ΜΑΧΜΟΥΝΤ ΝΤΑΡΟΥΙΣ 

Ο Μαχμούτ Νταρουίς (Mahmoud Darwish), γεννήθηκε στο αλ Μπάρουα της Γαλιλαίας το 1942, ήταν Παλαιστίνιος ποιητής και συγγραφέας, θεωρούνταν ο εθνικός ποιητής της Παλαιστίνης και ομόφωνα αναγνωρίστηκε ως ένας από τους μεγαλύτερους σύγχρονους Άραβες ποιητές και συγγραφείς. Το 1988, ο Darwish έγραψε την Παλαιστινιακή Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας, η οποία ήταν η επίσημη διακήρυξη για τη δημιουργία ενός κράτους της Παλαιστίνης. Ο Darwish κέρδισε πολλά βραβεία για τα έργα του.
Έφυγε από τη ζωή στις 9 Αυγούστου 2008 στο Χιούστον, Τέξας, ΗΠΑ

.

.

ΟΤΑΝ ΕΡΘΕΙ ΤΟ ΑΥΡΙΟ (2025)

Μετάφραση: Τζένη Καραβίτη

ΝΑ ΣΚΕΦΤΕΣΑΙ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ

Καθώς ετοιμάζεις το πρωινό σου, να σκέφτεσαι τους άλλους.
Μην ξεχνάς να ταΐζεις τα περιστέρια.
Όταν πολέμους ξεκινάς, να σκέφτεσαι τους άλλους.
Μην ξεχνάς όσους λαχταρούν την ειρήνη.
Όταν πληρώνεις το νερό, να σκέφτεσαι τους άλλους,
αυτούς που μόνο σύννεφα έχουν για να θηλάσουν.
Όταν γυρνάς στο σπιτικό σου, να σκέφτεσαι τους άλλους.
Μην ξεχνάς, κάποιοι ζουν σε αντίσκηνα.
Όταν τ’ αστέρια μετράς πριν κοιμηθείς, να σκέφτεσαι τους άλλους.
Κάποιοι δεν βρήκαν χρόνο για να κοιμηθούν.
Και καθώς γράφεις κι απελευθερώνεσαι
με τις μεταφορές στον λόγο σου, να σκέφτεσαι τους άλλους,
εκείνους που δεν τους αφήνουν να μιλήσουν.
Κι όταν τους σκέφτεσαι αυτούς, τους μακρινούς τους άλλους,
στον εαυτό σου γύρισε και πες:
«Αχ και να ήμουν ένα κερί στο σκοτάδι!»

ΚΑΤΑΓΩΓΗ

Εκεί είναι οι ρίζες μου. Εκεί είναι η μνήμη μου.
Γεννήθηκα όπως γεννιούνται όλοι.
Έχω κι εγώ μάνα, σπίτι με πολλά παράθυρα,
αδέρφια, φίλους κι ένα κελί στη φυλακή
που μπάζει από παντού.

Το κύμα που αρπάζουνε οι γλάροι είναι δικό μου,
δικές μου οι εικόνες των ματιών μου,
δικό μου και το νιόβγαλτο το χορταράκι.
Το φεγγάρι στην κόψη των λέξεων δικό μου,
και η γενναιοδωρία των πουλιών και μια ελιά αθάνατη.
Περπάτησα σ’ αυτή τη γη
προτού οργώσουν τα σπαθιά το ζωντανό κορμί της
και το στρώσουν βορά σε τραπέζι.
Εκεί είναι οι ρίζες μου.
Τον ουρανό δίνω στη μάνα του,
όταν για κείνη κλαίει.
Κλαίω κι εγώ, τα δάκρυά μου
να τα πάρει ένα σύννεφο που εκεί γυρνά.

Όλες τις λέξεις για το δικαστήριο του αίματος τις έμαθα
για να παραβιάσω τους κανόνες.
Τις έμαθα και τις διέλυσα
για να συνθέσω μία και μοναδική: πατρίδα.

ΣΤΗ ΜΑΝΑ ΜΟΥ

Λαχταρώ το ψωμί της μάνας μου.
τον καφέ της,
το άγγιγμά της.

