Στίχοι: Brendan Behan
Μετάφραση: Βασίλης Ρώτας – Βούλα Δαμιανάκου
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Τραγούδι: Μαρία Φαραντούρη
Το Σεπτέμβριο θυμάμαι
Το Σεπτέμβριο θυμάμαι όταν άδειαζαν οι πάγκοι
κι έπαψ’ ή βουή του κόσμου, πήγαν τα παιδιά για τσάι.
Άσε μας θεέ ψηλά, να θυμόμαστε τ’ απλά
τώρα που έχουν πια πεθάνει
όλοι που μας αγαπάνε, λοχαγοί και βασιλιάδες.
Πέρα στην παλιά μας Κύπρο και στην Κένυα την καημένη
όλοι εκεί βασανισμένοι μαύροι κι άσπροι από τους άσπρους.
Και στα ξωτικά τα μέρη κι όπου ρίξουμε το μάτι
το κουδούνι του σχολείου στο μισό Μπέλφαστ σημαίνει
κι αχ, ή Αγγλία μας ή καημένη, λοχαγοί και βασιλιάδες.
Σκόνταψα σ’ ένα βραχνά μου και στο πάρκο κει του Ουΐνδσορ,
τι θαρρείτε κει πώς ηύρα, περπατώντας στο σκοτάδι;
Μισοδαγκωμένο μήλο και το πιο αστείο απ’ όλα
χαραγμένα πέντε δόντια
πέντε δόντια από παιδάκι, λοχαγοί και βασιλιάδες.
Θα σου στείλω μάνα
Θα σου στείλω μάνα, θα σου στείλω μάνα,
ένα κουτί με σπίρτα,
ένα κουτί με σπίρτα,
ένα κουτί με σπίρτα από την Ιρλανδία.
Ένας τοκογλύφος,
τοκογλύφος σκούζει
«φτάσε χάρε, πάρε με,
φτάσε χάρε, πάρε με,
πάρε με,
ένας Άγγλος μου’ φαγε τα βόλια».
Θα σου στείλω μάνα, θα σου στείλω μάνα,
ένα κουτί με σπίρτα,
ένα κουτί με σπίρτα,
ένα κουτί με σπίρτα από την Ιρλανδία.
Άνοιξε λίγο το παράθυρο
Άνοιξε σιγά την πόρτα
Κλείσ’ τη για να μην τραβάει
όλη τη ζωή μου χύνω δάκρυα, δάκρυα
το στόμα μου δεν ξέρει να γελάει
Άνοιξε λίγο το παράθυρο
Κι ασ’ το φυρό για το Χριστό,
Έμπα και κάτσε κι ύστερα
θα σου το πω το μυστικό
Μόν’ μια φορά σαν έπεσε η εικόνα
κι άφησε τη γριά τη βάβω μου ξερή
κει που `λεγε παλιό ιρλανδέζικο τραγούδι
πως πούλησαν προδότες τον οδηγητή
Άνοιξε λίγο το παράθυρο
κι άσ’ το φυρό για το Χριστό
Έμπα και κάτσε κι ύστερα
θα σου το πω το μυστικό
Από τους μπάσταρδους τους ξένους
κρύψε, καλή μου, το χάλι σου
εμείς λιοντάρι και λυκόρνιο
και ρόδο στο κεφάλι σου
Άνοιξε λίγο το παράθυρο
κι άσ’ το φυρό για το Χριστό
Έμπα και κάτσε κι ύστερα
θα σου το πω το μυστικό
Της κόλασης καμπάνες
Της κόλασης καμπάνες
για σας, όχι για μένα
Ω θάνατέ μου έλα
πού είν’ η ελπίδα γκλιν γκλαν γκλιν
πού να ναι τάφε η νίκη σου
Αν δεις τον εργολάβο,
αν δεις τον οδηγό
να πιειτε μια απ’ ότι έμεινε
τώρα σας χαιρετώ
Ποιος δε μιλά για τη λαμπρή
Ποιος δε μιλά για τη λαμπρή
γιορτή ξανανιωμού,
πάν τα παιδιά στον πόλεμο
και παν του σκοτωμού.
Με θάρρος οι τρανές καρδιές
έπιασαν τα στενά,
ψηλά η σημαία ανέμιζε
η αντάρτισσα μπροστά.
Δέκα χιλιάδες φτάσανε
χακένιοι ταxτικοί
για να σκοτώσουν τα παιδιά
μα μείναν εδ’ εκεί.
Με πολυβόλα κι άρματα
κανόνια τους σωρό,
κανένας τους δε γύρισε,
δε φταίμε εμείς για αυτό.
