
σαν βιαστικός θάνατος
Ύστερα ο καθένας
μας τραβά αντίθετα
σαν να έχουμε αγαπηθεί
σαν να μην έχει τίποτα
συμβεί στ’ αλήθεια
Στρίβω τσιγάρο
Ψάχνω να βρω
ένα άδειο σπίτι
που δεν υπάρχει
πια
Τι σημασία έχει;
Σαν αράχνες οι φλέβες
του χεριού
μου δείχνουν διαδρομές
που πάλιωσαν πια
μέσα στο ίδιο αίμα
ΑΠΟΜΕΙΝΑΡΙΑ
Τι απόμεινε;
Ξημερώνει μ’ αυτήν
την περίεργη γοητεία
του μεταιχμίου
στα μάτια του δαρμένου
σκύλου
Όλα έφτασαν στο άκρο
στην αγάπη, στο μίσος
βουστροφηδόν σ’ αυτήν
την ανεξέλεγκτη ψυχή
Κοιτάζω στον τοίχο
ένα ημερολόγιο
με κάτι αλλόκοτους
ινδουιστικούς θεούς
Η δύναμη του χρόνου
που διαλύει τα πάντα
κι ο πανίσχυρος Σίβα
μεμιάς να κατακαίει
το θεό του έρωτα
Ακούω τις αλυσίδες
των πλοίων
να μαζεύονται
για το μεγάλο ταξίδι
Δεν θα ’σαι μαζί μου
κι εγώ μακριά
κοιτάω τον ορίζοντα
τη θλίψη των ματιών
στον αποχωρισμό
Πες μου πως
μ’ αγάπησες
Έξω χαράζει
Ακούω τις καρακάξες
να σκούζουν
χαρούμενα ή
λυπημένα
σε μια καινούρια μέρα
που έρχεται για όλους
ΡΑΨΩΔΙΑ ΜΗΔΕΝ
Έλα πίσω μου, σκύλε
Το ταξίδι συνεχίζεται
Μετρήσαμε τη ζωή μας
σε βλέμματα
Οι ίδιοι δρόμοι
πάλιωσαν μαζί μας
Καινούρια μάτια
δεν υπάρχουν πια
Δεν έχει άκρη
αυτός ο κόσμος
Απόψε θέλω να ουρλιάζεις
Με όση φωνή σου απομένει
0 Οδυσσέας πέθανε
Πώς να υπάρξεις
χωρίς επιστροφή
εσύ που έμαθες
μια ζωή να ελπίζεις
και πώς να ζήσεις
απ’ τα ξένα κόκαλα
που σου πετάνε;
Δείξε τους τα κοφτερά
σάπια δόντια σου
κι έλα μαζί μου
Μόνοι μας
θα φτάσουμε
στο τέρμα
εκεί
που δεν υπάρχει
κανείς
για να μας
περιμένει
ΕΚΜΑΓΕΙΑ (2011)
ΕΚΜΑΓΕΙΑ
Το βάθος του Κόσμου πίσω απ’ τη μάσκα
γεμίζει τις τρύπες των ματιών με παλιό ουρανό
Στο οδυνηρό πουθενά ο ποιητής αναχωρεί για θαυμαστό ταξίδι
Αμέτρητοι οι σιωπηλοί νεκροί- μαρτυρούν τη σάρκινη μοίρα
Ο νικητής ακροβάτης αναδύεται στο επέκεινα κι ο κλόουν ξεχύνεται
στους δρόμους απελπισμένος ψάχνοντας να βρει το πρόσωπο του
ΡΟΒΙΝΣΩΝ
Χρόνια χελώνες στην αμμουδιά του έρημου νησιού
Τα μάτια του ναυαγού χάθηκαν στη θάλασσα
Σκοτώνει τα πουλιά με τα χέρια του
Και τραγουδάει στον τρομαγμένο ουρανό
Πίνει κρασί κι ονειρεύεται φίδια
Έρωτες στα κόκκινα βράχια
Έδεσε μια σκουριασμένη άγκυρα
Στο γέρικο λαιμό του δέντρου
Γέμισε τις χούφτες του αυγά
Κι έμπηξε στην πλάτη του φτερά
ΟΣΤΡΑΚΑ
Απρόσμενες οι μνήμες στην ακτή
Όστρακα αρχέγονης θάλασσας
Αφήνεις τον εαυτό σου μακριά
Μαζί με σύννεφα σκοτεινά
Ψηλαφίζεις το Χάος που σ’ απορροφά
Σε φόβους γυμνούς που τους κοιτάς
Καθώς ανήμπορος πέφτεις στο κενό
Σ’ αυτήν την αβάσταχτη αξίωση
Να επιπλέεις στη γαλήνη
Αναζητάς τον παφλασμό στα βράχια
Ονειρεύεσαι την τρικυμία
Που θα σ’ αρπάξει
Εσένα τον κωπηλάτη του Οδυσσέα
Που δεν άκουσες ποτέ σου τις Σειρήνες
Που δεν ξεγέλασες ποτέ σου άνθρωπο
Γιατί εσύ ήσουν στ’ αλήθεια ο Κανένας
ΙΟΥΔΑΣ
Ετοιμοθάνατες λάμπες
ανασκιρτούν στο σκοτάδι
Ο ντεντέκτιβ πίνει σιωπηλός
στο αόρατο μπαρ
Σκιές του κρεμασμένου
ανεμίζουν στις κουρτίνες
Το παλιό εκκρεμές σημαίνει
Είναι η ώρα του δείπνου
Θα μαζευτούν στο τραπέζι
