ΜΑΡΙΑ ΚΥΡΤΖΑΚΗ

.

Η Μαρία Κυρτζάκη που γεννήθηκε στην Καβάλα το 1948 ήταν ποιήτρια, επιμελήτρια εκδόσεων, αλλά και εξαίρετη παραγωγός ραδιοφωνικών εκπομπών. Σπούδασε φιλολογία στο Αριστοτέλειο Θεσσαλονίκης (1966-1971) και το 1973 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Για λίγο εργάστηκε στην ιδιωτική εκπαίδευση και με τη μεταπολίτευση εντάχθηκε στο τμήμα ραδιοφωνικών παραγωγών της ΕΡΑ. Κεντρικό θέμα των παραγωγών της ήταν η χρήση και η λειτουργία της γλώσσας στον ποιητικό και στον δραματουργικό λόγο, θέματα που επίσης δίδαξε στη Σχολή Θεάτρου “Εμπρός” και ήταν άλλωστε απολύτως σχετικά με την ίδια την ποίησή της. Το μονολογικό της κείμενο Τυφώ παραστάθηκε το 1996 από το Απλό Θέατρο.

Η ώριμη περίοδος της ποίησής της ουσιαστικά αρχίζει στα μέσα της δεκαετίας του ΄70, όταν αρχίζει και χρησιμοποιεί σε ευρεία κλίμακα θέματα των της κλασικής τραγωδίας και των επικών μύθων, όπως λ.χ. της ομηρικής Οδύσσειας. Αλλά η σύγχρονη προϊστορία της, η παράδοση από την οποία πήρε και μετάπλασε τον ιεροφαντικό, πυκνό και ενίοτε σιβυλλικό λυρικό της λόγο ήταν ο Διονύσιος Σολωμός, ο Ανδρέας Κάλβος, ο Οδυσσέας Ελύτης και ο απροσδόκητος συνεχιστής τους, ο Γιώργος Χειμωνάς. Ο κόσμος της ποίησής της είναι κόσμος αρχετυπικός, ως προς τη γλώσσα, το φύλο και την υποκειμενική αίσθηση του χρόνου. Κόσμος πέραν της ιστορίας αλλά που διαπλέει την ιστορία, καθώς το σύμπαν που πρόβαλλε στην καμπή της ενορατικής ποιητικής της, από τη Γυναίκα με το κοπάδι και έπειτα, είναι ένα όραμα που δεν έχει πάψει να θυσιάζει τις εξατομικεύσεις του, τα αναγνωρίσιμα προσωπικά του, στην πληθυντική του διάσταση.

Το μονολογικό της κείμενο “Τυφώ” παραστάθηκε το 1996 από το Απλό Θέατρο

Το 2003 τιμήθηκε με το βραβείο Σωτηρίου Ματράγκα της Ακαδημίας Αθηνών για την ποιητική συλλογή Λιγοστό και να χάνεται

Έφυγε από τη ζωή τα ξημερώματα της 21ης Ιανουαρίου 2016 στην Αθήνα, έπειτα από σύντομη μάχη με τον καρκίνο, σε ηλικία 68 ετών.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ:

Σιωπηλές κραυγές, (1966) εκτός εμπορίου
Οι Λέξεις, (1973)
Ο Κύκλος, (1976) εκτός εμπορίου
Η γυναίκα με το κοπάδι, (1982)
Περίληψη για τη Νύχτα, (1986) εκτός εμπορίου
Ημέρια Νύχτα, (1989)
Σχιστή Οδός, (1992)
Μαύρη Θάλασσα, (2000)
Λιγοστό και να χάνεται, (2002)
Στη μέση της ασφάλτου [Συγκεντρωτική 1973-2002] (2005)

λιγοστό και να χάνεται (2002)

Έσκυψε το φιλί γονάτισε
Σαν Ενδυμίων το φιλί
και υπέκυψε
στην φαντασίωση του έρωτα

ΙΣΤΟΡΙΑ

έπειτα ή «ιστορία» αυτό που
σημαίνει, ότι ίστησι τον ρουν.
ΠΛΑΤΩΝ, Κρατύλος

Απ’ την αρχή το όνομά του
ονόμαζε ποιος ήταν
Μα εγώ τον είπα λύκο

Το μόνο πού ξέρω για τους λύκους
είναι η μοναξιά τους. Έτσι αποφάσισα
να τον καλωσορίσω

Ήταν το φως, ίσκιοι της νύχτας;

Θυμήθηκα τον πρώτο άντρα.
Αδάμ τον θέλησε η γλώσσα
που τον ονόμασε να είναι γη

Τον Ενδυμίωνα
να κάνει περιπάτους στο βουνό
— απ’ την κορφή στο σπήλαιο
και άντε πάλι πίσω

Μόνο και μόνο να την δει

Ολόγιομη
φανταχτερή
δική του

Τί μοναξιά Θεέ μου και πού μας έσπειρες
και δεν μάς έλυπήθης

Δεν τον λυπήθηκα

Τα μάτια της τώρα
ενδιαφέρθηκαν κάπως νοστάλγησαν.
Μια παλιά ευτυχία φάνηκε πού
είτε την έζησε είτε
την διάβασε στην παλάμη.
Έτσι έλεγαν γι’ αυτήν. Κι ακόμα
ότι ετοίμαζε βοτάνια
και φίλτρα ερωτικά που μετά
πετούσε στην θάλασσα. ’Άχρηστα,
φώναζε, άχρηστα. Το γέλιο της
ακουγόταν ως τον βυθό κι ως τα βάθη
ταραζόταν το σώμα της τέντωνε οι άκρες
των δαχτύλων κυρτές σαν νύχια
που ήθελαν ν’ αρπάξουν. Κάποιοι
την παρομοίαζαν με γεράκι κι άλλοι
την φώναζαν εκάτη γιατί
ερχόταν από μακριά αλλά
κανείς δεν ήξερε να πει τον τόπο. Γοργόνα
που την ξέβρασαν τα κύματα όταν ρώτησε
για τελευταία φορά κι ή θάλασσα
την έδιωξε κι έκλεισε ο μύθος.

Αφημένη τώρα στο ποίημα
με την πλάτη σ’ ένα φράχτη ψηλό
και τα χέρια να χαϊδεύουν ηδονικά
το κορμί, δεν τον λυπήθηκα, με βεβαιότητα
θα άκουγε κάποιος, κι ένα χαμόγελο
δρόσισε το αφυδατωμένο της
πρόσωπο. Ολόγιομο και γκρίζο
Τον εδέχτηκα. Και στο σημείο εκεί
της γης που καμπυλούται ο κόσμος
κυκλοδίωκτος και σαν να είναι
πιο κοντά στον ουρανό.

Μετά προχώρησε προς το πολύφωτο ακρογιάλι-
εκείνος είχε πάρει προ πολλού
την ανηφόρα πού τραβάει κατά την Άρκτο ή
τ’ αυτού στρέφεται, διαβάζω, ποτέ
δεν ατενίζει ωκεανό.

ΕΝΔΥΜΙΩΝ

Δεν εγνώριζα
Κι ας μου ήταν γνωστό τ’ όνομά της
— πού ως Ελένη το έψαυσε η ψυχή
του τυφλού και τον ξένο
για άντρα απ’ τους άντρες επέλεξε
ως Ωραία, που τον τόπο του Έλληνα έσυρε
σε δεκάχρονο στέρησης βίο κι αδειανό
την ομοίασε πουκάμισο των ερώτων
η πίκρα αιώνων

γράμμα γράμμα τα χρώματα ωσάν
βλέμματα-σώματα σμίγοντας λέξεις
φράσεις ανάκατες οι ζωές των
ανθρώπων τελειώνοντας να εικάζουν το
σχήμα

Ας μου ήταν γνωστό
Δεν εγνώριζα
Τα ονόματα σαν τα δέντρα
πώς έχουν την ρίζα τους
Σκοτεινή και υπόγεια.

’Όντα ζώντα μέσα σ’ άργιλο έδαφος
κατεβαίνουν της Κρήτης
της Μιλήτου θαρρείς τις πλαγιές
Κατεβαίνουν ανοίγοντας μονοπάτια χωμάτινα
Με σφυρίγματα πένθιμα με της Μάνης τραγούδια
Μικρασία που σφάχτηκε
και το αίμα καρδιά μου εδάνεισε την ύστατη ώρα
να κρατήσει να μείνει να μη σβήσει
της αγάπης η θλίψη κι όσα σπάρθηκαν
σε ραχούλες σ’ αμμουδιές κι ακρογιάλια
κι όσα φύγαν και σε χαίτες πετάξαν
των Βορείων της Θράκης

Μακεδόνες ονόματα κατεβαίνουν και πάνε
Σαν σε θάλασσα απάνεμη ήρεμη
της αλός σαν να θέλουν παρά θιν’ ν’ απαγκιάσουν
και πιο μέσα πιο πέρα πιο βαθιά
να κουρνιάσουν κατεβαίνουν
μ’ ανακούφιση τρέχουν
Σαν ακτίνες φωτός ωσάν βόρειος
άνεμος στις κορφές των ορέων
Τραγουδώντας σχεδόν ακατάληπτους
φθόγγους βαρβάρων που αλώσανε
ξένη πατρίδα
Κατεβαίνουν και το σώμα
κλαδώνουν να βλασταίνει, μπουμπούκια
να βγάζει λουλουδάκια αμάραντα τους άνθούς
μη μου άπτου ν’ ανοίγει
και μετά τούς καρπούς του μαραίνοντας
Σαν τούς σβόλους ν’ αφήνει
σε γωνίτσες μισή συλλαβή
άλλη ρίζα να πιάσει

προχωρούν

Προχωρούν
κι από μέσα τυλίγουν τον κόσμο

Κόμπο κόμπο τον δένουν
Την ψυχή κόμπο κόμπο του ανθρώπου.
Τον θυμό του κυρίεψαν και τον νου
Αφανώς τις ζωές κυβερνούν

ΣΚΟΤΑΔΙ ΣΩΜΑ

Μη μόνον όσα βλέπετε πιστεύετε.
Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗΣ

Καλό το φως
— λίγο να είναι όμως και μικρό
Το φως που διασχίζει σώμα

Στα δυο θαρρείς το κόβει
κι υστέρα στ’ άλλα δυο. Το έσπασε

* * *

Βλέπει το μάτι του Θεού επρόσεξε
πώς εκτινάσσονται στο χάος τα
ράκη της αφής πώς τα αγγίγματα
βουλιάζουν στη λάσπη του αιθέρα
πώς των αισθήσεων οι κόρες εξεχύθηκαν
στις λεωφόρους των λυγμών
— πού πια χωρίς πατρίδα

* * *

Γιατί χάνεται το σώμα της αφής
εχάθη. Και τα συντρίμματα ψηφί-
δες γίνονται εικόνας — το μάτι του
ανθρώπου για να βλέπει

* * *

Αν είναι όλα του φωτός ο κόσμος
όλος θα καεί κι ο άνθρωπος εξω απ’
το σώμα του θα βγει τα τείρεα της
νυκτός δεν θα γνωρίσει και πώς θα
πορευτεί. Το μέλλον είναι σκοτεινό.

* * *

Παραφυλάει σκληρό το φως εκεί κυρίως
στο ακρογιάλι που κυματίζει,
η θάλασσα παιχνίδι κάνει η φύση
με τα ονόματα και μες στα σώματα
την μάχη δίνει η Τυφώ,
βασίλισσα αίσθηση αυτή, μη πλανηθεί

* * *

Χάρη σ’ αυτήν τα σώματα αγγίζουνε
γνωρίζουνε και ξέρουν μη
τσακιστούν τα σώματα στο άσπρο
του φωτός μη σπάσουν

* * *

Σαν γνώση ενδύεται το σώμα της
τα τείρεα φορεί του μέλλοντος την
γνώση της εγγράφει στα ονόματα.
Χωρίς την γλώσσα πώς ν’ αρθρωθεί
η φύση των πραγμάτων συλλογίζεται
κι η μήτρα που τα γέννησε
πώς να την ψαύσεις

Και προχωρεί αγγίζοντας

* * *

Αχ νύχτα, νύχτα των ερώτων που
κουβαλούν τα σώματα. Λυγίζουν
απ’ το βάρος του σκληρού φωτός
και σ’ απαρνούνται. Σε λησμονούν,
καλύτερα. Κι’ ύστερα στην εικόνα
σ’ ανιχνεύουν και στα σχήματα και
έξω απ’ τα σώματα πώς τάχα
κατοικεί ο έρωτας του κόσμου

* * *

Σαν σώμα της ενδύεται η Τυφώ
την γνώση στις ρίζες ότι κατοικεί
των λέξεων στου πρώτου φθόγγου
την ορμή. Δάση αισθημάτων και
σαν αλφάβητο έχτισε πύργο γύρω
τους να ακουμπούν.

Αναπαυμένες οι πνοές.

* * *

Θα ενδυθεί η Αφή βασιλικά ενδύματα
— η Ακοή αναλαμβάνει εποπτεία
του παντός φρουρός καλός της
Έλευσης, και η Γεύση επλημμύρισε
σε ηδονή. Δούλη ταπεινή η ’Όσφρηση
που ετοιμάζει

* * *

Ό,τι φαίνεται δεν είναι, τις εδίδαξε
και με τα τείρεα τις στολίζει να
φέγγουν την πορεία τους ωσάν ευχή
Παιδιά δικά της

* * *

Στα σκοτεινά παλάτια των αισθήσεων
οι σημασίες κατοικούν κι απ’
το απρόβλεπτο φωτίζονται νυκτούρο
φως που πλημμυρεί τις παραλίες
των σωμάτων — φλοίσβος
και αύρα του νερού γερμένες υγρασίες
μουλιάζουν οι αναπνοές

Και κάθε σώμα τις σημασίες του
ανταλλάσσει

* * *

ΟΝΕΙΡΟ

Άσπρη η χώρα της αφής
κατάλευκη. Και μέσα της
ανάπηρη η γλώσσα
ίχνη αφήνει συλλαβές
διάσπαρτες στο χιόνι

Κίτρινα στίγματα
ταπεινά χαμομήλια ή τριαντάφυλλων
πέταλα σκοτωμένου που θύμιζαν
αίμα; Μέσα σ’ όνειρο έσκυβες
με αγωνία του τέλους τις γύρευες
άτσαλα σκάβοντας βιαστικά παγωμένες
ανάσες ψιθυρίσματα που δεν πρόλαβαν
σε κραυγές και κατάρες να σβήσουν
και κρυστάλλους φωνές που οι βόμβες
τις πέταξαν σε οθόνες μουσεία και
ο κόσμος δεν άκουσε μ’ αγωνία
του τέλους τις γύρευε μέσα σ’ όνειρο
έψαχνε μία λέξη να φτιάξει δύο
λέξεις μια φράση να χτίσει να
μιλήσει ν’ αρθρώσει να πει
Σ’ ονειρεύτηκα χτες

Και με τάραξε τρόμος
ότι ζω την ζωή άλλων ανθρώπων
Ότι εσύ δεν υπήρξες και σε όνειρό
μόνο το σύμπαν σου έγειρες
να φιλήσει ειδώλων καθρέφτες

* * *

Σ’ άλλου όνειρό γρήγορα πέρασα.
Πολύ φως. Μες στο φως κι από φως
σαν αυγή που ξεθώριασε εσύ
τ όνομα σου εθώπευες να ιάσεις
την κρυφή σου πληγή πώς ποτέ
το όνομα αυτό δεν μιλούσε για σένα
Χώρα αν ήσουν ή πρόσωπο

* * *

Ξαφνικά σιωπή. Άλλου
όνειρο ή δικό μου δεν ξέρω

Σε παγκάκι καθόταν. Στην άκρη
πολύβοου δρόμου. Τα παλιά σχισμένα
ρούχα φορούσε. Με τα μάτια
καρφωμένα τώρα μπροστά
– σαν να έβλεπε, κάποιον ή κάτι.
Προσευχόταν, το ήξερα, αλλά αλλιώς

Τσακισμένο το σώμα ακουμπούσε
στο ίδιο το σώμα. Και τα λόγια
και αυτά ακουμπούσαν στους γυάλινους
τοίχους των κτιρίων πού υψώνονταν γύρω

Αντανάκλαση λόγου σκέφτηκα και τον ένιωσα
να τραντάζεται και λυγμοί να τον παίρνουν
γείρε και πάλι γείρε ότι έλεγε
– σε χώρα ή πρόσωπο πατρίδα μιλούσε;
και με το βλέμμα της αφής
σε ρήγματα ερείπια στης γλώσσας
τα ραγίσματα στερέωσέ μας
σημαία λάβαρο σε χώρα ηδονής

Μαύρη Θάλασσα (2000)

Ικαρία

Και έτσι έμαθε πως ήτανε νησί
και τ’ όνομά του Ικαρία.

Και ότι εκεί
σ’ αυτό που ήτανε σημείο
εμάχονταν και πολεμούσαν ηδονές
και πάλι αγκαλιάζονταν μέχρι να αλωθούν
στήθος με στήθος οι γλυκές με τις αιμοχαρείς
σώμα με σώμα αλάλαζαν να ξεχωρίσουν
ποιες της οδύνης και ποιες της γλύκας
που ακουμπάει το σώμα στην ψυχή.

Και είδαν ότι αχώριστες πως είναι
πλεγμένες μεταξύ τους τ’ αντίθετα σαν όμοια
τα όμοια σαν ξεμάκραιναν να μιμηθούν πολέμους
και πικρούς του έρωτα καημούς.
Σαν ίδια όψη που αντανακλά
το βάθος της ψυχής και
το απύθμενο το μάτι των σωμάτων –
εκείνο που σαν πέρασμα σε βγάζει στην στεριά.

Και έστερξαν αξεδιάλυτες πως είναι αξεχώριστες
Ένα κουβάρι μεταξύ τους κόσμος
Το αχ του αναστεναγμού
στο ακατοίκητο της μνήμης
μ’ αυτή την τόση δα ανάσα ηδονής
που αφήνουνε τα σώματα σαν νοσταλγία
πως κάποτε μία ήταν η πληγή

Σε νοσταλγώ συνέχεια.

Μαύρη Θάλασσα

Από τη Μαύρη Θάλασσα ανατέλλουν
των αισθημάτων οι γωνίες
εκείνες οι μικρές και σκονισμένες εσοχές
της παλαιότητας όπου εκρύφτηκαν οι πρώτες λέξεις
και οι ρίζες οι μονές που κάποτε εδήλωναν
ολόκληρα τα θέλω και τον θυμό
σαν σφαίρα γη τον έδειχναν
κι έτρεχε ο έρωτας για να προλάβει
μη του ξεφύγει καμιά ραχούλα αχ
και δεν την περπατήσει
να σκαρφαλώσει τις απότομες πλαγιές της στέρησης
να καμπυλώσει το αδύνατον να δείξει
ως άγγελος αυτός πως απ’ το μαύρο γίνεται
γεννιέται ναι το φως μα και τ’ αντίθετο
ότι μπορεί κι ότι συμβαίνει αφού
είναι όψεις που μιλούν το σώμα ονειρεύτηκε
και την ψυχή φωτίζουν του κορμιού.

Αόρατα φωτάκια στους καρπούς
χεριών που λύγισαν τον σίδηρο
στις στάχτες μέσα εκολύμπησαν
έρημα στάθηκαν μ’ απόγνωση εζήτησαν
σιωπηλά και σαν της άγριας πέτρας την σχισμή
περίμεναν ευλαβικά σταγόνα ύδωρ το νερό
νεράκι της καλής βροχής που πόρους άνυδρους αναζητά
να πέσει και να αφεθεί ωσάν ανάγκη αίσθημα.

Να ξοδευτεί σε σώμα που λαχτάρησε.

Σαν αίσθημα εγλίστρησε
και χορταράκι πράσινο φυτρώνει
στον τόπο τον ξερό και τον καμένο.

Τα χέρια έτσι να είναι φωτισμένα.
Και οι καρποί. Ανδρός που βασανίστηκε.

Ψαχουλευτά την κίνηση παραπλανούν
και στον λαιμό ακουμπούν τα χείλη
της καλής νύχτας εραστές κι ότι
σε θέλω κι αχ πόσο λείπει ο καιρός
αναστενάζει η αφή και υποκύπτει.
Και ωσάν ήλεκτρον που μαγνητίζει ο κορμός
συμπαρασύρει σε στρόβιλο αισθημάτων
– αν και το αίσθημα ήλιος φλογερός που
σώματα οδηγεί.

Ο ίδιος εκείνος έρωτας
που κάποτε ενδύθηκε διπλή του κόσμου την αυγή
ο ίδιος είναι τώρα που ανταλλάσσει
το βασίλειο του φωτός με μια σταγόνα βλέμμα
μαζί και τον λυγμό τού σ’ αγαπώ που αντιλαλούν
τα σώματα όταν τα μέλη μπλέκονται
και το κορμί σπαράσσει.

Από την Μαύρη Θάλασσα έρχεται.

Στα σκοτεινά δωμάτια της Μαύρης Θάλασσας
κανείς δεν επιπλέει
παρά μόνο εάν τα κατοικεί.

Η γλώσσα η αμίλητη

Δεν γίνεται ο άνθρωπος χωρίς πατρίδα
σαν ψάρι έξω από τα νερά του
και σαν να βγήκε απ’ ότι τον προστάτευε
– την γλώσσα του.
Χτίζει τους κήπους τις αυλές
όχι το σπίτι
Κι η μοναξιά – δεν φτάνει δεν αρκεί
να φτιάξει μιας πατρίδας γη.