Ένας με δέκα, ημέρες εξ,
κρατήσαμε γερά
και δεν περάσαν τις γραμμές,
μ’ όλα τους τα πυρά.
Μας ρίξαν και φαρμακερά
αέρια και καπνούς,
μας κάψαν την πρωτεύουσα
ωσάν τους Γερμανούς.
Σκοτώσαν τους ηγέτες μας
χωρίς απολογιά τους,
γυναίκες μας, μικρά παιδιά
στα γόνατα μπροστά τους.
Τους τάφους άνοιγαν κρυφά
και θάβαν τους νεκρούς,
δεν πιάσαν ούτε σκότωσαν
αντάρτες μας πιστούς.
Ποιος δε μιλά για τη λαμπρή
γιορτή ξανανιωμού,
πάν τα παιδιά στον πόλεμο
και παν του σκοτωμού.
Θα σου δώσω ένα τόπι χρυσό
Θα σου δώσω ένα τόπι χρυσό
για να παίζεις στο χολ με παιδιά
αν με πάρεις, με πάρεις, με πάρεις
να `μαι ταίρι σου πια.
Θα σου δώσω τα κλειδιά της καρδιάς μου
και τα χρήματα όσα κι αν έχω,
αν με πάρεις, μ πάρεις, με πάρεις
να `μαι ταίρι σου πια.
Θα σου δώσω ρολόι με καδένα
να το δείχνεις κρυφά στα παιδιά
αν με πάρεις, με πάρεις, με πάρεις
να `μαι ταίρι σου πια.
Θ σου δώσω χρυσάφι, χρυσάφι
να γεμίζεις τις χούφτες φλωριά
αν με πάρεις, με πάρεις, με πάρεις
ταίρι να `μαστε πια
Θα σου φτιάξω μια πίτα με κρέας
θα σε κρύψω ως να φύγουν οι μάγκες
αν με πάρεις, με πάριες με πάρεις
ταίρι να `μαστε πια.
Όμως πρώτα να δούμε αν ταιριάζουμε,
αν ταιριάζουμε οι δυο μας σωστά.
Αγία Γραφή
Διαβάζεις την Αγία Γραφή, χρυσές σελίδες.
Διαβάζεις λόγια ωραία που μιλάν για αγάπη.
Διαβάζεις και για τον Πλάτωνα, όλους τους σοφούς
που λεν για ελπίδα, για χαρά, για αγάπη, για ειρήνη.
Μα αυτά λέω σαν ανόητα τα νιώθει ο νους,
σα να λένε για λεπρούς ή για νεράιδες.
Αλλά το ξέρεις όταν άνθρωπο χρειαστείς,
πως σαν τον εαυτό σου εσέ δε σ’ αγαπάει κανείς.
Επάσχισα κι εγώ να γίνω κάποιος.
Στα δεκατρία εδούλεψα καλά στο τραμ,
μα κι αν δεν έγινα γιατρός, στρατιωτικός,
τον βασιλιά τον υπηρέτησα πιστά,
ποτέ στους χαλεπούς καιρούς δεν πρόδωσα.
Ούτε όταν οι Άγγλοι τα `καναν σμπαράλια εδώ.
Κι όταν γίναμε γίναμε ανεξάρτητοι ήμουν νομιμόφρων,
μα σαν τον εαυτό σου εσέ δε σ’ αγαπάει κανείς.
Πράγματι τους μικρούς εμάς της μεσαίας τάξεως
μας φέρνουν γύρω σαν καφέδες σ’ αγρυπνία,
οι υπάλληλοι μας έχουν σαν γαϊδούρια στη σειρά,
μας κοροϊδεύει ο όχλος όταν προσπαθούμε
να `χουμε τρόπους, να μιλάμε καθαρεύουσα.
Έτσι ούτε σύλλογο έχουμε και είναι να μας κλαις.
Μα μόνο τούτο ξέρουμε καλά και εμείς,
πως σαν τον εαυτό σου εσέ δε σ’ αγαπάει κανείς.
Είμαι Άγγλος νιος και τυχερός
Είμ’ Άγγλος νιος και τυχερός
θέλω τον βασιλιά
κι ας ακριβαίνουν τον καπνό,
φτάνει που με ρωτάν.
Την γριά Αγγλία την αγαπώ
από δύση σ’ ανατολή,
απ’ τον Ιορδάνη ποταμό
ως του Άτλα την ακτή.
Την γριά Αγγλία όπου κι αν βρεθώ
την έχω στην καρδιά,
μόνο αυτούς τους νέγρους
να έδιωχνα έξω με μια κλωτσιά.
Λατρεύω το Σωτήρα μου
Λατρεύω το Σωτήρα μου
τον Πλάστη μου αγαπώ,
στην κόλαση είν’ η θέση
για τον οξαποδώ.