Μέρα τη μέρα όλο και πιο παιδί ξυπνάω.
Τη ζωή την τιμώ, τη λατρεύω, γιατί
αν παραιτηθώ και πεθάνω,
θα νιώσω μεγάλη ντροπή
να με κλάψει η μάνα μου.

Κι αν κάποια μέρα γυρίσω, μάνα,
κάνε με πέπλο στα βλέφαρά σου,
με το χορτάρι σκέπασέ με
που ευλόγησε το βήμα σου.
Κράτα με πάλι κοντά σου
με μια μπούκλα απ’ τα μαλλιά σου,
με μια κλωστούλα απ’ το φουστάνι σου.
Αν αγγίξω τα βάθη της καρδιάς σου,
μπορεί να γίνω αθάνατος,
θεός.

Αν γυρίσω,
ας γίνω προσάναμμα στον φούρνο σου,
σκοινί για τα ρούχα που απλώνεις.
Χωρίς την ευχή σου, μάνα,
στέκω αδύναμος.
Γέρασα, μάνα.
Ξαναδώσε μου τ’ αστέρια των παιδικών μου χρόνων,
τον δρόμο των νιογέννητων πουλιών να πάρω
και να γυρίσω στη φωλιά σου
που με καρτερεί.

Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΕΧΕΙ ΔΥΟ ΠΡΟΣΩΠΑ
ΚΑΙ ΤΟ ΧΙΟΝΙ ΕΙΝΑΙ ΜΑΥΡΟ

Η πραγματικότητα έχει δύο πρόσωπα. Μαύρο χιόνι πάνω απ’ την πόλη μας.
Δεν έχει άλλο πια ν’ απελπιστούμε.
Πάνω σε πλάκες ποτισμένες δάκρυα
με βήμα σταθερό προς το τείχος βαδίζει το τέλος.
Ποιος θα κατεβάσει τις σημαίες μας; Εμείς ή εκείνοι;
Ποιος θα μας αναγγείλει τη Συνθήκη της Απόγνωσης, βασιλιά του Θανάτου;
Το παιχνίδι είναι στημένο. Ποιος θα σβήσει τα ονόματα
απ’ τις ταυτότητές μας; Εσύ ή εκείνοι;
Ποιος θα μας πει το κήρυγμα της περιπλάνησης στην έρημο;
«Δεν μπορέσαμε να σπάσουμε την πολιορκία.
Ας παραδώσουμε τα κλειδιά του παραδείσου μας
στον απόστολο της ειρήνης και… σωθήκαμε».
Η πραγματικότητα έχει δύο πρόσωπα.
Αυτή η «ιερή» ρητορική ήταν σπαθί υπέρ μας κι εναντίον μας.
Τόσον καιρό, το οχυρό μας τι το έκανες;
Φοβήθηκες μη γίνεις μάρτυρας, και δεν πολέμησες.
Ο θρόνος σου, το φέρετρό σου. Σήκωσε το φέρετρό σου
να διαφυλάξεις τον θρόνο σου, βασιλιά της Αναμονής.
Αυτή η φυγή μια χούφτα σκόνη θα μας κάνει.
Ποιος θα τις θάψει τις μέρες μας; Εσύ ή εκείνοι;
Ποιος θα υψώσει τις σημαίες τους στα τείχη μας;
Κάποιος απελπισμένος καβαλάρης ή εσύ;
Ποιος θα χτυπήσει τις καμπάνες της νίκης τους
στην αναχώρησή μας; Εσύ ή κάποιος άθλιος φρουρός;
Το παιχνίδι είναι στημένο.
Με λόγια πολλά το παρατείνεις, βασιλιά του Θανάτου. Γιατί;

ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΕΡΘΕΙ

Δεν έχει έρθει και δεν θα…, είπα.
Θα τη σχεδιάσω εκ νέου τη βραδιά λοιπόν
όπω5 αρμόζει στην απογοήτευσή μου και στην απουσία της.
Έσβησα τα κεριά που για εκείνη είχα ανάψει
και άναψα τα φώτα τα κανονικά.
Το ήπια το ποτήρι το κρασί της κι έπειτα το ‘σπασα
άλλαξα και τη μουσική — αντί για γρήγορο βιολί, έβαλα περσικά τραγούδια.
Είπα; δεν θα έρθει.

