.
.
ΠΟΙΗΤΕΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΑΝΘΟΛΟΓΗΘΕΙ ΣΤΑ BLOGS ΠΟΙΗΤΙΚΟΙ ΔΙΑΛΟΓΟΙ, ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗ ΠΟΙΗΣΗ, ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΟΦΙΛΗΤΗ
.
.
ΧΡΙΣΤΙΑΝΑ ΑΒΡΑΑΜΙΔΟΥ
ΕΣΕΝΑ Σ’ ΕΧΩ ΞΑΝΑΓΑΠΗΣΕΙ (2014)
Αν κάθε στίχος μου
ήτανε μια στιγμή,
πλούσια πολύ θα ’χα ζωή
αν και τις στιγμές μου
ύλες
δεν τις θυμάμαι.
Αν κάθε στίχος μου
ήταν η άλλη ζωή,
θα ’χα περάσει σε αυτήν
μία μία
όλες τις στιγμές μου.
Αν στους στίχους μου
ακούσατε την καρδιά
πως έφυγα θα μάθατε
-μέσα-
δεν χώραγαν άλλοι.
Παράγωγα
Επίθετα
Επιρρήματα
Ουσιαστικά.
Μια λέξη θυμάμαι εγώ,
Αγάπη.
.
ΜΑΡΙΟΣ ΑΓΑΘΟΚΛΕΟΥΣ
ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΕ ΑΝΟΙΚΤΗ ΖΩΝΗ (2018)
Η ΒΟΥΚΕΜΒΙΛΙΑ
.
Στον Κυριάκο Αναγιωτό
.
Αφού καμιά βεβαιότητα
δεν έχει πόδια να σταθεί
και νέες συνεχώς αναδύονται
μελλοθάνατες
ψέμα λοιπόν
και η τεράστια πανέμορφη
Βουκεμβίλια
που κοιτάζω από τη βεράντα μου
πίνοντας μπύρες:
Κι αν αφαιρέσω
το «τεράστια» και «πανέμορφη»
και όλα τα υποκειμενικά επίθετα
αφαιρέσω ακόμη
και την μπύρα
από το θολωμένο μου μυαλό
και παραμένει η Βουκεμβίλια
κι εγώ να την κοιτάζω
ψέμα λοιπόν κι αυτό
και όχι μια μικρή, μικροσκοπική
βεβαιότητα
μέσα στην άπειρη σχετικότητα
του σύμπαντος
να συγκρατεί, «σαν σωματίδιο του Θεού»,
την εύθραυστη ζωή μου;
.
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΑΝΑΓΙΩΤΟΣ
ΑΝΕΣΤΙΟΣ ΚΑΙ ΛΙΘΟΞΟΟΣ (2015)
Οι σάλπιγγες
Ουρανομήκεις και κατ’ επανάληψην
ήχησαν οι σάλπιγγες.
Όμως,
αρμός δεν ράγισε,
πέτρα δεν σάλεψε,
έστω μία ζεματίστρα να κυρτώσει.
Άθικτα και ακέραια
παρέμειναν τα γιγάντια τείχη.
Μειδιώντας
και νωχελικά ξύνοντας τον θυρεό του
το απόρθητο οχυρό
λοξοκοίταξε τα χάλκινα όργανα.
Σαρδόνια κάγχασε πρώτα,
μετά βρυχήθηκε.
Τα απαστράπτοντα πνευστά,
ακαριαία, απώλεσαν την στιλπνότητά τους
μετά ζάρωσαν
και συστάλθηκαν σε κόρνες.
Κόρνες άρρυθμες, βραχνές και θορυβώδεις,
ως των νυκτερινών αυτοκινητοπομπών
σε επινίκιους πανηγυρισμούς.
.
ΜΠΑΜΠΗΣ ΑΝΑΓΙΩΤΟΣ
ΔΥΤΙΚΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣ (2019)
ΣΚΙΑΣ ΟΝΑΡ
Όνειρα κι όνειρα κυκλοφορούν
σε παράδρομους νυχτερινούς
χωρίς εφιάλτες, χωρίς ονειρώξεις
δίχως το όραμα του πρωινού
χωρίς ελπίδα αφύπνισης.
Όνειρα όπως το μυστικό παρθένας
ντυμένης με το νυφικό που έραψε
στα μοναχικά ξενύχτια της
κεντώντας τον ίμερο
με τα φλιά του αόρατου εραστή της.
Όνειρα που σε κυκλώνουν απειλητικά
με το μάτι να σε καρφώνει
στο εδώλιο του κατηγορουμένου
γιατί τους στέρησες άστοργα
την προσμονή της εκπλήρωσης.
Όνειρα που χορεύουν λάγνα
τυλιγμένα σε αραχνοΰφαντα χαμόγελα
μα κουβαλούν κρυμμένα στη θαλάμη
το βόλι του κυνηγού
του μπόγια την αρπάγη.
Όνειρα χωρίς οδηγό πλοήγησης
σε ερημικές οδούς δίχως σημάνσεις
που φεύγοντας ρίχνουνε μαύρη πέτρα πίσω τους
βρίσκοντας σε στο δόξα πατρί όταν τα φτάνεις.
Όνειρα που ανάβουν ένα κερί για σένα
στο ξωκλήσι των Χαρίτων
μα το σβήνει παραμονές της γιορτής σου
το σκοτεινό βλέμμα του νεωκόρου.
.
ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ
Τα Μάτια της Aelún (2016)
Κεφάλαιο ΧΙV: Ο Ποιητής και το Εκκρεμές
For the Moon never beams, without bringing me dreams
Of the Beautiful Annabel Lee
Edgar Allan Poe – Annabel Lee
Σαράντα χρόνια αργότερα κάπου στη Βαλτιμόρη
Σ’ ένα μικρό και βρώμικο, υπόγειο καπηλειό
Κι όλοι βασανιζόμαστε από το ίδιο ζόρι
Εκείνον τον αβάσταχτο τον πόνο τον παλιό
Πνίγω Aelum τον πόνο μου στο ουίσκι και το μπράντυ
Για να μουδιάσω ολόκληρος να πάψω να πονώ
Για να ξεχάσω, ω θεά, τ’ αρχαίο σου διαμάντι
Για να γεμίσω μέσα μου το απέραντο κενό
Πετάει από πάνω μας ένα τυφλό κοράκι
Κι απλώνει στο δωμάτιο μία πηχτή σκιά
Έκρωζε με παράπονο εκείνο το βραδάκι
Και με φωνή ανθρώπινη μας είπε «Ποτέ πια»
Την μοίρα μας εξόριστοι κλαίμε σ’ αυτή τη χώρα
Κι ακούμε μες στα σκοτεινά το χάος να καλεί
Πως χάσαμε την όμορφη και την γλυκιά Λενόρα
Πως θάψαμε στο πέλαγος την θεία Άνναμπελ Λη
Είναι της απουσίας σου αβάσταχτη η οδύνη
Χωρίς το φως σου, ω Aelun, πάμε στα κουτουρού
Σαν να μας τύλιξε σφιχτά του Μάελστρομ η δίνη
Και μας πετάει ξαφνικά το κύμα του καιρού
Το ίδιο μέλλον θα χουμε, που ’χε κι ο Φορτουνάτο
Που θάφτηκε σ’ ένα υγρό κελάρι ζωντανός
Και θα ‘χουμε για συντροφιά αυτόν τον μαύρο γάτο
Που έχει γίνει Νέμεσις και δήμιος σκοτεινός
Κι αν έθαψα τα λάθη μου κάτω από σανίδια
Χτυπάει κάπου μέσα τους μια ζωντανή καρδιά
Στοιχειώσαν τα εγκλήματα και έγιναν βαρίδια
Και κάνει πιο τρομακτική ετούτη τη βραδιά
Ανήγγειλε μεσάνυχτα ο κούκος στο ρολόι
Και μοιάζει τόσο αμείλικτο στον τοίχο το εκκρεμές
Σκίζει με κάθε κίνηση τις σάρκες και μας τρώει
Κι αιώνες ατελείωτοι μου μοιάζουν οι στιγμές
Απότομα σταμάτησαν του ρολογιού οι δείκτες
Παγώσαμε ακίνητοι σαν μία ζωγραφιά
Ίδιες περνούν και χάνονται στο άπειρο οι νύχτες
Όπως για πάντα χάθηκε στον κόσμο η ομορφιά
.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΡΓΥΡΟΥ
Ο ΚΗΠΟΣ ΤΩΝ ΘΛΙΜΜΕΝΩΝ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ (2015)
ΠΕΤΡΕΣ
Θα ’ταν δεν θα ’ταν είκοσι χρονών
σαν με το φουστάνι της το μουσταρδί και με τα τσόκαρά της
έφυγε μεσοκαλόκαιρα.
Τριάντα χρόνια ύστερα από τότε
στο σπίτι της, προίκα του κυρού της, επιστρέφει.
Όχι κυρά του, μα επισκέπτρια μόλις πέντε λεπτών.
Κοιτά τους τοίχους, τα παράθυρα, τα ερμάρια
ίδια από τότες κι ίχνη απ’ τα χρώματά τους στέκουν ξασπρισμένα.
Χαϊδεύει απαλά το ξύλο, τον σουβά, το σκουριασμένο κάγκελο, την
πέτρα.
Στέκεται και μιλά στες κάμαρες,
οσμίζεται τες μυρουδιές,
των δέντρων τους κορμούς φιλά.
Στο τέλος φορτώνει πέτρες και τις πάει στο νότο.
«Ας εν’ τζαι πέτρες» σκέφτεται.
Με αυτές στολίζει την αυλή της στον συνοικισμό,
φκιόρα φυτεύει ανάμεσό τους,
καμώνεται πως είναι πάλι πίσω.
Μάρτιος 2014
.
ΜΑΡΙΝΑ ΑΡΜΕΥΤΗ
Ο κύριος ιππόκαμπος (2018)
ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΟΣ ΙΠΠΟΚΑΜΠΟΣ
Παιδικά χέρια
βυθισμένα στην άμμο
Ήταν τα βότσαλα πλανήτες
κι οι ρώγες των δακτύλων μου
μικροί πρίγκιπες γεμάτοι απορίες
Κι ύστερα πλανήτες οι άνθρωποι
κι οι ρώγες των δακτύλων μου
μικροί πρίγκιπες γεμάτοι απαντήσεις.
«Αλμύρα ήταν το φιλί, αλμύρα και το δάκρυ», είπαν
Μα είχε μια γλύκα η φωνή τους.
Έριξα όλα τα τείχη που έκτισα
να μου φυλάξουν το ασάλευτο.
Κι ύστερα
Διακριτικός ιππόκαμπος στα μαλλιά μου.
Έφτιαξε μια θάλασσα μνήμες
-πρωτινές και μελλούμενες –
για να τις κολυμπήσω.
Βυθισμένα τα χέρια μου στην ίδια άμμο
Ανοίγω κανάλια να περάσει το ασάλευτο
Κι όσα μού τάξε ο καιρός να μου τα φέρει.
.
ΕΛΕΝΗ ΑΡΤΕΜΙΟΥ – ΦΩΤΙΑΔΟΥ
ΦΩΝΗΕΝΤΑ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟ (2016)
Η ΕΠΟΜΕΝΗ ΝΟΤΑ
Έχουν μια μουσική τα τρένα
Έχουν τη μελωδία της εναλλαγής
Την ώρα που σφυρίζουνε σφαδάζοντας
την έλλειψη
ελευθερώνουν νότα νότα το ερωτικό τους κάλεσμα
Βλέπεις τις ράγες τους
νο ορθώνονται
να γίνονται αγκαλιά
να σφίγγουν μέσα τους μια άγνωστη ηδονή
κάποιου ορίζοντα
Να λυγίζουν
σαν επιδέξιοι χορευτές
Κι άλλοτε πάλι
να γίνονται δεσμά
να τυλιχτούνε γύρω στις σκέψεις σου
κι από πουλιά που τις ξεγέννησες
να πέσουνε στο χώμα σου βαρίδια
Η επόμενη μου νότα
θα ήθελα να είναι το φως
που αντανακλά πάνω στις ράγες
.
ΝΕΒΗ ΑΣΤΡΑΙΟΥ
ΠΡΟΚΛΗΣΗ (2010)
ΕΥΘΕΙΑ ΚΟΚΚΙΝΗ ΓΡΑΜΜΗ
Μ’ εξουσιάζεις όταν γυμνή με υποχρεώνεις
να απαγγέλλω όσα δεν τόλμησα να ζήσω.
Σ’ εξουσιάζω όταν σε θέλω μέσα μου να μένεις
μέχρι τα μάτια να θολώσουν από την έκσταση.
Δυο ρόλοι που αναζητούν οργιαστικά σημεία
στην τόση αυτή μονοτονία του χρόνου
που βάλθηκε να αποδυναμώσει την ψυχή
για ένα καυτό πάθος σε ευθεία κόκκινη γραμμή.
.
ΣΤΕΛΛΑ ΒΟΣΚΑΡΙΔΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ
ΦΟΒ ΥΠΟΓΛΩΣΣΙΟ ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ (2015)
Κεφάλαιο τέταρτο
μια τέτοια νύχτα, μερικά ενδεχόμενα
Μια τέτοια νύχτα
τα χέρια θα μιλάνε με μνήμες
θα διασταλεί ο καιρός
και θ’ απαγορευτούν των φωτονίων οι
διαπραγματεύσεις
θα ’μαστέ μόνο
εγώ εσύ και ο ΦόΒ
μέσα σ’ ευκάλυπτο σιωπή
κι αμνιακών οριζόντων ηλιοβασιλέματα
όχι άλλες λέξεις, τώρα μονάχα μυρουδιές
και πιο πολλή μήτρα
και στην άλλη όχθη
υπέροχα
λευκά
άλογα
…
Μια τέτοια νύχτα στα σκοτεινά θα με καλεί το
φωσφορίζον τέλος
κι εξουθενωμένη θα τρέξω
για να μαζέψω πάλι
καινούρια γράμματα
Άλφα
Ρω
Χι – και (πώς αλλιώς;) στην πάλη με τον εαυτό το
ποίημα θα τελειώσει με
Ήττα
.
ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΓΑΛΑΖΗΣ
ΛΗΞΙΠΡΟΘΕΜΕΣ ΕΠΑΓΓΕΛΙΕΣ (2016)
ΠΥΡΟΤΕΧΝΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΛΥΠΗΣ
Μας είδαν να στολίζουμε τις ήττες μας με σύμβολα
θριάμβου. Ναι, τα παιδιά μας! Να στέλνουμε στους φίλους
μας προσκλητήρια θανάτου. Δούλοι του Αστυάγη. Ακόμη
και τη ζωή μας πεσκέσι για την αφεντιά του θα δίναμε.
Πώς χάθηκαν αίφνης οι πλησίστιες βάρκες της φρόνησης;
Ποιος έλυσε τους λογισμούς απ’ τους σκαρμούς; Αθώες
εμείς περιστερές, όπως πάντα! Δεινοί γελωτοποιοί… Γιατί
να μας πιστέψουν τα παιδιά; Καρυκευμένα ψεύδη στο
προσκέφαλό τους. Κι η φωτιά του πόνου τους να σφυρίζει
με λύσσα. Τι να τους πούμε τώρα πια που μας έμαθαν όλοι
στα Σούσα για τους θεατρικούς μας πανηγυρικούς,
τα πυροτεχνήματα της λύπης στους ουρανούς των Εκβατάνων.
.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΓΑΛΑΝΟΥ
ΠΑΡΕΝΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ (2016)
Ο ΠΡΩΤΟΣ ΣΤΙΧΟΣ
Μια φορά κι ένα καιρό
ήταν ένα ποίημα
με απαιτήσεις, φιλοδοξίες
και υψηλές προδιαγραφές.
Θα μιλούσε για γεγονότα
ιστορικά – ευρυμαθής ο ποιητής.
Θα ταξίδευε σε χώρες της Ασίας.
Θα ήταν στολισμένο με λέξεις πλουμιστές
και στις αποσκευές του
αισθήματα, δύσβατα νοήματα
και υψιπετή ιδεώδη.
Θα είχε αφιέρωση
σε ανθρώπους των γραμμάτων,
της επιστήμης,
ακόμη και πολιτικούς.
Θα έψαχνε μετά να εκτεθεί
σε ποιητικά, ανθολογίες, συλλογές
ή έστω σε μια εφημερίδα
στα «λογοτεχνικά».
Κι όμως το ποίημα αυτό
δεν γράφτηκε ποτέ.
Απ’ ό,τι λένε, ο πρώτος
στίχος του αρνήθηκε
να γεννηθεί,
προτίμησε για πάντα
τη μήτρα της σιωπής.
.
ΑΝΔΡΕΑΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ
ΣΑΤΙΡΙΚΕΣ ΤΟΞΟΒΟΛΙΕΣ Β’ (2015)
ΑΝΤΙΟ, ΛΟΙΠΟΝ, ΦΕΙΣΜΠΟΥΚ
Επήρα την απόφαση και το ανακοινώνω:
φεύγω από το φέισμπουκ και δεν το μετανιώνω.
Δεν θα ‘μαι εδώ συνέχεια να γράφω καλημέρα
και να εισπράττω τελικά κοπανιστόν αέρα.
Να απαντώ ακούραστα σε όλα τα σκουντήματα
και να σκοτίζομαι αν ναι θα πω εις τα αιτήματα
Έχετε γεια οι φίλοι μου και όλη η παρέα
μέχρις εδώ και κλείνουνε οι δρόμοι μας μοιραία.
Φεύγω λοιπόν και μη θρηνείς μητέρα μου Ελλάδα
αφήνω τις ομάδες σου, πάω σ’ άλλην ομάδα.
Πάω να μπω σ’ αυτήν εδώ που βλέπεις την ομάδα
κι εύχομαι μη μου δώσουνε καμιά τριχομονάδα.
Θα είμαι εγώ ο αρχηγός του γυναικείου πλήθους
και ο αδέκαστος κριτής του ολόγυμνού τους στηθους
Θα πάρω ένα ποδήλατο και θα τις συνοδεύω
κι ελπίζω όταν τις κοιτώ τα λόγια μην μπερδεύω
Βγάζω, λοιπόν, και το πετώ του φέισμπουκ το γκέμι,
να ζήσετε κι εσείς καλά κι εγώ με το χαρέμι.
.
ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ
Κατοικείται αυτή η πόλη;
Ανθοί της πορτοκαλιάς μας
Οι ανθοί της πορτοκαλιάς
προσπαθούν να δουν
πίσω από το φυλάκιο,
πάνω από το φυλάκιο.
Προσπαθούν να καταλάβουν
αν ακόμα μυριζόμαστε
το άρωμά τους,
αν θυμόμαστε
το άρωμά τους,
αν τουλάχιστον
το πεθυμήσαμε.
.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΚΟΓΚΑΣ
ΩΡΑΡΙΟ ΕΠΙΣΤΡΟΦΩΝ (2015)
ΡΗΜΑΓΜΕΝΑ ΚΑΦΕΝΕΙΑ
Πάσχιζε ταλαιπωρημένο το βλέμμα
να δει τις χώρες πίσω από τα γεμάτα βαγόνια με ανθρώπους
-μετανάστες τους λέγανε στα χαρτιά με κείνες τις πύρινες γλώσσες-
Κι εσύ, με την τεμαχισμένη σου ψυχή
κόχλαζες σα λάδι σε καρβουνιασμένο τηγάνι
ως αγκάλιασε σταγόνες βροχής.
Έσταζε και στα στήθια της γης το νερό του Φθινοπώρου.
Δεν είχες πλέον δύναμη το μαύρο χέρι να σηκώσεις
Το είχες ακουμπήσει πάνω στο θρυμματισμένο γόνατο
απ’ την ορθοστασία της ξενιτειάς που έβριζες πάντοτε.
Δεν άντεχες το χέρι να απλώσεις,
τα άσπρο μαντήλι λερωμένο μονίμως στη τσέπη
και ιδού
αξύριστος μέρες – συνεχώς είχες πένθος-
με τις τρίχες πουρνάρια στις αυλακωμένες πλαγιές,
δικαιολογούσουν κάποτε – κάποτε
κι έλεγες περιγελώντας,
ο αχνιστός καφές σε ξεκούραζε
στα ρημαγμένα καφενεία που σύχναζες τα βράδια.
.
.
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΕΥΘΥΜΙΟΥ
ΚΥΡΤΟΣ ΑΛΑΤΟΠΩΛΗΣ (2015)
ΝΕΚΡΗ ΖΩΝΗ
Δεν βγάζει ήχο το σκοτάδι που μαχαιρώνω
τα έγκλειστα βράδια της Λευκωσίας,
το έγκλειστο βράδυ που ξέρει να διαρκεί.
Πέρα απ’ το σκοτάδι κι άλλο σκοτάδι•
περιφέρομαι εφήμερος σε ζώνη νεκρή.
Άφαντοι οι φρουροί που φύλαγαν κάποτε
τη λυπημένη εικόνα της μεγάλης πληγής.
Νιώθω το φίδι της σιωπής που γλιστρά
θωπεύοντας τα λόγια που το εκτρέφουν.
Πέρα απ’ το σκοτάδι κι άλλο σκοτάδι.
Το πένθος προσκομίζει συμβάντα ντροπής•
μα τα ψεύδη θρηνούν τις δικές τους αλήθειες.
.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΖΑΜΠΑ
ΑΙΩΡΕΙΤΑΙ ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ (2015)
ΟΙ ΑΝΑΜΟΝΕΣ
2.
Η φωνή μου αντιλαλεί στους πνεύμονες
κατά μήκος παραστάτων πόνου ρέει
σε φωνάζω, ψυχή μου, πού είσαι;
Μάης είναι πρωινή ομίχλη θαμπώνει και βρέχει
το παράθυρο σου, καρδιά μου, έχει σπασμένο τογυώΙ
μούδιασμα στα δέντρα
η ξύλινη σκάλα σέρνεται στον τοίχο ταλαντεύεται
φτωχικό είν’ το λεξικό χωρίς λεπτές αποχρώσεις
χρειάζομαι μια λέξη, ψυχή μου, να διαπερνά την ελληνική
μια από κείνες που κρέμονται από τα δοκάρια και αναμένουν
απ’ τον κεντρικό γάντζο, καρδιά μου, λικνιζόμενη αναμένει
τον δικό σου, ψυχή μου, δύσκολο γυρισμό
.
ΛΕΥΚΙΟΣ ΖΑΦΕΙΡΙΟΥ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1965-2010 (2011)
ΡΥΤΙΔΕΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
βράδυ να βρέχει μεσ’ στο πούσι
σε λιμάνια σε σταθμούς τρένων και λεωφορείων
κι εσύ να φεύγεις αγέρωχη
σε μυστικά δωμάτια και να διαβάζεις σονέτα
τ’ αηδόνι που γλυκιά θλιβάται
γι’ αυτό το σώμα το λευκό
θα ‘λεγες πως είναι ψέμα τόση ομορφιά
να χάνεται σε ώρες πρωινές χωρίς υπομονή
έτσι καθώς μεταβάλλεται η τύχη και φτάνουν ειδήσεις
ολοένα απροσδόκητες για το εξαίσιο σώμα σου
που μετατοπίζεται μέσα σε σκοτεινή νύχτα
κι ο χρόνος το σπρώχνει λίγο πιο πέρα
απ’ τ ανοιχτά παντζούρια να βλέπεις το πρόσωπο της
κάτω από ένα φως που θύμιζε παμπάλαιες φωνές
και ήχους από πλήκτρα πιάνου
με τη μυρωδιά από κρίνα και ρόδα
όπως σε σονέτα του Σαίξπηρ
καθώς διαβάζεις για τον έρωτα και σε σπρώχνουν
οι άλλοι επιβάτες στο αεροδρόμιο
στον έλεγχο διαβατηρίων
.
ΜΑΙΡΗ ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ
ΑΝΕΚΔΟΤΟ 2019
ΟΔΥΝΗ
Ποιος είπε φευγαλέες τις στιγμές
κι όλοι οι θνητοί πρόθυμα το πιστέψαμε.
Πώς προσπερνάς ένα βουνό
τη θλίψη
σημάδι ασήκωτο στους ώμους
με τη ζωή να σταματά ενώ επιμένει να κυλά;
Αποκαΐδια
που εκσφενδονίζονται
στο πέρασμα ενός κομήτη χρόνου
και ισοπεδώνουν την πρόθεση
του ονείρου.
Τι μοίρα κι αυτή του ανθρώπου…
Μια λάμψη περαστική μαχαιριού
φλόγας ριπή
μια στιγμή λαιμητόμος
και η θυσία προς εξευμενισμό
του άγνωστου θεού
νυχτώνει για πάντα τις ψυχές
που δωροδοκούν σιωπηλά τον βαρκάρη.
Πώς να διαχειρίζονταν άραγε
τον πόνο οι αρχαίοι
δίχως τον από μηχανής θεό;
Ποιο περιθώριο εξιλέωσης αφήνει
μια διά βίου στιγμή δυνάστης
που μας καταδικάζει
σε οδύνη βοούσα εσαεί;
Ποιος τραγικός
θα το ξεκαθαρίσει;
.
ΜΑΡΙΑ ΘΩΜΑ
ΚΑΛΩΣΟΡΙΣΕΣ ΣΤΙΣ ΜΥΚΗΝΕΣ (2008)
Παρτιτούρα για τέσσερα χέρια
Τα χέρια μου είναι σχοινιά δεμένα σε παράλληλους τοίχους
κίτρινα εσταυρωμένα αποκοιμήθηκαν
Χθες βράδυ τα ονειρεύτηκα να πέφτουν στους ώμους σου
Και θυμάμαι την παρατεταμένη κίνηση των χεριών
που άφηναν ραβδώσεις στον αέρα σαν διαμέτρημα φτερών
και τσάκισε ο αυχένας πέταξαν τα χοντρά μαλλιά μου
σαν μαύρο συντριβάνι σκίζοντας το πράσινο του λερωμένου ήλιου
Τρία χρόνια έβαλαν στα χέρια μου έναν έλικα πλοίου
Με περιέργεια κοίταζα και τον γύριζα αργά
με τη φορά που παίρνει στο νερό
για να τον φέρω στη ζωή
Αλλά πώς δίνεις ζωή με χέρια δεμένα
.
ΜΑΡΙΑ ΙΩΑΝΝΟΥ
ΑΥΡΙΟ ΛΟΙΠΟΝ… (2016)
XXIII
Οι έρωτες τον Αύγουστο
είναι- αλλιώτικοι.
Έχουν μια θλίψη,
κάτι που αρχίζει για να τελειώσει σύντομα,
μια γεύση παγωτό που λιώνει,
μυρωδιά θαλασσινής αύρας που απομακρύνεται,
τον καπνό του τελευταίου πλοίου που φεύγει απ’ το λιμάνι,
ένα χάδι μετέωρο,
ένα ταξίδι επιστροφής.
Οι έρωτες τον Αύγουστο
που ξεκινάνε μ’ ένα αντίο
κι εγώ… εγώ που σε γνώρισα Αύγουστο…
.
ΑΝΝΑ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ
ΑΝΕΚΔΟΤΟ 2019
ΠΛΗΓΕΣ
Κοίτα πως γράφουν μόνιμα απάνω μας
-σαν τατουάζ.
Δέρμα που’ γιν’ ένα με το δέρμα.
Αν ήταν λεκές ίσως και νά’ σβηνε.
Αν ήταν εκδορές ίσως και νά’ φευγαν.
Όμως εκείνες ήρθαν με εισιτήριο απλής μετάβασης.
Κι όσο κι αν βάζεις φάρμακο να κοιμηθούν κι αυτές
εκείνες συνεχίζουν να σε εκπλήττουν·
κάθε που βάζεις μπρος τις πληγές να καθαρίσεις
καταλαβαινεις πως, αυτές πρώτες, έχουν ήδη αρχίσει
να καθαρίζουν εσένα.