Η μοναξιά τον κατοικεί τον έρωτα, μη
την τρομάζεις, χαμογέλασες,
και εφευρίσκει γλώσσα αμίλητη
και γλώσσα τιμημένη.
Τη σέβονται όλοι και υποκλίνονται
και προσπερνούν
Να μη θυμούνται
τον έρωτα που κάποτε
τους άνοιξε πανιά
– κι αυτήν την μόνη και μοναδική
γλώσσα για να μιλήσουν

Που ελησμόνησαν.

Εσύ κι εγώ είμαστε ασφαλείς και
μη φοβάσαι – σαν μοναξιά
κατοίκησέ με μη φοβηθείς.
Και άσε με
τις πόρτες σου ν’ ανοίξω
τα παράθυρα, σαν φως και φυλλαράκι
ίσκιος να εισχωρήσω κι εκεί σε τοίχους
και πατώματα και σε περβάζια παραθύρων
δες, να, εκεί αφήνεται ριζώνει κλαδάκια
βγάζει και καρπούς μυρωδικούς
η αντανάκλαση τού έρωτα κι αντιφεγγίσματα
σωμάτων που επάλεψαν κουράστηκαν τον πόλεμο
και ενοστάλγησαν την μυρωδιά βασιλικού και
μόσχου. Μη φοβηθείς.

Σ’ αυτήν την μαύρη χώρα του φωτός
σαν γη και πώς απλώνεται η όψη σου και συνεχώς
θυμάται και πάντα νοσταλγεί
το φως
το φως
το άλλο φως
Του έρωτα.

Εσύ
ποιαν άλλη χώρα να ζητήσεις
Εγώ
ποιαν άλλη γη.

Νύχτα στα δωμάτια

Πεινάω σαν λύκος.

Όταν ο έρωτας γρατζουνάει τα σπλάχνα του
και μόνος του χτυπιέται νύχτα στα δωμάτια
κι από βουνό σ’ άλλο βουνό της απουσίας μπαινοβγαίνει
μουγκός και άλαλος και πώς οσφραίνεται
πως πέρα εκεί, μακριά απ’ το πέλαγος
και πίσω από τον ωκεανό
στα όρια του κόσμου
εκεί ότι είδε την φωνή
εκεί το σώμα άκουσε
εκεί εκεί πατρίδα γη
— αν σαν κάθε πλάσμα του Θεού
έχει κι αυτός πατρίδα.

Φωτιές σηκώνουν το κορμί
τα σωθικά μου σίδερα καμένα
και η φωνή αντηχεί πελώρια
στο συμπαγές της σώμα.

Γιατί τα μάτια άκουσαν
Αφού το σώμα είδε την κόχη
την γωνιά, το απαστράπτον χείλι
στην κόρη του ματιού και της αφής
το σαρκοβόρο σμήνος
κι ότι σ’ αυτό
μ’ αυτό πως έσμιξε το σώμα
στη γούβα εκείνη την κλειστή
εχώρεσε ο λαιμός και άγρια
τα δόντια πώς μπηχτήκαν
σκαρφάλωσαν τα νύχια εκεί
— σκαλοπάτια που ελάξευσε η ψυχή
μόλις αντίκρισε
πώς χώθηκαν στην δίνη των αιμάτων
ο κόσμος πώς εγύρισε αλλιώς
και ζέστανε ο Βορέας και ησύχασε
κι ένας λυγμός ακούστηκε
ένα μικρούλι αχ
σαν από κει να βγήκε
αύρα και μυρωδιά μυρτιάς
κι ο κόσμος επληρώθη
όταν σκαρφάλωσαν τα νύχια στις ισκιερές
του σώματος πλαγιές
σκαλοπατάκια που ελάξευσε η ψυχή
μόλις αντίκρισε
εκείνη την πληγή
στο βάθος βάθος και κορυφή
ωσάν βασίλισσα που χώρεσε
στο σκήπτρο της όλους τους μύθους

Εκείνη τη χαίνουσα και ματωμένη
την αιμάσσουσα
πνοή του γένους και του είδους.

Σαν άνεμος που θύμωσε
και στροβιλίζει την κραυγή και μέχρι μέσα
το βλέμμα παρασέρνει και τίποτ’ άλλο
πια δεν είδες και δεν μπορείς να δεις
Τίποτα. Μόνο εκείνη την πληγή
στο βάθος βάθος και κορυφή
— σαν δύση ρόδινη και ματωμένη ανατολή
την θλίψη των ανθρώπων που συλλέγει,
σαν ήλιος εκτυφλωτικός
που καίει τα χόρτα τα σπαρτά
τα σώματα
που καίει το σώμα
μόλις το βλέμμα της ψυχής
την αντικρίσει,
λύπη που γίνεται και στεναγμός
δάκρυ που ξέρει πως κυλάει μάταιο
σώμα — που ορμάει με πόθο ακάθεκτο
με ηδονή
στον δήμιό του.

Σκοτεινά δωμάτια

Είδα τον έρωτα τον είδα
φύλλα να βγάζει και άνθη εξωτικά
λουλούδια του χαμένου παραδείσου.

Ξερό κλαράκι λες σε πέτρα ριζωμένο
πώς εβλάστησε
κι ευθύς εχύθηκε η αύρα των σωμάτων
σαν κύμα παλιρροϊκό υψώθηκε
τον τρόμο ότι έσπειρε την απειλή εφάνη
μα όχι.
Φως απλώθηκε σαν βιβλικό εκεί
εκείνη την στιγμή που τέντωσε το πρόσωπο
και τόπος αναδύθηκε ωσάν νησί
πολλούς αιώνες χαραγμένο
χάρτης παλιός και μυστικά συντεταγμένος
όπου εβρήκαν φυλακή και καταφύγια εκείνες
οι πυκνές ριζούλες των αισθήσεων οι σκοτεινές
— ωσάν τραγούδι εσυνόδευε ο λυγμός τους τον καιρό
ωσάν φωνή μελωδική
μακρόσυρτη ιαχή χώρας Βοσνίας και Ερζεγοβίνης
κλάμα βουβό και στέρεο των μαύρων δέντρων της φωτιάς.

Για να γλιτώσουν τον αφανισμό εκρύφτηκαν
και τα αισθήματα σκαλίζοντας σαν εικονίσματα
θαυματουργά που αναβλύζουν δάκρυ το νερό της Παναγιάς
έτσι εζούσαν. Έως εκεί, εκείνη την στιγμή
Που απλώθηκε πανσέληνο το φως και
τέντωσε το πρόσωπο τινάχτηκε
σαν να καλωσορίζει
καθώς αφουγκραζόταν το βουητό της γης
που αναταράζεται στα σπλάχνα της.
Και τα αισθήματα κοιτάχτηκαν όπως εξεκολλούσαν
χέρια τα χέρια ψαύοντας
δάχτυλα καθρεφτίστηκαν στα δάχτυλα
πόρον τον πόρο τα κορμιά αναγνωρίστηκαν
και βρήκαν επιτέλους λέξεις
και συλλάβισαν την ακοή του κόσμου
στης Μαύρης Θάλασσας τα σκοτεινά δωμάτια
που και Εύξεινο τα είπαν Πόντο

ότι εδώ ψυχή μου η φωνή του σ’ αγαπώ
ακούγεται κραυγή και βλέμμα ιερό
σωμάτων που αγίασε ο θάνατος.

Ημέρια νύχτα (1989)

[ Α’ ]

Είδα τον άντρα σαν αρχάγγελο
–- με τη ρομφαία
Σαν θάνατος μ’ αγκάλιασε

[ Β’ ]

Εσύριξε στο σώμα μου τον φόνο
Μου έκλεψε την ενοχή

[ Γ’ ]

Με περιμένει απών.
Σαν κίνηση μελετημένη
σαν βήμα που ηδονίζεται αργόσυρτα
σαν χέρι
που όλο τείνει να μ’ αγγίξει

[ Δ’ ]

Τα μάτια του στα μάτια μου φορά
Τα μάτια μου απασχολεί στα δάχτυλά του
Απεποιήθη όλα τ’ άλλα του χρυσαφικά.

[ Ε’ ]

Η καλοσύνη του σαν νύχτα με χωράει
Ο έρωτάς του σαν σώμα αφίλητο.
Από το βάθος της ημέρας με πλησίασε
άντρας σαν φύσημα ανέμου
τους κόκκους μου σαν στρόβιλος εμπέρδεψε
σύννεφο απλώθηκα να τον χωρέσω.

(Σαν έρημος το θαύμα μου περνώ στην ιστορία)

[ ΣΤ’ ]

Τον θάνατο ζητά στο σώμα μου
Και απαλά τα χείλη μου κλειδώνει
Μην του ξεφύγω

[ Ζ’ ]

Πάνω μου απλώνεται. Σαν ουρανός.
Ύστερα γέρνει δήθεν ταπεινά
στην πλάτη στην κοιλιά
σαν μέταλλο χυτό στους ώμους μου.
Με ντύνει.

[ Η’ ]

Έχει διαλέξει τρόπο βάρβαρο.
Εκ της σαρκός μου σαρξ και εκ του αίματός μου
ούτος εστί.
Αρχίζει απ’ τις πατούσες.
Ανάποδα.
Σαν αίμα.

(Αιμορραγεί ολόκληρος και με φοβάται
Ευλαβικά μου αντιστέκεται σαν σε ναό)

Τα πόδια μου ορθώνονται         Τεντώνουν
Αργά κυλά          Δεν βιάζεται
Ανεβαίνει.
Κάπου στη μέση χύνεται ωκεανός.
Πριν φτάσει στο λαιμό
έχει ντυθεί στο κόκκινο
Και με βελούδο φθόγγο

[ Θ’ ]

Έρχεται προς εμένα
– και υποχωρώ
Με τα τεράστια φτερά του κάνει ουρανό.
Βυθίζομαι στην κόλασή του
Σαν θέρμες να τον πιάνουνε
σαν να ’μαι στο καζάνι του η φωτιά.
Δροσίζεται επάνω μου
Με γεύεται σαν παγωτό χωνάκι
σαν κάτι ξένο.
Δεν με τολμά ολόκληρος να με τυλίξει
απ’ τα βυζιά μου το αίμα να γευτεί.
Θέλει μαχαίρι να μου μπήξει στην κοιλιά
μέσα μου να χωθεί
με πρόσωπο και σώμα

[ Ι’ ]

Το σάλιο του ρουφώ         Το αίμα του
Τον λόγο του σαν έρωτα στοιχειώνω
Με τριγυρνάς κι αέναα υποσκάπτεις με
Σαράκι μου Πολύχρωμο πουλί μου
κυλάνε τα νερά μες στα ποτάμια τους
το δέρμα μου σαν νύχτα αλωνίζεις
Ρυτίδα λυγμική            Με σφράγισε

[ ΙΑ’ ]

Οι φθόγγοι περισσεύουνε
Οι λέξεις μου ατσούμπαλες
Κι εγώ σαν έφηβη
σε ρούχο αμερικάνικο

[ΙΣΤ’]

Οι τρόποι μου είναι άξεστοι
της επαρχίας
τα δάχτυλα στραβώνουν
κι η ομιλία τους σαν σπαστικού.
Με την εικόνα μου ιδέα δεν έχω τι γίνεται
– φωτογραφίες κάποτε αβέρτα.
Μα όταν μ’ άγγιξες
(Τα πρόσωπα όλα έγιναν γραμμές
Οι όμορφες ασχημύναν)
Έμεινα εγώ
Στη μέση της πλατείας
Σαν σιντριβάνι

Δέκα μικρά ποιήματα (1981)

α’

Πελάγωσαν κι οι κατσαρίδες
Στον τόσο θόρυβο και την ομίχλη
Για να σε κοιτάξω
Ζωγραφίζω τρυπούλες στο τζάμι.

β’

Πιο κει απλώνεται ο αττικός
Σε σημαδεύει πάνω απ’ το κεφάλι σου
Πώς δεν το είχες σκεφτεί
Κάποτε θα πετύχει τον στόχο.

γ’

Στον μεσότοιχο της πολυκατοικίας
Ανοίγω ένα παράθυρο
Με φούμο και άσπρες κορδέλες
Σε ταχτοποίησα στο ένα του κάδρο.

δ’

Στέλνεις τα σήματα απανωτά
Κι αμέσως τα λαμπάκια αναβοσβήνουν
Τί να σου λείπει λέω θησαυρέ-μου
Το μάνα ή το λάλον ύδωρ

ε’

Την κίτρινη γραμμή ακολουθώ
Στου δρόμου την παράλληλη κυκλοφορία
Σε είδα χτες μεσάνυχτα σε μια βιτρίνα
Να μου επιδεικνύεις το κουστούμι-σου με έκπτωση

στ’

Νοτίζουνε τα πράγματα σα στρέφεις πάνω-τους το χνώτο-σου
Νοτίζουν και των ανθρώπων οι κινήσεις
Οι λέξεις γράφουν περιγράμματα
Στο χρώμα της σκουριάς

ζ’

Τα πολύπλοκα κράτησα για μένα
Και σ’ άφησα στα πιο ανώδυνα
Γιατί για τα οδυνηρά χρειάζεται το δάκρυ
Που βγαίνει κόκκινο
Σα φιγούρα ανθρώπου ξημέρωμα στο δρόμο

η’

Το λάθος να το τολμάς
Να το γυρεύεις
Κορνίζα να το κάνεις οδηγό

Λαβύρινθος έγινε ο κόσμος

θ’

Οι πόρτες όλες στη σειρά
Γνωρίζουν το μεγάλο μήνυμα
Γι’ αυτό κλειδαμπαρώνονται
Και φυλακίζουν τους ανθρώπους

ι’

Σα δήμιοι οι δρόμοι-σου κάθε πρωί παραμονεύουν
Εξαπολύονται λερναίες ύδρες
Σαν κληρωτοί κάποιοι από μας
Τις κουβαλάμε κάθε βράδυ μες στα σπίτια-μας

Η συλλογή δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό η λέξη, τεύχος 7 (1981). Τώρα πια περιλαμβάνεται στη συγκεντρωτική έκδοση στη μέση της ασφάλτου (2005)

Η εταζέρα (1978)

Η εταζέρα [ α ‘ ]

Καραδοκούσαν στις πόρτες, τα παράθυρα – όπου τολμούσε
τα νύχια να του βγάλουν το πετσί
κι ύστερα να τον επιδεικνύουν
ωσάν καινούριο είδος σπάνιο και το καλύτερο.
Κάτι τέτοιο ακούστηκε ότι συνέβη στον συγγραφέα Χριστόφορο.

Είχαν τον Τύπο, τη Διεύθυνση, τη Γενική Αντιπολίτευση.
Διχάζονταν στο σώμα του Χριστόφορου.
Τον έμπασαν στην αγορά∙ του έδωσαν και τίτλους∙ τον έκαναν εκπρόσωπο.
Διχάζονταν στο πνεύμα του Χριστόφορου.
Τον είπαν τσαρλατάνο∙ ζιγκολό∙ τον ανακήρυξαν διάνοια∙ τον πρώτο νεοέλληνα.

Κι αυτός

– σώμα ακέφαλο που περιστρέφεται
φίδι φαρμακερό
πουτάνας σκύλας γέννημα
άτιμη φάρα –

δεν άντεξε η γλώσσα του στο σάλιο τους
οι ποιητές βουλιάζουνε στο φως
ανέκραξε
την ώρα που του φόρεσαν ζουρλομανδύα.

Οι λέξεις (1973)

[Ανίχνευση (1968-1971)]

Οι λέξεις

Είναι εύκολο να σου δείξω
Το σώμα μου πώς διαθλάστηκε
Την όρασή μου πώς έμεινε κρυμμένη
Να σου απαριθμήσω τα γεγονότα.

Μόνο τις λέξεις μου
Τι να σου πω για τις λέξεις
Αφού και γω δεν ξέρω
Πώς βγαίνουν έτσι
Στραπατσαρισμένες κάθε φορά
Θαρρείς λεηλατημένες
Λειψές.

Ανίχνευση

Στις αποθήκες μαζεύονται τα ονόματα
Καλλιγραφημένα… Αναλυτικά
Στις αποθήκες τα σώματα
Περίτεχνα… κατεργασμένα

Σ’ αυτό το μαυσωλείο
Επικίνδυνα έγιναν τα χρώματα
Τη θάλασσα τη μπούκωσαν
Τα φύκια

Ερωτικό

Θα σε πάρει ο άνεμος
Σαν τα φύλλα των δέντρων
Σαν τους ένοικους και τους ταξιδιώτες
Αφού πρώτα
Αδειάσεις τον παλιό χώρο
Συγκεντρώσεις τις αποσκευές σου

Γυμνοί τοίχοι
Γυμνά δάπεδα

Κλειδώνοντας την πόρτα
Επιστρέφοντας στον ιδιοκτήτη τα κλειδιά
Προτρέποντάς τον να τοποθετήσει στην είσοδο

Το ενοικιαστήριο

Ο καιρός

Σαν φθινόπωρο ο καιρός
Ο καιρός σαν φθινόπωρο
Ο αέρας
Που πέφτουν τα φύλλα
Που πέφτουν οι βροχές
Σαν φθινόπωρο
Ο καιρός
Που πέφτουν τα στόρια στα παράθυρα
Που πέφτουν οι άνθρωποι από τα παράθυρα
Που πέφτουν τα ανδραγαθήματα
Ο καιρός μας
Με τα μάτια στην πλάτη
Με τα καφενεία στις γωνίες
Με το τηλεσκόπιο στα καφενεία
Σαν φθινόπωρο ο καιρός
Που κρύβεις το πρόσωπο
Που αλλάζεις τον δρόμο σου
Που υποπτεύεσαι και σε υποπτεύονται
Με την ταχυπαλμία στο πρώτο κουδούνισμα
Με την ανακούφιση στο τρίτο
Με την αγωνία στα μάτια σου
Με την απόφαση στα μάτια σου
Με τον ερμαφροδιτισμό σου
Σαν μπάσταρδο
Ο καιρός
Ο δικός μου
Ο δικός σου
Ο δικός μας καιρός
Σαν μπάσταρδο.
Με το κουμπωμένο σακάκι
Με τη ντροπή

Ας μιλήσουμε

Οι καιροί που φτάσαμε
Οι καιροί που δεν προλάβαμε την αντοχή τους
Όλα αυτά μαζί κι ο φόβος
Μαζί κι ο θάνατος
Και το χέρι που δεν άγγιξε το άλλο χέρι
Και τα μάτια του νεκρού που έμειναν μέχρι τέλους
Όρθια
Όσο να πεις όλα αυτά
Και τα άλλα
Στις συνοικίες και τα χωριά
Στις λέξεις και τα σχολεία
Στον εγκέφαλο και τα νοσοκομεία
Όπου προλαβαίνουμε τον αυτοκτονούντα
Με μία πλύση στομάχου
Και χάνονται οι αισθήσεις
Και στις μικρές αγγελίες πλεονάζουν τα «ζητούνε»
Όσο να πεις
Ό,τι να πεις
Ας μιλήσουμε λοιπόν.
Ας δούμε μαζί την αισιόδοξη πλευρά
Του πράγματος. Των πραγμάτων την τιμή
Και το αίμα.
Παντού

Συναλλαγή

Όπως και να ’χει το πράγμα
Όπως και να ’χει
Περικυκλώνει ο φόβος
Όπως και να ’χει
Η επικοινωνία εκτελείται.
Αστικά λεωφορεία εντός πόλεως
Υπεραστικά εκτός
Και οφείλεις να ’χεις στο χέρι το αντίτιμο
Της διαδρομής
Της εγκαρδιότητας
Της οικειότητας
Της συνουσίας

Αυτόματος μετρητής
Αυτόματος πωλητής

Για να μην υποπτεύεσαι
Για να μη σε υποπτεύονται
Να μη σε φοβίζουν οι σκιές
Ο φόβος
Ο φόβος
Τίμιος στη συναλλαγή
Για να μη γίνονται σύμβολα οι ασπασμοί
Να μη μπερδεύεσαι
Να μη μπερδεύεσαι
Να μη μπερδεύονται

Τα μάτια σου

Τόσοι νεκροί
Τόσες χειραψίες
Τόσα λόγια πνιγμένα
Στο χαρτί μια άτσαλη γραμμή
Ο δρόμος
Σχεδιασμένος δήθεν με φροντίδα

Τα μάτια σου που απόφυγαν την πλάνη
Που ήθελαν να αποφύγουν την πλάνη
Τα μάτια σου που βούλιαξαν
Κι έμεινες τώρα σαν τη γάτα
Στη μέση της ασφάλτου

Το τσίρκο

Σε βλέπω μέσα από καθρέφτες παραμορφωτικούς
Σε βλέπω στο τεντωμένο σκοινί
Κι από πάνω σου οι δράκοντες με τα φλογισμένα εντόσθια
Κι από πάνω τα νύχια της κακιάς μάγισσας
Τα σύρματα γύρω σου να σφίγγουν.
Να μπήγονται στη σάρκα σου
Και να πέφτει το αίμα
Ν’ απολαμβάνουν το θέαμα οι θεατές.
Με το εισιτήριο στο χέρι
Με την ικανοποίηση.
Κι εσύ δεν πιστεύεις πια στα παραμύθια
Και καλά κάνεις.
Μια και τώρα δεν υπάρχουνε νεράιδες
Που αφανίζουνε τις μάγισσες
Που αλλάζουνε το αίμα σε ρουμπίνια
Που μεταμορφώνουν τα υπόγεια σε κήπους
Μια και τώρα δεν ωφελεί η εγκαρτέρηση
Και σένα δεν σου έπρεπαν οι μασκαράτες.
Σε γέλασαν
Άσκημα σε ξεγέλασαν
Τα σύρματα που σε σφίγγουν να σου τα πούνε δίχτυα σωτηρίας

Επέτειος

Στην Μ. κάποτε

Δίχως αριθμούς
Επέτειοι με σβησμένες τις χρονολογίες
Πότε λες Πότε πέρασαν
Σαν χθες
Και το μαχαίρι έμεινε στον ακονιστή
Και το κλειδί στο χέρι.
Κανείς δεν αντέχει είπες
Σκουριάζουν τα μάτια κάποτε
Δε δίνονται εύκολα οι διευθύνσεις
Τώρα άλλα είναι τα θέματα
Τώρα δεν υπάρχουνε θέματα
Στη δεύτερη σελίδα είπες
Κινηματογράφοι β’ προβολής

Αγοράζετε μηχανές Σίγγερ
Δώρο μία αφίσα
Πέντε πιάτα Δέκα μπολ
Made in France

Άθραυστα
Τώρα άλλα είναι τα θέματα
Για ποιες συνεντεύξεις μιλάς
Για ποιες δηλώσεις

Απάτη

Με τη ράχη χωμένη στο χώμα
Το κεφάλι απάτη.
Οσμίζεσαι λες
Και δεν οσμίζεσαι.
Ν’ απλώσω το χέρι δε σε πιάνω
Δε μ’ αγγίζεις.
Οι χειροπέδες, είπες, είναι για τους εγκληματίες.
Ένα μήλο θα σου δώσω να μιλήσεις
Ομολογώ
Ομολογείς
Υπογραφή.
Καταθέτω το βλέμμα μου
Στα μάτια σου
Στα μάτια του
Στα μάτια μας η απάτη.
Με τη ράχη χωμένη στη γη.
Κι όμως οι χειροπέδες έγιναν για τους εγκληματίες είπες
Τα χέρια σου, είπες, οι χειροπέδες
Τα χέρια μου, τα χέρια μας
Οι χειροπέδες
Το χέρι: «Εδώ τηλεφωνείτε»

[Απόπειρα εξόδου Ι ]

Απόπειρα εξόδου

[ α’ ]

Σ’ ένα σύννεφο όπου τα πουλιά
Μπορούν να πετάξουν.
Οι λέξεις θα κυλήσουν όμοια
Με ερυθρομόρφων σχημάτων τα κύματα.
Θα αποβάλεις τότε ενδύματα τετριμμένα
Του προσώπου την διπλή επιδερμίδα.
Τα βήματα όταν δεν θ’ ακούγονται πια

Πού θα σε βρει η άνοιξη.