Θα λύσω την κομψή γραβάτα, κι έτσι
θα είμαι πιο χαλαρός.
Θα βάλω τις πιτζάμες μου τις μπλε,
θα περπατώ ξυπόλυτος, αν θέλω.
Θα κάτσω σταυροπόδι άνετα στον καναπέ όπου θα καθόταν,
θα την ξεχάσω και εκείνη κι όλα όσα λείπουν.
Ό,τι ετοίμασα για τη γιορτή μας το ξανάβαλα στη θέση του.
Άνοιξα όλα τα παράθυρα και τις κουρτίνες.

Κανένα μυστικό στο σώμα μου απόψε.
Μονάχα ό,τι περίμενα και έχασα…
Χλεύασα τον εαυτό μου που καθάριζα για κείνη τον αέρα,
τον ράντιζα λεμόνι με ροδόσταμο.
Δεν θα έρθει…
Την ορχιδέα θα μετακινήσω απ’ τα δεξιά στ’ αριστερά,
για να την τιμωρήσω που το ξέχασε.

Στον τοίχο τον καθρέφτη κάλυψα μ’ ένα σακάκι
να μην βλέπω την ακτινοβολία της εικόνας της και μετανιώσω.

Είπα; τέλος οι ερωτικοί στίχοι από αρχαία ποιήματα που έμαθα απέξω,
ούτε ένα ποίημα δεν της αξίζει έτσι κι αλλιώς, ούτε κλεμμένο καν…
Και την ξέχασα. Έφαγα όρθιος γρήγορα το φαγητό μου,
διάβασα από ένα σχολικό βιβλίο ένα κεφάλαιο για μακρινούς πλανήτες,
και, για να ξεχάσω αυτό που μου ‘κάνε,
έγραψα ένα ποίημα,
αυτό το ποίημα!

ΑΕΡΟΛΙΜΕΝΑΣ ΑΘΗΝΩΝ

Ο αερολιμένας Αθηνών μάς διαμοιράζει σε άλλα αεροδρόμια. Πού μπορώ ν’
αγωνιστώ; ρωτάει ο μαχητής. Πού μπορώ να ξεγεννήσω το παιδί σου; του
φωνάζει μια έγκυος. Πού μπορώ να επενδύσω τα λεφτά μου; ρωτάει ο υπάλληλος.
Αυτό δεν με αφορά, λέει ο διανοούμενος. Από πού ήρθατε; ρωτούν οι τελωνειακοί.
Κι εμείς απαντάμε; Από τη θάλασσα! Πού πηγαίνετε; Στη θάλασσα, απαντάμε.
Διεύθυνση; Μια γυναίκα από μάς Το χωριό μου είναι ο μπόγος στην πλάτη μου,
λέει. Περιμέναμε χρόνια στον αερολιμένα Αθηνών. Ένα παλικάρι παντρεύεται μια
κοπέλα, αλλά δεν έχουν πού να πάνε τη γαμήλια νύχτα τους. Ρωτάει: Πού μπορώ
να της πάρω την παρθενιά; Γελάμε και του λέμε: Νεαρέ, δεν είναι ώρα αυτή για
τέτοια ερώτηση. Ο αναλυτής λέει: Πεθαίνουν για να ζήσουν. Πεθαίνουν κατά
λάθος. Ο λόγιος λέει: Σίγουρα θα κατακτηθεί ο καταυλισμός μας. Τι θέλουν από
μας; Ο αερολιμένας Αθηνών άλλαζε αδιάκοπα κατοίκους. Αλλά εμείς γίναμε ένα
με τα παγκάκια στο αεροδρόμιο και περιμέναμε με ανυπομονησία τη θάλασσα. Πόσα
χρόνια, ω αερολιμένα Αθηνών!

