Πίνακας Άννα Κακουλλή
ΧΡΙΣΤΙΑΝΑ ΑΒΡΑΑΜΙΔΟΥ
Ζω την κατοχή στη χώρα
στην ψυχή
στον έρωτά μου.
Σβήσανε τον κύκλο που ’χα κάνει για εμάς
με κιμωλία πράσινη
και πάμε παρακάτω.
ΚΛΑΙΡΗ ΑΓΓΕΛΙΔΟΥ
Δένεις, Αμμόχωστος,
τον ήλιο
στη χρυσή αμμουδιά
εκεί που άνθισαν τα κρίνα
και φτερούγισαν
τα όνειρά μας ουρανοτάξιδα.
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΑΝΑΓΙΩΤΟΣ
Τα βράδια, οι μάνες,
σαράντα τόσα χρόνια,
προτού δειπνήσουν
με το κουτάλι του καημού,
το πιρούνι της προσμονής
και της αμφίστομης αγωνίας το μαχαίρι
έσκαβαν
χωρίς ανασασμό.
ΜΕΛΕΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗΣ
Μνημονεύοντας
ο κύκλος έκλεισε
στο κοιμητήριο
της Αϊρκώτισσας.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΡΓΥΡΟΥ
Στον προσφυγικό συνοικισμό
ήξερες την προέλευση του καθενού.
Έβλεπες το σπίτι της κυράς Αντρούλας
πνιγμένο λεμονόδεντρα,
μια μικρή Λάπηθο είχε φτιάξει.
ΜΑΡΙΝΑ ΑΡΜΕΥΤΗ
Ύστερα, πέσαν πυροβολισμοί στο σαλόνι
Έφυγαν με το παιδί
Το μικρό ποδηλατάκι του στέκει στην αυλή ακόμη
Κάτι αδικαίωτες πεταλιές φορτωμένο
«Θέλω να μείνω στο σπίτι μου», είπε
Μα έφυγε.
ΕΛΕΝΗ ΑΡΤΕΜΙΟΥ ΦΩΤΙΑΔΟΥ
Μακριά σου ανάστησα οργή, Οθέλλους ενός κόκκινου καημού
Και ζήτησα το πάθος μου να πνίξω
Σε μνήμες μέσα πληγιασμένες απ’ του Άδη το κοντάρι
Και τότες έτρεχε το αίμα της ψυχής και της αγάπης
Αμμόχωστος των παιδικών μου ανθώνων,
Των παιχνιδιών του ήλιου στους βλαστούς της ύπαρξής μου
ΠΙΤΣΑ ΓΑΛΑΖΗ
Με πυρσούς αναμμένους, με ορμή, με απέραντη υπομονή και μαρτύριο
Αξιοθέα, Αρσινόη Δημόνασσα, Αντωνού.
Γενναίες, δίκαιες των δικαίων, δυνατές και μεγάλες
Με μάτια πρησμένα απ’ τα δάκρυα κι ωστόσο αδάκρυτες
Να χαιρετούν την λευτεριά
Και με το αίμα τους να γράφουνε συνθήματα ατούς τοίχους
ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΓΑΛΑΖΗΣ
Καμένα τα δέντρα• η γη ρημαγμένη.
Το νιαούρισμα γάτας φανερώνει ζωή.
Η φωτιά αποτεφρώνει τις ματωμένες σάρκες.
Τα τσεκούρια πέφτουν κοφτερά
σαν χάρου δόντια στα σβέρκα των ανθρώπων
το αίμα ξεπετιέται ακράτητο
και ρουφάει τους μαύρους σκελετούς των ανθρώπων
ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΓΑΛΑΝΟΥ
Κάθε Αύγουστο
νοικιάζεις ένα ζευγάρι κιάλια
τα βάζεις στα μάτια
κι ονειρεύεσαι…
την πολιτεία
πέρα από τα γκρίζα δέντρα,
την πολιτεία
που απλώνεται μέχρι τη θάλασσα.
ΚΑΤΙΝΑ ΓΙΑΝΝΑΚΗ- ΠΑΠΑΣΤΥΛΙΑΝΟΥ
Σήμερα τη θάψαμε
σε κάποια ακατάστατη γωνιά της Λευκωσίας
δεκατέσσερα χρόνια απόσταση
από τους πορτοκαλεώνες της Μόρφου.