Και λέω στον Mr Dalles
παρακαλώ πολύ
για μια μεγάλη χάρη,
αχ όχι αστεία με το φεγγάρι.
Είμαι μικρούλα Χριστιανή
στα πόδια μου άσπρο χιόνι,
καθημερνά προσεύχομαι
για της Λαμπρής τ’ αρνί.
Φωνάζω στον Mack Milan
που μοιάζει μανιτάρι
για μια μεγάλη χάρη,
αχ όχι αστεία με το φεγγάρι.
Θες να ζεις από τις γυναίκες
Θες να ζεις απ’ τις γυναίκες
και ποτέ να μη δουλεύεις;
Να’ σαι σωματέμπορος;
Ναι, τη μαύρη μ’ αλήθεια, θέλω.
Θες να στέκεις στο Σόχο
να ’σαι Γουέστ Εντ νταβατζής;
Καλοπέραση γουστάρω
και γι’ αυτό να γίνω ευθύς.
Τα πορνόφυλλα διαβάζεις
και γι’ ανθρώπους σαν κι αυτούς;
Που λεν για ασέλγειες και για φόνους.
Δε μου λες, μου τα χαρίζεις;
Ναι, μ’ αρέσει νταβατζής
να βαλθώ με τα σωστά μου
να πιάσω εγγλέζικο παρά
που ’χει πέραση παντού.
Γιε μου, γεια, κι ο Θεός μαζί σου
πρωί βράδυ προσευχή
και στέλνε στη μητέρα σου
ένα κάλπικο φλουρί.
Ήταν 18 Νοέμβρη
Ήταν 18 Νοέμβρη
πέρα στο Μακρούν μπροστά
φτάσαν ταχτικοί χακένιοι
με τα μεταγωγικά.
Τα παιδιά τούς καρτερούσαν
του στρατού λαΐκού
και με τις χειροβομβίδες
τούς εκάναν τ’ αλατιού.
Τη μάνα σου μην την πετροβολάς
Δεν έχει θέση η Γη παρά για τη ζωή
δεν έχει θέση όπου κι αν πας.
δεν έχει θέση η Γη παρά για τη ζωή
σ’ το λέω και νιώσ’ το αν μ’ αγαπάς.
Τη μάνα σου μην την πετροβολάς
όταν πεθάνει, αυτό θα σε πονάει
Τη μάνα σου μην την πετροβολάς
κάλλιο ο πατέρας σου πετριές ας φάει.
Ακούσλα ταίρι μου
Δεν έχει η γη κι ο κόσμος θέση σαν κι αυτή
ανάμεσα σε μας τους δυο.
Δεν έχει η γη κι ο κόσμος θέση σαν κι αυτή
Ακούσλα ταίρι μου χρυσό.
Δεν παίρνει εδώ κανείς
Δεν παίρνει εδώ κανείς
τη θέση της μητέρας
για να του δώσει
ένα φιλί γλυκό για μένα.
Το γελαστό παιδί
Ήταν πρωί του Αυγούστου κοντά στη ροδαυγή
βγήκα να πάρω αέρα στην ανθισμένη γη
βλέπω μια κόρη κλαίει σπαραχτικά θρηνεί
σπάσε καρδιά μου εχάθη το γελαστό παιδί
Είχεν αντρεία και θάρρος και αιώνια θα θρηνώ
το πηδηχτό του βήμα το γέλιο το γλυκό
ανάθεμα την ώρα κατάρα τη στιγμή
σκοτώσαν οι εχθροί μας το γελαστό παιδί
Μον’ να ταν σκοτωμένο στου αρχηγού το πλάι
και μόνον από βόλι Εγγλέζου να χε πάει
κι από απεργία πείνας μέσα στη φυλακή
θα ταν τιμή μου που ‘χασα το γελαστό παιδί
Βασιλικιά μου αγάπη μ’ αγάπη θα στο λέω
για το ό,τι έκανες αιώνια θα σε κλαίω
γιατί όλους τους εχθρούς μας θα ξέκανες εσύ
δόξα τιμή στ’ αξέχαστο γελαστό παιδί
Brendan Behan
Ο Μπρένταν Μπίαν (1923 – 1964), ποιητής, μυθιστοριογράφος, θεατρικός συγγραφέας και διηγηματογράφος, αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους Ιρλανδούς θεατρικούς συγγραφείς, με ιδιαίτερη θέση ανάμεσα σ’ εκείνους που στα έργα τους ακολουθούσαν τις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις στη χώρα τους (Conor Mc Pherson, Brian Friel, Martin Mc Donagh), μιας χώρας το θέατρο της οποίας παραμένει χώρος έκθεσης των προβλημάτων της και εξωτερίκευσης του συσσωρευμένου της θυμού για όσα υπέστη.