[ β’ ]

Ποιος θα επιχειρήσει την πρώτη κίνηση
Να σπάσει η τεντωμένη κλωστή
Να τρέξουν επιτέλους τα νερά.
Η πρώτη κίνηση που θ’ ανάψει το πράσινο
Στους σηματοδότες.
Ποιος θα λογαριάσει την άνοιξη
Στο άθροισμα των χρεών
Επιταχύνοντας το χρόνο
Εξαφανίζοντας τα πτώματα

Στην ύστατη έκκληση
Στην ύστατη απουσία.

[ γ’ ]

Ο δείκτης της βελόνας
Και ο δείκτης του ρολογιού
Η πυξίδα που δεν προσανατολίζει
Πλέον.
Σε σκοτεινούς θαλάμους αποκρυπτογραφείς τα σήματα
Σημειώνεις ανύπαρκτες οδούς και διασταυρώσεις
Βλεμμάτων.
Αποπειράσαι την έξοδο.
Με επιμέλεια συγκεντρώνοντας τους αριθμούς
Με επιμέλεια εξαφανίζοντας ίχνη
Στοιχεία που θα σε πρόδιναν
Σε σκοτεινούς θαλάμους σημειώνεις τα χαρακτηριστικά σου.

[ δ΄]

Η ώρα των αποφάσεων που δεν αποτόλμησες
Η ώρα της αποπομπής σου.
Σιγά σιγά ωριμάζει το σχέδιο.
Οι παράγοντες της εκτελέσεως πλήθυναν
Μέρα τη μέρα χάνεις τα προσωπεία
Αποβάλλεις τα πολύχρωμα φορέματα
Ψάχνεις όλο και περισσότερο
Ν’ ανακαλύψεις μερικές συλλαβές
Να συναρμολογήσεις ένα όνομα
Τουλάχιστον το όνομά σου.

Σε δρόμους ατέρμονους
Τοποθετείς κέρινα ομοιώματα
Να συνηθίζεις επιτέλους την τοποθεσία
Να μη σε ενοχλεί το κλίμα.

[ ε’ ]

Μόλις πέσει η νύχτα
Αποπειρώμαστε την προσέγγιση.
Τα βήματα προσπερνούν
Η έξοδος οδηγεί σε άλλους κύκλους
Σε άλλα στεγανά όπου προσπαθούμε
Την αναγνώριση.
Απλοποιούνται τα πράγματα
Εξομοιώνονται
Γίνονται εύκολες οι εξεγέρσεις
Όταν πέφτει η νύχτα
Γίνεται εύκολη η μεταμόρφωση.

[ στ’ ]

Τα λόγια που δεν είπες
Οι κινήσεις που δεν κατόρθωσες
Η οσμή που αγνοείς την προέλευσή της.
Τώρα τι να προσπαθούμε προσθέσεις και αφαιρέσεις
Τι να λογαριάζουμε την «επαύριο»
Όταν δεν μας έμεινε ούτε ο άρτος ο επιούσιος
Κι έχουμε χάσει τη μορφή της πόλης
Και τα σπίτια μας δεν είναι παρά σχήματα
Νυκτός.

Οι κινήσεις που δεν τολμήσαμε
Πτώματα διασκορπισμένα
Στο σώμα μας.

[Ενότητα Απόπειρα εξόδου II]

[ α’ ]

Προσπαθεί να επουλώσει τις πληγές.
«Ένα άλλο σώμα» μονολογεί
Και κάθε πρωί απ’ τα χαράματα σηκώνεται
Ψάχνοντας στα δοχεία απορριμμάτων
Το χθεσινό πρόσωπο.
Λογαριάζοντας τα υπέρ και τα κατά
Να ερευνήσει τις αλλαγές του εικοσιτετραώρου.
Και κάθε πρωί επιστρέφει με χέρια ματωμένα
Χέρια όπου έχουνε κολλήσει άμορφα κομμάτια
Από σάρκα και οστά
Χέρια όπου δεν χωράνε τα δάκρυα.
«Ένα άλλο σώμα»
Μονολογεί
Και κάθε πρωί
Επιστρέφει.

[ β’ ]

Ζητώντας πάντα μια πρόφαση
Κλειδώνει την πόρτα
Ασφαλίζει το μοναδικό παράθυρο
Και μένει.
Οι υπάλληλοι περιμένουν.
Απειλούν.
Πρέπει ν’ αδειάσει το σπίτι
Να γίνει επιτέλους η μετακόμιση.
Από τις χαραμάδες
Παρακολουθεί τις κινήσεις
Υπολογίζει την επόμενη ενέργεια
Μέχρι να πέσει η μέρα
Να κουραστούν
Να τραβήξουν στα σπίτια τους.
Τη νύχτα
Σχεδιάζει τρόπους
Απόδρασης.

[ γ’ ]

Μόλις ξυπνήσει
Συγκεντρώνει όλα τα στοιχεία
Έως το τελευταίο δευτερόλεπτο.
Αρχίζει με τις αποσκευές.
Τοποθετεί τα χέρια
Τα πόδια
Διαμελίζει το σώμα
Το συσκευάζει.
Μετανιώνει την τελευταία στιγμή
Ματαιώνει την αναχώρηση
Βγάζει από την τσέπη τα κλειδιά.

Τη νύχτα
Αρχίζει
Τη συναρμολόγηση
Των μελών του.

[ δ’ ]

Κάτω από παράθυρα ερημικά
Υπάρχει.
Και κάθε επέτειος τον βρίσκει
Όμοιο με τετράποδο
Να ψάχνει
Κάτω από τραπέζια εκστρατείας
Και κρεβάτια
Πίσω από παραλληλόγραμμα τοίχων
Γύρω από λάμπες.

[ στ’ ]

Προσπαθεί να διαφυλάξει το αίμα
Κρατώντας κομμένα μέλη και εξορυγμένα
Μάτια
Περιμένοντας τις νύχτες
Που αδειάζουν οι δρόμοι
Τις νύχτες που έχει έναν τόπο
Να χαράξει σχήματα
Λευκά φτερά
Έστω από σάρκες και οστά
Προσπαθεί
Να μην επουλώνει τις πληγές
Τους αναγκάζει να του ξεκολλάνε τις σάρκες
Τα μαλλιά
Να κρατήσει τη μνήμη του
Επιμένει.

ΠΗΓΗ:  https://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=11778.0

ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΡΙΑ ΚΥΡΤΖΑΚΗ ΕΓΡΑΨΑΝ:

H Kική Δημουλά για τη Μαρία Κυρτζάκη

(αναδημοσίευση από το Εντευκτήριο, τχ. 72, 2006)

Σκέψεις για τη Μαρία Κυρτζάκη

Βαρύς σκάει κάτω ο υπαινιγμός μιας πτώσης: Στη μέση της ασφάλτου, τίτλος της συγκεντρωτικής έκδοσης των ποιημάτων της Μαρίας Κυρτζάκη. Ένας τίτλος-γδούπος. Σώα η πρωτοτυπία, πρόσθετα ανθεκτική με το να μην αποτελεί τίτλο καμιάς από τις περιεχόμενες συλλογές.

Μου επιβάλλεται η αινιγματική ηθική του: μόνος, πεσμένος στη μέση της ασφάλτου, δεν επιδιώκει νε επισύρει περίεργους γύρω του, δε βογκάει, δε ζητάει βοήθεια. Αντίθετα, προσφέρει βοήθεια, μας ψαύει όλους, μας δείχνει πού πονάμε, τι σπάσαμε πέφτοντας, και μας καθησυχάζει ότι είναι άθραυστη εκείνη η μεγάλη ανεξήγητη δύναμη που παράγεται από τα σπασμένα, ανήμπορα, σαστισμένα κομμάτια μας.

Ενας τίτλος καταμετρητής του πόσο όλους μας, λίγο-πολύ, μια βίαιη βουλή μάς αρπάζει από την ανυποψίαστη αγκαλιά της γέννησής μας και μας πετάει στη μέση της ασφάλτου, αφήνοντας να μας αναθρέψει ένας κίνδυνος. Θα μπορέσω άραγε να λεηλατήσω το σθεναρό μήνυμα αυτού του τίτλου;

Γιατί την ποίηση της Κυρτζάκη στο έπακρον την εκμεταλλεύτηκα, ταξιδεύοντας στα βάθη της και πολλά κερδίζοντας με το να πηγαινοέρχομαι δαπάναις της στην ανάγνωσή της. Την εκμεταλλεύτηκα ακόμα κι όταν τα βιβλία της έμεναν καιρό κλειστά τοποθετημένα κατ’ αλφαβητικό χρόνο και κατά χρονολογική αφοσίωσή μου στη βιβλιοθήκη, σε ράφι που έρχεται ακριβώς στο ύψος της μνήμης μου, για να τα βρίσκει εύκολα και να μη χάνομαι.

Χρόνια διανύω τις αποστάσεις τού τι πέτυχε από το ένα βήμα στο επόμενο και, παρόλο που η προσληπτικότητά μου δεν είναι τόσο γοργοπόδαρη όσο οι ικανότητες της Κυρτζάκη, ταξιδεύω εντούτοις και ευχερώς μεταφέρομαι με το ταχύ και ασφαλές μέσον της χαρούμενης, έστω αδέξιας, έκπληξης. Εκπληξης για τη νέα καλλιεργημένη έκταση που η κάθε καινούργια συλλογή της προσαρτά στον ποιητικό της χάρτη. Εκταση συναρπαστική, πριν καλά καλά την πλησιάσω, από εκεί που μόλις αρχίζει να προβάλλει θαμπή η καρποφορία της. Κλέβω κάθε φορά τους καρπούς, που έχουν τη σπάνια μεικτή γεύση: της απόλαυσης και της διδαχής. Διδαχή του τι σημαίνει οικονομία, τόλμη, αυθεντικότης, ρυθμός, αυστηρά λογοκρινόμενος λυρισμός και περιρρέουσα ουσία. Ιδιωτική γεύση, κανείς δεν με βλέπει. O,τι συλλαμβάνω το καταβροχθίζω με τα χέρια, χωρίς καλούς τρόπους, χωρίς μαχαίρι και πιρούνι ― το μαχαίρι άλλωστε το κρατούν σφιχτά οι στίχοι της Κυρτζάκη, είτε για να διαπράξουν έναν δίκαιο φόνο είτε για να αποτρέψουν έναν άδικο. Κλέβω, βάζω στην τσέπη μου ό,τι αντιστέκεται στην αντίληψή μου, επειδή ξέρω ότι στην επόμενη ανάγνωσή τους οι χυμοί θα μου έχουν εκμυστηρευτεί μια τουλάχιστον από τις πολλές οδούς τους.

Ξαναδιαβάζοντας τώρα τα ποιήματα της Κυρτζάκη, με κάπως πιο συγκρατημένη βέβαια βουλιμία, αφού αυτό το σημαντικό που μου υποβάλλουν είναι χορτάτο από τη συνεχή επιρροή τους επάνω μου, κρατώ ανοιχτές και τις παλιές συλλογές ―μια μια μόνη της, πεσμένη στη μέση της ασφάλτου―, γεμάτες από τα θαυμαστικά που είχα τοποθετήσει στις σελίδες τους να στέκουν σα φρουροί-προστάτες ποιημάτων, που με δέσμευαν να τα αγαπώ και να τα πιστεύω, θαυμαστικά που και τώρα προθυμοποιούνται να τα μεταφέρω ως φρουρούς και αυτής της εύφορης αναταραχής που μου γεννά η συγκεντρωμένη πια ποίηση της Κυρτζάκη, αυτό το κοινόβιο εντός του οποίου θα συνδημιουργηθούν ενωμένες όλες οι αρμονικές ιδιαιτερότητές της.

Ξαναδιαβάζοντας, αναβιώνει η παλιά προτίμησή μου να κάνω πάλι το ταξίδι σ’ αυτές τις ιδιαιτερότητες, μέσα από τους τίτλους των ποιητικών συλλογών της Κυρτζάκη, ελκόμενη ιδιαίτερα από τον ιδιότροπο βυθό της «Μαύρης Θάλασσας», περίεργη να δω τι αναπνέει στον βυθό αυτού του τίτλου που έδωσε η Κυρτζάκη στην προτελευταία της συλλογή, τίτλου που της επεβλήθη άνωθεν και που το αποδέχτηκε, μη ξέροντας γιατί, αλλά σίγουρη πάντως ότι αυτός ο τίτλος δεν παραπέμπει στη συνήθη, ευκολοσυμβολική μαυρίλα της διαθέσεως, τη γεμάτη σκυλόψαρα απελπισίας. Χωρίς να ζητήσω την άδεια της παραθέτω εδώ ποια εξήγηση ανακάλυψε η ίδια, αφού υιοθέτησε τον τίτλο:

Η επιλογή μου από τα ποιήματα που γράφτηκαν αυτά τα χρόνια είχε ως μόνο σημείο αναφοράς την έννοια Μαύρη Θάλασσα. Αφού κυκλοφόρησε το βιβλίο, μού ζήτησαν ένα μικρό κείμενο γι’ αυτό. Δεν ήξερα και πάλι τι να γράψω. Ανοιξα την εγκυκλοπαίδεια στη λήμμα «Μαύρη Θάλασσα». Εμεινα έκπληκτη. Νάτος λοιπόν ο τόπος της διαφοράς. Ο βυθός αυτής της θάλασσας, έγραφε, δεν έχει οξυγόνο πέρα από κάποια μέτρα και πάνω, αλλά παραδόξως αναπτύσσονται εκεί οργανισμοί – υπάρχει ζωή. Πιστεύω πολύ στην εσωτερική νομοτέλεια των πραγμάτων και αυτό εγώ ονομάζω φυσικότητα. Έκλεισα την εγκυκλοπαίδεια αναγνωρίζοντας αυτή τη νομοτέλεια. (περ. «Διαβάζω», 2000)

Μέσω λοιπόν αυτής της μυστηριώδους, της αυτοδύναμης ―της χωρίς οξυγόνο― αναπνοής προσεγγίζω, εξερευνώ δειγματοληπτικά και τις άλλες άκρως ευαίσθητες περιοχές όπου έχει αφήσει τα μισόκλειστα όστρακά της η ποίηση της Κυρτζάκη. Συγκρίνω, καταμετρώ, κάτι λείπει εδώ. Μια συλλογή: λείπουν οι «Σιωπηλές κραυγές» (1966), με την πρώτη νεανική τους οξύτητα. Πού τις κατέπνιξε άραγε, σε ποια σκληραγώγησή της, εν τω μεταξύ, η ποιήτρια; Ωστόσο εμένα αυτή η απουσία μού φέγγει να

Συλλογιέμαι τη μέρα

Που θα σφίξεις το μαχαίρι

Και θα καρφώσεις το βλέμμα στην πλάτη…

Διαπλέοντας αυτή την προφητεία που τρεμοσβήνει βγαίνω στις εκφοβίζουσες «Λέξεις»:

Οπως και να ‘χει το πράγμα

Οπως και να ‘χει

Περικυκλώνει ο φόβος

Οπως και να ‘χει

Η επικοινωνία εκτελείται…

Γδέρνεται η έλευσή μου στα τοιχώματα του «Κύκλου»:

Ωραίο που είναι το αυγουστιάτικο φεγγάρι

Ματώνει κάθε χρόνο στον πνιγμό μου.

Γέρνει έτοιμος να μπατάρει ο προορισμός της ισορροπίας. Είναι που κάθεται μόνοπαντα στην πρόθεσή μου η «Γυναίκα με το κοπάδι» ― πράξεων αδειασμένων από τα λόγια τους, κι όμως τι βάρος:

Εσύ πατρίδα μου είσαι μια πόρνη

[…]

καθόλου αθώα ― θύμα των ισχυρών ή

κάτι τέτοιο

την κλίση σου τη διάλεξες προσεχτικά

όπως προσεχτικά την πόρτα μου χτυπάς

και μεταμφιεσμένη σε ταλαίπωρο λαό

μου απαιτείς να παραδώσω την ψυχή

μου

Ανακόπτω πορεία. Στη βιασύνη μου να βγω από τον κύκλο πριν σκοτεινιάσει η εξ ορισμού μοιραία περίμετρός του, προσπέρασα κάτι ομάδες στίχων που επιπλέουν με γρήγορο ρυθμό οργισμένης μουσικής, ακαταπόνητοι και ανθεκτικοί. Οι περισσότεροι είναι πιασμένοι από τον αβύθιστο τίτλο τους: «Εταζέρα». Και παρακάτω δέκα μικροκαμωμένα ποιήματα επί σχεδίας τίτλου φτιαγμένης από το ίδιο το μικροκάμωμά τους και τον συνδετικό αριθμό τους: «Δέκα μικρά ποιήματα».

Ολα τα ποιήματα κρατούν αναμμένες λάμπες θυέλλης. Ναυαγοί; Μάλλον για σπηλαιολόγοι φαίνονται. Επειδή διακρίνω να κείνται επί της «Εταζέρας», δίκην μπιμπελό, σκελετοί αγωνίστριας προϊστορίας και μεταλλάξεώς της σε:

Εκατομμύρια έτη αυτοκινήτων

διανύουν την απόσταση

του κορμιού σου…

Ανιχνευτές σπηλαιώδους λυτρώσεως πρέπει να είναι αυτά τα «Δέκα μικρά ποιήματα», καθώς μεταφέρουν παμπάλαια πλην ζώντα κρανία διασήμων ζωγράφων που διδάσκουν μιαν εξαίσια παρακαμπτήρια μέθοδο όρασης, προσεγγίσεως:

Για να σε κοιτάξω

Ζωγραφίζω τρυπούλες στο τζάμι.

Ρίχνω φωτοβολίδες-σινιάλο. Απαντούν όχι, δεν είναι ναυαγοί. Είναι διορισμένοι από τον Θεό ανιχνευτές της επανορθώσεως των ίδιων των λαθών του.

Τινάζω τη σκόνη της πολύλογης αγάπης μου από την «Περίληψη για τη νύχτα», όπως αυτή η περίληψη αναπτύχθηκε, επεξετάθη, συμπεριέλαβε, πρωτοφόρεσε σώμα και θριάμβευσε ως «Ημέρια νύχτα»:

Ανενδοίαστα και σαν άρρωστη

Τ’ όραμά σου τραυλίζω

Με τις λέξεις σου φτιάχνω εικονίσματα

Και μετά στη φωτιά

Ανενδοίαστα εύχαρις σε ζυμώνω στις

στάχτες…

κι όλην αυτή την ευπαθή αντήχηση των αστραπόβροντων να πρέπει να την περάσω με προσοχή μέσα από τη «Σχιστή οδό», που λάξευσε η ποιήτρια κατά μήκος της γης των αισθήσεων, για να περάσουν άθικτες «οι ακτίνες της αλήθειας της».

Πουλάκι είναι και λαλεί πουλάκι είναι

Κι ας λέει

Ερχεται πέρασμα στενό έρχονται αγάπης

Λόγια

Σχιστή τη γλώσσα διασχίζει η οδός

Φάνηκε φόνος.

Προφυλαγμένο, τέλος, στα πιο μέσα σωθικά μου το πολύτιμο καταστάλαγμα της ποιητικής ωριμότητας της Κυρτζάκη, αλλά και καταστάλαγμα όλων των προσδοκιώ μας σε «Λιγοστό και να χάνεται».

