.
Η Βικτωρία Καπλάνη γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Νεοελληνική Φιλολογία στο Α.Π.Θ. και εργάστηκε στη Μέση Εκπαίδευση. Μέλος της Ομάδας Έρευνας για τη διδασκαλία της λογοτεχνίας στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση επιμελήθηκε μαζί με τη Βενετία Αποστολίδου και την Ελένη Χοντολίδου τον τόμο: Διαβάζοντας Λογοτεχνία στο Σχολείο, Τυπωθήτω 2000. Έχει μεταφράσει δοκίμια των Randall JaiTell και Tzvetan Todorov και ποιήματα των Elizabeth Bishop, Marianne Moore, Carol Ann Dufly, Susan Howe, Paul Auster, τα οποία δημοσιεύτηκαν σε τεύχη του περιοδικού Ποίηση. Μετέφρασε ακόμα λαϊκά παραμύθια των Εβρίδων και κείμενα για την τζαζ. Κριτικά σημειώματα της έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες και λογοτεχνικά περιοδικά. (Μάρκος Μέσκος, Κώστας Παπαγεωργίου, Μπίλλη Βέμη, Ξενοφών Κοκκόλης, Αλεξάντρα Δεληγιώργη, Χλόη Κουτσουμπέλη, Νίκη Μαραγκού, Αγγελική Ελευθερίου, Νίκος Καρούζος, Κλείτος Κύρου κ.α.).
Η συλλογή “Η άγνωστη φίλη” είναι στη μικρή λίστα υποψηφίων βιβλίων ΠΟΙΗΣΗΣ του περιοδικού Αναγνώστης για τα Λογοτεχνικά Βραβεία 2016
Ασχολείται παράλληλα με το τραγούδι και την οργάνωση μουσικών παραστάσεων που συνδυάζουν την ποίηση με τη μουσική.
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
Ήχοι Απόηχοι, (Γαβριηλίδης 2007)
Λευκές Συνομιλίες (Γαβριηλίδης 2010)
Σημείο Φυγής (Γαβριηλίδης 2013)
Η άγνωστη φίλη (Γαβριηλίδης 2015)
Μεταίχμιο (Γράφημα 2021)
.
.
ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ (2021)
Ακροπατεί σ’ ένα στενό περβάζι
ο ίλιγγος του ύψους παραλύει τα μέλη
αίφνης βιβλία ορθάνοιχτα πετούν και αδειάζουν τις λέξεις τους
γράμματα μετέωρα στροβιλίζονται
φτιάχνουν παράξενα σχέδια στην άσφαλτο
τυλίγονται στα πόδια των περαστικών
το αεράκι τα μετακινεί
ονόματα εξ αδοκήτω
στα πρόσωπα, τους τοίχους τα πεζοδρόμια.
Έχει θάψει τους νεκρούς, ενίοτε προσφέρει χοές της μνήμης
θα πετάξει
θα πέσει στο κενό
ή θα περιμένει ακίνητη το θαύμα;
Κάπου στο μεταίχμιο
I.
Κάθε νίκη κρύβει μέσα της μιαν ανομολόγητη ήττα
αθόρυβα διαβρωτική
εκπειράσσει το κέντρο του λόγου
άταφες λέξεις μολύνουν τα σώματα
μνήμη
κομμένα νήματα
εμφύλιος των κυττάρων.
‒ Κι ο άρτος της ζωής;
‒ Απεταξάμην.
‒ Ο άρτος της επιβίωσης;
‒ Συνεταξάμην.
Ο εχθρός έχει πρόσωπα με όλων των ειδών τα προσωπεία
ενίοτε το δικό σου
αποκαλύπτεται αιφνιδίως μέσα στη θερινή ραστώνη
κοιτάζει τον κόσμο μέσα από τα τείχη της μίζερης ζωής.
Πόλη άλαλη αλαλάζουσα
νοσεί
οίστρος λησμοσύνης
εγκώμιο παραφροσύνης
μια οθόνη ο κόσμος όλος
εκθαμβωτική, χαοτική, σαγηνευτική.
Ποιος κινεί τα νήματα
οι πολίτες, ο Θεός
ή μήπως οι αόρατοι άλλοι;
Μπορείς να κοιμηθείς κι απόψε με την απορία.
Ο κυβερνοχώρος έχει ακόμη αμέτρητες πύλες.
VI
Οσμή καμένου
επί του σώματος σου τελείται
η καύση της νεκρής μητέρας
σε αποστειρωμένες γάζες
η πρώτη τροφή
αίμα και γάλα
θρυμματίζεται το όνειρο στο φως
φόβος η εν κρυπτώ απελπισία
ένα παιχνίδι
με σημαδεμένη τράπουλα
-αρά ιερά μοίρα-
θα δώσει τα ρέστα του
ο σπλαχνικός μαντατοφόρος επιλέγει
τον πανάρχαιο τρόπο
τον αργό
να κοινωνήσει το μήνυμα.
XI
Λέξεις έπεσαν στην πέτρα
πέτρωσαν
φωνήματα μπλέχτηκαν στα δόντια
αποβλήθηκαν
ιδέες πήγαν ν’ ανθίσουν στις παύσεις
μαράθηκαν
πουλιά πετούν μαζί στο φως της μέρες
στίχοι ψάχνουν δύσβατα μονοπάτια να χαθούν.
Βαδίζουμε στη σκιά
η βυθισμένη πολιτεία ανέπαφη
δονείται όλο και πιο σπάνια
τις ώρες της σιωπής
ο χρόνος αιφνιδίως καμπυλώνει.
Δωδώνη
II.
Θρόισμα απαλό της ιερής φηγού
την ώρα που σκοτεινιάζει
τα πλάσματα της φύσης πειθαρχούν στην ευεργετική σιωπή.
Αδειάζει ο νους
οι μέριμνες αναπαύονται
η σύγχρονη ιέρεια με φόρμιγγα, δίαυλο και σείστρα
μεταφέρει τις προσευχές μας στον Παντεπόπτη.
Την αυγή
το μήνυμα θα ξημερώσει
εδώ στου τόπου τις άχρονες ηχητικές ανταποκρίσεις
δονείται το σώμα
η φύση του σπόρου
καθορίζει του λόγου τη σοδειά.
Τώρα γνωρίζεις.
Οι χρησμοί που δεν εκβιάζονται αληθεύουν.
Νεκρομαντείο
Κατεβαίνει τη στενή σκάλα
φωτισμός ελάχιστος τεχνητός
ψηλαφεί με δέος τις πέτρες
δοκιμάζει την ηχώ
ο τρόμος εδώ υποβάλλεται.
Ανακαλεί την αναγνωστική εμπειρία
ζητά τη συνδρομή της εις μάτην
περιμένει ένας ίσκιος να φανεί.
Απορεί κι ας στην πραγματικότητα γνωρίζει.
«Απέσβετο η ισχύς του χώρου».
Οι νεκροί δεν πλησιάζουν πια
το ιερό στην περιέργεια αντιστέκεται.
σε κλωστή μεταξωτή
στην ανέμη τυλιγμένη
μύθων αποκυήματα
ρήματα βήματα
πάνω εκεί
Η δεύτερη επιστροφή
Το ρολόι στον τοίχο αιφνιδίως απορρυθμίζεται
οι δείχτες του γυρίζουν αλόγιστα χωρίς σταματημό
σώνεται ο χρόνος όνειρο σαρκοβόρο
ανατροπή στα σχέδια της μέρας.
Σωματίδια σκόνης μετεωριτών
θραύσματα μετάλλων, διαρραγέντες βράχοι
σχήματα παράδοξα υπέρυθρου φωτός
διαγράφουν την τροχιά τους γύρω απ’ τον πλανήτη
επιστρέφει τώρα στο πεδίο σου
μακρινός επισκέπτης
ο κόκκινος μανδύας του από βελούδο
παρασύρει τα πρώτα αγριολούλουδα της άνοιξης
εντέλλεται την έξοδο από το τετράγωνο πλαίσιο
από την τελεία πάνω το πέρασμα
δρόμοι που έταξαν τα όνειρα
ανερμήνευτα υγρά τοπία
υπόγεια σκηνικά σε αναδιάταξη
αυτό που θέλεις χωρίς καν να το γνωρίζεις
ίσως προλάβεις να αληθεύσει.
Η ζωγράφος
Άφησε μπογιές, τελάρα και τη βαριά σκιά του
στον ίδιο χώρο εκείνη χρόνια τώρα δοκιμάζει με τα χρώματα
τις γλώσσες μιας ενδόμυχης Βαβέλ
αναρωτιέται με ασύμμετρες γραμμές: τελικά η Πηνελόπη
κίνησε τα νήματα της εξόντωσης των μνηστήρων
incognito στη βούληση του αγαπημένου
αποδίδοντας την έμπνευση στο νυχτερινό φάσμα;
Να σβήσει τη σκιά
αναστροφές διαστημάτων βαδίζοντας
μηχανεύεται τη λύση
στον άδειο καμβά χρώματα ριγμένα αποσπασματικά
θυμός γκρίζος, κυανός, μέλας
χαραγματιές του πορφυρού βρίσκουν
δρόμους ελικοειδείς για να περάσουν
σπαζοκεφαλιές της αρμονίας
μέσα από το οικείο το ανέλπιστο.
Μήπως το όνειρό της συνάντησε πράγματι εκείνο του Οδυσσέα
ή ενύπνια έπλεξαν τη μηχανή
ερήμην του πολυμήχανου και της δαιμόνιας υφάντρας;
Αντιχρονισμοί
λύσεις αινιγματικές μετεωρίζουν το θέμα
με τα πινέλα της πυροβολεί τη μοίρα
ακανόνιστα σχήματα
ρέοντα αποτυπώματα χρωμάτων
θάβει τον δικό της δήμιο
με το ίδιο πινέλο τον ξεθάβει
αμήχανη στο λευκό καμβά.
**
μέχρι το άγνωστο βαθύ
να ρίξει πέτρα στη σκεπή
αθιβολής ανατροπή
όπως αλλάζει η εποχή
σημείο πάλι
μηδέν
**
Το παιδικό τρενάκι έφτασε σε μια νέα πόλη
η μικρή τρέχει στην άδεια πλατεία
να πετάξει τον ήλιο χαρταετό
παίζει κρυφτό με τη σκιά της στις αψίδες.
Παλιό βαγόνι αποθήκη ταξιδιών
αποσκευές ανέγγιχτες
πρόθυμες κάποτε για αναχώρηση
από την ετυμηγορία του χρόνου ατελέσφορη.
Η γυναίκα με το λευκό φόρεμα
σε αντίστιξη με το σκιερό της είδωλο
μοιάζει τελετουργικά κάτι ν’ αποχαιρετά:
ευσεβείς πόθους, εις εαυτόν εντολές, κρυστάλλους ενοχές.
Το παιδί πλησιάζει. Ακούει μελωδικά ακατανόητα λόγια
συνόδευαν χθες το βράδυ παραδόξως τον ύπνο του
της προσφέρει αντίδωρο ένα μεγάλο ρολόι
τιμόνι για το επόμενο ταξίδι
κλεψύδρα χαρμολύπης.
.
.
Η ΑΓΝΩΣΤΗ ΦΙΛΗ (2015)
Πρόσωπα του μύθου
επάλληλοι διπλοί καθρέφτες
μέσα στο λαβύρινθο του ιστορείν
λόγια φτερωτά τους δίνουν σχήμα και μορφή
επαναλαμβάνουν τα λάθη τους
για να υπάρξουν
θρυλούν τα πάθη τους
σε ευήκοα ώτα
πρόσωπα συμπαγή
αντιστέκονται στων βροτών τα είδωλα
ο ανίδωτος κόσμος της σκιάς
η μοίρα
παρουσία αναπαράσταση
μια ιλιγγιώδης εναλλαγή
απροσχημάτιστη
ψηφιακή νωπογραφία
είδωλα σκιές ινδάλματα του μύθου
μας επινοούν
χαμογελούν με νόημα στις συμπτώσεις
μας δίνουν το άλλοθι
της αποταύτισης
τα πρώτα βήματα
του δικού μας πεπρωμένου.
.
Η Αριάδνη μένει εδώ (2011-2012)
Σπονδή στη Σίκινο
1.
Από το πλοίο αχνοφέγγει του νησιού το περίγραμμα
παίρνω πάλι το δρόμο και την αναζητώ
θα’ χει –λέω- μεγαλώσει
θα σε κοιτάζει τώρα με το δικό της πρόσωπο
χάθηκε μέσα σε ρόλους αλλότριους
μιλούσε με τα λόγια των άλλων
ο χρόνος την τύλιξε σε ένα προστατευτικό μανδύα
την άφησε απέξω από κάθε εξουσίας τα διακυβεύματα
η ιστορία δεν την περιέχει
του ξέφυγα
πέταξα το χρυσό στεφάνι του
κι έφυγα κρυφά μια νύχτα για τούτο το νησί
ένας μύστης του φωτός μου έδειξε το δρόμο
εγώ η ιέρεια των αρχαίων καιρών
ελεύθερη από τα δικά του θεϊκά προστάγματα
ανάβω τις νύχτες τα ταπεινά καντήλια της Παντοχαράς
ο χρόνος απ’ την αρμύρα ξεθώριασε
το φως πέφτει στοργικά
πάνω στις μορφές των ανθρώπων
αραχνοΰφαντο το βλέμμα της
διαπερνά την πύλη των ονείρων
διακρίνει τις αντιστάσεις
τις λεπτοφυείς αποχρώσεις της απουσίας
κι εγώ μια κατασκευή από θραύσματα
παλαιάς ληκύθου στην τέφρα της σιωπής
περιπλανιέμαι στο νησί
ο ρυθμός του κύματος
ο ρυθμός της ζωής μας
«θρήνησε, μόνο αν χάσεις τη θάλασσα»
Αντάμωσα προς στιγμήν την Αριάδνη
παιδούλα στα έρημα καλντερίμια του νησιού
ξερολιθιές, ελιές και σκίνα
στη σαγήνη του λυκόφωτος παραδομένα
εκείνη ατάραχη
«μέσα από δω είναι το μονοπάτι που αναζητάτε
της συμφιλίωσης
το δικό σας μονοπάτι»
Το βλέμμα μου μετρά τα σπίτια
τη γεωμετρία του χώρου καταγράφει η ψυχή
αναγνωρίζει
φυσάει δυνατά
μια δύναμη από το σώμα
με ταξιδεύει
«ξέχασες το τετράδιο και το μολύβι σου»
χώμα οι λέξεις
κοχύλια σπασμένα βότσαλα της αρμύρας
5.
Ανεμόεσσες ελιές κλαίουσες καρτερικές
μια μεγάλη σκάλα από ξερολιθιές
οδηγεί στη Δευτέρα Παρουσία
δυο ανεμόμυλοι στην κορυφή της
ολόγυρα το κόκκινο και το πράσινο των σκίνων
οι τρίλιες των πουλιών
το αγριεμένο κύμα
τραχιά ξύλινη πόρτα
εφτασφράγιστη
και της φωνής σου ο αντίλαλος
απαγγέλλει πεθυμιές
ερμητικές κι ανέγνωρες
«μην ακυρώνεις τη χαρά»
η παραζάλη ο πόθος
να διαβάσεις τη γλώσσα του βυθού
την προφητεία της μεταμόρφωσης
το φωτεινό δίχτυ απλωμένο
μια αγκαλιά γεμάτη μυστικά ψιθυρίσματα
σε καλούν, την εξορία σου θρηνούν
άφησε ν’ αναπαύεται η μάνητα του χρόνου
ζύμωσε με χώμα τα λόγια της καρδιάς
η αδιατάρακτη αιώνια γαλήνη
ξόρκι για των παθών τις θύελλες
θα καταργήσει το μυστήριο του κόσμου
μια παγερή ακινησία
θάνατος της σχέσης του θεού με τον άνθρωπο
«ό,τι αρνήθηκες να δεις, κοίταξέ το»
τα ξεραμένα χόρτα ιερουργούν
στις μελωδίες του ανέμου
επανέρχονται της νοσταλγίας σου
οι εικόνες μία-μία
-το κάστρο, δεν άντεξες ν’ ακούσεις τα μυστικά του
ραγίζει σιωπηλό κι αγέρωχο
το σπίτι βυθίστηκε στου ύπνου τα άχρονα τοπία
και το σκυλί μάταια περιμένει την επιστροφή σου-
ό,τι δεν άφησες ν’ αληθέψει
με το πείσμα του άγραφου πόθου σε κυκλώνει
γυρεύει το αγριεμένο χάδι
το νήμα της ανάστασης
να λύσει τη φωνή σου
ο περίτεχνος ιστός του φόβου πυκνώνει
να σε κρατήσει εκεί για πάντα
μη χαθείς πάλι μες στο λαβύρινθο
ο χάρτης σου –το ίδιο κι ο δικός μου-είναι τούτο το νησί
θάρρος, το κουβάρι να ξετυλίξεις μέσα σου
χωρίς να κρίνεις
7.
Δυο σύννεφα φτερά
από την πένα παλιού δημιουργού
καταγράφουν στα ουράνια τις σκέψεις μας
ψηλά στο Κάστρο
ερημιά και περήφανος αγέρας
χρώματα και σκιές
το πράσινο τόξο του ήλιου
δεσπόζει στον ορίζοντα
καταπίνει τις προσευχές μας
δίπλα μας βράχια απόκρημνα
γκρεμνά αδιάβατα
στην κόψη της στιγμής
ο αγέρας επιμένει
υπενθυμίζει βασανιστικά
την ευθύνη
του
Είμαι
ναι, εγώ είμαι
για όποιον τολμά να εισέλθει
στο δικό του μυητικό ναό
στη δική του άβυσσο
τον πεπτωκότα, τον ταπεινό υπηρέτη της πλάνης
τον εξόριστο του έρωτα
τον αποσυνάγωγο δημιουργό
τον απόκληρο του κόσμου τούτου
Είμαι
ναι, εγώ είμαι
την ίδια στιγμή
μια γυναίκα σαν όλες τις άλλες
Φτάνουμε
στο γήινο ιερό της Παντοχαράς
να’ ρχεται η ψυχή του ποιητή
να απολαμβάνει δειλινό
κι επίγειο παράδεισο
κάπου εδώ βρίσκεται το σπίτι της θαρρώ
μαζεύεται προς στιγμήν όταν οι καταιγίδες των ανθρώπων
συντρίβουν της χαράς τα παραπετάσματα
μετά πάλι κατηφορίζει τα κακοτράχαλα σκαλιά
με του ουρανού τη δύναμη
και της γης την αλάνθαστη σοφία
επιστρέφει ακαταπόνητη, μαχητική
στο πεδίο βολής του καθημερινού βίου
«Αριδήλη, σπονδή στο ναυάγιο του φόβου»
μόλις νυχτώσει ο γαλαξίας φανερώνει
την ουράνια οδό
καθρέφτη του γήινου δρόμου
ο ίδιος δρόμος μέσα σου
τα δέντρα εγκυμονούν τα δώρα τους
η ζωή αποκρίνεται με σεβασμό
στο λιοπύρι της καρδιάς
στο θρίαμβο της αληθινής ανάγκης
θα την ανταμώσω
να δω στο βλέμμα της
την αστραπή του απρόσιτου
η μνήμη να γυρίσει στο άχρονο τοπίο
του έρωτα και της δημιουργίας
να πάρει γι’ άλλη μια φορά απ’ την αρχή τον κόσμο.
.
Η άγνωστη φίλη (2012-2014)
με αφορμή φωτογραφίες του Μιχάλη Διονυσίου
Η μούσα στο ραγισμένο όνειρο
Οι αλήθειες της χρυσή βροχή
φώτισαν τη νύχτα το παράθυρο
το πρωί βρήκε θρυμματισμένα τα γυαλιά
οι πρώτες ηλιαχτίδες κυνηγούσαν τις σκιές
στο μισογκρεμισμένο σπίτι
φορά το καπέλο της σηκώνει το βλέμμα
αγναντεύει με ένα χαμόγελο από ψηλά
αφουγκράζεται τα λόγια της πόλης
καλεί, αναζητά, εντέλλεται
έτοιμη να πάρει το δρόμο
για τα ποτάμια, τα δάση, τις θάλασσες
μέσα από κει να επιστρέψει
αστραπή καίει τον πόνο
γυρίζει αδιάκοπα η ρόδα τη ψυχής
αλέθει ελπίδα και φόβο
βαδίζει στις σελίδες, έξω από τις σελίδες
όλα χωρούν μες στη γραφή
το σπίτι παίρνει σχήμα βαφτίζεται στα χρώματα
του πρωινού ονείρου
θα γυρίσει.
Η άγνωστη φίλη
Ένα τετράγωνο
κάδρο κενό
ένα ερωτηματικό
ένα ξυλάκι κανέλας
ένα κλειδί του χαμένου σπιτιού
από σκουριασμένο σίδερο
τα φυλαχτά της
ο τοίχος
στο χρώμα της γης
ασφαλές, μητρικό, σιωπηλό
όλα όσα συμβαίνουν εκεί είναι κόσμος
ό,τι ποθεί η ψυχή
και σχεδιάζει είναι κόσμος
η σιωπή της
να συντονιστεί με μιαν άλλη
από το ρήγμα κρινάκι της αρμύρας
ο λόγος
ένα τετράγωνο
ένα κλειδί
ένα ερωτηματικό στο λαιμό της κρεμασμένα
μενταγιόν μαγνήτης
προσανατολίζει το βλέμμα
να διασχίσει την απόσταση
μέχρι τον άγριο κήπο της καρδιάς της
πρόσωπο παιδιού
κορμί ανάλαφρο, μίσχος που ισιώνει
να χαιρετήσει τον ήλιο
κάθε φορά σε άλλη πόλη
στα χνάρια του χρόνου κεντάει
φύλλα πλανόδια μαντείες του αιθέρα
σε κάθε τόπο πλάθεται και γεννιέται εξαρχής
καθρεφτίζει στο σώμα του
τα αντιφεγγίσματα της δικής της μεταμόρφωσης
Την είδα στο λυκόφως
μιας καλοκαιρινής μέρας
η άγνωστη αιχμάλωτη της σκιάς μου
μου χαμογελά
στο άδειο κάδρο.
Ο άγνωστος
Περνάει αθόρυβα
αιφνιδιαστικά σχεδόν αόρατος
στο μισοσκόταδο της σκέψης
αφηγείται ελλειπτικά τις ιστορίες του
μου υπενθυμίζει τις απάτητες κορυφές
μην ξεχαστούν
στου πόθου τα περάσματα
δεν πλησιάζει
σημάδι μυστικό
πως ο χρόνος παρατείνεται
άλλοτε αρκεί η σκιά του
για να νιώσω πως είναι πάλι εδώ
αντίστιξη στου δέντρου τη σκιά τη φιλική
σιωπηλά συγχωνεύει στο φως
τα σκοτεινά μηνύματα
ρίξε τα βότσαλα
τις άτυχες αγάπες σου στο δρόμο
να θυμηθείς να γυρίσεις πίσω.
Τα κάστρα της περασμένης μου ζωής
-Τα κάστρα τρέχουν ή εμείς; –
Περνάμε δίπλα τους
με τις πολλαπλές ταχύτητες της μνήμης
μιας περασμένης εποχής
γραφιάδες και γραμματικοί
βυθισμένοι στα μυστήρια
άγνωστων κωδίκων
άσε τα μυστικά να ταξιδεύουν μέσα σου
με τη σοφία τους να μετακινούν τα εμπόδια
τις ετοιμόρροπες ιδέες
τα ολισθηρά σκαλοπάτια
οδηγούν εκεί που οι δονήσεις του χρόνου
θολώνουν σιωπή και ξεφλουδίζουν λόγια
σποραδικές κοσμικές υπομνήσεις
το φίδι ελίσσεται στη ράβδο του ερημίτη
φτερουγίσματα πουλιών
αμφίσημα μαντάτα
με τη βιασύνη του ανέμου περιφερόμαστε
άπληστοι ταξιδιώτες του βλέμματος
αντί ταπεινοί περιπατητές της ζωής μας
ο κόσμος πάλι αλλάζει
η απόγνωση επαγγέλλεται μελλοντικές πολιορκίες
παραλογισμός, η ηδονή των απελπισμένων τιμωρών
ορκίζεται στους αμετάκλητους εμπρησμούς
της αλήθειας μας
παλαιός τους ένοικος κι εγώ
κάθε που γυρίζει ο καιρός
πάντα εκεί
από διαφορετικούς δρόμους
απρόβλεπτες διαδρομές
επιστρέφω.
Ο άταφος νεκρός
Δέντρο μοναχικό
τα κλαδιά του ανοίγονται
σ’ όλα τα σημεία του ορίζοντα
πίσω του μια σειρά κυπαρίσσια
η γραμμή της ζωής
οι ρίζες μπλέκονται βαθιά στο χώμα
από τη ρίζα του ενός ανασαίνει θαρρείς το επόμενο
μόνο σε κείνο κάτι άλλαξε -ας υποθέσουμε-
μια μερική διακοπή της συνέχειας
όλα άλλωστε υπόθεση ερμηνείας είναι
όπως θα έλεγε
ο άταφος νεκρός του φθινοπώρου
κάπου εδώ τριγυρνά
ρίξε τα φύλλα σου και σκέπασέ τον
η ώρα της επιστροφής σήμανε
στη θαλπωρή της γης
οι άγραφοι στίχοι θα ελευθερωθούν
σε ανέγνωρο πεδίο
η συνέχεια του ταξιδιού
χοηφόρος εσύ την άνοιξη
απ’ τα κλαδιά σου οι νέοι καρποί
τα ποιήματα της καινούριας μέρας.
.
Η Μικρή Σειρήνα στην πόλη (2013-2014)
κάποτε έρχεται η στιγμή να ξαναγράψουμε
το παιδικό μας παραμύθι
1.
Διαγώνιες γραμμές
επάλληλα διαδοχικά τετράπλευρα
φωτεινά χρώματα στους τοίχους
το πάτωμα μετατοπίζεται και επανέρχεται
πάντα εντός των ορίων
η γυναίκα ασάλευτη κινείται
σιωπή
απόκοσμη μοναξιά
διαδρομές ιδεών
ο δρόμος φεύγει με ταχύτητα
παρασύρει το σώμα
γίνεται χρόνος ίλιγγος
ανέστια η σκέψη, η αγκαλιά κενή
άθυρμα παλίμψηστο
στα δεσμά της επανάληψης
σκάλες οδηγούν σε τετράγωνα
ανοίγματα χωρίς έξοδο
αναβάσεις
περάσματα φωτός
διάδρομοι σκιάς
το αόρατο δίχτυ στο βυθό
όστρακα, κοχύλια, αστερίες και κοράλλια
εγώ ανάμεσα ούτε γυναίκα ούτε παιδί
προσμένω χρόνια την έξοδο
από του παραμυθιού τις εντολές
στου χώματος και του ουρανού
τον προϋπάρχοντα κόσμο
μια δεύτερη επιφάνεια
οθόνη εγγεγραμμένων εικόνων
χώρος υποδοχής παλαιών εντολών
νοητικό φράγμα
διακοπή της προοπτικής
σε παλιούς θαλασσινούς χάρτες
αποκεκρυμμένη η πατρίδα μου
η μνήμη των κυττάρων ξυπνά
μια ιδέα είμαι στοιχειό της εμμονής
θηλιές οι ερμηνείες μου κόβουν την ανάσα
πάρειμι εν κρυπτώ
ένα κουβάρι λέξεις
υπάρχω
στης πεθυμιάς σου το λεπίδι
χαράζει αύρα
ανθρώπου μοίρα την όψη μου
να φανερώσω στο φως
κάθε παρόν
στιγμή αόρατη ασύλληπτη
το εικονικό της ισοδύναμο
σπάει τα δεσμά του πραγματικού
αναζητά να σχετιστεί μαζί του εκ νέου
φευγαλέες μορφές απροσδιόριστες
ψιθυρίζουν μέσα από το σώμα μου
ακατάληπτες λέξεις χρησμούς
δεν ορίζω το λόγο
μετέωρη λεύκα της θάλασσας
ρίζες βαθιές στην άκρη του ορίζοντα
φυσώ τα άνθη μου στην πόρτα σου
το κρύσταλλο θολό
δεν μπόρεσα ποτέ να δω
την καθ΄ ομοίωσιν εικόνα
της αληθινής ζωής μου
ανεβαίνει τα σκαλοπάτια
οιονεί βωμός
στο δάπεδο ουρές
σκοτωμένων παγωνιών
μικρές τετράγωνες πλάκες
το αναβαλλόμενο ποίημα
κρύσταλλοι φθόγγων
ιδεών ανεμόδαρτες ψηφίδες
συλλαβές σπαράγματα αδόκητων στιγμών
της αγωνίας
η επάρατη σφραγίδα στην είσοδο
τώρα πάλι
οργανώνεται πεισματικά η λήθη
η ανωνυμία του θανάτου
επιστρέφει απειλητική
ασταθής ισορροπία
ο φόβος μολύνει το σώμα
αφανίζει τα πρόσωπα
η Αντιγόνη τρέχει πανικόβλητη στ’ αλώνι
πεδίο μάχης της κρυμμένης ζωής
κυλιέται στα στάχυα η απόγνωση
καθαιρείται ο θάνατος
ως τέλος μιας οργανωμένης ζωής
στην άκρη τα πολύχρωμα λουστρίνια
για την έξοδο
5.
Σε ερείπια σπιτιών
τριγυρνά η γυναίκα άπατρις πια κι ανέστια
μ’ ένα πλατανόφυλλο στο χέρι
αυτοσχέδιο φυλαχτό
σαν αναδεύει ο κίνδυνος τα σπλάχνα
πέτρες σπασμένοι καθρέφτες
καρέκλες με την μοίρα των ανθρώπων
κολλημένη πάνω τους
βαδίζει προσεκτικά στα δωμάτια
σάπια ξύλα, σύρματα, καλώδια
ανάμεσά τους ξεχασμένα ζάρια
απ’ της τύχης τα αζήτητα
στο σφυγμό μου πάλλονται οι φόβοι του
της κάθε έγνοιας το σπασμό
ολημερίς κι ολονυχτίς
το σώμα δοκιμάζει
ακαταπόνητος τεχνίτης
σμιλεύει μέσα μου το όριο της νύχτας
εκεί ακροπατώ μέσα από κει περνάω
με τα ίδια υλικά
δημιουργεί το δέον γενέσθαι
επουλώνει τα ρήγματα του τοπίου
δίνει πνοή στη φθορά
ν’ ανασάνει το ασύλληπτο
μολυβένια σύννεφα τρυπά το μακρινό βέλος
στο δωμάτιο το ουράνιο τόξο
αφήνει αποτυπώματα στον τοίχο
στο κατώφλι της πόρτας σου
φέγγει ο πόθος μου
βαδίζει κάθε πρωί τα βήματά σου
ο ίλιγγος αφήνει μικρές δίνες
ευλογία χρυσού αέρα
μόνο η ανάσα μιλά
πενθεί τα αγέννητα λόγια
το σπασμένο δέντρο
φανερώνει την υλική του αλήθεια
τα κατεστραμμένα κομμάτια
του έργου σου άφησε να μιλήσουν
σε μιαν άλλη διάταξη
εικόνα εαυτού στο φυσικό χώρο
μόνο η μνήμη στα κλαδιά της
τρεμοπαίζει φευγαλέα το μυστικό
χαμόγελο γυναίκας μετά το ναυάγιο
ψίθυροι λουλουδιών στον ενδιάμεσο χώρο
το σήμερα να μην είναι ήδη χθες
επιλήσμον το αύριο μη δραπετεύσει
επιτάφιος θεός στο βασίλειο των μενεξέδων
ο περίπατος έχει τη δική του ανταμοιβή
6.
Η πόλη βυθίζεται στον ασέληνο ύπνο
οι γελωτοποιοί κι οι σαλτιμπάγκοι
τερατώδεις μάσκες μιας αδίστακτης εξουσίας
θα παραποιήσουν πάλι τις εικόνες της ελπίδας
γυρίζει το τσέρκι του χρόνου
τα θεμέλια της γης με το ρυθμό τους
μετατοπίζονται
τα αγριόχορτα σκέπασαν
ολόγυρα τη σπηλιά
απορρίμματα κατάλοιπα παλαιών στιγμών
φράζουν την είσοδο
η σκουριά των άκαμπτων κανόνων
εντυπωμένη στο βράχο
φίλησε τα χείλη μου
οι δονήσεις του βυθού ανάταση και τρόμος
η μνήμη έσβησε την εικόνα του καταρράκτη
του μυστικού σπηλαίου τη γέννηση
πέρασε τη μεγάλη θάλασσα
με ευφρόσυνα λικνίσματα
με παιχνίδια των νερών
τέλος εκ του ασφαλούς
κατέφυγε στα γνώριμα πεδία
η σκέψη ετοιμάζει μιαν έρημο
θρυμματίζεται κάθε εστία αντίστασης
φιγούρες κρεμασμένες με νήματα χρωματιστά
πλήττουν και πλήττονται
κινούνται όπου τα αόρατα χέρια
κάθε στιγμή αποφαίνονται
ένα εύθραυστο πλάσμα
δέρμα από πορσελάνη
πόδια που πατούν στης γης
τα σκουριασμένα καρφιά
στην ενέδρα των ματιών σου
δίχως συνείδηση φύλου
οπτασία αέρινη
σε ρόλο γυναίκας
οσμίζεται απόψε
την αποφορά του καμένου ονείρου
ακούει τα σήμαντρα του κενού
αναλαμβάνει τα ροδοπέταλα
την τελετή της ευτυχίας σου
πίσω από τη σκηνή
ο εξάγγελος
ετοιμάζει την κάθαρση
11.
Ζωγραφίζει τα φτερά του αγγέλου
φύλλα του δέντρου των ευχών
πετούν πάνω απ’ τη θάλασσα
διανύουμε χιλιόμετρα επίγειου χρόνου
στην υπηρεσία του ασήμαντου
μέσα στο θόρυβο διώκτη τύραννο
της εύγλωττης σιωπής
δεν την ακούμε με πόση δύναμη
ξεφλουδίζει την άβυσσο
καθώς υπαγορεύει
όσα η γλώσσα ομιλεί
η άνοδος στη στενή σκάλα
ο τρόμος της ευτυχίας
ράγισαν το όργανο του λόγου
πίσω από το σαθρό κάλυμμα
του οργανωμένου κόσμου
άβυσσος το μη-νόημα
πίσω από το νόημα
τα μάγια πιάνουν αν τα πιστεύεις
η φαρμακεύτρα κι η φαρμακολύτρια
εσύ
ανθρώπινη η φωνή σου τώρα πια
τραγουδά τη μνήμη των ζωντανών πλασμάτων
της άγρυπνης λαχτάρας τα βάσανα φυλλομετρά
η σκληρότητα η ακαμψία
ο εν ζωή θάνατος
δεινός ο άνθρωπος
ποτέ ο θεός
στον καινούριο αιώνα
διφυής κι αμετανόητος ετοιμάζει
πάλι της ζωής του τα ερείπια
το νερό ακούει
το κλαδάκι από το δέντρο των ευχών
μέσα σου μεγαλώνει
θαλπωρή γεμάτο το ρεύμα της ζωής μάχεται
της δυαδικότητας τα εμπόδια
Ο φόβος αγαπά
Το κρυφτό με τη σκιά μας
Ποιεί τα λόγια του έρωτα
αγίασμα λευκού φωτός
υμνωδείς τον πρίγκιπα
της φαντασίας τον καρπό πενθείς
η ζωή του ασφαλής
μες στις παγίδες της επίπλαστης ευτυχίας
στην προκυμαία του ύπνου
μικρές αποδράσεις ψευδαισθήσεων
της ερωτομανούς ψυχής του
εσύ στις δονήσεις της γης
δοκιμάζεις τα βήματά σου
13.
Κουράστηκαν τα λόγια
γυρεύουν έναν ίσκιο να ξαποστάσουν
μέρες φλύαρες φιμώνουν τη σιωπή
να μη μιλήσει
οι κήρυκες του θανάτου διαπρέπουν
οι νάρκισσοι της γραφής
ερωτοτροπούν με τυπωμένες σελίδες
διάζευξη, διαχωριστικές γραμμές, σύνορα
δοκιμασμένα, δόκιμα, αναλογικά, ψηφιακά
σε θάλασσα γη κι αέρα
εμείς -οι άλλοι
ανάμεσα μας αόρατος
ταυτοποιός καθρέφτης
ο κόσμος άνω-κάτω
πάντα το άδικο φονικό
πάντα κάτι λείπει κάτι πονά
η ομορφιά διώκεται
η απουσία της μας κρύβει
τις μαγικές συνδέσεις των πραγμάτων
το ξέφωτο του άλλου λόγου
χαρτιά, σημειώσεις, σενάρια
ακανόνιστα σύμβολα
αντικλείδια, οδηγοί
δεν ωφελούν
λόγιοι, γραφιάδες
μια διαβρωτική εξουσία
με ένδυμα αμνού
το βλέπει καθαρά
τροφή της φωτιάς το παράπονο
της φαντασίας τα απόνερα
τα πήρε η θάλασσα και πάνε
ονειρευόταν τόσο πολύ
ώστε λησμόνησε να ζήσει
πεθυμιές ζείδωρες, απλές και άλλες
μεγαλεπήβολες πιεστικές
άλλοτε πετούσαν με κέρινα φτερά
και άλλοτε χαμηλά το βάρος του νερού τις καταργούσε
από τα έγκατα της γης και τις ακρώρειες του αιθέρα
άλικο και κυανό ποτάμι η ζωή ρέει αδιάκοπα
στις σιωπηλές γωνιές της πόλης
αντιφεγγίσματα αγριεμένης σελήνης
ζωγραφίζουν αλλόκοτα σχήματα στην άσφαλτο
φευγαλέα οδόσημα της μνήμης
μια πληγή βαθιά αποκοιμίζουν τη νύχτα οι άνθρωποι
η σκιά αίφνης εγκαταλείπει
τον αταξίδευτο ταξιδιώτη
ρίξε τη σχεδία στα απάνεμα νερά
το σώμα ξέρει τη διαδρομή
η άλλη οδός ευδαιμονίας
16.
Σκιές οι άνθρωποι περιφέρονται
στον πύργο των νέων εποχών
αιωρούνται σ’ ένα σύννεφο
κάπου
περίπου
ανάμεσα
χωρίς συντεταγμένες
στο ίδιο σημείο
ο ήχος του όπλου
η οσμή του αίματος
η λαιμητόμος στη σκιά
το γύρισμα του κύκλου
στην οθόνη των πόλεων
οι ήρωες διασχίζουν την αλήθεια τους
γίνονται ρόλοι
για το βλέμμα των άλλων
οι μισάνοιχτες πόρτες
-δεν κρυφοκοιτάζεις, δεν εκλιπαρείς-
κλείνουν αθόρυβα πια
-το πρώτο βλέμμα έσβησε
της αγάπης το μελάνι-
πίσω σου για πάντα
επαναφορά υλικών στα κοιτάσματα της γης
οι πολύτιμοι λίθοι των δακρύων
θεραπεύουν μιαν ανέγνωρη δημιουργία
σ του χρόνου την αντιστροφή
νερό της Μνημοσύνης ράντισε
τα σκιερά περάσματα της σιωπής
λευκά βότσαλα φθογγόσημα του δρόμου
τα παρτέρια με τα χρυσάνθεμα
υποκλίνονται στη λευκότητα του φωτός
άλλοτε θραύσματα του ορυκτού κόσμου
λόγια στον αντίλαλο του βουνού
ανεμίσματα προσευχές
αντραλίσματα ενοχές
η φωνή έχει τώρα
τη χροιά όλων των ηλικιών
ρέει όπως μιλά
της σιωπής την ώρα
κλαδάκια γέφυρες ανάμεσα στους θάμνους
τα χρώματα των φύλλων
σμίγουν χωρίζουν και πορεύονται
το καθένα στην ώρα του
με τη δύναμή του
τα προσωπεία αναπαύονται
πάνω τους αποτυπωμένες
ιδέες πεποιθήσεις και βεβαιότητες
μια μικρή υπόκλιση αποχαιρετισμού
έξοδος στην πόλη χωρίς ψιμύθια
με μιαν έκφραση απορίας
μια αόρατη κλωστή κρατά
την οδό την ανοιχτή
έχεις αφήσει το χέρι
έχω αφήσει τη λήθη
του βυθού το παραμύθι
όλα τίθενται επί τάπητος εξαρχής
Ο τόπος βίαια αλλάζει
ενηλικιώνεται με θυμό και με φόβο
η ζωή αρχίζει έξω από το λαβύρινθο
όταν ο μίτος πέσει στα κύματα
γίνει φανός θυέλλης
ξαποστάσει στους φάρους των λιμανιών
τότε οι άνθρωποι κλείνουν της ζωής τους
τα μισογραμμένα κεφάλαια και αλλάζουν ρότα.
.
ΣΗΜΕΙΟ ΦΥΓΗΣ (2013)
.
ΦΩΤΟ-ΠΑΙΓΝΙΑ (2008-2009)
(Τα ποιήματα αυτά γράφτηκαν για την ομώνυμη σειρά φωτογραφιών του Λάζαρου Ιωαννίδη).