Κι ήταν Γενάρης
μα μύρισε λεμονανθούς και πάστρα
το ταξίδι της
στην ωραία Μόρφου των ουρανών.
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΕΥΘΥΜΙΟΥ
Δεν βγάζει ήχο το σκοτάδι που μαχαιρώνω
τα έγκλειστα βράδια της Λευκωσίας,
το έγκλειστο βράδυ που ξέρει να διαρκεί.
Πέρα απ’ το σκοτάδι κι άλλο σκοτάδι•
περιφέρομαι εφήμερος σε ζώνη νεκρή.
ΑΛΕΞAΝΔΡΑ ΖΑΜΠA
Εκκρεμείς κοιτούσαμε αργά
και κύματα τα ανακατεμένα μαλλιά
ρύθμιζαν ελαφρά λυτά φτερουγίσματα
Τα κορμιά τεντώνονταν στο διάχυτο αδύναμο φως
τα βλέμματα τότε γλυστρώντας ξάπλωναν
και ήταν Σάββατο…
ΜΙΧΑΛΗΣ ΖΑΦΕΙΡΗΣ
Κύκλωπα βράχε
οροσειρά της μοίρας του τόπου
και των στιγμών
η αιθέρια μουσική των κυμάτων
έρχεται ολοένα κοντά σου
μα πάντα φεύγει
ΛΕΥΚΙΟΣ ΖΑΦΕΙΡΙΟΥ
Λευκωσία!
ο Μακρύδρομος δεν βγάζει
πια πουθενά
πίσω απ’ τις βιτρίνες των μαγαζιών σου
αιωρούνται πύργοι σιωπής.
Δεν σε παίρνει ο ύπνος
κι όπως γυρίζεις απ’ την άλλη μεριά
για να κοιμηθείς
ακουμπάει το πρόσωπο σου
το πρόσωπο της προδοσίας.
ΡΟΥΛΑ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ-ΣΤΑΥΡΟΥ
Πάνε κι έρχονται
τα βράδια του
απ’ τις πορτοκαλιές της Μόρφου
ως τις θάλασσες της Αμμόχωστος
κι ακόμα
ως τα ερημικά μοναστήρια της Καρπασίας
με τα ορφανεμένα καμπαναριά.
ΜΑΡΙΑ ΙΩΑΝΝΟΥ
Αυτό το παιδί το ξύπνησαν νωρίς εκείνο το πρωί
Και δεν το ρώτησαν
Του πήραν το νανούρισμα, γλυκό της μάνας του τραγούδι
Και δεν το ρώτησαν
Του έδωσαν όνομα που δεν είχε, πρόσφυγας
Και δεν το ρώτησαν
Σαράντα και τέσσερα χρόνια χωρίς χαμόγελο
Και δεν το ρώτησαν
ΙΩΣΗΦ ΙΩΣΗΦΙΔΗΣ
Βαδίζει, περνώντας απ’ την Κύπρο να βρει
τη μάνα Αφροδίτη, μαζί της να ανασύρει
τη χαμένη κάρα του συζύγου της Χαρίτας,
να την αρμόσουν στο σώμα να ‘ναι ακέραιο.
Πιο γενναίος απ’ όλους ο πρόσφυγας
που του αρκεί ο ήλιος να βαδίζει εμπρός
ΑΓΓΕΛΑ ΚΑΙΜΑΚΛΙΩΤΗ
Περιμέναμε την άνοιξη
και την ανάσταση
Λησμονήσαμε
ότι προηγούνται
αιώνες τώρα
η προδοσία
και η σταύρωση
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΛΟΖΩΗΣ
Το ξέρει ο Φοίνικας
η επιστροφή δεν είναι
εύκολη ο καθένας
εδώ που ήρθε έφτιαξε
τη Μόρφου του και η
Μόρφου της πραγματικότητας
ανεπίστρεπτα
απομακρύνεται σιγά – σιγά
ΝΙΚΗ ΚΑΤΣΑΟΥΝΗ
Με πράσινο
περνά την πράσινη γραμμή
με κόκκινο
κατάργησε την κατοχή
Και θαλασσίς
γυρίζει στη Γιαλούσα
γυρευοντας
να ξαναγεννηθεί.