Πλαταίνουν τα μάτια μου όταν ανατρέχουν σ’ αυτόν τον τίτλο. Σα να καταλήγουν σ’ έναν σοφό σταθμό. Εκεί όπου μαζεύονται και κατοικούν «γυμνές οι σημασίες». Καλώντας σε να μυηθείς στην απάρνηση του άφθονου και εύθυμου χρόνου, που γλεντοκοπάει με την αρχή των καταστάσεων, παρασύροντάς σε να χρειάζεσαι εκείνο το χρονοβόρο ενδιάμεσο μεταξύ αρχής και τέλους, που μόνο μισή τελικά ξεσηκώνει μεταξύ αρχής και τέλους και φόνοι διαπράττονται στο όνομα της αναμονής σου. Ναι, αυτός ο τίτλος είναι σα να ασπάζεσαι εκείνη την όλο και πιο αδύνατη γραμμή που αφήνουν οι διάττοντες σαν «λαμπαδίτσα που έκαιγε πριν την δείξει η νύχτα», σαν αυτή να είναι η έννοια του βίου μας. Λιγοστή και να χάνεται, πριν αρχίσει, πριν ακόμα λιγοστέψει και πριν ακόμα χαθεί.

Αχ νύχτα, νύχτα των ερώτων που

Κουβαλούν τα σώματα. Λυγίζουν

Απ’ το βάρος του σκληρού φωτός

Και σ’ απαρνούνται. Σε λησμονούν,

Καλύτερα.

Προσπάθησα εδώ να βιογραφήσω τη ρητή επιβλητικότητα και υποβλητικότητα των τίτλων που έδωσε η Μαρία Κυρτζάκη στις εννέα ως σήμερα ποιητικές συλλογές της. Ενόχλησα έτσι, ανεπίτρεπτα μάλλον, κάποια ποιήματα αποσπώντας τους στίχους τους οποίους θεώρησα ικανούς να αποδείξουν την άκρατη συνέπεια μεταξύ προανακρούσματος και αντηχήσεως, τη ριγηλή τάξη του ύφους, το ήθος των πνοών και τη σκιερή ατμόσφαιρα που κάτωθέ της ευδαιμονικά αναπαύεται το οδοιπόρο αποτέλεσμα. Ενήργησα έτσι όχι μόνον γιατί μόνο έτσι μπορούσα, αλλά γιατί μέσω αυτού του τρόπου μου ακουγόταν να παιανίζει νικηφόρος ο απόηχος της σκυταλοδρομίας, με πόση εμβέλεια το μαχαίρι που διαισθάνθηκαν οι πρώτες κιόλας νεανικές «Σιωπηλές κραυγές» της Κυρτζάκη περνάει από χέρι σε χέρι της κάθε συλλογής, για να καταλήξει νικηφόρο στη σφαγμένη κραυγή του «Λιγοστού και να χάνεται»

Τι μοναξιά Θεέ μου και πού μας έσπειρες

Και δεν μας ελυπήθης.

Κι ακόμα, ενήργησα έτσι θέλοντας να υπογραμμίσω πόσο πολύκλαδο, πόσο άθικτα πράσινο διατηρείται αυτό το γενεαλογικό δέντρο των παθών και της τιμωρίας τους που κατάστρωσε η Κυρτζάκη με μαθηματική γενναιότητα και εμβάθυνση στα αίτια και τα αιτιατά, εξασφαλίζοντας μελωδικό θρόισμα στο στωικό του φύλλωμα μέσω της έγχορδης γλώσσας της, διότι

Χωρίς τη γλώσσα πώς ν’ αρθρωθεί

Η φύση των πραγμάτων συλλογίζεται

Κι η μήτρα που τα γέννησε

Πώς να την ψαύσεις

Ενα γενεαλογικό δέντρο αξιόπιστο, βασισμένο σε πληροφορίες που συνέλεξεη ποιήτρια από έγκυρους επιζώντες θανάτους, πληροφορίες για την καταγωγή τους, για το ποια μακραίωνη τυχαιότης ή σκοπιμότης τους διαιώνισε, γιος ποιας δυσκολίας είναι ο έρωτας και από αυτόν και την έρμαιη ανάγκη να τον νιώθουμε ποιοι αμετανόητοι έρωτες γεννήθηκαν και ποιοι ψυχοπονιάρηδες εν συνεχεία στεναγμοί μάζεψαν από τον δρόμο και περιέθαλψαν όλες τις ορφανές συνέπειες, αφού

Ας μου ήταν γνωστό

Δεν εγνώριζα

Τα ονόματα σαν τα δέντρα

Πως έχουν τη ρίζα τους

Σκοτεινή και υπόγεια

Συλλογή πληροφοριών, που αφού τις βίωσε πρώτα η «σάρκα του αισθήματός» της για να τις μυρώσει με αυθεντικότητα, μας τις παραδίδει για να συμβάλουμε στην επαλήθευσή τους, συγκρίνοντας την αλληλέγγυη ομοιότητά τους με τα πάθη των δικών μας προσωπικών στεναγμών.

Ώστε

Μη γελαστούν και

Πλανηθούν και χάσουνε και δεν το

Δυο αυτοί το μέσα που κυβερνάει

Τις ζωές του κόσμου

Ή, όπως ακόμη πιο παρήγορα συμπτύσσει τους τέσσερις αυτούς στίχους σε έναν:

…και κάθε σώμα τις σημασίες του ανταλλάσσει.

Δωρήθηκε στην ποίηση της Κυρτζάκη να μην άγεται και φέρεται από εκείνη τη σκόρπια ανώνυμη θλίψη που επιδαψιλεύει σε πολλούς ποιητές ένα δακρύβρεχτο εύκολο κέρδος.

Κλαίει μεν η σοφία της, αλλά

Εχει το χάρισμα και του Θεού

Το δάκρυ. Σαν φυλακτό. Να οδηγεί

Σαν φως αυτή νυκτούρο στα

Σκοτεινά στη νύχτα και το έρεβος…

Καλλιεργεί και ξεκουράζει ότι λόγω της βαθύτατης παιδείας της βρίσκεις συχνά στα θέματά της και στον χειρισμό τους κλωστούλες και χνούδια που φέρνει από μακριά ο αθάνατος αέρας της μυθολογίας και των τραγωδιών που έγραψανοι πρόγονοί μας. Αλλά αυτά δεν είναι ως αποκλειστικό έδαφος για να πατήσει η ποιητική της εκτίναξη. Είναι για να γίνει πιο σφιχτό, πιο αδιαμφισβήτητο το πέρασμά μας από αυτόν τον περιπετειώδη πλανήτη.

Ο λόγος της ορθώνεται σαν ρομφαία. Λέει ή θανατώνει. Καρφώνεται με ένταση απαραχάρακτη και τιμωρεί τα αυτονόητα, τα κοινότοπα, είναι άγρια, τρυφερή, χαϊδεύει τις αδυναμίες, αλλά χαϊδεύει με τις ίδιες εκείνες γρατζουνιές που της προκάλεσε η γαμψή αφή των πραγμάτων. Ακούω συχνά το ουρλιαχτό του στίχου της: «Πεινάω σαν λύκος», αλλά δεν ανησυχώ. Ξέρω ότι είναι εκλεκτικός, δεν τρώει παραχωρήσεις.

Ποτάμι ορμητικό του πόθου

Χύνεται κάποτε η φωνή

Που στα κυλίσματά του θεριεύουν

Οι σκιές και στους χείμαρρους του

Ορμούν τα σύμφωνα αγκομαχητά

Να ξεψυχήσουν

Προς την ακρούλα

Τα φωνήεντα κοιτάζοντας

Όπως σε όχθη ναυαγός.

[…]

Κρυστάλλινη της μοναξιάς η όψη.

[«Μαύρη θάλασσα», 2000]

Και ασφαλώς και φυσικά η φωνή της Κυρτζάκη πρωτίστως απευθύνεται στον «Aλλον», τον επιζητά υπόκωφα, γλείφει με τον ρυθμικό παφλασμό της και δροσίζει την ακρογιαλιά του. Αν η ακρογιαλιά αυτή είναι πολύκοσμη, τότε αυτοδύναμη η ποίησή της χτυπάει δυνατά το βέτο της σε εκπτώσεις και εκβιασμένους συγκερασμούς και αποσύρεται στα δικά της ανταριασμένα νερά, περισυλλέγοντας ωστόσο με αγάπη ναυαγούς του ξένου αρνητή κόσμου.

Δεν είναι βέβαια μόνον αυτά η ποίηση της Κυρτζάκη. Είναι και ό,τι αποσιωπήθηκε απ’ όσα δεν ειπώθηκαν. Οσα δεν ειπώθηκαν όχι από δική μου παράλειψη, αλλά από την απαίτηση της ίδιας της ποίησης να μη γνωρίζουμε γι’ αυτήν παρά μόνον όσα εικάζουμε ή επινοούμε ως «λαμπαδίτσα» που καίει «πριν τη δείξει η νύχτα».

ΠΗΓΗ: http://entefktirio.blogspot.gr/2016/01/blog-post_22.html

Κώστας Γ. Παπαγεωργίου

Κατά πρώτο λόγο για πρακτικούς και κατά δεύτερο για λόγους ουσιαστικούς, θα επιχειρήσω τη σύντομη περιδιάβασή μου στην ποίηση της Μαρίας Κυρτζάκη ξεκινώντας από τη συλλογή της Η γυναίκα με το κοπάδι (1982), όπου για πρώτη φορά συγκεκριμενοποιείται και ανάγεται στο επίπεδο της θεότητας, μιας θεότητας ατομικής, ο «αιφνίδιος λόγος». Δηλώνεται η αμετάκλητη απόφαση της ποιήτριας να παραδοθεί, αν όχι αμαχητί πάντως ανεπιφύλακτα, στη σκοτεινή γοητεία του• στις σαγηνευτικά εκμαυλιστικές υποσχέσεις του. Δεν μπορώ να πω με βεβαιότητα τι ακριβώς σημαίνει αυτό -πόσο βέβαιος μπορεί να είναι κανείς μιλώντας για τέτοια ζητήματα- αισθάνομαι ωστόσο ότι οι ανά πάσα στιγμή αναμενόμενες ανατρεπτικές συνέπειες της ευκταίας εμφάνισής του συνέβαλλαν στη διαμόρφωση μιας νέας στάσης απέναντι στη ζωή και την τέχνη και, πάνω απ’ όλα, στη διαμόρφωση, στην οριστική εδραίωση μάλλον μιας ιδιότυπης, ακραία ερωτικής, σχέσης με τη σώμα της γλώσσας.

Μια σχέση που επισπεύδει ζωτικής σημασίας συνειδητοποιήσεις, όπως είναι η συνειδητοποίηση του δικαιώματος στην άκρα υποκειμενικότητα, καθώς και η σχεδόν έντρομη συνειδητοποίηση της αδηφαγίας των λέξεων, τις οποίες η ποιήτρια αισθάνεται ότι δεν μπορεί να αντιμετωπίσει διαφορετικά, παρά μόνο υποτασσόμενη στην υπέρογκη δύναμή τους και με κάθε τρόπο εξευμενίζοντάς τες. Θα έλεγε κανείς ότι από τη συλλογή αυτή και ύστερα η ποίηση της Μαρίας Κυρτζάκη γίνεται, ολοένα και εμφανέστερα, μία ποίηση ιδιοτύπως γλωσσοκεντρική, χωρίς ωστόσο η ενδιάθετη μέριμνά της για τη γλώσσα να αποβαίνει εις βάρος της εκάστοτε ποιητικά εναυσματικής κατάστασης ή βιώματος, χωρίς να καθιστά τον λόγο της αυτοαναφορικό. Η γλώσσα είναι, για τη Μαρία Κυρτζάκη, φορέας μνήμης και συνάμα το νήμα που την οδηγεί, με την ίδια επίφοβη ασφάλεια, στους χώρους της εγρήγορσης αλλά και του ύπνου, εκεί όπου το όνειρο δεν είναι απλώς απείκασμα της πραγματικότητας, αλλά ένας ξεχωριστός και οικείος, ακόμα και όταν είναι εφιαλτικός, κόσμος («Όχι, ο ύπνος μου δε μηρυκάζει. / Με κυριεύει απόλυτα σαν βάρκα / που καταπίνει θαλασσινό πηγάδι», λέει). Και είναι αυτή η σχέση της με τη γλώσσα που την κάνει να αισθάνεται τη βαρύτητα της γραφής, κάτι σαν δυσκαμψία που κάνει δυσπρόσιτα και απροσπέλαστα την πένα και το χαρτί, όταν, περιγράφοντας τις εσώτερες διεργασίες της σιωπής, επιθυμεί διακαώς να τη μετατρέψει σε ποίηση. Κάθε ποίημα, κάθε ποιητική ενότητα της Μ. Κ. είναι προϊόν μιας εκστατικά βιωμένης με το σώμα, το πνεύμα και τον λόγο ερωτικής εμπειρίας, με τον «αιφνίδιο λόγο» να διαδραματίζει τον ρόλο του εγερτήριου εναύσματος.

Αυτό γίνεται ακόμα προφανέστερο στις επόμενες ποιητικές συλλογές της (Περίληψη για τη νύχτα, 1986 και Ημέρια νύχτα,1989), ιδίως στη δεύτερη, όπου η ποιήτρια μοιάζει να προσδοκά τον «αιφνίδιο λόγο», προκειμένου να καταστεί δυνατή η ποιητική γονιμοποίηση του ώριμου για κάτι τέτοιο προποιητικού-βιωματικού υλικού της. Στην οποία ποιητική γονιμοποίηση, το σώμα είναι που κυριαρχεί σε όλες τις πιθανές καταστάσεις του: το σώμα που ασπαίρει από τον πόθο και την ακατασίγαστη επιθυμία ικανοποίησης του πόθου του• το σώμα ως ύλη αλλά και ως πνεύμα, ως πηγή ζωής αλλά και ως προάγγελος του θανάτου. Όλες οι θεματικές πτυχές της ποίησης της Μ. Κ., εξάλλου, συνδέονται άμεσα με το σώμα: οι φάσεις και οι αποχρώσεις του έρωτα, ο θάνατος, ο χρόνος σε όλες τις διαστάσεις του, η επελθούσα και η επερχόμενη φθορά. Και η γλώσσα δεν είναι παρά ένας οργανισμός σωματικά προσδιορισμένος και ψαύσιμος σχεδόν• ένας οργανισμός θρεμμένος από όλες τις περιόδους της ελληνικής γλώσσας, ανθηρός, τολμηρός και πάντα διεκδικητικός του ενιαίου της καταγωγής του. Μάλιστα στη συλλογή Σχιστή οδός (1992), που θα μπορούσε να πει κανείς ότι αποτελεί μία προσωπική μαρτυρία του τρόπου με τον οποίο η ποιήτρια οδεύει προς το ποίημα, διασχίζοντας τα σκοτεινά όσο και ολισθηρά τοπία του συναισθήματος, γίνεται προφανές ότι δεν έχουμε να κάνουμε με μιαν απλή εξιστόρηση του οδοιπορικού της, αλλά και με μια απόπειρα καταγραφής της παράλληλης με τη δική της πορείας της γλώσσας, μέχρις ότου πραγματοποιηθεί η πολυπόθητη ένωση των σωμάτων τους και προκύψει σε μια στιγμή, αιφνίδια, το αενάως κυοφορούμενο ποίημα.

Για τη Μαρία Κυρτζάκη ο κόσμος συνέχεται και αναδημιουργείται από μια προϋπάρχουσα και στη σιωπή βυθισμένη, πλην όμως άγρυπνη, γλώσσα, που εκτός των άλλων επιβεβαιώνει τον ποιητή για την ύπαρξη ζωής• τον επιβεβαιώνει -και αυτοεπιβεβαιώνεται- την απειροελάχιστη στιγμή που συμβαίνει το αιφνίδιο, όταν το διαρκές κρυφό αιματοκύλισμα του μέσα με τον έξω κόσμο φανερώνεται και προδίδεται απροσδόκητα εντελώς. Μάλιστα, μέσα από την αποκάλυψη της ζωής επιβεβαιώνεται και το αναπόφευκτο του θανάτου, που μόνο εν ζωή εξυφαίνεται στο διηνεκές. Και όλ’ αυτά, με δεδομένη την ύπαρξη μιας μνήμης των λέξεων απύθμενης, αστείρευτης και ανεξερεύνητης κι ενός ομφάλιου λώρου απεριόριστου, ώστε να μπορεί η αγωνιούσα συνείδηση να βυθίζεται στα βαθύτερα στρώματα της ιστορίας, εκεί που θερμαίνονται οι έννοιες και τα αισθήματα. Στη Σχιστή οδό αλλά και σε όλη την ποίηση της Μ. Κ. η γλώσσα λειτουργεί και πορεύεται όπως της το υπαγορεύουν οι περιστάσεις• λειτουργεί και πορεύεται σαν πρόσωπο υπαρκτό, σαν άλλη Αριάδνη ή σαν η «Φεγγαροντυμένη» του Κρητικού, ακολουθώντας τους ήχους της: κάτι ήχους και φθόγγους και «ακρούλες» λυγμών. Πορεύεται διασχίζοντας έναν τόπο φρικτά συλημένο, μια χώρα που εβρώμισε, απ’ όπου: «Αέρας περνώντας την πνοή του εβρώμισε Μαργαρίτες ως κόρες μ’ ανοιχτά τα εικονίσματα βρέθηκαν και τα τέμπλα αγίων αδειανά για καυσόξυλα επιπλέαν σε βάρβαρα δάχτυλα». Η Γλώσσα, στην προκειμένη περίπτωση, αξιώνοντας πατρίδα, σαν ιστορία από τα κόκαλα βγαλμένη, βαδίζει προς την άγνωστη γη, που είναι το ποίημα. Το οποίο παλεύοντας με τα γράμματα ψεύδη χτυπιέται – ώσπου αναδύεται. Η πορεία της γλώσσας διαρκεί ως την αιφνίδια ένωσή της με το σώμα της ποίησης -ή το σώμα της ίδιας της ποιήτριας, αν θέλετε- και είναι από την ένωση αυτή που αρχίζουν να υπάρχουν τα πράγματα, περιβεβλημένα και συγκρατημένα με/από τις λέξεις, αυτές τις σανίδες σωτηρίας. Και είναι κάπως έτσι που, μέσα στη μοναξιά, υψώνεται ο πλαστουργός της λέξης, ο έρωτας, χωρίς τον οποίο η λέξη φθείρεται μέσα στην τύρβη των πολλών και μέσα στη συνάφεια του χωρίς δικό του πρόσωπο κόσμου. Φθείρεται και γίνεται απλό αμάξωμα εννοιών.

Είναι φορές που η Μαρία Κυρτζάκη, στην ώριμη περίοδο τής -όσο κι αν φαίνεται απίστευτο- σχεδόν σαραντάχρονης ποιητικής της πορείας, μοιάζει να θέλει, θα τολμούσα να πω περιδεής, να ιχνηλατήσει την προσωπική της πορεία προς το ποίημα, κάτι που είπα ήδη με διαφορετικό τρόπο, αξίζει ωστόσο τον κόπο να το επαναλάβω. Μοιάζει να θέλει να ιχνηλατήσει την πορεία της προς το ποίημα παράλληλα με την ανεξάρτητη πορεία της γλώσσας, ως το καίριο σημείο που πραγματοποιείται η ένωσή τους. Ως το φοβερό σταυροδρόμι, όπου το ποίημα υψώνεται ως ανάσταση των λέξεων. Εγχείρημα οπωσδήποτε δύσκολο και επικίνδυνο, αν σκεφτεί κανείς ότι δεν έχουμε να κάνουμε με μιαν εκ του ασφαλούς περιγραφή-καταγραφή των φάσεων της ποιητικής πράξης, αλλά για μιαν εκ των έσω προσπάθεια να εννοηματωθεί και να καταδειχθεί η επώδυνη και συχνά ακατανόητη πλαστουργία του ποιήματος. Θέλω να πω την ίδια στιγμή που συντελείται το ποίημα, καταμεσής εκεί όπου ο αιφνίδιος λόγος οιακίζει το στερέωμα του νου, προοικονομώντας, με εντελώς δικά του μέτρα και σταθμά, το ποίημα. Αυτό το ποίημα που πλάθεται και την ίδια στιγμή, σαν μπροστά σε καθρέφτη, βλέπει τον εαυτό του πλαθόμενο. Που, μολονότι αθεμελίωτο, αιωνίως θεμελιώνει, χωρίς αυτό ποτέ του να θεμελιώνεται.