ΕΝ ΑΡΧΗ
α
Φως εν αρχή και δάκρυ
αγέννητο στις κόγχες των ματιών σου
κάπου χάθηκες
και χάθηκε κι ο δρόμος
σκηνοθετείς πάλι από την αρχή
την αναπαράσταση του αθέατου ταξιδιού
από το χάος στον έρωτα και τη μοίρα
χαράζεις το όριο
τις τρεις πρώτες νότες
πρελούδιο σε λα μινόρε
β
Από τα χλωμά νερά της λήθης
μια στιγμή αέρινη
έτοιμη να διαλυθεί στο φως
δάκρυ εγώ φωνήεν
στις χορδές της άρπας συλλαβή της αγωνίας
άθυρμα στη δοκιμασία των χρωμάτων
μεταμορφώνομαι
κόσμημα και νιο φεγγάρι
πίσω από τα σύννεφα της σκέψης σου
ανατέλλω και ο ουρανός σου πλημμυρίζει
αντιφεγγίσματα
αδικαίωτων στιγμών
γ
Δέσμη φωτονίων επί του ύδατος ορθρίζει εκ νυκτός μια σταγόνα μια νότα παίρνει φως κίνηση αργή τελετουργική στους ανέγνωρους ρυθμούς του σύμπαντος απ’ αυτήν φωτίζεται μια άλλη κι ύστερα άλλη η σκέψη ρέει ανακαλεί το άνυδρο τοπίο απολύει στον αέρα τα πάθη της μια λάμψη όλα μια εύθραυστη στιγμή η γέννηση
ΣΙΩΠΗ
α
Ήχος οξύς διαπεραστικός
αιφνιδιάζει τη γαλήνια κιβωτό σου
επιθανάτια κραυγή
από έγχορδο ημερών αρχαίων
το μάγεψε η σιωπή
να μην ηχήσει ποτέ ξανά
τις απόκοσμες μελωδίες του
η μνήμη του φυλακισμένο φως
επιλήσμων λόγος
προφητικός
ατενίζει το δικό σου τρομαγμένο καθρέφτη
αφανίζει το είδωλο
σε καταργεί
απορροφά τους ήχους
όλα τα έγχορδα της ορχήστρας
παράγουν σιωπή
μια ασίγαστη παύση
εκρηκτική
β
Εγώ η σμιλεμένη κίνηση
η απολιθωμένη μουσική
των άχρονων καιρών
εγώ η άλλη σου όψη
η εν τω κόσμω ηττημένη
μεγεθύνομαι
τρομακτικό τοτέμ
αυτοσχέδια πύλη
της απαγορευμένης υδάτινης πολιτείας σου
από την πλησμονή των δακρύων φλογίζομαι
εγώ το ακυρωμένο ρήμα
στο οχυρό της εξορίας μου
τρομάζω το θαύμα
να μη γεννηθεί
γ
Το άγνωστο γυρεύει υπόσταση περίοδοι σιωπής με ανοιχτό το τραύμα της επανάληψης μέχρι από το χωνευτήρι της να βγει τρυφερό φως απ’ τις χαραμάδες της συνείδησης διαρκώς έρχεται και φεύγει αλλάζει χρώματα διάθεση αντιφατικά μηνύματα η συνείδηση της δημιουργίας
BLOW UP
α
Κάπου στις μακρινές διαδρομές της σκέψης σου
ζείδωρες εκρήξεις
της ύλης φωτεινές
χρωματίζουν νύχτες την αγρύπνια σου
η θραύση της κρυστάλλινης σφαίρας
με το μεγάλο μυστικό
η συντριβή της ομορφιάς
στο παράθυρο σου
να εικονίσεις το Αδύνατο
ένδροσος ανατολή
και μ’ ένα κλικ της μηχανής σου
από τα ίδια υλικά η νύχτα
χάντρες της τύχης
ζαριές προφητικές
απ’ το πηγάδι κρύσταλλοι νερού
θρυμματισμένο φως τα λάθη σου
προμηνύουν δυσανάγνωστα μηνύματα
β
Το δάκρυ εγώ το μετά την έκρηξη
πολλαπλασιάζομαι γαλήνιες ψηφίδες
αναδιατάσσονται ποιούν
τη λιμναία γη των ονείρων σου
καλειδοσκόπιο αισθημάτων
γίνομαι φθόγγος
μιλώ στον άλλο φθόγγο
ξεψυχώ και ανασταίνομαι
στο άλλο μέτρο
πενθώ τη δρόσο που μαραίνεται
η μελωδία αλλάζει
στρόβιλοι ήχου
ζοφερά ηχοχρώματα
σιντριβάνια φωτός
απειλή της ομορφιάς
στη μέγιστη ένταση
έντρομη γαλήνη
μια στιγμή κι ο χρόνος έφυγε
προβολή στο ακίνητο σημείο
στο φινάλε μιας παρατεταμένης παύσης
γ
Το ποιείν ανάγκη εξόδου από το λαβύρινθο στο ένδον σκότος αναζήτηση του ζωτικού κέντρου μια απροσδιόριστη στιγμή όλα ξεκινούν τότε που είναι ορατό το φωτεινό τους τέλος η ακύρωση η ύστατη δικαίωση περιπλάνηση στη γαλήνια νήσο με το βελούδινο φως επί των υδάτων η ένωση αδιατάρακτη ενότητα όλα αίφνης απλά
ΑΝΤΙΚΑΤΟΠΤΡΙΣΜΟΙ
α
Μορφή τυπωμένη στην πέτρα
των ονείρων σου
ρήγματα που τα ένωσε
η μνήμη και ο χρόνος
ιέρεια του ακατάληπτου πάθους
του τρόμου και της ηδονής
Αριέτα τραγούδι
από τις στοές του ουρανού και της συνείδησης
το χέρι της
δεν τόλμησες να αγγίξεις
πήρε φως
και στο παράθυρο χαράχτηκε
δενδρίτις
η άλλη όψη
κουλουριάζεσαι εσύ αδέσποτος κύκλος
στο χλοερό καταφύγιο
διάστικτο φωτεινές ψηφίδες
της αλήθειας τα θραύσματα
μάταιη η λύτρωση του ύπνου
β
Αναζητώ να καθρεφτίσω τις εικόνες
μέσα από τις ρωγμές του φανερού
γεωμετρημένου πεδίου
και του αφανούς που εκλύεται
άμορφο από τα σπλάχνα της συνείδησης
διάφανος έντυπος αστήρ
στις ανείπωτες συλλαβές
ο λόγος μου
ρυθμός φως
αιφνιδιάζει τα όρια του κήπου σου
οι ιριδισμοί στα μαλλιά μου
αντικατοπτρισμοί του φόβου σου
σκεπάζεις της καρδιάς τις εικόνες
μ’ ένα λευκό σεντόνι
σκιές διψασμένες
για μια ρυτίδα φως
γ
Το βλέμμα εστράφη στα οπίσω και οι μορφές συνετρίβησαν η σιωπή που ακολουθεί την τρομερή επιβολή της συμμετρίας μετά τον κατακλυσμό του αιφνίδιου αλλά επιμελώς αναμενόμενου πόνου οι λέξεις αφετηρία των σκέψεων υγραίνονται δυσανάγνωστες αφήνουν στο χαρτί άτεχνα σύμβολα ξεθωριάζει το μελάνι αποσιωπητικά θησαυρούς μηνυμάτων ο έχων όμματα ιδείν ιδέτω
.
ΣΗΜΕΙΟ ΦΥΓΗΣ (2010-2011)
Στη μητέρα μου
Καλοκαιρινό πρωινό
η πόλη κρύβεται στην καταχνιά
ο άγγελος αποκοιμήθηκε στη σκάλα
κουράστηκε να περιμένει
την ιδεατή μεταμόρφωση
η αναχώρηση έχει πλέον ολοκληρωθεί
εμέ δε χλωρόν δέος ήρει
τα πρόσωπα της ζωής σου ξεθωριάζουν
μορφές διάφανες αλλοτινών καιρών
σήμερα ερωτηματικά
χωρίς απάντηση
μισο-ειπωμένες αφηγήσεις
ιστορίες μετέωρες
γυρεύουν μορφή
να καθρεφτιστούν εντός της
να πιστέψουν πως υπήρξαν
στα νούφαρα του πρωινού ονείρου
γλιστρά ο χρόνος
στου φωτός τα χρώματα
αποκαλύπτεται κι αίφνης
διαγράφεται μεμιάς
λοξοδρομούν οι ερμηνείες
τα αδιάκριτα βλέμματα
εμμένουν στις προφάνειες του εαυτού
κάθε προσωπική ιστορία πολύπλοκη
εκεί που την αντιλαμβάνεται η γλώσσα
εκεί τη χάνει
σπαραγμός του απλησίαστου
οι λέξεις γυρεύουν αδέξια να ζωγραφίσουν
ένα μετακινούμενο ίσκιο
παιχνίδι του φωτός
ό,τι αντιστέκεται στη ζωή
χρυσές κλωστές στη θάλασσα
θα διαγράψει την τροχιά του
ίχνος κανένα
το άγνωστο παραμονεύει
ξεφεύγει
κι εσύ στο κατόπι του πάντα
σκιές φιλικές
του λόγου καλείς
να επιστρέψουν
να πάρεις επιτέλους θέση στη ζωή τους
οι λέξεις τους
εκμαγεία των δακρυσμένων ονείρων
κι όμως κι εσύ στις ίδιες λέξεις κολυμπάς
στις ίδιες λέξεις πνίγεσαι
ποίηση η εν δυνάμει γλώσσα
μέσα στη γλώσσα
πλανόδιοι ήχοι
συνθέτουν τους ρυθμούς
τις μελωδίες της σκέψης
αποδεσμεύουν σκηνές του καθημερινού βίου
δίνουν του αγέρα αφή
να αγγίξει τα τοπία της αληθινής ζωής μας
ανοίγει το βήμα του ο χρόνος, ολοένα επιταχύνει
ο ένας μήνας σβήνει μέσα στον προηγούμενο
κι ο επόμενος είναι ήδη παρελθόν
η ενηλικίωση των στίχων μου
προκαλεί την αναμέτρηση
με το σήμερα
«Ο πονεμένος δεν μπορεί ποτέ να ησυχάσει
Γιατί του φαίνεται συχνά τον κόσμο πως θα χάσει».
I.
Ψηλαφώ τους τοίχους
τα έπιπλα
η σκιά της
περιφερόταν μέσα στο σπίτι
χρόνια πολλά αγριεμένη
κι ύστερα παραδόθηκε
στο πείσμα του καιρού
αφιλόξενη εξαρχής για σένα
η πολιτεία της ομίχλης
η σκιά της γυναίκας
φάσμα πιο υπαρκτό
κι από την ύπαρξη.
τρεμοσβήνει
στροβιλίζεται
κρύβεται
απειλεί
κλυδωνίζεται
άγνωστη και σιωπηλή
μέχρι το τέλος
η σκιά της μητέρας
στα εξώφυλλα των βιβλίων
μέσα στις λέξεις
στα λευκά περιθώρια των σελίδων
η γαλάζια πόρτα έκλεισε
πίσω σου για πάντα
άφησε απέξω τη θάλασσα
δεν πήρε τίποτα μαζί της
μόνο μια αλλαξιά ρούχα
όπως τη μέρα που ήρθε στην υγρή πόλη
του θανάτου της
τα όνειρα άνοιξαν τα μυστικά τους
πλημμύρισαν οι τοίχοι φως
το σπίτι έγινε ουρανός
μικρά άστρα λαμπυρίζουν στους τοίχους
αιωρούμενα φύλλα διαπερατά σύννεφα
οι σκέψεις ανεξίτηλες
υπενθυμίζουν
την απουσία
δεν φοβάσαι απόψε το σούρουπο
κατοικείς επιτέλους στο όνειρο
αγάπη
το διαμπερές τραύμα μιας λέξης
IV.
Κυνηγάμε το φεγγάρι το πλοίο φεύγει
η αναμέτρηση σιμώνει
το λάφυρο του μισεμού σου
επιστρέφει ν’ αναζητήσει τα ίχνη σου
εγώ αντί για σένα
θα περάσω το κατώφλι του σπιτιού
να ψηλαφήσω το σημάδι της σφαίρας
ο παγωμένος χρόνος να δακρύσει
δρόμοι στα κύματα
γραμμές της μοίρας
στην ώρα τους όλα
μισόγιομο φεγγάρι
τιμόνι θυέλλης
μια στιγμή μια ελάχιστη πνοή χρόνου
κι όλα τα σενάρια ανατρέπονται
ο ενδόμυχος χάρτης έχει ήδη σχεδιάσει τη διαδρομή
κι όμως ο έλεγχος χάνεται
το έδαφος υποχωρεί
κι είσαι αλλού για κάποιο λόγο
που ίσως να μην τον ανακαλύψεις ποτέ
συνεχίζεις την αλυσίδα
γυρίζεις γύρω από το ίδιο σημείο
αναζητάς την έξοδο
χωρίς εσένα τίποτα δεν προχωρά
η ευλογία της ζωής διαχέεται στο σύμπαν
γκρίζες πέτρες και καφετιές
στου νερού το διάφανο σεντόνι
το δέντρο γέρνει να κοιμηθεί
τον ύπνο σου να ταξιδέψει
εκεί που λύθηκαν τα γόνατά μου
εκεί που το κλειδί χάθηκε
κι εγώ παίζοντας τη νιότη μου στα ζάρια
το γύρευα στις πιο απίθανες κρυψώνες
του καλογυμνασμένου νου
δεν κοίταξα ποτέ τα μάτια σου
να μου το φανερώσουν
να σε τυλίγει το φεγγαρόφωτο σφιχτά
σαν ν’ αγκαλιάζεις τη μοίρα σου
το χωριό χαμένο στις ελιές
ταπεινά αναπαύεται το μεσημέρι
ωστόσο βαθιά από το χώμα
έρχονται ίσκιοι μακρινοί
-χορός ιερατικός ενός σύγχρονου δράματος-
να αφηγηθούν την ιστορία τους
ο ήχος του νερού
από τη στάμνα
μετράει τις στιγμές
οι συλλαβές του αργαλειού σου
σχήματα ακατανόητα
οι λευκές ίριδες του κήπου
ανοίγουν ένα ήσυχο μονοπάτι
από την ευωδιά τους γεννιούνται λέξεις
οδοιπόροι του πουθενά και του απείρου
στην ευωδιά της αρμπαρόριζας εσύ
η χάρη σου στη γεύση του κυδωνιού
στου πηγαδιού τη σιωπή
η σιωπή σου
στην αφή του βοριά αντραλίζομαι
στον ήχο της ροδιάς μερώνω
προσμένω ένα νεύμα σου μυστικό
να διασώσω τα ανείπωτα
στο δακρυσμένο βλέμμα
μιας νεαρής γυναίκας
θωρώ το παράπονό σου
την αντανάκλαση της συγγνώμης μου
σου μιλώ και τα λόγια μου δεν έχουν ήχο
τα μενεξεδένια βουνά της πατρίδας σου
δίνουν χρώμα στην καταχνιά του θέρους
ύπνος γλυκός στη μυθική αγκαλιά της μητέρας
η έσχατη παραμυθία
ο μοβ κρύσταλλος
ανασαίνει τη γαλήνη
………………………………………………………………………………………………………
«Χίλια παραπονέματα στα χείλια μου γραμμένα
Μα δεν μπορώ να σου τα πω μόνο να πιάσω πένα».
Δε μιλάς στο χαρτί
η στιγμή καταγράφεται
κι ευθύς διαλύεται
σε άδηλο χρόνο
τα βλέμματα των άλλων υπαγορεύουν
επιβάλλουν ενίοτε ερμηνείες αλλότριες
η λέξη μια δόνηση
ο στίχος μια μικρή ρωγμή
ο λόγος δείχνει
ο αντίλαλος των λέξεων
η δική τους αλήθεια
η δική σου
των άλλων οι αλήθειες
γλιστρούν ελίσσονται
διαλύονται και ξανασμίγουν
η άηχη φωνή του είναι
ταράζει τη σιωπή
μηνύματα του αγνώστου
ανέλπιστα οικεία
και την ίδια στιγμή μυστηριώδη
η ζωή στη διαύγεια
όπως όταν το φως του απογεύματος
πέφτει εαρινό στα φύλλα του πλατάνου
μια λάμψη απόκοσμη και τόσο αληθινή
σαν να βλέπεις από μέσα το σώμα σου
η ροή της ζωής
μια χαραμάδα στη συνείδηση
η γαλήνη
τα ανεπαίσθητα θαύματα που σε μαγεύουν
άνοιξε τα μάτια
δώσε χρόνο στο βλέμμα
να κοιτάξει το λουλούδι που ανασαίνει
πίσω από τις λέξεις
ένα άχρονο υποκείμενο αφανές
υπαγορεύει ρήσεις, εικόνες, αισθήσεις
το μυστήριο του κόσμου
στα σπήλαια της ενδόμυχης νύχτας
η παγωμένη αγάπη
σχηματίζει διάφανα κοράλλια
δαιδαλώδεις σταλακτίτες
πολύπλοκα έργα του χρόνου
άδακρυς λόγος
το θήραμα εντός σου διαφεντεύει
ασύλληπτες από το νου
οι μυστικές συνδέσεις των πραγμάτων
δώσε μου λέξεις κοχύλια της παιδικής μου θάλασσας
θροΐσματα δέντρων
πέταξε της τελειότητας
τα μαύρα ρούχα
τα μυστικά σου ο άνεμος
πενθοφόρος δε λησμονά
τα ξαναφέρνει πίσω σε μια αμέριμνη στιγμή
οι λέξεις
μεταμορφώνουν
στο βλέμμα σου το άγγιγμα της μέρας
δυσανάγνωστος κόσμος
η γλώσσα ομιλεί
συμπυκνώνει το αίνιγμα
τη μεταμόρφωση
στα χέρια σου κρατάς το όνειρο
εύθραυστο όπως πάντα
φόρεσέ το και βάδισε θαρρετά
από αχαρτογράφητες περιοχές
από τα βάθη του χρόνου
έρχεται η ευχή της γυναίκας
μέσα στη ρευστότητα
να πάρει σάρκα και οστά
ο λόγος κι η κραυγή γίνονται μοίρα
στα κελάρια τους ωριμάζουν οι ποιητές
το ποίημα επινοεί
το ποίημα επινοείται
κι ανάμεσα εσύ
αληθεύεις
.
ΛΕΥΚΕΣ ΣΥΝΟΜΙΛΙΕΣ (2010)
Λευκές Συνομιλίες Ι
[2005]
Το σκηνικό επαναλαμβάνεται
πάλι η βροχή
τώρα στην άλλη πόλη
επιλήσμων άγγελος
διπλώνει φθαρμένα ειλητάρια
η ύλη των ειδώλων
η ύλη της νόησης
ο ένας απέναντι στον άλλο
οι σελίδες μας αγγίζουν η μία την άλλη
στροβιλίζονται οι λέξεις
η εγκατάλειψη του εγώ στη ροή
των λέξεων
κοιτάζω εσένα
κοιτάζεις το μαύρο μελάνι να τρέχει
στο χαρτί
ροή του χρόνου
οι λέξεις αγωνίζονται να επιβιώσουν
(ο πυθμένας με τα μυστικά όστρακα
και τα δροσερά κοράλλια
στα λόγια τον γύρευες να τ’ αγγίξεις
να βυθιστείς να αναδυθείς
στην άκρη τον ορίζοντα
να πάρεις το δρόμο τον άγνωστο
δικό σον)
«αυτό το μελάνι
δεν κάνει για μένα
αργεί να στεγνώσει
αν η κόρη μου βάλει στο στόμα της
τις μαύρες λέξεις
θα κινδυνεύσει» είπες και
όλα άγγιγμα δύναμης ιερής
κι όλα ζωή είναι
να βλέπεις σημαίνει
να δημιουργείς το παρόν
να κρατήσεις
ό,τι επέπρωτο να χαθεί
ν’ ανασύρεις το σώμα
[φλεγόμενο στης μακρινής νύχτας
τα συναπαντήματα)
ένα κόμπος στο λαιμό
ο αέρας λιγοστεύει
επανέρχεται η μνήμη της θάλασσας
ψηλά από το κάστρο
τα λέπια του ήλιου στο σώμα σου
μια πόρτα κλείνει
διάτρητο φιλί
στο τρυφερό αγκάλιασμα
το χάος δείχνει την αύρα του
κάτι χάθηκε
-θάψον τους εαυτού νεκρούς-
γεννά την αναζήτηση
κάτι να βρεθεί
(χαρτοκόπτης
απελευθερώνει άγραφα ποιήματα
αίμα στα δάχτυλα
αντηχείο των αισθημάτων)
-Τι με κοιτάς;
-Για να μην ξεχάσω τη μορφή σου
διάλογος σε σκηνικό ονείρου
(το σώμα θυμάται
ό,τι δεν έζησε
κι όλα τώρα συμβαίνουν)
το φίδι γλιστρά πάνω στα ρούχα σου
δεν το φοράς
δεν το εγκαταλείπεις
το σώμα αντιστέκεται
στην τρυφερότητα
τα λόγια τα λόγια
το καταφύγιο των αδύναμων ψυχών
γεμίζουν τον αέρα
στις ραγισματιές των λέξεων
περιπλανώμενος άγγελος
διαβάζει τα ανείπωτα
το μαρτύριο του ατελούς
του ατελούς η ασφάλεια
τα πανάκριβα δώρα
της ένδειας
εγώ σιωπή
εσύ μιλάς αυτάρεσκα παντού
αλήθειες πικρές
εμβαπτισμένες
σε εγγλέζικο φλέγμα
παίρνουν άλλο επίχρισμα
(το σώμα απεικονίζει
ό,τι η ψυχή φυλλορροεί
το φως κι οι σκιές τον προσώπου
κοχύλια-θραύσματα
λόγου ρυτίδες)
υδατογραφίες σε μαύρο φόντο
στο βλέμμα μας γειτνίαση χρωμάτων
σχήματα της απώλειας
τετράγωνο προσοχή κι αναζήτηση
κύκλος επιστροφή στην ενότητα
ρόμβος του πόθου γυρίσματα
το ένα χρώμα πάνω στο άλλο
τονικές διαβαθμίσεις των ήχων
τα χρώματα η παλέτα της σκέψης σου
διάχυση του χρώματος
ρευστότητα των γραμμών
ο άγγελος κρατά δυο φλογερούς τροχούς
και γυρίζει
ένα ψυχρό ρεύμα εκπορεύεται
ακινητεί την εικόνα
να μιλήσεις μέσα από μένα
να με διαβάσω μέσα απ’ τα λόγια σου
ηχώ της φωνής μου
(το σώμα πάλλεται
στο μάρμαρο του ονείρου
διαγράφονται τα νεύρα οι μύες)
στους δρόμους της πόλης
κάποτε το χέρι σμιλεύει το τίποτα
το ανύπαρκτο και φτιάχνει ύλη
άσε στη γλώσσα ένα λεπτό πέρασμα
ν’ αναπνέει ο λόγος
αέρας και φως ο άγγελος
ορά το ανομολόγητο
ο στο άθροισμα του πριν και του μετά
άλλος έξωθεν
ο άλλος εντός σου
ο τρελός
ο ξένος
ο άντρας εντός σου
ο άλλος άλλη εσύ
το τίποτα που σε ορίζει κάτι
το τίποτα μέσα σου
όλα αεί τώρα
(το σώμα εξεγείρεται τα
ο άλλο σώμα
δέος αντίπαλον
εκβάλλει και σ’ οδηγεί
στη δική σον θύελλα)
ο άγγελος έβγαλε τα φτερά του
αμήχανος
δεν βρήκε κουράγιο να πετάξει
καταγράφει τις σκέψεις σου
ζωή σου ό,τι σου λείπει
κι ό,τι δεν έχεις ζωή σου κι αυτό
το υπέρτατο αβίωτο
η δημιουργία
κι όμως μέσα από τις λέξεις μαθαίνεις
αυτό που είσαι κι αυτό που υπάρχει
κατά τα άλλα η ζωή σου δεν έχει θέμα
μάταιες συναντήσεις και συναναστροφές
λιποτάκτης
ο θεός και ο άνθρωπος τραχύς
των θαυμάτων δραπέτης
οι φίλοι σου οχυρώνονται σε
μικρόκοσμους εξουσίας
συμβατοί με το ρόλο τους
εν μέσω ασύμβατων συναισθημάτων
δεν υπάρχει πόλη-ιστός να κινηθείς
το πότε γράφεις
το πότε πράττεις
πότε συναντάς
αυτό που γυρεύεις
ανήκει στα μυστικά της ζωής
(λύπη λύπη κλειδωμένη
κάποια στιγμή-ποτέ
δεν θα καταδεχτείς να δραπετεύσεις)
………………………………………………………………………………………..
στη γη
στο εκάστοτε εδώ και το τώρα
ονοματίζει
τη ροή του ανέκκλητου
(μ’ ό,τι αυτό για σένα συνεπάγεται)
το μελάνι χύθηκε στο χαρτί
έπνιξε τις μαύρες λέξεις
(στη λευκή άμμο της συνείδησης
ο βοριάς σηκώνει
νομίσματα θραύσματα ροές ψηφίδες
του καιρού μηνύει
άλλη γραφή άλλη ανάγνωση)
στο δωμάτιο σπάει
αλάβαστρο το φως
ανέγνωρο φτερούγισμα
ο εκλιπών άγγελος της αστραπής
και του μοιραίου πόθου
υπενθυμίζει το αίτημα
να πάρει ο λόγος βήμα
πέρα από εγώ
πιο πέρα από εδώ
ενδότερα από τώρα
σαν τίποτα να μην είναι όπως ήταν
-δεν είναι
-είναι
{άρωμα ξύλου ταξιδεύει
στο σώμα σον
ο χρόνος πετά φύλλα
στιλπνά φεγγάρια μεταξένια)
η βία του νέου κόσμου
χρώματα εκτυφλωτικά
ήχοι εκκωφαντικοί πανομοιότυποι
αντι-τρόμος
αντι-κόσμος απατηλός
το άλεκτο και ερήμην ημών συντελείται
δονείται η λευκή άμμος της συνείδησης
ό,τι βλέπω και αποσιωπώ στοιχειώνει
ό,τι μιλώ και αγνοώ απομαγεύεται
γυρεύει εκ νέου τη σύνθεση
(το ποτάμι αργοσαλεύει
περιμένει τα νερά της βροχής
να το ανανεώσουν
μη βαλτώσει μη στερέψει
μη)
ο λόγος – ο κόσμος
can poetry matter?
Λευκές Συνομιλίες ΙΙ στη Β.Μ.
[2006]
Τώρα
μόλις δύσουν τα χρώματα της σκηνής
το προστατευτικό γυαλί θα γίνει θρύψαλα
Τώρα θα κοιτάξεις το πρόσωπο στα μάτια
μιαν εκδοχή του προσώπου σου
(το φύλλωμα των δέντρων
το δέρμα σον
γυναίκα-δέντρο
θροΐζεις )
φευγαλέα αδιόρατα σήματα
την έφεραν στον ήχο της φωνής σου
έστω μια φορά
την έσχατη
ο άγγελος φόρεσε το χρυσαφένιο δίχτυ
μέθυσε κι αιχμαλώτισε τις μοίρες
έστω μια νύχτα την έσχατη
ένα ζευγάρι μάτια
βλέπουν στον ήχο την εικόνα τους
τότε και τώρα
σαν να στοίχειωσε ο χρόνος
το δωμάτιο -δεν θυμάμαι το χρώμα του-
μίκρυνε πάλι έγινε ένα παλιό
βραχνό ραδιόφωνο
πήρε ρόδινο φως η αίθουσα
θαρρείς υπερκόσμιο
δεν το βλέπουν οι άλλοι
αισθάνονται μόνο την παρουσία του
(μια ελεγεία στο φεγγάρι
βροχή από χρυσές ψηφίδες
στο τετράγωνο παράθυρο)
τώρα θα μιλήσεις
δεν έχεις επιλογή
φεύγει
είδες την παράξενη λάμψη στα μάτια
άκουσες τη δύναμη του μετάλλου
να τραγουδά την επιστροφή
«πάμε κι εμείς στην»… όχι, εγώ μόνη μου πάω.
πού;
ένα βελούδινο σύννεφο
αντιστρέφεται τυλίγει τα άστρα
σκοτάδι ρίξε τη γέφυρα
μόνο ένα ρεύμα υπόγειο
στον αέρα σε πάει
σε τροχιά ελλειπτική
δεν έχεις βήματα μόνο παλμούς
δονήσεις κρουστών
ηχοχρώματα της νύχτας
(στο πράσινο της λίμνης
μειλίχιο φως γλιστράς
πάνω στα νούφαρα ο ύπνος της αγάπης)
τώρα προβολή μιας εκδοχής
ενός ματαιωμένου προσώπου
αποχαιρετισμός ενός εγώ
που δεν άνθισε ποτέ
-δεν τόλμησε ν’ ανθίσει ποτέ-
υπάρχουν κάπου μέσα μας
οι αληθινές βεβαιότητες
αυτές που φορούν τη μάσκα
των υποθέσεων του μη πραγματικού
τα αν… τότε…
ο τοίχος κινείται
μεγαλώνει
το είδωλο σβήνει τη σκιά του
η πόρτα ανοίγει
Ο άγγελος προπορεύεται με μιαν αγκαλιά
φθινοπωρινά χρυσάνθεμα
εσύ με τα χέρια αδειανά
έτοιμη να το βάλεις πάλι στα πόδια
ενώ μια μεταξένια ανάμνηση
αλλοτινού ονείρου
περνά ανέπαφη τα σύνορα του τώρα
διάφανα λόγια από το βλέμμα δραπετεύουν
Πλανήτες στίχοι
αδέσποτοι
του κύκλου αγγελίσματα
γυρεύουν να εγγραφούν
στο ακατέργαστο ποίημα
ενώπιον σου
ένα καταβεβλημένο σώμα
με τη χλομάδα του καπνού
στο φτιασιδωμένο πρόσωπο
δηλώνει τις συγκρούσεις π
ου συντελούνται εντός του
έλα… μίλησε., η ιστορία της
η ιστορία σου
ασπρόμαυρες φωτογραφίες
κι άλλες με χρώματα και φως
ήχοι μελωδίες
λόγια θαρρείς μαγικά
σε μεγάλα τετράδια
ξαποσταίνουν
απλώνονται δυναμώνουν γεμίζουν το σπίτι
εκεί μέσα ένα κορίτσι μεγαλώνει
στον ίσκιο μιας γυναίκας
ανασαίνει κι ελπίζει
να γίνει η ηχώ του μετάλλου
{όταν το σκοτάδι πυκνώνει
κι όλα τα τέρατα σκιάζουν τον ύπνο σου
μονοπάτια απάτητα της συνείδησης
αχνοψέγγονν δειλά
παλεύεις να επιστρέψεις
δεν ξέρεις όμως πού)
εκείνη αλλάζει, μεταμορφώνεται,
ανεβαίνει τη φωτεινή κλίμακα
μέχρι να αναλωθεί από το φως
και πάλι ηλιαχτίδα να κατέλθει
δημιουργία, έρωτας
χρώματα της νιότης πλεγμένα όνειρα
ο άγγελος καταγράφει την αέναη
κίνηση από το σκοτάδι στο φως
και πάλι πίσω
χρονομέτρης ανάλγητος
τα τετράδια μοναδικός συνομιλητής
αταξίδευτος
αυτοσχεδιασμοί
ηχώ μιας φωνής
κι ενός πυρέσσοντος ονείρου
(τη νύχτα
σημαδεύω τα φανάρια τον δρόμου
σημαδεύω το θάνατο και χάνω το σημάδι)
ήταν αλλά δεν ήταν
είναι ούτε τώρα είναι
βρες τους δαίμονές σου
παραδώσου σ’ αυτούς
.
ΗΧΟΙ – ΑΠΟΗΧΟΙ (2007)
Είσοδος [1998-2000]
αντί προλόγου
Στο μεγάλο ρολόι της πλατείας οι σπασμένοι δείχτες τον
κατάργησαν τον χρόνο.
Η σκιά της Αριάδνης καθρεφτίζεται
τα μεσημέρια στους δρόμους
καβάλα στο ποδήλατο περιφέρεται ανήσυχη
σαν να γυρεύει κάτι
ίσως και η ίδια να μην ξέρει τι.
Αριάδνη, εγώ σου το ‘λεγα
ο θεός σου πέθανε
κι ο ήρωας που λάτρευες παρέδωσε τα όπλα
πάει καιρός, αλλάξαν οι εποχές
τώρα
το κουβάρι ξετυλίγεται πάνω στα βήματά σου
ο χορός του θρήνου
ο θρήνος του χορού
χαρτογραφούν αυτό που είσαι αλλά δεν γνωρίζεις
ο μίτος κι ο λαβύρινθος ένα.
α
Εδώ σε θέλω πώς κάνεις τώρα την αρχή
πώς παίρνεις το ρίσκο να κινήσεις επιτέλους για το σπίτι
με την πίστη αυτή τη φορά πως θα το βρεις
ανυποχώρητη
η γυναίκα μένει πάντα εκεί.
φέρει τα βέλη του φεγγαριού στα κύτταρα
χαραγμένο των αιώνων το πέρασμα
η εστία, η έμπνευση, η ηδονή
η δίχως ενοχή δημιουργία.
Όσο γι’ αυτά που λένε για συνθήκες αντίξοες
για τη φθορά της καθημερινότητας
για την αμφίβολη ροή των πραγμάτων
στην περίπτωσή μας δεν είναι παρά παιχνίδια του μυαλού
για να βρεθείς απ’ άλλο δρόμο
«τεκμηριωμένο»
στο οικείο κι αμετάβλητο
για άλλη μια φορά.
Εδώ σε θέλω, αντέχεις;
α’
Η αρχή έχει γίνει σε μιαν ασύλληπτη στιγμή
τότε που τέτοιου είδους ερωτήματα
δεν τα υποψιαζόμασταν καν
ό,τι ακολουθεί είναι η σοφή της συνέχεια
αμφίσημη όλο παράξενα συναπαντήματα
-αυτό που καλείς τυχαίο-
σε μια προσπάθεια να πειστείς και συ ότι υπάρχει.
Όλα ωριμάζουν αργά
οι στίχοι, τα μεγάλα ταξίδια κι η αγάπη,
στους νευρώνες διαγράφουν
με ακρίβεια την τροχιά τους
κάποτε θα σε φέρουν πάλι στην αρχή.
Τότε η γυναίκα θα πάρει το τόξο και τα βέλη της
θα βγει να σημαδεύει φως
μελί σαν αυτό που φέρνει ο αέρας απόψε
απ’ το μισάνοιχτο παράθυρο.
ε
Κάποτε σ’ αιφνιδιάζει ο χρόνος
με τις ελεύθερες πτώσεις του
ανοίγει πέρασμα
το περίγραμμα του νεκρού θεού
απαγχονισμένο δέντρο
σμιλεύεται και σβήνει
με το ναι και το όχι του φωτός.
Είναι η στιγμή που βλέπεις
πόσα ψέματα μετρήσαν τη ζωή σου
και βγήκε λειψή. Χάθηκε η επαφή, ζητάς
ν’ ακυρωθείς για να υπάρξεις
όπερ άτοπον.
Απόψε η φωνή πιάνεται στο ρήγμα της ψυχής
η μνήμη φως εξ ακανθών και ας
χιονίζει λεύκες σ’ ολόκληρη την πόλη
χιλιόμετρα πιο πέρα
σε μια άλλη πόλη
χιονίζει φωτιά
σε μια νεφέλη ο χρόνος διχάζεται:
η ψυχή παροπλισμένη
δεν λαμβάνει πια τα μηνύματα.
ε’
Όταν λείπει το ζωτικό κέντρο
τι περιμένεις
η ύπαρξη
ξερνάει σκουριά λερώνει όποιον την αγγίξει.
Το κεράκι της Ανάστασης αρνήθηκε
στο σπίτι σον το φως
αντιστέκεται κι ο αέρας αγγελίζει
έαρ φιλέρημο
κάπου υπάρχεις
εσύ ο δημιουργός του ανέφικτου
πόσο δρόμο έχω ακόμη κι αν σε βρω
ύβρις η σιωπή ενώπιον της αγάπης
κι η σπατάλη της δωρεάς έλεος δεν βρίσκει.
Όλα στο σύμπαν καταγράφονται
πορεύονται, μεταλλάσσονται όμως υπάρχουν
αίφνης
θα τα βρεις πάλι μπροστά σου.
αντί επιλόγου
Κατά τ’ άλλα
ο χρόνος συνεχίζει κρυφά την αναρρίχησή του μέσα μας
τυλίγεται γύρω από τα σώματα μέχρι να τ’ αφανίσει
η ζωή επιμένει,
σαρκάζει ανελέητα
ό,τι ανομολόγητο στο βάθος μάς πονάει
και την ίδια στιγμή βάζει τα καλά της και προκαλεί:
όποιος αντέξει.
Αριάδνη,
οι καιροί αλλάζουν
ζητούν τα δικά τους παραμύθια.
.
Ήχοι – Απόηχοι
[2003-2004]
ΙΙ
Ο ενεστώς της αγωνίας
απουσία
η αβάστακτη παρουσία
πέρασαν κιόλας τέσσερα χρόνια
η σειρήνα του ασθενοφόρου
το ράγισμα της γλώσσας
ο αγώνας της μνήμης
να συλλέξει
τα χαμένα βλέμματα
τα κεντρικά πλάνα
η μνήμη υπόθεση ατομική
πεθαίνει μαζί μας;
Ώρα την ώρα εκείνος ιδιωτεύει
απομακρύνεται
κόκκινα φύλλα λουσμένα φως
σταλάζουν στον ύπνο μου
κι άξαφνα ένα αεράκι ψυχρό
με σηκώνει ψηλά
σαν τους χαρταετούς που τόσο αγαπούσες
(θα ήθελες όλα αυτά να είχαν ειπωθεί
η ύστατη εκπνοή τόσο ανώδυνη να ‘ταν!)
Σβήνει μαλακά
ψυχή καταπονημένη από
ολόκληρου αιώνα
τη θύελλα
—ανακάλεσε με—
στην άλλη μέρα
γίνεται εικόνες
αφηγήσεις πολλαπλών αφηγητών
μόνωση
τίποτα δεν φτάνει σε μένα
μόνο
στο φιλόξενο βλέμμα του ζώου
η παραμυθία
της ετεροχρονισμένης ενηλικίωσης
η αλλαγή ρότας
Σ’ ακολουθώ
και μετά την αποχώρηση μου
παίρνω τις μορφές τον αγνώστου
με το μακρύ παλτό και το καπέλο
εμφανίζεται στον ύπνο σου
μιλά σε ακατάληπτες γλώσσες
λόγος ιερατικός
για μυημένους
και σ’ αφήνει
πάλι στη σιωπή
το όλο και το τίποτα
το ακίνητο σημείο
εκεί μάταια επιμένεις να ισορροπείς
μέρες χθόνιες ανελέητες δείχνουν τα δόντια τους
βιάζεσαι το κεφάλαιο αυτό να κλείσει
(τι αφέλεια!)
ή τώρα ή ποτέ
το εξόδιον μέλος
από τη μέσα πλευρά την αθέατη
αρωγός ο χρόνος
συνθέτει
το φινάλε
αδιόρατο
άφευκτο όμως και δικό σου (εντέλει!)
Χ
Χάλκινος ουρανός
κι ένα αργυρό μισοφέγγαρο
γυαλίζουν τα νερά
τα σπίτια στο χρώμα του χαλκού
αντικατοπτρίζουν τα είδωλά σου
με τη σειρά
κοίταξα το πρόσωπο μου
στο παγωμένο χιόνι
κι είδα το πρόσωπο τον πατέρα
βλοσυρό αλλά απελπισμένο
μια τοιχογραφία με ευκρινή περιγράμματα
σχέδια και χρώματα
η στρωματογραφία των επιχρισμάτων
όλα δυνάμει
εγγεγραμμένα εντός μας είναι
τα έργα της ψυχής εγκαταλείπονται, σήπονται
γεννούν άλλα έργα
ο μόχθος επιστρέφει στη γη
το νόημα
το χαμένο σημείωμα
μέσα στην ακαταστασία της καθημερινότητας
και δίπλα σου να ‘ναι δεν το βλέπεις
η ανάμνησή του
κινούμενη άμμος
το δίχτυ να πιαστείς
κι από κει ολοένα δραπετεύεις
«Οι άλλοι πάντα γύρω μου ένα ποτάμι
εκεί βρίσκω τον δρόμο μου κι εκεί τον χάνω»
έλεγες
πλάνη το παρελθόν (πώς να γίνει αλλιώς;)
πλάνη γητειά το αύριο
μια δέσμη ανυπόστατων ελπίδων
ή μήπως όχι απλώς
η ανάγκη της συνεχείας
υπενθυμίζει πως η αναζήτηση
συνεχίζεται εντός της ασυνέχειας
η γλώσσα τολμά
ανοίγει την πόρτα
ρίχνει το κουβάρι στον δρόμο
ονομάζεις τα πράγματα και τις σκιές
(προπάντων τις σκιές)
παιχνίδι στοίχημα
αδήριτη ανάγκη
η εναρμόνιση των τωρινών ήχων
και των απόηχων (εν μέρει)
δημιουργών τους
η σύνθεση του προσώπου
(αγωνιά να ανα-γνωρίσει τα συστατικά του)
να υπάρξει εντέλει
στην πλήρη λόγου σιωπή
.
ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ
ELIZABETH BISHOP
Το Πνεύμα
«Περίμενε. Άφησέ με να σκεφτώ ένα λεπτό», είπες.
Και στο λεπτό πάνω είδαμε:
Την Εύα και τον Νεύτωνα μ’ ένα κομμάτι μήλο,
τον Μωυσή με τον Νόμο,
τον Σωκράτη με τα σγουρά μαλλιά να ξύνει το κεφάλι του,
κι άλλους πολλούς ακόμη από την Ελλάδα,
να σπεύδουν να φανερωθούν στο σήμερα,
μόλις δώσεις εντολή μ’ ένα σου νεύμα.
Τότε όμως εσύ επινόησες ένα ευφυές λογοπαίγνιο.
Ξεσπάσαμε σ’ ένα βροντερό γέλιο.
Εκνευρισμένοι οι βοηθοί σου εξαφανίστηκαν ο ένας μετά τον άλλο.
ο χώρος της συζήτησης άδειασε και μέσα από το κενό, αργότερα
συλλάβαμε – πίσω, πίσω, πέρα, μακριά
τα λαμπερά γενέθλια ενός εύθραυστου αστεριού.
Σονέτο
Παγιδεύτηκε – η φυσαλίδα
στο αλφάδι,
ένα πλάσμα διχασμένο.
και της πυξίδας η βελόνα
ταλαντεύεται και τρεμοπαίζει,
αναποφάσιστη.
Ελευθερώθηκε – του θρυμματισμένου
θερμόμετρου ο υδράργυρος
σκορπά και χάνεται.
κι εκείνο το πουλί με τα χρώματα του ουράνιου τόξου
απ’ το στενό πλαίσιο
του αδειανού καθρέφτη,
ανοίγει τα φτερά και πετάει – όπου
τραβά η ψυχή του – ευχαριστημένο.
Το Βουνό
Το βράδυ, κάτι πίσω μου.
Κάνω να μετακινηθώ για λίγο, χλωμιάζω απ’ το φόβο μου,
ή έχοντάς τα χαμένα, σταματώ και καίγομαι.
Δε γνωρίζω την ηλικία μου.
Το πρωί είναι διαφορετικά.
Ένα ανοιχτό βιβλίο με φέρνει αντιμέτωπο με τον εαυτό μου
τόσο κοντά, ώστε δεν μπορώ να το διαβάσω με άνεση.
Πες μου πόσο χρονών είμαι.
Κι έπειτα, οι κοιλάδες γεμίζουν ασφυκτικά
αδιαπέραστες ομίχλες
σαν βαμβάκι στ’ αφτιά μου.
Δε γνωρίζω την ηλικία μου.
Δεν έχω σκοπό να παραπονιέμαι.
Αυτό ισχυρίζονται πως είναι το λάθος μου.
Κανένας δε μου λέει τίποτα.
Πες μου πόσο χρονών είμαι.
Οι πιο βαθιές διαχωριστικές γραμμές
μπορούν μ’ αργούς ρυθμούς ν’ απλωθούν και ν’ ατονήσουν
σαν τ’ οποιοδήποτε γαλάζιο τατουάζ.
Δε γνωρίζω την ηλικία μου.
Οι σκιές πέφτουν, τα φώτα ανεβαίνουν.
Αναρριχώμενα φώτα, ω! Παιδιά!
Ποτέ δε θα παραμείνετε γι’ αρκετό καιρό.
Πες μου πόσο χρονών είμαι.
Πέτρινες φτερούγες έχουν κατακαθίσει εδώ πέρα
καθώς το ένα φτερό μεταγγίζει τη σκληράδα του στο άλλο.
Τ’ αρπαχτικά νύχια έχουν χαθεί κάπου αλλού.
Δε γνωρίζω την ηλικία μου.
Χάνω σιγά – σιγά την ακοή μου. Οι φωνές των πουλιών
λιγοστεύουν. Οι καταρράχτες
πέφτουν χωρίς να βγάζουν ήχο. Ποια είναι η ηλικία μου;
Πες μου πόσο χρονών είμαι.
Ας αφήσουμε το φεγγάρι να κρέμεται,
τ’ αστέρια να πετούν τους χαρταετούς τους.
Θέλω να μάθω την ηλικία μου.
Πες μου πόσο χρονών είμαι.
.
CAROL ANN DUFFY
Όρθιο γυναικείο γυμνό
Έξι ώρες στην ίδια στάση για λίγα φράγκα.
Κοιλιά θηλές οπίσθια στο φως του παραθύρου,
κι εκείνος στραγγίζει από πάνω μου το χρώμα. Λίγο πιο δεξιά,
Δεσποινίς. Προσπαθήστε να μείνετε ακίνητη.
Η αναπαράσταση μου θα γίνει με κάθε λεπτομέρεια και θα με κρεμάσουν
στα μεγάλα μουσεία. Οι μπουρζουάδες θα μουρμουρίζουν σκανδαλισμένοι
μπροστά στο είδωλο μιας πόρνης του ποταμού. Αυτό εκείνοι το ονομάζουν Τέχνη.
Ίσως να είναι κι έτσι. Τον απασχολεί ο όγκος, ο χώρος.
Εμένα το επόμενο γεύμα. Αδυνατίσατε,
Δεσποινίς, κι αυτό δεν είναι καλό. Το στήθος μου κρέμασε
ελαφρώς, το στούντιο είναι κρύο. Στα φύλλα του τσαγιού
μπορώ να διακρίνω τη Βασίλισσα της Αγγλίας να καρφώνει το βλέμμα της
στο σχήμα του κορμιού μου. Θεσπέσιο, ψιθυρίζει,
καθώς προχωρά. Αυτό με κάνει να γελώ. Το όνομά του
είναι Georges. Μου λένε είναι μεγαλοφυία.
Υπάρχουν στιγμές που δεν συγκεντρώνεται
και γίνεται σκληρός όταν λέω ότι κρυώνω.
Με κατέχει πάνω στον καμβά καθώς βυθίζει κάθε τόσο
το πινέλο του στο χρώμα. Αγοράκι μου,
τα δικά σου τα λεφτά δε φτάνουν για τις τέχνες που πουλώ.
Και οι δυο μας φτωχοί, τα βολεύουμε κάθε φορά όπως μπορούμε.
Τον ρωτώ Γιατί το κάνεις αυτό; Γιατί
πρέπει. Δεν έχω επιλογή. Μη μιλάτε.
Το χαμόγελό μου τον κάνει να τα χάνει. Αυτοί οι καλλιτέχνες
παίρνουν τον εαυτό τους πολύ στα σοβαρά. Τη νύχτα γεμίζω τα κενά μου
με κρασί και χορό τριγύρω στα μπαρ. Μόλις το έργο είναι τελειωμένο
μου το δείχνει με καμάρι, ανάβει τσιγάρο. Λέω
Δώδεκα φράγκα και πιάσε το σάλι μου. Αυτό το πράγμα δεν είμαι εγώ.
Από τη συλλογή “Standing Female Nude”
Μέδουσα
Υποψία, αμφιβολία, ζήλια
φύτρωσαν στο μυαλό μου,
μεταμόρφωσαν τα μαλλιά μου σε σιχαμερά φίδια,
θαρρείς οι σκέψεις μου
σφύριζαν και ξερνούσαν στο δέρμα της κεφαλής μου.
Η ανάσα του γαμπρού όλο ξινίλα και βρομιά
στους γκρίζους θύλακες των πνευμόνων μου.
Είμαι γεμάτη στόματα, γεμάτη γλώσσες,
κίτρινα δόντια.
Έχω σφαίρες δάκρυα στα μάτια μου.
Τρομάζεις;
Να τρομάξεις.
Εσύ είσαι αυτός που αγάπησα,
τέλειε άνδρα, έλληνα θεέ, απόκτημά μου;
αλλά ξέρω ότι θα φύγεις, θα με προδώσεις, θα ξεκόψεις
από το σπίτι.
Άρα πολύ καλύτερα για μένα να ήσουν πέτρα.
Έριξα το βλέμμα μου σε μια μέλισσα που ζουζουνίζει,
μια μουντή γκρίζα κροκάλα έπεσε
στο έδαφος.
Έριξα το βλέμμα μου σε ένα πουλί που κελαηδά,
μια χούφτα σκονισμένο χαλίκι
σκορπίστηκε στο έδαφος.
Κοίταξα μια πυρόξανθη γάτα,
ένα τούβλο
θρυμμάτισε ένα πιάτο γάλα.
Κοίταξα ένα γουρούνι που γρύλιζε,
ένας ογκόλιθος κατρακύλησε
σε ένα λάκκο ακαθαρσίες.
Κοιτάχτηκα με προσοχή στον καθρέφτη.
Η αγάπη επιδεινώθηκε
με έδειξε μια Γοργόνα.
Κοίταξα με προσοχή ένα δράκοντα.
Ξέρασε φωτιά
το στόμα του βουνού.
Κι ήρθες εδώ
με μια ασπίδα για καρδιά
με μια λόγχη για γλώσσα
και τις κόρες σου, τα κορίτσια σου.
Δεν ήμουν όμορφη;
Δεν ήμουν νέα και εύθραυστη;
Τώρα κοίταξέ με.
Από τη συλλογή “The World’s Wife”
Ποιος σ΄ αγαπάει
Ανησυχώ για σένα που ταξιδεύεις μ’ αυτά τα μυστήρια μηχανήματα.
Κάθε μέρα άνθρωποι πέφτουν από τα σύννεφα, νεκροί.
Πάρε ανάσα, εισπνοή, εκπνοή ήρεμα
Ασφάλεια, σιγουριά, το σπίτι ασφαλές καταφύγιο.
Η φωτογραφία σου στο ψυγείο, χαμογελά όταν πέφτει πάνω της το φως.
Διαρκώς οι άνθρωποι παίρνουν φωτιά στους δημόσιους χώρους.
Ησύχαζε εκεί που η δροσιά των δέντρων αφήνει μια μαλακή σκιά.
Ασφάλεια, σιγουριά, το σπίτι ασφαλές καταφύγιο.
Μην ξαπλώνεις στην άμμο κάτω από την τρύπα του ουρανού.
Τόσοι πολλοί άνθρωποι αναλώνονται, γίνονται κομμάτια.
Στείλε μου τη φωνή σου όσο κι αν έρχεται μέσα από τους ωκεανούς.
Ασφάλεια, σιγουριά, το σπίτι ασφαλές καταφύγιο.
Ανέραστοι άντρες και αγόρια ανέστια είναι εκεί έξω όλο θυμό.
Κάθε βράδυ άνθρωποι διεκπεραιώνουν τη ζωή τους με συνοπτικές διαδικασίες.
Βάδιζε στο φως, σπεύδε σταθερά προς το μέρος μου.
Ασφάλεια, σιγουριά, το σπίτι ασφαλές καταφύγιο.(Ποιος σ’ αγαπάει;)
Ασφάλεια, σιγουριά, το σπίτι ασφαλές καταφύγιο.
Από τη συλλογή “The Other Country”
.
PAUL AUSTER
«Γραφή στον τοίχο» (1971-1975)
Παλμός
Ό,τι απομακρύνεται
θα έρθει πάλι κοντά μας
από την άλλη πλευρά της μέρας.
Φθινόπωρο: ένα φύλλο μοναχό
φαγωμένο από το φως: και το πράσινο
βλέμμα του πράσινου πάνω μας.
Όπου η γη δεν τελειώνει,
κι εμείς θα γίνουμε αυτό το φως,
την ώρα που το φως
πεθαίνει
στο σχήμα του φύλλου.
Ορθάνοιχτα μάτια
στη λαχτάρα της μέρας.
Όπου δεν έχουμε βρεθεί
θα βρεθούμε. Ένα δέντρο
θα ριζώσει μέσα μας
και θα ανεβεί στο φως
του στόματός μας.
Η μέρα θα βρίσκεται μπροστά μας.
Η μέρα θα μας ακολουθήσει
μέσα στη μέρα.
Λευκές Νύχτες
Κανείς εδώ,
και το σώμα λέει: ό,τι λέγεται
δεν είναι για να ειπωθεί. Ωστόσο ο κανένας
είναι κι αυτός ένα σώμα, κι ό,τι λέει το σώμα
δεν το ακούει άλλος
μόνο εσύ.
Χιονόπτωση και νύχτα. Η επανάληψη
του φονικού
ανάμεσα στα δέντρα. Η πένα
διασχίζει τη γη: δεν γνωρίζει πια
τι θα συμβεί, και το χέρι που την κρατά
έχει εξαφανιστεί.
Παρόλα αυτά, γράφει.
Γράφει: στην αρχή,
ανάμεσα στα δέντρα, ένα σώμα έρχεται
από τη νύχτα. Γράφει:
η λευκότητα του σώματος
είναι το χρώμα της γης. Είναι γη
και η γη γράφει: το καθετί
είναι το χρώμα της σιωπής.
Δεν είμαι άλλο πια εδώ. Ποτέ δεν είπα
ό,τι ισχυρίζεσαι
πως έχω πει. Κι ωστόσο, το σώμα είναι ο τόπος
όπου εκεί τίποτα δεν πεθαίνει. Και κάθε νύχτα,
από τη σιωπή των δέντρων, το ξέρεις
η φωνή μου
βαδίζει κατευθείαν επάνω σου.
Εσωτερικό
Σάρκα τυραννισμένη
από το ολότελα διαφορετικό.
Και το καθετί εδώ, σαν να ήταν το τελευταίο πράγμα
να ειπωθεί: ο ήχος μιάς λέξης
ενωμένης με τον θάνατο, και η ζωή
αυτή η δύναμη μέσα μου
να χαθώ.
Τα παραθυρόφυλλα κλειστά. Η σκόνη
κάποιου προηγούμενου εαυτού, αδειάζει τον χώρο
που δεν καλύπτω. Αυτό το φως
δυναμώνει στη γωνία του δωματίου,
εκεί όπου όλο το δωμάτιο
έχει μετακινηθεί.
Η νύχτα επαναλαμβάνει. Μία φωνή μου μιλά
μόνο για τα πιο μικρά πράγματα.
Ούτε καν για πράγματα – αλλά για τα ονόματά τους.
Κι όπου δεν υπάρχουν ονόματα –
για πέτρες. Το κοπάδι με τις γίδες
αναρριχάται μέσα από τα χωριά
του απογεύματος. Ένας σκαραβαίος
καταποντισμένος στη σφαίρα
της κοπριάς του. Και το βιολετί σμήνος
από πεταλούδες πέρα.
Στο αδύνατο των λέξεων,
στην ανείπωτη λέξη
που ασφυκτιά,
βρίσκω τον εαυτό μου.
Γραφή στον τοίχο
Τίποτα λιγότερο από το τίποτα.
Μέσα στη νύχτα που έρχεται
από το τίποτα,
για κανέναν μέσα στη νύχτα
που δεν έρχεται.
Κι ό,τι βρίσκεται στο όριο της λευκότητας,
αόρατο
στο βλέμμα εκείνου που μιλά.
΄Η μία λέξη.
Ερχόμενη από το πουθενά
μέσα στη νύχτα
εκείνου που δεν έρχεται.
Ή η λευκότητα μιάς λέξης,
γραμμένης βιαστικά
πάνω στον τοίχο.
.
SUSAN HOWE
Από την ενότητα ” Ο ελεύθερος χρόνος της θεωρητικής τάξης”
Κλονίστηκε η εξουσία της αργυρής εποχής
εποχές έξαψης γρήγορα φτάνουν
και η παλιά βασιλική οικογένεια τόσο
οικεία σε μένα ώστε μοιάζει
διαβάζοντας να ζω την εποχή του σιδήρου
πάλι είμαι πολίτης ξένος άγνωστος
Δημοκρατία ούτε πρόκειται
να υπάρξει ούτε πρόκειται να μην
υπάρξει με καθοριστικό τρόπο ένα μέλλον όχι
Ούτε η χρυσή εποχή της ποίησης
Από την ενότητα “Αρίσβη”
Η φαινομενολογία του πολέμου στην Ιλιάδα
πώς οι άνθρωποι παρουσιάζονται ο ένας στον άλλο όταν
oι θεοί αλλάζουν την όψη των πραγμάτων
Απομάκρυνέ τον χωρίς τη θέλησή του οδηγέ
των Καταφρονεμένων είναι καταδικασμένος με έναν τρόπο μοναδικό
Η θνητότητα σημάδι της ανθρώπινης ιδιότητας είναι οι
βάρβαροι προγονοί μας ο εμπαθής εαυτός μας
Ο κάθε ισχυρισμός οφείλει να υπερασπίζεται την εικόνα του
Η πίστη στην απόδειξη τον οδηγεί προς τα κάτω
***
Η επιβολή των ορίων αναγνωρίζει τον εαυτό της
σαν κολυμπήσεις στ’ ανοιχτά στη θάλασσα Ευρώπη
Ανάμεσα σ’ έναν ερμηνευτή και
το αντικείμενό του στο χώρο της δοκιμασίας της
καρδιάς το ελεύθερο ενδιάμεσο του Μάκβεθ
η βάναυση βεβήλωση ακόμη πιο βαθιά
Πέρασε εκείνα τα τελευταία χρόνια όχι
γράφοντας το έργο του πάνω στη δυστυχία
θυμάμαι τώρα όλες τις στιγμές
θυμάμαι τη μελαγχολία την αναστάτωση
***
Ο ηρωισμός στην Ιλιάδα μια άλλη κατάσταση
ασταθούς ταυτότητας ο Πολύδωρος
βγαίνει στη σκηνή έχει παρουσιαστεί
στην Εκάβη σ’ ένα όνειρο το εξωτερικό
περίβλημα του κορμιού του απομεινάρι
Ενδύματος κομματιασμένου απαλό μάλλινο που σέρνεται
η Εκάβη κι ο χορός απευθύνονται στην
ασπίδα σαν σε τάφο έτσι η μνήμη πράγματι
τον κατακλύζει με ιερό καθαρτήριο ύδωρ
MARIANNE MOORE
Το Παρελθόν είναι το Παρόν
Εάν η εξωτερική δράση έχει παρακμάσει
εάν η ρίμα δεν είναι πια στη μόδα,
θα επανέλθω σε σένα,
Αβακούμ, όπως τότε που στη διδασκαλία της Βίβλου
ο δάσκαλος έκανε αναφορά στον ανομοιοκατάληκτο στίχο.
Είπε – και νομίζω επαναλαμβάνω με ακρίβεια τα λόγια του,
” Η Εβραϊκή ποίηση είναι πρόζα
με κάποιο βαθμό υψηλής συνειδητότητας”. Η έμπνευση δίνει
την αφορμή κι ο στόχος καθορίζει τη μορφή.
Σιωπή
Ο πατέρας μου είχε τη συνήθεια να λέει :
« Οι σπουδαίοι άνθρωποι ποτέ δεν κάνουν μεγάλες επισκέψεις,
έχουν να ξεναγηθούν στον τάφο του Longfellow
ή στα γυάλινα λουλούδια του Χάρβαρντ
Αυτάρκεις όσο κι οι γάτες –
που παίρνουν τη λεία τους παράμερα,
η ουρά του ποντικού κρέμεται χαλαρά σαν σόλα παπουτσιού από το στόμα τους –
κάποιες φορές απολαμβάνουν τη μοναξιά,
και χάνουν τα λόγια τους
όταν ακούνε λόγια που τους προσφέρουν ευχαρίστηση.
Τα πιο βαθιά αισθήματα φανερώνουν τον εαυτό τους στη σιωπή
όχι στην απουσία του λόγου, αλλά στη συγκρατημένη εκφορά του».
Δεν ήταν ανειλικρινής, όταν έλεγε «Το σπίτι μου για σένα ας είναι πανδοχείο.»
Στα πανδοχεία, άλλωστε, δεν μένει ποτέ κανείς, για πάντα.
Τι σημαίνουν τα χρόνια;
Ποια είναι η αθωότητα μας
και ποια η δική μας ενοχή; Όλοι
γυμνοί, κανένας ασφαλής. Κι από πού
το θάρρος: το αναπάντητο ερώτημα,
η καθοριστική αμφιβολία, –
άφωνο κάλεσμα, άηχο άκουσμα – αυτό
στην κακοτυχία, ακόμη και στο θάνατο,
ενθαρρύνει τους άλλους
και στην ήττα της, κεντρίζει
την ψυχή να’ναι δυνατή;
Βλέπει σε βάθος και είναι χαρούμενος, όποιος
αποδέχεται τη θνητότητα
ακόμη και μέσα στη φυλακή του εξεγείρεται
ενάντια στον εαυτό του όπως
η θάλασσα όταν πιαστεί σε κάποιο ρήγμα, παλεύοντας να
ελευθερωθεί κι ανήμπορη να το πετύχει,
παραδίδοντας τον εαυτό της
βρίσκει τη δική της συνέχεια
Επομένως όποιος με δύναμη αισθάνεται
αυτός φέρεται σωστά. Και το πουλί ακόμη
ψηλώνει καθώς τραγουδά, αποκτά δύναμη
η μορφή του εκεί πάνω. Αν και φυλακισμένο,
το ακαταμάχητο τραγούδι του
λέει, είναι ασήμαντο πράγμα η ικανοποίηση
πόσο καθάριο πράγμα είναι η χαρά
Η θνητότητα,
Η αιωνιότητα
.
.
.
Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ
https://www.philenews.com/politismos/prosopa/article/1294040/biktoria-kaplani-o-mitos-ki-o-labyrinthos-ena
Βικτώρια Καπλάνη: Ο μίτος κι ο λαβύρινθος ένα
Μεταίχμιο τιτλοφορείται η τελευταία ποιητική συλλογή της Ελλαδίτισας Βικτώριας Καπλάνη, η οποία θα είναι αυτές τις μέρες στην Κύπρο, με αφορμή λογοτεχνική ημερίδα. Με την ευκαιρία μιλήσαμε μαζί της για ποίηση, αλλά και για κοινωνικά, εκπαιδευτικά και υπαρξιακά ζητήματα.
– Στην τελευταία σας ποιητική συλλογή που κυκλοφόρησε πρόσφατα με τίτλο “Μεταίχμιο”, διαφαίνεται ένα αίσθημα απαισιοδοξίας. Πώς το εξηγείτε; Απαισιοδοξία δε θα το χαρακτήριζα. Διαφαίνεται η αγωνία για το πού ακριβώς οδηγούμαστε ως κοινωνία, ως ανθρωπότητα, τώρα που έχουμε εισέλθει σε μια νέα εποχή, αλλά και η έγνοια για το πώς ο καθένας από μας ως μονάδα διαχειρίζεται τις απώλειες του οικείου κόσμου, τον χρόνο που μετράει αντίστροφα κάθε μέρα, την αγωνία του αγνώστου και την αναγκαία για την εξέλιξή μας πρόκληση εσωτερικών μετατοπίσεων και αλλαγών.
– Το μεταίχμιο (ως όρος) σηματοδοτεί ένα τέλος ή μια αρχή; Το μεταίχμιο δείχνει πώς συνυπάρχει το τέλος με την αρχή, το γνωστό με το άγνωστο, ένα ιδεατό μετακινούμενο σημείο στο οποίο διαρκώς επιχειρείς να ισορροπείς και να κινείσαι.
– Και το δικό σας μεταίχμιο; Το μετέωρο βήμα από την αναβλητικότητα στη δράση, λίγο πριν να ξεκινήσει το επόμενο άγνωστο ταξίδι.
– Λέτε πως κάποτε «οι άνθρωποι κλείνουν της ζωής τους / τα μισογραμμένα κεφάλαια και αλλάζουν ρότα». Οι άνθρωποι αναλώνουμε μεγάλο μέρος του επίγειου βίου μας, κυνηγώντας πολλές φορές εμμονικά αυτό που νομίζουμε ότι είναι ο δρόμος της προσωπικής μας ευτυχίας κι ολοκλήρωσης. Όμως το παιδικό και νεανικό σενάριο χρειάζεται επανεξέταση και αναθεώρηση, ειδικά όταν αποδεχτούμε ότι ο κόσμος δεν γυρίζει γύρω από τις επιθυμίες και τα προσωπικά μας όνειρα! Τότε χρειάζεται να βρούμε το θάρρος ν’ αλλάξουμε ρότα, να δούμε πώς αλλιώς μπορούμε με όλες τις εμπειρίες, τις γνώσεις και τις δεξιότητες μας να παίξουμε υπεύθυνα και με όλο μας το μεράκι ο καθένας το δικό του ρόλο στη μεγάλη παράσταση της ζωής.
– Μία έκδοση στην οποία συμμετείχατε ως εκπαιδευτικός έχει τίτλο «Διαβάζοντας λογοτεχνία στο σχολείο». Πώς διαβάζεται η λογοτεχνία στα σχολεία το 2021, μια εποχή εικόνας, ταχύτητας, κωδικοποιημένης επικοινωνίας και viral; Η Ομάδα Έρευνας για τη διδασκαλία της λογοτεχνίας ξεκίνησε το 1994 ως μια δονκιχωτική προσπάθεια δημιουργικής παρέμβασης στη διδακτική της λογοτεχνίας στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, βασισμένη στις πολιτισμικές σπουδές και στην κριτική παιδαγωγική. Οι προτάσεις της ομάδας για ένα ανοιχτό πρόγραμμα διδασκαλίας της λογοτεχνίας που εμπλέκει δημιουργικά τον μαθητή και το δάσκαλο στην περιπέτεια της ανάγνωσης αντιμετωπίστηκαν αρχικά με έκπληξη, δυσπιστία και καχυποψία, θεωρήθηκαν ανεφάρμοστες και ανεδαφικές, ενώ τώρα έχουν μεγάλη διάδοση, ανανεώνονται και εφαρμόζονται με παραλλαγές από πολλούς εκπαιδευτικούς. Οι δυνατότητες του διαδικτύου υπάρχει μέριμνα να αξιοποιούνται και τα πολιτισμικά προϊόντα της τεχνολογίας να μελετώνται κριτικά και ν’ αξιοποιούνται στη διδακτική πρακτική. Βέβαια, είμαστε ακόμη στην αρχή του δρόμου. Χρειαζόμαστε πιο ανοικτά και ευέλικτα προγράμματα σπουδών, καλύτερη οργάνωση και εμπνευσμένους δασκάλους, που, παράλληλα με την παιδαγωγική και διδακτική τους επάρκεια, να είναι και αναγνώστες της λογοτεχνίας. Δεν αρκούν μόνο οι γνώσεις και οι διδακτικές τεχνικές. Αν δεν αγαπάς αυτό που διδάσκεις, αν δεν έχει σημαίνοντα ρόλο στη δική σου ζωή, τότε τα αποτελέσματα είναι πενιχρά και περιορισμένα.
– Ποιος είναι ο ρόλος της τέχνης και ειδικά της ποίησης σε μια εποχή σαν αυτή που ζούμε; Η τέχνη πάντα μας κρατά σε εγρήγορση. Αντιστρατεύεται τη λήθη του αληθινού μας προσώπου. Η ποίηση είναι η γλώσσα με την οποία μας μιλά το «δαιμόνιο» μέσα μας, το οποίο έχει τη σοφία και τη διάκριση να παρατηρεί τη διάδραση του εσωτερικού με τον εξωτερικό κόσμο, την όποια συμμετοχή μας στα δρώμενα της πραγματικότητας, τη σχέση μας με τους άλλους και να μας υπενθυμίζει σε ποιο σταθμό του ταξιδιού μας βρισκόμαστε. Στην εποχή μας, η αφθονία καλλιτεχνικών δημιουργημάτων αναπόφευκτα δυσχεραίνει τη δυνατότητα πρόσληψης όλων αυτών των έργων, ενώ παράλληλα καλλιεργείται και μια καταναλωτική στάση απέναντι σ’ αυτά, η οποία, αν δεν συνειδητοποιηθεί, αποδυναμώνει τη δραστική τους λειτουργία.
– Παρακολουθείτε την πνευματική ζωή στην Κύπρο; Πώς την κρίνετε; Η γνώση μου για τη σύγχρονη πνευματική ζωή στην Κύπρο περιορίζεται στην ποίηση. Η Κύπρος είχε και έχει σπουδαίους ποιητές. Η πρώτη γνωριμία μου με τη νεότερη κυπριακή ποίηση έγινε την περίοδο των φοιτητικών μου χρόνων, το 1982, σε μια διήμερη ποιητική συνάντηση στη Θεσσαλονίκη, στην οποία πήραν μέρος 14 Κύπριοι ποιητές που πρωτοεμφανίστηκαν με βιβλίο τους στα χρόνια 1960-1980. Ο απόηχος αυτής της εκδήλωσης παραμένει ακόμη ζωντανός μέσα μου. Μετά υπήρξε μια μεγάλη παύση. Από το ξεκίνημα του 21ου αιώνα κάτι θαρρείς άρχισε ν’ αλλάζει. Αρκετοί Κύπριοι ποιητές εξέδιδαν τα βιβλία τους σε ελληνικούς εκδοτικούς οίκους, δημοσίευαν συχνότερα κείμενά τους σε ελληνικά περιοδικά, επομένως οι αφορμές να τους γνωρίσουμε ήταν περισσότερες. Το διαδίκτυο σαφέστατα έπαιξε το ρόλο του, οι εκδηλώσεις της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης σε συνεργασία με την Ένωση Λογοτεχνών Κύπρου μας έδωσαν την ευκαιρία να συνομιλήσουμε με σημαντικούς ποιητές της σύγχρονης Κύπρου. Στη Θεσσαλονίκη, άλλωστε, ζει και ο καλύτερος πρεσβευτής της κυπριακής λογοτεχνίας, ο ποιητής Αντρέας Καρακόκκινος. Στο blog του Ποιητικοί Διάλογοι ανθολογεί και παρουσιάζει Κύπριους ποιητές και φροντίζει να οργανώνονται εκδηλώσεις για την κυπριακή λογοτεχνία.
– Στην Ημερίδα θα μιλήσετε για το ρόλο του τραγουδιού και της ποίησης στο λογοτεχνικό έργο του Στέφανου Κωνσταντινίδη. Αν και όχι απόλυτα σχετικό, θα ήθελα να σας ρωτήσω: Η μελοποίηση ποιημάτων ενισχύει τον ποιητικό λόγο ή οδηγεί σε εκλαΐκευση που δεν ταιριάζει πάντα στον ποιητικό λόγο; Η μελοποίηση είναι μία ανάγνωση του ποιήματος, μια ερμηνευτική στάση απέναντι στο ποίημα. Κάποιες φορές η συνομιλία του συνθέτη με τον ποιητή είναι εκλεκτική και ιδιαίτερα δραστική. Ο συνθέτης τότε απελευθερώνει τον εσωτερικό ρυθμό του ποιήματος, αναδεικνύονται οι αποχρώσεις και τα αρώματα των λέξεων και κατακλύζουν τις αισθήσεις και τη σκέψη του ακροατή-αναγνώστη. Ακόμη ένας εμπνευσμένος συνθέτης μπορεί ν’ αναδείξει λανθάνουσες δυνάμεις του ποιήματος και να διευρύνει τις δυνατότητες της πρόσληψης του. Άλλοτε όμως η μελοποίηση ενός ποιήματος γίνεται σχεδόν ερήμην του κειμένου και το αποτέλεσμα είναι ένα αυτόνομο τραγούδι, που μοιάζει να μην επικοινωνεί με το ποίημα. Στις δεκαετίες του ‘60 και του ‘70 η μελοποιημένη ποίηση έκανε γνωστό το έργο πολλών ποιητών του μοντερνισμού, αρκετές φορές εκλαϊκεύοντάς το, ωστόσο η δυνατότητα που έδωσε σε μεγάλο μέρος του κοινού να έχει μια πρώτη επαφή, έστω περιορισμένη ίσως και περιοριστική, με το ποιητικό έργο δεν είναι αμελητέα και ευκαταφρόνητη. Άνοιξε ένα δρόμο και ήταν πλέον προσωπική επιλογή του καθενός να επιδιώξει μια πιο βαθιά σχέση με την ποίηση.
– Πώς βλέπετε την επόμενη μέρα μετά την πανδημία; Θα βρεθούμε σε ένα καλύτερο ή χειρότερο κόσμο; Το πρώτο ερωτηματικό είναι πότε ξημερώνει αυτή η επόμενη μέρα. Οι κλιματικές αλλαγές και η εμφάνιση πρωτόγνωρων κινδύνων και άγνωστων απειλών δε μας επιτρέπουν τον εφησυχασμό. Η πανδημία έχει ήδη προκαλέσει πολλές ανατροπές σε όλους τους τομείς της ζωής ανθρώπων και κρατών που αδυνατούμε ακόμη να τις συλλάβουμε σε όλες τις διαστάσεις τους και να τις κατανοήσουμε. Η τωρινή στάση μας απέναντι στην πανδημία μας προετοιμάζει για την επόμενη μέρα. Αν δώσουμε την εξουσία στο φόβο, αν συναινέσουμε σε διχαστικές και επιθετικές συμπεριφορές, μη λαμβάνοντας υπόψη ότι ο ιός και οι συνακόλουθες επιπτώσεις της υγειονομικής κρίσης έχουν συλλογικές παρενέργειες στην οικονομία, την κοινωνία και την πολιτική, τότε οδηγούμαστε σε δυστοπικά σενάρια. Η εποχή μας καλεί σε αυτογνωσία και ετοιμότητα. Ο καλύτερος κόσμος είναι ένα ζητούμενο που προϋποθέτει τον επαναπροσδιορισμό αξιών και προτεραιοτήτων αλλά και την παραίτηση από το εγωιστικό μοντέλο παντοδυναμίας και κυριαρχίας έναντι της φύσης και των συνανθρώπων μας.
– Ας κλείσουμε με μια ερώτηση που βγαίνει από στίχους δικούς σας: «Aριάδνη, εγώ σου το ᾽λεγα/ο θεός σου πέθανε/κι ο ήρωας που λάτρευες παρέδωσε τα όπλα/πάει καιρός, αλλάξαν οι εποχές/τώρα/το κουβάρι ξετυλίγεται πάνω στα βήματά σου/ο χορός του θρήνου/ο θρήνος του χορού/χαρτογραφούν αυτό που είσαι αλλά δεν γνωρίζεις/ο μίτος κι ο λαβύρινθος ένα». Δεν μπορούμε να βγούμε από το λαβύρινθο; Έρχεται κάποια στιγμή στη ζωή μας που αντιλαμβανόμαστε ότι είμαστε παγιδευμένοι στο λαβύρινθο, δική μας κατασκευή με υλικά κληροδοτημένα αλλά και ασυνειδήτως επιλεγμένα. Δική μας η επιλογή της εξόδου ή η παραμονή στην ασφάλεια του εγκλεισμού.
Η Βικτώρια Καπλάνη θα μιλήσει στην Επιστημονική Ημερίδα που οργάνωσε ο Όμιλος Λογοτεχνίας και Κριτικής με θέμα: «Το ποιητικό και το πεζογραφικό έργο του Στέφανου Κωνσταντινίδη». Η ημερίδα θα πραγματοποιηθεί το Σάββατο 25 Σεπτεμβρίου, από τις 9:30 π.μ. στο αμφιθέατρο UNESCO του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.
Φιλελεύθερα, 19.9.2021.
‘
.
Η Βικτωρία Καπλάνη μιλά στην εκπομπή “Βουστροφηδόν”
με τον Γιώργο Καλιεντζίδη
.
ΒΡΑΔΙΝΟ ΣΙΝΙΑΛΟ
στο εθελοντικό ραδιόφωνο Θεσσαλονίκης
Παρουσίαση και επιμέλεια Βικτωρία Καπλάνη
.
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
ΖΩΗ ΣΑΜΑΡΑ
Κ’ η φαντασία στο λογισμό. Τιμητικός τόμος για την καθηγήτρια Άντα Κατσίκη-Γκίβαλου. Επιστημονική επιμέλεια: Δημήτρης Πολίτης, Γιάννης Σ. Παπαδάτος. Αθήνα, Εκδόσεις Καλειδοσκόπιο, 2021, σ. 205-218.
Η ΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΒΙΚΤΩΡΙΑΣ ΚΑΠΛΑΝΗ:
ΜΙΑ ΜΕΛΩΔΙΑ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΥ ΠΕΠΡΩΜΕΝΟΥ
Η ποιητική γλώσσα είναι η υπέρβαση του προσωπικού μύθου του ποιητή, γράφει η Άντα Γκίβαλου, σε άρθρο της για τον Κώστα Στεργιόπουλο. Αυτή η παρατήρηση, εμπνευσμένη από τον T. S. Eliot όπως δηλώνει η ίδια, της δίνει την ευκαιρία να κάνει μια ρηξικέλευθη πρόταση για τον πολυβραβευμένο Έλληνα ποιητή. Αν και τίτλος της μελέτης είναι η ποιητική γλώσσα, η συγγραφέας μάς πληροφορεί ότι με τη λέξη «γλώσσα» δεν εννοεί τόσο τις λέξεις όσο τη μυθολογική τους υπόσταση και αναδεικνύει τη δύναμη των αντιθέσεων και των συγκρούσεων που κρύβονται στο βάθος των ποιητικών μύθων. Αυτή η γόνιμη πρόταση, που βοηθά την Γκίβαλου να τοποθετήσει το συγγραφέα της στην εποχή του και στην ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας, θα εκτελεί χρέη οδηγητικού μίτου στη συμμετοχή μου στο αφιέρωμα, ελάχιστος φόρος τιμής στην εξαίρετη καθηγήτρια και εκλεκτή φίλη.
Θα μας απασχολήσει το ποιητικό έργο μιας σημαντικής ποιήτριας χαμηλών τόνων. Η Βικτωρία Καπλάνη έχει δημοσιεύσει ποίηση, μεταφράσεις ποίησης και κριτική λογοτεχνίας σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά. Κυρίως έχει εκδώσει ως τώρα τέσσερεις ποιητικές συλλογές-συνθέσεις, όλες στις εκδόσεις Γαβριηλίδη:
Ήχοι – Απόηχοι, 2007
Λευκές συνομιλίες, 2010
Σημείο φυγής, 2013
Η άγνωστη φίλη, 2015.
Οι τίτλοι της ήδη σκιαγραφούν τον υποβλητικό και ανεξερεύνητο χαρακτήρα της ζωής, όταν αγκαλιάζει την τέχνη, ενώ ο αριθμός των συλλογών παραπέμπει σε αρχέτυπο της ολοκληρωμένης δημιουργίας: σημεία του ορίζοντα, φάσεις της Σελήνης, εποχές του έτους, γωνίες του δωματίου… Όπως η ποίησή της γενικά, οι τίτλοι που επιλέγει και ο αριθμός των ποιητικών βιβλίων έως τώρα μας οδηγούν σε μία αρχετυπική θέαση της γραφής του ποιήματος και του κόσμου. Καθώς βρίσκεται στην ακμή της δημιουργικότητάς της (γ. 1961), οφείλουμε να τονίσουμε ότι αυτή η ερμηνεία δεν έχει στόχο να την εμποδίσει να γράψει και άλλα ποιητικά βιβλία, να συνεχίσει στο ίδιο μοτίβο ή να επανεξετάσει τις θέσεις της και να μεταβεί σε νέα ή και άβατα μονοπάτια.
Το σύνολο των ποιητικών της βιβλίων δεν δημιουργεί απλώς ένα ποιητικό δράμα σε τέσσερεις πράξεις αλλά και ένα ενιαίο επικό ποίημα. Αν και κυριαρχούν οι γυναικείες φιγούρες, η πάλη των φύλων παύει να αποτελεί πεδίο έμπνευσης για τη γυναίκα. Η έννοια του ισχυρού φύλου δεν ταυτίζεται αναγκαστικά με κοινωνική αδικία αλλά με τη δύναμη της ύλης. Γι’ αυτό ο Φάουστ περιέχεται / στη γυναικεία ψυχή (2007: 46). Η γυναίκα, συνδυασμός αντιθέσεων, φως μαζί και δάκρυ, αγέννητο στις κόγχες των ματιών [της] (2013: 9), κρύβεται μέσα σε σκιές και σιωπές, ενώ ταξιδεύει σε θάλασσες, σε λαβύρινθο, σε καθρέφτη, ανάγεται σε μετωνυμία για τον άνθρωπο, αναντίρρητη πρωταγωνίστρια σε ένα κείμενο που χρειάστηκε μεγάλη ποιητική πνοή για να γραφεί.