.
ΑΝΤΡΗ ΙΩΑΝΝΟΥ
Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΜΙΑ ΕΚΚΡΕΜΟΤΗΤΑ (2019)
ΟΙ ΣΟΦΟΙ
Βγήκαν οι πραματευτάδες σεργιάνι
να διαφημίσουν την πραμάτεια τους.
Έπιασαν μάλιστα κουβέντα μεταξύ τους.
Κι έλεγε ο ένας στον άλλο:
«μα τι ωραίο είναι το δικό σου»,
«όχι, το δικό σου είναι υπέροχο»,
«μα τι εξαίσιο είναι αγαπητέ μου»,
«είναι απίστευτο αυτό που έφτιαξες»,
Στάθηκα για λίγο να τους ακούσω,
Προχώρησα όμως γρήγορα.
Χρειαζόμουν επειγόντως αέρα.
.
ΙΩΣΗΦ ΙΩΣΗΦΙΔΗΣ
ΠΕΡΙ ΟΥΣΙΑΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ (2010)
Ο ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΠΟΤΑΜΟΣ
Κανείς ποτέ δεν έμαθε, κανείς δεν είπε
από πού πηγάζει, πού επιτέλους εκβάλλει
ο άγνωστος ποταμός, ο Βώκαρος της Κύπρου.
Η Πυθία δαφνομίλησε στους προγόνους μου:
ποτίζει τα άγρια θηρία και μεμιάς ημερεύουν,
πλημμυρίζει κι έτσι πνίγει τους πολιορκητές,
διανοίγει δίνες να καταπιούν τις τριήρεις τους.
Να ‘ναι αυτός που δροσίζει τους νεκρούς
που γλυκαίνει τα χείλη των νέων σαν φιλούν,
που ανακουφίζει τα μάτια των μανάδων;
Αυτός ανάβλυσε γλυκό νερό στην Αλυκή
και μυροβολεί την άγια κάρα του Λαζάρου,
του Ονήσιλου όπου μελώνουν μέλισσες;
Ποιος τον ονόμασε Βώκαρο; Πού ρέει; Πώς;
Να ‘χει άραγε στο νερό μέταλλο που σφίγγει
τη γροθιά του λαού, το στήθος της εργάτριας;
Θα ποτίζει υπόγεια το στάχυ της Μεσαορίας
και πρέπει να ήταν ο συνοδός του Παύλου
να του απάλυνε τις πληγές των ραβδισμών.
Ήρθαν γεωλόγοι και τον ταξινόμησαν ρύακα,
Άλλοι τον είπαν χαράδρα που δεν κελάρυσε.
Μα οι νεκροί μας του οφείλουν πολλά
αφού πότιζε δενδροστοιχίες οραμάτων
να ρέουν μέσα μας, πανώριος μύθος.
Φικάρδου (Φθινόπωρο, 2007)
.
ΑΓΓΕΛΑ ΚΑΪΜΑΚΛΙΩΤΗ
ΕΚ ΤΟΥ ΣΥΝΕΓΓΥΣ 2014
Αιώνες τώρα
Περιμέναμε την άνοιξη
και την ανάσταση
Λησμονήσαμε
ότι προηγούνται
αιώνες τώρα
η προδοσία
και η σταύρωση
Αιώνες τώρα
Πόντιοι Πιλάτοι
και Ιούδες
Αιώνες τώρα
μας φιλούν
.
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΠΑΝΔΡΕΟΥ
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΧΙΟΝΑΤΗΣ (2017)
ΣΤΟ ΕΝΥΔΡΕΙΟ
Τα ψάρια στο ενυδρείο ζουν ευτυχισμένα
σύμπαν τους είναι το γυαλί, που τα έχουνε κλεισμένα.
Τρώνε όταν μια ανώτερη δύναμη, θυμηθεί να τα ταΐσει
κι αν μείνουν νηστικά, κάποιο απ’ αυτά, θα κανιβαλίσει.
Το ενυδρείο έχει πια θολώσει
γι’ αυτό κανείς δεν νοιάζεται
τι γίνεται εκεί μέσα
ούτε που φαντάζεστε!
Ολόκληρο το σύμπαν μας είναι ένα ενυδρείο.
Νοιώθουμε άνετα σ’ αυτό, μας είναι πια οικείο.
Τον κανιβαλισμό τον έχουμε στο αίμα
ζούμε κι ονειρευόμαστε μέσα σε ένα ψέμα.
Το ενυδρείο έχει πια θολώσει
γι’ αυτό κανείς δεν νοιάζεται
και τι υπάρχει εκεί έξω
ούτε που φαντάζεστε.
Εσύ, μικρή γοργόνα, το ξέρω ασφυκτιάς
μα έξω απ’ τα νερά σου μέχρι θανάτου σπαρταράς.
Κι εγώ θα ζω για πάντα εδώ
κολλημένος στου βούρκου τον βρωμερό βυθό
και τι υπάρχει εκεί έξω ποτέ μου δεν θα δω.
.
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΚΑΤΣΩΝΗ
ΛΑΠΗΘΟΣ ΜΟΥ (2016)
Οι λεμονιές σου Θ’ ανθίσουν και πάλι
Λάπηθος, ανθισμένο λουλούδι
στην πανέμορφη γη του Πράξανδρου!
Ακονίζουν ακόμα τα μαχαίρια
οι Λαπηθιώτες τεχνίτες σου.
Πλάθουν ακόμα τον πηλό
οι δικοί σου αγγειοπλάστες,
καθώς έμαθαν από πάππου προς πάππου
γενιά με γενιά…
Τα υφαντά σου, ζωγραφιές, θυμητάρια
κεντημένα από χέρια γυναικών
που τις γέννησες,
στέλνουν ακόμα το μήνυμα της παράδοσης
που ποτέ δεν προδώσαμε.
Τα κυκλάμινα ανθίζουν ακόμα
στις παρυφές του σκλαβωμένου Πενταδάκτυλου,
απείραχτα κι ανέγγιχτα απ’ τον χρόνο
κι απ’ του ξένου βαρβάρου το κούρσεμα,
φυλακές της δικής μας άνοιξης
που για χρόνια προσμένουμε
κι όπου να’ ναι θε να ’ρθει.
Οι λεμονιές σου θ’ ανθίσουν και πάλι
σκορπώντας απλόχερα μυρωδιές
που μεθούν την ψυχή
και μεστώνουν τον πόθο
για τον γυρισμό…
.
.
ΦΡΟΣΟΥΛΑ ΚΟΛΟΣΙΑΤΟΥ
ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΣΥΓΚΑΤΟΙΚΗΣΗ (2014)
της μικρής Σάρας
Μακριά
Ένας γέροντας είδε στο όνειρο
Μια γειτονιά ολόκληρη
Συνεχώς ανοιγόκλεινε
Το σπίτι να γέρνει
Και ένα μάτι να κοιτάζει τα έγκατα
Άφωνη μέρα δίχως διήγηση
Τις φωνές του δρόμου
Δεν τις άκουγε ο ήλιος
Βόγκηξε το κορίτσι
Πριν ξυπνήσει ο κάτω κόσμος
Πριν την κλέψει
Ως άλλη Περσεφόνη ο Πλούτωνας
Τις κρύες νύχτες του χειμώνα
Να μην έχουν θέρμανση τα αστέρια
Θέριζε ο αέρας παγωμένα δάκρυα
Στις εκδορές του τοίχου
Ένα κορίτσι δίπλα στο μαγκάλι
Με κλειστά παράθυρα και μάτια
Να μη βλέπει το κακό που πλησιάζει
Μια μικρή ιερή θεότητα
Στο βωμό του ασύστολου κόσμου
Δίχως έλεος
Συναρμολόγησε το θάνατο
Χωρίς ανάσα
5/12/2013
.
ΓΚΙΟΥΡΚΕΝΤΣ ΚΟΡΚΜΑΖΕΛ
ΤΟ ΣΑΜΙΑΜΙΔΙ (2015)
Η ΚΑΤΑΡΑ ΤΗΣ ΛΕΗΛΑΣΙΑΣ
Διαγουμίσαμε τα μαγαζιά τους.
Τ’ αγάλματα τους καταστρέψαμε.
Λογχίσαμε τα γουρούνια τους και τα κάψαμε
μαζί με τις παιδικές τους φωτογραφίες.
Καλύψαμε τα χαντάκια τους. Με μπουλντόζες ισοπεδώσαμε
και πάνω στα μνήματά τους χτίσαμε γήπεδα ποδοσφαίρου.
Γκρεμίσαμε πλίθινους τοίχους μες τις αναμνήσεις τους.
Κόψαμε τα δέντρα τους. Σκοτώσαμε και τη σκιά τους ακόμα.
Νομίσαμε πως ποτέ δε θα γυρίσουν
αλλά ήρθαν. Με τα κλειδιά της πόρτας μας στα χέρια τους…
.
ΒΕΡΑ ΚΟΡΦΙΩΤΗ
ΠΟΙΗΣΗ ΩΡΑΙΑ ΜΟΥ ΕΓΝΟΙΑ (2008)
ΦΙΛΟΣΟΦΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ
Είχαν γητευθεί
από τόσο παλιά
τόσοι πολλοί
κάτι τους τραβά
κι ούτε μπορούν ν’ αντισταθούν
έως τα τώρα προσπαθούν
να εκλογικεύσουν
ποιά η πηγή της γοητείας
δεν αντιλαμβάνονται
αλλάζουν το νόημα
άλλα τι είναι εκείνο που θέλγει
δίνουν μια πιο αποδεκτή ερμηνεία
άλλα τι εξακολουθεί
να ακτινοβολεί
Αποσπάσματα μιας Ποίησης
κάθε λέξη μαγική
κατέχουν δύναμη μυστική
λόγοι φιλοσόφου
σφραγίδες
δεν είναι απλώς μονάχα λέξεις
μια ή δυο να σου ψιθύριζαν στ’ αυτί
είχαν τη δύναμη να σε καθηλώσουν
επιτόπου
Αποσπάσματα μιας Ποίησης
το τραγούδι λεγόταν οίμη
κι ο δρόμος λεγόταν οίμος
εξαρχής
Ποίηση ρητά βιωματική
Ωδή του ποιητή
εντελώς ήτανε δρόμος
το ποίημά του δεν περιγράφει
απλώς
ένα ταξίδι
το κάνει να συμβεί
.
ΠΑΜΠΟΣ ΚΟΥΖΑΛΗΣ
ΣΧΕΔΟΝ (2015)
Πηνελόπη
Σαράντα χρόνια κυοφορώ μια πέτρα
Ο άντρας μου δεν θέλησε πατέρας της να γίνει
Με χώρισε, παντρεύτηκε μια νύχτα το σκοτάδι
Ως τα σαράντα του άνεμος γινότανε πυκνός
και μου ‘σβήνε τις λάμπες πετρελαίου
και μ’ άφηνε ασήμαντη
τυφλή να πλέκω χρόνια
Μα στέρεψαν τα νήματα
Γυμνά μασούρια στέρφα
χωρίς ποτέ ξανά την παρουσία δική του
Με της βελόνας μου κεντρί δίχως κλωστή
γαζώνω πένθους νυφικό και λειώνουν οι λαμπάδες
Προβάρω το και με τρυπούν και πέφτουν οι καρφίτσες
Οι πιέτες μαραζώνουνε
Έκλειψη σώματος
Οι πεθυμιές παράνυμφοι
Το βέλο πιάνεται στου τοίχου ένα καρφί
Απόψε μύρισε το στήθος μου λεβάντα
Πάντα του άρεσε, θυμάται;
Του ‘βαλα και στην τσέπη του κρυφά
Να ‘χει να με μυρίζει εκεί στα κάτω σπίτια
.
ΦΑΝΗΣ ΚΡΙΓΚΟΣ
ΑΠΟ-ΔΡΑΣΕΙΣ
Είμαστε λεν οι ποιητές
απ’ τη ζωή καταραμένοι
είμαστε πρόσφυγες και ξένοι
και μετανάστες απ’ το χτες.
Η φυλακή μου αμαρτίες σε προφάσεις.
Τις αλυσίδες που με έχουν κρατημένο
τις σιγοκόβω κάθε βράδυ με τη λίμα.
Είναι αποδέσμευση το κάθε μου το ποίημα.
Είναι σεντόνι από τα κάγκελα δεμένο
που οδηγεί σε στιγμιαίες αποδράσεις.
Πέσαμε λεν αμαχητί
σε επαΐοντες και γνώστες
σ’ ακροατές και αναγνώστες
που ‘χουν αυτοευνουχιστεί.
Η φυλακή μου μήτηρ πάσης αμαρτίας.
Βάση του άρθρου είμαι ενάντια στο ρεύμα.
Κατά παράβαση στο νόμο και τον όρο
για υπεράσπιση με βάζω δικηγόρο.
Έγκλειστο ισόβια το σώμα και το πνεύμα.
Η καταδίκη δηλωμένης απαρτίας.
Μα όσο οι λέξεις μας πονούν
αλαφροΐσκιωτους διαβάτες
ρομαντικούς και παραβάτες
οι ποιητές μεσουρανούν.
.
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ
ΛΕΞΗΜΑΤΑ (2017)
ΣΚΟΥΡΙΕΣ
Σκούριασαν τα όνειρά μας
Μελπομένη
όπως τα πόμολα
στις παλιές πόρτες.
Σκούριασαν
και οι σιδερωμένες αλήθειες
που μας σερβίρουν.
Σκούριασαν
κι οι ένοπλοι έρωτές μας.
Μείναμε από οράματα
ξεμείναμε από μέλλον.
Εδραιώθηκε
μια ξένη άνοιξη
βαρβαρική
και ντυθήκαμε κουρέλια
από το σεληνόφως.
Σ’ ένα σκοτεινιασμένο υπόγειο
προχωρεί η μετεξέλιξή μας
σε πετρώματα
λουλουδιών και πεταλούδων.