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΚΑΤΣΩΝΗ
Οι λεμονιές σου θ’ ανθίσουν και πάλι
σκορπώντας απλόχερα μυρωδιές
που μεθούν την ψυχή
και μεστώνουν τον πόθο
για τον γυρισμό…
ΦΡΟΣΟΥΛΑ ΚΟΛΟΣΣΙΑΤΟΥ
Γύρισα μα δε μπόρεσα να βρω το νησί μου.
Το πήρε ο πόλεμος.
Αθώα μαζί και ένοχη
θυμούμαι τους πλακόστρωτους δρόμους
που χάθηκαν ένα πρωί
μαζί με τα παιδιά που θέλησαν να τραγουδήσουν.
ΒΕΡΑ ΚΟΡΦΙΩΤΗ
Το καθημερινό αδιέξοδο
που ωθείται σε άλλο αδιέξοδο
κηρύγματα ενταφιασμένα στους κάμπους
να κοιμούνται μαζί με τους ήρωες
οικουμενική εκκρεμότης.
ΠΑΜΠΟΣ ΚΟΥΖΑΛΗΣ
Υπόσχομαι
ύμνους άλλων ηρώων
να μη σιγοτραγουδήσω
Υποσχεθείτε όμως κι εσείς
πως δεν θ’ αφήσετε
άλλο πετροχελίδονο
ν’ ανέβει στον ιστό
ΝΙΚΟΣ ΚΡΑΝΙΔΙΩΤΗΣ
Πώς έγινε Θεέ μου, αυτό το θαύμα!
Ύμνε Ελληνικέ, γεμάτε φώς,
ντύσου τον ήλιο της Ανατολής,
έλα να διαλύσεις τ’ άγρια σύννεφα,
τη λύτρωση να φέρεις στη μικρή πόλη μας,
και ν’ αποδώσεις λεύτερο στο πέλαγο
το σκλαβωμένο, μες στο κάστρο, αρχαίο καράβι.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ
Ακούω μόνο τη φωνή της θάλασσας
Μουσική πάνω στους βράχους της σιωπής
Κι όσο κι αν με θωρείτε να ‘μαι κύμα λευκό
Πνιγμένα κρίνα είναι κάτω απ’ τον αφρό μου.
Έχω μια γεύση μνήμης αλμυρής στο στόμα
Του Ιουλίου μήνα με φοβίζει η φωνή
Και αυτών που πνίγηκαν στις τρικυμίες.
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ
Μην πονοκεφαλάτε
οι έμποροι του ναού
δώσανε την υπόσχεση
θα μεταφέρουνε, λέει
τη θάλασσα της Κερύνειας
κάτω από τα τείχη
της Λευκωσίας.
ΝΙΚΗ ΛΑΔΑΚΗ-ΦΙΛΙΠΠΟΥ
Είκοσι μαρτυρολόγια
δε φτάνουν για την Κύπρο.
Μνήμη, εκείνα τα παιδιά
ήταν οι αγαπημένοι μου φίλοι,
εκείνα τα κοριτσόπουλα
ίδια η ψυχή μου.
Μνήμη,
τ’ αυγουστιάτικα σούρουπα
κράτησε το πρόσωπο τους.
ΒΑΚΗΣ ΛΟΪΖΙΔΗΣ
Γεννάνε τα κογχύλια σκοπό ανατρεπτικό
κι εγώ αναζητώ τη Ρήγαινα
όπως την ύφανε η γιαγιά στον αργαλειό
χωστό μαζί της για να παίξω.
Μα αυτή είν’ άφαντη απ’ του μύθου τα λημέρια,
στέκει στα οδοφράγματα
εθελόντρια στην εθνική φρουρά
ΑΝΘΟΣ ΛΥΚΑΥΓΗΣ
Ιούλιο μήνα
βγαίνουν τα μαχαίρια
στον κάμπο. Και το βουνό
πιστάγκωνα δεμένο
σαν το τραγί στα χέρια
του χασάπη.
