Το Σάββατο 30 Σεπτεμβρίου η Εταιρία Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης υποδέχτηκε Κύπριους ποιητές της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου και σε μια όμορφη εκδήλωση διάβασαν ποιήματα τους οι: Μελέτης Αποστολίδης, Λεωνίδας Γαλάζης, Αλεξάνδρα Γαλανού, Ιωσήφ Ιωσηφίδης,Αγγέλα Καϊμακλιώτη, Γιώργος Καλοζώης,Νόρα Νατζαριάν και Νάσα Παταπίου.
Η εκδήλωση ξεκίνησε με καλοσώρισμα από τον Πρόεδρο της ΕΛΘ Ηλία Κουτσούκο και χαιρετισμό από τον Πρόεδρο της ΕΛΚ Λεωνίδα Γαλάζη.
Gepostet von Nicos Euthimiou am Sonntag, 1. Oktober 2017
Την εκδήλωση χαιρέτισε και ο Πρόξενος της Κύπρου στη Θεσσαλονίκη Αντώνης Μαδρίτης.
Ο Ανδρέας Καρακόκκινος που συντόνιζε την εκδήλωση έκανε σύντομη αναφορά στην ποιητική διαδρομή των φιλοξενουμένων και ακολπύθησε η ανάγνωση των ποιημάτων από τους ιδίους.
Μελέτης Αποστολίδης
ΠΩΣ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΔΙΑΛΕΞΕΙ;
Τι να πάρει,, τι ν’ αφήσει
την ώρα του ξεριζωμού;
Τα τύλιξε όλα στο δυνατό μεταξωτό της δίχτυ
— τα δίπλωσε,
τα ξαναδίπλωσε
ώσπου ’γιναν
ένα περίτεχνο μεταξωτό κέντημα
και τα πήρε όλα μαζί της:
σπίτι, αυλή, δέντρα, ανθρώπους.
«Το μαντίλι των αρραβώνων μου»,
είπε μια μέρα
και μου το παρέδωσε.
Κι εγώ το κρέμασα προσεκτικά:
παράθυρο στον τοίχο
της μονοσήμαντης καθημερινότητάς μου.
Αν τύχει και το πλησιάσεις,
μπορεί και ν’ ακούσεις
φωνές, μουσικές, ιστορίες.
Αν πάλι είσαι τυχερός
και σ’ εμπιστευθεί,
μπορεί και να σ’ αφήσει
να μπεις στην αυλή των θαυμάτων
που κρύβει μέσα του.
Λεωνίδας Γαλάζης
ΣΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ
Εκείνοι που βυθίστηκαν
στο κράτος της σιωπής
κοιμούνται στον βυθό της φορτωμένοι
με σπάνια πετρώματα κι άνθους της τρικυμίας.
Τα όνειρά τους ταξιδεύουν
στις αποικίες των κοραλλιών
κι ανθίζουν στο σκοτάδι
των οιδημάτων άστρα.
Στ’ άγρυπνα βάθη του ύπνου τους
να λουλουδίσουν τα καρφιά
τα χελιδόνια να κρυφτούν
από τις μαύρες συμφορές αποδιωγμένα.
Αλεξάνδρα Γαλανού
ΠΗΝΕΛΟΠΕΣ
Οι Πηνελόπες
πέταξαν τους αργαλειούς στη θάλασσα.
Δεν υφαίνουν πια
ούτε κεντούν τα βράδια.
Κατεβαίνουν στον κήπο από το παράθυρο.
Ανοίγουν την καγκελόπορτα,
προχωρούν στην παραλία.
Κάθονται σε μπαράκια σκοτεινά,
ανοιγοκλείνουν τα μάτια και χαμογελούν
ενώ οι ναύτες τραγουδούν το «Μαραμπού».
Οι μνηστήρες, απ’ ό,τι λένε, βαρέθηκαν
τα γλέντια κι έφυγαν.
Όσο για τον Οδυσσέα,
αυτός ακόμη ταξιδεύει.