.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ ΜΑΚΡΙΔΟΥ
ΡΕ ΑΛΕΞΗΣ (2015)
Ο ΗΓΕΤΗΣ ΜΙΑΣ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΜΕΝΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ
Ι
Αλυσοδεμένος δουλοπάροικος
την πέτρα τού τόπου
βαρούσε ο Αλέξης
γνωρίζοντας καλά από κατατρεγμό
στα μέτωπα,
χαλκό στην Ταμασσό
ξύλα στην Ξυλοφάγου
αμίαντο στο Πελέντρι και βάλε…
. . .
Τις νύχτες μες στους στάβλους
η ανάσα των άλογων
ζέσταινε τον ύπνο του
και καθώς οι πέτρες
πού είχε κρεβάτι
τού τρυπούσαν τις σάρκες
έβλεπε τον πυρετό μέσα του
να εγκυμονεί Επανάσταση!
.
ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΑΛΟΡΗΣ
ΚΒΑΝΤΟΜΗΧΑΝΙΚΗ (2019)
ΚΡΑΥΓΕΣ ΠΕΤΑΛΟΥΔΑΣ
Τώρα, που η πλάτη της μέρας
ακουμπάει στο πορτοκαλί
του ηλιοβασιλέματος,
εσύ τι νόημα βγάζεις;
Τα χρώματα συνεπή,
αύριο επιστρέφουν,
εσύ ποιούς υπότιτλους ψάχνεις
στον ουρανό;
Γέρνεις στο χώμα,
ακουμπάς το αυτί στη ζέστα της πέτρας,
άθελά σου παραβιάζεις
τα προσωπικά δεδομένα του ήλιου,
μα τις δικές σου θαμμένες πολιτείες
ποιός έστερξε ποτέ
να κρυφακούσει;
Κάποια κυρία ευέξαπτη Χλωροφύλλη
παραδίδει το διάταγμα έξωσης
στην αθωότητα μιας αυλής.
Ελλείψει επιχειρημάτων
η μοχθηρία της μούχλας
θα πεις.
Για πόσο όμως εσύ
θα αναδιπλώνεσαι βουβός,
δίπλα σ’ αυτό το γιασεμί
που εκλιπαρεί;
Τα ρυάκια της βροχής τι κουβαλάν;
Να ‘ναι όσα δεν τόλμησες κείνο το βράδυ
ή μήπως τη ζωή σου όλη
που σαλπάρει,
στις νηοπομπές των μυστικών;
Λιπόσαρκες λέξεις και πατικωμένα τρένα,
πάλι θα πεις,
έξω από τα υγρά κρεματόρια
της ιστορίας.
Ναι, ο καθείς και η ευκολία του.
Εντούτοις η πιο σύντομη πορεία
προς τ’ άστρα,
παραμένει η ανένταχτη κοτυληδόνα
μιας σκέψης.
Τη κραυγή της πεταλούδας ποιος θα την πει;
.
ΕΥΦΡΟΣΥΝΗ ΜΑΝΤΑ-ΛΑΖΑΡΟΥ
ΚΡΑΝΙΟ ΚΥΚΛΩΠΑ (2019)
Κρανίο Κύκλωπα
Ανεμελιά πλάι στην όχθη ποταμού ξαπλώνει το ζωάκι της,
την τρυφερή της γούνα
θα ακουμπήσει μια μέρα το χέρι στο αλέτρι και
θα ξυπνήσει τον κορυδαλλό.
Πάνω από το χώμα της. Αργότερα, αργότερα η ταφή.
Τώρα ο ποταμός να φεύγει.
Το μάτι πληγή.
Μέσα στο αίμα καίγεται σγουρό κοπάδι ο κόσμος.
Όλα η αυθάδεια τα πήρε στη φωτιά της.
Στη χαραγή του τέρατος-ανθρώπου
στο γύρισμα που παίζει με τη γλώσσα του
τους γρίφους, τα αινίγματα, την ήττα
ένα λεπίδι φως σχίζει και σχίζεται, πονά και προχωρεί.
*
Γυναίκα και κοπέλα μου παλιά κι αγαπημένη,
στο φως σε κοίταξα μα στο σκοτάδι σε είδα.
Πιο τρυφερή από το αρνί λευκότερη από γάλα.
Θα σου χαρίσω έντεκα ελαφάκια για να παίζεις,
στα κυπαρίσσια και στις δάφνες να γυρνάς,
στα χλοερά λιβάδια.
Νερά θα έχεις και πηγές να λούζεσαι.
Θα μάθω και να κολυμπώ στη θάλασσα που αγαπάς.
Τα γελαστά δελφίνια της, τα σιωπηλά της ψάρια,
τα τριχωτά μου χέρια στη σάρκα τους τη νόστιμη.
Μην τα σκιαχτείς, ξέρουν να χαϊδεύουν.*
Γλυκύ χειμώνα σου υπόσχομαι.
Χιόνια θα ρίχνουν έξω μοναξιά —
Μέσα φωτιά θα σε παρηγοράει
.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΑΥΡΗΣ
ΣΤΙΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ ΤΩΝ ΑΛΛΟΚΟΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ, (2010)
Τα πικραμένα πουλιά
Πλατύς έναστρος ουρανός.
Τριγύρω στην πλάση ανοίγει και
απλώνεται επικίνδυνα
μια θάλασσα σιωπής.
Μέσα στη βαθιά σιωπή
ταξιδεύουν
χιλιάδες πικραμένα πουλιά
και ψάρια χρυσοφτέρουγα.
Αγωνίζονται να φθάσουν
στη μυστική πηγή
για να πάρουν το αθάνατο νερό
να το φέρουν σπονδή
στα φαρμακωμένα χείλη της.
28/6/2001
.
ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ
ΤΟ ΕΡΓΟΤΑΞΙΟ (2016)
REUNION ΑΠΟΦΟΙΤΩΝ
Οι παλαιοί συμμαθητές
οι συμμαθήτριες
δραπέτες φωτογραφιών
δεκαετίας εβδομήντα
καταφθάνουν στη γιορτή –
γενέθλια μέρα
της αληθινής μας ηλικίας.
Στα μέτωπά τους
λάμπουν ανεξίτηλα
τα οικόσημα του χρόνου.
Στο βλέμμα τους
νυσταγμένος περιφέρεται ο έρωτας
κι απ’ τα μαλλιά
έφηβων τώρα κοριτσιών
φτερουγίζοντας εξέρχονται
χελιδόνια από κάποιο παρελθόν
που αργοπόρησαν.
Το κέφι ρέει άφθονο
γλυκό της νοσταλγίας το κρασί
κι όσο περνά η ώρα
οι μουσικές και οι χοροί
ανακυκλώνουν όνειρα
μέχρι να ξημερώσει.
Οι παλαιοί συμμαθητές
οι συμμαθήτριες
κρατώντας τρυφερά
τα χαρτοφυλάκια των αναμνήσεων
επικυρωμένα
από του μέλλοντος
τον σεβάσμιο
ληξίαρχο.
.
ΜΑΡΙΟΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ
ΤΕΦΡΑ ΟΝΕΙΡΩΝ (2016)
α’
Όταν μπήκα στον κήπο αντίκρισα συνωστισμό
Η συστοιχία των μυριστικών
Θριαμβολογούσε τα ακατάληπτα ρήματα των μελισσών
Και οι κηπουροί αφημένοι στην έκθαμβη μέρα
Έσκαβαν στις υπώρειες του έσχατου χρόνου
Όλα κατολίσθαιναν τα πέταλα η γύρη
Με τα μυστικά φορέματα οι λέξεις που
Γέμιζαν τις οπτασίες των σχημάτων
Μια ακατανίκητη έλξη ωσάν μαγνητισμός
Την ώρα που επωάζονται αμφίβια πουλιά
Η Μεγάλη Ακολουθία των Ορών -σκέφτηκα-
Και με τραβούσαν τα ελάχιστα ζούδια
Στην υψικάμινο του κήπου
Όπου έμαθα κι εγώ να ασφυκτιώ και να σκάβω
Και να μετεωρίζομαι και να κατολισθαίνω
Στις εσχατιές μιας ακατανίκητης οπτασίας
.
ΛΙΛΗ ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ
ΑΡΕΝΑ (2014)
ΣΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΤΗΝ ΑΡΕΝΑ
Μεσάνυχτα ανάμεσα στους ορθόκλωνους κίονες.
Οι πλατείες άδειες απόλυτη ησυχία.
Κάτω από τις ιερές πέτρες συγκατοικούν ο Δίας
η Δήμητρα, ο Αδης, ο Διόνυσος, οΉλιος κι η Σελήνη.
Οι ελλανοδίκες παρακολουθούν τα γυμνά κορμιά
στην παλαίστρα το αγκύλωμα των σωμάτων ο στόχος.
Το Ηραίο, η Στοά της Ηχούς, το εργαστήρι του Φειδία
που αναμένει ακόμη να λαξέψει το φως
στα κλειστά μάτια των ανθρώπων.
Το φεγγάρι ακολουθεί την πεπατημένη
σίγουρο για το μέλλον του.
Αντηχούν υπόγειοι κραδασμοί, καταγράφονται
χιλιάδες διάλογοι φεγγαριών και ήλιων,
ιστορία μες στην ιστορία, ζωή μέσα σε άλλες ζωές
έξω από μας και μέσα μας.
Τα μάτια, τα χέρια, ο λόγος
απορροφούν, αδράχνουν, ανοίγουν φτερά
και στροβιλίζονται στου χρόνου την αρένα.
Μετακινώ αργά τη βαριά κολόνα.
Κάθομαι στο βαθούλωμα.
Γεμίζω με χώμα το στόμα, τα μαλλιά.
Τυλίγομαι φύλλα δάφνης
να με βρουν σ’ αυτή τη θέση χρόνια μετά.
Μια άγνωστη θα σημειώσουν, δίχως ταυτότητα.
Αρχαία Ολυμπία, Αύγουστος 2013
.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΟΛΕΣΚΗΣ
ΤΟ ΗΜΙΤΕΛΕΣ ΠΟΙΗΜΑ (2014)
ΤΟ ΑΔΕΣΠΟΤΟ ΣΚΥΛΙ
Περπατούσα κάτω από ψιλή βροχή
στη φθινοπωρινή Θεσσαλονίκη.
Στη διασταύρωση Εγνατίας και Αριστοτέλους
έπεσα πάνω σ’ ένα αδέσποτο σκυλί.
Είχε ένα βλέμμα ερευνητικό, λίγο θλιμμένο
κι ήταν ψηλό κι αδύναμο – μου φάνηκε πεινασμένο.
Το κοίταξα για λίγο – με κοίταξε κι αυτό,
έβγαλα από την τσέπη μου πενήντα λεπτά
και του αγόρασα ένα κουλούρι
από τον πλανόδιο πωλητή
που κούρνιαζε κάτω από μια τέντα.
Του το πρόσφερα, το πήρε απρόθυμα στο στόμα,
το κράτησε για λίγο και το άφησε.
Ύστερα διασταύρωσε ήσυχα τον δρόμο
περνώντας ανάμεσα στα αυτοκίνητα.
Έτσι, με τη χειρονομία του αυτή,
ένα αδέσποτο σκυλί σε ξένη πόλη
ξεσκέπασε όλη την ασήμαντη γενναιοδωρία μου,
ξεγύμνωσε όλη τη ματαιοδοξία μου
και μου στέρησε το αίσθημα ικανοποίησης
για μια φτηνή χειρονομία,
για την ελεημοσύνη μιας δεκάρας.
Θεσσαλονίκη, 13 Οκτωβρίου 2010
.
ΝΟΡΑ ΝΑΤΖΑΡΙΑΝ
GAR OU CHGAR (ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑ ΚΑΙΡΟ)
Ξαναπές μου εκεινό το παραμύθι, πατέρα.
Τό παραμύθι για την ακρωτηριασμένη χώρα
και τα όνειρα της που εξοντώθηκαν.
Για την εκκλησία που έκλαψε,
την αλήθεια που κατηγορήθηκε πως έλεγε ψέματα,
τις φωνές που ξεσχίστηκαν σαν άκρα του σώματος.
Πες μου για την χώρα όπου δεν γεννηθήκαμε
αλλά που εκεί πεθαίνουμε κάθε μέρα της ζωής μας.
Πες μου για άλλη μιά φορά
γιατί οι Αρμένικες ιστορίες ειναι τόσο θλιβερές
και γιατί υπάρχουν τόσα πολλά γράμματα που σε πνίγουν
όταν οι λέξεις σου σβήνουν και τα χείλη σου τρέμουν.
Πες μου πόσο θα ήθελες να μην υπάρχουν όλα αυτά,
αλλά υπάρχουν. Και δεν είναι παραμύθι
Είναι η ιστορία μας.
Gar ou chgar.
Υπήρχε μια φορά, και δεν υπήρχε.
Είναι τόσο πολύ πιο εύκολο ν’ αρχίσει κανείς
‘Μια φορά κι εναν καιρό’ και να τελειώσει ‘ …αυτοί καλύτερα’.
Αλλά τίποτα δεν είναι εύκολο στα παραμύθια που μου λες.
.
ΕΥΑ ΝΕΟΚΛΕΟΥΣ
ΣΗΜΑΔΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΔΡΟΜΟ (2015)
Ενόραση
Αιώνες περπάτησα γυμνή
ανάμεσα στις φυλλωσιές του Αυγούστου
και τις πηγές που δεν στέρεψαν.
Αιώνες ξεδιάλυνα των μαντείων τα ανερμήνευτα,
ξέροντας πως οι ανακατωμένοι αέρηδες
ήταν η ίδια η ζωή.
Τα καμώματα των καιρών πληθαίνουν
– μοίρα του ανήσυχου Ιθακήσιου-
Αιώνες αγρύπνησα
να ανιχνεύω τα σημάδια
από ήχους άλλων ουρανών…
Αιώνες χαράχτηκα
με το λευκό των γιασεμιών
σε αυλές με το αγιόκλημα της λύπης.
Ανήσυχοι
θα καταθέτουν
πανσελήνους.
Οι αιώνες μου.
.