Άνθρωπος γεμάτος ένταση και ορμή, με ασυμβίβαστη ιδιοσυγκρασία, με μια μόνιμα στραβομουτσουνιασμένη έκφραση κι ένα μπουκάλι στο χέρι (που άλλωστε τον πέθανε στην ηλικία των 41), συμμετείχε στον απελευθερωτικό αγώνα του ιρλανδικού λαού κατά των Βρετανών, με συνέπεια να συλληφθεί και να καταδικαστεί σε φυλάκιση 9 ετών. Όπως είναι γνωστό οι Βρετανοί αποχώρησαν το 1922, ύστερα από 700 χρόνια, ξεχνώντας να παραδώσουν το [πλουσιότερο] 1/6 της χώρας στα βόρεια, με αποτέλεσμα τη συνέχιση του αγώνα των Ιρλανδών.
Το ένθερμο επαναστατικό του θέατρο συνδυάζεται εδώ ιδανικά με την αποστασιοποιημένη μπρεχτική θάμπωση, τον ρεαλιστικό λυρισμό, την καμπαρέ αισθητική, μια εξπρεσιονιστική σωματικότητα. Στη μικρή σκηνή δεν υπάρχει κέντρο και απόκεντρο – σε κάθε της σημείο μπορεί να κορυφώνονται τα μικροδράματα των χαρακτήρων. Το κείμενο ανθίζει και διανθίζεται με τα τραγούδια, που ερμηνεύονται από τους ηθοποιούς πολυφωνικά, a capella ή με τη συνοδεία οργάνων, τα οποία παίζουν οι ίδιοι επί σκηνής. Ένα τραγούδι μπορεί να ταιριάξει παντού, να συνεχίσει μετά την τελευταία λέξη μιας φράσης, να ξεκινήσει την πρώτη της επόμενης, να συνοψίσει την ιστορία ή να της δώσει μια νέα εικόνα.
“Στις αυτοβιογραφικές του νουβέλες «Στο σωφρονιστήριο» (1958) και «Εξομολόγηση ενός Ιρλανδού επαναστάτη» που δημοσιεύτηκε το 1965, ένα χρόνο μετά το θάνατό του, ο Μπίαν περιέγραψε τη συμμετοχή του στην παράνομη δράση των Ιρλανδών επαναστατών κατά τη δεκαετία του 1930 και την ιδιαίτερη σκληρότητα των αγγλικών στρατευμάτων απέναντι στο λαό της Ιρλανδίας. Στα έργα του περιγράφει ακόμη με ιδιαίτερο ρεαλισμό τη ζωή στις αγγλικές φυλακές, όπου έζησε περίπου εννέα χρόνια καταδικασμένος για τη συμμετοχή του στο απελευθερωτικό κίνημα.”
Ένας όμηρος: το έργο
Ένας νεαρός Άγγλος στρατιώτης κρατείται όμηρος σ’ ένα πορνείο του Δουβλίνου για αντίποινα ενός φυλακισμένου του IRA που θα απαγχονιστεί σε μια φυλακή του Μπέλφαστ. Ο όμηρος ερωτεύεται μια Ιρλανδέζα υπηρέτρια του πορνείου, αλλά ο θάνατός του θα βάλει τέλος στην πορεία, στον έρωτα, στη ζωή…
Έργο που – σύμφωνα με το μεταφραστή του στα ελληνικά Βασίλη Ρώτα – παρουσιάζει το μαχητικό προοδευτικό πνεύμα, καθώς μπερδεύεται μέσα στα εγκατεστημένα δίχτυα της αντίδρασης και θυσιάζεται και στιγματίζει την εθνικιστική παραφροσύνη και τον θρησκευτικό φανατισμό που απαιτούν στο βωμό τους ένα αθώο θύμα. Ο όμηρος ζει, ερωτεύεται και πεθαίνει σ’ ένα χώρο όπου συνυπάρχουν βωμολοχίες, υπόκωφοι ύμνοι, άγρια γέλια και απελπισία. Μεγαλοψυχία και συμπόνια έχουν θέση μόνο στα μέλη ενός περιπλανώμενου music hall, που αναμιγνύονται στη δράση… Οι μπρεχτικές επιδράσεις είναι φανερές στη δομή του έργου, στη δράση του, ακόμα και στις προσφωνήσεις του προς το κοινό, τις οποίες χρησιμοποιεί ο συγγραφέας…
Μίνως Αργυράκης
Από το πρόγραμμα της παράστασης στο Θέατρο Μετάλλιο (1965)