Ιωσήφ Ιωσηφίδης
Η ΑΡΙΑΔΝΗ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ
Αναθεματίζεις τη μοναξιά σου, μα δες,
την Αριάδνη δες, που ξέχασε ο Θησέας
κι ας τον διέσωσε, ας τον έστησε ήρωα,
ας τον ακολούθησε τυφλά, δίχως μίτο,
για χάρη ας πέταξε το στέμμα της Κνωσού.
Σπαράζεις; Η Αριάδνη πιο πολύ από σένα,
παρατημένη στις αιχμηρές ακτές της Νάξου,
όχι σε πέλαγος πνιγμένη μα σε στεριά.
Μα ήρθε ο Διόνυσος να την πάει στην Κύπρο,
η αύρα να της ανοίξει τα βαριά ματόκλαδα,
ο ήλιος να της ροδίζει τα μάγουλα άδοντας:
Ποταμός ρέω στη θάλασσα σου,
δρόσος στη φυλλωσιά σου,
μαζί κι οι δυο ένας ναΐσκος,
ήλιος με φεγγάρι, ένας δίσκος.
Μην κλαις. Ο φλοίσβος θωπεύει την ελπίδα,
ο νέος έρως ελαύνει νεκτάριος λυτρωτής.
Αν δεν μπορεί να σου χαρίσει την ευτυχία,
τουλάχιστο σε φυγαδεύει απ’ τη δυστυχία.
Αγγέλα Καϊμακλιώτη
Θ
Χάρη στην κεντητή της ζώνη,
θάμπωνε τους θνητούς
και τους αθάνατους
η Κύπριδα
Το Θέλγητρον
την καθιστούσε ποθητή
Η θελκτική της ικανότητα
το σώμα το αειθαλές,
το θηλυκό της θάμπος
Θαλασσογέννητη
Θαλασσοκράτειρα
Θαλασσοπούλι
Όχι Θεά
Μια θαλπωρή για τους θνητούς
στο θολοσκέπαστο θαλάμι
Μια θαρραλέα θεατρίνα
Θήλυ και θήκη και θηλή
Θνητή που νίκησε το θάνατο
την κάθειρξη και τη θλιβή
θάλλοντας στην αθανασία
Γιώργος Καλοζώης
ΤΑ ΔΥΟ ΑΔΕΛΦΙΑ
Πάρτε τα υπνοφάρμακά
σας και ξαπλώστε
προσέξτε όμως μην πέσετε
γιατί το κρεβάτι σας
στέκεται στην άκρη ενός
αβυσσαλέου γκρεμού
θα το είχατε καταλάβει
όταν βγάλατε τις παντόφλες
σας κι εκείνες κατρακύλησαν
στο ιλιγγιώδες κενό
Πάρτε τα υπνοφάρμακά
σας για να μπορέσετε
ν’ αντέξετε αυτό που θα
δείτε πάνω στο σώμα σας
δε θα ’ναι το κατακόκκινο
που χύθηκε μανικιούρ
Πάρτε τα υπνοφάρμακά
σας και χτυπήστε το
κουδούνι του ονείρου
ένας λύκος θα σας ανοίξει
μια αλεπού με ποδιά θα
σας ρωτήσει τι θέλετε
να σας κεράσει
μια αρκούδα θα κάθεται
δίπλα σας στον καναπέ
ένα λιοντάρι απέναντι σας
θα σας ρωτήσει τι γνώμη
έχετε για το χρηματιστήριο
για τις βιομηχανίες των
αλλαντικών
ένας ιπποπόταμος βγαίνοντας
από την εσωτερική πισίνα
θα σας ζητήσει να του δώσετε
την πετσέτα του
μπαμπουίνοι στην κουζίνα
θα ρίχνουν πασιέντσες στο
τραπέζι για να δουν ποιος
θα πεθάνει σήμερα
μια ύαινα θα βουρτσίζει τα
δόντια της στο μπάνιο
ένα όρνιο θα στέκεται
πάνω στη βιβλιοθήκη
με τεντωμένο λαιμό
κι εσείς θ’ αναρωτιέστε
μα τι γυρεύω εδώ
Αυτά θα συμβαίνουν ενώ
θα κοιμάστε κι εντούτοις
δε θα κοιμάστε θα σας
ενοχλεί το ροχαλητό σας
θα σκουντάτε τον εαυτό
σας να γυρίσει πλευρό
θα φωνάζετε για βοήθεια
αλλά το Γκόλεμ τρελάθηκε
κι ο σοφός ραβίνος Λεβ
θα εμφανιστεί για να
συζητήσετε για την Τορά
κι εσείς θα τον παρακαλέσετε
βοηθήστε με
με τη σοφία σας να μην έχω
μέσα μου τόσο πολύ χάος
να μην ακροπατώ συνέχεια
τον ένα μετά τον άλλο
τον μεγαλύτερο γκρεμό
(Λόγω εκτάκτου κωλύματος τα ποιήματα διαβάστηκαν από τη Νάσα Παταπίου)
Νόρα Nαντζαριάν
GAR OU CHGAR (ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑ ΚΑΙΡΟ)
Ξαναπές μου εκεινό το παραμύθι, πατέρα.