Μολονότι ήδη το είπα, θα το ξαναπώ: η ποίηση της Μαρίας Κυρτζάκη είναι μία ποίηση βαθύτατα ερωτική και κατ’ επέκτασιν σωματική. Οι σκέψεις, τα αισθήματα, τα συναισθήματα και οι μνήμες, στην περίπτωσή της, για να υποστασιοποιηθούν ποιητικά, πρέπει να υποστηρίζονται από συγκεκριμένες, σωματικά προσδιορισμένες, αντιστοιχίες. Το σώμα είναι το πεδίο της αδιάλειπτης σύγκρουσης και εναλλαγής των αντιθέτων, η αντιπαλότητα των οποίων αμβλύνεται εξαιτίας της σχεδόν τελετουργικά, λατρευτικά, επαναλαμβανόμενης αντιπαράθεσής τους. Το ερωτευμένο σώμα είναι το πεδίο όπου το κάθε αντιπαρατιθέμενο σκέλος δεν είναι απλώς προϋπόθεση του άλλου, αλλά εμπεριέχεται, κιόλας, στην ουσία του. Η ηδονή και η οδύνη αντιμάχονται η μία την άλλη, κατά βάθος, ωστόσο, δεν είναι απλώς αδιαχώριστες, αλλά αλληλοπροϋποτίθενται. Ίσως γιατί στον έρωτα η ηδονή πάντα διεκδικεί το μερτικό της στην οδύνη. Το σώμα, κάποτε ακόμα κι ερήμην του, κατοικείται από τον έρωτα• επειδή όμως ο έρωτας είναι μονίμως εκτεθειμένος στο ενδεχόμενο της μοναξιάς, η μοναξιά αποτελεί τη μονιμότερη εκδοχή του σώματος. Θα τολμούσα να πω ότι ο έρωτας, στην ποίηση της Μ.Κ., αυτή η ένσαρκη εκδοχή της μεταφυσικής, κανοναρχεί το σώμα• το βρίσκει αφύλαχτο, ενόσω αυτό είναι παραδομένο στη μνήμη μιας άλλης ζωής, και το αποικεί. Κι αυτό το έτσι κατακτημένο, αποικημένο και κατοικημένο σώμα, όταν ερημωθεί, όταν δεν απομένουν πια παρά τα άυλα σύνεργα του έρωτα, ήχοι και λόγια, φωνές πνιγμένες, κραυγές και ψίθυροι, δάκρυα που κύλησαν ή που δεν κύλησαν γιατί έμειναν ασχημάτιστα, ακόμα και τότε νοσταλγείται σαν χαμένη, αγαπημένη πατρίδα.

Η ανελέητη μνήμη όλων αυτών είναι εκδικητική και συνάμα διεκδικητική του παρόντος. Στη διαβρωτική υγρασία της σωματοποιούνται και αποκτούν υπέρογκες διαστάσεις άδεια σχήματα της απουσίας, μετέωρες χειρονομίες, ακόμα και αισθήσεις κι αισθήματα κι έτσι, όλα σωματοποιημένα, συμβάλλουν στην αναβίωση συμβάντων, καταστάσεων, ήχων και οσμών που, όλα μαζί, επαναδιεκδικούν τον έρημο τόπο, το ακατοίκητο σώμα, κατερειπώνοντάς το. Και όλ’ αυτά με μια κυμαινόμενη νηφάλια εκφορά των αισθημάτων, των σκέψεων και των συναισθημάτων, με έναν λόγο εναργή, παρά την κρυπτικότητά του• ίσως εξαιτίας της σωματικής ιδιοσυστασίας του και, βέβαια, εξαιτίας του γεγονότος ότι η ποιήτρια, όπως επανειλημμένως έχει επισημανθεί, διατηρεί μονίμως ακμαίο και ατσαλάκωτο το αποδεικτικό στοιχείο της γλωσσικής της ιθαγένειας, της στοιχειοθετημένης από τον πολύριζο οργανισμό της ελληνικής γλώσσας.

ΠΗΓΗ: https://tapoiitika.wordpress.com/%CE%BA%CF%81%CE%B9%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AD%CF%82/%CE%BA%CF%81%CE%B9%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AD%CF%82-9/

ΑΛΕΞΗΣ ΖΗΡΑΣ

Η Μαρία Κυρτζάκη και το πάθος της για το καίριο

Δώδεκα χρόνια. Δώδεκα χρόνια, αν όχι κάθε μέρα, τις περισσότερες της εβδομάδας, ανοίγοντας την πόρτα που έβλεπε στον πάντοτε μισοφωτισμένο διάδρομο του κτηρίου της ΕΡΤ, αντίκριζα τη Μαρία καθισμένη αριστερά, μπροστά στο γραφείο της. Ετοίμαζε από μέρες πριν τις εκπομπές της στο ραδιόφωνο, με την ίδια περίπου συγκέντρωση που έγραφε και ξαναέγραφε τα ποιήματά της. Με άκρα προσοχή, με βασανιστική τελειομανία, καθώς, άλλωστε, τόσο τα ποιήματα όσο και οι εκπομπές ανταποκρίνονταν στο ίδιο πάθος της για την ακρίβεια της γλώσσας. Ήταν ήδη αρκετά χρόνια εκεί, από την εποχή του Μάνου Χατζιδάκι και του Τρίτου, αλλά απ’ όσο θυμάμαι ποτέ της δεν αφέθηκε στη βεβαιότητα (και ενίοτε στη χαλαρότητα) της γνώσης. Έμπαινε στο studio για ηχογράφηση σαν να ήταν κάθε φορά η πρώτη φορά, το ίδιο απαιτητική, αντιμετωπίζοντας τον χρόνο που της δινόταν σαν κάτι πολύτιμο, ουδέποτε καταφεύγοντας σ’ ένα βιαστικό σύνθεμα λέξεων και ήχων, κειμένων και μουσικής, στον αυθορμητισμό και στην τεμπελιά των εκπομπών live. Λέω ότι η Μαρία Κυρτζάκη είχε στις ραδιοφωνικές εκπομπές της την ίδια οργανική, σωματική σχέση με τη διαδικασία ολοκλήρωσής τους που είχε με την ποίησή της, γιατί παρατηρούσα ότι ενεργοποιούσε και στα δυο το ίδιο συναισθηματικό και αισθησιακό απόθεμα της γλώσσας, επιλέγοντας λέξεις και φράσεις από τη διαδρομή της ελληνικής μέσα στο χρόνο, κυρίως όμως επιλέγοντας λέξεις και φράσεις που της πήγαιναν, ως ρυθμικά σημεία, αφού πάντοτε τα κείμενα τα διάβαζε η ίδια όπως ακριβώς διάβαζε τα ποιήματά της, με τα σπλάχνα της, όσες φορές έτυχε να την ακούσω. Διάβαζε, ακόμα και τα πιο δύσκολα αποσπάσματα ποιημάτων, αφηγήσεων ή και δοκιμίων, μ’ έναν τρόπο παραμυθητικό, σαν να την άκουγαν παιδιά, τόσο τα Ονειροκριτικά του Αρτεμίδωρου του Δαλδιανού όσο και τα Τρία Κρυφά Ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη ή τα Έξι μαθήματα για το λόγο του Γιώργου Χειμωνά. Μ’ έναν θερμό, εσωτερικό ρυθμό που ήξερε πού να σταματά και που να συνεχίζει, ανερχόμενη ή κατερχόμενη την κλίμακα των κειμένων, με το δικό της, ιδιότυπο ύφος, λες και υψωνόταν στο θαύμα της Ημέριας Νύχτας της (1989), για να πέσει μετά στη Μαύρη Θάλασσα (2000), στο βυθό της οποίας όλοι μας κολυμπούμε, όπως έλεγε σ’ έναν ειρωνικό αυτοσχόλιο χαρακτηρισμό της ποίησής της.

Οι ραδιοφωνικές της εκπομπές είχαν (και νομίζω έχουν για όποιον τύχει και τις ακούσει και πάλι) την ποικιλότητα, την τέχνη και την επιτελεστική ακρίβεια ενός κεντήματος που βγαίνει από μαστορικά χέρια. Όπως και η ποίησή της. Αυτό ήταν! Με τα χρόνια και την τακτική του αμείωτου πάθους της, είχε γίνει μια πολύπειρη χειροτέχνισσα του ποιητικού λόγου. Δαμάζοντας όμως και ελέγχοντας με σταθερό χέρι και φωνή όλη τη διαδικασία μεταμόρφωσης του λόγου σε γλώσσα. Διότι ο λόγος, ως έννοια στο ώριμο έργο της Κυρτζάκη, μετά το ’80, δεν είναι προσωποποιημένος, δεν είναι αρσενικός ή θηλυκός , δεν έχει φύλο: είναι προποιητικός, προμυθοποιητικός, αρχετυπικός. Μια έννοια που δεν έχει αρχή και τέλος, αφού διαχέεται παντού, αλλά είναι ενσωματωμένη σε κάθε αρχή και σε κάθε τέλος. Αν λοιπόν η γλώσσα της ποίησης ήταν γι’ αυτήν ένας μετα-λόγος, κέντημά της ήταν η απαράμιλλα φροντισμένη γραφή της ως σπονδή στην ασύλληπτη αλλά πανταχού παρούσα θεότητα μιας γλώσσας που την ψαύει εκστατικά. Εκστατικά, γιατί αυτή είναι που τη βοηθά να βγάλει έξω τον μυστικό της εαυτό, τον περίκαυστο ερωτισμό, τα διάπυρα οράματα και τα πένθη της κάθε μέρας. Έτσι ώστε, με την ποίησή της να δώσει ζωή σε μια σειρά νοημάτων και σημασιών που συμπλέκουν στην ίδια βελονιά: το αδιαιρέτως ιστορημένο και ανιστόρητο του λόγου, το χρονολογημένο και το συνεχές δράμα της ιστορίας, τα ανθρώπινα πάθη, ο διαχρονικός μύθος που άλλοτε έχει ιαματικά και άλλοτε δυσοίωνα μηνύματα, όπως ακριβώς στις απαντήσεις των μαντείων της αρχαιότητας.

Πολλά άλλαξαν στην ποίησή της Μαρίας Κυρτζάκη στα πενήντα χρόνια της παρουσίας της στη λογοτεχνία, δεν άλλαξε όμως η από πολύ νωρίς έκδηλη πυκνότητα στην έκφρασή της, όπως επίσης ο σταθερός της υβριδισμός, η εναλλασσόμενη δηλαδή κίνησή της μεταξύ στίχου και πρόζας, χωρίς ωστόσο να μετατρέπεται καθόλου η βαθύτερη εννοιολόγηση της ποίησής της. Στα πρώτα βιβλία της, τις Σιωπηλές κραυγές (1966), τις Λέξεις (1973) και τον ιδιωτικό Κύκλο (1976), όπως άλλωστε στα βιβλία των περισσότερων νέων, το ακριβοθώρητο και το δύσκολο να οριστεί δεν είναι αυτό στο οποίο εστιάζεται το βλέμμα και η εικόνα του εαυτού, δεν είναι η περιγραφή του συναισθήματος αλλά η ικανότητα της γλωσσικής ευκρίνειας μέσα από την οποία υπάρχουν τα πράγματα:

Είναι εύκολο να σου δείξω/ Το σώμα μου πώς διαθλάστηκε/ Την όρασή μου πώς έμεινε κρυμμένη/ Να σου απαριθμήσω τα γεγονότα/ Μόνο τις λέξεις μου/ Τι να σου πω για τις λέξεις/ Αφού κι εγώ δεν ξέρω/ Πώς βγαίνουν έτσι/ Στραπατσαρισμένες κάθε φορά/ Θαρρείς λεηλατημένες / Λειψές.

Για να ανεβεί από εκεί και πέρα κατακόρυφα, από τη Γυναίκα με το κοπάδι (1982) και μετά, η οξύτονη ρητορική του σκοτεινού και περιφλεγούς ερωτικού πάθους, του σπαραγμένου σώματος ως σώματος που πλέον έχει αποσπαστεί από τον εγωτισμό, τον άλλοτε πυρήνα του νεανικού κόσμου, και έχει εξοικειωθεί με τη συνάντηση και τη γνώση του εαυτού ως άλλου εαυτού, και της ύπαρξης ως άλλης ύπαρξης. Εν ολίγοις, με τη γνώση του Λόγου που βοηθά την ύπαρξη να γεμίσει το κενό του φυλετικού ή του ερωτικού της διχασμού, έτσι ώστε το ανθρώπινο δράμα να γίνει δικό της δράμα:

Γιατί λοιπόν αυτός ο θόρυβος/ Προς τι/ Είναι απλός ο τρόπος:/ Βομβαρδισμοί και πάλι βομβαρδισμοί./ Βοσνία ή Ερζεγοβίνη / Πρέστινα ή και ολόκληρο το Κόσοβο/ Ολόκληρο το σώμα και την καρδιά/ Ολόκληρη τι σημασία έχει/ Ένας άνθρωπος πεθαίνει/ Και τα νερά αποσύρονται και τα δάκρυα/ Γιατί λυπούνται και πενθούν.

http://avgi-anagnoseis.blogspot.gr/2016/01/blog-post_46.html

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ ΓΑΡΑΝΤΟΥΔΗΣ

Πατρίδα είναι ό,τι νοσταλγείς.

Μαρία Κυρτζάκη, «Έλληνες».

Ο θάνατος της Μαρίας Κυρτζάκη και, μοιραία, η κρυστάλλωση του ποιητικού έργου της φέρνουν στο προσκήνιο, πιστεύω, τη διαπίστωση πόσα πολλά πρόσφερε (και συνεχίζει να προσφέρει) η δική της γενιά ποιητριών στη σύγχρονη ελληνική ποίηση. Πρόκειται για τη βιολογική και ποιητική γενιά που οριοθετούμε στον χρονικό και ιστορικό ορίζοντα από την αρχή της εποχής της μεταπολίτευσης και εξής. Γιατί το ζήτημα της σχέσης ανάμεσα στη γυναικεία ταυτότητα και την ποιητική λειτουργία τέθηκε και η σχέση αυτή καλλιεργήθηκε γόνιμα στην ελληνική ποιητική σκηνή από τη δεκαετία του 1970, όταν τότε εμφανίστηκε και στη συνέχεια εδραιώθηκε μια πολυπληθής ομάδα καλών ποιητριών (κι ανάμεσά τους η Κυρτζάκη είναι μία από τις καλύτερες). Οι ποιήτριες αυτές επαναπροσδιόρισαν κυρίως ως προς το περιεχόμενό της τη γραμμένη από γυναίκες ποίηση και επομένως αναβάθμισαν τη σχέση των αναγνωστών μαζί της. Αποτέλεσμα ήταν η άμβλυνση σε σημαντικό βαθμό της συμβατικής, αλλά λανθανόντως αξιολογικής (εις βάρος των γυναικών) διάκρισης της ποίησης και γενικότερα της λογοτεχνίας σε ανδρική και γυναικεία. Ήδη στη διάρκεια της δεκαετίας του 1970 και στα επόμενα χρόνια, έγινε μια αρκετά ευρεία συζήτηση γύρω από τον όρο «γυναικεία λογοτεχνία» ή «γυναικεία γραφή». Κατά τη γνώμη μου, όταν ο όρος αυτός χρησιμοποιείται προκειμένου να προσδιοριστεί η λογοτεχνία των γυναικών σε θεωρητικό επίπεδο και κυρίως σε διάκριση ή αντιδιαστολή από τη λογοτεχνία των ανδρών αποβαίνει άστοχος και έχει ως αποτέλεσμα να αναβιώνει, μετασχηματισμένη έστω ή λανθάνουσα, η διαβάθμιση της λογοτεχνίας των γυναικών σε περιφερειακή ή και περιθωριακή, σε σχέση με την κεντρική ή κυρίαρχη λογοτεχνία των ανδρών. Γι’ αυτό και ο όρος «γυναικεία λογοτεχνία» (εν προκειμένω «γυναικεία ποίηση») έχει νόημα μόνο όταν προσδιορίζει το πλαίσιο της αναζήτησης ορισμένων (θεματικών, μορφολογικών ή εκφραστικών) χαρακτηριστικών τα οποία εντοπίζονται στο έργο συγκεκριμένων ποιητριών και συμβάλλουν στον σχηματισμό του προσωπικού ποιητικού στίγματός τους. Η Κυρτζάκη, λοιπόν, έγραψε μια βαθιά ποιοτική ποίηση –το μεγαλύτερο μέρος της περιλαμβάνεται στη συγκεντρωτική έκδοση του ποιητικού έργου της που επιμελήθηκε η ίδια, Στη μέση της ασφάλτου. Ποιήματα 1973-2002 (Αθήνα, Εκδόσεις Καστανιώτη 2005)– επειδή η αναζήτηση της έμφυλης (γυναικείας) ταυτότητας συνδυάζεται αρμονικά με θέματα που δεν έχουν φύλο ή έχουν το φύλο του κάθε ανθρώπου, όπως είναι η προσπάθεια να αναπνεύσεις σ’ ένα αντίξοο ή και εχθρικό κοινωνικό περιβάλλον, εντοπισμένο στην ελληνική επαρχία την εποχή της δικτατορίας των συνταγματαρχών∙ ο καημός του έρωτα που πυρπολεί το σώμα και το ωθεί να αρθρώσει τη δική του φωνή, στομωμένη από την υποχρεωτική σιωπή των παλαιών γυναικών∙ η έγνοια να βρεθεί με τις λέξεις ένα αντίδοτο ή ένα παυσίλυπον στη μοναξιά∙ η μέριμνα να ακουστεί δια της γραφής αλάθητος ο χρησμοδότης «αιφνίδιος λόγος» που το καταγωγικό ίχνος του αναγνωρίζεται σε αρκετά βιβλία της Κυρτζάκη, αφιερωμένα στον αγαπημένο της Γιώργο Χειμωνά∙ η ανάγκη της να υπερβεί τα δεσμά του ατόμου και του στενού χωροχρονικού πλαισίου του και να διαλεχθεί ξανά με τη φωνή του πανάρχαιου μύθου που την βύθισε στο φυλετικό μας συλλογικό παρελθόν για να την ανασύρει στο φωτισμένο παρόν της καταγωγής των Ελλήνων∙ η αγωνία της η δύσκολη ποίησή της να λειτουργήσει σαν ένας λόγος-μαγικό ξόρκι, ικανό να την συνοδεύσει στη μαύρη θάλασσα των μυστικών της ζωής και, σαν λυχνάρι, λιγοστό και να χάνεται, μα κι αρκετό ν’ αχνοφωτίσει το σκότος του θανάτου.

Η Μαρία Κυρτζάκη ήταν και μια πολύ καλή φιλόλογος. Αν εδώ ανακαλώ στη μνήμη μου ότι επιμελήθηκε φιλολογικά βιβλία μου, είναι για να τιμήσω στο πρόσωπό της εκείνο το σπάνιο είδος, που όσο πάει και λιγοστεύει, των τυπογραφικών επιμελητών που, μαζί με τη βαθιά ευαισθησία, έχουν στέρεα φιλολογική παιδεία, αγάπη και αίσθημα ηθικής ευθύνης για βιβλία δίχως σφάλματα, καθώς και το αυθεντικό μεράκι να διαβάζουν σε βάθος τα κείμενα, διανύοντας την πορεία προς τα πίσω, προς το εργαστήριο της έρευνας και της συγγραφής: η Μαρία εντόπιζε και επαλήθευε, π.χ., ένα προς ένα τα παραθέματα όλων σχεδόν των πηγών. Ήταν δίκαια αυστηρή, όπως ήταν και με τον εαυτό της και με τα ποιήματά της, και όσοι είχαν την τιμή να επιμεληθεί εκείνη τα βιβλία τους, γνωρίζουν πόσα της οφείλουν. Το 1999 με τη δική της μεσολάβηση παρακινήθηκα να αναλάβω την επιμέλεια του δίσκου ακτίνας Αρχείο ραδιοφώνου. Ελληνικός λόγος ποίηση, όπου ανθολογούνται απαγγελίες ποιημάτων οκτώ ποιητών προερχόμενες από το αρχείο ραδιοφώνου της Ε.Ρ.Τ. (Γιώργος Βαφόπουλος, Νικόλαος Κάλας, Ζωή Καρέλλη, Νίκος Καρούζος, Τάσος Λειβαδίτης, Μελισσάνθη, Δημήτρης Παπαδίτσας και Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης). Στις αρχές της δεκαετίας του 2000 μου παραχώρησε γενναιόδωρα το υλικό της χειρόγραφης επεξεργασίας του Εχθρού του ποιητή, που της είχε χαρίσει ο Γιώργος Χειμωνάς, με την αφιέρωση «Στην Μαρία μου». Ορισμένες φωτογραφίες των χειρογράφων περιέλαβα στην έκδοση του βιβλίου Γιώργος Χειμωνάς, Πεζογραφήματα (Αθήνα, Εκδόσεις Καστανιώτη 2005, σ. 666-669). Το 2008, λίγο καιρό πριν εκδοθεί η ανθολογία μου Η ελληνική ποίηση του 20ού αιώνα. Μια συγχρονική ανθολογία (Αθήνα, Μεταίχμιο 2008), την έπεισα να δεχτεί να απαγγείλει μερικά ποιήματά της σε στούντιο ηχογράφησης. Διάβασε έξι ποιήματα, κατά σειρά τα «Το τραγούδι της Σόλβεϊγ», «Έλληνες», «Σχιστή οδός», «Επιστολή στον Ιωνά», «Ο καιρός» και «Οι λέξεις». Τεχνικοί λόγοι, ακριβέστερα ο περιορισμός της χρονικής διάρκειας του δίσκου ακτίνας που συνόδευσε την ανθολογία, με απαγγελίες 18 ποιητών, επέβαλαν τότε από αυτά τα έξι ποιήματα μόνο δύο, τα «Σχιστή οδός» και «Το τραγούδι της Σόλβεϊγ», να περιληφθούν τελικά στον δίσκο ακτίνας. Αποφάσισα τώρα να διαθέσω, ως συνοδευτικό υλικό αυτού του κειμένου, το αρχείο της ηχογράφησης με τη φωνή της, διάρκειας 10,28 λεπτών, όπου ακούγεται να διαβάζει και τα έξι ποιήματα. Η Μαρία επέλεξε οι συγγενείς, οι φίλοι και οι ομότεχνοί της να την αποχαιρετήσουν σε μία λιτή και σεμνή τελετή πολιτικής κηδείας και η σωρός της να μεταφερθεί για να αποτεφρωθεί στη Βουλγαρία∙ έτσι θα διασχίσει για τελευταία φορά τη διαδρομή που θα την φέρει κοντά στην κοινή μας γενέτειρα, την Καβάλα.