όλοι αυτοί που πίστεψαν
τα λόγια που ήθελαν
Κάποιος απ’ αυτούς
αιωρήθηκε στον πιο φριχτό ρόλο
Στ’ όνομα της αλήθειας
ο ντεντέκτιβ σβήνει το τσιγάρο
φοράει τα μαύρα γυαλιά
και δείχνει στον τοίχο
άδειο τον ξύλινο σταυρό
ΤΖΑΖ
Δεν μας έμειναν λέξεις
Φυσάμε αλλόκοτες κραυγές
Στα λευκά φαντάσματα
Που μας κοιτάνε
Σε κάτι δωμάτια όλοι μαζί
Κρύβουμε ουσίες παράξενες
Μαζί με τις ψυχές μας
Δεν είμαστε εκεί που περπατάμε
Και μαύρα δάχτυλα χαϊδεύουν
Τις χρυσές τρομπέτες
Παλεύουμε ιδρωμένοι
Σ’ αυτό το δρόμο που
Περίεργα μας ξετυλίγει
Τις νύχτες που υπάρχουμε
Ο γέρο-νέγρος μας τραγουδά
Τα μπλουζ
Όλοι μαζί γελάμε και καπνίζουμε
Κάτω απ’ το χλωμό φεγγάρι
— «Εσείς θα πετάξετε ψηλά»
Μας λέει
Τότε τα μάτια μας γυρνάνε ανάποδα
Και το μπλουζ γίνεται αέρας
Που μας παίρνει
ΛΟΥΙΣ ΜΠΟΥΝIΟYEΛ
Όταν έκοβε το μάτι
-σπονδή παράτολμη σε ρηξικέλευθους θεούς
θυμόταν
οικογενειακά γεύματα τις Κυριακές
μ’ ένα καιρό θλιμμένου φθινοπώρου
Τα νιάτα πέρασαν σαν πυροτέχνημα
Ένα κανόνι να βροντά
στους άδειους δρόμους του Τολέδο
Στα γεράματα καθόταν ακίνητος
σ’ ένα ψηλό κρεβάτι με το σκύλο του
Δίπλα το παλιό γραμμόφωνο
γυρνούσε τη σκόνη της σιωπής
Λίγο πριν το τέλος
του ’ρθε στο μυαλό ο Βερμεέρ
Ο ίδιος μικρός χώρος στη γωνία
με ένα ψεύτικο φως
να πέφτει στα πρόσωπα
Έξω απ’ το παράθυρο
ο άντρας κι η γυναίκα να κοιτάνε
τα χέρια που έπλεκαν αόρατα
τα αιώνια νήματα
Κι έξαφνα όλα
να τινάζονται στον αέρα
Λουίς Μπουνιουέλ
Το σύμπαν θα ξαναγεννηθεί
Ο ΚΛΟΟΥΝ
Δεν υπάρχει έλεος στα μάτια
Που προσδοκούν το θέαμα
Θέλουν να σε δουν στα γόνατα
Χωρίς να ξέρουν τη συνέχεια
Γυρίζουν οι γέλωτες στ’ αυτιά μου
Καθώς τρεκλίζω στη σκηνή
Σαν ένα ανήμπορο παιδί
Που δεν γνωρίζει τον κόσμο
Κάτω απ’ τα φώτα ζαλισμένος
Μαζεύω την οργή των ψυχών
Ξέρω καλά να κρύβομαι
Στην σκοτεινή αλήθεια
Τα βράδια γυρίζω στ’ άδεια καθίσματα
Ακούω τον θρήνο των άγριων ζώων
Θυμάμαι κι εγώ μια ζωή άλλη
Τότε που ο κόσμος ήταν μεγάλος
Τότε που τα μάτια μου χάνονταν στον ουρανό
Τώρα ένας πελώριος θόλος
Καλύπτει τα πάντα
Γυρίζω αέναα στον ίδιο κύκλο
Δίχως να φθάνω πουθενά
Ω ζωή λέω
Δείξε μου τα νύχια σου
Σκίσε τη μάσκα που μου φόρεσαν
Κάνε με να νιώσω την
Υπέρτατη γαλήνη αυτού
Που άφησε τα πάντα
Για ένα τίποτα
Που λέγεται ελευθερία
ΝΤΟΥΕΝΤΕ
Πίσω απ’ τα μάτια κρύβονται
Μισές αλήθειες τρεμοφέγγουν
Καμιά αγάπη δεν μας σώζει
Καμία γνώση
Αυτά τα ίχνη οδηγούν στο πουθενά
Ο άνθρωπος που έγινε
Πάνω σε κόκαλα που τρίζουν
Αναζητεί το νέο παραμύθι
Δεν του αρκεί να ακονίζει
Στο αμόνι
Χωρίς τις σκέψεις και τον θάνατο
Να δυναστεύουν την ψυχή
Δεν του αρκεί ν’ απελπίζεται
Στον έρωτα
Χωρίς τις σπίθες του ατσαλιού
Καυτή βροχή στο πρόσωπο
Τίποτα δεν του αρκεί
Που να μην ψάχνει
Μόνος του να βρει
Ν’ αφήνει και να χάνεται
Σε μιαν ατέλειωτη πλεκτάνη
Να βρίσκει για λίγο
Εκείνη τη λάμψη
Που καθρεφτίζεται στις κόρες
Και τον καλεί παράφορα
Ν’ αφήσει το σκοτάδι
Πέτρινα πουλιά (2006)
ΕΡΑΣΤΕΣ
Και τα σώματα υγρά τις νύχτες του καλοκαιριού