ΒΑΣΟΣ ΛΥΣΣΑΡΙΔΗΣ
Εκείνο το μικραστέρι
αντίκρισε τη σκλαβωμένη Αμμόχωστο
και κρύφτηκε στο άπειρο.
Εκείνη η ηλιαχτίδα
ακούμπησε στο ερειπωμένο κρησφύγετο
στο Δίκωμο και πάγωσε.
ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΑΛΟΡΗΣ
Θα ‘ρθει κάποτε μια μέρα
Με κάποια πολλαπλότητα
Στο φέρσιμο της
Μια μέρα όμορφη ίσως
Που η ιστορία δε θα ρωτά
Για κάτι που δε φταίξαμε
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ ΜΑΚΡΙΔΟΥ
Ο χρόνος κλείστηκε
μες τα πηγάδια της Μεσαορίας
τα πουλιά φορέσαν
μια βουβή φλογέρα
κι οι νεκροί κρατάνε το χώμα
στις τρύπιες παλάμες τους.
ΕΥΦΡΟΣΥΝΗ ΜΑΝΤΑ-ΛΑΖΑΡΟΥ
Μικρή μου πόλη, αγαπημένη Χώρα
δίχως συνθήματα θα ερωτευτούμε
στις στροφές των κλειστών δρόμων σου
παρατώντας ξόανα, ειδώλια, θεούς και δαίμονες
πρώτη φορά.
Δίχως συνθήματα θα ερωτευόμαστε εις τούς αιώνας
στην πόλη την κλειστή
ώσπου ν’ ανοίξει – επιτέλους – η δειλή καρδιά της
ΝΙΚΗ ΜΑΡΑΓΚΟΥ
Ένα φεγγάρι σαν κλωστή
πάνω απ’ τη Λευκωσία
20 του ’Ιούλη 1979,
πάνω από τη γη όλο ξεχνάς
το κοφτερό μαχαίρι
ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΑΥΡΗΣ
Το μαύρο φεγγάρι
Όλη τη νύχτα
Χωροφύλακες άγγελοι
με φανούς θυέλλης στα χέρια τους
αυλάκωναν το απροσπέλαστο σκοτάδι
αλλά πουθενά δεν βρήκαν
το μαύρο φεγγάρι του Ιουλίου.
ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ
Χτες σε περιμαζέψαμε μες απ’ τα ερείπια.
Όχι, δεν βγήκες τούτη τη φορά απ ‘ τη θάλασσα.
Μες απ τα χαλάσματα σε περιμαζέψαμε.
Στα μεριά σου ήτανε ακόμη, μαυρίλες από βόμβα
ΜΑΡΙΟΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ
Λευκωσία 1974
Γιέ μου γιέ μου μιλιούνια τα αλεξίπτωτα
Πώς πέφτανε ο πατέρας σου άρρωστος η γιαγιά
Άρπαξα το ρολόι φύγαμε ξέχασα να κλείσω τις βρύσες
Ανατολικά η πορτοκαλιά την αγαπούσα έλεγες
Τί να σου πω κλαίαμε πολύ γιέ μου
Μάνα μου ανατολικά της Αττάλειας Βόρεια της Λευκωσίας μιαν
αγωνία που ζήσαμε
ΛΙΛΛΗ ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ
Δεν έγραψα πολλά γι’ αυτά που μας χωρίζουν
μα ούτε και γι’ αυτά που μας ενώνουν.
Το χίλια εννιακόσια εβδομήντα τέσσερα
φουσκώνει χρόνο με το χρόνο
και έχει γίνει ένα τεράστιο αερόστατο πάνω από την πόλη
που κρύβει τον ήλιο.
Η σκιά του χαράχτηκε στη γη, στην πλάτη και το μέλλον μας
ανεξίτηλη μελανιά.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΟΛΕΣΚΗΣ
Ο κόσμος που αγαπήσαμε
απομένει πίσω απ’ τα συρματοπλέγματα
και τους ξένους στρατούς,
ζει σαν φάντασμα μέσα σε έρημα τοπία,
μπαινοβγαίνει μέσα σε χαλασμένα σπίτια,
δειπνάει σε εγκαταλειμμένα τραπέζια.
ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΝΤΗΣ
Αυτή η κούκλα με το κομμένο χέρι,
που κρεμάστηκε στο παράθυρο
του γκρεμισμένου σπιτιού,
ποιο παιδάκι ήθελε ν’ αποχαιρετήσει,
σε ποιο παιδάκι σύρθηκε ως το παράθυρο
ν’ ανεμίσει το χέρι και της το ’κοψαν
ΝΟΡΑ NΑΝΤΖΑΡΙΑΝ
Ξαναπές μου εκείνο το παραμύθι, πατέρα.
Το παραμύθι για την ακρωτηριασμένη χώρα
και τα όνειρα της που εξοντώθηκαν.
Για την εκκλησία που έκλαψε,
την αλήθεια που κατηγορήθηκε πως έλεγε ψέματα,
τις φωνές που ξεσχίστηκαν σαν άκρα του σώματος.
ΕΥΑ ΝΕΟΚΛΕΟΥΣ
Κάποτε ο Ιούλης τρελάθηκε
της ανείπωτης θλίψης
και της χαράς που λαχτάρησα
η συνύπαρξη
σ’ ένα πανηγύρι των ανατροπών…
Με τη λαχτάρα του Αυγούστου
ξεγελάστηκα.
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΟΛΥΜΠΙΟΥ
Κερύνεια μου, μέσα στο σκοτάδι σου,
δάκρυ που πότισες τα βλέφαρα μου,
μα όρθιος και πάλι θα σταθώ να σ’ αντικρύσω
και εκεί στο πέντε μίλι θα ξορκίσω
με τις ανάσες των μανάδων, κεριά αναμμένα.
ΝΤΙΝΑ ΠΑΓΙΑΣΗ-ΚΑΤΣΟΥΡΗ
Αύγουστος μήνας
και τα κρίνα επιμένουν
ν’ ανθίζουν στο Ακταίο.
Μια πόλη μες στο συρματόπλεγμα.
τα χέρια της ματώνουν
και ποιος να της γιατρέψει
τις πληγές;
ΕΛΛΗ ΠΑΙΟΝΙΔΟΥ
φαντάσματα, φαντάσματα τού χθεσινού μας κόσμου
γιατί δε χάνεστε κι’ εσείς
μέσα στα βάθη της ψυχής
κι’ αβάσταχτη μάς φέρνετε ευωδιά χαμένου δυόσμου
ΜΥΡΙΑΝΘΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ-ΠΑΠΑΟΝΗΣΙΦΟΡΟΥ
Σώμα τ’ Αυγούστου
με δυο σκοτώστρες άρβυλα
με χίλια εννιακόσια εβδομήντα τέσσερα
κίβδηλα πρόσωπα
πως επανέρχεται
με προσωπεία τώρα απονενοημένων καιρών;
ΜΑΡΟΥΛΑ ΠΑΝΑΓΟΥ
Μοιρασμένη πατρίδα τι άλλο να πω
φωνάζω για δίκιο, κανείς δεν μιλά
ποιος νοιάζεται, πέσ’ μου ,την πικρή προσφυγιά
Αχ γαλάζια πατρίδα στην καρδιά μου κλεισμένη
μια μέρα να φύγουν, φτάνει πια μοιρασμένη
ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΣΙΑΡΔΗΣ
Εσύ δεν λες τίποτα
μα εγώ θα σου πω γι’ αυτό το μαρτύριο
που δένει τη γη μας, τον τροχό που στενάζει
η πατρίδα μας, την πληγή στο σώμα του Ιησού.
Εσύ δεν λες τίποτα
μα η πληγή στο σώμα του Ιησού
δεν στερεύει.
ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΤΙΝΙΟΣ
Το χέρι να άπλωνες, θα είχες στην παλάμη σου την Αμμόχωστο.
Το τουρκικό φυλάκιο λίγα μέτρα μπροστά μου υπερυψωμένο.
Λίγα μέτρα πίσω, σε μη «risk area»,
βουτιά στη θάλασσα, κολύμπι προς τα ανοιχτά και ξάπλα,
με τα χέρια στο σβέρκο για μαξιλάρι.
ΝΙΚΟΣ ΠΕΝΤΑΡΑΣ
Οι μέρες του καλοκαιριού εκείνου
ξεσχίσανε τα πλουμιστά πανιά των καϊκιών
στα πρωινά μελτέμια,
κουβάλησαν το θάνατο σε γραφικές ακρογιαλιές
και φίλεψαν τον χάροντα
με πλούσιο τραπέζι.