Τό παραμύθι για την ακρωτηριασμένη χώρα
και τα όνειρα της που εξοντώθηκαν.
Για την εκκλησία που έκλαψε,
την αλήθεια που κατηγορήθηκε πως έλεγε ψέματα,
τις φωνές που ξεσχίστηκαν σαν άκρα του σώματος.
Πες μου για την χώρα όπου δεν γεννηθήκαμε
αλλά που εκεί πεθαίνουμε κάθε μέρα της ζωής μας.
Πες μου για άλλη μιά φορά
γιατί οι Αρμένικες ιστορίες ειναι τόσο θλιβερές
και γιατί υπάρχουν τόσα πολλά γράμματα που σε πνίγουν
όταν οι λέξεις σου σβήνουν και τα χείλη σου τρέμουν.
Πες μου πόσο θα ήθελες να μην υπάρχουν όλα αυτά,
αλλά υπάρχουν. Και δεν είναι παραμύθι
Είναι η ιστορία μας.
Gar ou chgar.
Υπήρχε μια φορά, και δεν υπήρχε.
Είναι τόσο πολύ πιο εύκολο ν’ αρχίσει κανείς
‘Μια φορά κι εναν καιρό’ και να τελειώσει ‘ …αυτοί καλύτερα’.
Αλλά τίποτα δεν είναι εύκολο στα παραμύθια που μου λες.
Νάσα Παταπίου
ΓΕΝΕΘΛΙΑ ΠΟΛΗ
Γνωρίζω τους δρόμους
Ακόμα την ανάσα τους
Μιλώ για τη Λευκοθέα
Τη Λευκωσία εννοώ
Τη Φωτολάμπουσα
Περιδιαβάζοντάς σε
Η ιστορία σου
Με εξυψώνει
Στις παρειές του ονείρου
Νύχτα ασέληνη
Μα η πόλη
Intra muros
Από των γιασεμιών
Την όραση
Έλα
Αενάως είμαι
Για σένα
Παραμένω
Μόνον για σένα
Έφηβη
Ταπεινά και τρυφερά
Σχεδόν λιποθυμώ
Από αγάπη
Και σου λέω
Πως με τραβά
Μια έλξη μακρύμισχη
Και με οδηγεί
Στους δρόμους
Της γενέθλιάς σου πόλης
Έτσι σαν πάρω
Το άρωμά σου
Γίνομαι χήνα
Γίνομαι αγριόχηνα
Αίσθημα δύναμης
Με εκτοξεύει στους ουρανούς
Σε δυσθεώρητα ύψη
Κατοικώ
Κι από ψηλά
Αγναντεύοντας
Σε χαιρετώ
Κάτω στην πόλη σου
Τη Λευκωσία
Η εκδήλωση έκλεισε με ανταλλαγή δώρων
Ευχαριστούμε το Νίκο Ευθυμίου για τις φωτογραφίες και το video