Σ’ ένα δωμάτιο νοικιασμένων ονείρων
Να τραγουδούν τον έρωτα
Με δυο ποτήρια κόκκινο κρασί
Κοιτώντας τα φώτα των πλοίων στο μπαλκόνι
Να πάνε και να ‘ρχονται στα μάτια τους
Κι ολοένα ν’ αγκαλιάζονται σφιχτά
Μην τυχόν τους κλέψει η θάλασσα
Μια γουλιά απ’ τις αθάνατες ψυχές τους
ΠΑΡΑΙΣΘΗΣΗ
Ήρθαν κι απόψε μέσα μου
Αυτά που ξέρουν οι τρελοί
Σκέψεις αλλήθωρες
Μες στη σιωπή και τον καθρέφτη
Ήρθαν πουλιά
Απ’ το βαλσαμωμένο ουρανό
Κι ακούστηκαν από μακριά
Κραυγές ανάποδα
Να σπαρταράνε στο κενό
Κι αντίκρυ μου οι νεκροί
Κάπνιζαν και χαϊδεύαν τα σκυλιά
Φωνές τρεμάμενες μες τον καπνό
Που αγκάλιαζε τη λήθη
«Ό,τι είχαμε εδώ απέμεινε
γι’ αυτό μας βλέπεις
πίσω να γυρνάμε»
Γυναίκες έμελπαν
Κρατώντας φίδια μέσα στα μαλλιά
τραγούδια έρωτα και κλαίγανε
με δάκρυα δηλητήριο
Ύστερα γέρασα
Και γύρισα στην πλήξη
Απ’ το παράθυρο
Κοιτούσα στα κλεφτά
Τον εαυτό μου νέο
Να γράφει στο χαρτί
Με μάτια αγριεμένα
ΝΤΕ ΚΙΡΙΚΟ
Στις άδειες πλατείες
Αόρατο χέρι γεωμέτρη
Γυναίκες δίχως πρόσωπο
Να περιμένουν
Φόβοι αρχαίοι ρίχνουν σκιά
Στην πόλη της σιωπής
Στο μάτι του μάντη άσπιλα
Την απειλή φωτίζουν
Δίπλα στο άγαλμα μπανάνες
Κι ο ποιητής χωρίς χέρια
Χωρίς πόδια για να προχωρήσει
Κάποτε και το μέλλον ασφυκτιά
Στ’ αφηρημένα σχέδια των τρελών
Θέλουν οι μέρες να ξεφύγουν
Σαν άγρια άλογα που καλπάζουν
Αμέρωτα στην ακροθαλασσιά
Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΟΥ ΚΑΙΝ
Αποφάσισε να μη ζητήσει πια συγχώρεση
Γύρω του κυμάτιζαν κόκκινα πανιά
Μα αυτός είχε ξοδέψει όλο το θυμό του
Τα σιδερένια νεύρα είχαν λυγίσει
Και τα φλογισμένα λόγια έσβησαν
Προχωρούσε υπνωτισμένος
Καθώς όλα κατέρρεαν
Δεν επέστρεψε ποτέ
Ασυγχώρητος μες στους αιώνες
Των μεγάλων προσδοκιών
Διέσχιζε την έρημο
Κουβαλώντας στον ώμο του
Ένα κουτί με θανάσιμα λάθη
Ήταν αυτός που είναι
Ακριβώς γιατί τα είχε διαπράξει
ΕΝΟΧΗ
Έχω ριζώσει πια εδώ
Τα λόγια της αγάπης να λέω από συνήθεια
Κρύβοντας το φόβο να ξεχαστώ
Δίχως κουράγιο και δύναμη
Ν’ αγγίξω αληθινά μια ψυχή
Δεσμώτης φτηνού πάθους
Που ξεπηδά απότομα
Μέσα από τις σκοτεινές σπηλιές
Κι ύστερα χάνεται στο βρώμικο φως
Γυμνός μπρος στην ανοιχτή πόρτα
Κρατάω το κλειδί στο χέρι
Κοιτώντας τους φόβους μου
Στον καθρέφτη των άλλων
Φοράω τα ρούχα μου
Κι από συνήθεια κλειδώνω
Κλειδώνω επιθυμίες κι αβάσταχτα πάθη
Στ’ όνομα του πατρός
Υιός ανάξιος – Οιδίποδας
Στις αγκαλιές τυφλωμένων γυναικών
Να κρύβομαι σε αβασάνιστες υποσχέσεις
Κι όλο να φεύγω την τελευταία στιγμή
Ως μέγας εραστής των κούφιων χρόνων
Ψάχνοντας τάχα για το τέλειο
Να προσπερνάω πληγωμένες υπάρξεις
Λυπημένος γιατί δεν μπόρεσαν
Να βρουν το κλειδί
Να ελευθερώσουν τα φυλακισμένα πουλιά
Που εγώ ο ίδιος
Έκλεισα μέσα μου
ΒΡΙΚΟΛΑΚΕΣ
Όλοι περίμεναν
Την τρομερή κάθαρση
Που θα έφερνε
Η καινούργια μέρα
Το σκοτεινό μυστήριο θα ’λύνε
Μ’ ένα σπαθί-σταυρό
ο εκδικητής ήλιος
Εμείς όμως
Δεν αντέχαμε τόση διαφάνεια
Θέλαμε τα μύχια μας
Όπως τα φανταζόμασταν να κρατήσουμε
Φυλαγμένα με ιερή προσοχή
Ρημαγμένα
Πίσω απ’ το μυστικό σκοτάδι