.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ
ΠΑΡΑΛΟΓΗ (2015)
Σεισάχθεια
Όπως έσκαβα
μια μέρα έφτασα στον Σόλωνα
φιλόσοφο και ποιητή και
φραπεδιά στο χέρι
Κοίτα μου λέει νεαρέ… Πλήρης
σεισάχθεια χρεών
Και προπαντός πλήρης σεισάχθεια
της λέξης
Κοίτα του λέω Σόλωνα… χλωμό…
Αν ήσουν μάγκας και σωστός
δεν θα ‘χαμε Πεισίστρατο
δεν θα ‘χαμέ Κλεισθένη
Και για τις λέξεις… δυστυχώς…
πρώτα κουβαλώ
και μετά γράφω
.
ΝΙΚΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ-ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΗΛ
ΥΔΑΤΑ ΥΔΑΤΩΝ ΠΟΙΗΣΗ (2016)
ΤΑΞΙΔΙ
Έλαμψε πάλι η χρυσαυγή χάθηκε το σκοτάδι
Ο κόσμος λούστηκε στο φως ζεστό του ήλιου χάδι
Στέκονται νέοι στη σειρά φοράνε δαχτυλίδι
Σημάδι αποχωρισμού για μακρινό ταξίδι
Σέβονται την απόφαση που η πόλη έχει λάβει
Ήρθε στιγμή σημαδιακή να μπούνε σε καράβι.
Μα ποιος κατέχει τον καιρό μόνο ο Θεός τον ξέρει
Θυσία του προσφέρουνε τύχη καλή να φέρει
Ένα καράβι με πανί κι ένα ψηλό κατάρτι
Θα ταξιδέψει σήμερα με οδηγό και χάρτη
Μ’ ένα καράβι τολμηρό και στην καρδιά ελπίδα
Θα ταξιδέψουν μακριά στα νέα τους πατρίδα
Έχουν αγγεία, φυλαχτά, κοσμήματα ωραία
Δεν πάνε ’κει για πόλεμο μα για πατρίδα νέα
Καράβι φεύγει με τούς νιους κι αφήνει πονεμένη
Μάνα που κλαίει το παιδί και πάντα το προσμένει.
Ποιος είπε πώς το σώμα μου είναι μια λίμνη λάδι
Κάποτε είμαι μάγισσα στα βάθη μου σκοτάδι
Και τραγουδώ βράδυ πρωί αλάτι τους ποτίζω
Αν βρουν πατρίδα σώζονται πίσω δεν τους γυρίζω.
.
ΡΩΞΑΝΗ ΝΙΚΟΛΑΟΥ
ΨΑΛΙΔΙΣΤΗΣ (2018)
ΨΑΛΙΔΙΣΤΗΣ
Προσπαθώ να θυμηθώ τη φωνή του
ένα φωνήεν αναπηδά
στ’ αφτί πολύ κοντά
μαζί με τον ήχο του ψαλιδιού
και το φως
των φθινοπωρινών καταστημάτων
ανάβει μέσ’ απ’ τα κλαδιά.
Αγαπητέ μου κύριε
πώς γίνεται εσείς
που μέσα σε λίγα λεπτά
μεταμορφώνατε το παιδικό κεφάλι μου
σε δεσποσύνης
τώρα να κάθεστε στον καφενέ
ακέραστος και βυθισμένος
στο παντέρημο σας απόγευμα;
(Με φλέρταραν πολύ τ’ αγόρια
μα τα κοίταζα αφ’ υψηλού
ω, κύριε – τι θυμήθηκα – υπήρξα λοιπόν
εκείνο το κορίτσι που
έπαιζε μέχρι το βαθύ σούρουπο
κι ήμουνα όμορφη
και δυνατή πιο πολύ ακόμα
κι από ’κείνο τ’ αγόρι
που όλους τους νικούσε
στη γειτονιά.)
.
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΟΛΥΜΠΙΟΥ
ΤΗΣ ΒΑΡΔΙΑΣ ΣΚΕΨΕΙΣ (2012)
ΒΡΑΔΙΝΗ ΒΑΡΔΙΑ
Άσπρα, κόκκινα, πράσινα,
φώτα της νύχτας,
καράβια της νύχτας,
ανεβαίνουν και κατεβαίνουν το θαλάσσιο δίαυλο.
Εγώ στη γέφυρα, ο δεύτερος στη μηχανή,
ο ναύτης, ο λαδάς,
ο καφές που σιγοβράζει, το τσιγάρο που σιγοκαίει.
Κι αυτός στα αριστερά… να γυρίζει σιγά-σιγά…
..ο ραδιοφάρος στο ραντάρ
οι αριθμοί του ντέκα
ο βόμβος του σατελαιτ,
ο διπαράλληλος, το κουμπάσο
το στίγμα του καραβιού στον χάρτη,
το στροφόμετρο της προπέλας, το βουητό της μηχανής
η τσιμινιέρα να καπνίζει…
Πάει κρόσαρε….
πέρασε κι αυτός…,
Χίλιες σκέψεις να κρατάνε
μέσα στο είναι μου,
το ψιθύρισμα κάποιου ερωτικού σκοπού, στη βαρδιόλα,
μέσα στη νύχτα, με φόντο τα’ αστέρια,
φόρεσαν κι απόψε ένα χλωμό και θλιμμένο φεγγάρι,
κ’ εσύ μου λείπεις τόσο, Θεέ μου, ακόμη, για πόσο?
Σκάντζα βάρδιας..
τέσσερεις η ώρα..
.. οχτώ η ώρα..
.. δώδεκα η ώρα…
…λόγια στα γρήγορα, να παραδώσεις …να παραλάβεις,,
.. η καμπίνα άδεια και μουντή,
το γραφείο με λογής-λογής χαρτιά και σημειώσεις,
κ’ η καρέκλα με τα πεταμένα και άπλυτα ρούχα.
Το κρεβάτι έτοιμο να σβήσει τη δίψα της κούρασης μου.
…μα πώς να σας καληνυχτίσω!
.
ΜΥΡΙΑΝΘΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ-ΠΑΠΑΟΝΗΣΙΦΟΡΟΥ
ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΠΛΕΥΣΗ (2011)
ΑΦΡΟΔΙΤΗ
Μακρύς ο δρόμος του πηγαιμού
κι όλο να σκιάζεσαι
μη δε προλάβεις τη Θεά
Ήχος νερού
που αργοσταλάζει ολούθε της σπηλιάς
οσμή βουνού στα βράχια
κλωνιά και ρίζες αξεδιάλυτα
μα η συκή δεν εξηράνθη
Μην την είδατε την Αφροδίτη
άσπρο σεντόνι στα νερά;
Μιαν αχτίδα περίεργη
που τρύπωσε ανάμεσα στα φύλλα
κι αχνοφέγγει στον πάτο της σπηλιάς;
Μικρή ζαρκάδα γοργοκίνητη
με δυο αρμαθιές λουλούδια στην αγκάλη
να τρέχει αλαφιασμένη
στην άλλη άκρη του δρυμού;
Μη και την είδατε
μια χαδιάρα τρυγόνα
στο πέταλο της αροδάφνης
μ’ ένα φτερό της πεθυμιάς τρεμάμενο
να σέρνει πλουμιστό πουκάμισο
στην τραχηλιά του ήλιου;
Μη δεν την είδατε την Αφροδίτη
κι άδικο μείνει
το ταξίδι ως το Λατσί!
1989
.
ΕΥΤΥΧΙΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ
ΧΟΡΕΥΤΕΣ (2014)
Ο ΡΗΤΟΡΑΣ
Ήσουν ωραίος’ σαν πνιγμένος Έλληνας.
Το γέλιο σου ως το λαρύγγι, ανέβαινε.
Ήταν πως θα σε σφίξει στην καρδιά
σαν μέγγενη ή σαν κρασί.
Μα εσύ τσουγκρίζεις το ποτήρι σου,
χορός τα χωρατά σου, κι αγορεύεις.
Λες, ο ιδρώτας του προσώπου μου,
κι οργώνεις το ψαρό μουστάκι σου.
Ήσουν ωραίος’ σαν πληγωμένο σπαρτό.
Στα μάτια σου δυο ζώα αλάφιαζαν,
τομάρια, κι όλο γάβγιζαν
την οικουμένη.
Ήσουν αγέρωχος μόνο στο ποίημα.
Στιχάκι αοιδών όπου μας πλάνεψαν.
Όταν μας σφύραες απ’ το βουνό,
ήταν για να βουτάς στην τρύπια τσέπη
την παλάμη,
να πιάνεις τον παράδεισο.
Φλογέρα που σε πρόδωσε
– και δεν συγχώρεσες.
Τσιγαριλίκια, αέρα στρίβεις
για να κλωθογυρίζουν
κι οι μύγες του χωρίου.
.
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΠΑΝΤΕΛΙΔΗΣ
ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΕ ΣΠΕΡΝΟΥΝ (2019)
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Φυτρώνω εκεί που δεν με σπέρνουν
πάνω σε βράχους και γκρεμούς.
Με τρέφει η γη η άγονη
και ανθίζω μονάχα
τις μαύρες νύχτες του χειμώνα.
Η ευωδία μου είναι δώρο
για εκτός νόρμας στοχαστές
που παν γυρεύοντας
πάνω σε βράχους και γκρεμούς.
Δεν είμαι για τις γλάστρες τους
δεν είμαι για τα βάζα τους εγώ
— να βάλουν άλλους μέσα.
.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
ΥΠΕΡΚΑΙΝΟΦΑΝΗΣ (2017)
ΠΟΙΗΤΙΚΗ
Μιας και κουράστηκα να σε καλοπιάνω
Έχουμε και λέμε:
Εγώ είμαι αυτός που έβαλε πρώτος
το γαρίφαλο μέσα στην κάννη
στην Επανάσταση των Γαριφάλων.
Εγώ είμαι αυτός που στάθηκε άοπλος
μπροστά στην ορδή των τανκς
στην εξέγερση στην Τιέν Αν Μεν.
(Μου ‘χαν τελειώσει τα πυρομαχικά
μετά από αιώνες συγκρούσεων
και σκέφτηκα την επιλογή της μη-βίαιης αντίστασης).
Για πες τώρα, ποιητή, εσύ τι έκανες;
Εκτός από το να ποιείς,
πράττεις κιόλας;
Ή μήπως είν’ αρκετή η γραφή σου;
.
ΜΙΧΑΛΗΣ Κ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
ΑΝΘΡΩ ΠΕΙΝΩ (2016)
ΦΘΟΝΟΣ, ΦΟΒΟΣ ΚΑΙ ΦΟΝΟΣ
Στον καθηγητικό σύλλογο:
«Εφηβική κατάθλιψη, πιθανές
αυτοκαταστροφικές αντιδράσεις»
Διάγνωση Ψυχολόγου
Ακούστηκε ένας πυροβολισμός
Ο Ψυχολόγος νεκρός
Η ομάδα υποχθόνιων καταστροφών
Απαγγέλει το κατηγορητήριο
Στη συνέχεια αφού ανέσυραν
τα Καλά σνικόφ τους
άρχισαν να πυροβολούν
Αυτοί που δεν ξέρουν να μιλούν
Αυτοί που αρνούνται να σκεφτούν
Αυτοί που δεν ξέρουν ν’ αγαπούν
τον εαυτό τους μισούν
Το παιδί που είναι μέσα τους φθονούν
Και πυροβολούν και το πυροβολούν
Με την αφέλειά τους ανά χείρας
Χειροκροτούν τον θάνατό τους
Η μειοψηφία των δασκάλων
εξερχόμενοι της αιθ ούσης
διε ρωτήθηκαν: Ω! οι πτωχοί
συνάδελφοι δεν κατάλαβαν πως
δεν πρόκειται για φόνο
Αλλά για αυτοκτονία
.
ΑΝΝΑ ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΟΥ
ΑΝΕΚΔΟΤΟ 2019
ΕΞ΄ΑΦΟΡΜΗΣ
Κάθισα και σκέφτηκα όλα τα παραμύθια
των παιδικών και όχι μόνο χρόνων
ήθελα κάπου να πιαστώ
και γιατί όχι; ακόμα και να εμπνευστώ
από στιγμές παραμυθένιας άφεσης αμαρτιών.
Χάθηκα,
στα μονοπάτια που οδηγούν στα ξέφωτα
μα ξέφωτα δεν βρήκα
Χώθηκα,
σε πύργους υψηλούς που κατοικούν πρίγκιπες ωραίοι
μα πρίγκιπες δεν είδα
Kι η κοιμωμένη βασιλοπούλα
άφαντη και αυτή.
Απογοήτευση…
Μα πού πήγαν όλοι;
Τόσα παραμύθια ζήσαμε
και ήρωας κανένας;
Ξαφνικά,
ξεπρόβαλαν από το πουθενά
η κοκκινοσκουφίτσα, η σταχτοπούτα κι η χιονάτη
πιασμένες χέρι-χέρι.
Παραμύθι ή πραγματικότητα
ή σύμπτωμα των καιρών
δύο συν ένα προσφορά
όλα τα παραμύθια στο σφυρί;
Η μικρούλα με την κόκκινη σκούφια
κι η άλλη μες στις στάχτες της
κι η τρίτη σαν τα χιόνια
Χρόνια τώρα ζούνε μαζί αγκαλιαστά
μες στο δικό τους παραμύθι.
Κόκκινο σαν τη ζωή
και μαύρο σαν το πένθος
αλλά και άσπιλο λευκό
της αθωότητας λευκό
της πρώιμα χαμένης
που μια ολόκληρη ζωή θα την πενθούμε.
.
ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΤΙΝΙΟΣ
ΚΟΥΝΗΣΟΥ ΜΟΥΧΛΑ (2014)
ΣΕ ΣΤΑΣΗ ΑΝΑΜΟΝΗΣ
Είμαι διαρκώς σε μια προσωρινή κατάσταση,
σε στάση αναμονής,
σε σταθμό, χωρίς να ξέρω το μεταφορικό μέσο.
Μα είμαι πανέτοιμος, καρτερώ να επιβιβαστώ.