Στην αφιέρωσή της προς εμένα στο βιβλίο της Στη μέση της ασφάλτου μού έγραψε, τον Νοέμβριο 2005: «με την αίσθηση μιας οικειότητας “καταγωγής”». Κάποια στιγμή σε συζήτησή μας μου υπενθύμισε, με τη σεμνότητα και συνάμα την ευθύτητα που την διέκριναν, ότι αθέτησα την υπόσχεση που της είχα δώσει περισσότερες από μία φορές, πως θα γράψω μια μελέτη ειδικά για την ποίησή της. Λυπάμαι που δεν τήρησα την υπόσχεση εκείνη και σκέφτομαι, όχι δίχως τύψεις, ότι όσο περνούν τα χρόνια πληθαίνουν οι ανεξόφλητες οφειλές αυτού του είδους, του είδους των «ψυχικών υποθέσεων». Θα προσπαθήσω εδώ να ακολουθήσω, για λίγο, με τη νοερή της συντροφιά, τα ποιητικά χνάρια της επιστροφής στην πατρίδα, σε ό,τι νοσταλγούμε. Στην ανθολογία Παλίμψηστο Καβάλας. Ανθολόγιο μεταπολεμικών λογοτεχνικών κειμένων (Αθήνα, Εκδόσεις Καστανιώτη – Δημοτική Βιβλιοθήκη Καβάλας 2009), που επιμελήθηκα σε συνεργασία με μιαν άλλη συμπατριώτισσά μας, τη νεοελληνίστρια και πεζογράφο Μαίρη Μικέ, και που επίσης την τυπογραφική επιμέλεια φρόντισε, σιωπηρά, δίχως να αναφέρεται στο βιβλίο, η Μαρία Κυρτζάκη, περιλαμβάνονται έξι ποιήματά της, που καλύπτουν τη χρονική περίοδο από το 1973 μέχρι το 2002, και όπου μπορεί να ανιχνευθεί η ποιητική σχέση της με την Καβάλα ως πατρίδα. Αν και στην ποίηση της Κυρτζάκη γενικότερα οι συγκεκριμένοι τοποχρονικοί δείκτες δεν είναι συχνοί, τα έξι ποιήματα μέσα από τη συνανάγνωσή τους αναδεικνύονται, πιστεύω, σε δυσδιάκριτα μα και ορατά χνάρια που ενώνουν με τον ομφάλιο λώρο του γενέθλιου τόπου. Συνάμα, μπορούν να διαβαστούν ως σταθμοί της εξέλιξης της ποίησής της μέσα στον χρόνο, στην πορεία προς την ωρίμανση.

Μέσα στο γενικό κλίμα διάψευσης που εκφράζει το στ΄ ποίημα της ενότητας «Απόπειρα εξόδου (28 Απριλίου-24 Ιουνίου 1970)» (από τη νεανική συλλογή, Οι λέξεις, 1973. Στη μέση της ασφάλτου, σ. 54), κλίμα που φαίνεται –και από τη χρονολογική ένδειξη– να αποδίδεται στις συνθήκες της δικτατορίας, οι διάφορες προσωπικές ματαιώσεις και απώλειες συναρτώνται με την απώλεια του περιβάλλοντος κοινωνικού χώρου, την απώλεια της πόλης:

Κι έχουμε χάσει τη μορφή της πόλης

Και τα σπίτια μας δεν είναι παρά σχήματα

Νυκτός.

Πέντε χρόνια αργότερα, το 1978, δημοσιεύτηκε στη συλλογική έκδοση Ποίηση ’78, το οκταμερές σύνθεμα της Κυρτζάκη, «Η εταζέρα». Σε όλα τα ποιήματα της «Εταζέρας» ο κεντρικός ήρωας της ενότητας, ο «συγγραφέας Χριστόφορος», λειτουργεί ως μισοκρυμμένο προσωπείο της ίδιας της ποιήτριας, καθώς αυτή πρόδηλα αναβιώνει τις οδυνηρές μνήμες της δικτατορίας και απηχεί επίσης το ταραγμένο πολιτικοκοινωνικό κλίμα των πρώτων μεταπολιτευτικών χρόνων. Σε άλλα μέρη με σαρκαστικό και σε άλλα μέρη με πικρά δραματικό ύφος, άλλοτε μέσα σε σκηνοθεσία καταστάσεων που δείχνουν τον τότε δημόσιο χώρο κι άλλοτε μέσα σε πλαίσιο θρησκευτικής αλληγορίας, ο συγγραφέας Χριστόφορος βρίσκεται στο επίκεντρο συγκεντρώνοντας επάνω του την προσοχή είτε των δημόσιων αρχών και θεσμών, είτε ιερών προσώπων (του Ευαγγελιστή Ιωάννη και των Αγίων). Και στις δύο περιπτώσεις ο Χριστόφορος, ο ποιητής και ο άνθρωπος, κακοποιείται, γελοιοποιείται, διαπομπεύεται, ταπεινώνεται και, εντέλει, ακυρώνεται. Μέσω αυτού του ήρωα-προσωπείου, η Κυρτζάκη εκφράζει δραστικά την ασφυξία που της προκαλεί το κοινωνικό περιβάλλον εκείνης της εποχής. Μάλλον στο σύνολο των μερών της «Εταζέρας» απηχούνται εικόνες της Καβάλας. Αυτές ανιχνεύονται με περισσότερη ασφάλεια στο τέταρτο και στο έκτο μέρος. Στο τέταρτο μέρος, όπου «κατεβαίνει ο Χριστόφορος καταπεπτωκώς την πλαγιά», εικόνα που πιθανόν σχετίζεται με το γεωγραφικό ανάγλυφο της Καβάλας (λόφοι που καταλήγουν στην παραθαλάσσια πόλη), οι δύο τελευταίοι στίχοι, «το τόπι στην αλάνα / που σκάλωνε πάντα στο σκοινί της μπουγάδας» (Στη μέση της ασφάλτου, σ. 83), είναι προφανώς ανάμνηση της παιδικής ηλικίας, ανάμνηση που λειτουργεί παρηγορητικά στην προσπάθεια του Χριστόφορου «να μην υποκύψει». Στο έκτο μέρος, όπου ο Χριστόφορος, καταπληγωμένος κουρελής, συναντάται με τους Αγίους, για να καταλήξει με ακατάσχετη αιμορραγία, ανακαλείται σε ολόκληρη την πρώτη στροφική ενότητα μια σειρά από επίσης παρηγορητικές εικόνες της παιδικής ηλικίας και της παρελθούσας πόλης (Στη μέση της ασφάλτου, σ. 85):

Γλίστρησε αερικό

πανάθλια χαίτη κρέμονταν

ρουθούνια ανοιγμένα.

Τον τύλιξε το αίμα, κόχλαζε

τα μακαρόνια θυμήθηκε

τη δάφνη

και τη σόμπα

που γέμιζε φυσώντας η γλώσσα του

στάχτη.

Γλυκιά μου παράγκα

με την καλαμωτή και τον ασβέστη.

Λίγα χρόνια μετά την «Εταζέρα», σε ένα από τα μέρη του συνθετικού ποιήματός της Η γυναίκα με το κοπάδι (1982), η Κυρτζάκη επιστρέφει μνημονικά στη γενέτειρα πόλη, επιλέγοντας ως ηρωίδα του συγκεκριμένου μέρους την καπνεργάτισσα θεία Αρετώ, μια γυναίκα αντλημένη προφανώς από τις παιδικές αναμνήσεις της Καβάλας, τις οποίες υποδεικνύει και η οικεία στην πόλη χρήση της τουρκικής λέξης «μαχαλά[ς]», αντί των λέξεων γειτονιά ή συνοικία. Εδώ ανατέμνεται, αλλά με αρνητικά σημασιοδοτημένα στοιχεία, το παρελθόν της Καβάλας ως πολιτείας λαϊκών, κατατρεγμένων ανθρώπων που η ζωή τους σημαδεύτηκε από την προσφυγιά του 1922, τις νεότερες ιστορικές περιπέτειες της πόλης, τη βαθιά φτώχεια και τις τραγικές απώλειες (Στη μέση της ασφάλτου, σ. 109):

Στο μαχαλά

Η θεία Αρετώ περίμενε μόνο

Γύρω της μυξιάρικα ως έξι χρόνων

(Μια μύξα κίτρινη σαν σταλακτίτης)

Κι αγνάντευε από τη γωνία την εργάτρια.

– παλιά συνάδελφος του πρωινού

Να πει την καλησπέρα της για να τ’ αφήσει τα σκαλιά

Να σηκωθεί και να βαδίσει στο κρεβάτι.

Σαν όνειρο διάβηκε την ήπειρο

Και στον εμφύλιο ασπάστηκε τον άντρα της

Έθαψε κι ένα παιδί που ’φαγαν τα ποντίκια

Ξημέρωμα πήρε το σώμα του

Το έριξε απ’ τα βράχια

Έλειπαν πέντε δάχτυλα

Τα μάτια του κλειστά του ύπνου

Και βύζαινε ακόμα τον καρπό

Ένα ακόμα ποίημα της Κυρτζάκη, από τη σύνθεσή της Ημέρια νύχτα (1989), ερωτικό ποίημα, όπως και τα υπόλοιπα μέρη της σύνθεσης, ανθολογήθηκε στο βιβλίο Παλίμψηστο Καβάλας, με γνώμονα την αρχική δήλωση καταγωγής από την επαρχιακή Καβάλα («Οι τρόποι μου είναι άξεστοι / της επαρχίας», Στη μέση της ασφάλτου, σ. 176), στίγματος που προσδιόρισε την κατοπινή εμπειρία του έρωτα και γενικότερα της ζωής του γυναικείου ποιητικού υποκειμένου.

Αλλά το περισσότερο ενδιαφέρον, και ασφαλώς το καλύτερο ανάμεσα στα έξι, ποίημα της Κυρτζάκη είναι το νεότερό της, το «Ενδυμίων» (από τη συλλογή της Λιγοστό και να χάνεται, 2002, Στη μέση της ασφάλτου, σ. 299-301):

Δεν εγνώριζα

Κι ας μου ήταν γνωστό τ’ όνομά της

– που ως Ελένη το έψαυσε η ψυχή

του τυφλού και τον ξένο

για άντρα απ’ τους άντρες επέλεξε

ως Ωραία, που τον τόπο του Έλληνα έσυρε

σε δεκάχρονο στέρησης βίο κι αδειανό

την ομοίασε πουκάμισο των ερώτων

η πίκρα αιώνων

γράμμα γράμμα τα χρώματα ωσάν βλέμματα-σώματα σμίγοντας λέξεις φράσεις ανάκατες οι ζωές των ανθρώπων τελειώνοντας να εικάζουν το σχήμα

Ας μου ήταν γνωστό

Δεν εγνώριζα

Τα ονόματα σαν τα δέντρα

πως έχουν τη ρίζα τους

Σκοτεινή και υπόγεια.

Όντα ζώντα μέσα σ’ άργιλο έδαφος

κατεβαίνουν της Κρήτης

της Μιλήτου θαρρείς τις πλαγιές

Κατεβαίνουν ανοίγοντας μονοπάτια χωμάτινα

Με σφυρίγματα πένθιμα με της Μάνης τραγούδια

Μικρασία που σφάχτηκε

και το αίμα καρδιά μου εδάνεισε την ύστατη ώρα

να κρατήσει να μείνει να μη σβήσει

της αγάπης η θλίψη κι όσα σπάρθηκαν

σε ραχούλες σ’ αμμουδιές κι ακρογιάλια

κι όσα φύγαν και σε χαίτες πετάξαν

των Βορείων της Θράκης

Μακεδόνες ονόματα κατεβαίνουν και πάνε

Σαν σε θάλασσα απάνεμη ήρεμη

της αλός σαν να θέλουν παρά θιν ν’ απαγκιάσουν

και πιο μέσα πιο πέρα πιο βαθιά

να κουρνιάσουν κατεβαίνουν

μ’ ανακούφιση τρέχουν

Σαν ακτίνες φωτός ωσάν βόρειος

άνεμος στις κορφές των ορέων

Τραγουδώντας σχεδόν ακατάληπτους

φθόγγους βαρβάρων που αλώσανε

ξένη πατρίδα

Κατεβαίνουν και το σώμα

κλαδώνουν να βλασταίνει, μπουμπούκια

να βγάζει λουλουδάκια αμάραντα τους ανθούς

μη μου άπτου ν’ ανοίγει

και μετά τους καρπούς του μαραίνοντας

Σαν τους σβόλους ν’ αφήνει

σε γωνίτσες μισή συλλαβή

άλλη ρίζα να πιάσει

προχωρούν

Προχωρούν

κι από μέσα τυλίγουν τον κόσμο

Κόμπο κόμπο τον δένουν

Την ψυχή κόμπο κόμπο του ανθρώπου.

Τον θυμό του κυρίεψαν και τον νου

Αφανώς τις ζωές κυβερνούν.

Η Κυρτζάκη ανατέμνει τον αρχαίο μύθο, όπως δείχνει και ο τίτλος του ποιήματος, για να υποβάλλει, μέσω των ονομάτων, την αίσθηση της διάρκειας και της αντοχής μιας φυλής ανθρώπων που έρχονται απ’ τα βάθη του χρόνου. Το πρωτοπρόσωπο ποιητικό υποκείμενο, ο Ενδυμίων, διανύει μια διαδρομή που έχει ως αφετηρία τη Σελήνη-Ελένη και ενδιάμεσους μυθικούς σταθμούς τους Κρήτες, τους Ίωνες και τους Μανιάτες, για να καταλήξει στους Μακεδόνες τους οποίους και ακολουθεί – όλα αυτά με οδηγό τα ονόματα, που παραλληλίζονται με ρίζες οι οποίες προχωρούν υπόγεια στο χώμα. Το επαναλαμβανόμενο ρήμα «κατεβαίνουν» και τα ρήματα «πάνε» και «προχωρούν» δηλώνουν την εξακολουθητική πορεία των ονομάτων-Μακεδόνων μέσα στον χωροχρόνο, μέχρι το σημείο εκείνο όπου τα αδιόρατα νήματα του μύθου τους μπλέκονται αξεδιάλυτα με εκείνα της πρόσφατης ιστορικής μνήμης και του διαρκούς παρόντος των ανθρώπων που «αφανώς τις ζωές κυβερνούν». Η πορεία εξακολουθεί να συνεχίζεται από τους πρόσφυγες Μακεδόνες φτάνοντας μέχρι τους Καβαλιώτες προγόνους.

Ο τίτλος, εξάλλου, του ποιήματος, «Ενδυμίων», οφείλεται προφανώς στο γεγονός ότι το όνομα, όχι μόνο ανακαλεί τα βασικά στοιχεία του μύθου του ήρωα, την αιώνια νεότητα (το ότι παραμένει όσο κοιμάται αγέραστος και αθάνατος) και τη ζωή που του εξασφάλισε ο έρωτάς του για τη Σελήνη, αλλά, κυρίως, τη μυθική εκδοχή (του Οβιδίου) που τον θέλει να ζει στη Μικρά Ασία, ερωτευμένος από και με τη Σελήνη, στο όρος Λάτμος της Καρίας, κοντά στη Μίλητο. Ιδίως στην ενότητα των στ. 25-31 ανιχνεύεται το καταγωγικό ίχνος όχι μόνο της ίδιας της ποιήτριας αλλά και της γενέτειρας πόλης της, της Καβάλας, με την πρόδηλη αναφορά στη Μικρασιατική Καταστροφή και την άφιξη των διωγμένων προσφύγων στη νέα τους πατρίδα, την πατρίδα της ανάγκης, όπου ήρθαν κρατώντας μέσα τους τον αγιάτρευτο καημό για την πατρίδα της οδύνης. Το ποίημα, με άλλα λόγια, μπορεί να αναγνωσθεί και ως μια ποιητική-μυθική αλληγορία του ριζώματος των προσφύγων-Μακεδόνων στην πόλη. Προφανώς δεν είναι τυχαίο ότι η Μαρία Κυρτζάκη, όταν πέρυσι της ζητήθηκε από την Εταιρεία Συγγραφέων να γράψει ή να ανθολογήσει από το δημοσιευμένο έργο της ένα κείμενο με θέμα τον τόπο (της), επέλεξε το ποίημα «Ενδυμίων» (Τόποι της λογοτεχνίας. 134 συγγραφείς καταγράφουν μια ελληνική προσωπική γεωγραφία, Επιμέλεια Μιχάλης Μοδινός, Αθήνα, Εκδόσεις Καστανιώτης – Εταιρεία Συγγραφέων 2015, σ. 187-189). Το ποίημα τοποθετήθηκε από τον επιμελητή εκείνου του τόμου, όχι άστοχα, στην ευάριθμη ενότητα κειμένων με τον γενικό τίτλο «Νησιά και άλλα…», καθώς δεν έχει, εκ πρώτης όψεως, σαφή γεωγραφικό προσδιορισμό, γιατί ιχνηλατεί τα ίχνη της καταγωγής πολλών ανθρώπων από τον κοινό μας τόπο. «Πατρίδα είναι ό,τι νοσταλγείς».

Γνωρίζω ότι η Μαρία αγαπούσε τον κινηματογράφο του δημιουργού, όπως όλες τις καλές τέχνες. Δεν γνωρίζω αν είδε την εξαίρετη πρόσφατη ταινία του Paolo Sorrentino, Youth (Νεότητα). Στην ταινία ένας συνθέτης, αρκετά ηλικιωμένος, καταξιωμένος, αλλά εντελώς παραιτημένος πια από οποιαδήποτε δημιουργική διάθεση, περνά τα πληκτικά καλοκαίρια του σ’ ένα ξενοδοχείο των Άλπεων και συχνά υποβάλλεται σε διάφορες ιατρικές εξετάσεις. Στο τέλος, ο γιατρός του τον διαβεβαιώνει ότι δεν πάσχει από απολύτως τίποτε. Ο συνθέτης, λοιπόν, αναρωτιέται τότε: «Έχω γεράσει, χωρίς να έχω καταλάβει πώς έχω φτάσει μέχρι εδώ». Κι ο σοφός γιατρός του τού απαντά: «Ξέρετε τι σας περιμένει έξω από εδώ; Η νεότητα». Η Μαρία δεν φαίνεται ότι φοβόταν τον θάνατο, αν σκεφτούμε ότι πολλά ποιήματά της είναι μια ενδελεχής μελέτη του, και, ως άλλος Ενδυμίων, δεν γέρασε, ίσως επειδή αγάπησε και αγαπήθηκε πολύ από την ποίηση. Με τον θάνατό της ξεκινά η ποιητική της νεότητα.

http://www.oanagnostis.gr/maria-kirtzaki-opos-o-endimion/

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΖΑΡΟΚΩΣΤΑ

Μικρός αποχαιρετισμός στη Μαρία Κυρτζάκη (Καβάλα, 1948 – Αθήνα, 21.1.2016)

Όταν πληροφορήθηκα, ξαφνικά κι απρόσμενα σαν το άτυχο τέλος της, τον

θάνατο της Μαρίας Κυρτζάκη δέχτηκα κάτι σαν χτύπο. Πολλοί απ’ το σινάφι μας χάθηκαν τελευταία, μα ο δικός της χαμός με συντάραξε. Να ’ταν τα νιάτα της; Στα μάτια μου η Μαρία παρέμενε όπως τη γνώρισα, στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και στην ευτυχισμένη εκείνη περίοδο του Γ Προγράμματος του Μάνου Χατζιδάκι. Μα είναι σύντομα τα ωραία ταξίδια… Και να πάρει η ευχή!, δεν είχε πατήσει ακόμη «στη βαλλόμενη περιοχή», όπως την ονομάτισε ο Γιώργος Ιωάννου.

Μνήμες, εικόνες, ήχοι, με κατέκλυσαν μεμιάς. Η σοβαρή, απορροφημένη, λίγο

αυστηρή αλλά τόσο γλυκιά μορφή της. Το ηθικά της ανάστημα. Τα σφοδρά πάθη που με τόσο ευλάβεια κρατούσε μακριά από βέβηλα βλέμματα. Η ακεραιότητά της. Η περήφανη αυτάρκειά της. Οι εξαίσιες εκπομπές που έκανε στο Γ’ Πρόγραμμα, ύστερα στο Πρώτο.

Μάνη, αγωνίστηκε σκληρά για να προσφέρει το καλύτερο στην οικογένειά της,

μειώνοντας με αγωνία τις ώρες που θα μπορούσε να αφιερώσει στην ποίησή της. Δεν βλεπόμασταν συχνά μα, όποτε συναντιόμασταν, πίναμε ένα καφεδάκι, λέγαμε το κατιτίς μας. Πάντα εκείνη η κόπωση, η αγωνία. «Δεν προλαβαίνω, Κατερίνα μου.» Κι όμως… η ποίηση δεν μετριέται με το καντάρι. Ο λόγος της τρυφερός και οχληρός μαζί, συχνά σπαρακτικός, λιτός, της ακρίβειας λόγος «ορθώνεται σαν ρομφαία. Λέει ή θανατώνει» (Κική Δημουλά). Και να μην ξεμυτίζει η βαθιά αρχαιογνωσία της, που θα κινδύνευε να την ρίξει στην ξέρα του “σοφολογιότατου”, παρά δουλεμένη, χωνεμένη, όπως πρέπει. «Δεν

προλαβαίνω, Κατερίνα.» Την πρόλαβε ο ακατονόμαστος. Είχε πολλά να της ζηλέψει.