ΚΑΘΟΔΟΣ ΣΤΗ ΣΠΗΛΙΑ ΤΟΥ
ΟΣΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗ
Μες στη σιωπή βαδίζαμε
Στην υποψία του όρθρου ένοχοι
Δίχως να γνωρίζουμε
Δίχως ν’ ανήκουμε στη στιγμή και το πάθος
Χωρίς φως ν’ αποκαλύπτει
Τα μυστικά των βράχων
Το θρόισμα στα φύλλα της αγωνίας
Μέσα στη νύχτα προχωρούσαμε
Καραβάνι στην έρημο των άστρων
Ακούγοντας την ανάσα της θάλασσας
Τα ήσυχα τύμπανα της καρδιάς του βουνού
Μακριά ήταν η πόλη
Η πόλη των τρελών
Με τους σίγουρους φόβους
Να περιμένουν κάτω απ’ τις λάμπες
Πάνω απ’ τα δώματα της υπερβολής
Έτοιμοι να διασχίσουν τις ευτελείς συνήθειες
Του χαμερπούς βίου των μυρμηγκιών
Κι όλο κατεβαίναμε
Χαμηλά όπως αρμόζει
Κι απομακρύνονταν η ψυχή
Απ’ την κούραση του σώματος
Σ’ ένα ταξίδι μετανοίας
Παραδομένη
Ώσπου όλα ν’ επανέρθουν
Ξανά σαν θαύμα
Μπροστά στα σπλάχνα του βουνού
Αμίλητοι σταθήκαμε
Μάρτυρες ταπεινής αιωνιότητας
Αγγίξαμε τα σημάδια
Συνεπαρμένοι
Βυζάξαμε το αέναο νερό
Και σκυφτοί μπήκαμε μέσα
Η ΣΠΗΛΙΑ
Τα μάτια σου άγνωστοι χάρτες
Κοιτάνε το ταξίδι μου
Για να ‘ρθω κοντά σου
Άφησα τα ίχνη μου παντού
Τ’ όνομα σου κυματίζει
Σ’ άγνωστες κορυφές
Κοιτάω το χάος που απλώνεται
Από ψηλά ένα βήμα πίσω
Απ’ τη ζωή και το θάνατο
Εγώ που ήθελα να πετάξω
Εγώ που ήθελα να βουτήξω στο κενό
Τώρα γυρνάω πίσω σε σένα
Να ζήσω και να πεθάνω
Έναν έρωτα μεγάλο
Μαζί κατρακυλούμε απ’ την
Ψηλότερη κορφή
Στην αρχή της αθωότητας
Σε μια αέναη κατολίσθηση
Που συνεχώς μας θάβει
Στη σπηλιά μας
ΣΤΟΝ ΕΑΥΤΌ ΜΟΥ
Τι ελπίζεις για απόψε Κώστα;
Σ’ έμαθα καλά στα τόσα χρόνια
Κι ακόμη περιμένω
ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ
Ακόμη καπνίζουν τα χώματα
Τα ίχνη των φορτηγών που έστριψαν
Χάθηκαν στην δική τους σκόνη
Κι η αόρατη ματιά να ρέει
Σε μια σκιά του χθες
Που μόνο για σένα θα υπάρχει
Αυτοί αποδέχθηκαν τη ζωή
Φωνάζουν φιλικά γεμάτοι λάσπη
Μ’ ένα τσιγάρο βαρύ
Να σβήνει στα τραχιά τους δάχτυλα
Τρώνε, πίνουν, γαμούν
Δίχως να σκέφτονται την αιωνιότητα
Ξέρουν βαθιά μέσα τους
Πως στο τέλος της μέρας
Οι τοίχοι θα υψωθούν
Το βράδυ θα κοιμηθούν
Μακάρια σε ένα σύννεφο
Το πρωί ο μηχανικός
Θα τους δώσει τις τελευταίες αλλαγές
Θα ανέβουν ψηλά στα ικριώματα
Με τραγούδια και βρισιές
Τι θα ‘ταν αυτό το παιχνίδι
Μόνο με κανόνες και βιβλία
Χωρίς αυτές τις δυνατές κραυγές
Τον ήχο των σφυριών μες το λιοπύρι
Να τραντάζει τον ύπνο των δικαίων;
ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΗ
Έχω χρόνια να κλάψω
Τα δάκρυα που δεν κύλησαν
Ένα ποτάμι μέσα μου
Η ΑΔΕΛΦΗ ΜΟΥ
Έμαθα με σένα από την αρχή
Την αλήθεια για τη ζωή των γυναικών
Πίσω απ’ το παραβάν
Και τα φώτα του έρωτα
Έκτοτε ανέλαβα το ρόλο
Του χαμένου πατέρα
Όπως θα ’θέλαν να είμαι
Και να μην είμαι ταυτόχρονα
ΤΕΧΝΗ
Δεν ξέρω ποιος διάολος
Μ έσπρωξε να σ’ αγαπήσω
Νόμιζα πως έτσι θα γινόμουν καλύτερος
Δεν κατάλαβα πως είχα ταλέντο από μικρός
Να αγαπάω
Τα θύματα
Τόσος χρόνος για να αποκτήσω
Χάρτινους συνενόχους
ΠΝΙΓΜΕΝΗ ΕΠΙΘΥΜΙΑ
Ένα βράδυ αλλόφρων
θα ορμήξω στην πόρτα σας