Στο τέταρτο βιβλίο το αρχέτυπο Γυναίκα συγκροτείται από τρεις εμβληματικές φιγούρες: την Αριάδνη, που έμεινε για λίγο μόνη στο Λαβύρινθο να εξαντλήσει τις λανθασμένες επιλογές της και να αντλήσει δυνάμεις∙ την άγνωστη φίλη, που ψάχνει την ταυτότητά της, ασύλληπτη στις αέναες μεταμορφώσεις της∙ τη Μικρή Σειρήνα, έμβλημα της ποιητικής έμπνευσης, που ενώνει τις αντιθέσεις. Κοντολογίς, επιθυμία, γνώση, συναίσθημα, όπως οι τρεις τρόποι συνειδητότητας, σύμφωνα με τον Καντ. Το σημείο εκκίνησης της μελέτης θα μπορούσε να ήταν το τελευταίο βιβλίο, μία ακόμη ένδειξη ότι η ποίησή της συνθέτει ένα ενιαίο έργο. Η άγνωστη φίλη έχει αποδεχθεί τα διαφορετικά της προσωπεία, γι’ αυτό και παραμένει αειθαλής, έτοιμη για θαρραλέες αναζητήσεις και πρωτόγνωρες περιπέτειες.
Η πιο βασική μυθική και μυθολογική φιγούρα στην ποίηση της Καπλάνη, η Αριάδνη, κάνει την εντυπωσιακή εμφάνισή της εν είδει προλόγου της πρώτης συλλογής, άρα της τετραλογίας:
αντί προλόγου
Στο μεγάλο ρολόι της πλατείας οι σπασμένοι δείχτες του
κατάργησαν τον χρόνο.
Η σκιά της Αριάδνης καθρεφτίζεται
τα μεσημέρια στους δρόμους
καβάλα στο ποδήλατο περιφέρεται ανήσυχη
σαν να γυρεύει κάτι
ίσως και η ίδια να μην ξέρει τι.
Αριάδνη, εγώ σου το ’λεγα
ο θεός σου πέθανε
κι ο ήρωας που λάτρευες παρέδωσε τα όπλα
πάει καιρός, αλλάξαν οι εποχές
τώρα
το κουβάρι ξετυλίγεται πάνω στα βήματά σου
ο χορός του θρήνου
ο θρήνος του χορού
χαρτογραφούν αυτό που είσαι αλλά δεν γνωρίζεις
ο μίτος κι ο λαβύρινθος ένα. (2007: 9)
Το προλογικό ποίημα αρχίζει με αναφορά σε μια διαχρονική Αριάδνη, τώρα πλέον πάνω σε ποδήλατο, παρέα με αντιήρωες, η ίδια ωστόσο πιο ηρωική από ποτέ, καθώς έχει απωλέσει την προγονική της κληρονομιά –κόρη μυθικού βασιλιά– και ανήκει περισσότερο στην ιστορία του ανθρωπίνου γένους. Μοντέρνος, μετα-νιτσεϊκός, και ο θεός της, ενώ ο μίτος της ζωής μας, σύμβολο συνοχής, ελεύθερος έξω από το λαβύρινθο, έτοιμος για ρήξη, αυτονομείται και ψάχνει μάταια να βρει άλλη λειτουργία. Η Αριάδνη που θα ξανασυναντήσουμε σε λίγο, μολονότι πολύμορφη και πολυφωνική, δεν είναι παρά μία σκιά, ή μάλλον το είδωλο της σκιάς της, μια πλατωνική αντανάκλαση της θυγατέρας του Μίνωα. Άφησε την Αριάδνη να πλέκει / με το πολύχρωμο κουβάρι της (2007: 12), ψιθυρίζει η ποιητική φωνή, αποδίδοντάς της ένα προσωπείο άξιο της Πηνελόπης, για να αναθεωρήσει σε λίγο τη θέση της:
Αριάδνη,
οι καιροί αλλάζουν
ζητούν τα δικά τους παραμύθια. (2007: 24)
Με τη μοντέρνα Αριάδνη η ποιήτρια εγκαθιστά μια ανανεωμένη αρχαία ελληνική μυθολογία στο ποιητικό σύμπαν του 21ου αιώνα. Η ηρωίδα της δεν αργεί ωστόσο να αλλάξει και πάλι μορφή. Ψάχνει συνεχώς το δικό της Εγώ, που ίσως να είναι και κόρη του πολύτροπου Οδυσσέα και όχι του σοφού Μίνωα. Και όταν μια φωνή ρωτά πού βρίσκεται η Αριάδνη, απαντά ένα άγνωστο Εγώ, που θα εξελιχθεί σε φίλη και θα κυριαρχήσει στο τέταρτο βιβλίο:
– Κι η Αριάδνη;
– Δεν μένει πια εδώ, ταξιδεύει.
– Πού θα τη βρω;
– ;… (2007: 22).
Δεν υπάρχει απάντηση. Η Αριάδνη δεν έχει βρει ακόμη το χώρο που θα γίνει πατρίδα της, όπως δεν έχει βρει ένα σταθερό προσωπείο που να αντανακλά και να αποκαλύπτει το ενδότερο είναι της. Η γυναίκα-Αριάδνη είναι το γήινο σύμβολο του φεγγαριού, όπως επίσης το γήινο ταίρι του αγγέλου. Εντούτοις, ο στίχος η αέναη θυσία της μεταμόρφωσης (2013: 37, 44) προειδοποιεί για τον κίνδυνο να απωλέσει η γυναίκα-Σελήνη, όταν ακόμη βρίσκεται σε ημιτελή φάση, το εγώ που έχει κατακτήσει. Γι’ αυτό η γυναίκα τρέμει τη μεταμόρφωση (2015: 32). Και αν δεν ολοκληρωθεί; Αν μείνει στάσιμη σε μία από τις φάσεις του φεγγαριού; Θα είναι τότε ο κόσμος μας για πάντα παραμορφωμένος ή εμείς θα χάσουμε την (εν)όρασή μας; Ωστόσο, η Σελήνη, με τις θηλυκές ιδιότητές της από τα μυθολογικά χρόνια, γίνεται αρχέτυπο της μεταμόρφωσης στην ποίηση της Καπλάνη. Η γυναίκα νικά το θάνατο, όχι μονάχα γιατί είναι δυνάμει φορέας νέας ζωής, αλλά και γιατί αλλάζει διαρκώς εικόνα, είτε από τη φύση της είτε από καταναγκασμό της κοινωνίας. Οι μυθικές φιγούρες με τις μεταβολές τους αναιρούν το θάνατο, μας θυμίζουν ότι τα πάντα ρει, άρα τίποτε δεν τελειώνει. Καμία μορφή δεν φτάνει στο τέλος της. Ταξιδεύει μέσα στα είδωλά της και αναδύεται κάθε φορά με νέο πρόσωπο. Και όταν ακόμη πέσει η αυλαία, τότε ζούμε την πιο σημαντική στιγμή. Τότε η παράσταση αρχίζει (2010: 48)∙ μία ακόμη απεικόνιση καραδοκεί μόλις μείνουμε μόνοι. Το ίδιο και η αγωνία για το τι θα επακολουθήσει, ποια ψέματα θα πρέπει να επινοήσουμε για να αντέξουμε την απρόσμενη αλλαγή. Και ο θάνατος, επιρρεπής και αυτός στη μεταμόρφωση, παραμένει πρόβλημα χωρίς λύση, ερώτηση χωρίς απάντηση: Ο θάνατος άλλαξε τα πάντα (2007: 36), Ο θάνατος δεν άλλαξε τίποτα (2007: 38).
Για υποταγή στο τετελεσμένο και για την πολλαπλότητα της ύπαρξης (2013: 36) μιλά το ποιητικό Εγώ. Οι θετικές επιστήμες έχουν αποδείξει ότι οι αδιάκοπες αλλαγές είναι στη φύση των πραγμάτων, ότι ακόμη και η μονάδα χαρακτηρίζεται από πολλαπλότητα. Σε μια συμβολική κίνηση η Αριάδνη οδηγεί τον Θησέα έξω από το Λαβύρινθο, ενώ η ίδια μένει εκεί, στη θέση τού Μινώταυρου, να κατακτήσει το χώρο που γέννησε το μύθο της, να αφήσει παντού τα σημάδια της. Ακούγεται η φωνή της, ενώ τα λόγια της γράφονται με πλάγια, τονίζοντας τον μυθικό και συμβολικό τους χαρακτήρα:
μη χαθείς πάλι μες στο λαβύρινθο (2015: 20)
και αργότερα με δισταγμό:
προχωράμε με τους χτύπους της καρδιάς
στο λαβύρινθο (2015: 45),
για να συμπεράνει με συμβολικό ξανά λόγο:
η ζωή αρχίζει έξω από το λαβύρινθο (2015: 95),
ταυτίζοντας την πραγματικότητα με το μύθο. Ζει μια διαλεκτική σχέση με το περιβάλλον που τη γέννησε ως μυθολογική οντότητα, αρχικά ένας μισογκρεμισμένος λαβύρινθος (2007: 12), που αντλεί δύναμη από την εισβολέα του και στη συνέχεια ολοκληρώνει την ταυτότητά του χάρη στην ίδια. Με την εξέλιξη της Αριάδνης, ο λαβύρινθος ανάγεται σε χώρο μέσα στον οποίο γεννιούνται τα αρχέτυπα. Η Κρήτη, από όπου ξεκινά ο ήρωας Θησέας –ήρωας χάρη στην Αριάδνη–, και η Νάξος, εκεί που, σαν να έχει διασχίσει τους αιώνες, ο αντι-ήρωας πλέον Θησέας εγκαταλείπει την Αριάδνη, δεν ονομάζονται καν στην ποίηση της Καπλάνη, είναι εκεί με την ένδειξη «νησί», με το όνομα του γένους, που εκφράζει την απομόνωση και την οδό προς την αυτοδημιουργία. Και ενώ η ποιήτρια γράφει για συνθέσεις φωτογραφίας και πίνακες ζωγραφικής ταλαντούχων ανδρών, αποκαθιστά την εικόνα στην αρχική της ιδιότητα της αντανάκλασης και συλλαμβάνει με τον δικό της φακό τη στιγμή που η γυναίκα αποφασίζει να γράψει το κεφάλαιο της Ιστορίας που της αναλογεί, τονίζοντας την ισορροπημένη σχέση ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες, αυτή που αναδύεται μέσα από την τέχνη. Θα εγκαταλείψει πρώτα το λαβύρινθο, αλλά θα είναι έτοιμη να φύγει, όταν τον μετατρέψει στο αντίθετο: ευθεία οδό που οδηγεί στη θάλασσα, σύμβολο κατακτήσεων, με συντροφιά πάντα το μίτο που συμπληρώνει το αρχέτυπο. Το ομιλούν υποκείμενο, όποια και αν είναι η ένδυσή του, φαντασιακή ή κοινωνική, χρειάστηκε τέσσερα βιβλία, τέσσερα σκαλιά, για να φτάσει σε αυτή τη σοφία.
Μέσα στο εφήμερο σκοτάδι εγγράφεται το επικείμενο φως. Άγγελοι εμφανίζονται σε πολλές μορφές και πολλούς ρόλους, αν και συχνά στην ποίηση η λέξη που κρύφτηκε κάτω από τη γλώσσα και δεν ειπώθηκε ποτέ είναι η πιο σημαντική. Παράδειγμα ο μύθος του Μινώταυρου, πολύσημη φιγούρα που έχει προκαλέσει τη συγγραφή σημαντικών μελετών. Τα μοτίβα Αριάδνη, λαβύρινθος, μίτος παίζουν με περισσή τέχνη τους ρόλους τους, λειτουργούν απελευθερωτικά, αλλά απουσιάζει ο Μινώταυρος και μαζί του ο αδελφός εχθρός, ο Θησέας. Το κακό εξορκίζεται; Ή μήπως είναι το συστατικό στοιχείο της γραφής, κρυμμένο σε ένα λαβύρινθο-παρελθόν ή και στο δρόμο μας, μπροστά μας, χωρίς ακόμη να το βλέπουμε; Ο λόγος, όπως η ζωή, είναι εφήμερος. Η γραφή παραμένει, όπως ο θάνατος. Ίσως γι’ αυτό ο χαρτοκόπτης είναι πιο δυνατός από την πένα, καθώς ανατρέπει τη ρομαντική μεταφορά του παλαιομοδίτικου πλέον ξίφους που υποκλίνεται μπροστά στην παντοδύναμη γραφή. Ο χαρτοκόπτης είναι πλάι στο χαρτί, αλλά όχι για να το γεμίσει με γράμματα-κενά ή να κόψει άγραφες σελίδες∙ απελευθερώνει, από τα σίδερα της έμπνευσής μας, ποιήματα που δεν έχουν ακόμη ωριμάσει, δεν έχουν κατακτήσει το δικαίωμα στη γραπτή έκφραση (2010: 10).
Από την πρώτη σελίδα της τετραλογίας οι μύθοι της ποιήτριάς μας κρύβουν αντιθέσεις, υποθάλπουν σπαραγμούς. Η Γυναίκα συναντιέται με το σύνολο της κοινωνίας, μόνο όταν η Αριάδνη γνωρίζει τον Διόνυσο. Τότε αρχίζει η αντιφωνία του συλλογικού πεπρωμένου (2015: 44). Η γυναίκα, Πηνελόπη και Άλκηστις, ανάγεται επιπλέον σε Βακχίδα, σε ολοκληρωμένη γυναίκα συνάμα της αγάπης και του πάθους. Προσοχή, ωστόσο. Η λέξη «σώμα», που επαναλαμβάνεται στην ποίηση της Καπλάνη, κυρίως στο τέταρτο βιβλίο, παραπέμπει συχνά σε αντικείμενο αναφοράς σχεδόν άυλο, σαν να επρόκειτο για ένα όνειρο, μια επιθυμία, όπως στο Φαίδρο (237 d 4), «επιθυμία τις ο έρως»:
δίχως συνείδηση φύλου
οπτασία αέρινη
σε ρόλο γυναίκας (2015: 68).
Το σώμα ενδύεται με αιθέριες λέξεις, αγγέλου και όχι θνητού: αιφνίδιο φως αστρικό σώμα / άγγελος φωνήεις (2010: 22, πλάγια στο ποίημα). Το σώμα ωστόσο έχει την ιδιότητα να θυμάται / ό,τι δεν έζησε (2010: 11, πλάγια στο ποίημα), προφανώς γιατί η στέρηση είναι πιο δυνατή από τον έρωτα, ενώ ταυτίζεται με το στίχο, την ποίηση, το λόγο:
δεν υπογράμμισα τους στίχους σου
κατοίκησα μέσα τους
χωρίς να το γνωρίζεις (2010: 16).
Δεν είναι τυχαίο ότι το τρίπτυχο μοντέλο Αριάδνη-Πηνελόπη-Οδυσσέας (2007: 12, 22) οδηγεί σε συνεχείς παραλλαγές του μύθου και συνδέει το μυστικό του Λαβυρίνθου με το υφαντό της παραδοσιακής γυναίκας και το αδιάκοπο ταξίδι του αιώνιου άνδρα. Άγγελος-γυναίκα-λόγος (2010: 16), άγγελος-γυναίκα-μητέρα (2013: 69), άγγελος-γυναίκα-έρωτας (2015: 84), πάντα στο πλευρό της γυναίκας, ο άγγελος τη βοηθά να δει κατάματα το φως: εκεί μέσα ένα κορίτσι μεγαλώνει / στον ίσκιο μιας γυναίκας (2010: 30). Ζούμε στον ίσκιο μιας καταπιεσμένης γυναίκας ή ακόμη στην αντανάκλαση του ίσκιου της, πολύ μακριά από την Ιστορία, όχι ως Ιδέα αλλά ως είδωλό της. Και όμως, η γυναίκα διπλή μορφή / ασκητική και θυελλώδης (2013: 37, πλάγια στο ποίημα) περικλείει την έννοια του μετασχηματισμού. Ο λόγος του ποιητικού Εγώ, όταν εκφέρεται από γυναικείο πρόσωπο, γεννά αυτομάτως άπειρα σχήματα. Ο μίτος βρίσκεται στα χέρια τής γυναίκας, που αρχίζει με την αρχέγονη μορφή της –είναι η Αριάδνη– και φτάνει στην απώλεια της ταυτότητάς της. Καθώς σε αυτή τη φάση της ζωής της αντιπροσωπεύει τέλεια το ασθενές φύλο, η απόλυτη πίστη της στον Θησέα ανταμείβεται με προδοσία και εγκατάλειψη. Χωρίς πρότυπο πλέον, η πορεία της προς την κατάκτηση δεν μπορεί παρά να αποτύχει. Κάτι που οδηγεί αναπόφευκτα τον δυναμικό άνθρωπο σε μια νέα αρχή. Συναντά τον Διόνυσο και αγέρωχη, ισόθεη τώρα, ενσαρκώνει το διονυσιακό πάθος, και αυτή η αλλαγή εκπροσωπεί το θρίαμβο μέσα από συναισθήματα που η ίδια τα θέλει ανεξέλεγκτα, αλλά χωρίς καμιά απολύτως συγγένεια με τη μητέρα της Πασιφάη.
Επιπλέον, η μυθική Αριάδνη, όσο γήινη ή βακχική και αν είναι η μορφή της, εξαγιάζεται και παραμένει η άλλη όψη του αγγέλου. Άγγελος και Αριάδνη τοποθετούν ανάμεσά τους τη γυναίκα, που, δυνάμει μητέρα, δεν παύει να συνδηλώνει την προσφορά, τη θυσία, την αγάπη. Ταξιδεύει στο διάστημα σαν άπατρις άγγελος, ανάμεσα σε γη και ουρανό,
φέρει τα βέλη του φεγγαριού στα κύτταρα
χαραγμένο των αιώνων το πέρασμα (2007: 10).
Τότε η γυναίκα θα πάρει το τόξο και τα βέλη της
θα βγει να σημαδεύει φως (2007: 11).
«Πάντα εκεί», στο σπίτι, θεά αλλά και κόρη της Εστίας, χωρίς καμιά προοπτική, στιγματισμένη, πληγωμένη από τα σύμβολα του σκότους που προσπαθεί να ξεπεράσει με δάνειο φως. Χαρακτηριστικό της γυναίκας-Σελήνης είναι ότι βλέπει και βλέπεται με φως που δεν πηγάζει από το δικό της βλέμμα, σαν να είναι το πεπρωμένο της ο δορυφόρος της Γης.
Άγγελος-γυναίκα-λόγος. Τα λόγια του ποιητικού υποκειμένου αναρριχώνται στα φτερά (2010: 16, πλάγια στο ποίημα) του αγγέλου για να αναδυθεί ένα ακόμη τρίπτυχο. Και ο λόγος είναι άγγελος, λόγος συχνά χωρίς σημαίνοντα, λόγος άφατος, βιβλίο άγραφο. Οι άγγελοι-αγγελιοφόροι φέρνουν τα μηνύματα του Ουρανού στη Γη∙ η γυναίκα λαμβάνει τα μηνύματα, τα ξαναπλάθει και γεμίζει σελίδες που παραμένουν εντούτοις κενές. Με τη γυναίκα πνεύμα και μύθο, η ποιητική έμπνευση εγκαθίσταται στην καρδιά της καθημερινότητας. Με τα αρχετυπικά τρίπτυχα, η Καπλάνη οργανώνει τη μεταμόρφωση και ανοίγει δρόμους που θα γίνουν σκηνή και θάλασσα, για νέες παραστάσεις και άλλες εμπειρίες, μια καινούργια ζωή, με φως και δάκρυ (2013: 9).
Γυναίκα-ουρανός-γη. Η δεύτερη ενότητα της δεύτερης σύνθεσης είναι αφιερωμένη στη Β.Μ. Η γήινη φωνή της Βίκυς Μοσχολιού συνδέει τον άγγελο, ουράνιο αντικατοπτρισμό της γυναίκας, με τον αρχέγονο άνθρωπο, πλασμένο από πηλό αλλά και πνοή, που αναδύεται σε τραγούδι. Άπατρις πολίτης του ουρανού (2010: 44, πλάγια στο ποίημα), άπατρις πολίτις της γης, ο άγγελος και η γυναίκα δένουν τον Ουρανό με τη Γη, ενώ μένουν έξω από το χώρο, ταξιδεύουν στον μη-χρόνο, με στόχο να συναντήσουν αυτό που υπάρχει ως απουσία. Σύμβολο του συνόλου των ουράνιων όντων, ο άγγελος επικουρεί τη γυναίκα να φέρει γαλήνη στην ανθρωπότητα. Πρώτη του αποστολή να συμπληρώσει το κενό που άφησε στη ζωή μας η απουσία του θεϊκού:
άγγελος πανσέληνος
αμίλητος στο ανοιχτό παράθυρο
οι οιωνοί σιωπούν
ανάμεσα στο θεϊκό και την απουσία του
σχοινοβάτης σε ασταθή ισορροπία (2010: 21).
Ενώ ο άγγελος ορά το ανομολόγητο (2010: 13, πλάγια στο ποίημα), μοιράζεται με τη γυναίκα τη γη και τον ουρανό, συνεργάζονται για να επικοινωνούν αρμονικά οι δύο σφαίρες. Ο άγγελος, αν και εκπρόσωπος του φωτός (2010: 22), δεν είναι απλό φως. Εναρμονίζεται με το αντίθετό του, τη σκιά, αψηφώντας τα όρια, κουρνιάζει στο σώμα της γυναίκας την ίδια στιγμή που το προικίζει με την υπόσταση μιας παράδοξης σκιάς που εκπέμπει φως (2010: 35). Τα πράγματα δεν θα είναι ποτέ πλέον σταθερά και αμετάβλητα. Οι μεταμορφώσεις θα οδηγούν τη γυναίκα στην αιωνιότητα. Ο άγγελος δακρύζει. Όπως οι πρωτόγονοι στοχάζονταν με την καρδιά τους, ο άγγελος, με τα δάκρυά του (2007: 38), παραμένει πιστός στον συναισθηματικό τρόπο σκέψης. Δεν διστάζει μάλιστα να βγάλει τα φτερά του σαν να είναι ένδυμα (2010: 13), να μείνει γυμνός, όπως οι πρωτόπλαστοι.
Στη δεύτερη σύνθεση κυριαρχεί ο άγγελος σαν ήρωας της αφήγησης και της ζωής. Και ενώ στο τέλος του βιβλίου χάνεται στο δάσος, εμφανίζεται ξανά στο τρίτο με το χαμό της μητέρας. Η απώλεια αγαπημένου προσώπου προσθέτει στην ποίηση της Καπλάνη μια βιωματική διάσταση –το πιο επικοινωνιακό είδος ποίησης–, την ίδια στιγμή που ο άγγελος επανέρχεται να συμπληρώσει το αρτιγενές κενό. Ίσως βέβαια να μας λέει και το αντίστροφο: η γυναίκα μετουσιώνεται σε προστάτη άγγελο όταν γίνει μητέρα.
Η δεύτερη ενότητα του τρίτου βιβλίου, αφιερωμένη στη μητέρα, αρχίζει με τη γλώσσα των συναισθημάτων και των αρχετύπων:
Καλοκαιρινό πρωινό
η πόλη κρύβεται στην καταχνιά
ο άγγελος αποκοιμήθηκε στη σκάλα (2013: 51).
Είτε ανεβαίνει είτε κατεβαίνει τη σκάλα, ο άγγελος οδηγείται πάντα στη γνώση – του πνεύματος ή του ασυνειδήτου. Τη σκάλα την ανεβαίνουμε σκαλί-σκαλί, δηλαδή με ανθρώπινο βηματισμό και όχι με τα φτερά ουράνιου όντος. Η αγωνιώδης ερώτηση παραμένει αναπάντητη: Γιατί δεν χρησιμοποιεί ο Ουρανός τη σκάλα να συναντήσει τη Γη; Γιατί αυτή η ατελείωτη μοναξιά ανάμεσα στο πιο αρχέγονο ζευγάρι της Ησιόδειας Θεογονίας;
Μια ποιητική απάντηση είχε δώσει το Εγώ στο πρώτο βιβλίο, όταν δεν μπόρεσε να βρει το σπίτι της Αριάδνης: Τώρα στη θέση του σπιτιού / έπεσε ένα αστέρι (2007: 22). Το φαίνεσθαι αποκτά οντότητα στην ποίηση της Καπλάνη, το μετέωρο γίνεται αστέρι, πηγή φωτός και κοσμικό σύμβολο, παραμένει ωστόσο λίθος και χτίζει το σπίτι της Αριάδνης, ενώ κουβαλά πλήθος νοημάτων, όπως γενικά ο μεταφορικός λόγος στην ποίησή της. Μοιάζει να μας λέει: δεν είναι ερμητικό, αλλά πώς θα το διαβάσεις; Καλύτερα να μην το ερμηνεύσεις, να μην το περιορίσεις. Ή αν το ερμηνεύσεις να αφήσεις ένα μικρό άνοιγμα στο τέλος.
Σε επόμενο βιβλίο η ποιήτρια θα εκφράσει μια απορία με την ιδιότητα της φιλολόγου και κριτικού λογοτεχνίας:
τόση αφήγηση και δεν κατάλαβα ποτέ
η επανάληψη σκότωσε το μήνυμα
το διαμέλισε
οι ερμηνείες το παραμόρφωσαν (2013: 70).
Καθώς το ποιητικό μήνυμα δεν είναι ποτέ μονοσήμαντο, η μοναδικότητά του ίσως και να αυτοαναιρείται με την αδέξια ερμηνεία. Ίσως τελικά οι ερμηνείες ποιημάτων θα πρέπει να γίνονται από (δυνάμει έστω) ποιητές. Οι τεχνίτες του λόγου και από τις δύο πλευρές –λογοτέχνες ή κριτικοί– λαξεύουν το λόγο, αλλά τον μετατρέπουν σε λόγια, σε έπεα πτερόεντα, όταν ξεχνούν να του δώσουν πνοή. Το παιχνίδι με τα πολλαπλά νοήματα είναι γόνιμο μέσα στην τάξη, επιβάλλεται από την πολλαπλότητα των συμμετεχόντων, όχι όμως στο δωμάτιο του μοναχικού αναγνώστη. Τότε κινδυνεύει να νιώσει και ο ίδιος εγκλωβισμένος, καθώς εγκλωβίζει το ποίημα. Με άλλα λόγια, οι θεωρίες της ερμηνείας είναι τα θεμέλια της ανάγνωσης και όχι το οικοδόμημα.
Η διαλεκτική σχέση ζωής-κειμένου οδηγεί στη διαπίστωση ότι η κατάκτηση της γραφής ανήκει στο χώρο του αδυνάτου:
η ζωή γίνεται πάλι κείμενο
οι λέξεις αναιμικές δεν βγάζουν ήχους
κι εσύ επιμένεις ν’ ακουστούν (2010: 15).
Η ποιήτρια ξεπερνά την πραγματικότητα για να ταυτιστεί με το βιβλίο της∙ παλεύει ανάμεσα στη σιωπή των λέξεων και την προσδοκία του ακροατή της. Γιατί η ποίηση θα είναι πάντα γραπτό κείμενο και συνάμα προφορικός λόγος, εκφορά των πρώτων ραψωδών. Και είναι αλήθεια ότι η παύση ανάμεσα στις λέξεις, η σιωπή, η αναμονή γεννούν το λόγο: άσε στη γλώσσα ένα λεπτό πέρασμα / ν’ αναπνέει ο λόγος (2010: 12). Υπάρχουν ραγισματιές στις λέξεις που τους επιτρέπουν να αναπνέουν με τον δικό τους αέρα. Παράδειγμα η λέξη «χαρτοκόπτης» (2010: 10), που παραπέμπει στο Κεκλεισμένων των θυρών, ένας χαρτοκόπτης στο τζάκι της κόλασης, εκεί που όλα τα βιβλία έχουν καεί.
Υπάρχεις σε ό,τι οι άλλοι / αγνοούν για σένα (2015: 48). Η χρησιμότητα των άλλων δεν είναι, όπως στον Sartre, για να αποκτήσουμε μια συνολική εικόνα του εαυτού μας. Και στην ποίηση της Καπλάνη οδηγεί στην αυτογνωσία και την αυτοδημιουργία, αλλά, κοντά και στη λακανική φιλοσοφία, η ωρίμανση επιτυγχάνεται όταν ο άλλος αποστρέψει το βλέμμα του∙ όχι μέσα στο βλέμμα τού Άλλου, αλλά στα κενά που μας επιτρέπει να έχουμε.
Ας θυμηθούμε τον Σωκράτη που χρησιμοποιεί τον Ησίοδο για να ερμηνεύσει τη χρήση λέξεων σε ποίημα του Σιμωνίδη (Πρωταγόρας 340 d). Το Εγώ του αναγνώστη ταυτίζεται με το ασυνείδητο του ποιητή. Ας ακούσουμε, με τη σειρά μας, τη φωνή του Αργύρη Χιόνη και του Γιάννη Βαρβέρη:
Μ’ αυτό που δεν λέει
μ’ αυτό που σκόπιμα
ή εν αγνοία του αποσιωπά
μ’ αυτό που ούτε καν
υπονοείται με τα λόγια του
μ’ αυτό μας πείθει ο ποιητής.
Περιουσία μας είναι
ό,τι έχουμε χάσει
Αυτό εξηγεί γιατί η φωνή φέρει πάντα το στίγμα της αιωνιότητας κάθε φορά που κατορθώνει να αναδυθεί μέσα από τη σιωπή. Καθώς εκφέρει τη φράση στην πλήρη λόγου σιωπή (2007: 56, πλάγια στο ποίημα) στο τέλος της πρώτης σύνθεσης, ετοιμάζεται να γράψει εγώ σιωπή στη δεύτερη (2010: 11), ταυτίζοντας το Εγώ με το λόγο, ενώ στην τρίτη σύνθεση η λέξη «σιωπή» επαναλαμβάνεται στα ποιήματα για τη μητέρα. Εδώ, προφανώς, σημαίνει κάτι διαφορετικό από τη δύναμη που ο λόγος συσσωρεύει μέσα στη σιωπή, εκτός και αν, ύστερα από προσεκτική εξέταση, μπορούμε να διακρίνουμε την άρνηση του λόγου, ή και την αδυναμία του, να οδηγήσει σε λύτρωση. Στην τέταρτη λόγος και σιωπή ανήκουν σε αντιμαχόμενες πλευρές, για να αναδείξουν τη δύναμη ενός διφορούμενου Εγώ κρυμμένη μέσα σε μια υπόγεια όψη του εαυτού του, μέσα στο δικό του ασυνείδητο.
Η ποίηση της Καπλάνη μας προτρέπει να αναρωτηθούμε: Τι σημαίνει το Εγώ στην ποίηση; Πώς μεταμορφώνεται από τη συγκεκριμένη ταυτότητα του ποιητή ή της ποιήτριας σε σύμβολο; Τι δανείζεται και τι απορροφά από τον κόσμο γύρω του; Τι επιστρέφει διευρυμένο, αναδημιουργημένο, στον περίγυρό του; Η ποιήτρια απαντά με εναλλαγή πλαγίων και όρθιων γραμμάτων. Πολλά ποιήματα είναι γραμμένα με πλάγια γράμματα, με πρωταγωνιστή το ποίημα «Πρόλογος» του πρώτου βιβλίου. Και ενώ στον γραπτό λόγο τα πλάγια σηματοδοτούν το λόγο του άλλου, εδώ τα πλάγια, καθώς εκφέρονται από το ποιητικό Εγώ, σημαίνουν ότι το εγώ είναι ο άλλος ή ότι, όπως στην περίπτωση του Rimbaud, «το εγώ είναι ένας άλλος». Με αυτό το εύρημα, το Εγώ αναδεικνύεται εκφραστής του λόγου της απουσίας, ενώ δεν μπορεί παρά να είναι πάντα παρόν, όταν υπάρχει ομιλούν υποκείμενο. Ενδείξεις αόρατης παρουσίας, τα πλάγια επιβάλλουν μια συγκεκριμένη ανάγνωση: το Εγώ ως λόγος του Άλλου συνθέτει μια δεύτερη αναγνωστική φωνή του υποκειμένου.
Στο τρίτο βιβλίο, καθώς είμαστε θεατές στο χορό της εναλλαγής των γραμμάτων όρθια-πλάγια, συναντούμε ένα αεικίνητο Εγώ που ανατρέπεται και απουσιάζει ακόμη και όταν ονομάζεται, συνθέτοντας την παράδοξη απουσία τού Εγώ. Σε αυτό το δίλημμα μας καλεί να απαντήσουμε το ποιητικό υποκείμενο. Τα πλάγια που μας κράτησαν σε αναμονή στα δύο προηγούμενα βιβλία, τώρα μας αποκαλύπτουν την κρυφή σημασία τους. Η γυναίκα έχει δύο φωνές, τη δική της και του άνδρα κατακτητή. Ωστόσο, τα λόγια των άλλων δεν είναι εδώ κοινωνιόλεκτος αλλά ούτε λόγος της εξουσίας. Η τέταρτη συλλογή απαντά με διάλογο. Ακούγεται πρώτα η φωνή της μυθολογικής ηρωίδας της αφήγησης, γραμμένη με πλάγια, απάντηση σε υπαρξιακά ή μεταφυσικά ερωτήματα:
εγώ η ιέρεια των αρχαίων καιρών (2015: 11)
και συνεχίζει η φωνή της αφηγήτριας, της ποιήτριας, με όρθια:
αντάμωσα προς στιγμήν την Αριάδνη (2015: 12)
ή και διάλογος ανάμεσα σε δύο φωνές, η μία μέσα σε καθρέφτη, η φωνή του άνδρα και της γυναίκας ή ακόμα η φωνή του Άλλου, του ασυνειδήτου, και η ώριμη φωνή της συνείδησης:
δύο σήμαντρα δύο φωνές συντονίζονται
στον αρμονικό ήχο της καρδιάς μας […]
δραπέτευσε ο αγαπημένος
υπάκουσε στης φρόνησης την εντολή […]
και το φεγγάρι κρύφτηκε μέσα μου για πάντα
ολόγιομο με τα ιερογλυφικά του έρωτα (2015: 15-16)
Το Εγώ πλάγια είναι αντανάκλαση σε κάτοπτρο ή και αντικατοπτρισμός. Δύσκολο ωστόσο να κρίνεις αν τα πλάγια ανήκουν στην ομιλία του Εγώ, είτε γιατί το Εγώ δεν προέρχεται πάντα από το ομιλούν υποκείμενο, είτε γιατί συμπεριλαμβάνει ένα άδηλο μη-Εγώ:
ενσωματώνω το χώρο σου
ταξιδεύεις εντός μου
απ’ το παράθυρό σου ατενίζεις
περίτεχνους αντικατοπτρισμούς
ωκεανού σημάδια
και μιαν ανατολή
που ρίχνει στο βυθό τα γράμματα της νύχτας (2013: 28).
Στην τρίτη σύνθεση κάποια ποιήματα ονομάζονται α ή β. Και δεν εκπλήσσει πλέον το γεγονός ότι το α αντιστοιχεί στο εσύ, το δεύτερο και όχι το πρώτο πρόσωπο της γραμματικής. Εσύ: η κρυφή μορφή του Εγώ. Εσύ και όχι αυτό. Ένα ανελέητο εγώ μιλά στο εσύ-άλλος, στο είδωλο του εαυτού του σε παραμορφωτικό καθρέφτη, που δεν αντανακλά μονάχα το πρόσωπο ή το σώμα αλλά και το βαθύτερο ή άγνωστο εγώ. Συμμετέχουμε σε ταξίδι μέσα σε κάτοπτρα, στην ψυχή μας, στην αυτογνωσία. Συναντώ το είδωλό μου, για να με γνωρίσω καλύτερα και μέσω των μεταμορφώσεών μου να επιστρέψω στον πραγματικό εαυτό μου. Η αντανάκλαση στον καθρέφτη οδηγεί στο μυστικό του λαβυρίνθου. Κάποια στιγμή αντιλαμβανόμαστε ότι είναι ο κατεξοχήν χώρος για να πραγματοποιηθεί η ολοκλήρωση της ψυχής. Η Γυναίκα έχει τελικά το δικό της μακροχρόνιο ταξίδι να προτείνει.
Αν και η εναλλαγή ανάμεσα σε πλάγια και όρθια γράμματα δίνει την εντύπωση μιας συστηματικής σκέψης, τίποτε δεν παραπέμπει σε κατασκευή. Η ποιήτρια μας προσκαλεί να ταξιδέψουμε στο χώρο της δικής της δημιουργίας που, με τη σειρά της, ταξιδεύει από την αρχαία ελληνική μυθολογία μέχρι τη σημερινή σιδηρά εποχή.
Με τις επιλογές των συμβόλων της, η Καπλάνη εντάσσει την ποιητική τέχνη της σε εκείνα τα αρχέτυπα που θέλουν τη γυναίκα κόρη της Γης και τον άνδρα γιο του Ουρανού αλλά χωρίς αξιολογική κατάταξη όπως στην ανθρώπινη κοινωνία. Ακόμη και στον μισογύνη, όταν αναφέρεται σε θνητές, Ησίοδο , η Γαία γέννησε τον Ουρανό και, μεγαλόψυχη, τον έκανε «ίσον εωυτή» (Θεογονία 126). Μέσα σε αυτό το πνεύμα ο γυναικείος λόγος δεν είναι φεμινιστικός. Εχθρός δεν είναι ο άνδρας αλλά δυνάμει εχθρός η άγνωστη που κρύβεται στην ψυχή της γυναίκας και μάλιστα πολύ πριν από την τέταρτη σύνθεση με τον τίτλο Η άγνωστη φίλη:
Ό,τι αναζητάς ποτέ δεν βρίσκεις
αν δεν φιλιώσεις
με κείνη την άγνωστη μέσα σου
φύλο φεγγαριού
μόνη εκείνη εγγράφει στο σώμα σου
κύκλους αλάθητους
που σε διατρέχουν (2007: 23)
Η ποίηση της Καπλάνη έχει ένα δικό της τρόπο να σε οδηγήσει σε μια φιλοσοφική θέαση του σύμπαντος. Όταν οι λέξεις αντλούν τη δύναμή τους από τη μυθολογία και την ικανότητά μας να δημιουργούμε μύθους, η ποίηση ξεκινά από τη γνώση της αρχής, για να φτάσει στον προορισμό τής ανθρώπινης ύπαρξης, που δεν είναι το τέλος, ο θάνατος, αλλά ένα πεπρωμένο σύμφωνα με τις επιθυμίες μας, το ταξίδι στην ανοιχτή θάλασσα ή μέσα στον κλειστό λαβύρινθο. Χτισμένη με υπαινικτικές εικόνες και έντονο εσωτερικό ρυθμό, που δεν διστάζει όταν χρειαστεί να ανατρέψει τον παραδοσιακό, η ποίησή της δεν διστάζει επίσης να αλλάξει το παρελθόν, για να χτίσει ένα καινούργιο, γόνιμο μέλλον, γεμάτο περιπλανήσεις στο πηγαίο φως του ήλιου ή στο δάνειο φως του φεγγαριού.
Πώς θα μπορούσε να συνεχίσει την ποιητική της πορεία η Βικτωρία Καπλάνη; Ξεκίνησε με πρωταγωνίστρια ένα σύνθετο ον που έπαιξε πολλαπλούς ρόλους, με στόχο να φτάσει στο λαβύρινθο, στον σκοτεινό καθρέφτη του ποιητικού σύμπαντος. Τώρα πλέον είναι έτοιμη να αρχίσει το αντίστροφο ταξίδι, που δεν είναι έξοδος αλλά η αποδοχή του πνεύματος από την ύλη, του Ουρανού-υιού από τη Γαία-μητέρα. Όλα σχεδόν τα ποιήματα της τετραλογίας καλλιεργούν το έδαφος της επικείμενης ιερής συνάντησης.
.
Μεταίχμιο
ΕΛΣΑ ΚΟΡΝΕΤΗ
CULTUREBOOK.GR 19/9/2021
Η ποιητική σηματοδότηση μιας επανεκκίνησης
Στη ροή της ζωής όλα μεταβάλλονται. Αυτό όμως που μεταβάλλεται πιο αθόρυβα και ύπουλα είναι η σχέση με τον χρόνο. Ο χρόνος στην πραγματική του διάσταση, ο χρόνος της παιδικής ηλικίας, ο χρόνος ο επινοημένος, ο συνεπτυγμένος και χαοτικός, ο ποιητικός χρόνος, ο χρόνος ο υπερπραγματικός κι ο χρόνος του ονείρου.
Η αναμονή ώστε κάτι θεαματικό κάτι σαν θαύμα να συμβεί, κάτι σαν έκλαμψη προφητική μέσα στην ανθρώπινη ερημιά- σηματοδοτεί από επιλογή μια κίνηση καθοριστική κι ένα καταφύγιο γαλήνης πέρα από τα πεδία συγκρούσεων, ανταγωνισμών, αντιπαραθέσεων, αντιπαλοτήτων, πέρα από τη συνήθη γρίνια, τη μιζέρια, τα παράπονα, αλλά και τις νέες απαιτήσεις και ταχύτητες που συνθλίβουν την ανθρώπινη ζωή.