Έχω στις αποσκευές μου δύο χέρια, δύο πόδια και ένα κορμί,
που τα κρατά ένα μυαλό, που αρνιέται να αποδεχτεί
την προδιαγραφόμενη πορεία των κάθε λογής «λογικών».
Άνοιξε μου να περάσω, να αφήσω σε μια γωνιά τις αποσκευές μου.
Φίλεψέ με γλυκό του κουταλιού, καφέ
και δύο ρουφηξιές από το δικό σου τσιγάρο, να ξαποστάσω.
Μπαίνω στο σώμα μου και φεύγω.
Τρέχω, τρέχω, τρέχω…
Ο χρόνος, η ώρα, η στιγμή, η απόσταση, το συναίσθημα,
όλα μετριούνται αλλιώτικα από ένα δρομέα.
Ακόμα και το «πέραν πάσης λογικής αμφισβήτησης»
αμφισβητείται για λίγο.
Δοκίμασέ το και θα δεις.
.
ΜΑΡΙΑ ΠΕΡΑΤΙΚΟΥ ΚΟΚΑΡΑΚΗ
ΙΔΙΟΜΕΛΑ (2010)
Της Θεσσαλονίκης εξίτηλα, 2007
I
Μεταξωτό θρόισμα,
της ψυχής που πάλλεται,
στη Μακεδονική Σκέψη.
Συνάντηση
στο άχωρο
στο άχρονο,
χωρίς όνομα και επώνυμο
χωρίς τίτλο και υπότιτλο.
Κάπου Συ Δεις
εμένα. Σκύψε
να με φτάσεις,
να με ανατρέψεις,
να μ’ ακουμπήσεις,
με ποίησης αγκάλιασμα.
Με Λόγο
Γιγάντιο,
Εκστατικό,
Μεθυστικό.
Με βλέμμα επαφής
στη θεϊκή απογείωση,
στην απαγγελία
μιας και μοναδικής Λέξης!
.
ΕΥΡΙΔΙΚΗ ΠΕΡΙΚΛΕΟΥΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ
ΧΩΡΑΣ ΙΣΤΟΡΗΣΗ (2005)
«…πανσέληνος και γιασεμιά…»
Γιώργος Σεφέρης
To ριζικόν φεγγοροδεΐ μέσα ’ς το καταλιάδιν
Καταύτις ερεσίστηκεν το ουρανίν τ’ ονείρου
Ρέτινον βάλλει της σωπής ότι την δει τριγύρου
Γνέφει τ’ αέρα τών σειλιών βουττά μες το στιάδιν
Ο ουρανός παραστρατά φιλιά φιλά φιλώντα
Τ’ άβατον η πανσέληνος κατανικά νικώντα
Τες λέξεις που οι συλλαβές αρμύρισαν το σάλιον
Φωνές τα σώματα γροικούν ’ς έναν αέραν κάλλιον
Τό χάδιν γνούδιν μυστικόν θάρητα ορμηνεύκει
Στο μυστικόν του έρωτα μια ρύμη σαγηνεύκει
Γλοια μες την μετάξενην που δειλινιάζει Χώραν
Ανάφτει ο κόρφος πεθυμιάν τα πεθυμά ορπίζει
Νά ’βρέθετουν η αφορμή που να της το ’συγχώραν
Άξιππα που ’μεγάλωσεν πόψε η Λευκωσία
Βουττά τής νύχτας άυπνα τα πιο δικά δειλά της
Φιλίν φιλά φιλίν νικά σταφυλόσειλά της
Οι βούτσές της θκυό δειλινά κροκότσινα λαζούριν
Άρα τζαί πού ’ς την κόξαν της το βλαφουρίν μαντήλιν
Η βέρα της η μαρκουτζιά η όμορκιά τρισπίλιν
Κατύλην εις τα σέρκα της για να της φέρνη γούριν
Αντίς η νύχτα το βαθύν το πιο βαθύν χαττίριν
Να το κρεμμάση ’ς έρωταν καρκιά νά δή χαϊριν
Νά ψουψουρίση δίστιχα να μοιραστή την αχναν
Αντάμα ’ς τούς αστερισμούς του παραδείσου σπλάχνα
Ν’ άφήση πίσω την ωχράν που κόντρα πιλατεύκει
Να της κτενίση το φιλίν σγουρόν να κανατξεύκη
Νά ποπλανήση κατά τζει να την ξημονασιάση
Γλυκάνισσος ο ύπνος της μόλις την δει να σσιάση
Νύχτα γλυτζιά τού γιασεμιού κατάσαρκα μια λάψη
Λόγια λινά μεταξωτά μες τα βυζιά της ν’ άψη
Αδόνια μες τον τριχωτόν όρκον ν’ αναστενάξη
Εις το λευκόν νυχτερινόν όρωμάν της να τάξη
Μεσούρανα ’ς τό σώμάν της νά κατεβοΰν άντξέλοι
Πά νά χαρή τά πεθυμά γιά νά χαρή τά θέλει
Κλειδούχα εσού ’μισόκλεισες ’ς τ’ αμμάθκια τρυφεράδαν
Οι ώρες εβαφτίσαν σε ’φωνάξαν σ’ ανεράδαν
.
ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΕΤΡΙΔΗΣ
ΟΣΤΡΑΚΑ ΚΑΙ ΠΕΤΡΑΝΘΟΙ (2019)
Η ΕΜΠΝΕΥΣΗ
Η έμπνευση από μια μνήμη ξεκινά,
τ’ ακύμαντά της τα νερά ταράζει
εικόνα-βότσαλο πού ‘πεσε ξάφνου.
Κύκλους βλέπεις ν’ ανοίγουνε,
των βιωμάτων ο βυθός φεγγιάζει,
κι αλάργα οι Λέξεις σαν πουλιά
ακόμα αόρατες χτυπούν φτερούγες.
Μη βιάζεσαι, έχεις ανάγκη τη σιωπή,
τη φλογερή διάθεση έχεις ανάγκη,
οι λέξεις να στεριώσουν στο χαρτί
κάποια στιγμή σοφή κι ευλογημένη.
.
ΒΑΣΙΛΚΑ ΠΕΤΡΟΒΑ-ΧΑΤΖΗΠΑΠΑ
Η ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΛΕΞΗ (2010)
ΠΥΓΟΛΑΜΠΙΔΕΣ
Δεν κατανοούμε μήπως
και δε δεχόμαστε το τέλος
την έκρηξη εκείνη τη μικρή
που τον πυρήνα σπάζει
του θαύματος
της ζωντανής μας ύλης;
Έτσι τάχα διαφέρουμε
από τ’ άστρα
που σβήνουνε σε τροχιά
στη σιωπή
ή τους σπινθήρες
που κυλά αδιάφορα
ο άνεμος
στα ρείθρα των λεωφόρων;
Ή τέλος μοιάζουμε
με τις πυγολαμπίδες
που εν πτήσει χάνονται
μες στο σκοτάδι;
Και στάζει του φωτός
το κάλυμμα νεκρό
πάνω σε ξεραμένα φύλλα
και βότανα καμένα.
.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΟΔΙΝΑΡΑΣ
ΦΑΡΑΓΓΙΑ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ (2008)
ΘΑ ‘ΝΑΙ ΠΑΝΤΑ ΕΚΕΙ
Υπάρχουν εκείνοι που στο κάλεσμα σου
Πάντα θα λένε ναι
Χωρίς μετρήματα και μασημένα λόγια.
Μόνο ένα νεύμα αρκεί.
Μια ικεσία άναρθρη της μυστικής βουής
Της πιο βαθιάς λαχτάρας σου.
Θα ‘ναι πάντα εκεί
χωρίς αντίπραξη και μελωδίες γλυκερές.
Χωρίς ούτε ένα δάκρυ στη θολή ματιά
της κοινωνίας της πιο βαθιάς ουσίας σου.
Αυτήν που κάποτε την είπανε μοίρα ή θεά.
Αγέραστη, χωρίς λύπη ή ακραία χαρά.
Είναι εκεί σαν υγρή νοτιά καινούργιας μέρας.
Η αβεβαιότητα αυτού που είσαι.
Η γαλήνια προσμονή αυτών
Που πάντοτε θα λένε ναι στο κάλεσμα σου
Για να μη χαθείς.
Να μη νοιώσεις ποτέ
το φόβο της φθοράς
μα ούτε και τη ψευδαίσθηση
των μάταιων ονείρων.
Αυτοί που πάντα θα ‘ναι εκεί.
Για να κοιτάξεις
μέσα στην ήρεμη κι απόλυτη αποδοχή τους
το πιο βαθύ σημάδι της ζωής σου
που τους χάραξε.
.
ΦΙΛΙΩ ΡΟΤΣΙΔΟΥ
ΑΝΕΚΔΟΤΟ (2019)
ΣΗΜΕΡΑ ΑΣ ΜΗΝ ΠΟΥΜΕ ΤΙΠΟΤΑ
Ας επαναπαυτούμε στο ιδίωμα των λέξεων,
που κείτονται αναπαυτικά
στα συγκροτημένα στενά του μυαλού μας..
Σήμερα ας μην ταράξουμε τους κύκλους,
κι ας πνιγούμε στην αταραξία του καλαίσθητου..
Σήμερα, είναι μια απ’ αυτές τις μέρες,
που κοροϊδεύω το υποσυνείδητο
και μετατοπίζω εύστοχα την απραξία μου,
ενώ μισθώνω, άθελά μου, μισθοφόρους
για περισυλλογή της μισαλλοδοξίας μου..
Ας είναι..
έτσι ελλιπής και μικρός που είμαι,
ας μιμηθώ με επιτυχία το άρτιο,
και ας δώσω μερίδιο στη μοίρα,
να αποκαθηλώσει,
όπως αυτή γνωρίζει, την “πρωτιά” μου…
Έτσι ατελής και έκθυμος που είμαι,
δεν το λες και λίγο,
να θριαμβεύω μες την αδράνεια..
.
ΣΤΕΛΛΑ ΡΩΤΟΥ
Οδός Δημιουργικής Γραφής (2017)
ΕΠΙΚΑΙΡΟ
Στην απεραντοσύνη τ’ ουρανού
Κρυφοκοιτάζεις τον ήλιο
Ανασκουμπώνεσαι
Εισπνέεις βαθιά
Το ιώδιο διαπερνά το κορμί σου
Ο ορίζοντας απλώνεται μπροστά σου
Πράσινος, ελπιδοφόρος
Δεν συμβιβάζεσαι
Δεν αφήνεις ούτε σταγόνα να πάει χαμένη
Οι λαβωματιές βαθιές
τις παλεύεις και θα συνεχίσεις να τις παλεύεις
Επουλώνεις τις πληγές με κάθε τίμημα
παρότι η επιδημία πλανιέται
Σαν άδικη κατάρα
Πολεμάς τις σκιές
Γίνεσαι σύννεφο, καπνός και αέρας
παρότι σκοντάφτεις στα εμπόδια
Πληγώνεσαι, πονάς
Κεντρίζεις το άλογο με τα σπιρούνια
Επιμένεις
Και σαν αναδυομένη ανασηκώνεσαι
Οι σφυγμοί δυναμώνουν
Και δειλά δειλά ξεμυτίζεις
Στην απεραντοσύνη τ’ ουρανού
.
ΣΕΝΕΜ ΓΚΙΟΚΕΛ (SENEM GOKEL)
ΖΟΥΛΙΝΤΕ Η ΔΕΥΤΕΡΗ (ΕΛΚ 2012)
Μετάφραση: Ανθή Καρρά
ΜΗ ΜΕ ΛΗΣΜΟΝΕΙ
σε μέρη μου που δεν μπορώ ν’ αγγίξω ν’ αγγίζεις τώρα
σε μέρη μου που και να προσπαθήσω δεν θα φτάσω
ν’ αφήνεις ίχνος από δόντι που βγαίνει όσο είσαι παιδί ακόμα
ν’ αφήνεις κοκκινάδι, πριν νιώσω καν εγώ την ανάγκη
να βάλω
από κατάλογο μπλε λουλουδιών μη με λησμονεί
με περιβάλλεις λίγο λίγο σαν αιώρα εσύ με σείεις
θ’ απιθωθούν χιονιού νιφάδες θα χυθούν θαρρείς αυτά
αν χυθώ μάζεψέ με
αν χυθώ μάζεψέ με
γαλάζιο π’ ανοιγοκλείνει γαλανό
κρατάω χώρια εσένα και τα μέρη σου
να μ’ έθαβαν μες στο κουτί αυτό με μένα και το κουτί
πού έφτιαξαν τα χέρια μου
αλλιώς χωρίς εσέ και τους χωρίς εσένα τόπους μου
αν πέταγα αν πετάξω
στάλες δροσιάς μιας ποίησης θα γίνω πάλι το φως θα πίνει.
.
ΑΝΤΩΝΙΝΗ ΣΜΥΡΙΛΛΗ
ΒΛΕΠΩ ΑΚΟΜΑ ΠΑΙΔΙΚΑ (2017)
Κλινική Περίπτωση
-Τι είναι αυτό στο κεφάλι σου;
Με ρώτησε ο γιατρός μου
-Είναι μαγικό
Όποτε έχω τις μαύρες μου
Εγώ συρρικνώνομαι
Και αυτό ψηλώνει
Κλείνομαι
-Παράξενο κορίτσι
-Με τρομάζει
Εκεί μέσα δεν ξημερώνει ποτέ
Δεν έχω κοντά κανέναν
Εγώ κι ο εαυτός μου
-Εγωιστικά παράλογο, είπε
Ο γιατρός μπήκε στο καπέλο του
Κι εγώ στο δικό μου
.