Στη συγκεντρωτική συλλογή του έργου της που επιμελήθηκε η ίδια, με τίτλο

Στη μέση της ασφάλτου. Ποιήματα 1972- 2002 (Καστανιώτης) μπορεί κανείς να παρακολουθήσει τη διαδρομή μιας στοχαστικής γυναίκας που αξιώθηκε τα δώρα των Μουσών και αγωνίστηκε να εδραιώσει τη σχέση ανάμεσα στη γυναικεία ταυτότητα και την ποιητική λειτουργία· που τόλμησε να αρθρώσει το ουρλιαχτό του έρωτα όπως δεν το τολμούσαν οι παλιές· που έδωσε φωνή και πρόσωπο στην απανταχού προσφυγιά, στη φτωχολογιά, ιδίως εκείνη της γενέθλιας Καβάλας· που, αν και ομολογεί σ’ έναν στίχο της «Πεινάω σαν λύκος», συμπληρώνει «όμως δεν ανησυχώ. Ξέρω ότι είναι εκλεκτικός. Δεν

τρώει παραχωρήσεις.» Ναι, η ηθική υπόσταση της Μαρίας πλέκεται με τη άγρια αμεσότητα των στίχων της. Μπορεί να μη μας χαϊδεύουν αλλά ανοίγουν δρόμους για τις πιο λεπτές, τις πιο ευαίσθητες χορδές αυτής της ξεχαρβαλωμένης κιθάρας που δυνάμει κρύβει ο καθείς στο λαρύγγι.

ΣΤΟ ΜΑΧΑΛΑ

Η θεία Αρετώ περίμενε μόνο

Γύρω της μυξιάρικα ώς έξι χρόνων

(Μια μύξα κίτρινη σαν σταλακτίτης)

Κι αγνάντευε από τη γωνία την εργάτρια.

– παλιά συνάδελφος του πρωινού

Να πει την καλησπέρα της για να τ’ αφήσει τα σκαλιά

Να σηκωθεί και να βαδίσει στο κρεβάτι.

Σαν όνειρο διάβηκε την ήπειρο

Και στον εμφύλιο ασπάστηκε τον άντρα της

Έθαψε κι ένα παιδί που ’φαγαν τα ποντίκια

Ξημέρωμα πήρε το σώμα του

Το έριξε απ’ τα βράχια

Έλειπαν πέντε δάχτυλα

Τα μάτια του κλειστά του ύπνου

Και βύζαινε ακόμα τον καρπό

[από τη συγκεντρωτική συλλογή Στη μέση της ασφάλτου].

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΘΗΝΑΚΗΣ

Ζωή, που στο μεταξύ έγινε ποίηση

Ενδεχομένως, ολοκληρωμένο θεωρείται το έργο ενός δημιουργού μόλις εκείνος πεθάνει – έστω, αναγκαστικά ολοκληρωμένο. Από την άλλη, το έργο παραμένει ανολοκλήρωτο αφού παραδίδεται στις μελλοντικές αναγνωστικές γενιές. Με τον θάνατο της ποιήτριας Μαρίας Κυρτζάκη, το έργο της θεωρείται τετελεσμένο, αλλά μένει στα χέρια όσων θα τη διαβάζουν από εδώ και στο εξής.

Ο θάνατος της Μαρίας Κυρτζάκη την Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2016 μοιραία μάς οδήγησε στην επανανάγνωση του έργου της, ως ένα μικρό, προσωπικό μνημόσυνο – όχι για κανέναν άλλο λόγο, παρά μόνο για να κλέψουμε λίγη από την αιωνιότητα του χρόνου. Το τελευταίο αυτό σημείο στο χρονολόγιό της μας ζητάει να κοιτάξουμε τα πράγματα απ’ την αρχή. Ασφαλώς, η αποτίμηση της προσφοράς ενός δημιουργού με τόσο πολυσχιδές έργο δεν είναι εύκολη υπόθεση, ενώ είναι οπωσδήποτε αμήχανη – καμιά φορά δεν είναι καν αναγκαία, αφού σε μερικά έργα μια κάποια αποτίμηση μοιάζει λίγη, ελάχιστη.

Γεννημένη στην Καβάλα το 1948, η Κυρτζάκη ήταν –να ο πρώτος δύσκολος παρατατικός– μια ποιητική φωνή της λεγόμενης γενιάς του ’70, της γενιάς της αμφισβήτησης, η οποία ασχολήθηκε με τον λόγο από πολλές μεριές: καθηγήτρια φιλόλογος για λίγα χρόνια, επιμελήτρια κειμένων και εκδόσεων, ραδιοφωνική παραγωγός εκπομπών λόγου στο πλάι του Μάνου Χατζιδάκι, μα, πάνω απ’ όλα, εκείνη η ποιήτρια που αντιμετώπιζε με σθένος την ποιητική μάχη με το φύλο και την καταγωγή της, αλλά και τον θάνατο.

Η συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων της από τις εκδόσεις Καστανιώτη, με τον τίτλο «Στη μέση της ασφάλτου. Ποιήματα 1973-2002», που η ίδια επιμελήθηκε, είναι μια βεντάλια πάνω στην οποία ξετυλίγεται η ακατάπαυστη επιθυμία της να αναμετρηθεί με ό,τι την αποτελούσε. Η έμφυλη γραφή της δεν είναι τίποτε άλλο παρά η σύγκρουση μιας γυναίκας σ’ έναν κόσμο ανδροκρατούμενο, η ανατομία της επαρχίας μέσα από τα πρόσωπα που τη δημιουργούν, η Ιστορία και οι τραγικοί μύθοι ως φαρέτρα για την αποτύπωση του τώρα, το άπειρο του θανάτου σε μια πεπερασμένη ζωή – κι εδώ είναι η σπουδαία συνομιλία της με τον Γιώργο Χειμωνά.

Κι ο έρωτας; Ο έρωτας στην ποίηση της Μαρίας Κυρτζάκη είναι ένα λαγωνικό που μηρυκάζει γυρεύοντας να βρει τον Αλλο. Το έργο της δεν είναι απλώς μια κατάφαση στον έρωτα· είναι, ακόμη περισσότερο, μια άρνηση στις μισοτελειωμένες δουλειές που εκείνος αφήνει προτού ολοκληρωθεί· ο έρωτας της Κυρτζάκη είναι μια μάχη με ό,τι μένει να χάσκει στον γκρεμό, αυτό ακριβώς που η ποίησή της προσπαθούσε να περισώσει.

Οι δέκα συλλογές της Μαρίας Κυρτζάκη, όλες στη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων της, είναι μια στάση λεωφορείου στην άκρη μιας μητρόπολης που γνώρισε καταστροφές: περιμένεις το λεωφορείο για να σε πάει μακριά, έχοντας στις αποσκευές σου, ως ενθύμια, σπαράγματα ζωής που οι διαρκείς μάχες τη σμπαράλιασαν. Κι όμως, αυτή η ζωή, που στο μεταξύ έγινε ποίηση, διασώζει, έστω και την τελευταία στιγμή, αυτό που είναι μοιραίο να σωθεί: τις λέξεις.

Η Μαρία Κυρτζάκη έσωζε συνεχώς λέξεις, κατά το προσφιλές της σολωμικό σύμπαν: «Στα σκοτεινά παλάτια των αισθήσεων/ οι σημασίες κατοικούν κι απ’/ το απρόβλεπτο φωτίζονται νυκτούρο/ φως που πλημμυρεί τις παραλίες/ των σωμάτων ― φλοίσβος και αύρα/ του νερού γερμένες υγρασίες/ μουλιάζουν οι αναπνοές// Και κάθε σώμα τις σημασίες του/ ανταλλάσσει» («Λιγοστό και να χάνεται», 2002).

Γενναιόδωρη, δίκαιη, τρυφερή και αυστηρή, η Μαρία Κυρτζάκη συνομιλούσε με την εποχή της, τη χειρουργούσε και της αφαιρούσε τα άχρηστα. «…διακινδυνεύοντας στην ανάγκη την αναγνωριστική ταυτότητά μας»: αυτό το σπάραγμα του Δ. Ν. Μαρωνίτη, που χρησιμοποίησε στην πρώτη της συλλογή «Λέξεις» (1973), αφήνεται σαν προοικονομία του συνολικού της έργου· μέσα από αυτή την ανάγκη η Μαρία Κυρτζάκη αναγνώριζε την ταυτότητά της, αφήνοντας τον εαυτό της ελεύθερο να δημιουργήσει. Κι εμάς, χωμένους στις λέξεις της, ελεύθερους να μάθουμε από τι αποτελείται τελικά η ζωή.

http://www.kathimerini.gr/847570/article/politismos/vivlio/zwh-poy-sto-meta3y-egine-poihsh

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΣΧΙΝΑ

Το «σκοτεινό μέλλον» της Μαρίας Κυρτζάκη

«Το μέλλον είναι σκοτεινό»: γνέφοντας από μακριά στον Ιωάννη Συκουτρή, η Μαρία Κυρτζάκη θα αναδιατυπώσει ξανά και ξανά την γνωστή αποστροφή του («Διότι το μέλλον είναι σκοτεινόν και είν΄ολίγοι που δεν φοβούνται το σκοτάδι»), εντός ή εκτός εισαγωγικών στους δικούς της στίχους. Ναι, το μέλλον είναι σκοτεινό∙ όμως ο ζόφος του βαθαίνει όταν χάνονται ποιητές, φίλοι, πρόσωπα σαν κι εκείνην. Εκείνη, την ταγμένη στη γλώσσα και στα όνειρα ποιήτρια, την ανασκευάστρια των παλιών μύθων, την θρηνωδό του έρωτα που πυρπολεί και αποσύρεται διαψευσμένος, την συγγραφέα που αδιάκοπα αναρωτιέται πόσο οι λέξεις μπορούν να αποτυπώσουν τα αισθήματα και τις αισθήσεις, τι είναι αυτό που διαφεύγει, με ποιον τρόπο σύμφωνα και φωνήεντα πριν «ξεψυχήσουν» θα κραυγάσουν την ένταση των πραγμάτων.

Φέρνω στο νου μου το πρόσωπο της Μαρίας, αλλά κυρίως το βλέμμα της, βαθύ, πυρετώδες. Την διακριτική, στοχαστική της παρουσία, την γλυκύτητά της. Την φωνή της, σ’ εκείνη την πολύχρονη εβδομαδιαία ραδιοφωνική της εκπομπή στο Τρίτο Πρόγραμμα πάνω στα όνειρα και την ιστορία τους, με τίτλο που σήμερα, εποχή καχυποψίας, αδιαφορίας και χλεύης σε ό, τι υπερβαίνει την κοινοτοπία της καθημερινότητας, δεν θα χωρούσε πια σε κανένα ραδιόφωνο: «Επί την άπειρον θάλασσαν των ονείρων, τα ανοιχτά εγκαύματα και σκάμματα του προσώπου, όπου μαζεύεται ο έλεος των εικονισμάτων». Και πάνω απ’ όλα τις σελίδες της, σελίδες δονούμενες από έναν ανεσταλμένο, δαμασμένο λυρισμό, τον οποίο η Μαρία μεταμορφώνει σε υπόκωφο λυγμό μπροστά στην απώλεια∙ την σπάνια οικονομία των στίχων της, τον μουσικό ρυθμό τους, τη γλώσσα της, γλώσσα που αντλούσε από όλα τα κοιτάσματα της ελληνικής, αυτά που ανέσκαπτε αδιάκοπα η Μαρία, πάντα για ν’ ανασύρει την πιο καρποφόρα λέξη∙ την ακάματη τελειοθηρία της.

Είναι αδύνατον να χωρέσει αυτό που ήταν η Μαρία Κυρτζάκη σε τούτο το σύντομο, βιαστικό σημείωμα. Αξίζει ωστόσο να προσεχτεί το πώς συνέδεσε στην ποίησή της το υπαρξιακό, το έμφυλο και το πολιτικό τραύμα. Μιλώντας πριν από λίγα χρόνια για το έργο της, η Αθηνά Βογιατζόγλου είχε επισημάνει πως η ιστορία διεισδύει στην ποίηση της Μαρίας, «σαν ένα φίδι που δαγκώνει την ουρά του», όπως το τραύμα της πολιτικής εισχωρεί στο ίδιο το σώμα μας, το παραβιάζει, το καταλύει. Ξεκινώντας από τα χρόνια της δικτατορίας των συνταγματαρχών, οπότε και χρονολογούνται τα πρώτα της ποιήματα, και φτάνοντας μέχρι σήμερα, η Μαρία Κυρτζάκη δεν έπαψε ποτέ να είναι πολιτική και να εκφράζει την αγωνία της με αυστηρή λιτότητα και υπόρρητο σπαραγμό.

Ο θάνατος της Μαρίας Κυρτζάκη, ξαφνικός και αδόκητος, κάνει ωστόσο και τα λόγια «να ξεψυχάνε». Γιατί όπως έγραψε και η ίδια «Πώς να υπάρξει όνομα στον θάνατο/ πώς να φθογγούται ο θάνατος/ και πώς ο θάνατος να καρπωθεί/ το ξέρω του θανάτου».

http://www.oanagnostis.gr/to-skotino-mellon-tis-marias-kirtzaki/

ΕΛΕΝΗ ΧΩΡΕΑΝΘΗ

Πορεία του φωτός μέσα στη νύχτα

Εις Μνήμην

Ο τίτλος της συλλογής, στη μέση της ασφάλτου, σημαίνει ένα σταθερό σημείο όπου μπορεί κανείς να ισορροπήσει και να σιγουρευτεί πως είναι ασφαλής και ο κόσμος που τον περιβάλλει δεν τον απειλεί. Ωστόσο, η ποιήτρια ζει ανάμεσα σε δηλητηριώδη ερπετά και πράσινα πολυπλόκαμα χταπόδια, υποχρεωμένη να βλέπει θλιβερές εικόνες κοιμητηρίου. Βιώνει μια διαρκή απογοήτευση σε χώρο και χρόνο θεατρικό, διακοπτόμενο σχηματικά και νοηματικά που εκφράζεται με κώδικες επικοινωνίας. Και προοδευτικά η αποσπασματική φράση παίρνει το σχήμα καμπύλης με διάσπαρτες λέξεις αλληλοσυγκρουόμενες με μανιώδη φορά προς την αποσύνθεση της ουσίας των πραγμάτων. Όλα είναι υπόθεση συναλλαγής, ξεπουλήματος. Η πορεία του φωτός μέσα στη νύχτα που καίει το σώμα στην πυρά της ενόρασης και «αποκρυπτογραφεί τα σήματα επικοινωνίας σε σκοτεινούς θαλάμους, και προβάλλουν τα πρόσωπα χωρίς το προσωπείο, είναι το ακατανόητο θαύμα.

Δεν υπάρχει πρόσωπο, χάνεται πίσω από το προσωπείο. Το άτομο έχει απολέσει τη γλώσσα της επικοινωνίας, την ταυτότητά του μέσα σε μια δύσβατη σκοτεινότητα που διαμελίζει το ίδιο του το σώμα, και τότε συντελείται «εύκολα η μεταμόρφωσή» του σε ρακοσυλλέκτη που ψάχνει τα σκορπισμένα μέλη για να το συναρμολογήσει εκ νέου.

Είναι απολύτως φυσικό και αναγκαίο επακόλουθο, μέσα σ’ έναν αλλοπρόσαλλο και κατακερματισμένο κόσμο, ο ποιητής, ν’ αποτελεί μέρος αυτού του κόσμου, να βλέπει σε αντανάκλαση το σακατεμένο είδωλό του. Να βεβαιώνεται πώς αποτελεί κι ο ίδιος ένα διαμελισμένο, δυστυχισμένο πλάσμα που, ατυχώς, έχει συναίσθηση αυτής της κατάρας και γυρεύει το σταθερό σημείο του κόσμου ν’ ακουμπήσει «το τσακισμένο σώμα», να συμμαζέψει τα μέλη του εαυτού του και να συναρμολογήσει την εικόνα του προσώπου του. Αλλά σκοντάφτει «στους γυάλινους τοίχους των κτιρίων που υψώνονταν γύρω» πάντα. Και ν’ αποξεχνιέται καθισμένος «σε παγκάκι. Στην άκρη του πολύβουο δρόμου», προσευχόμενος χωρίς να ξέρει πού βρίσκεται και πού «σε χώρα ή πρόσωπο πατρίδα» να μιλήσει. «Και με το «βλέμμα της αφής/σε ρήγματα ερείπια στης γλώσσας/ τα ραγίσματα/(…) σημαία λάβαρο σε χώρα ηδονής», απομένει στη «σιωπή», έρμαιο κάποιου «άλλου όνειρο ή δικό» του. Η σκληρή μοίρα του ποιητή.

ΑΘΗΝΑ ΒΟΓΙΑΤΖΟΓΛΟΥ

Πολιτικό και υπαρξιακό τραύμα

Στη διάρκεια της οκταετίας που πέρασε από τη συγκεντρωτική έκδοση του έργου της Μαρίας Κυρτζάκη (Στη μέση της ασφάλτου. Ποιήματα 1976-2002, Καστανιώτης 2005), η ποιήτρια συνέχισε να έχει μια διακριτική και συγχρόνως ουσιαστική παρουσία στη λογοτεχνική μας ζωή, δημοσιεύοντας σειρά ποιημάτων, στα οποία όχι μόνο εμφανίζεται οξυμένη η πολιτική αιχμή, αλλά δημιουργεί και μια ιδιαίτερη ποιητική ένταση η συνύπαρξη του υπαρξιακού με το πολιτικό στοιχείο.

Διατρέχοντας το έργο της, μπορεί κανείς να διαπιστώσει εξαρχής ότι η ποιήτρια εκφράζεται λιγότερο με εικόνες, περισσότερο με ιδέες – κάτι που θα μπορούσε να απέβαινε επιζήμιο αν ο λόγος της δεν έδρευε τόσο πολύ στις αισθήσεις, αν η ίδια δεν αντλούσε τις ενοράσεις της πρωτίστως από τα πάθη του σώματος. Η Κυρτζάκη δεν εμπιστεύεται ούτε τα αισθήματα ούτε τη γλώσσα. Ως εκ τούτου δεν αισθηματολογεί, αφηγείται και υπαινίσσεται∙ ούτε αφήνεται στην παρηγορητική βεβαιότητα ότι η γλώσσα είναι ικανή να αρθρώσει όσα αισθάνεται και νοεί ο άνθρωπος. Οι δυνατότητες της γλώσσας, αλλά και της ίδιας ως δημιουργού είναι στο έργο της αντικείμενο διαρκούς αναστοχασμού, ένα συνεχές διακύβευμα.

Τα δύο πρώτα ποιήματα που δημοσίευσε μετά τη συγκεντρωτική έκδοση είναι ομότιτλα («Η άλλη φωνή», 2003 και 2005), με το δεύτερο, αρκετά εκτενέστερο και χωρισμένο σε «Οκτώ σχεδιάσματα», να εμφανίζεται ως παραλλαγή του πρώτου. Ερέθισμα για τη συγγραφή των «Φωνών» φαίνεται να στάθηκε η μεταφραστική δοκιμή της Κυρτζάκη πάνω στην ποίηση του Γερμανού ομοτέχνου της Gregor Laschen, στον οποίο και αφιερώνεται το πρώτο ποίημα. Το πρόβλημα της μετάφρασης μετατρέπεται εδώ σε πυρήνα ομόκεντρων κύκλων, καθώς διευρύνεται, περιλαμβάνοντας και την ίδια την ποίηση ως ‘μετάφραση’ πραγμάτων, ιδεών, συγκινήσεων σε λόγο, την τέχνη γενικότερα ως μέσο έκφρασης, αλλά και τη μετάδοση της φωνής, των αισθημάτων, των σκέψεων, της πολιτισμικής συνθήκης του καθενός μας.

Για την Κυρτζάκη τίποτα δεν είναι δεδομένο. Αντιμετωπίζοντας, όπως δείχνει το έργο της, με δέος τη διαδικασία της γραφής, μας δίνει κείμενα παλλόμενα από πρωτογενή ψυχική ένταση. Η πεποίθησή της ότι η γλώσσα μάς ελέγχει, δεν την ελέγχουμε, κι ότι πρέπει να μας καταδεχθεί για να δημιουργήσουμε, την προφυλάσσει από τις παγίδες του ναρκισσισμού. Δεν βιώνει ευφορικά την άσκηση της τέχνης της ούτε αντιλαμβάνεται την ποίηση ως λυτρωτική αυτοέκφραση ή ευγενή ανύψωση από την καθημερινότητα, αλλά κυρίως ως «το πλέον υπαινικτικό μεταξύ έπους και μύθου είδος του λόγου», με ό,τι αυτό συνεπάγεται από την πλευρά του δημιουργού. Αρνούμενη να οπλιστεί με την κομψότητα της φόρμας, με το βελούδινο υφάδι των λέξεων, κάποτε χρησιμοποιεί μια αποφασιστικά σκληρή, και άλλοτε απροσχημάτιστα νατουραλιστική, γλώσσα:

Στον μαχαλά

Η θεία Ερατώ περίμενε μόνο/ Γύρω της μυξιάρικα ώς έξι χρόνων/ (Μια μύξα κίτρινη σαν σταλακτίτης)/ Κι αγνάντευε από τη γωνία την εργάτρια/ -παλιά συνάδελφος του πρωινού/ Να πει την καλησπέρα της για να τ’ αφήσει τα σκαλιά/ Να σηκωθεί και να βαδίσει στο κρεβάτι./ Σαν όνειρο διάβηκε την ήπειρο/ Και στον εμφύλιο ασπάστηκε τον άντρα της/ Έθαψε κι ένα παιδί πού ‘φαγαν τα ποντίκια/ […] (Η γυναίκα με το κοπάδι, 1982)

Πρόκειται για τη μοναδική αναφορά της Κυρτζάκη στον εμφύλιο του 1946-1949. Μια αντήχηση της τραυματικής αυτής περιόδου βρίσκουμε, πολλά χρόνια αργότερα, στο ποίημα «Βαριά τσιγάρα», δημοσιευμένο το 2005, ερέθισμα για τη συγγραφή του οποίου ήταν η γνωριμία της ποιήτριας με τον μουσουλμάνο ποιητή και πεζογράφο Φαρούκ Σεΐκ, που πολέμησε στο πλευρό των Βοσνίων στη διάρκεια των εμφυλίων της δεκαετίας του ’90. Ο νατουραλισμός καταλήγει εδώ σε ένα συγκινησιακά ελεγχόμενο κρεσέντο:

[…]Βρώμικη/ λάσπη το αίμα από ερείπια χώματα/ πόδια που εκτινάχτηκαν στα τέσσερα/ σημεία του ανέμου και χέρια και/ μυαλά κι εντόσθια.// Φαρουκ Σεΐκ, Βόσνιε κι Ερζεγοβίνιε και/ Κροάτη και πώς και σε ποια εθνικότητα/ δεν ξέρω κι ούτε τ’ αποφασίζει το μελάνι μου,/ Βοσνία ή Ερζεγοβίνη ένας άνθρωπος πεθαίνει/ κι η κραυγή του Μουνκ φορεμένη πάνω σου/ Κι ούτε να πεις για ένα πουκάμισο ή/ για κείνο το λάθρο «ουκ αν υμνήθημεν/ υστέρων βροτών» της Εκάβης.[…]/ Φαρούκ, καπνίσαμε από τα ίδια βαριά/ ελληνικά τσιγάρα, φίλε μου – κομμάτια/ από λόγια.