Η Βικτωρία Καπλάνη στην πέμπτη ποιητική της συλλογή κηρύττει χαμηλόφωνα μια θαυμαστή επανεκκίνηση. Ένα είδος επαναφοράς -αφού έχουν κλείσει τα θέματα ανασκόπησης, επανεκτίμησης, σαν ξεκαθαρίσματα λογαριασμών- μια επανασυγκρότηση πεπραγμένων, μια ενατένιση σε οικοδομήματα και ερείπια, στήνει τα πράγματα σ’ ένα πλαίσιο λειτουργικό με ό,τι αξίζει κι ό,τι προσλαμβάνεται πλέον ως απολύτως σημαντικό. Το ποιητικό σώμα-φλοιός ντύνεται με νέους δακτυλίους οι οποίοι προσδίδουν στο δέντρο μεγαλύτερη ηλικία, αλλά και μεγαλύτερη σοφία, ευστάθεια, σταθερότητα και ισορροπία.
Ο τίτλος «Μεταίχμιο» είναι λιτός και σε κάθε περίπτωση υπαινικτικός. Μεταίχμιο σύμφωνα με τη δική μου πρόσληψη σημαίνει ότι αφίχθηκε η κατάλληλη στιγμή, το πλήρωμα του χρόνου, ένα σημείο καθοριστικό σε μια πορεία, σαν ένα σταυροδρόμι, μια γέφυρα, ένα σταθμό τρένου, ένα σημείο καμπής και μετάβασης, ένα σημείο κρίσιμο, ένα βήμα ανεπίστρεπτο, ένα πέρασμα σε μια αλλαγή, όμως χωρίς επιστροφή.
Η ποιήτρια σηματοδοτεί μέσω της ποιητικής μεταφοράς το ποιητικό μεταίχμιο της ζωής της με ένα αποτελεσματικό μοντάζ από συγκολλήσεις θραυσμάτων, ό,τι θυμάται, ό,τι ανακαλεί, ό,τι απομονώνει πετυχαίνοντας παράλληλες συνδέσεις ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό, το υπαρκτό και το ανύπαρκτο, το φυσικό και το μεταφυσικό. Η Καπλάνη που γράφει κατ’ εξοχήν στοχαστική ποίηση, διανθισμένη πάντα με εξπρεσιονιστικά στοιχεία, επιχειρώντας ν’ απομονώσει το νόημα και την ουσία μέσα σε έννοιες που την απασχολούν στέκεται στιβαρή εκεί που ανασαίνει η Ποίηση, συνενώνοντας πανανθρώπινες συνδέσεις σ’ έναν χάρτη ή κι ένα σύννεφο πανανθρώπινων συναισθημάτων όπου όλα και όλοι συνδέονται μεταξύ τους με αόρατες μεταξωτές κλωστές, σε ισότητες κι ανισότητες, στο μεγάλο σχέδιο της ζωής, με θραύσματα από λύπες, φόβους, έρωτες, θανάτους, μνήμες, χρόνους, χαρές και πόνους.
Μέσα από μια πύλη εξαγνισμού περνάει μέσα από αυτήν την συλλογή της η ποιήτρια, μπαίνοντας μεσήλικας και βγαίνοντας κοριτσάκι με έκδηλη την ανάγκη να κυλιστεί στην αθωότητα σαν σ’ ένα λιβάδι χαμομήλια, έχοντας πάντα κάτι δικό της να πει και να εξομολογηθεί, που δεν είναι ούτε δανεικό ούτε παραφθαρμένο κι αυτό κατά τη γνώμη μου κάνει την ποίησή της τόσο αξιοπρόσεκτη.
«ψιχάλισμα φωνών σκιών συναπαντήματα/ ένα παιδί βρήκε στο δρόμο ένα κλειδί/ σαν το ανίκητο γιατί/ χαράζει τη διαδρομή»
Η μεστότητα του συγκροτημένου ποιητικού λόγου και το βάθος του στοχασμού της Βικτωρίας Καπλάνη, με μια φωνή που τη χαρακτηρίζουν η ευσέβεια και η φυσική ευγένεια κι όχι η προσπάθεια κάποιου ματαιόδοξου φθηνού εντυπωσιασμού, αποκαλύπτουν το μεταιχμιακό σημείο όπου στέκεται η ποιήτρια, η οποία αφού κατέβηκε τον ποταμό, ανέβηκε προς την πηγή και στέκεται εκεί μπροστά της βλέποντας από την πηγή ν’ αναβλύζει ό,τι βαθιά επιθυμεί: Την ένωση με το θείο, την υπέρτατη ελευθερία, την πραγμάτωση του εαυτού, την αφύπνιση και την οριστική ευτυχία, όπως θα τις ήθελε ίσως ο Γάλλος φιλόσοφος και ιστορικός των θρησκειών Φρεντερίκ Λενουάρ.
Ό,τι ζει είναι ιερό, είχε γράψει κάποτε ο μεταφυσικός ποιητής και ζωγράφος Γουίλιαμ Μπλέικ, υπερασπίζοντας όλα τα μικρά και τα μεγάλα, τα ορατά και τα αόρατα που συνθέτουν το πρόσωπο του Θεού έχοντας ζήσει παθιασμένα το κομβικό σημείο του περάσματος από το εφήμερο στο αιώνιο, το σημείο όπου ένας ποιητής, μια ποιήτρια εν προκειμένω συνειδητοποιεί ότι στον χρόνο που απομένει επικεντρωνόμαστε στα αιώνια, που είναι οι σκέψεις, τα αισθήματα, οι ενοράσεις, η σμίλευση του πνεύματος και της ψυχής αφήνοντας πίσω μας τα εφήμερα, την ανάλωση σε ασήμαντες όσο και σε χθαμαλές ανθρώπινες ενέργειες που φθείρουν ανεπανόρθωτα την ψυχή και το πνεύμα και που μοιραία συνυπάρχουν στο τέλμα της ρουτίνας και στην ευτέλεια της κοινοτοπίας.
Παραθέτω αυτούσιο το ποίημα με τον τίτλο «Ο καλλιτέχνης» (σ. 48):
«Κορίτσι με το γαλάζιο φόρεμα/ έρχεται από μακρινούς καιρούς/ η σκιά του ακολουθεί βαθύ μελάνι/ δεν παίζει, δεν γελά, μάχεται με άδηλες εικόνες/ σε στάση αναμονής στο κέλυφος της ουτοπίας/ ή αν προτιμάτε στον τοίχο των θρήνων/ έξω ο φόβος μούλιασε απ’ τη δυνατή βροχή/ έγινε λάσπη πρώτη ύλη δημιουργίας. Θυμάται τον αφιονισμένο καλλιτέχνη/ βάζει φωτιά στα έργα του/ να φτάσει στο κέντρο της ψυχής/ στην έκσταση του χρώματος. Ακούγεται ο ήχος του σφυριού πάνω στην πέτρα/ κάπου ένας δημιουργός σμιλεύει/ θαύματα της μυστικής ζωής/ που δεν κοινωνούνται.»
Κάπου εδώ το τρένο σφυρίζει, η πραγματικότητα μέσα σε καπνούς διαλύεται, αφήνοντας το ένα και μοναδικό ίχνος ζωής στην ποιήτρια για ν’ ακολουθήσει. Γράφει στο τελευταίο ποίημα της συλλογής (σ.69) Άγγελος ΙΙ: «Το παιδικό τρενάκι έφτασε σε μια νέα πόλη/ η μικρή τρέχει στην άδεια πλατεία/ να πετάξει τον ήλιο χαρταετό/ παίζει κρυφτό με τη σκιά της στις αψίδες/[…]
μέχρι το άγνωστο βαθύ/ να ρίξει πέτρα στη σκεπή/ αθιβολής ανατροπή/ όπως αλλάζει η εποχή/ σημείο πάλι / μηδέν»
.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Ο ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ 29/8/2021
Αντίδωρο ένα μεγάλο ρολόι
«Μεταίχμιο», λέει το λεξικό μου, είναι το διαχωριστικό σημείο ανάμεσα σε δύο αντίθετα ή διαφορετικά πράγματα ή καταστάσεις. Σε κάτι τέτοιο θα πρέπει να παραπέμπει και η ομότιτλη ποιητική συλλογή της Βικτωρίας Καπλάνη, που κυκλοφόρησε στις αρχές του χρόνου από τις εκδόσεις Γράφημα. Γιατί, όμως, Μεταίχμιο και ποιες είναι οι αντίθετες καταστάσεις μεταξύ των οποίων καλείται να ισορροπήσει το καινούργιο βιβλίο, αν όντως καλείται να ισορροπήσει μεταξύ κάποιων καταστάσεων; Ανέτρεξα, με το που ολοκλήρωσα το Μεταίχμιο, στην πρώτη συλλογή της Καπλάνη, η οποία κυκλοφόρησε το 2007, υπό τον τίτλο Ήχοι – απόηχοι, και σε όσα είχα γράψει στην Ελευθεροτυπία για την πρώτη τότε εμφάνισή της. Σημείωνα εκεί πως η ποιήτρια, παρά την κάπως καθυστερημένη είσοδό της στα γράμματα, είναι τυπικό παιδί της γενιάς της (της γενιάς του 1980, που είναι και η δική μου γενιά), με τη ζωή να έχει χάσει οριστικά τον μυθικό της χαρακτήρα, την ύπαρξη να τριγυρίζει απεγνωσμένα γύρω από το απαστράπτον κενό της, τον χρόνο να έχει ξεφύγει από τις συμφωνημένες ακολουθίες του και τη μνήμη να μη μπορεί να δαμάσει τον μάταιο πόθο της για επιστροφή σε μια πρωταρχική αθωότητα – κι όλα αυτά, στο πλαίσιο μιας σπαρακτικής απουσίας των όντων. Από την εποχή εκείνη ακολούθησαν άλλες τρεις συλλογές: Λευκές συνομιλίες (2010), Σημείο φυγής (2013) και Η άγνωστη φίλη (2015). Τι συμβαίνει σήμερα και για ποιον ακριβώς λόγο το Μεταίχμιο, η πέμπτη πλέον συλλογή, έρχεται να σημάνει μια μετάβαση;
Λαμβάνοντας υπόψη τις ενδιάμεσες συλλογές, αλλά κοιτάζοντας και τη σημερινή, μπορώ με αρκετή βεβαιότητα να πω πως κατά τη διάρκεια αυτής της πορείας η Καπλάνη αύξησε και βελτίωσε την εξαρχής προωθημένη τεχνική της, πολλαπλασίασε τις μεθόδους προσέγγισης και επαναπροσέγγισης του αντικειμένου της και πύκνωσε τη σκηνοθεσία του λόγου της (στοιχείο τόσο απαραίτητο όταν μιλάμε για ποίηση). Κατά πόσο, όμως, άλλαξε και τη θεματική της γραμμή ή απομακρύνθηκε πράγματι από την πρώτη συλλογή της; Όσοι έχουν διαβάσει ή πρόκειται να διαβάσουν το Μεταίχμιο, με την προϋπόθεση ότι ξέρουν και την προγενέστερη διαδρομή της Καπλάνη, δύσκολα θα διαφωνήσουν με ένα μικρό σύνολο στοιχειωδών διαπιστώσεων: έχοντας στο παρελθόν χρησιμοποιήσει πολλά σχήματα και συστήματα ποιητικών φωνών, έχοντας επίσης αναμετρηθεί με πλήθος μυθολογικές χροιές και μορφές, αλλά και έχοντας επιπροσθέτως δοκιμάσει να στοιχηθεί πίσω από ποικίλα τεχνάσματα, η Καπλάνη φτάνει σίγουρα πιο απέριττη στο νέο βιβλίο της, όχι μόνο χωρίς την κρυπτικότητα που συνόδευσε γοητευτικά τους στίχους της επί πολλά χρόνια, αλλά και δίχως τις φιλότεχνα επινοημένες αμφιέσεις με τις οποίες έντυσε κατ’ επανάληψη την ποιητική της – στέκει συνεπώς κάπως μακριά από το πώς οργάνωσε και από το πώς υποστήριξε παλαιότερα στο επίπεδο της μορφής τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται τους σκοπούς και τη λειτουργία της τέχνης της. Υπό αυτή την έννοια, τα καινούργια ποιήματα της Καπλάνη επιδιώκουν μια πιο άμεση επικοινωνία, αποζητούν το βλέμμα και το νεύμα του αναγνώστη απευθύνοντάς του μιαν οικειότερη χειρονομία. Ας μην τραβήξουμε, ωστόσο, αυτό το νήμα πολύ μακριά. Η Καπλάνη συνεχίζει τη δουλειά της χωρίς υποχωρήσεις και παραχωρήσεις, σμιλεύοντας πάντοτε τις λέξεις και τις εικόνες της και αγνοώντας ευκολίες, συμβάσεις και αυτονόητα.
Μήπως, εντούτοις, έχει αλλάξει κάτι κρίσιμο στο επίπεδο του περιεχομένου; Δεν θα το έλεγα ούτε αυτό. Κάποιοι θάνατοι που πρόλαβαν να μεσολαβήσουν (θάνατοι πραγματικοί και συμβολικοί) δεν μετέβαλαν τον τόνο, κάποιες ακυρώσεις (ακυρώσεις καθημερινές και υπαρξιακές) που ήρθαν να προστεθούν δεν επηρέασαν το κέντρο της όρασης. Τότε, δεν έχει συμβεί εντέλει το παραμικρό; Φυσικά και έχει συμβεί, μόνο που τις λέξεις δεν πρέπει να τις εννοούμε προσφεύγοντας σε λεξικά, όπως έκανα ο ίδιος νωρίτερα. Μεταιχμιακό στο βιβλίο της Καπλάνη είναι εκείνο που αλλάζει χωρίς να το φωνάζει, είναι η απαλλαγή από τα βάρη του παρελθόντος (είδαμε προεισαγωγικά πόσα και ποια βάρη) δίχως τη διάταση των αισθημάτων, είναι ό,τι μεταβάλλει ή και αποβάλλει δέρμα χωρίς να μεταμορφώνεται δραματικά, γιατί επιδιώκει να κρατήσει την αποδραματοποίηση ως βασικό κανόνα οποιουδήποτε ποιητικού εγχειρήματος – ως έδρα μιας ποίησης η οποία δεν έχει πάψει να μας συγκινεί με την αποκαθαρμένη ένταση και με την ακρίβεια της ευθυβολίας της, ακόμα κι αν προσβλέπει, έστω μελαγχολικά, σε ένα λιγότερο άδειο μέλλον:
Το παιδικό τρενάκι έφτασε σε μια νέα πόλη
η μικρή τρέχει στην άδεια πλατεία
να πετάξει τον ήλιο χαρταετό
παίζει κρυφτό με τη σκιά της στις αψίδες.
Παλιό βαγόνι αποθήκη ταξιδιών
αποσκευές ανέγγιχτες
πρόθυμες κάποτε για αναχώρηση
από την ετυμηγορία του χρόνου ατελέσφορη.
Η γυναίκα με το λευκό φόρεμα
σε αντίστιξη με το σκιερό της είδωλο
μοιάζει τελετουργικά κάτι να αποχαιρετά:
ευσεβείς πόθους, εις εαυτόν εντολές, κρυστάλλους ενοχές.
Το παιδί πλησιάζει. Ακούει μελωδικά ακατανόητα λόγια
συνόδευαν χθες το βράδυ παραδόξως τον ύπνο του
της προσφέρει αντίδωρο ένα μεγάλο ρολόι
τιμόνι για το επόμενο ταξίδι
κλεψύδρα χαρμολύπης.
.
ΕΥΣΤΑΘΙΑ ΔΗΜΟΥ
ΠΕΡΙ ΟΥ 7/8/2021
Ποιητική Ακροβασία
Η νέα ποιητική συλλογή της Βικτωρίας Καπλάνη, πέμπτη κατά σειρά, συστήνεται με τον μονολεκτικό τίτλο Μεταίχμιο, που αποδίδει ακριβώς την πρόθεση της συγγραφέως, αλλά και τις κατευθυντήριες γραμμές της καλλιτεχνικής της δημιουργίας. Πιο συγκεκριμένα, η λέξη αποκαλύπτει το οριακό εκείνο σημείο στη ζωή κάθε ανθρώπου στο οποίο πραγματοποιείται ένας απολογισμός ζωής και δράσης και, ταυτόχρονα, μία επανεκκίνηση με τους όρους που ο απολογισμός αυτός προσδιορίζει και προδιαγράφει. Το μεταίχμιο αυτό προσφέρεται άριστα για τη διοχέτευση και τη μετουσίωσή του σε έργο τέχνης στο μέτρο και στο βαθμό που ο δημιουργός, διατηρώντας τη δέουσα απόσταση και την απαραίτητη ψυχραιμία, έχει το μοναδικό προνόμιο να μπορεί να βιώσει και να συλλάβει τις εσωτερικές δονήσεις, τους παλμούς της ψυχοδιανοητικής του συνθήκης και να τους εξωτερικεύσει μέσα και μέσω του ποιητικού λόγου.
Η συλλογή αποτελείται από ελευθερόστιχα, κατά κανόνα, ποιήματα, ποικίλης έκτασης, ο εσωτερικός ρυθμός των οποίων τείνει προς την πεζολογία και αποκαλύπτει μία εξομολογητική διάθεση και τάση. Πράγματι, η πρώτη εντύπωση που αποκομίζει κανείς από την ανάγνωση των ποιημάτων είναι αυτή μιας διερώτησης και μιας διερεύνησης που πραγματοποιεί η ποιήτρια μέσα στον προσωπικό της χωροχρόνο, προκειμένου να συλλάβει τις δυνάμεις που προσδιορίζουν την ουσία και την κίνηση της ύπαρξής της: Ποιος κινεί τα νήματα/ οι πολίτες, ο Θεός/ ή μήπως οι αόρατοι άλλοι; («Ι») Κεντρική θέση μέσα σε αυτήν την κατάσταση και τη διαδικασία έχει η εικόνα, η δύναμη και η επενέργεια της οποίας μοιάζει να καθηλώνει την ποιήτρια σε μία εξ αποστάσεως ενατένιση του τρόπου με τον οποίο αυτή καθορίζει και καθοδηγεί τη ζωή του σύγχρονου ανθρώπου που, αδύναμος να ελέγξει την εξέλιξη της ζωής του, μοιάζει να αδρανοποιείται και να λιμνάζει μέσα σε μία συνθήκη που τον συνθλίβει και τον καταργεί: Γέρικο σκυλί στο πεζοδρόμιο/ αργοπεθαίνει/ άστεγοι μουλιάζουν στις αιφνίδιες καταιγίδες/ συρρίκνωση/ εξαφάνιση («ΙΙΙ») Η συνθήκη αυτή προσομοιάζει στον θάνατο, όχι τόσο τον φυσικό, αλλά έναν θάνατο που συμβαίνει όσο ο άνθρωπος ζει και υπάρχει, τον θάνατο της ανθρώπινης ουσίας του. Στο πλαίσιο αυτό, ο ποιητικός λόγος της Καπλάνη αποκτά μια σκοτεινότητα, μια κρυπτικότητα και μια αφαιρετικότητα που συμπίπτει ακριβώς με το περιεχόμενο και αντανακλά ή, καλύτερα, αντικατοπτρίζει τη δυσκολία και τη δυστοκία των σύγχρονων συνθηκών ζωής να υπηρετήσουν τον ανθρωπισμό και τις αρχές του.
Παρά τη ροπή, όμως, της στιχουργίας της προς την καλλιέργεια ενός ποιητικού πεδίου που εξελίσσεται και ενυπάρχει μέσα στο ημίφως, η Καπλάνη είναι αρκετά ξεκάθαρη, διαυγής θα έλεγε κανείς, στο κομμάτι που αφορά την ευθύνη του ανθρώπου για την πορεία του μέσα στη ζωή και μέσα στον κόσμο. Δεν είναι λίγες οι φορές που κάποιοι στίχοι ξεχωρίζουν με την ευθύτητα, την καθαρότητα, τη σαφήνεια τους και που αποκαλύπτουν με τόλμη και τολμηρότητα την αλήθεια του ανθρώπου: πασχίζει να ορίσει μια ρέουσα ταυτότητα («Χ») Αυτή ακριβώς είναι και η βασική μέριμνα και στόχευση της ποιήτριας, η αναζήτηση, δηλαδή, και η ανεύρεση της αλήθειας στο μέτρο και στο βαθμό που αυτή αφορά τον άνθρωπο και τη μοίρα του, νοούμενη όχι τόσο ως την προδιαγεγραμμένη πορεία του μέσα στον χωροχρόνο, όσο ως την ουσία και το νόημα της ύπαρξής του, τη θέση και το ρόλο του μέσα σε μία συγκυρία που θολώνει τον ορίζοντα της εξέλιξης και της προόδου: Αυτός που προείδε σιωπηλά θρηνεί/ δεν βρήκε σκαλοπάτι στη σκοτεινή σκάλα/ ομίχλη, το σπίτι συνεχίζεται στη θάλασσα/ ταξίδι άδηλο προς τι;/ Προς τα πού; («Ανάκτηση κωδικών») Στενά συνυφασμένη με την αναζήτηση αυτή που αφορά τον προσδιορισμό της θέσης και του ρόλου του ανθρώπου μέσα στον χωροχρόνο είναι και η αναζήτηση της ελπίδας στην οποία η ποιήτρια εναποθέτει όχι μόνο τη συνέχειά της ως άνθρωπος, αλλά και ως καλλιτέχνης. Η ελπίδα αυτή είναι φορές που σαρκώνεται στη μορφή ενός παιδιού, αλλά και στην ίδια την έννοια της παιδικότητας ως φορέα της αθωότητας, της αγνότητας, της καθαρότητας: γυρνά σελίδα το όνειρο/ αχνίζουν στη λιακάδα/ σκόρπια στο χώμα ρόδια και μήλα/ η παιδικότητα. («Τα κλειδιά, ΙΙ»)
Ξεχωριστή και σημαίνουσα θέση μέσα στη συλλογή έχουν κάποια ποιήματα που συντίθενται με πυρήνα τους έναν τόπο συγκεκριμένο, γνωστό για την ιστορική του διάσταση και αξία, που προσφέρει στην ποιήτρια το κέντρισμα, την αφορμή και την αφόρμηση προκειμένου αυτή να πραγματοποιήσει έναν απολογισμό και μία αποτίμηση της ζωής, όχι μόνο σε επίπεδο προσωπικό, αλλά και στο επίπεδο μιας γενικότερης ενατένισης και περίσκεψης γύρω από την ανθρώπινη συνθήκη και ουσία. Πρόκειται για μία ποιητική τεχνική κατά την οποία ο δημιουργός εκκινεί από το απτό και το συγκεκριμένο για να εξακτινωθεί και να αναγάγει τη δημιουργία του σε ένα επίπεδο υψηλότερο, αυτό των εννοιών και των προεκτάσεών τους. Από αυτή την άποψη, μια τέτοια ποίηση θα μπορούσε να ισχυρισθεί κανείς ότι προσεγγίζει και προσιδιάζει στον συμβολισμό στο μέτρο και στο βαθμό που ό,τι προσλαμβάνεται ως ύπαρξη συγκεκριμένη, είτε πρόκειται για τόπους, είτε για αντικείμενα, προσφέρει τη δυνατότητα για μία συνειρμική πορεία και διεργασία της δημιουργικής σκέψης και πράξης.
Στην πραγματικότητα, βέβαια, και ενώ φαίνεται πως το επίκεντρο της ποιητικής δημιουργίας της Καπλάνη είναι ο άνθρωπος και οι γραμμές που ορίζουν και προσδιορίζουν τον προσωπικό του μύθο, το βάρος της ερμηνείας θα πρέπει εξίσου να πέσει πάνω στην ίδια την ποιητική δημιουργία ως αποτέλεσμα αυτής ακριβώς της διείσδυσης στον κόσμο και τα μυστικά της ανθρώπινης δημιουργίας και ύπαρξης. Με άλλα λόγια, θα μπορούσε κανείς να πει ότι η ποιήτρια, με τον ίδιο τρόπο που στοιχειοθετεί, οικοδομεί και συνθέτει την ανθρώπινη αλήθεια, με τον ίδιο τρόπο τεχνουργεί τις ποιητικές της δημιουργίες σα να πρόκειται για την ανασύσταση του ίδιου της του εαυτού. Έτσι, η ποίησή της αποκτά έναν χαρακτήρα ανθρωποκεντικό, κυρίως όμως ανθρωπο-πλαστικό από τη στιγμή που το ποίημα συμπίπτει και ταυτίζεται με τη χάραξη της εσωτερικής εκείνης πορείας που επιχειρεί να φτάσει στον πυρήνα της ανθρώπινης ουσίας. Η λέξη, λοιπόν, του τίτλου της συλλογής, Μεταίχμιο, θα μπορούσε να ερμηνευθεί και υπό το πρίσμα της ακροβασίας της Καπλάνη ανάμεσα στον άνθρωπο και τη δημιουργία, ανάμεσα σε ό,τι προσλαμβάνει και αντιλαμβάνεται ως πραγματικότητα και την καλλιτεχνική της μετουσίωση, ανάμεσα στη ζωή και την τέχνη. Μπορεί, όμως, κάλλιστα να αποδώσει και να χαρακτηρίσει τον ίδιο τον ποιητικό τρόπο σκέψης και έκφρασης που μετεωρίζεται ανάμεσα στο «διανοείσθαι» και το «αισθάνεσθαι», ακροβατεί, δηλαδή, και κατορθώνει μία ακριβή ισορρόπηση ανάμεσα σε μία διανοητική προσέγγιση και διερεύνηση των δεσμών που συνέχουν τον άνθρωπο και τον κόσμο και στην ανάδυση ενός αισθήματος από τα μύχια, από τα κατάβαθα της ποιητικής ψυχής που χωνεύεται με τη σκέψη και εκβάλλει σαν ένα, ενιαίο όλον στο ποίημα.
.
ΖΩΗ ΣΑΜΑΡΑ
Χάρτης 32 – ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2021
Το υποθετικό τώρα
Μεταίχμιο. Ανάμεσα σε ποια αντίθετα σημεία;
Το ένα ας είναι το οπισθόφυλλο. Ας το αφήσουμε να περιμένει την ολοκλήρωση της ανάγνωσης. Οι σκέψεις που περικλείει δεν βρίσκονται τυχαία στο τέλος, όπως δεν είναι τυχαίο ότι το πρώτο ποίημα της συλλογής καθοδηγεί τον αναγνώστη.
Το νέο βιβλίο της Βικτωρίας Καπλάνη αρχίζει με το ποιητικό εγώ κάτω από τις λέξεις, στα παρασκήνια του ποιήματος, σαν σε σκηνικές οδηγίες, να σκιαγραφεί κάποιον που «Ακροπατεί σ’ ένα στενό περβάζι». Στο τέλος του ποιήματος, η αναφορά στο κεντρικό πρόσωπο παραμένει τριτοπρόσωπη, αλλά χωρίς μάσκα. Είναι ο δημιουργός, το κατεξοχήν πρώτο πρόσωπο στην ποίηση, η ποιήτρια στην προκειμένη περίπτωση: «θα πετάξει / θα πάει στο κενό / ή θα περιμένει ακίνητη το θαύμα;» Η τολμηρή εικονική κίνησή της, σαν άνεμος, σηκώνει τα βιβλία ψηλά, «αδειάζουν τις λέξεις τους», τα γράμματά τους, «τυλίγονται στα πόδια των περαστικών»(σ. 5). Η ποίηση δεν είναι ποτέ μόνη. Τότε γιατί το ποιητικό υποκείμενο απουσιάζει από το ποίημα, κρύβεται στο μεταίχμιο, ανάμεσα στην κίνηση –το πέταγμα στο κενό– και την ακινησία – το θαύμα; Ο τίτλος του βιβλίου επιβάλλει τη θεματική από τον πρώτο στίχο.
Στο επόμενο ποίημα (σ. 9), «στο μεταίχμιο της άλλης μέρας», το ξημέρωμα, στιγμή αναχώρησης των ετοιμοθάνατων στη λογοτεχνία, περιγράφεται με το λογοπαίγνιο των μεγάλων μας τραγικών, ως «αιών δυσαίων», βίος αβίωτος. Και το ολιγόστιχο ποίημα, πιθανή εξεικόνιση της εφήμερης ζωής μας, τελειώνει με την εμφάνιση μιας μαύρης πεταλούδας, που συμβολίζει συνήθως τη μεταμφίεση, μια μορφή αιωνιότητας, αλλά εδώ παραμένει μαύρη. Δυσαίων και ο δικός της αιών, δεν τον σώζει η εικονική μακροζωία του.
Ο θάνατος ανατρέπει τους συμβολισμούς, η σκάλα δεν σηματοδοτεί εδώ την ανάταση, δεν προφυλάσσει από την πτώση:
Πεσμένος στη σκάλα
με τη βαλίτσα στο χέρι
αναχώρησε τα ξημερώματα σιωπηλός
ένας ακόμη άνθρωπος(σ.16).
Και ενώ οι ονομασίες κατέχουν σημαντική θέση στο βιβλίο, ποιήματα κάτω από τον ίδιο γενικό τίτλο είναι κατ’ ουσίαν άτιτλα, με μόνη ένδειξη ένα λατινικό αριθμό. Καθώς ο τίτλος είναι όνομα, Λόγος, καιτα φωνήματά του δημιουργούν έννοιες ή και αντικείμενα, η απουσία ταυτότητας δηλώνει την πρόθεση της ποιήτριας να προφυλάξει το ποίημα και την ιερή ανάγνωσή του από οποιαδήποτε εξωτερική δύναμη που θα μπορούσε να οδηγήσει τον αναγνώστη σε κοινούς ή απλώς γνωστούς τόπους.
Ουσιαστική, η λέξη «νήμα» επανέρχεται στη συλλογή, αλλά όχι με δημιουργό την Αριάδνη, όπως σε προηγούμενες ποιητικές συνθέσεις τής Καπλάνη. Και εδώ μας οδηγεί από το σκότος στο φως, από το θάνατο στη ζωή με όλεςτις επιπλοκές καιτις αυτοαναιρέσεις της, αλλά και αντιτίθεται στο μεταίχμιο. Ενώ το νήμα συνδέει και καθοδηγεί, το μεταίχμιο διαιρεί και εξοστρακίζει. Μεταίχμιο δεν είναι μονάχα η ελάχιστη απόσταση που χωρίζει τη μια μέρα από την άλλη. Δείχνει την αντίσταση της καθημερινότητας, την άρνησή της να μεταβεί σε μια ανώτερη σφαίρα:
Ποιος κινεί τα νήματα
οι πολίτες, ο Θεός
ή μήπως οι αόρατοι άλλοι; (σ.12)
Η επανάληψη της λέξης «νήμα» μάς θυμίζει ότι είμαστε μαριονέτες στα χέρια κάποιου αόρατου όντος, κάποιου αόρατου χειριστή των νημάτων μας(σ. 65),«Μαριονέτες οι άνθρωποι /τρομαγμένα πουλιά»(σ.15).
Η ανάγνωση άλλων ποιητών ανάμεσα στις λέξεις της Καπλάνη, κυρίως αρχαίων, υπενθυμίζει μια παιδεία άλλων εποχών, που ταξιδεύει με ούριο άνεμο μέσα στην ποίηση. O Baudelaire κάνει επίσης την εμφάνισή του με άρωμα αλληλουχίας, με δέντρα-γλυπτά να επικοινωνούν με τους διαβάτες:
Δέντρα λαξεύει με βία ο καιρός
γλυπτά στο μουσείο του δρόμου
ταγμένα να προσεύχονται
για τους διαβάτες(σ. 39).
Η πέτρα κατέχει κυρίαρχη θέση, επαναφέροντας στο προσκήνιο τον Δευκαλίωνα και την Πύρα, την πέτρα ως πηγή ζωής:
Λέξεις έπεσαν στην πέτρα
πέτρωσαν
φωνήματα μπλέχτηκαν στα δόντια
αποβλήθηκαν
ιδέες πήγαν ν’ ανθίσουν στις παύσεις
μαράθηκαν[…]
στίχοι ψάχνουν δύσβατα μονοπάτια να χαθούν(σ. 23).
Η πέτρα και ο βράχος μαγνητίζουν τις λέξεις, τις εξουδετερώνουν. «Άταφες λέξεις μολύνουν τα σώματα» (σ. 11). Η λέξη πρέπει να περάσει από τη Σταύρωση και την Ταφή για να γίνει Λόγος, «λόγια θραύσματα της ιερής σιωπής» (σ. 60). Η σιωπή πριν από τη δημιουργία, «Πόλη άλαλη αλαλάζουσα» (σ. 11). Η σχέση του ποιητή με τη λέξη είναι η σχέση του πιστού με τη θρησκεία του. «Οι λέξεις δεν σου ανήκουν σε φιλοξενούν γενναιόδωρα»(σ. 57).
Η μυθολογία του θανάτου περιπλέκει τη ζωή μας. Πώς αποδεχόμαστε το θάνατο; Τι γίνεται όταν τον αναμένουμε και δεν έρχεται; Η παράδοξη ιστορία της ζωής μας σε δύο στίχους, ιστορία του νεκρού που χάνει το δρόμο του:
Κι αν ένα ολίσθημα σε πάει εκεί
άθυρμα του μύθου δίχως οβολό; (σ. 32)
Τρέμουμε το θάνατο όσο θα τρέμαμε στη σκέψη ότι μπορεί να μην πεθάνουμε ποτέ. Υπάρχει πάντα ένας «λάκκος έτοιμος για τον καινούριο ένοικο»(σ. 17). Κλειδοκράτορας του άλλου κόσμου, κρύβει το κλειδί «στο πανωφόρι του»(σ. 37).
Το μεταίχμιο είναι μια αντίθεση μέσα στο χώρο αλλά και μια ισορροπία μέσα από την ποίηση. Εξισώνει την ύπαρξη με την ανυπαρξία, μας κάνει να βλέπουμε τη ζωή ακόμη βραχύτερη, άρα πιο πολύτιμη. Μας προσκαλεί «να ανακαλύψουμε πάλι την ομορφιά σαν ένα θαύμα» (σ. 44). Μια ματιά τώρα πλέον επιτρέπεται στο οπισθόφυλλο. Αρχίζει με τους δύο τελευταίους στίχους της προηγούμενης συλλογής, Η άγνωστη φίλη, που προετοιμάζουν την αλλαγή της κυριαρχίας του απόντος εγώ. Και τώρα μπορούμε να
απαντήσουμε ότι το νέο ποιητικό προσωπείο βρήκε την έστω εικονική ή υποθετική του ταυτότητα, δεν «χάθηκε μέσα σε ρόλους αλλότριους/ [δεν] μιλούσε με τα λόγια των άλλων».
.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ
CULTUREBOOK 3/11/2021
Ο μοιρασμένος άρτος της ζωής: σχόλια πάνω στην ποιητική συλλογή της Βικτωρίας Καπλάνη
Με την πέμπτη κατά σειρά ποιητική κατάθεσή της Μεταίχμιο, η Βικτωρία Καπλάνη συγκροτεί έναν πολυσήμαντο ποιητικό, αλλά και εσωτερικό χώρο. Το ανά χείρας -κομβικό για την ποιητική διαδρομή της συγγραφέως- βιβλίο αποτελεί, κατά την άποψή μου, μια σύνοψη ιδεών που αναπηδούν τόσο από την ευαίσθητη βίωση της πρωτόγνωρης για την Ελλάδα και την ανθρωπότητα εμπειρίας της οικονομικής κρίσης και της πανδημίας όσο και από ιδιαίτερα προσωπικά βιώματα, τα οποία συμπυκνώνουν αισθητικά τη συναισθηματική και καλλιτεχνική ωρίμανση της ποιήτριας και μια γενικότερη θέαση, δηλωτική της ανθρώπινης περιπέτειας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο τίτλος Μεταίχμιο καταδεικνύει εξαρχής την ορίζουσα της συλλογής και μετατρέπεται ξεκάθαρα σε σημαντικό ερμηνευτικό κλειδί ολόκληρου του βιβλίου.
Με άλλα λόγια, ο τίτλος δεν αναφέρεται μόνο στο κρίσιμο βιολογικό μεταίχμιο του ποιητικού υποκειμένου, αλλά αποτελεί ταυτόχρονα και ένα πολιτικό σχόλιο τόσο απέναντι σε έναν ορθολογιστικό, τεχνοκρατικό, υλιστικό κόσμο που αποστρέφει το βλέμμα από οποιοδήποτε συνεκτικό ανθρωπιστικό και οικολογικό όραμα όσο και απέναντι στον ίδιο μας τον εαυτό που -είτε από ιδιοτέλεια είτε με τις όποιες δεύτερες σκέψεις ή προσχήματα- απώλεσε το ενδεχόμενο θαύμα της ζωής και οπισθοχώρησε βουλιάζοντας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο ψευδαισθητικά κλειστός χώρος της πόλης δεν βιώνεται ως χώρος προστασίας και ασφάλειας, αλλά αντίθετα ως χώρος ανοικτός και ανοχύρωτος˙ έχουμε, με άλλα λόγια, μια μεταιχμιακή πραγματικότητα (προσωπική, εθνική και παγκόσμια), όπως, βεβαίως, την αντιλαμβάνεται και, μάλλον τραυματικά, την εισπράττει το ανήσυχο πνεύμα και ο ευάλωτος ψυχισμός του πάσχοντος γυναικείου υποκειμένου.
Πιο συγκεκριμένα, η συλλογή πραγματεύεται το επίκαιρο, εθνικό, ιστορικό, πολιτικό και κοινωνικό ζήτημα της οικονομικής, οικολογικής, αλλά κυρίως πνευματικής κρίσης του τόπου και του κόσμου ως μεταιχμιακό βίωμα. Μέσα σε αυτό το αντιθετικό πλαίσιο, τα θέματα της διάψευσης των ονείρων, των προσωπικών και συλλογικών αδιεξόδων της μεταπολεμικής, ελληνικής πραγματικότητας, της σωματικής και ψυχολογικής φθοράς, της γενικότερης ηθικής, πολιτικής, κοινωνικής και πνευματικής έκπτωσης, της τραυματισμένης ενηλικίωσης και τέλος της αίσθησης της εγγύτητας του θανάτου και της σπαρακτικής απώλειας, δεσπόζουν σε όλο το μήκος και πλάτος της συλλογής και καταδεικνύουν αφενός έναν κόσμο αλλοτριωμένο με διαβρωμένο τον κοινωνικό ιστό, βυθισμένο στον ζόφο της καθημερινότητας και στην πνευματική καταβαράθρωση και αφετέρου έναν κόσμο ποιητικό και αόρατο, που κείται πέρα από το προφανές και που ορίζεται από το απροσδόκητο και το θαύμα.
Ανάμεσα σε αυτό, λοιπόν, τον μεταιχμιακό χώρο η ποιήτρια επιχειρεί να φωτίσει τον αδηφάγο, τεχνοκρατικό, υποκριτικό και σκοτεινό χαρακτήρα του σύγχρονου κόσμου, αλλά και να αποτυπώσει την τραυματική ενηλικίωση των σωμάτων και των ψυχών. Και, επομένως, η αφηγηματική, αλλά και λυρική ταλάντωση ανάμεσα στο οικείο και το ανοίκειο, το ιδιωτικό και το συλλογικό, το συγκεκριμένο και το αφηρημένο, το πραγματικό και το ονειρικό-φανταστικό, το διαχρονικό και το επίκαιρο, το παλαιό και το σύγχρονο δεν αποτελεί παρά μιαν επιμέρους εκδήλωση της ευρύτερης διαλεκτικής ανάμεσα στον μύθο και την ιστορία της καθημαγμένης, αστικής καθημερινότητας, η οποία φαίνεται να ανακινεί και μερικά άλλα συνολικότερου εύρους ζητήματα που αφορούν την κοινωνία γενικότερα και αποδεικνύουν επιπρόσθετα ότι τα ποιήματα είναι γερά προσγειωμένα στον τόπο και την εποχή τους.
Λεπτά ειρωνική, ενίοτε σαρκαστική και, βεβαίως, βαθιά υπαρξιακή, η Καπλάνη αποτελεί παραδειγματική περίπτωση ενός πνευματικού ανθρώπου που αντιλαμβανόμενη το προσωπικό-ιδιωτικό, αλλά και το οικουμενικό μεταίχμιο εξεγείρεται από τη μια απέναντι σε ένα ανάξιο και ηθικά διαβρωμένο παρόν χωρίς, ωστόσο, να εγκαταλείπει από την άλλη την πίστη της στην ποίηση, στη ζωή, στον έρωτα και στο θαύμα. Και, βέβαια, μέσα σε αυτή τη διαλεκτική δομή του κειμενικού σύμπαντος της Καπλάνη, όπως αυτή η δομή αποτυπώνεται στη συλλογή ως συνδυασμός ορατού χώρου και αθέατης ή βαθιάς εσωτερικής διαστρωμάτωσης των εσωτερικών τοπίων, η φύση από τη μια, αλλά και το δεσπόζον αστικό τοπίο και καθημερινά αντικείμενα από την άλλη επιλέγονται για να αποδίδουν καταστάσεις του υποκειμενικού κόσμου, ενώ ο θάνατος ανεξέλεγκτος διασχίζει κάθετα και οριζόντια όλη τη συλλογή με ποικίλα προσωπεία.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ανάγνωσης, είναι κατά την άποψή μου, προφανές ότι η έξοδος από το μεταίχμιο στο οποίο αναφέρεται η ποιήτρια δεν συνδέεται με μια μοιρολατρική στάση ζωής ή ακόμη με μια στενή, θρησκόληπτη οπτική που την αποδίδει μονοδιάστατα στη θεϊκή παρέμβαση. Αντίθετα, οι συνεχείς αντεγκλήσεις ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο, τη μνήμη και τη λήθη, το ψεύδος και την αλήθεια, την άγνοια και τη γνώση, τη σιωπή και τον λόγο, τον πόθο και το πάθος, την ευτυχία και τον πόνο, την αποδημία και την απώλεια, την ύβρη ως υπέρβαση των ανθρώπινων ορίων και την κάθαρση, το άρρητο, το παράλογο και τον ορθολογισμό, την απόκρυψη και την αποκάλυψη, το φως και το σκότος, συναρμολογούν διαλεκτικά και εν προόδω μια μονίμως ενεργητική, ποιητική συνείδηση, η οποία δεν διστάζει να απομυθοποιεί και να ασκεί κοινωνική κριτική.