Να ουρλιάξω την αλήθεια
Που με πνίγει
ΕΞΟΔΟΣ
Ξεχύνομαι στη νύχτα σαν το σκυλί
Που του ανοίγουν την πόρτα
ΠΙΟΤΟ
Χρειάζομαι μια ψεύτικη επιθυμία
Να με σπρώχνει στο γκρεμό
Πεθαίνοντας κάθε μέρα
Αγαπάς περισσότερο
Τη ζωή που θα ‘θελες να ζήσεις
ΤΣΙΓΑΡΟ
Χρειάζομαι μια δεύτερη ανάσα
Να ξεφυσάω καθώς διάγω
Τον αβίωτο βίο της επιβίωσης
ΓΙΑ ΤΗ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΕΓΡΑΨΑΝ:
Η Έλσα Κορνέτη γράφει για τo «Χωρίς λεξικό»
«Η κατάκτηση της υπαρξιακής γενναιότητας»
Ο άνθρωπος ποιητής, ο ποιητής άνθρωπος κατακρημνίζεται και ταυτόχρονα ανυψώνεται αλώβητος, ακέραιος πραγματικός, πλούσιος σε εμπειρίες και ταυτόχρονα σοφός για να αποδείξει τι άλλο παρά την ύπαρξή του. Αμύνεται καλπάζοντας χωρίς άλογο, ξιφουλκώντας χωρίς ξίφος, με πραγματικούς κάκτους και φανταστικούς ανεμόμυλους στην άγρια έρημο της αδυσώπητης πραγματικότητας, απογυμνωμένος, αποφλοιωμένος κι είναι η απόφαση του αυτή να επιβιώσει έστω μετρώντας βαθιές τομές, δαγκωματιές και εγκαύματα κάτω από τον καυτό ήλιο, να γλιτώσει από τη δίψα, τα όρνια, τους ληστές και τους κροταλίες κι είναι η τρισδιάστατη αντίσταση με σώμα ψυχή και πνεύμα που κάνει τη διαφορά στη γενναιότητα.
Είναι η καταγραφή της ελεύθερης πτώσης του εντός του, σε χάος απύθμενο, απροσμέτρητο, προς αναζήτηση ενός αυθεντικού, ανεξάρτητου, γνήσιου, κυρίως ελεύθερου εαυτού απέναντι στην αγριότητα της ζωής, θύμα κι αντίπαλος ταυτόχρονα.
Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες είχε πει χαρακτηριστικά: «Η ποίηση είναι η μοναδική σαφής απόδειξη της ύπαρξης του ανθρώπου» και πρόσθεσε την εξής χρήσιμη διαπίστωση που δεν χρησιμοποιώ τυχαία «Έπρεπε να περάσει πολύς καιρός για να αντιληφθώ ότι ακόμα κι εκείνη η αίσθηση της ήττας ήταν ωφέλιμη γιατί δεν υπάρχει τίποτα σ’ αυτόν τον κόσμο ούτε στον άλλο που να μην είναι χρήσιμο για ένα συγγραφέα» πόσο μάλιστα για έναν ποιητή, συμπληρώνω.
Ταξίδια χωρίς επιστροφή, δρόμοι αδιέξοδοι, σπίτια χωρίς στέγη, όνειρα χωρίς πάτωμα, μοναχικές διαδρομές σε ατέλειωτο τούνελ, πτήσεις χωρίς αεροπλάνο, βάρκες χωρίς κουπιά, εφιάλτες που γαβγίζουν στον ύπνο σαν λυσσασμένα σκυλιά, έρωτες σαν κατηφορικά απόκρημνα σκαλιά είναι ένα δείγμα μόνο από τη ζωηρή οπτικοποίηση της ποιητικής δράσης του ποιητή που εμπνέεται από ένα στυγνό περιρρέοντα ρεαλισμό και τον μεταμορφώνει σε έναν κόσμο πειραγμένο, ξεβιδωμένο, αλλόκοτο, αλλά σίγουρα περισσότερο φιλόξενο και ζεστό.
Είναι φορές που η ζωή γίνεται ένας κεραυνός που σε καταδιώκει σκάζοντας διαρκώς δίπλα σου κι εσύ στέκεσαι εκεί ανυπεράσπιστος χωρίς αλεξικέραυνο, είναι φορές που η ζωή γίνεται η σφαίρα που σ’ ακολουθεί κι εσύ είσαι εκεί γυμνός χωρίς αλεξίσφαιρο γιλέκο – είναι στιγμές που η ζωή σε προσπερνά με ιλιγγιώδη ταχύτητα κι εσύ διαπιστώνεις ότι δεν έχεις κανένα μέσο για να της παραβγείς ούτε μια ρόδα για να την ακολουθήσεις. Είναι φορές που ομολογείς ότι για άνθρωπος – στόχος στάθηκες για άλλη μια φορά απλά τυχερός.