Ο,ΤΙ ΔΙΝΕΙ ΑΞΙΑ ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΑΣ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ Σ’ ΑΥΤΗ ΤΗ ΓΗ

Σ’ αυτή τη γη έχουμε ό,τι δίνει αξία στη ζωή μας; τον δισταγμό του Απρίλη,
τη μυρωδιά του ψωμιού την αυγή, το φυλαχτό μιας γυναίκας στους άντρες,
τα έργα του Αισχύλου, τις απαρχές του έρωτα, το χορταράκι πάνω στην πέτρα,
τις μανάδες που ζουν με την ανάσα του νέυ και τον φόβο των εισβολέων
για τις μνήμες που τους καταδιώκουν.

Ό,τι δίνει αξία στη ζωή μας το έχουμε σ’ αυτή τη γη; τις τελευταίες μέρες
του Σεπτέμβρη, την ομορφιά της ώριμης γυναίκας, το ρολόι του ήλιου στη φυλακή,
τα σύννεφα που μιμούνται σμήνη πλασμάτων, τις ζητωκραυγές για εκείνους
που χαμογελούν στον θάνατο, τον τρόμο του δυνάστη για τα τραγούδια.

Ό,τι δίνει αξία στη ζωή μας το έχουμε σ’ αυτή τη γη; πάνω σ’ αυτή τη γη
έχουμε την Κυρά της, μητέρα κάθε αρχής, μητέρα κάθε τέλους. Τη λέγαν Παλαιστίνη.
Το όνομά της Παλαιστίνη έγινε κι αργότερα. Κυρά μου, επειδή είσαι η Κυρά μου,
έχει αξία η ζωή μου.

ΚΑΘΟΜΑΙ ΣΕ ΜΙΑ ΘΕΣΗ ΣΤΟ ΕΡΗΜΩΜΕΝΟ ΘΕΑΤΡΟ

Κάθομαι σε μια θέση στο ερημωμένο θέατρο
στη Βηρυτό. Μπορεί και να ξεχάσω, ίσως να θυμηθώ
την τελευταία πράξη. Δεν ανυπομονώ. Όχι για άλλον λόγο,
αλλά γιατί το έργο δεν γράφτηκε
με δεξιοτεχνία…
Χάος
όπως τις μέρες του πολέμου των απελπισμένων
και μια αυτοβιογραφία της παρόρμησης
των θεατών.
Έσκιζαν οι ηθοποιοί τα κείμενά τους
κι έψαχναν να βρουν τον συγγραφέα
ανάμεσα σ’ εμάς τους θεατές που καθόμασταν
στις θέσεις μας.
Λέω στον διπλανό μου, τον καλλιτέχνη; Μη βγάλεις όπλο
και περίμενε, εκτός κι αν είσαι εσύ ο συγγραφέας!
Όχι.
Έπειτα με ρωτάει αυτός; Εσύ; Μήπως εσύ είσαι ο συγγραφέας;
Όχι.
Καθόμαστε λοιπόν τρομαγμένοι. Λέω; Να είσαι ήρωας
ουδέτερος, για να ξεφύγεις από μοίρα προφανή.
Λέει; Κανένας ήρωας
δεν πεθαίνει με τιμές στη δεύτερη σκηνή.
Θα περιμένω τη συνέχεια. Μια πράξη θα μπορούσα ίσως
να την ξαναγράψω. Ίσως να διορθώσω
όσα έκανε το σίδερο στα αδέρφια μου.
Γυρίζω τότε και του λέω; Άρα, εσύ είσαι;
Εσύ κι εγώ, μου απαντά, είμαστε δύο συγγραφείς με προσωπεία
και δυο αυτόπτες μάρτυρες με προσωπεία.
Τι σχέση έχω εγώ μ’ αυτά; Εγώ είμαι θεατής, λέω
Δεν υπάρχουν θεατές στην πύλη της Κόλασης, μου λέει εκείνος.
Κανείς δεν είναι ουδέτερος εδώ.
Πρέπει εντέλει να διαλέξεις ρόλο.
Έχω χάσει την αρχή, του λέω. Πώς αρχίζει;

.