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ
Ο ΑΝΕΜΟΣ ΚΑΤΩ ΑΠ’ ΤΑ ΧΕΙΛΗ ΜΟΥ (2018)
THE WIND UNDER MY LIPS (2018)
(Μετάφραση: Δέσποινα Πυρκεττή)
ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ
Θεϊκή νόσος
καλύπτει τη λαχτάρα
σε ξεχείλισμα λέξεων
Πρόβα άφιξης
αιώνια επανάληψη
ζωών που έχουμε ζήσει
Στο σύδεντρο των κυπαρισσιών
ένα ιωβηλαίο από τριζόνια
σβήνει τον τόνο της χαράς
και το λιθόκτιστο
εκκρίνει αλάτι και τέφρα
Βυθίζεται σε πέπλο βαθύτερου σκότους
καθώς αποκοιμιέμαι
σαλεύοντας με πάχνη εωθινή
ανοίγοντας τα μάτια για να δω τί ενδέχεται
να κομίσει η θάλασσα, φερ’ ειπείν φύκια και
καλαμάρι με φρέσκο μελάνι για το στυλό μου
2016
.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΑΡΔΙΟΣ
ΕΤΣΙ ΜΟΥ ΛΕΝ
VI.
Σε έναν πολύβουο δρόμο του Λονδίνου, ο κήπος μπροστά ποτισμένος προσευχές
Το γιγάντιο γιασεμί της μακαρίτισσας της μάνας μου τυλιγμένο καμάρα
σπόροι απ’ την Κύπρο
τραβά όλους τους περαστικούς.
Προσέρχονται στο γλυκό του άρωμα που δελεάζει
σαν να φιλούν εικόνα
Θυμούνται πώς είναι ν’ αναπνέεις, σιγοτραγουδούν μυρωδάτα
φτεροκοπούν σαν πεταλούδες, υπερβαίνουν εαυτούς.
Το ορμητικό άρωμα που ζαλίζει
σαν μουσική από άλλους κόσμους
μπορεί να ρίξει ξόρκι λυτρωτικό
να καθαρίσει τους δρόμους απ’ το κακό
να καλέσει τον ήλιο ν’ αναφανεί
να λογικέψει τους τρελούς.
Ακόμη και στο Λονδίνο.
Ακόμη και στο Λονδίνο,
Έτσι μου λεν.
.
ΑΘΗΝΑ ΤΕΜΒΡΙΟΥ
ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΗΧΟΥΣ (2015)
ΣΤΑ ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ
Στα απογεύματα της σιωπής
ακούγονται μόνο τα φύλλα
σαν ψιθυρίζουν ύμνους στον ήλιο
και κανένα παιδί σαν παίζει στο δρόμο
με τις ελπίδες του αύριο να χτυπούν
σαν μπάλες στου τοίχους της γειτονιάς.
Ο μονότονος θόρυβος δεν ξυπνά
τον βαθύ ύπνο… ίσως μια καμπάνα
που χτυπά χαρμόσυνα και το γάβγισμα
των σκυλιών που αγανάκτησαν.
Στα απογεύματα της σιωπής
απλώνουν τα ρούχα τους οι γυναίκες,
να στεγνώσουν μαζί με τα υγρά όνειρα
σαν ξεφεύγουν λόγω ζέστης κι ανάπαυσης.
Ένα ένα σαν εξατμίζονται στις απλώστρες
γυρνούν σαν σύννεφα μέχρι να ‘ρθουν
οι πρώτες βροχές να τα παρασύρουν
στο λιμάνι της θύμησης μέχρι να ξεψυχήσουν.
Μονάχα τα νιάτα απέναντι στο λευκό σπίτι
φτιάχνουν νότες, γελούν κι ανασαίνουν την ποίηση.
.
ΑΝΤΡΕΑΣ ΤΙΜΟΘΕΟΥ
ΤΑ ΑΝΘΗ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ (2014)
Περαστικοί
Σε ζηλεύω θάλασσα
που ‘σαι γαλήνια σήμερα,
παρασέρνεις μαζί σου τα πάντα,
για όλα έχεις μια στεριά.
Είναι κι αυτά που τα βυθίζεις
και το σκοτάδι σου τα κρύβει
μην τα θυμηθεί κανείς,
μην τύχει και τα ψάξει ποτέ.
Μα εγώ χάνομαι μες στην επιφάνειά μου,
μες στους ανθρώπους που με ξέχασαν
διότι ήθελε κόπο ν’ απλώσουν το χέρι,
μες στις ψυχές που ‘ρθαν μονάχα
να καρπωθούν την αγάπη μου
και μετά έφυγαν.
Λεηλάτησαν τους κόσμους που χτίζαμε,
μ’ άφησαν να χαθώ σαν το χρόνο που τους χάρισα
και τώρα μαρτυρώ τον κόπο της αγάπης.
.
ΤΟΥΓΤΣΕ ΤΕΚΧΑΝΛΙ
«ΠΟΙΗΜΑΤΑ», ΕΚΔΟΣΗ ΕΛΚ, 2016
AN ΓΝΩΡΙΖΕ Η ΠΕΤΡΑ TON ΕΡΩΤΑ
εξοργίζομαι
τα πόδια μου
ταράζουν τον βαθύ ύπνο της πέτρας
τη σπρώχνουν στην ακτή, σε κάτι που μοιάζει με λίμνη
λένε ότι εκεί υπάρχει κάποια
που τον αγκαλιάζει ασταμάτητα
υπάρχει κάτι· λάθος γνωρίζουν
αν ο ρυθμός της μουσικής είναι προβλέψιμος,
αυτό το λέμε «αφοσίωση στα λόγια»
πάντα η ίδια χλιαρότητα
και εάν αποτραβηχτεί θα γυρίσει αναγκαστικά, λένε,
και θα αγγίξει την πέτρα στην ακτή της
ήμουν στα βαθιά
πολλές φορές είχα πειστεί για το αντίθετο·
αν η πέτρα γνώριζε τον έρωτα θα αγαπούσε την ψύχρα
αν μη τι άλλο, θα πολλαπλασιάζονταν τα νεογιλά δόντια
στο στόμα των πουλαριών
εκείνος ο κολπίσκος δεν είναι δικός μου, εκείνη η ακτή
μην τα ανακατεύετε
δεν μαζεύεται χιόνι στο σβέρκο της πέτρας
.
ΕΛΕΝΑ ΤΟΥΜΑΖΗ
MARGINALIA Δυο γυναικείες φωνές (2016)
ΓΥΝΑΙΚΑ
Μια φωνή
που διασχίζει τον Μύθο
την Ιστορία τους αιώνες,
κινούμενη αέναα στο παρόν.
Εκλαμβάνεται από τούς ανθρώπους
ως τροφή
ως εικόνα
ως ένδυμα
ως κατεύθυνση
ως καθρέφτης
ως νόημα.
Αλλά ποτέ ποτέ
ως αυτό πού πραγματικά
είναι:
Μια φωνή.
Γυμνή.
Που αναπνέει.
Εκφερόμενη από ένα
ένσαρκο,
έμφυλο σώμα.
Βροτό.
Χρονικό σώμα.
Μια φωνή πού έναρθρα
καλεί,
κάθε φορά,
εσένα
(γνωρίζοντας σιωπηλά το όνομά σου).
.
ΝΕΝΑ ΦΙΛΟΥΣΗ
ΣΩΜΑΤΑ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ (2019)
ΕΙΔΙΚΗ ΠΡΟΣΦΟΡΑ
Το απόγευμα βγήκαμε στο σφυρί.
Σαν να λέμε προσφορά ένα συν ένα
ή με κάθε δύο θλίψεις παίρνετε ένα σίριαλ
εντελώς δωρεάν.
Το τίμημα όμως ήταν για μια άλλη αλήθεια
που κάθισε ασυνείδητα
πάνω στα χνούδια των φύλλων
και στα κεντίδια μιας προίκας
κληροδότημα γενετικού κώδικα απ’ το παλιό μας σπίτι
όπου μελετώ την ειρηνική επέλαση των σαλιγκαριών
κάτι αδέσποτες γάτες
ένα ρημαγμένο τίποτα
συσκευές χωρίς καλώδια
πετσετάκια προγιαγιάς ξεδοντιασμένα
και σταυροβελονιά παντού.
Υπάρχοντα ακτημοσύνης που μπήκαν λαθραία
σ’ εγχειρίδιο ανάπλασης δέρματος.
Κι εμείς όμως, εκεί
ό,τι έχουμε και δεν έχουμε
όλα εντελώς δωρεάν.
.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΡΑΓΚΟΣ
ΦΛΟΙΣΒΟΣ ΣΥΝΝΕΦΩΝ (2018)
ΚΥΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΥΝΝΕΦΑ
Τα κύματα με τα σύννεφα
πιάνουν συχνά ψιλή κουβέντα.
Ξασπρίζουν τα πρώτα αγριεμένα
μαυρίζουν τα δεύτερα συνοφρυωμένα.
Κι όταν τα κύματα γαληνεύουν
τα σύννεφα μοιάζουν
με βαμβακοφυτείες στον ουρανό.
Τα κύματα με τα σύννεφα
έχουν ισότιμη και αμοιβαία σχέση.
Τα πρώτα τροφοδοτούν τα δεύτερα
κι αυτά, με τη σειρά τους,
καθορίζουν τη συμπεριφορά των πρώτων.
Ουδείς ποδηγετεί, ουδείς καθυποτάσσεται.
Είναι, βεβαίως, και μια σχέση ερωτική.
Κι ας φέρνει καταιγίδες και τραμουντάνες.
Καθώς ανεβαίνουν τα κύματα
χαμηλώνουν τα σύννεφα
κι αλληλοθωπεύονται
μ’ αγριεμένο πάθος.
Και δεν ξέρεις πότε εισχωρεί
το σύννεφο στο κύμα
και πότε το ανάποδο.
Και η βροχή;
Ψιλή, ραγδαία ή βροχοθύελλα,
είναι καρπός του έρωτα
κυμάτων και συννέφων.
Τα κύματα υιοθετούν συχνά
στοιχεία από τη συμπεριφορά
των συννέφων και αντιστρόφως.
Έτσι δεν ξενίζει κανένα
που αντικρίζουμε
σύννεφα κυματιστά
ή συννεφιασμένα κύματα.
Κι ο ποιητής;
Μια ζωή ποδαρόδρομο
σε κακοτράχαλα μονοπάτια.
Πώς θα ’θελε να βρεθεί
καβάλα σ’ ένα σύννεφο
ή και σ’ ένα κύμα ακόμη!
Έτσι να περιδιαβεί
ουρανούς κι ωκεανούς
μακριά και πάνω
από λογής – λογής
μικρότητες, ασημαντότητες
και άλλα συναφή.
.
ΑΓΙΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ
ΔΕΙΛΙΝΕΣ ΑΝΤΑΥΓΙΕΣ (2017)
ΑΝΑΠΟΛΗΣΗ
Σημάδι παιδικών στιγμών
το λαξευτό αποτύπωμα·
στην πέτρα
κάτω απ’ το παράθυρο
ανέπαφο αναμένει
με χαραγμένη
την υπόσχεση της επιστροφής.
Ταριχευμένες μνήμες
παιδικά ξεφωνητά μιας άλλης εποχής
αναμιγνύονται με ήχους καμπάνας
και λιτανείας μελωδίες.
Μικρά καραβάνια
στ’ απόκρημνα μονοπάτια
συντροφεύει ο αυγερινός·
και πλήθος τα όνειρα φωλιάζουν
φοβισμένα
σαν άβγαλτα νεογέννητα πουλιά
για το άγνωστο μέλλον.
.
ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΑΤΖΗΘΩΜΑΣ
Η ΠΕΜΠΤΗ ΕΠΟΧΗ (2012)
Η ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ Μ’ ΕΝΑ ΚΟΧΥΛΙ
Η σιωπή με φέρνει
σ’ εκείνο το ακροθαλάσσι
που κάποτε αγκάλιασα
το δέλτα του σώματος σου.
Ένα γυμνό κοχύλι
ανάσκελα κοιτάζει τη σελήνη
ορθάνοικτο
ροδόχρωμο αιδοίο
να μπαινοβγαίνει μέσα του
ο πάλλευκος αφρός
σαν υδάτινο σπέρμα.
Το ανασηκώνω στα χέρια μου
το ακουμπώ στο αυτί μου
ν’ αφουγκραστώ
τα τόσα που έχει να μου πει.
Για πολυτάξιδες γοργόνες
με την ακόρεστη περιέργεια στα χείλη
για νύμφες που χορεύουν ρυθμικά
κτυπώντας όστρακα
να ξορκίσουν άλιους δαίμονες
για μέδουσες που κτενίζουν
τα φιδίσια μαλλιά τους
μπροστά σ’ εκτυφλωτικό κάτοπτρο
έτοιμες
να μεταλάβουν το πάθος της σάρκας.
.
ΧΡΙΣΤΟΣ ΧΑΤΖΗΠΑΠΑΣ
ΤΑ ΠΗΓΑΔΙΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ (2012)
ΥΠΝΟΣ ΑΝΤΙΠΟΙΗΤΙΚΟΣ
Κάποτε νιώθω τόσο κουρασμένος
θέλω να πάω να κοιμηθώ
με διάθεση
πέραν του ύπνου.
Να κοιμηθώ
βαθιά
να μην ακούω.
Η κενότητα των λόγων σας
η ματαιότητα των πράξεών σας
υπνηλία μου φέρνουν
θανατερή.
Να κοιμηθώ χωρίς όνειρα
τα όνειρα
αντίγραφο όσων ζω
καθρέφτισμα των λόγων σας
της θρασύτητάς σας
εγώ τα έχω σιχαθεί.
Δε θέλω να βλέπω
μέσα σε συμπληγάδες βλακείας
επηρμένης
οιδηματικής
σαν πτώμα με μύγες πράσινες
να γυροφέρνουν
την πατρίδα μου την ίδια.
Θέλω να κοιμηθώ•
νομίζοντας πως κοιμάμαι
να συνεχίσω.
.
ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΑΣΤΕΡΗΣ (2018)
ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
Ψάχνοντας τ’ αστέρια που έχασε,
βρήκε τη θάλασσα,
βρήκε τον Σείριο και την Αργώ
να λαμπυρίζουν
στα αλμυρά νερά της νιότης,
δίπλα στα παλάτια της άμμου
και στα φωτεινά κιονόκρανα,
δίπλα στο ατέλειωτο μπλε της αλήθειας.