Και σ’ αυτό το σημείο μου έρχεται στο νου η όμορφη ατάκα του Μαρτσέλο Μαστρογιάννι στο έργο του κορυφαίου ιταλού σκηνοθέτη Έτορε Σκόλα με τον τίτλο «Una giornata particolare», «Μια ιδιαίτερη μέρα». Λέει ο Μαρτσέλο Μαστρογιάννι μαζεύοντας όλα τα απομεινάρια της όποιας αισιοδοξίας που του απέμεινε στην συμπρωταγωνίστριά του Σοφία Λόρεν:
«Η ζωή όπως και να’χει πρέπει να βιωθεί. Θα έρχεται σαν την μάϊνα κάθε μέρα να στο θυμίζει πώς είναι μια μέρα ιδιαίτερη».
Αυτήν την κάθε ιδιαίτερη μέρα που παραδόξως τού συμβαίνει ή κατορθώνει να του συμβεί κάθε μέρα, περιγράφει στο ποιητικό του ανάγλυφο με τρόπο συναρπαστικό ο Κώστας Παπαθανασίου. Είναι η φτερωτή μέρα που του χτυπά με το ράμφος το τζάμι και τον παρακολουθεί από το περβάζι του παραθύρου του κομίζοντας όχι ένα δώρο απαραίτητα, αλλά μια έκπληξη οπωσδήποτε. Το κάθε ποίημα της συλλογής είναι μια ιδιαίτερη μέρα που τρεκλίζει κι έπειτα στέκεται στιβαρά στα πόδια της, είναι η μέρα που «γράφεται» μεθυστικά και κατόπιν βιώνεται χωρίς βοηθήματα, χωρίς υποστήριξη, χωρίς υποβολέα, χωρίς βολικές πατερίτσες, χωρίς ερμηνεία, χωρίς μετάφραση, εν τέλει χωρίς λεξικό.
Είναι κάποιες μέρες σημαδεμένες με το κόκκινο μελάνι του λάθους. Είναι κάποιες μέρες στοιχειωμένες, δαιμονισμένες. Είναι κάποιες μέρες που εκλύουν νέφη απελπισίας παράφορης, με μια ένταση ιδιάζουσα που δημιουργείται από την ένταση που τρέφει ο ποιητής ανάμεσα σε αυτόν και τον παραμορφωμένο κόσμο γύρω του. Θυμίζει κάτι από το γνωστικό πάθος του Ιταλού συγγραφέα Κάρλο Εμίλιο Γκάντα του επονομαζόμενου Τζόυς των Ιταλών που τον οδηγεί από την αντικειμενικότητα του κόσμου στη δική του απελπισμένη υποκειμενικότητα σε μια διαδικασία πολλαπλής αναπαράστασης του εγώ παραμορφωμένου και συντετριμμένου και του ιδίου.
Ο ποιητής έχει το χάρισμα να δομεί και να αποδομεί τον εαυτό του, να διαλύει τον ήρωα και να τον συναρμολογεί σαν αντιήρωα. Να συναρμολογεί τον αντιήρωα και να προκύπτει ένας αγνός αγωνιστής ορκισμένος και γενναίος υπερασπιστής της ύπαρξης, αλλά και του δικαιώματος να ερωτεύεται και να ζει με πάθος την κάθε στιγμή χωρίς να δίνει στον περίγυρο δικαίωμα στον κανιβαλισμό, στον εκχυδαϊσμό και στην ευτέλεια. Ο έρωτας αυτή η δίνη της ύπαρξης του σύμπαντος η κινητήρια ορμή. Στο περί έρωτος γράφει ο Σταντάλ: «Νομίζω πως βλέπω έναν άνθρωπο να πέφτει από το παράθυρο και να επιζητεί ωστόσο, να έχει μια χαριτωμένη πόζα φτάνοντας στο λιθόστρωτο. Ο ερωτευμένος είναι όπως αυτός κι όχι κάποιος άλλος».
Στην περίπτωσή μας ο ποιητής έχει το χάρισμα να αυτοαναφλέγεται, να καίγεται και κάθε φορά από τις στάχτες και πάλι να αναδύεται ολόκληρος, ετοιμοπόλεμος και μαχητικός με την απαραίτητη πόζα πάντα.
Η μούσα, η ερωμένη, η εξιδανικευμένη γυναίκα τοποθετούνται ακόμα και σήμερα στην ποίηση των αρρένων Ελλήνων ποιητών σαν «μια ασημένια φρουτιέρα με χρυσά μήλα μέσα» όπως συνήθιζε να χαρακτηρίζει τις γυναίκες αρκούντος υποτιμητικά τρεις αιώνες πριν ο Γκαίτε. Όμορφες, αψεγάδιαστες, πολυτελείς, ακίνητες, διακοσμητικές, εν τέλει ακίνδυνες.
Υπάρχουν βέβαια και οι περιπτώσεις όπου στο αντρικό ποιητικό έργο στον αντίποδα της εξιδανικευμένης στέκεται πολλές φορές και η γυναίκα η δαιμονοποιημένη, η αποκρουστική ή η δαιμονική πανέμορφη μάγισσα.