ΕΥΡΥΔΙΚΗ ΠΕΡΙΚΛΕΟΥΣ- ΠΑΠΑΔΟΥΠΟΥΛΟΥ
Μα πώς ξηγείς
του Πενταδάχτυλου
πώς όλα τούτα εσκεμμένα έγιναν,
πώς ξηγείς πώς ήταν
εκ προμελέτης
πώς τούτος ο Ιούλης
ήρθε με ψευδώνυμο
κ’ ένα κρεσιέντο ενατένισης
στο θάνατο μας;
ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΕΤΡΙΔΗΣ
Κι αν κάπως συχνότερα μιλάμε
για τον Πενταδάκτυλο
είναι γιατί
μοιάζει χτυπημένο πουλί
με δυο φτερούγες
καρφωμένες στο χώμα.
ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΙΕΡΗΣ
Ωραία γυναίκα, μεστωμένη
στην ομορφιά του Μόρφου ζυμωμένη
αξόδευτη. Στο χρόνο κρατημένη
με δύναμη. Σαν πολυκύμαντη
οργή του σκοτεινού πελάγου
στο χώμα που σου πήραν τα θηρία
περπάτησες ξανά τρικυμισμένη.
ΑΝΤΩΝΗΣ ΠΙΛΛΑΣ
χαμένη χώρα
μέσα στην πίκρα ταξιδεύοντας του Τεύκρου,
κατάβρεχτη πυξίδα νόστου αιώνιου,
Σκηνή του Μαρτυρίου
εγκαταλελειμμένη
μέσα στη λεηλατημένη μνήμη
των Ελλήνων.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΟΔΗΝΑΡΑΣ
Μια μυρωδιά από ένα μανταρίνι
που δεν πρόλαβα να ξεφλουδίσω
αρμενίζει στις θολές γραμμές
των νοτισμένων κήπων…
Κτίσαμε καράβια
για να μας είναι πιο εύκολο
το ξερίζωμα.
ΜΟΝΑ ΣΑΒΒΙΔΟΥ ΘΕΟΔΟΥΛΟΥ
Πρόσφυγες είμαστε
που επισκεπτόμαστε σαν τουρίστες
τα σπίτια μας
ακέφαλοι
ματαιωμένοι
χωρίς ταυτότητα.
Πριν γίνουμε στήλες άλατος
βρε αδερφέ,
έναν καφέ θα τον πιούμε…!
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ
Γκρεμίζεται στη σιγή της απόφασης
το Βαρώσι γνέφει και σιγανά
μου ψιθυρίζει στ’ αυτί
μέσα απ’ το συρματόπλεγμα
Ars longa, vita brevis est
ΑΘΗΝΑ ΤΕΜΒΡΙΟΥ
Σε γέλασε το πράσινο σε μια γραμμή
και ορθώνεται σαν τείχος.
Βάρεσε της σκλαβιάς ο πόνος
στα χρόνια της παρηγοριάς, στα χρόνια της ελπίδας
μα η νοσταλγία της σιωπής το δρόμο σου χαράζει.
ΑΝΔΡΕΑΣ ΤΙΜΟΘΕΟΥ
Ίσως να ‘ναι και παρήγορο
που δε θυμάμαι τον ξεριζωμό,
που δεν ακουμπά τη μνήμη μου
ο κρότος απ’ το κλείσιμο της πόρτας
για τελευταία φορά.
ΕΛΕΝΑ ΤΟΥΜΑΖΗ
Να τους οι εξουδετερωμένοι
παρέα με τους μεγάλους μοναχικούς ποιητές
πορεύονται
έξω από τα τείχη και της δικής μας πόλης
ο Αττίλας ήρθε να «αποκαταστήσει την ανατραπείσα τάξη»
ΝΕΝΑ ΦΙΛΟΥΣΗ
Πώς αγγίζει κανείς τη χώρα του
ξαφνικά στη μέση ηλικία
και του κόβεται η ανάσα
ακριβώς στα δύο; Έτσι.