Εστιάζοντας τώρα στα εκφραστικά μέσα της Καπλάνη, παρατηρούμε ότι φιλοτεχνεί το ποιητικό της σκηνικό βασισμένη τόσο σε αφηρημένες έννοιες όσο και στην υλικότητα των πραγμάτων, στοιχεία που φανερώνουν, βέβαια, τον διάλογό της με το έργο της Κική Δημουλά. Παράλληλα εντοπίζουμε μια έντονη μουσικότητα και ρυθμικότητα του ποιητικού λόγου, η οποία επιτυγχάνεται με ποικιλόμορφους, γόνιμους και αισθητικά δραστικούς συνδυασμούς ελεύθερων στίχων με ποικίλα μήκη και παρηχήσεις. Λαμβάνοντας, λοιπόν, υπόψη τη σημαίνουσα παρουσία του ποιητικού ρυθμού κατανοούμε ξεκάθαρα ότι η ρυθμική, μουσική αγωγή του ποιητικού λόγου της Καπλάνη είναι συνειδητή και συνδέεται άμεσα με τη στέρεα μουσική της παιδεία. Τέλος, παρά τις επιμέρους ενστάσεις για υπερβολική σε κάποια σημεία σκοτεινότητα και αναλυτικότητα, ο οξύς υπαρξιακός πυρήνας της συλλογής, η παρουσία των αρχετύπων (π.χ. Πηνελόπη), οι πολλαπλές αναδυόμενες σημασίες και, τέλος, ο γοητευτικός συγκερασμός μιας λεπτότητας και καθαρότητας συγκροτούν, κατά την άποψή μου, ένα δυναμικό ποιητικό δίκτυο που αποκαλύπτει ένα προσωπικό (υπαρξιακό και καλλιτεχνικό), αλλά και εθνικό και οικουμενικό μεταίχμιο.
ΚΑΠΟΥ ΣΤΟ ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ
VII
Για όλους φαίνεται πως έρχεται η ώρα της ευθύνης
ακόμη κι η Ωραία Κοιμωμένη
ξύπνησε τρομαγμένη από μιαν εκκωφαντική έκρηξη
διαψεύδοντας τις προβλέψεις για κάποιον
δήθεν πρίγκιπα που καταργεί τον ύπνο μ’ ένα φιλί.
Φωνές, σειρήνες, καπνοί
οι τοίχοι του πολυκαιρισμένου παλατιού ετοιμόρροποι
δεν της μίλησε κανείς –έστω στα όνειρά της-
για την αντοχή των υλικών
για τον κίνδυνο να θαφτεί στα αποκαΐδια του ύπνου της.
.
Η άγνωστη φίλη
ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΓΑΛΑΖΗΣ
Ο Αναγνώστης 15 Ιουλίου 2015
Στο βιβλίο Η άγνωστη φίλη, που είναι η τέταρτη ποιητική συλλογή της Βικτωρίας Καπλάνη, η ποιήτρια ενορχηστρώνει την ποιητική αφήγηση θεατρικά, δεδομένου ότι αυτή, στις ενότητες Α’ και Γ’ του βιβλίου, εκφέρεται από δύο φωνές, που ανήκουν είτε στο ίδιο ποιητικό υποκείμενο είτε σε δύο διαφορετικούς ομιλητές. Αυτός ο ρητορικός τρόπος δεσπόζει και στο Σημείο φυγής (2013), που είναι η τρίτη της συλλογή, και επισφραγίζει τη “διπλότητά” του, όπως έχει επισημανθεί από τη Λ. Τσιριμώκου (“Η ποίηση κεντά σιωπηλά ερωτήματα”: Ο Αναγνώστης, 6 Ιουλίου 2014: http://www.oanagnstis.gr). Η έκδηλη, λοιπόν, θεατρικότητα στο νέο βιβλίο της Καπλάνη συνυφαίνεται με μια τραγική αίσθηση της ζωής, που απορρέει, ανάμεσα σε άλλα, από την αδυναμία επικοινωνίας (βλέπε τα μοτίβα του λαβύρινθου, των επάλληλων και ενίοτε θρυμματισμένων καθρεφτών, των φόβων, των ονείρων), και από άλλα θεματικά στοιχεία, όπως είναι η σύγκρουση με την εξουσία και η συντριβή, η αέναη αλλαγή και ο χρόνος, ο έρωτας και η φθορά. Στην ποιητική γραφή συγχωνεύονται αφενός ο μύθος της Αριάδνης (Ενότητα Α’) και η μορφή της μικρής σειρήνας, την οποία η ποιήτρια αντλεί από το ομώνυμο παραμύθι του Άντερσεν (Ενότητα Γ’), και αφετέρου τα διακείμενα από τον Ερωτόκριτο του Β. Κορνάρου, χωρίς να λείπουν και οι αναφορές σε πολιτισμικά μορφώματα του αρχαίου και του μεσαιωνικού ελληνισμού, με έμφαση στη θρησκευτική του διάσταση, ενώ η μεταφυσική του αιγαιοπελαγίτικου τοπίου που δεσπόζει στη συλλογή παραπέμπει στην ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη, η μορφή του οποίου συνδέεται με την Παναγία Παντοχαρά της Σικίνου.
Τα 41 ποιήματα της συλλογής Η άγνωστη φίλη, με εξαίρεση το προλογικό “[Πρόσωπα του μύθου]”, αρθρώνονται σε τρεις ενότητες: Α’. Η Αριάδνη μένει εδώ, Β’. Η άγνωστη φίλη, Γ’, Η Μικρή Σειρήνα στην πόλη. Ο ρητορικός τρόπος της “διπλής εκφοράς” του ποιητικού λόγου από τις διακριτές φωνές εντοπίζεται στις Ενότητες Α’ και Γ’. Τα ποιήματα της ενότητας Β’ γράφτηκαν “με αφορμή φωτογραφίες του Μιχάλη Διονυσίου” (ας σημειωθεί ότι και η ενότητα “Φωτο-Παίγνια” στο Σημείο φυγής περιλαμβάνει ποιήματα που “γράφτηκαν για την ομώνυμη σειρά φωτογραφιών του Λάζαρου Ιωαννίδη”) (Σημείο φυγής, Αθήνα, Γαβριηλίδης, 7). Τα επτά ποιήματα της ενότητας Α’ και τα 16 της ενότητας Γ’ αριθμούνται χωρίς να φέρουν τίτλους, στοιχείο που παραπέμπει στη συγγραφική πρόθεση της δημιουργίας ποιητικών συνθέσεων που συνδέονται με ισχυρούς συνεκτικούς αρμούς, λειτουργώντας στο πλαίσιο μιας ευρύτερης σύνθεσης. Λαμβάνοντας υπόψη τους κοινούς στις δύο ενότητες ρητορικούς τρόπους και τις υφολογικές συγκλίσεις που τις συνέχουν, θεωρούμε ότι και η δεύτερη ενότητα εντάσσεται λειτουργικά στο όλον της ευρύτερης ποιητικής σύνθεσης, καθώς σ’ αυτήν κυριαρχούν οι κυριότεροι θεματικοί άξονες αλλά και τα επιμέρους θεματικά στοιχεία και μοτίβα των άλλων δύο ενοτήτων, μολονότι εδώ δεν εντοπίζεται η διφωνική εκφορά του λόγου.
Η διφωνική αυτή εκφορά δεσπόζει στις ενότητες Α’ και Γ’: Η ποιητική αφήγηση αρχίζει στην ενότητα Α’ από μια γυναίκα της εποχής μας, η οποία έχει και τον τελευταίο λόγο στο έβδομο ποίημα. Ο εκφερόμενος λόγος της σύγχρονης γυναίκας σημαίνεται με όρθια γράμματα. Με πλάγια διακρίνεται ο λόγος της γυναίκας των παλαιότερων εποχών, στον οποίο συγχωνεύονται οι φωνές των πλασμάτων του μύθου και του παραμυθιού. Αυτό το ποιητικό υποκείμενο έχει και τον τελευταίο λόγο στην ενότητα Γ’ (και στη σύνολη ποιητική σύνθεση). Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι ο τελευταίος λόγος της διαχρονικής γυναίκας, στο καταληκτικό ποίημα του βιβλίου, αποτελεί προέκταση του εναρκτήριου λόγου της σημερινής γυναίκας στο πρώτο ποίημα της συλλογής:
Από το πλοίο αχνοφέγγει του νησιού το περίγραμμα
παίρνω πάλι το δρόμο και την αναζητώ
θα ‘χει -λέω- μεγαλώσει
θα σε κοιτάζει τώρα με το δικό της πρόσωπο […] (σ. 11)
Το μοτίβο της ερωτικής αναζήτησης, που εντοπίζεται στους πιο πάνω στίχους, διευρύνεται στους καταληκτικούς στίχους της συλλογής και αποκρυσταλλώνεται στο θέμα της αέναης κι ανειρήνευτης αναζήτησης, κατά το πρότυπο του Οδυσσέα:
[…] η ζωή αρχίζει έξω από το λαβύρινθο
όταν ο μίτος πέσει στα κύματα
γίνει φανός θυέλλης
ξαποστάσει στους φάρους των λιμανιών
τότε οι άνθρωποι κλείνουν της ζωής τους
τα μισογραμμένα κεφάλαια και αλλάζουν ρότα. (σ. 95)
Αν, μάλιστα, ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η διαχρονική γυναίκα της ενότητας Α΄είναι η Αριάδνη, «ιέρεια των αρχαίων καιρών και του ιερού γάμου» (σ. 11), ο έρωτας, που είναι μια από τις δεσπόζουσες ισοτοπίες ολόκληρης της συλλογής, προσλαμβάνει μιαν ευρύτατη κοσμολογική διάσταση. Η μορφή της ιέρειας Αριάδνης είναι απόκοσμη και εξωλογική: («θαρρώ μαζί μας μέσα στο πλήθος κι εκείνη / να γίνω ορατή εγώ η αόρατη; / Βαδίζει στα βήματα των προσκυνητών / αγγίζει με ιερό δέος τους τοίχους / […] το σώμα της απαντοχή / χορδή άρπας μελωδική γραμμή / αθιβολή αποκοτιάς και πεθυμιάς οδύνη […]» (21). Ταυτόχρονα, είναι μια γυναίκα «σαν όλες τις άλλες», μολονότι την ίδια στιγμή είναι προστάτιδα και καταφυγή όλων όσοι αναζητούν την αυτογνωσία (σ. 21). Τα ξωκλήσια της Σικίνου είναι οι χώροι των περιδιαβάσεών της και το σπίτι της βρίσκεται κοντά στο ιερό της Παντοχαράς, «να ’ρχεται η φωνή του ποιητή / να απολαμβάνει δειλινό / και επίγειο παράδεισο». Ο ποιητής εδώ δεν είναι άλλος από τον Οδυσσέα Ελύτη (http://www.tovima.gr/culture/article/?aid=414471 09/08/2011, πρόσβαση: 21/06/2015), που φαίνεται να είναι ένας από τους δασκάλους της Βικτωρίας Καπλάνη, και στον οποίο η ίδια αποτίει φόρο τιμής, με τα ποιήματα της Α’ ενότητας του βιβλίου.
Παράλληλα, στην ενότητα Γ΄της συλλογής συνυφαίνονται οι φωνές της μικρής σειρήνας του παραμυθιού και της σύγχρονης γυναίκας, με τη χρήση της τεχνικής του εσωτερικού μονολόγου, αν θεωρήσουμε ότι η γυναίκα της εποχής μας φέρει εντός της περισσότερες από μία φωνές ή ταυτότητες, ή του διαλόγου, αν δεχτούμε την άποψη ότι η γυναίκα του μύθου και του παραμυθιού είναι ένα ξεχωριστό πρόσωπο της ποιητικής αφήγησης. Κατ’ αντιστοιχία, στην Α’ ενότητα μπορούμε να μιλήσουμε για εσωτερικό μονόλογο ή διάλογο. Η σειρήνα, λοιπόν, στην ενότητα Γ’ είναι μια έφηβος που προσμένει «χρόνια την έξοδο / από του παραμυθιού τις εντολές / στου χώματος και του ουρανού / τον προϋπάρχοντα κόσμο» (53). Ενώ η γυναικεία μορφή της πρώτης ενότητας (Αριάδνη) κινείται συχνά σε ημιορεινές περιοχές, η μικρή σειρήνα της ενότητας Γ΄κινείται στο θαλασσινό τοπίο («κοραλλένιοι τοίχοι / παράθυρα από κεχριμπάρι /στέγη με όστρακα στρειδιών […]» (σ. 56) και επιδιώκει τη συνάντηση με τον αγαπημένο της στο οποίο απευθύνεται, επιδίωξη που στη συνέχεια γίνεται πόθος ([…] στο κατώφλι της πόρτας σου / φέγγει ο πόθος μου» (σ. 66). Ας σημειωθεί ότι και σ’ αυτή την ενότητα η γυναικεία μορφή είναι εξωλογική, απόκοσμη («’Εχω φωνή χροιά απόκοσμη / καθώς ανυψώνεται το σώμα μου / πάνω από την επιφάνεια του νερού») (σ. 74) και «ιδαλγός του ανέφικτου έρωτα» (σ. 78). Και στις δύο ενότητες ανιχνεύεται η διαρκής επιδίωξη των ποιητικών υποκειμένων να συναντηθούν και να επικοινωνήσουν. Πιο συγκεκριμένα, η σύγχρονη γυναίκα στην ενότητα Α΄φτάνει στο νησί και αναζητεί την ιέρεια Αριάδνη (σ. 11), τη συναντά πρόσκαιρα (σ. 12), και στη συνέχεια περιπλανιέται σε διάφορα μέρη, άλλοτε με την αίσθηση της απουσίας της και άλλοτε με την εντύπωση της νοερής και απόκοσμης παρουσίας της (σ. 21). Εξάλλου, στην ενότητα Γ΄ η επιδίωξη της συνάντησης και της επικοινωνίας είναι εσωτερικότερη και φαίνεται να οδηγείται σε τραγικό αδιέξοδο: φθαρμένες φωτογραφίες «από το τρωκτικό του χρόνου» (σ. 72), επώδυνη απουσία («η γυναίκα έφυγε από το κάδρο / τα ίχνη της αναζητούνται μέσα μας / υπόθεση καθαρά προσωπική») (σ. 76), τραυματική συναίσθηση του κενού («η σκιά αίφνης εγκαταλείπει / τον αταξίδευτο ταξιδιώτη») (86). Ας σημειωθεί ότι η ποιήτρια, ενώ στα πρώτα ποιήματα της ενότητας Γ’ βασίζεται στο παραμύθι “Η μικρή σειρήνα” του Άντερσεν, στη συνέχεια επιχειρεί να πλάσει τη δική της μικρή σειρήνα, υπονομεύοντας την παραμυθιακή αφήγηση, αν λάβουμε υπόψη ότι η σειρήνα της Καπλάνη αποφασίζει να ζήσει στην πόλη και όχι στον ωκεανό.
Στην ενότητα Β΄η ποιήτρια, μολονότι αφορμάται από φωτογραφίες του Μιχάλη Διονυσίου, αποφεύγει τη διπολική ποιητική αφήγηση. Το λυρικό ποιητικό εγώ άλλοτε αποδίδει τις εντυπώσεις του με χρήση του 1ου ρηματικού προσώπου (π.χ. «Κάρφωσα στο ξύλο / το σχοινάκι με τα κομμένα όνειρα / το δαχτυλίδι του Αυγούστου / το σημειωματάριο του φόβου […]» (σ. 35), άλλοτε μονολογεί (χρήση 2ου ρηματικού προσώπου: π.χ. «η σκιά σου πάντα εκεί / φορτωμένη αδικαίωτες στιγμές / προσωπεία ενοχής» (σ. 43)) και άλλες φορές επιλέγει την αποτύπωση των εντυπώσεών του με τη χρήση του 3ου ρηματικού προσώπου (π.χ. «φόβος το θεμέλιο της εξουσίας / σκορπίζει τον όλεθρο / ξηλώνει της αγάπης τα βλαστάρια / κόβει τις γλώσσες δένει πισθάγκωνα τα χέρια» (σ. 38). Βέβαια, με μεγαλύτερη συχνότητα χρησιμοποιείται στην ενότητα ο συνδυασμός της τριτοπρόσωπης ρηματικής εκφοράς με την απεύθυνση εις εαυτόν σε 2ο πρόσωπο, με δεσπόζοντα τον τόνο της συγκρατημένης και διόλου αισθηματικής λυρικής εξομολόγησης.
Εξετάζοντας, έπειτα, τους κυριότερους θεματικούς άξονες σε ολόκληρη την ποιητική συλλογή, διαπιστώνουμε ότι η βασανιστική επιθυμία για συνάντηση και η μη εκπλήρωσή της κυριαρχεί στις τρεις ενότητες του βιβλίου. Γύρω από τις μορφές της Αριάδνης και της
μικρής σειρήνας και με τη χρήση συμβόλων, όπως ο λαβύρινθος, ο μίτος, το πέλαγο, συνυφαίνονται οι συνδηλώσεις της αδυναμίας για επικοινωνία, της λήθης και της φθοράς (π.χ. «[…] την είδα στο λυκόφως / μιας καλοκαιρινής μέρας / η άγνωστη αιχμάλωτη της σκιάς μου / μου χαμογελά / στο άδειο κάδρο» (σ. 37).
Επιπλέον, με τον θεματικό άξονα της αδυναμίας για συνάντηση συνδέεται ένα κυρίαρχο γνώρισμα της ρητορικής δομής των ενοτήτων Α΄και Γ’ που είναι εκείνο του εσωτερικού μονολόγου ή διαλόγου (ανάλογα με την ερμηνευτική γραμμή που θα υιοθετήσουμε). Πιο συγκεκριμένα, ο αναγνώστης έχει την αίσθηση ότι οι διακριτές φωνές στις δύο ενότητες δεν συναντώνται και επομένως δεν διαλέγονται, παρά σε ελάχιστα σημεία. Με τη δεσπόζουσα χρήση της τεχνικής αυτής προβάλλεται η διάσταση ανάμεσα στην πραγματικότητα, την επιθυμία και το όνειρο, το τραγικό αδιέξοδο που βιώνουν σε κάθε περίπτωση τα ποιητικά υποκείμενα (ή το υποκείμενο που μονολογεί), καθώς βρίσκονται αντιμέτωπα με την εξουσία.
Η εξουσία, είναι ένας πολύσημος θεματικός άξονας στο βιβλίο, με συνδηλώσεις όχι μόνο πολιτικές αλλά και κοσμολογικές και μεταφυσικές: «[…] φόβος το θεμέλιο της εξουσίας / (σ. 38)» ή «ζωή αναρτημένη στο αγκίστρι της εξουσίας» (σ. 60) ή, τέλος, «[…] η εξουσία του λόγου / των άλλων σε κυβερνά / αιχμάλωτη στης φενάκης / τον ολισθηρό λαβύρινθο» (σ. 63). Συχνά η εξουσία ταυτίζεται με τη μοίρα (π.χ. σ. 65) και με τη ματαιότητα των ποικίλων σχέσεων νόμιμης ή αυθαίρετης επιβολής και καθυπόταξης, σε οποιοδήποτε επίπεδο ανθρώπινης δραστηριότητας («τέφρα πυρπολημένου κάστρου η επί γης εξουσία»: σ. 75), που δεν αποκλείεται να αφορά και τους λεγόμενους πνευματικούς ανθρώπους: «λόγιοι γραφιάδες / μια διαβρωτική εξουσία / με ένδυμα αμνού» (σ. 85).
Είναι, λοιπόν, Η άγνωστη φίλη ένα αξιόλογο ποιητικό βιβλίο, αν συνυπολογίσουμε τα πολλαπλά και παλίμψηστα σημασιολογικά, ρητορικά, υφολογικά και διακειμενικά επίπεδά του, που δεν είναι δυνατό να προσδιοριστούν και να αναλυθούν από την πρώτη ανάγνωση. Είναι επίσης, μια συλλογή που προσφέρεται για μια δειγματική εξέταση των τροπικοτήτων της πρόσληψης του Ερωτόκριτου στη νεοελληνική ποίηση του 21ου αιώνα (για παράδειγμα, μερικές φράσεις από τη συλλογή που παραπέμπουν στον Ερωτόκριτο είναι: «ορμητήριο ανέμων / φωλιά των πελελών πουλιών»: σ. 13, «απαγγέλλει πεθυμιές / ερμητικές κι ανέγνωρες»: σ. 19, «χορδή άρπας μελωδική γραμμή / αθιβολή αποκοτιάς και πεθυμιάς οδύνη»). Πάντως, από μια δειγματοληπτική δειρεύνηση του ζητήματος αυτού, διατυπώνουμε την υπόθεση εργασίας ότι η Β. Καπλάνη, διαλέγεται σε πολλά σημεία του βιβλίου της δημιουργικά με το πιο πάνω έργο του Β. Κορνάρου και σε καμιά περίπτωση δεν αρκείται σε απλή αναφορά των διακειμένων της, αλλά τα εντάσσει με τόλμη σε νέα συμφραζόμενα, εμπλουτίζοντας έτσι τις εκφραστικές δυνατότητες του ποιητικού της λόγου. Όμως η υπόθεση αυτή θα μπορούσε να διερευνηθεί διεξοδικά σε ξεχωριστή εργασία.
(*) o Λεωνίδας Γαλάζης είναι ποιητής – Διδάκτωρ Νεοελληνικής Φιλολογίας
.
ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
ΠΟΙΗΤΙΚΑ τευχ. 20 Δεκέμβριος 2015
Αναφορά σε γυναικείες μορφές του μύθου με την προσήνεια μιας κατακτημένης οικειότητας επιχειρεί η ποιήτρια, τουλάχιστον στα ποιήματα που συνθέτουν την ποιητική, την υφολογική, τη συναισθηματική ταυτότητα της ανά χείρας συλλογής της Βικτωρίας Καπλάνη. Σε μορφές που, περιβαλλόμενες προστατευτικά από την αύρα της μυθικής τους φήμης, διατηρούνται άφθαρτες• «αντιστέκονται στων βροτών τα είδωλα» και τους διδάσκουν δρόμους αυτογνωσίας και τρόπους συνείδησης της θνητής τους μοίρας. Κάπως έτσι η Αριάδνη, ένσαρκη, περιβαλλόμενη από τον μανδύα του
χρόνου, απρόσβλητη από κάθε ενδεχόμενο φθοράς, αδιάφορη κι έξω «από κάθε εξουσίας τα διακυβεύματα», ανέγγιχτη και αλώβητη από τα πισωγυρίσματα της ιστορίας, μοιάζει να θέλει να υπενθυμίσει στην ποιήτρια τον εγκλωβισμό και την υποταγή της στους ρυθμούς μιας ζωής καταδικασμένης να κυλάει τυφλά στις ράγες της καθημερινότητας και ότι η ανθρώπινη μοίρα δεν ορίζεται και δεν προσμετράται παρά μόνο με τα μέτρα της φθοράς.
Η ποίηση και η φύση, εν προκειμένω, καλούνται και δέχονται να
διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο, συνδράμοντας το ποιητικό υποκείμενο στη νηφάλια και ελεγχόμενη προσπάθειά του να αναπροσδιοριστεί σε σχέση με τον εαυτό του και με τους άλλους, καθώς και να αντιμετωπίσει ισορροπιστικά τις εσωτερικές και τις εξωτερικές του εντάσεις. Η ποίηση αποτελεί το μοναδικό πεδίο όπου μπορεί κανείς να εμπειραθεί τρόπους κατάκτησης και άσκησης της ατομικής του ελευθερίας όπου από τη μια προσφέρονται, υπό προϋποθέσεις, τρόποι απαγκίστρωσης από τα γρανάζια μιας θορυβώδους και καθηλωτικής στο ασήμαντο καθημερινότητας και από την άλλη παρέχεται η δυνατότητα να διακρίνει κανείς την άκρη του νήματος που θα τον οδηγήσει σε αυτό που πραγματικά είναι. Η φύση εξάλλου αποτελεί το προσφορότερο στον άνθρωπο πεδίο-σκηνικό πραγμάτωσης της υπέρτατης και πάντα ενδιάθετης -ακόμα κι αν δεν εκδηλώνεται- επιθυμίας του να διδαχθεί και να επικοινωνήσει με την ουσία της ύπαρξης του και την αλήθεια των πραγμάτων και των καταστάσεων, τον συνδράμει στην κάποτε αγωνιώδη προσπάθειά του να απελευθερωθεί, έστω προσωρινά, από τις αδήριτες ανάγκες του παρόντος.
Τα σημαντικότερα ποιήματα της συλλογής συνθέτουν ένα οδοιπορικό που εκ πρώτης όψεως θα μπορούσε να χαρακτηριστεί φυσιοκρατικό-φυσιολατρικό, αφού το κυρίαρχο στοιχείο είναι μια εσώστροφη, συχνά ιδιότυπης ημερολογιακής υφής, εγγραφή-καταγραφή εντυπώσεων πραγματικών ή φανταστικών περιπλανήσεων σε τοπία και τόπους πρόσφορους για την αφύπνιση κατευναστικών σκέψεων και αισθημάτων. Παράλληλα και σε δεύτερο επίπεδο, τα ίδια ποιήματα συνθέτουν το οδοιπορικό της ποιήτριας προς τον εσωτερικό της κόσμο, εκεί όπου μπορεί, εν σιωπή, να ψαύσει ψήγματα του αληθινού της προσώπου, εν σιωπή, γιατί «η σιωπή αναπαύει την πολυπραγμοσύνη της συνείδησης», γιατί αυτή, η σιωπή, είναι εντέλει η πυξίδα που οδηγεί στον ουσιαστικό λόγο και στον πραγματικό κόσμο που επιμένει να υπάρχει και να εκπέμπει αιφνίδια και αναπάντεχα σημάδια και σήματα ενδεικτικά ή επιβεβαιωτικά της ύπαρξής του. Γι’ αυτό και η ποιήτρια μοιάζει να έχει τυφλή εμπιστοσύνη σε όλα τα αιφνίδια και αναπάντεχα μηνύματα ή καλέσματα και ενδίδει ευφρόσυνα σε όλες τις πιθανότητες να συγκεκριμενοποιηθεί η διαχυμένη παντού και πάντα, ως ενδεχόμενο, ομορφιά, την οποία θεωρεί ως το μοναδικό έναυσμα, εφαλτήριο για την κατάκτηση κρυμμένων μέσα της δυνατοτήτων συχνά υπερβατικών, αφού ο δρόμος προς την υπέρβαση διαπερνά, διασχίζει τόπους και πράγματα απλά, καθημερινά, πλην όμως αιφνίδια φωτισμένα από το φως της ψυχής.
Όσο για την «άγνωστη φίλη» («-Η άγνωστη αιχμάλωτη της σκιάς
μου», λέει κάπου) μπορεί και να είναι ο άλλος άγνωστος εαυτός που
κρύβει μέσα του ο καθένας που απαιτεί, αξιώνει, διεκδικεί τους δικούς του χαμένους χρόνους, αυτούς που έχουν χαθεί στις πτυχές του
αντικειμενικού, του ρυθμιστικού της χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθημερινότητας χρόνου. Είναι -η άγνωστη φίλη- τα συγκροτημένα σε ένα πρόσωπα που στέργουν την ποιήτρια στην αναζήτηση ερεισμάτων και εναυσμάτων ζωής, που την ωθούν στους τρόπους ενός ιδιάζοντος εσωτερικού μονολόγου – ιδιάζοντος γιατί συχνά εκτρέπεται προς τον άλλο, αναζητώντας έναν αποδέκτη, που δεν αποκλείεται να υποκαθιστά ή και να παριστάνει η ίδια, δεδομένου ότι, πλήρης μνήμης και ζωντανών μυθικών και ιστορικών αποθεμάτων, μπορεί με φυσικότητα να μετέρχεται τρόπους του εγώ, του εμείς και τανάπαλιν, καθώς «το παλαιό πηγάδι ξυπνά / ποτίζει ρυθμικά τα θεμέλια του ιδιωτικού βίου». Σε έναν κόσμο όπου αισθάνεται να «μετακινούνται διαρκώς τα σημεία αναφοράς», μονίμως βιώνοντας την «αποδιάρθρωση των συμβόλων», αφήνεται με εμπιστοσύνη στη ρύμη του λόγου, στον προφανή ή στον συγκαλυμμένο ειρμό των σκέψεων, των συναισθημάτων και των διαχυμένων στην ατμόσφαιρα νοημάτων, με την προφανή ή την τεκμαιρόμενη πρόθεση να αμβλύνει και να διαστείλει τον
αρραγή πυρήνα της υπαρξιακής της αγωνίας, αναζητώντας μέσα της
τα ίχνη της γυναίκας του κάδρου και συχνά λειτουργώντας ως εκπρόσωπος όλων των ηλικιών που ως τώρα διάνυσε – απόδειξη της πνευματικής της ωριμότητας.
.
Σημείο φυγής
ΛΙΖΥ ΤΣΙΡΙΜΩΚΟΥ
Ο ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ
«Η ποίηση κεντά σιωπηλά ερωτήματα»
H τρίτη ποιητική συγκομιδή της Βικτωρίας Καπλάνη είναι ένα «διπλό βιβλίο», συνδυάζει δύο χειρονομίες σε μια κίνηση: τη φιλική υποστήριξη και τη θυγατρική οφειλή που συστεγάζονται στον ίδιο χώρο, ενοποιώντας τη συγκίνηση, φέρνοντας κοντά τους ακριβούς νεκρούς με τους ζωντανούς σε κοινό σύμπαν. Στίχοι έμφορτοι από μνήμες και αισθήματα, πρόσωπα, εικόνες και όνειρα που κρατούν την υγρασία της πρωτοβάθμιας, βιωματικής αίσθησης αλλά και συνάμα τη μετασχηματίζουν έντεχνα σε ποιητικά κρυσταλλώματα, λεπτοδουλεμένα κοσμήματα λόγου.
Η πρώτη ενότητα, λοιπόν, του παρόντος διπτύχου περιλαμβάνει τα «Φωτο-παίγνια», ποιήματα καμωμένα ως αναγνωστικά σχόλια σε μια σειρά φωτογραφιών του Λάζαρου Ιωαννίδη με αυτόν τον τίτλο. Φιλικός υποστηρικτικός λόγος, όπως προανέφερα: συναδελφικός ή συντροφικός, θα διευκρίνιζα περαιτέρω, συνομιλία ομοτέχνων, μια και η ποιητική αύρα είναι ήδη δεδομένη, έκδηλη στις συγκεκριμένες φωτογραφίες. Πρόκειται για φωτο-ποιήματα που καδράρουν μια παλλόμενη ευαισθησία, καταγράφουν το φως, τις σκιές, τα χρώματα, τις καλειδοσκοπικές συνενώσεις και διαθλάσεις τους, διαμορφώνοντας συνεχείς εκπλήξεις εικόνων και σχημάτων. Τα παιχνίδια του φωτός και οι ιριδισμοί του νερού μέσα σε ένα παλιό γυάλινο μπουκάλι μεταδίδουν με μέσα απλά τα «κινήματα της ψυχής» και λειτουργούν σαν εικονικό αυτοβιογράφημα, σαν προσωπικό ημερολόγιο με διαυγείς εγγραφές.
Σε αυτή τη ροή των εικόνων έρχεται να παρεμβληθεί το αναγνωστικό φίλτρο της Βικτωρίας Καπλάνη. Επανεστιάζει σε λεπτομέρειες, μεταφράζει τη μουσική των χρωμάτων και ενωτίζεται τη σιωπή των πραγμάτων, επιστρέφει, πολιορκεί, αναδιατάσσει τον εικονικό αυτό κόσμο και διαμορφώνει μια νέα επικράτεια. Η ποιητική αρχιτεκτονική της μετρά με δικούς της κώδικες τις ακολουθίες και τις παύσεις, τις συμμετρίες και τη διάχυση, τους στροβιλισμούς και την καθήλωση. Ο εσωτερικός ρυθμός της χωρίζει σε δεκατρία τρίφωνα ποιήματα, γεωμετρημένα και πολλαπλώς επεξεργασμένα, τον λόγο της. Έκαστο μέρος του τρίπτυχου ακολουθεί μια ενδότερη λογική: το μεσαίο (β) ποίημα, πυρηνικό, πάντα πλαγιογράμματο, προβάλλει την ισχυρή φωνή, σε πρώτο πρόσωπο, εσωκλείει τη βούληση, την επιθυμία, την ενδοσκόπηση, το αυτοσχόλιο, την έκκεντρη κίνηση και την επαναφορά στο πλαίσιο – ένας κυματισμός του εγώ. Τα δύο ακριανά ποιήματα (α και γ) κρατούν κάπως ασύμμετρες αποστάσεις. Το μεν ένα (α) είναι κατά κανόνα ευθεία αποστροφή σε ένα εσύ, στον ποιητή-τεχνίτη ενός κόσμου που αιχμαλωτίζει το βλέμμα, στον δημιουργό που έχει χαράξει τις διαδρομές του, τους περίκλειστους τόπους του, αλλά μένει ευάλωτος και εκτεθειμένος• το δε έτερο (γ) σε τριτοπρόσωπο λόγο, ουδέτερο, σχεδόν αποδραματοποιημένο και διαπιστωτικό, ισοκρατεί πάγκοινες και ζωτικές αλήθειες• είναι, κατά κάποιον τρόπο, η ήρεμη δύναμη του αποφθεγματικού λόγου έναντι των δύο άλλων εντονότερων εκφορών.
Με αυτή την ευρηματική τρίφωνη σχεδία η ποιήτρια αναπλέει τον ποταμό των συν-εικόνων και εκθέτει την περιπέτεια του εσωτερικού της ταξιδιού, κρατώντας το δικό της «ημερολόγιο καταστρώματος». Καταγράφω τους τίτλους-σταθμούς αυτών των δεκατριών τριμερών συνθεμάτων: Εν αρχή / Εναντιοδρομίες / Συν-εικόνες / Κατάδυση / Σιωπή / Blow up / Ταξίδι / Ανθοφορία / Αντικατοπτρισμοί / Επίκληση / Δίνη / Σκιές / Adieu.
Yπογραμμίζω το γεγονός ότι με αυτή την ποιητική επίνοια διευρύνει την αναγνωστική δυνατότητα της κατασκευής της, εφόσον μπορεί κανείς να ξεκλειδώσει αυτό το υπαινικτικό σταυρόλεξο … οριζοντίως και καθέτως: μπορεί δηλαδή ο αναγνώστης να στοιχίσει σε κάθετη ανάγνωση, σαν ένα ενιαίο ποίημα, τα μεσαία πλαγιογράμματα ποιήματα (τα β΄) ή, χωριστά πάλι, όλα τα εναρκτήρια ή τα καταληκτικά ποιήματα του τριπτύχου (τα α΄ είτε τα γ΄) – θα ακολουθήσει έτσι την κλιμάκωση μιας φωνής, με τις κορυφώσεις, τις υφέσεις, τις επιταχύνσεις, τις ανισοδιάρκειές της. Από την άλλη, μπορεί να κρατήσει, σε οριζόντια, σελιδαριθμική διάταξη, την τρίφωνη συμπλοκή, διατηρώντας την έκπληξη της αλλαγής του τόνου από το α΄ στο β΄ κι έπειτα στο γ΄ ποίημα και επανευρίσκοντας μέσα από την τρίτονη ασυνέχεια την ακολουθία των επόμενων τριαδικών συμπλεγμάτων. Δείγματος χάριν θα ακολουθήσω τη μία ή την άλλη λογική, διαβάζοντας πρώτα κάποιες από τις μεσαίες μονωδίες :
β΄
Από τα χλωμά νερά της λήθης
μια στιγμή αέρινη
έτοιμη να διαλυθεί στο φως
δάκρυ εγώ φωνήεν
στις χορδές της άρπας συλλαβή της αγωνίας
άθυρμα στη δοκιμασία των χρωμάτων
μεταμορφώνομαι
κόσμημα και νιο φεγγάρι
πίσω από τα σύννεφα της σκέψης σου
ανατέλλω και ο ουρανός σου πλημμυρίζει
αντιφεγγίσματα
αδικαίωτων στιγμών
*
Ανατέλλω
πνοές του αόρατου
ακατανόητα μηνύματα
ορίζουν την τροχιά μου
αποκρίνομαι
η σκιά μου βαθαίνει
χρυσαφένιο σύννεφο ελιγμός στον ορίζοντα
παλινδρομώ
η τροχιά μου κεντά
μελωδίες της αγρύπνιας
βυθίζομαι στα σκοτεινά ουράνια ύδατα
αμοιβάδες φωτός χάνουν το χρώμα τους
μέσα μου γαλάζιο ποτάμι
επικράνθη
ουρανοδρομώ και αναπαύομαι
όνειρο αθανασίας
*
Κινούμαι αργά
σε σπειροειδή τροχιά
εγώ ο διπλός καθρέφτης
η μία διπλή είσοδος
ψίθυροι του αιθέρα
μεταγράφονται στο σώμα μου
ο χώρος διάστικτος
απλές αρμονίες και καθαρούς χρωματισμούς
κατέρχομαι στο φαινομενικά αδρανές τοπίο
σκοτεινά ηχοχρώματα
επιστρέφουν πάνω μου
χρησμοδοτώ τη νοσταλγία
αντιστρέφω τα φαρμακερά βέλη
το εσωτερικό φως να ξημερώσει
[…]
Παράθυρο βυθισμένο στα νερά
φυτά ονείρων μεγεθύνονται στο σκοτάδι
ναυάγιο φωτός η παρουσία μου
στον καθρέφτη του ουρανού
ζωγράφισε το εσωτερικό σου φεγγάρι
όλα ακίνητα εδώ
μόνο φευγαλέοι ήχοι άρπας
ντο έλασσον
μετέωρο μήνυμα διάλυσης
εστιάζεις αδέξια το φακό
να επιβεβαιώσεις την κίνηση
αποσύρομαι μην αναλωθώ
και καταργήσω την ύπαρξη
ως μνήμη και ως δυνατότητα
φευγαλέα γραφή
«υπάρχω»
μια συμβολική μορφή ύπαρξης
στο χρυσαφί των αθώων ονείρων σου
να με θυμάσαι
Και, σε οριζόντια ανάγνωση, ένα ατόφιο τρίφωνο, το όγδοο, που τιτλοφορείται «Ανθοφορία»:
α
Κι όμως στο χέρι σου
εικονίζεται εν μικρώ η αρμονία
ακολούθησε τις γραμμές τα όρη τα σύμβολα
τις αναλογίες με τα μουσικά διαστήματα
ακινησία
τα δάχτυλα αιμορραγούν
παραμορφώνονται
λευκό της μνήμης χρώμα
ανακαλεί σχήματα μελωδικά
αντάντε αμορόζο
όνειρο
η ανθοφορία
β
Αλλεπάλληλοι τραυματισμοί
σημαδεύουν κάθε έξοδο
από το γυάλινο κέλυφος
επιστρέφω
σ’ ένα φίλανθο κέντρο
απομονωμένο και αδιάφορο στην επαφή
οι αιχμηρές νότες
βουβές χωρίς ήχο
αδιάψευστο σημάδι στα δάκτυλα
η έκρηξη πάντα την τελευταία στιγμή
αναβάλλεται
γ
Η έκθεση στο πραγματικό ανάδυση του εσωτερικού τοπίου με έναν ιδιαίτερο κάθε φορά φωτισμό η γνώμη των άλλων συσκοτίζει την εικόνα το κέντρο ανθεκτικό παρά τους κλυδωνισμούς δεν συντρίβεται ο εαυτός και ο κόσμος συνέχονται η έκφραση αβίαστα ωριμάζει φως εν τη σκοτία ανθίζει
Πιστεύω πως τα διάπλοκα τούτα ποιήματα διεμβολίζουν τις εικόνες και ξεκλειδώνουν έναν κόσμο πολύχρωμο, ψηφιδωτό, καλοχτισμένο, με τις κρυφές στοές και τις καταπακτές του, καταχωνιασμένα μυστικά και θαρρετές αλήθειες, τις διάφωτες αίθουσες και τα δροσερά εξώστεγα, έναν εσωτερικό οίκο έτοιμο να δεχθεί και να φιλοξενήσει τον αναγνώστη. Η ένοικος ξεναγεί με λόγο παραστατικό, οπτικό, σχεδόν απτό και συνάμα μουσικό, με μελωδικά περιγράμματα. Οι εικόνες εντάσσονται σε προοπτική διάσταση, γίνονται κινητικές, εφορμούν σε βάθη και επανέρχονται στην επιφάνεια κουβαλώντας αινιγματικά όστρακα από λησμονημένους τόπους και δυσκατάληπτες γλώσσες.