Δείγματα αυτών των γυναικείων προτύπων ζουν κι αναπνέουν στην ποίηση του Κώστα Παπαθανασίου και δεν είναι σίγουρα ουδόλως διακοσμητικές.
Η γλώσσα είναι υπέρ του δέοντος δραστική μέσα στην απλότητά και τα λιτά της στοιχεία, η ποίηση είναι όμως πλούσια σε σκηνικά που κοσμούν μικρά θεατρικά δρώμενα δωματίου ξέχειλα με παράφορες εξομολογήσεις. Κάτι που συνιστά άλλη μια σημαντική αρετή του γράφοντος είναι ότι δεν διακρίνεται ίχνος επιτήδευσης ή κατασκευής. Τα δομικά στοιχεία που χρησιμοποιεί είναι στέρεα και το οικοδόμημα δεν κλυδωνίζεται και οπωσδήποτε δεν πέφτει. Σ’ αυτό το σημείο θα αναφερθώ στον Πώλ Βαλερύ και στο Ολικό Φαινόμενο, δηλαδή στην Ολότητα των σχέσεων, των συνθηκών, των δυνατοτήτων, των μη δυνατοτήτων. Η θεωρία του Ολικού Φαινομένου αν και αφορά περισσότερο σε πεζογραφικά έργα μπορεί να εφαρμοστεί ανενόχλητα και στο παρών ποιητικό έργο μια που την εκφράζει απόλυτα.
Δεν θα αναφερθώ σε σκόρπιους στίχους για να μην χαλάσω τη μαγεία της ολότητας που εξήγησα παραπάνω. Θα ομολογήσω όμως ότι τα ποιήματα αυτά προκαλούν στον αναγνώστη ρίγη συγκίνησης κάτι που ακόμα και μέσα στον ποιητικό κατακλυσμό της εποχής σπάνια συμβαίνει.
Συνοψίζοντας απομωνώνω από το έξοχο δοκίμιο του Ίταλο Καλβίνο, Οπτικότητα, έξι προτάσεις για την επόμενη χιλιετία, 1995: «Πραγματικότητες» και «φαντασίες» μπορούν να λάβουν μορφή μόνο μέσα από τη γραφή, εκεί όπου η φαινομενικότητα και η εσωτερικότητα, ο κόσμος και το εγώ, το βίωμα και η φαντασία μοιάζουν να αποτελούνται από την ίδια ρηματική ύλη. Τα πολύμορφα οράματα των ματιών και της ψυχής περιέχονται σε ομοιόμορφες γραμμές, σημεία πυκνά παρατεταγμένα σαν κόκκους άμμου, απεικονίζουν το ποικιλόχρωμο θέαμα του κόσμου σε μια επιφάνεια, πάντα ίδια και πάντα διαφορετική, όπως οι αμμόλοφοι της ερήμου που μετακινούνται από τον άνεμο».
http://www.thraca.gr/2016/06/o-o.html
Ο Κωνσταντίνος Μελισσάς στο Intellectum γράφει:
Με λέξεις αλκοόλ αλλά χωρίς λεξικό
Ο Κώστας Παπαθανασίου ενσαρκώνει ολοένα και περισσότερο με την τρίτη του συλλογή τον Τσαρλς Μπουκόφσκι της Θεσσαλονίκης και αναδεικνύεται ως ο μοναδικός «καταραμένος» ποιητής της σήμερα. Εκδίδοντας παραδόξως «αυστηρά» μια συλλογή κάθε 5 χρόνια (Πέτρινα Πουλιά (2006 –Εκμαγεία (2011) – Χωρίς Λεξικό (2016), παρουσιάζει μια συλλογή με τη μεγαλύτερη ωριμότητα αλλά και ωμότητα σε σύγκριση με τις προηγούμενες. Αφήνει πίσω του σαν παλιές αποσκευές όλα εκείνα τα ενδιαφέροντα λυρικά, υπερρεαλιστικά και καλλωπισμένα στοιχεία της ποιητικής συλλογής «Εκμαγεία» και τα αντικαθιστά αβίαστα με υποδόρια εφιαλτικές σκηνές από το «Ρέκβιεμ για ένα Όνειρο» του Αρανόφσκυ στο τελευταίο του βιβλίο «Χωρίς Λεξικό» (εκδόσεις Θράκα, 2016).
Επιπλέον, ο Κώστας Παπαθανασίου γράφει ποίηση μ’ έναν τρόπο κλασικό αλλά ολότελα πρωτότυπο για τον καιρό μας. Γράφει δηλαδή ποίηση αυτοαναφλεγόμενος: κάθε στίχος και μια ώρα ζωής, κάθε βιβλίο κάποια χρόνια ζωής. Η ζωή και ο τρόπος που γράφει θυμίζει εκείνο το άγνωστο παραμύθι που κάθε εξαίσια ενέργεια απαιτούσε από τον ήρωα να δωρίσει κάποιο χρόνο από τον συνολικό χρόνο ζωής του και το στοίχημα ήταν να κάνει τις καλύτερες δυνατές επιλογές και να προλάβει να κάνει αρκετά σημαντικά πράγματα προτού γεράσει πρόωρα.
Για όλα τα παραπάνω, δεν κρίνεται σκόπιμο να γίνουν άλλες περισπούδαστες κριτικές αναλύσεις για το έργο του Κώστα Παπαθανασίου, αλλά να αφήσουμε να μιλήσει το ίδιο το έργο για τον δημιουργό του.