Οι ωρίωνες γλάροι τον καλούσαν
να βγει στ’ ανοιχτά,
μικρή σχεδία
στα νερά της Μεσόγειος,
κι οι ψαράδες ύφαιναν δίχτυα
να ψαρέψουν τον πολυπόθητο
φλοίσβο των λέξεων.
Μέσα στις δακρυσμένες
θαλασσοσπηλιές της προσμονής
οι φώκιες θρηνούσαν
τις πιο θνητές μέρες του
και τα θεόρατα κύματα
την πιο πικρή εκδοχή του.
.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗΣ
ΠΛΗΓΕΙΣΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ/ΓΥΜΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ (2016)
ΣΠΑΣΜΕΝΑ ΠΟΔΗΛΑΤΑ
0 πατέρας τους έφτιαχνε τα σπασμένα ποδήλατα
της γειτονιάς.
Έρχονταν και περαστικοί κάποτε, του έφερναν.
Τα δυο παιδιά του έτρεχαν πέρα-δώθε ξυπόλητα
και ρακένδυτα
– στα μάτια τους έλαμπε η περιπέτεια
και το τέλος της.
Όλη μέρα έτρεχαν
αυτός πνιγμένος στη δουλειά
δεν τα χάνε απ’ τα μάτια του
όμως μια κοφτερή στιγμή
που το αδόκητο δρεπάνιζε τα σύθαμπα
στο τυφλό σημείο
όταν ο αυχένας αδυνατεί να στρίψει
του ξέφυγαν
καβάλησαν δυο σέλες
με τρυπημένους τροχούς
ξεχαρβαλωμένες καδένες
διαλυμένα φρένα
κι ανέβηκαν στο ψηλότερο σημείο των ονείρων.
Στη μεγάλη κατηφόρα των χρωμάτων
εκεί που συνήθως
όλα τα ξυπόλητα παιδιά την παθαίνουν
δεν τα κατάφεραν.
Τα γύρεψε μάταια
ο πατέρας τους
– ο ανήλιαγος.
Τα γύρεψε βουβά.
Μόνο αυτός τα γύρεψε.
Αυτά και άλλα περιστατικά
συμβαίνουν σε αφώτιστα μέρη.
.
ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΕΦΥΓΑΝ
.
ΤΕΥΚΡΟΣ ΑΝΘΙΑΣ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Να φύγω. Με τον ίσκιο μου στο πλάι,
συνοδοιπόρο, φίλο και αδερφό.
Δεν το ρωτώ η ψυχή μου πού θα πάει,
κι αν από τη φυγή θα λυτρωθώ.
Στενός ο τόπος. Αίμα και σκοτάδι.
Γερμένοι οι τοίχοι, θολοί και θλιβεροί.
Σπασμένα τόξα. Κι έρχεται το βράδυ
με τη μορφή στυγνή και παγερή.
Τρέμουν τα χείλη. Στήθη που βογγούνε.
Κραυγή και πάθος: Κύματα κι αφροί,
τη βάρκα μου οδηγάτε όπου και να ναι,
τη χίμαιρα και τ’ όνειρο να βρει.
Μια σερενάτα βαθιά μου αναπηδάει
και στα παλιά με καλεί να ξανοιχτώ.
Να φύγω με τον ίσκιο μου στο πλάι,
συνοδοιπόρο, φίλο και αδερφό.
.
ΔΩΡΟΣ ΛΟΪΖΟΥ
ΨΩΜΙ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ (1974)
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ TOY ΛΕΥΤΕΡΟΥ
Θα ρίξω τα μαλλιά μου πίσω
θα φορέσω το πρόσωπο ανάποδα
και θα βγω στους δρόμους και στις πλατέες
με ντουφέκια, φωνές, με συνθήματα
να ρεζιλέψω τους οπαδούς του συρματοπλέγματος,
να βάλω φωτιά στην Πρεσβεία του Θανάτου.
Θαρθούν οι γνωστικοί
να μου βάλουν τρικλοποδιά,
γιατί τους διώχνω τους πελάτες απο τα μαγαζιά.
Θαρθούν οι «ειδικοί αστυνομικοί»
να μου σπάσουν τα πλευρά
γιατί βάζω οργή και φωτιά στα παιδιά.
Θαρθούν οι κόκκινοι
να μου κοκκινίσουν το μούτρο
γιατί είμαι πιο κόκκινος απ’ αυτούς.
Θαρθούν οι λευκοί
να μου μαυρίσουν το μάτι
γιατί είμαι πιο λευκός απ’ αυτούς.
Θαρθούν οι φωτισμένοι
να μου αλλάξουν τα φώτα
γιατί είμαι πιο φωτισμένος απ’ αυτούς.
Θαρθούν
οι γελοίοι, οι σοβαροί, οι ανατολικοί, οι δυτικοί,
οι προτεστάντες, οι καθολικοί, οι δικοί, οι οχτροί,
οι διαόλοι, οι θεοί,
τελοσπάντων όλοι, εκείνοι κι αυτοί
που παίρνουν τη ζωή σαν καπρίτσιο της στιγμής,
Μα εγώ, θα ξαναρίξω τα μαλλιά μου πίσω
θα ξαναφορέσω το ματωμένο πρόσωπο, ανάποδα
και θα βγω στους δρόμους και στις πλατέες
με ντουφέκια, φωνές, με συνθήματα
να διεκδικήσω: Ψωμί και Ελευθερία.
.
ΝΙΚΟΣ ΚΡΑΝΙΔΙΩΤΗΣ
ΠΟΡΕΙΑ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ, 1991
ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ ΣΤΗΝ ΚΕΡΥΝΕΙΑ
Απλώνει η πανσέληνος τ’ ασήμι της στη θάλασσα
Στέλλει μαργαριτάρια στους γυμνούς ώμους
και λάμψη αθάνατη
στα μάτια της μικρής αγαπημένης.
Χιλιάδες οστρακόδερμα
βγαίνουνε θαρρετά στο φως
να βάψουνε το κέλυφος τους ασημί,
να θησαυρίσουν στα κογχύλια τους
τον ήχο της εσπέρας.
Ο αέρας σελαγίζει το τρόπαιο της νύχτας,
κι η νοτισμένη σιωπή σκορπά το μύρο της
στους κοιμισμένους κήπους.
Τούτες οι μνήμες με πληγώνουν.
Κι όμως, ποτέ δεν θέλω να μ’ αφήσουν.
Κάπου εκεί,
πίσω απ’ το σκλαβωμένο Πενταδάχτυλο
είναι δεμένο,
κόμπος αξεδιάλυτος,
το νήμα της ζωής μου.
.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΛΥΠΕΡΤΗΣ
Βούττημαν ήλιου
Άρκον πών να με παίρνουσιν οι τέσσερις τζι έμεναν
Μες τζι ειν την ανακατωσιάν
Έλα τζι εσού στην εκκλησιάν
Μεν αντραπής κανέναν.
Αγάππουσ-σε έξω ψυσ’ ης τζι εν να σε καταχνώσουν
Αν είσαι κόρη σπλαχνιτζ’ η
Μεν περαρκήσης, έρκου τζ’ ει
Πριχού να με λουκκώσουν.
Τους ζωντανούς απώχουσιν μάσ’ην τζι’ εν τους χωνεύκουν
τους πεθαμένους συγχωρούν
εν φούχτα χώμα τζι’ εν μπορούν,
κόρη να τους παιδεύκουν.
Ππέφτει τους πιον μακάριση τζαι ψυσικόν διούσι
γιατί που τον ψεματινόν
πηαίννουν στον αληθινόν
κόσμο τζι’ εν να κριθούσι.
Αν μεν μου κάμουν κόλλυφα στες τρεις με σαραντάριν
Μήτε στον γρόνο λουτουρκάν
Πάρουμου για παρηορκάν
Κάμε μου τουν την χάριν.
Βούττημαν ήλιου τζι ύστερις τέλεια πών να σιγράση
Τζιαι πών ν’ αδκειάσουν τα στενά
Πών εσ’ ει πλάσμαν
να περνά Για να σε ξιφαράση,
Έλα τζιαι σου στο μνήμαν-μου τζιαι μες τον μπότην άψε
Αϊταφίτικον τζ’ ερίν
Κάπνισε, κόρη, νακκουρίν
Νομάτισ’-με τζιαι κλάψε.
.
ΝΙΚΗ ΜΑΡΑΓΚΟΥ
ΠΡΟΣ ΑΜΥΔΡΑΝ ΙΔΕΑ (2013)
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΣΤΟ ΒΟΡΡΑ
Επειδή μιλώ για τριαντάφυλλα,
για τη διάχυση του φωτός,
την ανημποριά της αγάπης,
και την παροδική ζωή μας,
μη νομίζετε, φίλοι από τον βορρά,
ότι αυτό που συνέβηκε το 74
δεν απλώνει σαν κηλίδα στη ζωή μου,
κάθε μέρα.
Το φεγγάρι ξεπροβάλλει σα μια φέτα καρπουζιού
από τη θάλασσα
και η πεθαμένη μητέρα μου στη βεράντα του
σπιτιού μας στην παραλία της Αμμοχώστου να μας
φωνάζει να βγούμε από το νερό.
Είδα έναν πίνακα που ζωγράφισε τις προάλλες
στον τοίχο μιας ταβέρνας στο Καρπάσι.
Μιας ταβέρνας που την αποτελούσαν κλεμμένες
καρέκλες, κλεμμένα τραπεζομάντηλα, κλεμμένες
πόρτες, κλεμμένα χερούλια.
-Είναι της μάνας μου, είπα στον ταβερνάρη, εδώ
είναι γραμμένο το όνομα της.
-Τώρα όμως είναι δικό μου, είπε ο άντρας που ήρθε
από το μέρος που ανατέλλει ο ήλιος, (έτσι μου τον περιέγραψε η γυναίκα του).
-Είναι δικό μου τώρα, είπε, ganimet,*
έτσι το λένε στα τουρκικά.
ganimet λάφυρο πολέμου
.
ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ
ΚΑΤΑΘΕΣΗ (1975)
ΟΝΗΣΙΛΟΣ
Δίπλα μου ήτανε ο Ονήσιλος
βγαλμένος απ’ την ιστορία και το θρύλο
ολοζώντανος.
Αρχιλεβέντης βασιλιάς αυτός
κρατούσε στο χέρι ό,τι του ΄χε απομείνει:
ένα καύκαλο
―το δικό του κρανίο―
γεμάτο μέλισσες.
Δέκα χρόνια έστελλε τις μέλισσές του ο Ονήσιλος
να μας κεντρίσουν
να μας ξυπνήσουν
να μας φέρουν ένα μήνυμα.
Δέκα χιλιάδες μέλισσες έστειλε ο Ονήσιλος
κι όλες ψοφήσανε απάνω στο παχύ μας δέρμα
χωρίς τίποτα να νιώσουμε.
Κι όταν το ποδοβολητό των βαρβάρων
έφτασε στη Σαλαμίνα
φρύαξε ο Ονήσιλος.
Άλλο δεν άντεξε.
Άρπαξε το καύκαλό του
και το θρυμμάτισε απάνω στο κεφάλι μου.
Κ’ έγειρα νεκρός.
Άδοξος, άθλιος,
καταραμένος απ’ τον Ονήσιλο.
.
ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ
ΤΟ ΣΠΙΤΙ (1993)
α’
Οι πόρτες σπασμένες και τα παράθυρα σχισμένα
Χαλαρά τα φατνώματα έτοιμα να πέσουν
Κι από τους τοίχους οι ασβέστες ραγισμένοι
Σωριάζονται στο πάτωμα με κρότο κάθε τόσο.
Το σχήμα και το χρώμα του αλλάζει
Όπως η λάμψη ενός νομίσματος που έρχεται κοντά σου
Ταξιδεύοντας σε ποταμούς χεριών για χρόνια,
Και δεν υπάρχει νόμος
Να προστατεύσει αυτό το σπίτι
Ως οικοδόμημα ιδιαιτέρου και εξαισίου κάλλους
Μιας εποχής που φεύγει
Και να κριθεί διατηρητέον.
Οι χαραμάδες ανοίγουνε τη θέα
Με κάποια αδιαφορία αποκαλύπτοντας
Αυτό που τόσα χρόνια μ’ επιμέλεια και φροντίδα
Κρατούσε στο εσωτερικό του μυστικό
Και το περίεργο μάτι μ’ ενδιαφέρον προσπαθούσε
να ερευνήσει.
Και τώρα που ο ήλιος χαμηλώνει στον ορίζοντα
Και η σκιά μου επιμηκύνεται και ξεπερνά το ανάστημά μου
Σχεδόν εκμηδενίζοντας την ύπαρξή μου
Φοβούμαι μήπως κι η αθέατη ομορφιά του κινδυνεύει
Γιατί το κάθε ωραίο που υπάρχει χρειάζεται
το στήριγμά του
Όπως το άγαλμα χρειάζεται το βάθρο του
Όπως το ρόδο την ισχύ του κάλυκος του.
.
ΚΥΠΡΟΣ ΧΡΥΣΑΝΘΗΣ
Η ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΟΥ
Η Κυριακή μου ξεπετάχτηκε απ’ τα παράθυρα
αγουροξύπνητη, με καθαρή ποδιά,
πήρε τους δρόμους με το πράσινο καπέλο της,
αντάλλαξε χαιρετισμούς πρωτοχρονιάτικους η Κυριακή μου,
χάιδεψε τα μαλλιά του γιασεμιού
και στις χαρούμενες προθήκες χαμογέλασε η Κυριακή μου,
θυμήθηκε τις φιλαρμονικές παλιών καιρών,
τους εύθυμους περίπατους…
κι έφτασε εκεί που ξεχωρίζουνε οι εχθροί–
στη Λήδρα όλου του κόσμου
κι ας είναι η Λήδρα οδός της Λευκωσίας–
κι απ’ τα σακιά της άμμου, που τα στόλιζε χορτάρι
και μια μικρούλα παπαρούνα,
ψήλωσε το κεφάλι η Κυριακή μου κι είπε
στους άλλους, με την άλλη γλώσσα
και τ’ άλλο πρόσωπο,
τους είπε: «καλημέρα».