Η δεύτερη ενότητα του βιβλίου ονοματίζεται «Σημείο φυγής» με τη διακριτική αφιέρωση: Στη μητέρα μου. Πρόκειται για ένα ελεγειακό σύνθετο ποίημα με πύλες εισόδου και εξόδου και, ενδιαμέσως, επτά ποιητικά μέρη καταγεγραμμένα με λατινικούς αριθμούς (Ι – VII). Είναι μια δύσκολη συνομιλία μεταξύ προσώπων οριστικά πλέον αποχωρισμένων, του επιζώντος από τη μια μεριά και μιας βωβής σκιάς από την άλλη. Μονολογικός διάλογος («διαιρούμαι για να μιλήσω»), δηλαδή δίχως αντίλογο, με το το ποιητικό υποκείμενο να παίζει εναλλάξ ρόλους σε μια προσπάθεια να εξημερωθεί η αγριότητα της απώλειας, να εξορκιστεί το άγος της μοναξιάς, να συμφιλιωθεί η ζωή με το πένθος.
Το εισόδιο ποίημα, με καρφωμένο στα πλευρά του ένα ημιστίχιο από τη «Νέκυια» της Οδύσσειας (… εμέ δε χλωρόν δέος ήρει), καταλήγει αποφασιστικά:
η ενηλικίωση των στίχων μου
προκαλεί την αναμέτρηση
με το σήμερα
Τούτο μπορεί να διαβαστεί διττά, σε σχέση με τον τίτλο: το «σημείο φυγής» παραπέμπει και στην αποχώρηση της μητέρας και στην αναχώρηση μιας ποίησης από τη ζώνη της παρατεταμένης εφηβείας – σημείο εκκίνησης, λοιπόν, ή έστω επανεκκίνησης προς την ενηλικίωση. Στο κατώφλι των επτά ποιημάτων, ένα παραδοσιακό δίστιχο, αντίλαλος από τη μακρινή, θαλασσινή πατρίδα, σταλάζει την παραμυθία του στην πόλη της καταχνιάς και της ομίχλης:
«Ο πονεμένος δεν μπορεί ποτέ να ησυχάσει
γιατί του φαίνεται συχνά τον κόσμο πως θα χάσει»
Με τον ίδιο οικείο τόνο, χαιρετισμός πέρα από τη θάλασσα, ξεπροβοδίζεται το μεγάλο ελεγειακό σύνθεμα προχωρώντας προς το τέλος του:
«Χίλια παραπονέματα στα χείλια μου γραμμένα
μα δεν μπορώ να σου τα πω μόνο να πιάσω πένα»
Τα λαϊκά δίστιχα πλαισιώνουν, κατά κάποιον τρόπο, με την αμεσότητα και τη σοφία τους τον πένθιμο λόγο που επιχειρεί να υπερβεί την αμηχανία και το κόμπιασμα, τις αδέσποτες λέξεις και τις άτακτες σκέψεις. Φοδράρουν με την πατίνα τους τoν τρόμο και τον πόνο, επανοικειώνουν την ξεριζωμένη μητέρα με τον γενέθλιο τόπο της.
Το μελανό ριπίδι ανοίγει σε επτά πτυχές, παραλλαγές ενός επίμονου ανακαλέσματος, που στέκεται σε παρωχημένες στιγμές, ανείπωτα μηνύματα, μορφές αγαπημένες, ανήμπορα συλλαβίσματα και παράπονα της ψυχής, «των αναμνήσεων πυροτεχνήματα».
… Έχεις καιρό να σχολιάσεις τα συμβαίνοντα εδώ
ίσως όμως η σιωπή σου να είναι το σχόλιο
της αδέξιας ζωής μου
[…]
κοιτάζω τα σύννεφα
κι ας μην ξέρω να τα διαβάζω
τα μεταβαλλόμενα σήματα – τους οιωνούς
δεν κάλεσες τα φαντάσματά σου
ποτέ να αναμετρηθούν στο φως της μέρας
τώρα – κατόπιν εορτής – μεταμφιεσμένα
ουρλιάζουν στο βυθό
[…]
άκου την πνοή της πέτρας
σαν τη χαϊδεύει το κύμα
της μοναξιάς τα καρφιά πώς κρατούν
στερεωμένα τα σπίτια
[…]
δρόμοι στα κύματα
γραμμές της μοίρας
στην ώρα τους όλα
μισόγιομο φεγγάρι
τιμόνι θυέλλης
[…]
γκρίζες πέτρες και καφετιές
στου νερού το διάφανο σεντόνι
το δέντρο γέρνει να κοιμηθεί
τον ύπνο σου να ταξιδέψει
εκεί που λύθηκαν τα γόνατά μου
εκεί που το κλειδί χάθηκε
κι εγώ παίζοντας τη νιότη μου στα ζάρια
το γύρευα στις πιο απίθανες κρυψώνες
του καλογυμνασμένου νου
δεν κοίταξα ποτέ τα μάτια σου
να μου το φανερώσουν
[…]
οι λέξεις μου έχασαν τα σύμφωνα
τα φωνήεντα-κραυγές σε καλούν
τόση αφήγηση και δεν κατάλαβα ποτέ
η επανάληψη σκότωσε το μήνυμα
το διαμέλισε
οι ερμηνείες το παραμόρφωσαν
[…]
στην άλλη όχθη απομαγεύεσαι
εδώ παιδί εγώ με το στανιό
να μη σε χάσω
[…]
ο δικός σου τόπος έρημος ερειπίων
ο δικός σου χρόνος μαρμαρωμένος
ο δικός σου φόβος
ο δικός σου πόνος
ίχνη στη γλώσσα
από τη γύρη του νοήματος
με αναζητώ και δε με βρίσκω
[…]
ηττημένη η μούσα πέρασε
να καταθέσει ένα αστέρι στο παράθυρό σου
το πήρες και το έθαψες στο πηγάδι του κήπου
νερό φλεγόμενο έκαψε τα λόγια του
σκοτεινό μαγνητικό κέντρο
η μοναξιά σου
γύρω της αδέξια γυρίζω
[…]
ο ήλιος βυθίστηκε στη θάλασσα
η μητέρα κι ο πατέρας έδυσαν μέσα μου
για ν’ ανατείλουν πάλι αύριο
την καινούρια μέρα
τη μετά θάνατον
δική μου μέρα
στην άλλη ακτή
της καθημερινής αναμέτρησης
Δεν είναι τυχαίο, νομίζω, ότι στην εκπνοή των επτά ποιητικών μερών επανευρίσκουμε την ίδια λέξη με την οποία έκλεινε το εισόδιο ποίημα: την αναμέτρηση με το διεσταλμένο έξαφνα παρόν που προσπαθεί να χωρέσει τόσο παρελθόν και να ειρηνεύσει το μέλλον. Το επτάπτυχο ριπίδι κλείνει απαλά• το τελικό, εξόδιο ποίημα μεταφέρει στην κρύπτη του την ανάσα μιας οικείας γαλήνης:
… δώσε μου λέξεις κοχύλια της παιδικής μου θάλασσας
θροΐσματα δέντρων
πέταξε της τελειότητας
τα μαύρα ρούχα
τα μυστικά σου ο άνεμος
πενθοφόρος δε λησμονά
τα ξαναφέρνει πίσω σε μια αμέριμνη στιγμή
οι λέξεις
μεταμορφώνουν
στο βλέμμα σου το άγγιγμα της μέρας
[…]
στα χέρια σου κρατάς το όνειρο
εύθραυστο όπως πάντα
φόρεσέ το και βάδισε θαρρετά
από αχαρτογράφητες περιοχές
από τα βάθη του χρόνου
έρχεται η ευχή της γυναίκας
μέσα στη ρευστότητα
να πάρει σάρκα και οστά
ο λόγος κι η κραυγή γίνονται μοίρα
στα κελάρια τους ωριμάζουν οι ποιητές
το ποίημα επινοεί
το ποίημα επινοείται
κι ανάμεσα εσύ
αληθεύεις
Πιστεύω να έδειξα πως σε αυτό το διαξονικό βιβλίο η Βικτωρία Καπλάνη ενοφθάλμισε την τεχνική της ωριμότητα. Γερά αρματωμένη, κατέχει πια την ποιητική εκείνη «ευγένεια» που δόξασε ο Καρυωτάκης:
Κάνε τον πόνο σου άρπα.
Και γίνε σαν αηδόνι,
και γίνε σαν λουλούδι
κάνε τον πόνο σου άρπα
και πε τονε τραγούδι.
Άλλωστε δεν ξεχνώ πόσο με ξάφνιασε η παιγνιώδης σοβαρότητα, η αδραματοποίητη σαφήνεια με την οποία μπήκε στην ποιητική αρένα, σαν έτοιμη από καιρό. Στους Ήχους-Απόηχους, το πρώτο της βιβλίο (2007), «αντί προλόγου» καρφίτσωνε το πρόγραμμα της αυτογνωσίας της:
Aριάδνη, εγώ σου το ᾽λεγα
ο θεός σου πέθανε
κι ο ήρωας που λάτρευες παρέδωσε τα όπλα
πάει καιρός, αλλάξαν οι εποχές
τώρα
το κουβάρι ξετυλίγεται πάνω στα βήματά σου
ο χορός του θρήνου
ο θρήνος του χορού
χαρτογραφούν αυτό που είσαι αλλά δεν γνωρίζεις
ο μίτος κι ο λαβύρινθος ένα.
Δεν μπορώ, κλείνοντας, παρά να κάνω στη Βικτωρία Καπλάνη την αναμενόμενη ευχή: να συνεχίσει αυτό το ξετύλιγμα του κουβαριού με την ίδια ζέση και τη σκηνοθετική ευαισθησία που έχει δείξει ώς τώρα στα ποιητικά της πλάνα.
.
ΣΤΑΥΡΟΣ ΖΑΦΕΙΡΙΟΥ
Παρουσίαση στη Κεντρική Βιβλιοθήκη στις 27 Νοεμβρίου 2013
Δημοσίευση στο Εντευκτήριο τ. 102-103 Δεκ. 2013
Σκηνοθετώντας την ψευδαίσθηση
Βικτωρία Καπλάνη. .
Μετά τους Ήχους-απόηχους και τις Λευκές συνομιλίες, με το τελευταίο της
βιβλίο, Σημείο φυγής, η Βικτωρία Καπλάνη έρχεται να επιβεβαιώσει μια
εξαρχής κατακτημένη ωριμότητα.
Όμως, τι να σημαίνει ωριμότητα στην ποίηση; Ίσως την αποδοχή της
ψευδαίσθησης, την άνευ όρων παραδοχή της πλάνης ότι η γλώσσα δεν είναι
απλώς το εργαλείο που οργανώνει και περιγράφει παρόντα συναισθήματα αλλά ο τρόπος με τον οποίο βγαίνουμε έξω από αυτά. Ίσως την παραδοχή του αγεφύρωτου χάσματος ανάμεσα στα σημεία της γλώσσας και σε ό,τι αυτά αναπαράγουν στη φυγή τους. Γιατί τότε, όπως γράφει, περίπου, ο Φερνάντο Πεσσόα στο Βιβλίο της ανησυχίας, ο ποιητής δεν κινδυνεύει από τη διάψευση.
Η Καπλάνη φαίνεται να αναγνωρίζει την πραγματικότητα της ψευδαίσθησης. Και όχι μόνο να την αναγνωρίζει αλλά και να υποκύπτει στη γοητεία της, και να συνδιαλέγεται μαζί της. Φαίνεται να αντιλαμβάνεται ότι τα “όρια” είναι ένα ζήτημα νέων δυνατοτήτων και όχι οι γραμμές ανάμεσα στις
οποίες κινούμαστε. Γι’ αυτό και δομεί το βιβλίο της, όχι σαν μια ενδοστρεφή
και τετελεσμένη κατάσταση, για την οποία πρέπει να μιλήσει, αλλά σαν μια
περαιτέρω επιθυμία της γλώσσας. Χωρίζοντάς το σε δύο ενότητες, «Φωτοπαίγνια» και «Σημείο φυγής», στην ουσία δεν το διαχωρίζει νοηματικά αλλά διχοτομεί το ίδιο νόημα.
«Τα ποιήματα αυτά γράφτηκαν για την ομώνυμη σειρά φωτογραφιών του
Λάζαρου Ιωαννίδη» είναι η πληροφορία που προτάσσεται της ενότητας
«Φωτο-παίγνια». Ωστόσο, γυρίζοντας μία μία τις σελίδες, μπορεί αμέσως να
παρατηρήσει κανείς ότι αυτές οι φωτογραφίες απουσιάζουν. Παρών είναι μονάχα ο λόγος, ο οποίος καλείται να αναπληρώσει αυτή την απουσία και, ανατρέποντας το στερεότυπο «μια εικόνα είναι χίλιες λέξεις», να αποδείξει άτι οι λέξεις μπορούν να απεικονίσουν τα «φωτο-παίγνια»• μπορούν, μέσα από μια διαδικασία αναδιατύπωσης συμβολικών συστημάτων, να γίνουν οι εικόνες που λείπουν.
Φαντάζομαι ότι οι τίτλοι των ποιημάτων αυτής της πρώτης ενότητας είναι οι ίδιοι που επιγράφουν τη θεματική ακολουθία των φωτογραφιών: μια,
κάθε άλλο παρά ακύμαντη, υπαρξιακή διαδρομή, την οποία εξαρχής φροντίζει
να νοηματοδοτήσει η Καπλάνη ως την «αναπαράσταση ενός αθέατου ταξιδιού» και να τη χαράξει ως την πορεία «από το χάος στον έρωτα και τη μοίρα».
Τι πάει να πει όμως «αναπαριστώ το αθέατο»; Σε αυτό το, κατά κυριολεξία, αθέατο ταξίδι της ανθρώπινης συνείδησης, τι είναι αυτό που πρέπει να αναπαραστήσουν οι λέξεις; Και ποιος είναι ο τρόπος; «Σκηνοθετείς» είναι η ενέργεια που επιστρατεύει η ποιήτρια. Χωρίς ωστόσο να γίνεται σαφές το υποκείμενο, ούτε αν το αντικείμενο είναι ο λόγος ή η εικόνα.
«Σκηνοθετείς», λοιπόν. Επειδή στίχοι όπως «ό,τι φέρω εντός μου / αντανακλά στο χώρο» έχουν ανάγκη από σκηνοθεσία. Θα θεωρείτο άραγε αυθαίρετο αν έλεγα ότι οι λέξεις, πέρα απ’ το νόημα, είναι ταυτόχρονα και ο χώρος που φιλοξενεί το νόημά τους; Και πως αυτό το νόημα, εσκεμμένα αποσταθεροποιημένο από την καθολική έλλειψη στίξης, πρέπει να σκηνοθετηθεί μέσα στον ίδιο του τον χώρο;
Ας δούμε τώρα από πιο κοντά τα «Φωτο-παίγνια». Ας ακολουθήσουμε αυτήν την πορεία από το χάος στον έρωτα και τη μοίρα, και ας ροσπαθήσουμε να τροφοδοτήσουμε με είδωλα το βλέμμα. «Φως εν αρχή και δάκρυ» ο εναρκτήριος στίχος. Και ύστερα ο χρόνος που διαλύεται στο φως, και το δάκρυ παιχνίδι των χρωμάτων. Στιγμές αέρινες. Ό,τι δεν προλαβαίνει το «κλικ» της μηχανής το προλαβαίνει ο λόγος. Ό,τι δεν καταγράφεται στο φιλμ είναι ο λόγος που το εμφανίζει. Και ο έρωτας παρών, να έρπει ανάμεσα στους στίχους. Να έρπει η επιθυμία. Η απουσία, ωστόσο: ρούχο που ντύνει το ανεκπλήρωτο, για να μη φαίνεται ότι ο άλλος λείπει.
Είπα πιο πριν πως ό,τι λείπει είναι οι φωτογραφίες. Άραγε, θα μπορούσε να ειπωθεί πως οι φωτογραφίες είναι ο άλλος; Ότι ο άλλος είναι αυτός που απουσιάζει και οι λέξεις είναι εκείνες που τον ανακαλούν; Όχι σαν παρουσία πια αλλά σαν μνήμη, σαν δυνατότητα της ύπαρξης να υπάρχει στη γραφή. Δεν
φανταζόμαστε τις φωτογραφίες, ή τον άλλο μέσα από τις φωτογραφίες, που
λείπουν. Δεν μπορούμε να τους φανταστούμε. Μπορούμε όμως να τους εγγράψουμε σαν μια αναπαράσταση, όπου το μόνο που μπορεί να εγγυηθεί
την ύπαρξή τους είναι το επαληθεύσιμο της γλώσσας.
Και στη δεύτερη ενότητα, «Σημείο φυγής», η γλώσσα πάλι. Μόνο που αυτή τη φορά δεν απεικονίζει αλλά περιέχει την απουσία. Γιατί εδώ δεν είναι φωτογραφίες εκείνο που λείπει. Εδώ η απουσία είναι απτή, είναι η ψηλάφηση
του κενού πάνω στους τοίχους, στα έπιπλα, στα λευκά περιθώρια των σελίδων. Εδώ δεν είναι η στιγμή που ανακαλείται μα ο χρόνος ολόκληρος, δεν
είναι το είδωλο του ανθρώπου μα ολόκληρος ο άνθρωπος. Γιατί εδώ η απουσία αναγνωρίζεται ως απώλεια, συντελείται ως μια «αναχώρηση που έχει πλέον ολοκληρωθεί», αφήνοντας πίσω της τον «σπαραγμό τού απλησίαστου».
Πώς να ειπωθεί ο θάνατος, αν όχι έσχατη φυγή; «Δεν βρίσκω λέξεις να
μιλήσω για σένα» γράφει η Καπλάνη, και λίγο μετά: «πώς να σ’ ελευθερώσω
από μένα;/ πώς να ελευθερωθώ από σένα;». Σπαράγματα που γυρεύουν ιη
μορφή τους μέσα στο ποίημα. Φάσεις αρχινισμένες που μένουνε μετέωρες
ανάμεσα στα ερωτηματικά τους. Ζώνες σιωπής, για να υπάρξει χώρος για την
αίσθηση, αλλά και ένας ενεργός στοχασμός για την ενηλικίωση μέσα απ’ την
αναμέτρηση με τη μοίρα. Τα ρήματα ορίζουν τον χρόνο, ενώ ταυτόχρονα
ορίζονται απ’ αυτόν, το παρελθόν δεν κατοικείται σαν ανάμνηση αλλά σαν
σώμα που αναδημιουργείται απ’ την εκφώνησή του: «Έχεις καιρό να έρθεις
/ με τα μπαλωμένα ρούχα/ να καθίσεις κάτω από τον ίσκιο της συκιάς/ τα ζεστά μεσημέρια του Ιουλίου».
Συνοψίζοντας: η Βικτωρία Καπλάνη μάς δίνει ένα καλό βιβλίο με ποιήματα.
Ποιήματα σμιλεμένα στο υλικό του δόγματος ότι η απώλεια δημιουργεί τον
κόσμο και η ψευδαίσθηση τον κάνει αποδεκτό. Αφήνοντας ωστόσο να αιωρείται το ερώτημα: είναι η ποιήτρια που μιλά για την ψευδαίσθηση ή είναι
οι λέξεις που μιλούν για την ψευδαίσθηση τους;
.
ΑΓΓΕΛΑ ΜΑΝΤΖΙΟΥ
Σημείο φυγής» της Βικτωρίας Καπλάνη (βιβλιοκριτική) στο cityportal.gr
Η ποιητική συλλογή «ΣΗΜΕΙΟ ΦΥΓΗΣ» της Βικτωρίας Καπλάνη, με τις επί μέρους ενότητες «ΦΩΤΟ-ΠΑΙΓΝΙΑ»2008-2009 και «ΣΗΜΕΙΟ ΦΥΓΗΣ» 2010-2012 , εκδόσεις Γαβριηλίδης (επιμέλεια έκδοσης της ίδιας της ποιήτριας), περιλαμβάνει δεκατρία ποιήματα με επιμερισμό α, β, γ στην πρώτη ενότητα, οκτώ ποιήματα, άτιτλα, στη δεύτερη ενότητα και τέλος ένα άτιτλο ποίημα -επίλογο που τελειώνει με το στίχο «…το ποίημα επινοεί
Το ποίημα επινοείται
κι ανάμεσα
εσύ αληθεύεις».
Είχαμε τη χαρά να διαβάσουμε αυτή τη φρέσκια ποιητική συλλογή μόλις κυκλοφόρησε (φεβρουάριος 2013) και ευχόμαστε τα ποιήματα να συναντηθούν με τους αναγνώστες στη θάλασσα της Ποίησης.Κάθε καινούργιο βιβλίο είναι σα μια ευχή ( καλοτάξιδης!) συνομιλίας του συγγραφέα με τον αναγνώστη.
Η ποιήτρια Βικτωρία Καπλάνη με φιλοσοφικό λυρισμό και συναισθηματική δύναμη στο φόντο μιας μουσικής, περιγράφει (στην πρώτη ενότητα) το πριν και το μετά της Γέννησης, τις «ζείδωρες εκρήξεις», «το πέπλο των ονείρων», τη «ροή της ζωής». Ποιήματα σύντομα που απευθύνονται άλλοτε σ΄ένα εσύ, που δεν κατονομάζεται, άλλοτε αφορούν το εγώ ή αποστασιοποιούνται για να αφουγκραστούν μιαν ευταξία μεταβαλλόμενη. Η νύχτα, το μυστήριο της ύπαρξης, το νερό, το φως, η μνήμη, ο χρόνος, η γυναίκα, η δημιουργία, απασχολούν ναρκισσιστικά ως ερωτήματα τη συνείδηση με μια εκφορά εκκλησιαστικής γραφής, συμβολικής και μεγαλοπρεπούς στο ποιητικό γίγνεσθαι του κόσμου.
Η δεύτερη ενότητα περιλαμβάνει άτιτλα ποιήματα με αφιέρωση «Στη μητέρα μου». Εδώ το ύφος και η δομή αλλάζει, είναι εμφανής μια συγκίνηση προσωπική, μια εσωστρεφής μελαγχολία, ένας εξομολογητικός τόνος για ό,τι υπήρξε «των αναμνήσεων πυροτεχνήματα», «ζωή…ανάσα…ζω…ή αν…ά…α», ο πόνος της απώλειας του αγαπημένου προσώπου, διατρέχει όλα τα ποιήματα στις εικόνες τους και στα σύμβολα. Νερό, λουλούδια, κεντήματα, το φως των λέξεων, η δύναμη της ανάμνησης, γίνονται πηγές δύναμης που εξοστρακίζουν τελικά τη θλίψη και τη μετουσιώνουν σε δημιουργία «στην άλλη ακτή της καθημερινής αναμέτρησης». Το ραγισμένο χαμόγελο,η βιωματική σχέση των λέξεων ως γλώσσα (έκφρασης του αέναου κύκλου) στη Γέννηση του ποιήματος, δίνουν στον επίλογο με ευαισθησία και δύναμη το αληθινό πρόσωπο της τέχνης της ποίησης.Το ποίημα ως απάντηση στην «ευχή της γυναίκας».
Η ποιήτρια Βικτωρία Καπλάνη έχει επίσης εκδώσει στις εκδόσεις Γαβριηλίδης τις ποιητικές συλλογές «Ήχοι- απόηχοι» 2007 και «Λευκές συνομιλίες» 2010. Ευχόμαστε να είναι καλοτάξιδο το καινούργιο βιβλίο της!
.
ΔΡ ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΡΥΖΑΣ
1.6.2013
Σημείο Φυγής»
Μια βιβλιοκριτική
Ποιητικό και το νέο βιβλίο της Καπλάνη, ενσωματώνει τις συλλογές «Φωτο-παίγνια» (2008-09), ποιήματα γραμμένα για την ομότιτλη σειρά φωτογραφιών του Λάζαρου Ιωαννίδη, και «Σημείο Φυγής» (2010-11), ποιήματα αφιερωμένα «στη μητέρα» της.
Η μουσική είναι πανταχού παρούσα στα ποιήματα αυτά. Άλλοτε με «τρείς πρώτες νότες / πρελούδιο σε λα μινόρε» και άλλοτε με «μία νότα», που σαν σταγόνα, «δέσμη φωτονίων επί του ύδατος ορθρίζει εκ νυκτός». Άλλοτε «στις χορδές της άρπας», «κεντά/ μελωδίες αγρύπνιας» και άλλοτε μέσα σε «σκοτεινά ηχοχρώματα», υπαρξιακά, επιστρέφει. Όμως μουσική είναι και η σιωπή, μια «ασίγαστη παύση / εκρηκτική», προερχόμενη από την «επιθανάτια κραυγή» ή «τις απόκοσμες μελωδίες» από ένα «έγχορδο ημερών αρχαίων». Πώς να εκφράσεις όμως τη μουσική, αν δεν γίνεις εσύ ο ίδιος «φθόγγος», που «πενθεί τη δρόσο που μαραίνεται» ; Αν δεν γίνεις «στρόβιλος ήχων», μια «μελωδία που αλλάζει» την «απολιθωμένη μουσική» του εσωτερικού σου εγώ; Τελικά η αρμονία των μουσικών διαστημάτων μπορεί και να βρίσκεται στο χέρι, στην απαλάμη σου, όπου ανακαλώνται «σχήματα μελωδικά / αντάντε αμορόζο» ! Ωστόσο όμως –προσοχή !- η δημιουργία είναι μια επίπονη, αβέβαιη και αιματηρή διαδικασία που ενδέχεται απλώς να σου αφήσει, όπως «οι αιχμηρές νότες / βουβές χωρίς ήχο», ένα «αδιάψευστο σημάδι στα δάκτυλα» … Σε κάθε περίπτωση, πάντως, «πλανόδιοι ήχοι … / δίνουν του αγέρα αφή / ν΄ αγγίξει τα τοπία της αληθινής ζωής μας».
Μέσα στον μεταβαλλόμενο κόσμο (των ιδεών), η ποιήτρια βρίσκει ότι «μόνο η εμπιστοσύνη στη σιωπή του νου δίνει κάθε φορά το καινούριο βήμα … ανάκληση του δυνατού και κατ’ ουσίαν αδύνατου να συντελεστεί αυτό που όντως συμβαίνει» ! Τα ποιήματα της Καπλάνη δεν θέτουν μόνο ερωτήματα, αλλά επιχειρούν και απαντήσεις : Το περιεχόμενο ζητάει να καθρεφτιστεί στη μορφή έστω και «σιωπηρά», σαν «αφηγήσεις μετέωρες» που ζητούν «να πιστέψουν πως υπήρξαν». Μέσα από τη γλώσσα η ύπαρξη σκιαγραφεί τα όριά της : «ποίηση η εν δυνάμει γλώσσα / μέσα στη γλώσσα». Μέσα στο παιχνίδι της ποίησης η ύπαρξη δεν είναι παρά αυτό που όντως είναι : «Αστήρ πλάνης πλανώμενος / πεπλανημένος / περιίπταται» ! Όλα μετασχηματίζονται σε ποιήματα, από τις «συλλαβές του αργαλειού» ως τις «λευκές ίριδες του κήπου … από την ευωδιά τους γεννιούνται λέξεις / οδοιπόροι του πουθενά και του απείρου».
«Ο άνθρωπος είναι ο χρόνος / ο χρόνος είναι ο άνθρωπος», που μπορεί και να σημαίνει ότι ο άνθρωπος είναι ο χρόνος-Κρόνος : «Οι σκιές αλλάζουν τις διαστάσεις των πραγμάτων / αδήριτη ανάγκη η διαφυγή». Η ποιήτρια άλλο δεν είναι από τη «φωνή του χαμένου παιδιού … / την ώρα που το δέντρο του κήπου / ανασαίνει την υπόσχεση της άνοιξης». Εν τέλει μας προτρέπει : «άνοιξε τα μάτια / δώσε χρόνος το βλέμμα / να κοιτάξει το λουλούδι που ανασαίνει». Και αυτό ισχύει (ας μας επιτραπεί να προσθέσουμε) όσο περισσότερο μας κατακλύζουν οι εικονικές πραγματικότητες του Κέρδους. Διότι δεν απαιτείται μόνο αισιοδοξία, αλά και δράση : «στα χέρια σου κρατάς το όνειρο / εύθραυστο όπως πάντα / φόρεσέ το και βάδισε θαρρετά».
Στα ποιήματα της Καπλάνη ισορροπούν αδροπρεπώς λεπτές και εύσχημες αναφορές σε φιλολογικές και φιλοσοφικές αναφορές, ενώ ορισμένα από αυτά χαράζονται πάνω σε μια γόνιμα αυστηρή αρχιτεκτονική μαθηματικής ακρίβειας (α-β-γ).
Γνήσια ποίηση, που σε καλεί να την αναγνώσεις.
.
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΑΚΟΚΚΙΝΟΣ
Περιοδικό ΕΝΕΚΕΝ
ΣΗΜΕΙΟ ΦΥΓΗΣ
Από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη κυκλοφόρησε η τρίτη ποιητική συλλογή της Βικτωρίας Καπλάνη «Σημείο Φυγής» Η συλλογή χωρίζεται σε δυό ενότητες τα Φωτο-παίγνια και το Σημείο Φυγής
α. ΦΩΤΟ-ΠΑΙΓΝΙΑ
Τα ποιήματα, όπως αναφέρεται στην αρχή , γράφτηκαν για την ομώνυμη σειρά φωτογραφιών του Λάζαρου Ιωαννίδη τη περίοδο 2008-2009.
Η ποιήτρια σκύβει πάνω στις φωτογραφίες, αγγίζει το σφυγμό τους, διαβάζει αυτά που είναι κρυμμένα πίσω από την εικόνα κουβεντιάζει μαζί τους όπως θα κουβέντιαζε με τον ίδιο τον δημιουργό και τις αναδημιουργεί με λέξεις
Δεκατρία ποιήματα, τρεις φωνές στο καθένα, συνομιλούν πίσω και μέσα στη καρδιά των εικόνων. ΕΝ ΑΡΧΗ η « αναπαράσταση του αθέατου ταξιδιού» «άθυρμα στη δοκιμασία των χρωμάτων» και «μια εύθραυστη στιγμή η γέννηση».
Το αντιφέγγισμα της κάθε φωτογραφίας «αντανακλά στο χώρο ένα διαρκώς μεταλλασσόμενο είδωλο» κι οι πολλαπλές αντανακλάσεις γίνονται λέξεις και στίχοι που καταδύονται μέσα στο αδιόρατο των αισθήσεων.
Η ποιήτρια στη συνομιλία της με τις εικόνες αναζητά την υπόσταση και τις δυσκολίες της δημιουργίας ταξιδεύοντας μέσα από τις μελωδίες της σιωπής τους και μέσα από την ανθοφορία των ονείρων. Στα όνειρα που οι αντικατοπτρισμοί των χρωμάτων την οδηγούν στην είσοδο όπου στη ξεθωριασμένη τοιχογραφία αναγνωρίζει τη μορφή της γυναίκας και στην ίδια τη ροή της ζωής.
β. ΣΗΜΕΙΟ ΦΥΓΗΣ
Τα ποιήματα της σειράς η ποιήτρια τα αφιερώνει στη μητέρα της. Από τους πρώτους στίχους η καταχνιά της απώλειας ενός αγαπημένου προσώπου, της μητέρας, με την ξεχωριστή μοναδικότητα της σχέσης, είναι κυρίαρχη και βιωματική. Είναι όμως και η συνέχεια της γραφής της από τη προηγούμενη συλλογή. Στις Λευκές Συνομιλίες «ο άγγελος χάθηκε στο δάσος με τις οξιές» αφήνοντας το μήνυμα ότι «η παράσταση τώρα αρχίζει» Μια παράσταση με διττό σενάριο. Από τη μια της δημιουργίας του κόσμου που συνεχίζει με τις ίδιες πάντοτε σκηνές, Γέννηση, Ζωή, Θάνατος και από την άλλη η χάραξη της δικιάς της αυτόνομης πορείας αποστασιοποιημένη από σφικτούς εναγκαλισμούς. «Η ενηλικίωση των στίχων μου/προκαλεί την αναμέτρηση/ με το σήμερα»
Στο Σημείο Φυγής ο άγγελος της ποιήτριας «κουράστηκε να περιμένει/ την ιδεατή μεταμόρφωση» Η νομοτέλεια είναι αμείλικτη και « η αναχώρηση έχει πλέον ολοκληρωθεί.» Η συνειδητοποίηση της απώλειας οδηγεί τη ποιήτρια σ ένα ταξίδι σ’ ολόκληρη τη ζωή της μητέρας που έφτασε κάποτε στην «αφιλόξενη… πολιτεία της ομίχλης» μια και «η γαλάζια πόρτα έκλεισε/ πίσω σου για πάντα»
Με έναν έντονο φιλοσοφικό λυρισμό η ποιήτρια αφήνεται μέσα στις στιγμές που βίωσε «Έχεις καιρό να έρθεις/με τα μπαλωμένα ρούχα/να καθίσεις κάτω από τον ίσκιο της συκιάς» κι αναζητά μέσα από τις ιστορίες που άκουγε, μέσα από τα αγαπημένα αντικείμενα «τα εργόχειρα με τις δαντέλες/ τα περίτεχνα κεντήματα» τη δικιά της λύτρωση.
Αναζητά όλα εκείνα τα σημάδια του μισεμού της «εγώ αντί για σένα/θα περάσω το κατώφλι του σπιτιού» και «ανασαίνει τη γαλήνη» αντικρίζοντας «τα μενεξεδένια βουνά της πατρίδας» για να φτάσει στην απελευθέρωση της «πώς να σ’ ελευθερώσω από μένα/πώς να ελευθερωθώ από σένα?». Αναζητά «να αποδράσει από το λυπημένο όνειρο» και μέσα από τη δικιά της «καθημερινή αναμέτρηση» να φτάσει στη δικιά της κάθαρση και ενηλικίωση.
Αναμφίβολα η ποιητική συλλογή της Βικτωρίας Καπλάνη μας χαρίζει όμορφες στιγμές ποίησης της αξίζει να διαβαστεί και να έχει μια καλή πορεία στο ποιητικό γίγνεσθαι.
.
Λευκές συνομιλίες
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Εντευκτήριο
Όταν το βίωμα αγκαλιάζει την ars poetica
Με την πρώτη συλλογή της, Ήχοι- απόηχοι, που κυκλοφόρησε το 2007, η Βίκυ Καπλάνη μπήκε στη σύγχρονη λογοτεχνική σκηνή σαν έτοιμη από καιρό: με κατασταλαγμένη γλώσσα και λιτά φροντισμένη σκηνογραφία, με ολοκληρωμένο —παρά την εγγενή αποσπασματικότητα του— βλέμμα, όπως και με μια βαθύτερη έγνοια τόσο για τη φανέρωση όσο και για τη θεμελίωση της ποιητικής της. Σχολιάζοντας προ τριετίας το βιβλίο της, είχα σπεύσει να προτάξω το ζήτημα της ποιητικής επειδή έφερνε υποβλητικά στην επιφάνεια τις μεθόδους μέσω των οποίων κατανοείται, αλλά και ασκείται η τέχνη της ποίησης, σ’ ένα πλαίσιο σαφούς υποχώρησης και συρρίκνωσης του δημόσιου λόγου της, που μειώνει μοιραία και το αναφορικό της βάρος.
Θέλω να μείνω λίγο στο πρώτο έργο της Καπλάνη και στη σχέση σημαίνοντος και σημαινομένου. Ό,τι προέχει και προξενεί τις καλύτερες εντυπώσεις στους Ήχους-αποήχους, πηγάζει, για να ξεκινήσουμε από το σημαίνον, από την προσήλωση της ποιήτριας στις τεχνικές προσέγγισης και επαναπροσέγγισης του αντικειμένου της, από την αταλάντευτη εστίαση της προσοχής της στους τρόπους άρθρωσης και
σκηνοθεσίας των υλικών της. Ως προς τι καταστάσεις και τα αισθήματα που στοιχειώνουν τη στιχουργική των Ήχων-αποήχων, για να πάμε και στ σημαινόμενο, η Καπλάνη μοιάζει με τυπικό παιδί της γενιάς της (της γενιά του 1980), με μια σειρά από καθιερωμένα λίγο-πολύ μοτίβα να συγκροτούν τη θεματική της: η ζωή έχει χάσει οριστικά (και δεν θα ξαναβρεί ποτέ) το μυθικό της χαρακτήρα, η μνήμη είναι αδύνατον να καλμάρει τον παντελώς μάταιο πόθο της για επιστροφή σε μια πρωταρχική αθωότητα, το πρόσωπο τριγυρίζει απεγνωσμένα γύρω από το απαστράπτον κενό του, ο χρόνος έχει ξεφύγει από τις συμφωνημένες ακολουθίες του και στροβιλίζεται σ’ ένα φάσμα χωρίς αφετηρία και δίχως τέρμα ενώ ο προσανατολισμός ή η όδευσή μας προς τον άλλο σκοντάφτουν κάθε τόσο πάνω στα κοτρόνια μιας σπαρακτικής απουσίας των όντων. Τα πάντα σε ένα τέτοιο περιβάλλον δείχνουν να έχουν στραβώσει εν τη γενέσει τους και κανείς δεν θα καταφέρει ποτέ να φτάσε στην οιαδήποτε λύση με κανέναν, ακόμη κι αν όλοι καίγονται από την επιθυμία μιας σωτήριας (ή, έστω, απλώς ανακουφιστικής) παραμυθίας.
Ο τρόπος με τον οποίο η Καπλάνη υπερβαίνει στους Ήχους-αποήχου< αυτά τα σχεδόν ιδεοτυπικά μοτίβα, προ κειμένου να απεικονίσει και, ενδεχομένως, να ξορκίσει τον ζόφο της κατάρρευσης του σύμπαντος, αποτυπωμένο στη φτενή (κάποτε ακόμη και ευτελή ύλη της καθημερινότητας, είναι η εκτεταμένη αποφόρτιση του λόγου του ζόφου, μια αποφόρτιση η οποία, πίσω απ( τις εσκεμμένα ουδέτερες περιγραφές και λέξεις η φράσεις της, κρύβει την οδύνη ή και τον θρήνο για τη διάσπαση και την απώλεια των πραγμάτων, αποσιωπώντας με ευστροφία τους ακρωτηριασμούς ή τα τραύματα τους.
Για να τελειώνω με τους Ήχους- αποήχους, η Καπλάνη δοκιμάζει επίσης εδώ την τακτική της ειρωνικής χρήσης των δισσών λόγων: ονομάζοντας την ανθρώπινη συνθήκη (στοιχεία, εν πάση περιπτώσει, και τρίμματα μιας πολλαπλά συντετριμμένης ανθρώπινης συνθήκης) δύο φορές, με τη ματιά της να προέρχεται από δύο αντικριστές σκοπιές, καταλήγει όχι στην αντιβολή ή στην αντιπαράθεσή τους, αλλά σε μιαν όλως ιδιότυπη —δεν ξέρω αν μπορώ να την πω διαμελισμένη— ανασύνθεση τους. Με μίτο τον μίτο μιας Αριάδνης η οποία δείχνει να έχει υποστεί τις χειρότερες εκδοχές του μύθου της (τη σφαγή ή τον εξανδραποδισμό της μετά την επιχείρηση διάσωσης του Θησέα), η Καπλάνη ρίχνει σε όλα τα ποιήματα του πρώτου βιβλίου της ένα μεταμορφωτικό φως, που λειαίνει τα παθολογικά εξογκώματα της καθημερινής περιπέτειας, χωρίς να μας καταπραΰνει ούτε κατ’ ελάχιστον ως προς τη νοσολογία ή την πιθανότητα της θεραπείας τους.
Οι Λευκές συνομιλίες υποδεικνύουν εκ πρώτης όψεως μιαν εκ νέου αδυναμία του ποιητικού υποκειμένου να ανατάξει τη ζωή, να αποτινάξει το κενό του, να ανακαλύψει ένα χρονικό καταφύγιο, να μυθοποιήσει τη μνήμη του ή να οδεύσει προς τον άλλο. Τώρα, όμως, αυτά τα κατηγοριοποιημένα, όπως το έλεγα και πρωτύτερα, μοτίβα, που λειτουργούν ως ένα είδος ρετσιτατίβο στους Ήχους-αποήχους (μια συνοδευτική επένδυση για την κοινοποίηση των κανόνων της ars poetica), συγκαλύπτοντας το πάθος και τον πόνο μέσα από την τυποποίησή τους, αποκτούν
αίφνης σάρκα και οστά, για να μετατραπούν από προσχηματικό σύμπτωμα σ’ ένα παγερά κοφτερό ζωικό λεπίδι. «Παγερά κοφτερό» γιατί η ποιητική έκφραση της Καπλάνη δεν θα μπορούσε ποτέ να προσφύγει στην ανάγκη της εξομολόγησης ή στους τόνους της συναισθηματικής έξαρσης, ενώ μπορεί ανεμπόδιστα να αναμετρηθεί με τη βαθμιαία αποκάλυψη (ένα βασανιστικά αργό ανασήκωμα του πέπλου) του βιώματος, που έρχεται στις Λευκές συνομιλίες να δώσει στα τεχνικά μέσα και στην οντότητα της ποιητικής ένα βαθύτερο, σαφώς υπαρξιακό νόημα.