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΑΠΟ ΤΖΕΝΗ ΚΑΡΑΒΙΤΗ

Πολύ θα ήθελα σε αυτό το σύντομο σημείωμα να μιλήσω αποκλειστικά και μόνο για τον Μαχμούντ Νταρουίς και για την ποίησή του. Για τη μαγεία του ποιητικού και πεζογραφικού του έργου, το εύρος της θεματολογίας του, τη μεσογειακή ψυχή, την αραβική ψυχή, αλλά και για την οικουμενικότητα της γραφής του, το σαγηνευτικό και επίπονο ταξίδι της μετάφρασης των ποιημάτων της ανθολογίας στα ελληνικά.
Σαν Ερινύες με καταδιώκουν όμως τα λόγια από τον μονόλογο του Άμλετ στο ομώνυμο έργο του Σαίξπηρ: «Με την παράσταση θηλιά θα πιάσω τη συνείδηση του βασιλιά».* Για να βεβαιωθεί ο Άμλετ πως ο θείος του, ο βασιλιάς Κλαύδιος, δολοφόνησε τον πατέρα του Άμλετ και του πήρε τον θρόνο, στήνει ενώπιον του μια παράσταση-αναπαράσταση του φόνου. Με αυτόν τον τρόπο προσδοκά να αγγίξει την ένοχη συνείδηση του Κλαύδιου. Και το πετυχαίνει.
Ο Σαίξπηρ κατασκεύασε τον Άμλετ, μεταξύ άλλων, και για να δηλώσει πως «Κάτι είναι σάπιο στο βασίλειο της Δανίας**, ψυχαγωγώντας το κοινό του με την πρωταρχική σημασία της λέξης και αναλαμβάνοντας το μερίδιο της κοινωνικής και ηθικής ευθύνης που του αναλογούσε.
Τι σχέση έχουν όμως ο Σαίξπηρ και ο Άμλετ με την έκδοση αυτής της ανθολογίας; Φαίνεται πως κάποια σχέση έχουν, κατ’ αντιδιαστολή μάλλον. Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, σε αντίθεση με την εποχή του Σαίξπηρ, δεν χρειάζεται να κατασκευάσει κανείς θεατρικά έργα, να «στήσει μια παράσταση θηλιά για να πιάσει τη συνείδηση του βασιλιά». Δεν χρειάζεται να επιβεβαιώσουμε τίποτα — η αλήθεια έρχεται και μας βρίσκει μέσα από τα κινητά μας τηλέφωνα. Χάρη στο διαδίκτυο, για πρώτη φορά στην Ιστορία, ένας ολόκληρος λαός υπό κατοχή καταγράφει με τις κάμερες των κινητών και μεταδίδει σε όλον τον κόσμο την απανθρωποποίηση και τον αφανισμό του.
Οι προθέσεις των δυνάμεων κατοχής έχουν δηλωθεί σαφέστατα πριν από 76 χρόνια, και εξακολουθούν να δηλώνονται διά επισήμων εγγράφων και διά στόματος κυβερνητικών και στρατιωτικών στελεχών, και να υλοποιούνται μεθοδικά και συστηματικά. Η ιστορία είναι παλιά. Έχει τις ρίζες της στα τέλη του 1 9ου — αρχές του 20ού αιώνα και συνδέεται με την εφαρμογή ενός σιωνιστικού αποικιοκρατικού σχεδίου το οποίο αρνείται εντέλει το δικαίωμα του παλαιστινιακού λαού να υπάρχει.
Ο ποιητής Μαχμούντ Νταρουίς, ως Παλαιστίνιος, είναι τέκνο αυτής της ιστορίας. Γεννήθηκε το 1941 στο Al-Birwa της Παλαιστίνης. Στα έξι του χρόνια το 1947, η οικογένειά του εκδιώχθηκε μαζί με άλλους 750.000 Παλαιστίνιους, και κατέφυγε στον Λίβανο*** όπου έζησαν σε προσφυγικό καταυλισμό για έναν χρόνο. Όταν επέστρεψαν, το χωριό τους είχε ήδη ισοπεδωθεί και στη θέση του υπήρχε ένας ισραηλινός εποικισμός. Οι ισραηλινές αρχές κατοχής τούς απέδωσαν τον χαρακτηρισμό «present absentees», παρόντες δηλαδή αλλά χωρίς χαρτιά. Εγκαταστάθηκαν ο πρόσφυγες στο Deir al-Asad, στην περιοχή της Γαλιλαίας.
Στη συνέχεια, ο Νταρουίς έζησε για δέκα χρόνια στη Χάιφα, από όπου του απαγορεύτηκε να μετακινείται. Από το 1967 ως το 1970 μάλιστα τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό. Κάθε χρόνο τον συλλάμβαναν, χωρίς να του απαγγελθούν κατηγορίες και χωρίς να οδηγηθεί σε δίκη, και τον άφηναν ελεύθερο. Έφυγε το 1970. Σπούδασε, εργάστηκε και έζησε ως εξόριστος Παλαιστίνιος της διασποράς στη Μόσχα στο Κάϊρο, στη Βηρυτό, στην Τύνιδα και στο Παρίσι. Το 1996 του επετράπη να επιστρέφει στην πατρίδα του. Εγκαταστάθηκε στη Ραμάλα. Πέθανε το 2008, ηλικία 67 ετών, μετά από εγχείρηση ανοικτής καρδιάς, στην Αμερική.
Ο Μαχμούντ Νταρουίς έγραφε από μικρός. Εκτέθηκε στην ποίηση ακούγοντας τους παλιούς αραβικούς θρύλους που απήγγειλαν ο παππούς του και οι γείτονές του και τα τραγούδια ενός πλανόδιου τραγουδιστή που περνούσε από το χωριό του. Στην εφηβεία του συνελήφθη και φυλακίστηκε αρκετές φορές, επειδή ταξίδευε σε πόλεις και χωριά της κατεχόμενης Παλαιστίνης και απήγγειλε ποιήματα χωρίς άδεια από τις κατοχικές αρχές Καταδικασμένος να μην έχει ελεύθερη πατρίδα, ο Μαχμούντ Νταρουίς έκανε πατρίδα τη γλώσσα και τη γλώσσα πατρίδα.