Τα «βαριά» ελληνικά τσιγάρα φαίνεται να παραπέμπουν στη «βαριά», και για τους δυο βαλκάνιους ομοτέχνους, ιστορική μοίρα, αυτήν του Εμφυλίου. Ήδη στη συλλογή Μαύρη θάλασσα (2000), βρίσκουμε δυο παραπλήσιες αναφορές στον γιουγκοσλαβικό εμφύλιο, σε ποιήματα ερωτικής θεματικής (Βομβαρδισμοί και πάλι βομβαρδισμοί./ Βοσνία ή Ερζεγοβίνη/ Πρέστινα ή και ολόκληρο το Κόσοβο/ ολόκληρο το σώμα και την καρδιά/ ολόκληρη τι σημασία έχει// Ένας άνθρωπος πεθαίνει). Ο πόλεμος στην καρδιά της πολιτισμένης Ευρώπης, που οδήγησε στη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, είχε μόλις τελειώσει, και η Κυρτζάκη τον χρησιμοποιεί ως σύμβολο καταστροφής και διάλυσης για να μιλήσει για το τραύμα του έρωτα και τη διάστασή του. Στα «Βαριά τσιγάρα», εξάλλου, ο εμφύλιος του Κοσσόβου υπερβαίνει και πάλι την κυριολεκτική σημασία του, λειτουργώντας ως ένα ευρύτερο σχόλιο για τον κατακερματισμένο άνθρωπο του αιώνα μας.

Την άνοιξη του 2010, όταν η υπογραφή του πρώτου μνημονίου είναι προ των πυλών, δημοσιεύεται το ποίημά της «Έρωτας». Ο τίτλος αυτός έρχεται σε δραματική αντίστιξη με το περιεχόμενό του ποιήματος, που αφορά τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου τον Δεκέμβριο του 2008. «Έρωτας» είναι ο ίδιος ο νεκρός, η νεότητα. Πρόκειται για ένα από τα πιο ευθέως πολιτικά ποιήματα της Κυρτζάκη:

Ερωτας

Μια σφαίρα πάλι απόψε/ του πήρε τη ζωή – δεκαπέντε/ χρονώ, είπαν οι ειδήσεις, αντιεξουσιαστής./ Μα, φυσικά, τι άλλο, στα δεκαπέντε.// Ματωμένες χαρακιές αυλακώνουν/ την οθόνη μιαν άλλη νύχτα/ ανασύρουν κι εκείνο το ξημέρωμα/ «απόψε σκοτώσαν τα παιδιά σας»/ χτυπάει εφιαλτικά στα τύμπανα./ Απελπισμένος ο έρωτας στους δρόμους/ – πάλι στους δρόμους πάλι ψωμί πάλι/ ελευθερία δεν σε αναγνωρίζω/ πρόσωπό μου. Τα χρόνια δάκρυα/ κυλούν και η ιστορία φάρσα/ φαντάζει επαναληπτική της σφαίρας.// Ναι, «το μέλλον/ είναι σκοτεινό», Ιωάννη Συκουτρή,/ αλλά μόνο γιατί «είν’ ολίγοι/ που δεν φοβούνται το σκοτάδι».

Ο παραλληλισμός των γεγονότων του Δεκεμβρίου του 2008 με εκείνα του Πολυτεχνείου του 1973, συνιστά ένα εύγλωττο και τολμηρό πολιτικό σχόλιο. Η Κυρτζάκη επιστρέφει -ασφαλώς με θλίψη της- στο κλίμα των νεανικών ποιημάτων της, που γράφτηκαν εν μέσω της δικτατορίας των συνταγματαρχών και είχαν ένα αναπότρεπτα πολιτικό πρόσημο. Τότε, στα ποιήματα «Προσευχή του Ιωνά» και «Επιστολή στον Ιωνά», είχε χρησιμοποιήσει τον λόγο του βιβλικού προφήτη ως μια αλληγορία για να μιλήσει για τον εγκλωβισμό ενός ολόκληρου λαού στο κήτος ενός δυναστευτικού πολιτεύματος. Τώρα, διαλέγεται με τον προφητικό, όπως αναδεικνύεται, λόγο ενός σημαντικού διανοούμενου του Μεσοπολέμου, του Ιωάννη Συκουτρή, λόγο που ελαφρώς αλλά κρίσιμα παραλλάσσει, προκειμένου να σχολιάσει υπαινικτικά το σήμερα.

Τη διατύπωση του Συκουτρή «Διότι το μέλλον είναι σκοτεινόν και είν’ ολίγοι που δεν φοβούνται το σκοτάδι» την είχαμε συναντήσει ως μότο στην καθαρά ερωτική ποιητική σύνθεσή της Ημέρια νύχτα· η φράση, εξάλλου, «Το μέλλον είναι σκοτεινό», εμφανίζεται ανώνυμη και εκτός εισαγωγικών στο Λιγοστό και να χάνεται, ενταγμένη στην ανάπτυξη μιας εφιαλτικής κοσμογονίας. Νά μία ακόμη περίπτωση, λοιπόν, πολλαπλής αλλαγής του νοήματος μιας φράσης, την οποία η Κυρτζάκη συνειδητά τοποθετεί σε μια ποικιλία συμφραζομένων, αναδεικνύοντας έτσι τη μεταμορφωτική ικανότητα της γλώσσας και το ατέρμονο παιχνίδι/κρυφτό των σημασιών.

Το πιο πρόσφατο ποίημά της, «Σώμα – γυμνό», δημοσιεύτηκε στην Αυγή το καλοκαίρι του 2012 και αφορά ένα χαρακτικό του Γιώργη Δήμου με μια γυναίκα, ιερόδουλο, γυμνή από τη μέση και κάτω. Από τους πρώτους στίχους η ποιήτρια απευθύνεται σ’ αυτήν τη γυναίκα «διαβάζοντας» συγχρόνως το χαρακτικό αλλά και την στάση/κίνηση του σώματός της, σταδιακά όμως μιλά για τη γυναίκα ως αντικείμενο σεξουαλικής εκμετάλλευσης και κοινωνικού στιγματισμού. Όπως και στο ποίημα «Έρωτας», διακρίνονται δυο χρονικά επίπεδα: εκείνο της δεκαετίας του ’30, όταν η αστυνομία επέβαλε να αναγράφεται στην είσοδο των οίκων ανοχής η προτροπή προς τους «πελάτες» να ζητούν τα ειδικά βιβλιάρια υγείας των κοινών γυναικών, και εκείνο των ημερών μας, με το πρόσφατο σκάνδαλο της φωτογράφησης και του διασυρμού των (υποτιθέμενα, σε πολλές περιπτώσεις) οροθετικών μεταναστριών αγοραίων γυναικών. Στους τελευταίους στίχους, ο ρατσισμός του φύλου, η πολιτική καταστολή και το υπαρξιακό και κοινωνικό βίωμα της θηλύτητας συναιρούνται δραστικά σε μια αιχμηρή αλλά λεπτά εκφρασμένη καταγγελία:

Χαρακιές η ζωή σου και το σώμα σου/ ξύλο σε ιδιωτική συλλογή/ -η χοάνη σου δημόσιος κίνδυνος.// (Εξαρχής υπό καθεστώς/ η κρίση μού περισσεύει)// Τι ποίημα ότι θα έγραφα για σένα, σώμα μου

«Εξαρχής υπό καθεστώς»: δεκαετία ’30, δεκαετίες ’60 και ’70, δεκαετία 2010. Η ιστορία ένα φίδι που δαγκώνει την ουρά του, που όλο και πιο μάταια προσπαθεί, τα τελευταία χρόνια, να μας γητέψει με τον χορό του μέσα από τον κυρίαρχο πολιτικό λόγο. Το τραύμα της πολιτικής έχει εισχωρήσει πλέον στο ίδιο το σώμα μας, μας λέει η Κυρτζάκη στο ποίημα του 2012.

* Το κείμενο αυτό αποτελεί συντομευμένη μορφή του κειμένου που διαβάστηκε στην εκδήλωση του Κύκλου Ποιητών για την ποίηση της Μαρίας Κυρτζάκη στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων στις 18 Φεβρουαρίου 2013.

http://www.avgi.gr/article/221275/politiko-kai-uparxiako-trauma

ΑΡΙΣΤΕΑ ΠΑΠΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ

Μες στο μαύρο τυλίχθηκε τ’ όνειρο

Ώστε μετά αλλιώς ν’ ακούγεται

της εξοχής το μαύρο

Μαύρη Θάλασσα

Η επαφή μου με την ποίηση της Μαρίας Κυρτζάκη ξεκινά από την Περίληψη για τη Νύχτα[1] όταν:

Μια νύχτα η Νύχτα είπε: Εγώ είμαι·

Πρόκειται για ένα βιβλίο που με κράτησε από την αρχή ώς το τέλος. Υπόδειγμα αφαιρετικού λόγου, θα μπορούσε να διαβαστεί σαν μια ψιθυριστή νύκτωρ εξομολόγηση, σαν ένα μεταμοντέρνο παραμύθι που μου εμπιστεύτηκε στο αφτί η δημιουργός του:

ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ

Η νύχτα είναι η μείξη του φωτός και του σκότους

Η νύχτα για την οποία εγώ μιλώ είναι το τρίτο πράγμα

Ίσως όμως και να μην έγινε έτσι. Ίσως δηλαδή να είχα διαβάσει πρώτα την Ημέρια Νύχτα, που είχε άλλωστε γραφτεί νωρίτερα, ασχέτως εάν κλειδωμένη επί δεκαετία σχεδόν σ’ ένα συρτάρι, αυτονομήθηκε ύστερη της Περίληψης για τη νύχτα. Πιθανόν μάλιστα, ο παραλογισμός της νιότης μου να είχε ανώνυμη καταχωρίσει στη μνήμη μου την Ημέρια Νύχτα, ως εγχειρίδιο παθών, υπαγορευμένο από ένα μη υπαρκτό πρόσωπο:

Είδα τον άντρα σαν αρχάγγελο

―με τη ρομφαία

Σαν θάνατος μ’ αγκάλιασε

[…]

Άσχημη

(Με μια ομορφιά.)

Με σχηματίζει

Σαν χωρίς όνομα

Με ονομάζει

Σαν χωρίς ήχο

Μου δίνει φωνή.

Όπως και να ’ναι, ήρθα σχετικά νωρίς σ’ επαφή με μια ποίηση πολύ ιδιαίτερη, κατά βάση μοντέρνα, συγχρόνως όμως και άξια συνομιλήτρια με την παράδοση. Είναι άλλωστε γνωστή η ιδιότυπη σχέση της με την παραδοσιακή φόρμα και έχει επισημανθεί από έγκριτους μελετητές.[2]

Ως προς τα βιογραφικά της, αν πρέπει να γίνει κάποια νύξη, είναι γνωστό ότι η Μαρία Κυρτζάκη σπούδασε Φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Ήδη από τα φοιτητικά της χρόνια, αρνήθηκε να συμπεριληφθεί στην μεγάλη πρόσθεσι όσων ―άμεσα τότε― προορίζονταν για διορισμό στην δημόσια εκπαίδευση. Έτσι, όταν αποφοίτησε, επέλεξε να εργαστεί σε ένα ιδιωτικό σχολείο, ενώ παράλληλα άρχισε να ασχολείται επαγγελματικά με την διόρθωση, μαθητευόμενη πλάι σε ιερά τέρατα του χώρου των εκδόσεων, όπως ο Νάσος Δετζώρτης και ο Παναγιώτης Μέρμηγκας. Λίγα χρόνια αργότερα, ο ποιητής και καθηγητής του Τμήματος Νεοελληνικής Φιλολογίας Ιωαννίνων, Κώστας Στεργιόπουλος, της είχε προτείνει να γίνει βοηθός του στο Πανεπιστήμιο, αλλά αρνήθηκε, παρότι το ήθελε πολύ. Μετά από πολλά χρόνια, μου είχε πει τον λόγο: «Δεν είχα τα προσόντα για κάτι τέτοιο». Κι έμοιαζε να το πιστεύει. Μετέπειτα, θα προσληφθεί στο Τμήμα ραδιοφωνίας της ΕΡΤ. Εκεί επί χρόνια θα συνεργαστεί στενά με τον Μάνο Χατζιδάκι, στο Τρίτο πρόγραμμα. Γνωστές στους περισσότερους είναι άλλωστε, και οι δικές της εκπομπές για το βιβλίο, αλλά και για τα όνειρα. Τέλος, επί χρόνια θα διδάξει ανάλυση κειμένου στη δραματική σχολή του «Εμπρός».

Όλα τα παραπάνω είναι ελάχιστα από όσα συνθέτουν τον επαγγελματικό της βίο, ο οποίος είχε ανέκαθεν συνάφεια με την ποιητική τέχνη. Όσο για την ίδια, τελειομανής καθώς ήταν, ίσως κι από επαγγελματική διαστροφή, φρόντιζε να διατηρεί ένα χαμηλό προφίλ, σ’ ό,τι αφορούσε την ίδια και τη δουλειά της, κάτι που άλλωστε ήταν σύμφυτο με τη απέριττη σοφία που την διήπε. Σπανίως την καθησύχαζαν οι έπαινοι και πάντα έβρισκε μια ελάχιστη αφορμή να τους εκλάβει αλλιώς, ένα ψεγάδι που μπορούσε να δει η κάθε καινούργια ματιά της σε αυτά τα τόσο μεστά κι απογυμνωμένα από οτιδήποτε το περιττό ποιήματα.

Ακόμα και τον πρώιμο, σχεδόν άμα τη εμφανίσει της, έπαινο του Γ.Π. Σαββίδη για τις Λέξεις,[3] αλλιώς μου τον διηγήθηκε, κι αυτό κατόπιν δικής μου επιμονής. Ήταν σαν να η ίδια τον είχε παραποιήσει, ώστε να είναι συγκρατημένος, χλιαρός, και προσήκων στην αμείλικτη αυτολογοκρισία της. Θα έλεγε κανείς πως τον είχε κρύψει κι από αυτήν την ίδια, κι όταν λίγους μήνες προτού φύγει οριστικά, ψάχνοντας τυχαία στον τύπο της εποχής, τον ανακάλυψα, αμέσως της τηλεφώνησα να της διαβάσω αυτά που είχε πράγματι απωθήσει.

Και τώρα θυμήθηκα το Ήθος ανθρώπω δαίμων που έλεγε συχνά και, εν αγνοία της, λειτουργούσε το ρητό του Ηράκλειτου για τη νομοτέλεια του ανθρώπινου χαρακτήρα. Έτσι και η ίδια, υπηρέτησε το ίδιο πιστά την πραγματικότητα με τους καθημερινούς της αγώνες, αλλά και τον υπέροχο παράλληλο κόσμο των βιβλίων. Ζούσε για και από αυτόν, όπως και από τον κόσμο των ονείρων, που με μία ιδιότυπη ποιητική πρακτικότητα τον κατέστησε βιοπορισμό για πολλά χρόνια.

Πραγματικότητα, όνειρο και ποίηση τής άνοιγαν δαιδαλώδεις οδούς, όμως εκείνη έβρισκε τρόπο να κόβει δρόμο προς στον Αιφνίδιο λόγο. Τελικά τον κατέστησε διαρκή, έστω κι αν λίγο προτού φύγει, ως άλλη Άννα Καρένινα, αναφωνούσε:

Πού είμαι. Τί κάνω. Γιατί

Στα γόνατα

στα γόνατα/γονατιστός ο έρωτάς μου

να σηκωθώ/να τιναχτώ δεν προλαβαίνω

γονατιστός δεν προλαβαίνω ανελέητος

μ’ αρπάζει δεν προλαβαίνω από την πλάτη

και με σέρνει δεν προλαβαίνω βουλιάζει

το κεφάλι μου δεν προλαβαίνω σβήνει/έσβησε

το κερί.

Η Μαρία Κυρτζάκη πρόλαβε. Από την διαρκείας πάλη της με τις λέξεις, που όπως αναφέρει ο Γ.Π. Σαββίδης, «ξεκινάει από τον τίτλο της πρώτης άγουρης ποιητικής συλλογής της: Σιωπηλές κραυγές»[4] βγήκε νικήτρια.

Όσο γι’ αυτές τις Σιωπηλές κραυγές, που δεν συμπεριέλαβε στη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων της, γιατί «αντιστάθηκαν σθεναρά στον συγχρωτισμό με ό,τι ακολούθησε, επιμένοντας στην αυστηρά ιδιωτική [τους] σχέση», ενδιαφέρον θα ήταν να ανατρέξει κανείς σε όσα επισημαίνει ο Μανόλης Αναγνωστάκης:

«Η δις Κυρτζάκη δεν φαίνεται αμύητη στα μικρά μυστικά της ποίησης, ξέρει ήδη να ξεχωρίζει το ουσιώδες από το περιττό, ξέρει να υποβάλλει, αντί να περιγράφει, με μια φράση, με μια, κάποτε, λέξη. Κι αυτό δεν είναι καθόλου λίγο».[5]

Έτσι έγραφε το 1966, συστήνοντάς μια νέα τότε φωνή ο Μανόλης Αναγνωστάκης. Ακολούθησαν και άλλα βιβλία, εκδιδόμενα πάντα με μια κάποια χρονική απόσταση. Αντιγράφω όλους τους τίτλους των συλλογών της με τη σειρά έκδοσης: Σιωπηλές κραυγές. Οι λέξεις. Ο Κύκλος. Η Εταζέρα. Δέκα μικρά ποιήματα. Η γυναίκα με το κοπάδι. Περίληψη για τη νύχτα. Ημέρια νύχτα. Σχιστή οδός. Μαύρη Θάλασσα. Λιγοστό και να χάνεται. Αρκετά είναι άλλωστε και τα δημοσιευμένα, μετά τη συγκεντρωτική έκδοση, Στη μέση της ασφάλτου, ποιήματά της: «Βαριά τσιγάρα»· «Έρωτας»· «Σώμα – γυμνό»· «Φωτεινή επιγραφή»· «Βάρκιζα»· και τέλος, το προφητικό του ίδιου του θανάτου της «Καρένινα».

Και τώρα εικάζω ότι, εάν ζούσε και της έδινα να διορθώσει τον επικήδειό μου για εκείνη, τα μισά από όσα τώρα της γράφω θα τα εύρισκε υπερβολικά, θα μου τα έσβηνε, κι ίσως στα παραθέματα των ποιημάτων της, ένα δραστήριο στυλό να έκανε κι άλλες διορθώσεις επί των διορθώσεων.

Σταματώ κάπου εδώ. Άλλωστε όλα αυτά δεν παύουν να είναι τα αμοντάριστα λόγια μιας ζωντανής για τους στίχους μιας ποιήτριας, που πολλά χρόνια προτού διανύσει τη Σχιστή οδό, είχε αποφανθεί:

Για θάνατο μιλούν οι ζωντανοί.

http://avgi-anagnoseis.blogspot.gr/2016/08/blog-post_0.html

ΤΑΚΗΣ ΜΕΝΔΡΑΚΟΣ

ΓΡΑΜΜΑΤΑ-ΙΔΕΕΣ 1995

Ο γυναικείος λυρικός λόγος

Βιβλικά αλλά και τραγικά στοιχεία μαζί βρίσκει κανείς και στην ποίηση της Μαρίας Κυρτζάκη, το έργο της οποίας συνθέτουν επτά συλλογές, με αφετηρία τις

“Σιωπηλές κραυγές”, που παρουσιάζει το 1966. Η μοίρα της φυλής, του ανθρώπου και των πραγμάτων και η παντοδυναμία του θανάτου -που δανείζει την εικόνα του ακόμα και στην ερωτική πράξη- είναι οι κεντρικοί άξονες της ποίησής της.

Σύζευξη ρυθμικού και αφαιρετικού λόγου η συχνά συνειρμική γραφή της, αναβλύζει από πλούσια φλέβα ποιητικής ευαισθησίας, κινείται ανάμεσα στο λογικό και στο παράλογο, για να αγγίξει και πολλές φορές να περάσει, τις πύλες του ερμητισμού. Στο μεστό και

μεγάλης γκάμας γλωσσικό όργανο της Μαρίας Κυρτζάκη εύκολα διακρίνεις την επιτυχημένη προσπάθεια εναρμόνισης της μουσικής και του βαθύτερου, κρυφού

νοήματος της λέξης.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.