Επιτρέποντας στο ποιητικό της εγώ μια προτεταμένη λυρική λειτουργία, που μετασχηματίζει τον διαμεσολαβημένο από πολλαπλές αφαιρέσεις ατομικό χώρο των Ήχων-αποήχων σε ορατό βιωματικό σκηνικό, η Καπλάνη δεν θα πάψει να λειαίνει τα παθολογικά εξογκώματα της καθημερινής περιπέτειας, με τη διαφορά ότι τώρα τα λειασμένα εξογκώματα θα αποκτήσουν μια πολύ πιο απτή (να τη χαρακτηρίσω παλλόμενη;) παρουσία. Και σ’ αυτό το σημείο θα πρέπει να παραλείψουμε εκείνα τα κι όμως μέσα από τις λέξεις μαθαίνεις, αυτό που είσαι κι αυτό που υπάρχει, κατά τα άλλα η ζωή σου δεν έχει θέμα, μάταιες συναντήσεις και συναναστροφές, όπως και τα «write, write or die» (ουδέν σχόλιον, απόψε ο ρομαντισμός γιορτάζει), τα οποία αναπαράγουν κάτι από το κλίμα των Ήχων- αποήχων, και να πάμε σε ό,τι όντως συνέχει και ταυτοχρόνως συγκλονίζει τις Λευκές συνομιλίες, όπως το επικίνδυνα βραδυφλεγές (πάντα η αντίσταση στην πλημμυρίδα του αισθήματος) παίρνει στροφή ο χρόνος, δεν βλέπεις το δόκανο, στημένο καλά να πιαστείς, εντός του βρίσκεσαι και δεν το γνωρίζεις, σπαρταράς λάφυρο εκλεκτό, το λαμπρά ερειπωμένο μετέωρη η ζωή μου, χαρταετός και το σχοινί να σώνεται, κι άλλοτε με τα πόδια γυμνά, χαράζω κύκλους σ’ αναρριχώμενα άστρα ή το κρυφά απεγνωσμένο (πόση απόκρυψη ακόμη) το βλέμμα σου με προσπέρασε, έγινα πέτρα, ράγισα στα δυο, κι υστέρα τίποτα, έδιωξα την εικόνα σου, με αφορά πια.
Είναι, νομίζω, καταφανές πως οι Λευκές συνομιλίες οδηγούν την Καπλάνη στην πλήρη συνταύτιση σημαίνοντος και σημαινομένου. Βρισκόμαστε πια σε μια περιοχή όπου το βίωμα διαχέεται εντός του πεδίου της τεχνικής και η ποιητική διαχέεται εντός του πεδίου του βιώματος, με τους δισσούς λόγους των ‘Ήχων -αποήχων να μετακινούνται από τη διπλή κατονομασία και τις αντικριστές σκοπιές (υπενθυμίζω, μια διαμελισμένη ανασύνθεση; στην αλληλοεπικοινωνία και την αλληλοσυμπλήρωση, που θα συντονίσουν εν τέλει τα πλάγια και τα όρθια τυπογραφικά στοιχεία της συλλογής στ< ίδιο, ενοποιημένο μήκος κύματος.
Με το πρώτο βιβλίο της η Καπλάνη μάς έδωσε τις πλέον ανθηρές υποσχέσεις. Με το δεύτερο, ας μην αμφιβάλουμε, βαδίζει στον δρόμο μιας εξαιρετικά γόνιμης ωριμότητας.
.
Ήχοι – Απόηχοι
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΚΟΚΡΗΣ
Περιοδικό ΑΝΤΙ
Σύνθετη ποιητική αντίστιξη
Βικτωρία Καπλάνη, Ήχοι-Απόηχο/, Γαβριηλίδης, Αθήνα 2007, σελ. 64
Η αντίστιξη ως μουσικός όρος περιλαμβάνει δύο ρυθμικούς σχεδιασμούς που εκτελούνται ταυτόχρονα και συμβάλλουν στην ανάδυση αρμονίας. Οι δύο ποιητικές καταθέσεις της Βικτωρίας Καπλάνη (Είσοδος, Ήχοι – Απόηχοι) που συγκροτούν το βιβλίο ανταποκρίνονται στο χαρακτηρισμό «σύνθεση για δύο φωνές» και κατορθώνουν να αναδείξουν τη γόνιμη συλλειτουργία του έμφυλου ποιητικού λόγου, της νεωτερίζουσας εκφραστικής δυναμικής, της υπαρξιακής αναζήτησης και θεματικής (έρωτας, μοναξιά, διαπροσωπική επικοινωνία, φθορά του χρόνου, θάνατος).
Η έως τώρα ποιητική παρουσία της Καπλάνη υπήρξε αισθητή και δημιουργική. Πέρα από τις δύο συνθέσεις της, που πρωτοδημοσιεύτηκαν στο αναμφισβητήτως πιο εξειδικευμένο και αναντιρρήτως υψηλόβαθμο ως δυναμική και ποιότητα ελληνικό λογοτεχνικό περιοδικό, την Ποίηση, μας έχει δώσει και εμπνευσμένες ποιητικές μεταφράσεις, στοιχειοθετώντας μια σοβαρή και συγκινησιακά ελκυστική λογοτεχνική πορεία.
Η Αριάδνη δεσπόζει στην Είσοδο ως γυναικείο και ποιητικό σύμβολο. Ουσιαστικά, αξιοποιείται από την ποιήτρια η μυθική μέθοδος, κατά την οποία το μυθολογικό πρόσωπο είναι το όχημα για τη μετάδοση διαχρονικών μηνυμάτων και συναισθημάτων, οπότε το παρόν, το παρελθόν και το μέλλον συγχωνεύονται με όρους καλλιτεχνικά δικαιωμένης διαχρονίας:
«Το κουβάρι ξετυλίγεται πάνω στα βήματά σου / ο χορός του θρήνου / ο θρήνος του χο¬ρού I χαρτογραφούν αυτό που είσαι αλλά δεν γνωρίζεις / ο μίτος κι ο λαβύρινθος ένα»(σ. 9).
Οι δύο γραμματοσειρές (με όρθια και με πλαγιασμένα στοιχεία) εναλλάσσουν
τονικότητες και φωνές που προέρχονται από την ίδια ποιητική κοιτίδα. Διασφαλίζεται, έτσι, η οργανική ενότητα των στίχων, αλλά και εμπλουτίζεται η έκφραση τους με εκφορές διαφορετικής επιφάνειας, που όμως εκπορεύονται από κοινή πηγή βιωμάτων, προβληματισμού και συναισθηματικού βάθους.
Ο έμφυλος λόγος της Καπλάνη δεν είναι μονοσήμαντος ή διεκδικητικά φεμινιστικός. Ενσωματώνοντας τη γυναικεία ταυτότητα όχι σαν απλοϊκή ευαισθησία αλλά ως υπαρξιακό διακύβευμα, εκκινεί ως έμφυλος και, χωρίς να απεμπολεί την εγγενή του θηλυκότητα, λειτουργεί ως πανανθρώπινος:
«Τη ζωή που σου ταιριάζει να ζητάς / όσο κι αν σου στοιχίζει: / αυτή είναι η ευχή της γης / που ξέρει τι σημαίνει γέννα και τι επιστροφή […] Μέσα μας μια αόρατη γραμμή / (συχνά πέφτω πάνω της, τρομάζω) / θαρρείς κλείνει το δρόμο / από το θάνατο της σελήνης / στη γέννηση του ανθρώπου / το ίδιο κατακόκκινο αίνιγμα / όλο δικό σου / για πάντα» (σ. 12).
Στη σύνθεση Ήχοι-Απόηχοι η ποιητική θεματική δεν μεταστρέφεται, ωστόσο ανιχνεύεται μία ρυθμική μετεξέλιξη. Οι δύο ποιητικές εκφορές διαχωρίζονται με διαφορετική γραμματοσειρά εκτύπωσης, όμως συγχωνεύονται και διεισδύουν η μία στην άλλη. Δεν καλύπτει ολικά η καθεμία τη ρυθμική και συναισθηματική επιφάνεια των «δικών» της ποιημάτων, αλλά στο πλαίσιο του ίδιου ποιήματος συνυπάρχουν και στηρίζουν την αντίστιξη μιας δημιουργικής αλληλοδιαδοχής:
«Μια ολόκληρη ζωή κυνηγάς τον ίσκιο του / όλος σου ο βίος / στον χρόνο μιας αφήγησης ελλειπτικής / γεμάτος σκιές / να ταξιδεύει, να αλλάζει κινήσεις / δεν μπορούσα να σε διακρίνω / στη θύελλα / να σε σκοτώσω / σπορά / στων αγγέλων τα δάκρυα / κρυσταλλένια κόκκινα δάκρυα / Ο θάνατος δεν άλλαξε τίποτα» (σ. 38).
Τα ποιήματα της Καπλάνη εκπέμπουν γνησιότητα, απομακρυνόμενα από τη λεκτική εκζήτηση, από τη λογοτεχνική πόζα, αλλά και από τις δήθεν απαρασάλευτες απαντήσεις στα υπαρξιακά ερωτήματα. Η εναλλαγή φωνών, εικόνων και λεπτών συναισθηματικών αποχρώσεων προικίζει τους στίχους με υψηλόβαθμη δραματικότητα. Παρότι, επίσης, ο συνθετικός άξονας σύνδεσης των ποιημάτων είναι διακριτικά φωτισμένος και επαρκώς ανιχνεύσιμος, εντοπίζονται σποραδικές διασπάσεις της ρεαλιστικής κανονικότητας, οι οποίες χαρίζουν στα ποιήματα
νεωτερική αύρα και συγκινησιακή δραστικότητα:
«Χιονίζει λεύκες σ’ ολόκληρη την πόλη / χιλιόμετρα πιο πέρα / σε μια άλλη πόλη / χιονίζει φωτιά» (σ. 18), «κόκκινα φύλλα λουσμένα φως / σταλάζουν στον ύπνο μου / κι άξαφνα ένα αεράκι ψυχρό / με σηκώνει ψηλά / σαν τους χαρταετούς που τόσο αγαπούσες» (σ. 31).
Η ποιητική συνείδηση της Καπλάνη είναι εμπλουτισμένη από αξιοπρόσεκτες ποιητικές «συνομιλίες». Οι φωνές όμως των επιφανών ομοτέχνων είναι γόνιμα και δημιουργικά διυλισμένες από το προσωπικό φίλτρο της ποιήτριας: «Οι μεγάλες αλήθειες που απαγγέλλει η σιωπή / τυλίγονται με το ίσως / να μην είναι κι έτσι» (σ. 13 – Ρίτσος), «Η μεγάλη αναμέτρηση έρχεται / όταν πάψεις να καλείς / τον φόβο αγάπη» (σ. 15-Αναγνωστάκης), «λευκό το αφήνω το χαρτί, τ’ άλλο πρωί λευκότερο» (σ. 16 – Σεφέρης), «άνευ όρων αταξία / καθώς απορρυθμίζεται ο ένδον χάρτης» (σ. 29 – Εμπειρίκος) κ.ά. Η Είσοδος και οι Ήχοι – Απόηχοι αποτελούν μία καλλιτεχνικώς δικαιωμένη οντότητα, που υπόσχεται λειτουργική συνέχιση της λογοτεχνικής πορείας της Καπλάνη. Τα συγκεκριμένα ποιήματα, με το θελκτικό άρωμά τους -έμφυλο αλλά και πανανθρώπινο, ρυθμικά σύνθετο, θεματικά διαχρονικό και τεχνοτροπικά νεωτερικό-, κατακτούν τον επιδιωκόμενο αλλά και δύσκολο ως προς την επίτευξή του στόχο: υπηρετούν μία τέχνη που εκφράζει με σύνθετο και
λεπταίσθητο τρόπο την υπαρξιακή περιπέτεια. Με το υψηλόβαθμο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα εναρμονίζονται η τυποτεχνική εμφάνιση του βιβλίου και το εξώφυλλο, το οποίο κοσμείται από έναν φωτεινό πίνακα του Χουάν Μιρό.
.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ – 22/02/2008
Μια φρέσκια εμφάνιση σε ώριμη ηλικία
Τρόποι για να ασκήσουμε την ποιητική τέχνη
Οι ποιητές που έκαναν την εμφάνισή τους στα ελληνικά γράμματα κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 έχουν σχηματίσει την ταυτότητα μιας γενιάς η οποία δυσκολεύτηκε αρκετά, και όχι μόνο στα πρώτα της βήματα, να βρει τα χαρακτηριστικά και το στίγμα της. Η εκφραστική αμηχανία, οι αναφομοίωτες επιδράσεις, το εύκολο στιλ της γραφής, αλλά και η συχνή έλλειψη ποιητικών ιδεών είναι μερικά μόνο από τα εμπόδια τα οποία υποχρεώθηκαν
να αντιμετωπίσουν επί σειρά ετών ουκ ολίγα μέλη της γενιάς του 1980. Βέβαια, τα χρόνια πέρασαν κι έλυσαν από μόνα τους πλήθος προβλήματα: οι αδύναμοι και οι αδιόρθωτοι πήγαν εκ των πραγμάτων στην άκρη, οι μέσοι όροι αύξησαν τη δύναμη της σταθερότητας και της αντοχής τους, ενώ οι προχωρημένοι έφτιαξαν με ευκρινή τρόπο τη φυσιογνωμία τους, διανύοντας σήμερα μιαν ασφαλή περίοδο ωριμότητας. Η Βίκυ Καπλάνη είναι γεννημένη το 1961 και ανήκει στη γενιά του 1980: έχουμε δει κατά καιρούς ορισμένες ποιητικές δημοσιεύσεις της (πρωτότυπες και μεταφραστικές), αλλά το «Ηχοι – Απόηχοι» αποτελεί το πρώτο της βιβλίο – την πρώτη συγκροτημένη παρουσία της σε μια φάση κατά την οποία πολλοί από τους συνομηλίκους της έχουν να επιδείξουν μια ποσοτικά (αλλά και ποιοτικά πλέον) αξιοσύστατη και αξιοπαρατήρητη παραγωγή.
Σαν έτοιμη από καιρό
Και λοιπόν; Η περίπτωση της Καπλάνη δείχνει πως τίποτε δεν πρέπει να αποκλείουμε οποτεδήποτε και πως τα πάντα μπορεί, κάλλιστα, να βρεθούν ανά πάσα ώρα σε μια καινούργια αφετηρία και να ξεκινήσουν από την αρχή. Η Καπλάνη μπαίνει στη σύγχρονη ποιητική σκηνή σαν έτοιμη από καιρό: με κατασταλαγμένη γλώσσα και λιτά φροντισμένη σκηνογραφία, με ολοκληρωμένο, παρά την εγγενή αποσπασματικότητά του, βλέμμα, όπως και με μια βαθύτερη έγνοια τόσο για τη φανέρωση όσο και για τη θεμελίωση της ποιητικής της. Και αν προτάσσω το ζήτημα της ποιητικής, το κάνω επειδή η συλλογή της Καπλάνη, χωρισμένη σε δύο ευδιάκριτες ενότητες («Είσοδος» και «Ηχοι – Απόηχοι»), που βρίσκονται σε μόνιμη εσωτερική σύνδεση, αλλά και σε πάγια υπόγεια επικοινωνία, αποτελεί, μαζί με
πολλά άλλα, ένα βιβλίο για τις μεθόδους μέσω των οποίων κατανοείται, αλλά και βιώνεται ή ασκείται η τέχνη της ποίησης σ’ ένα πλαίσιο σαφούς υποχώρησης και συρρίκνωσης του δημόσιου λόγου της.
Εκείνο που προσπαθώ να πω είναι πως ό,τι προέχει και προξενεί τις καλύτερες εντυπώσεις στη δουλειά της Καπλάνη πηγάζει από την προσήλωσή της στις τεχνικές προσέγγισης και επαναπροσέγγισης του αντικειμένου της, από την αταλάντευτη εστίαση της προσοχής της στους τρόπους άρθρωσης και σκηνοθεσίας του λόγου της. Ως προς τις καταστάσεις και τα αισθήματα που στοιχειώνουν τη στιχουργική της, η Καπλάνη είναι τυπικό παιδί της γενιάς της: η ζωή έχει χάσει οριστικά (και δεν θα ξαναβρεί ποτέ) τον μυθικό της χαρακτήρα, η ύπαρξη τριγυρίζει απεγνωσμένα γύρω από το απαστράπτον κενό της, ο χρόνος έχει ξεφύγει από τις συμφωνημένες ακολουθίες του και στροβιλίζεται σ’ ένα φάσμα χωρίς αφετηρία και
δίχως τέρμα, η μνήμη είναι αδύνατον να καλμάρει τον παντελώς μάταιο πόθο της για
επιστροφή σε μια πρωταρχική αθωότητα, ενώ ο προσανατολισμός ή η όδευσή μας προς τον άλλο σκοντάφτουν κάθε τόσο πάνω στα κοτρόνια μιας σπαρακτικής απουσίας των όντων:
«Σ’ ακολουθώ / και μετά την αποχώρησή μου / παίρνω τις μορφές του αγνώστου / με το μακρύ παλτό και το καπέλο / εμφανίζεται στον ύπνο σου / μιλά σε ακατάληπτες γλώσσες / λόγος ιερατικός / για μυημένους / και σ’ αφήνει / πάλι στη σιωπή». Τα πάντα σε ένα τέτοιο πεδίο δείχνουν να έχουν στραβώσει εν τη γενέσει τους και κανείς δεν θα καταφέρει ποτέ να φτάσει στην οιαδήποτε λύση με κανέναν, ακόμη κι αν όλοι καίγονται από την ανάγκη μιας σωτήριας (ή, έστω, απλώς ανακουφιστικής) παραμυθίας.
Τα καθημερινά υλικά του σύμπαντος
Ο ζόφος της κατάρρευσης του σύμπαντος, αποτυπωμένος στη φτενή (κάποτε ακόμη και ευτελή) ύλη της καθημερινότητας, αποτελεί απαραγνώριστο σημάδι της ποιητικής γενιάς της Καπλάνη και δεν θα μπορούσε παρά να επηρεάσει και την ίδια αποφασιστικά. Ο δικός της, παρ’ όλα αυτά, δρόμος προκειμένου να απεικονίσει και, ενδεχομένως, να ξορκίσει τον ζόφο είναι ο δρόμος μιας εκτεταμένης αποφόρτισής του, μιας αποφόρτισης η οποία πίσω από τις εσκεμμένα αποστασιοποιημένες περιγραφές ή τις σκόπιμα ουδέτερες λέξεις και φράσεις της κρύβει την οδύνη ή και τον θρήνο για τη διάσπαση και την απώλεια των πραγμάτων, αποσιωπώντας με ευστροφία (για να τα διασώσει στο ακέραιο) τους ακρωτηριασμούς ή τα τραύματά τους. Η Καπλάνη δοκιμάζει επίσης την τακτική της ειρωνικής χρήσης των δισσών
λόγων: ονομάζοντας την ανθρώπινη συνθήκη (στοιχεία, εν πάση, περιπτώσει, και τρίμματα μιας πολλαπλά συντετριμμένης ανθρώπινης συνθήκης) δύο φορές, με το βλέμμα της να προέρχεται από δύο αντικριστές σκοπιές, καταλήγει όχι στην αντιβολή ή στην αντιπαράθεσή τους, αλλά σε μιαν όλως ιδιότυπη -δεν ξέρω αν μπορώ να την πω διαμελισμένη- ανασύνθεσή τους.
Με μίτο τον μίτο μιας Αριάδνης η οποία δείχνει να έχει υποστεί τις χειρότερες εκδοχές του μύθου της (τη σφαγή ή τον εξανδραποδισμό της μετά την επιχείρηση διάσωσης του Θησέα), η Καπλάνη ρίχνει σε όλα τα ποιήματα του βιβλίου της ένα υποβλητικό και μεταμορφωτικό φως, που λειαίνει τις αιχμές των παθολογικών εξογκωμάτων της καθημερινής ύπαρξης, χωρίς να μας καταπραΰνει ούτε κατ’ ελάχιστον ως προς τη νοσολογία ή την πιθανότητα της θεραπείας τους. Γυρίζω στο σημείο από το οποίο άρχισα. Τι κι αν δηλώνεται με κάποια
χρονική υστέρηση μια σημαντική ποιητική μονάδα; Τι κι αν οι συσχετισμοί με τις άλλες μονάδες του πεδίου οφείλουν να γίνουν όψιμα ή και ετεροχρονισμένα; Ποιήτριες σαν την Καπλάνη διατρέχουν τις χαμένες αποστάσεις με έναν διασκελισμό – και, βεβαίως, μας κάνουν να προσδοκούμε τα καλύτερα.
.
ΣΤΥΛΙΑΝΗ ΠΑΝΤΕΛΙΑ
Ποιητική τ. 1 Μαρτ-Αυγ. 2008
ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΛΥΡΙΣΜΟΥ
Η ΑΤΟΦΙΑ ΦΑΝΤΑΣΙΑ, καθώς και ο επιτυχής συνδυασμός της ζωής με την
ποίηση στεγάζονται κάτω από τον μάλλον συμβατικό τίτλο της πρώτης ποιητικής συλλογής της Βικτωρίας Καπλάνη Ήχοι-Απόηχοι. Το βιβλίο περιλαμβάνει δύο μέρη, την «Είσοδο» (1998-2000) και την ομώνυμη της συλλογής ενότητα (2003-2004), πού πρωτοδημοσιεύτηκαν στην Ποίηση (τεύχη 16 και 24, αντίστοιχα). Η εισαγωγική εικόνα, εκείνη του σταματημένου ρολογιού πού καταργεί το χρόνο, αποκαλύπτει ένα από τα βασικά θέματα της ποίησης: την αναστάτωση της ψυχής μπροστά στο πέρασμα του χρόνου. Οι δύο ενότητες αναδιηγούνται με υψηλή τάση και πνοή τον τρόμο τού λυρικού «εγώ» απέναντι στον εχθρικό και καταδυναστευτικό εξωτερικό κόσμο. Το επίτευγμα ωστόσο της ποιήτριας είναι η νέα δράση και έκφραση αυτού του διχασμού που διαδραματίζεται στην ανθρώπινη ψυχή. Οι Ήχοι δημιουργούν Απόηχους, τούς όποιους η ποιητική φαντασία επιδέξια επιτυγχάνει να συντονίσει σε μία σύνθεση.
Η ιδανική και αιώνια μορφή που κυκλοφορεί στα ποιήματα, άλλοτε ως ποδηλάτισσα και άλλοτε ως Αριάδνη και Ευρυδίκη, δεν είναι παρά το λυρικό «εγώ» της ποιήτριας σε μερικές από τις ποικίλες μεταμορφώσεις του. Η ίδια -σε μία αποστροφή «εις εαυτόν»- αναζητεί επίμονα «το αίνιγμα της ζωής σου», το «κατακόκκινο αίνιγμα», τη «λύση το καινούριο αίνιγμα». Αυτά οδηγούν στο βάθος της ύπαρξης, στην πρώτη αρχή, στη «σκοτεινή αρχή της ζωής», στον «πρώτο πυρήνα του αίματος». Η κίνηση προς τα βάθη της ύπαρξης ακολουθεί άλλοτε την ευθεία, άλλοτε κύκλους και μαιάνδρους και παίρνει τη μορφή μιας ιερής αναζήτησης. Η ποιήτρια δεν μπορεί να αντιληφθεί τον ποιητικό λόγο, αν αυτός δεν καλύπτει κάποιο «μεγάλο μυστικό», μια «μεγάλη αναμέτρηση» και ίσως κάποιο «ζωτικό κέντρο». Χρησιμοποιεί κάποτε την ποιητική της ιερωνυμίας, μια προσπάθεια «αποδόσεων ονομάτων ιερότητας στην πολυμορφία και την εναντιοδρομία των συμβάντων που συνιστούν την ύπαρξη» (Β. Καραλής). Η ποίηση αποβαίνει με αυτό τον τρόπο «λόγος ιερατικός/για μυημένους». Εδώ υπονοείται κάποια κοσμική καταστροφή πού συνδέεται με τη δημιουργία, κάποια
πού συνδέεται με τη θεϊκή και την ανθρώπινη δημιουργικότητα. “Ύστατο καταφύγιο απομένει ή «ουτοπία».
Έτσι κι αλλιώς ο αιώνας μας παίρνει μαζί του
με τα ψήγματα του δικού μας χρόνου
(και ψηφίδες μνήμης απύθμενης)
να συνθέτουν μια πραγματικότητα
αυστηρώς προσωπική
έναν τόπο
με τα κοιτάσματα τού άχρονου
τη μοναδική μας εστία
εντέλει.
Η αναζήτηση του ιδανικού παρ’ όλα αυτά δεν αποκλείει την επικοινωνία με την πραγματικότητα και οι αιώνες ποίησης πού μεσολάβησαν από την εποχή του αρχαϊκού λυρισμού, κάνουν αισθητή την παρουσία τους στην παρούσα συλλογή, καθώς και τα επιτεύγματα τους. Πρόκειται για έναν περίπλοκο κόσμο, μεστό από αινίγματα και μυστικά, τον όποιο ό ποιητής καλείται να αποκωδικοποιήσει – και Ισως να αλλάξει. Η επικοινωνία με τον άλλον -τον αναγνώστη- είναι συνεχής (με το δεύτερο ενικό πρόσωπο) και αποβλέπει στη μετάδοση της εμπειρίας:
Παρεμβαίνεις
και αν βρεις τη δύναμη
επιτυγχάνεις τη μεταμόρφωση.
Η χρονική στιγμή του παρόντος, ενός αιώνα σκληρού και αδυσώπητου, είναι σαφής ήδη στο πρώτο ποίημα της συλλογής («αντί προλόγου»). Αυτή προσδίδει το στίγμα μιας αντιηρωικής και πεζής εποχής, προς την οποία καλείται να αναμετρηθεί η ποιητική φαντασία. Οι ενότητες α-ζ τού πρώτου μέρους αποτελούν την εκδοχή της πραγματικότητας, ενώ οι αντίστοιχες ά-ζ’ σε μια ευφυή αντιπαράθεση- την άποψη της φαντασίας. Πρόκειται για ηχώ αντήχηση, ήχους-απόηχους, που συνθέτουν τη διπλή όψη του κόσμου. Η ποιήτρια γνωρίζει ότι ή ιδανική μορφή δε είναι παρά προβολή του εσωτερικού της κόσμου και ότι πίσω της καραδοκεί ο τρόμος τού κενού, πού αναδεικνύεται σε κίνητρο ζωής. Το στοίχημα της επιστροφής στον χαμένο παράδεισο διατηρείται σταθερό παρά τις δύσκολες συνθήκες και τις κάθε λογής αντιξοότητες. Η πραγματικότητα, παρά τις λυρικές διαφυγές, παραμένει ισχυρή και οριοθετεί τις ποιητικές δυνάμεις. Η αλλαγή είναι ο αδυσώπητος κανόνας μιας εποχής πού «σαρκάζει ανελέητα» και προκαλεί τις ανθρώπινες δυνάμεις σε δοκιμασία. Οι νέοι καιροί συνθέτουν το δικό τους τραγούδι και ζητούν τα δικά τους
παραμύθια.
Βασικός στόχος ωστόσο της ποίησης είναι η αναζήτηση της «ουτοπίας» που εντοπίζεται σε μια άχρονη στιγμή και στην οποία εγκατοικεί η αιώνια γυναικεία μορφή: αυτή συνδυάζει την εστία, την έμπνευση, την ηδονή, τη «δίχως ενοχή δημιουργία». Η ίδια έχει στην κατοχή της τη γραφή της άμμου, την «ανερμήνευτη γραφή», τη βίβλο με τα μυστήρια. Η ποιήτρια ως κάτοχος του παλίμψηστου βιβλίου εκφράζεται με διττό τρόπο, με τους ήχους αλλά και τους απόηχους, με την ηχώ αλλά και την αντήχηση, με την πραγματικότητα αλλά και το είδωλο της. (Ο αναγνώστης καλείται να διαλέξει ποιόν κόσμο θεωρεί πραγματικό.) Πρωταρχικά στοιχεία είναι το σκοτάδι και η σιωπή, ενώ όλες οι κατευθύνσεις συγκλίνουν προς την αποκάλυψη του μεγάλου μυστικού/αινίγματος. Το μυστικό αυτό ρίχνει βαριά τη σκιά του πάνω στα πράγματα -«μολυβένια φτερούγα τρομερή / σαν άγγιγμα αγγέλου»- και προκαλεί τον τρόμο της λευκής σελίδας, τον τρόμο τού κενού. Ό εσωτερικός λυρισμός μετουσιώνει τις λέξεις σε ήχο και η λυρική γλώσσα αντιστοιχεί σε μιαν ισοδύναμη ουσία. Είναι η ίδια ουσία πού μετουσιώνεται σε ήχο. Εκφράζεται μι αυτό τον τρόπο «η ενδότερη αντήχηση, πού βγαίνει από την αναταραχή της ψυχής, των αγωνία της» (Γ. Θέμελης, «Μηνάς Δημάκης»).
Φοβάμαι θα φορέσω κι εγώ
τόν σκοτεινό χιτώνα
όπως η μητέρα τόσες φορές
όπως η μητέρα της μητέρας
με ρόδια, λινάρι και στάχυα
όλο και συχνότερα πια ιέρεια
τού κύκλου
η τελική σφραγίδα στο διαβατήριο
για το άλλο ταξίδι.
Το πρώτο μέρος του βιβλίου είναι επομένως μια μύηση πού οδηγεί στη μεγάλη αναμέτρηση με το ανέγγιχτο / την αλήθεια / το ανομολόγητο μυστικό της ποίησης. Οι κύκλοι ωστόσο της λυρικής πορείας προσεγγίζουν εξίσου τη «ζωή έξω από το κέλυφος τού μύθου» – με εικόνες, αναμνήσεις, ψήγματα της προσωπικής και συλλογικής μυθολογίας, με παραβολές. “Οπως έχει τονίσει άλλωστε κι ό Γ. Σεφέρης, τού οποίου ή φωνή ακούγεται στο βάθος, «κι ά σού μιλώ με παραμύθια και παραβολές/ είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη / δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή /γιατί είναι αμίλητη και προχωράει». Πρόκειται για μιαν εικονιστική ποιητική αφήγηση πού αναπαριστά τη διπλή υπόσταση του κόσμου με κέντρο βάρους την ανθρώπινη ψυχή:
Απόψε η φωνή πιάνεται στο ρήγμα
της ψυχής
η μνήμη φώς εξ ακανθών και ας
χιονίζει λεύκες σ’ ολόκληρη την πόλη
χιλιόμετρα πιο πέρα
σε μια άλλη πόλη
χιονίζει φωτιά
σε μια νεφέλη ο χρόνος διχάζεται:
η ψυχή παροπλισμένη
δεν λαμβάνει πια τα μηνύματα.
Ο αναγνώστης πλησιάζει με αυτό τον τρόπο στην ουσία του ζητήματος, στον εσωτερικό μονόλογο πού καλύπτει το δεύτερο μέρος του βιβλίου και προσεγγίζει τη λεγόμενη «υπαρξιακή» ποίηση. Ο προσδιορισμός άφορα ποιητές -και ποιήτριες- πού δημοσιεύουν ήδη στη δεκαετία τού 1930 και επιμένουν στην εσωτερική αναζήτηση και περιπλάνηση, οι όποιες θεωρείται ότι διευρύνουν τα όρια της ποιητικής εμπειρίας. Μόνο ή ποίηση άλλωστε, που αρνείται και καταστρέφει τα όρια των πραγμάτων, έχει το χάρισμα να μας παραπέμπει στην απουσία ορίων της. Ή Βικτωρία Καπλάνη είναι δυνατό να συνδεθεί με αυτό το ρεύμα, στο όποιο έχει να συνεισφέρει την προσωπική της φωνή με τρόπο ανανεωτικό. Η ιδία έχει μεταφράσει αγγλική ποίηση -ειδικότερα την Κάρολ Ανν Ντάφυ στό 20ό τεύχος της Ποίησης- πού διακρίνεται για τη φεμινιστική και ανανεωτική οπτική της γωνία και την οποία προτιμά να αφομοιώσει δημιουργικά. Η γυναικεία μορφή παρουσιάζεται μέσα από ένα καλειδοσκόπιο σύμφωνα με τα ρομαντικά πρότυπα άλλα και ως αντικειμενικό σύστοιχο τού Φάουστ. Καινούργια θέματα είναι ό καθρέφτης, «το κάτοπτρο» -«μεταβλητοί καθρέφτες», «κάτοπτρα παραμορφωτικά»- πού συμμετέχουν στη διπλή αντανάκλαση. Η ποίηση είναι η σκιά που αντανακλάται σε κάτοπτρο («ή σκιά τής Αριάδνης καθρεφτίζεται»). Η πυκνότητα του λόγου και η υπαινικτικότατα συνοδεύονται από υποβλητικές εικόνες και σύμβολα που δημιουργούν την αίσθηση του μουσικού ρυθμού. Αυτός οδηγεί στα σκοτεινά βάθη της ύπαρξης και στο χαμένο κέντρο.
ένα τυχαίο σύμπλεγμα ιδιοτήτων
είμαστε
χρόνια παλεύουμε
ν’ αλλάξουμε τούς συνδυασμούς
να βάλουμε τη ζωή μας σε τάξη
ή -αν το δεις ανάποδα-
άνευ όρων αταξία
καθώς απορρυθμίζεται ό ένδον χάρτης
χωρίς συντεταγμένες αναζητάς
Ή, όπως το έχει θέσει ό Μηνάς Δημάκης:
Νοσταλγεί το σώμα την ουσία
της ύπαρξης
Ελευθερία από την περιδίνηση
τού φωτός
Να κλείσουν οι φωτεινές τού ήλιου πληγές
Να αποχωρισθείς την ενέργεια
της κίνησης
Της βαρύτητας
Της παρουσίας
Ή, σύμφωνα με τον Πώλ “Ωστερ:
Κανείς εδώ,
και το σώμα λέει: ό,τι λέγεται
δεν είναι για να ειπωθεί. Ωστόσο ό
κανένας
είναι κι αυτός ένα σώμα, κι ό,τι λέει το
σώμα
δεν το ακούει άλλος, μόνο εσύ.
(«Λευκές νύχτες», μτφρ. Β. Καπλάνη)
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου η έκφραση είναι περισσότερο πυκνή και συνοπτική, καθώς ακολουθεί την πνοή της ψυχής στο δρόμο της αγωνίας της. Στοιχεία της μοντέρνας ποίησης όπως ο αυτοσχολιασμός και ο ασθματικός, κατακερματισμένος λόγος δημιουργούν ένταση και αναπαριστούν κλιμακωτά τα στάδια της εσωτερικής ζωής της ποιήτριας: «τις χαμένες προσδοκίες, τις λαθεμένες ερμηνείες, τις ψευδαισθήσεις, της ουτοπίας την απώλεια των ονείρων τα όνειρα». Από το σύνολο δεν λείπει και το στοιχείο της ειρωνείας, καθώς και τού σαρκασμού πού άφορα καταστάσεις εξιδανικευμένες και πρόσωπα ωραιοποιημένα, όταν μάλιστα τα φώτισε παραμορφωτικά το μαγικό φως τού έρωτα. Ένας κοινός θνητός μεταμορφώνεται σε εξόριστο «πρίγκιπα» και μόνο η αναδρομική ματιά έρχεται εκ των υστέρων να αποκαλύψει την πλαστοπροσωπία. Είναι ίσως αναπόφευκτη συνέπεια της εφαρμογής της ποιητικής της ιερωνυμίας η απογύμνωση των προσώπων από την αίγλη τους, όταν αυτά αποδεικνύονται κατώτερα από το υψηλό τους όνομα και το κύρος που τα συνοδεύει. Στη μνήμη απομένει ο χώρος «με τα ψηλά ζωγραφιστά ταβάνια» καθώς και τα αισθήματα δυσφορίας και αποξένωσης πού ενισχύουν το αίσθημα της απώλειας. «Διπλή πηγή, μόνιμη παράβαση, χρόνιος δυϊσμός, μόνιμος διχασμός: όλες αυτές οι αμφιλεγόμενες έννοιες τις μοντέρνας ειρωνείας […] αντιστοιχούν σε μια στιγμή κρίσης της μοντέρνας αντικειμενικότητας, η όποια (αύτο)αναγορεύεται σε μοναδικό εγγυητή της αλήθειας και σε ακλόνητο θεμέλιο κάθε βεβαιότητας» (Δ. Πολυχρονάκης). “Όταν η αντικειμενικότητα κλονιστεί, το λυρικό «εγώ» αναλαμβάνει να δώσει νέα ονόματα στα πράγματα και να διευθετήσει την τάξη πού έχει διασαλευθει.
Η διάσπαση ωστόσο και ο κατακερματισμός του προσώπου του ποιητικού αφηγητή δημιουργούν πολυπρισματικές εικόνες και αφηγήσεις. Ξεχωριστός σταθμός αυτής της αναδρομής είναι υη εποχή της νεότητας, πού συνδέεται με ειδικές οπτικές και ακουστικές εικόνες οι όποιες κρύβουν την καταγωγή τους στο παρελθόν. Η μνήμη θεωρείται ατομική υπόθεση που εξασφαλίζει την επιστροφή στην Εδέμ αλλά και την προσωπική συγκρότηση («<δεν έχεις μνήμη / δεν έχεις κέντρο»). Η μνήμη εξάλλου συντηρεί και διασώζει τη μοναδικότητα της στιγμής με την ικανότητα της να αναπαραγάγει τις χαμένες εικόνες και την προσήλωση της σε ένα «ιδεατό (ανύπαρκτο) σημείο». Με αυτό τον τρόπο «ό κόσμος καθηλώνεται σαι μια πλαστή αυθυπαρξία / [και] το εγώ σε προστατευτική ανυπαρξία». Πρόκειται για μια καθήλωση πού δημιουργεί τον απαραίτητο χρόνο της ποίησης, καθώς και τον προστατευτικό της χώρο όπως τον εννοεί ό ποιητής.
Το ερώτημα εντούτοις παραμένει και είναι καθοριστικό: Πώς αντιμετωπίζει η ποιήτρια την επέλαση των νέων καιρών ; Είναι δυνατόν οι παλιές της μνήμες και συγκινήσεις να κινήσουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη; Στην πραγματικότητα, η μεταμόρφωση του κόσμου είναι άρρηκτα δεμένη μι των ερμηνεία του. Η τελευταία βασίζεται στην αναλογία, η όποια διατηρεί μιαν ανεκτίμητη επαφή αισθήσεων με το αντικείμενο και είναι ικανή να έχει στη διάθεσή της τον άνθρωπο, στις σχέσεις του με τον αισθητό κόσμο. Ζητήματα πού πηγάζουν από τον σκοτεινό κόσμο της ψυχής βρίσκουν τρόπο να επανέλθουν στη μοντέρνα ποίηση, φτάνει να βρουν την κατάλληλη έκφραση με τη βοήθεια της αναλογίας. Ως εκ τούτου, ο αφοσιωμένος αναγνώστης μπορεί να ανταποκριθεί στη μυθοπλαστική φαντασία του δημιουργού, στον επιδέξιο συνδυασμό του έκτακτου καί του καθημερινού, καθώς και στον παλμό της προσωπικής του ευγλωττίας.
η γλώσσα τολμά
ανοίγει την πόρτα
ρίχνει το κουβάρι στον δρόμο
ονομάζεις τα πράγματα και τις σκιές
(προπάντων τις σκιές)
παιχνίδι στοίχημα
αδήριτη ανάγκη
η εναρμόνιση των τωρινών ήχων
και των απόηχων (εν μέρει)
δημιουργών τους
η σύνθεση τού προσώπου
(αγωνιά να αναγνωρίσει τα συστατικά του)
να υπάρξει εντέλει
στην πλήρη λόγου σιωπή
Τελικό αίτημα, η επιστροφή στην αρχή της εξέλιξης, στην έλλογη σιωπή. Το παλίμψηστο της μνήμης φθείρεται, οι έγγραφές σβήνουν και η διαδικασία της γραφής χρειάζεται να αρχίσει από την αρχή. Το ζητούμενο είναι νά εναρμονιστεί το παρόν και το παρελθόν, η παρουσία και η απουσία, η αποδοχή και η άρνηση, το όμοιο και το αντίθετο, ο λόγος και ο αντίλογος όπως στην παρούσα συλλογή. Με λίγα λόγια, δεν υπάρχει μονάχα ένας δρόμος πού μας οδηγεί προς τα εμπρός, προς ένα ολοκληρωμένο δράμα, διαμέσου της εμπειρίας. Η ποίηση είναι ανάγκη να ανακαλυφθεί από τον αναγνώστη για μια ακόμη φορά.
.