Όλες τις λέξεις για το δικαστήριο του αίματος τις έμαθα,
για να παραβιάσω τους κανόνες.
Τις έμαθα και τις διέλυσα
για να συνθέσω μία και μοναδική: πατρίδα.****

Εκτοπισμός, απώλεια, εξορία, αντίσταση, έρωτα5, ζωή, θάνατος, απουσία, μνήμη, γη, πατρίδα, φύση. Με αυτά και με πολύ περισσότερα μας φέρνει σε επαφή η ποίηση του εμβληματικού Άραβα ποιητή, ο οποίος, για να κατασκευάσει το συγγραφικό του σύμπαν, εκτός από το προσωπικό του βίωμα, αντλεί από τη βαθιά του γνώση των Γραφών, της κλασικής αραβικής λογοτεχνίας, της αραβικής ισλαμικής ιστορίας, της ελληνικής και ρωμαϊκής μυθολογίας.
Πάνω από όλα, όμως, μας φέρνει σε επαφή με τον ίδιο μας τον εαυτό, με ό,τι πολυτιμότερο κρύβεται στα μύχιά μας. Και, κατά κάποιον τρόπο, με το έργο του στήνει και αυτός, όπως ο Σαίξπηρ, «μια παράσταση θηλιά, για να πιάσει τη συνείδηση του βασιλιά». Επειδή κάτι ήταν και εξακολουθεί να είναι «σάπιο στο βασίλειο της Δανίας».
Θέλω να εκφράσω τις πιο θερμές μου ευχαριστίες στον Ισμάτ Σάμπρι για τη σχολαστική αντιπαραβολή δώδεκα ποιημάτων αυτής της ανθολογίας με το αραβικό πρωτότυπο, όταν τα μετέφρασα από τα αγγλικά για πρώτη φορά το 2010.*****
Στην παρούσα, δίγλωσση έκδοση παρουσιάζονται ξαναδουλεμένα. Ευχαριστώ επίσης ολόψυχα τον Ρόνι Μπου Σάμπα, όχι μόνο για τη συνολική θεώρηση της μετάφρασης αλλά και για το πάθος με το οποίο αγκάλιασε την ιδέα αυτής της έκδοσης και φρόντισε να υλοποιηθεί.

.