Για μέρες σαν κι αυτές, για πολέμους, ατυχήματα και τρομοκρατικά χτυπήματα όπως τη συντριβή του αεροπλάνου των Αιγυπτιακών Αερογραμμών:
Κανείς δεν θα σταθεί όρθιος
Ημερολόγιο πολέμου
Φήμες πλανιούνται σαν κοφτερά
χελιδόνια
Όλα τα χειρότερα
σε μιαν αναμονή
Για μυθικά πρόσωπα αλλά αληθινές καταστάσεις:
Μοναχός στα σκοτεινά
κάθεται ο Κάπταιν Μπλουμ
Κοιτάζει τα χρυσόψαρα στη γυάλα
πετάει το μάτι του στη γάτα
Θυμάται τα πανιά
που φούσκωναν στα στήθια του
και ξεφυσάει
Και έπειτα γοργά πίσω στους Ομηρικούς χρόνους της Οδύσσειας:
Υπήρξε κάποτε ένας Κύκλωπας
που έφτιαξε τον πρώτο άνθρωπο
Ήταν αυτός που τον ξεγέλασε
κι ένιωσε τότε την ανάγκη να φωνάξει
δυνατά το αληθινό του όνομα
κι ούτε ένας άνθρωπος
στο μακρινό ορίζοντα
για να μου δώσει πίσω
τ’ όνομά μου
Κανείς δεν έφτασε
εκεί που ήθελε
Ποιος να εκδικηθεί
ποιον;
Ενώ κατόπιν επιστρέφει στο παρόν με αιχμηρά σχόλια για την υπερανταγωνιστική, υπερκαταναλωτική, υπερκαπιταλιστική παγκοσμιοποιημένη κοινωνία μας:
Σε κάθε παιχνίδι
νομίζουν πως ένας
πρέπει να είναι
ο κερδισμένος
κι ίσως έτσι να ’ναι
στα μάτια
του καθενός
Χωρίς φυσικά να λείπουν εκπληκτικές περιγραφές για τις τροϊκανές μέρες που βιώνουμε:
Το χέρι που κινεί
τα νήματα
Το χέρι του δεινού
αυτού μαριονετίστα
μας βολεύει
Όλο όμως αυτό τα ταξίδι, όλη αυτή η διαδρομή από τον Όμηρο ως τις μέρες μας επιστρέφει τελικά στον ίδιο τον δημιουργό και την προσωπική του πορεία:
Δεν θυμάμαι πώς έφτασα ως εδώ, Ηλέκτρα
Απόψε δεν ανήκω πουθενά
τα σπίτια ράγισαν
οι δρόμοι έσπασαν
και τα ποτήρια συνεχίζουν
να αδειάζουν την ψυχή μου.
Τίποτα δραματικό
στα καμπαρέ που ονομάστηκαν
περίεργα:
Voltaire, Αδέσποτος Σκύλος,
Γαλάζιο Γουρούνι
Κι αυτό δεν θα μπορούσε να γίνει δίχως αναφορά στις δικές του γενεαλογικές ρίζες:
Όταν ο πατέρας απέκτησε
τη δική του γη
έμπηξε ένα κοντάρι
στην καρδιά της
…
Το σκυλί του μεγάλωσε και πέθανε
και κείνος έπινε ούζο το μεσημέρι
λέγοντας πως έκανε το καθήκον του
για να κοιμάται ήσυχος τα βράδια
Κι ο έρωτας; Ο έρωτας έχει τη δική του βαρύνουσα σημασία, η οποία σημειώνεται στην αρχή και επισφραγίζει το τέλος της συλλογής:
Τα άδεια τούτα βράδια πρέπει να γεμίζω
Ένας τρελός θεός
που έκοψε τα νήματα
μάταια προσεύχεται για μας απόψε
Όλες τις εξαίσιες μουσικές
τις ακούσαμε χώρια
όπως εκείνα τα πουλιά
που έμαθαν να τραγουδάνε
μέσα στα κλουβιά
Δεν ξέρω ακόμα
αν ο χρόνος
έσφιξε δυνατά
σαν τανάλια
– ο χρόνος που κάποτε
μας άφησε ελεύθερους –
αν τα μάτια μας που συναντιούνται
ερωτεύονται στα ψέματα
να γίνουνε αλήθεια
Τι σημασία έχει;
Σαν αράχνες οι φλέβες
του χεριού
μου δείχνουν διαδρομές
που πάλιωσαν πια
μέσα στο ίδιο αίμα.
Δεν είναι ο καιρός που περνάει, Σαμ
Ο αδυσώπητος χρόνος
σ’ αυτήν την πόλη των απελπισμένων
Έτσι κι αλλιώς μια προδοσία
πάντα περιμένει στη γωνία
ένα γράμμα να σβήνει στη βροχή
και το τρένο να φεύγει
Μα κι αν ο κόσμος καταρρέει
μ’ ένα πιστόλι κολλημένο στον κρόταφο
εμείς που ερωτευτήκαμε στ’ αλήθεια
εμείς δώσαμε την απάντηση
σ’ όλες τις σιδερένιες ερωτήσεις
και φιληθήκαμε σαν να ’τανε
η τελευταία μας φορά
Κι ένα τραγούδι νοσταλγίας
http://www.intellectum.org/2016/05/20/no-dictionary/