Είπα θα πεθάνω εδώ
κι ακόμα ζω αλλού.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΡΑΓΚΟΣ
Ανταμώσανε,
κατ’ απ’ τον ίσκιο μιας προδομένης ιστορίας
κατ’ απ’ το πέπλο του ακρωτηριασμένου παρελθόντος
δώσαν τα χέρια και ένωσαν τις καρδιές
τις αγκάλες άνοιξαν
και λουλούδια φύτρωσαν
κόκκινο τριαντάφυλλο ξεφύτρωσε απ’ του κανονιού την μπούκα
η ξιφολόγχη βλάστησε και γίνηκε γαρουφαλιά
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ
Παιδί με μια φωτογραφία στο χέρι
με μια φωτογραφία στα μάτια του βαθιά
και κρατημένη ανάποδα με κοίταζε.
Ο κόσμος γύρω του πολύς· κι αυτό
είχε στα μάτια του μικρή φωτογραφία,
στους ώμους του μεγάλη και αντίστροφα –
στα μάτια του μεγάλη, στους ώμους πιο μικρή,
στο χέρι του ακόμα πιο μικρή.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΑΡΙΤΩΝΙΔΗΣ
Βιογραφικό μη μου ζητάτε.
Δεν γεννήθηκα.
Πέθανα απευθείας στη Λάπηθο.
(παρθενογένεσις, αντίθετη έννοια).
Ως σκόνη μόνο υπάρχω.
ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΑΤΖΗΘΩΜΑΣ
Προδότες και προδομένοι
ίδιες ευθύνες
ίση μοιρασιά του καιρού-μου.
Το λυκόφως του συμβιβασμού
κάνει τις φλέβες της ανοχής
διάφανες.
ΝΙΚΟΣ ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΗΛ
Κάθε πρωί
Ακονίζω τη μνήμη μου
Κι ένα μαχαίρι
Ανάμεσα σε θάλασσες που ματώνουν
Σε δυο κομμάτια με χωρίζει.
Τα παιδικά μου χρόνια με συνθλίβουν
ΒΑΣΙΛΚΑ ΧΑΤΖΗΠΑΠΑ
Πριν από καιρό
ποιος θα πίστευε
πως θα ‘ρθω εδώ
σε τούτη τη γη
καμένη του ήλιου
και της προδοσίας.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΧΑΤΖΑΠΑΠΑΣ
Άσπρη μέρα, επιτέλους,
σαβάνωσε την ημισέληνο
στο αμίλητο βουνό.
Αναίσθητος όμως ο ήλιος
βούρτσισε στο πι και φι
το αθώο χιόνι
δεν είχε αίσθηση του τι ποιεί.
ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ
Δεν αφήνουν να ξεχάσουμε
ο Ονήσιλος, ο Πράξανδρος, ο Ευαγόρας,
η μάνα κι ο πατέρας που ’ναι κει,
νεκροί και ζωντανοί,
οι άγιοι που μας φανερώνονται
να τους ανάψουμε το καντήλι
ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗΣ
Ποιοι είναι αυτοί που λένε ότι χάθηκε η Κερύνεια;
Είναι οι γνωστικοί.
Αυτοί ξέρουν καλύτερα πως ό,τι χάνεται
δεν επιστρέφεται
πως των αδυνάμων τα λάθη
πληρώνονται με απώλεια
και με των ισχυρών το κέρδος.
ΚΥΠΡΟΣ ΧΡΥΣΑΝΘΗΣ
Η Λευκωσία μας αποδημεί στους χάρτες
σε αταχυδρόμητες φωτογραφίες
απ’ τις ψηλές ταράτσες την κοιτάμε
να ταξιδεύει στην ποδιά του Πενταδάκτυλου.
Μα η άλλη Λευκωσία φυλλορροεί στα στήθη μας
στα βραδινά μας βλέφαρα
η Λευκωσία μας η παλιά
η Λευκωσία μας
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΑΚΟΚΚΙΝΟΣ
ποια αλήθεια
ποιος ήλιος και ποιο φεγγάρι
ποια λόγια και ποιοι στίχοι
θα φωτίσουν ξανά αυτό το τόπο
που ματώνει κάτω από τη θηλιά
ενός ατέλειωτου συρματοπλέγματος.