ΑΝΝΑ ΚΑΚΟΥΛΛΗ

Η Άννα Κακουλλή γεννήθηκε στη Λευκωσία. Μεταξύ το 1983-1990, σπούδασε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών Μόσχας “Σούρικωφ”, απ’ όπου απεφοίτησε με μεταπτυχιακό τίτλο στη Ζωγραφική και τη Μνημειακή Ζωγραφική. Μέχρι στιγμής πραγματοποίησε έξι ατομικές εκθέσεις στη Λευκωσία, μία στη Λάρνακα, ενώ δουλειά της έχει εκθέσει και σε Αθήνα, Φιλανδία και Νέα Υόρκη. Έχει επίσης λάβει μέρος σε ομαδικές εκθέσεις σε Κύπρο, Ελλάδα και Γαλλία.
Τα τελευταία χρόνια συγχρόνως με τη ζωγραφική αφιερώθηκε και στη γραφή.
Διηγήματα της έχουν δημοσιευτεί σε συλλογικούς τόμους.

.

.

ΠΑΡΑΛΛΗΛΕΣ ΖΩΕΣ (2015)

Στο βιβλίο της Παράλληλες ζωές η Άννα Κακουλλή περιγράφει τη ζωή τριών γυναικών, της Χλόης, της Μαρίας και της Αλίνας που τα συναισθήματα τους τις οδηγούν σε παράλληλες ζωές.

Αποσπάσματα

Δημιουργική διάθεση

Ενώ έπληττα, νιώθοντας τύψεις που περνούν οι ημέρες μου χωρίς να κάνω τίποτα, χάζευα αφηρημένα ένα κομμάτι καμένο χαρτί που ξέμεινε ποιος ξέρει από πότε σε μια γωνιά της κουζίνας. Φυσικά ξέρω πως αν άκουγε κάποιος τη σκέψη μου, σίγουρα θα διαμαρτυρόταν. Μόνο εγώ ξέρω ποιο είναι αυτό το τίποτα. Τίποτα είναι οτιδήποτε δεν έχει να κάνει με ζωγραφική. Δεν ζωγραφίζω, άρα χάνω τον καιρό μου, άρα συγχύζομαι, πανικοβάλλομαι και ψυχοπλακώνομαι.
Πιάνω το καμένο χαρτί στο χέρι και το μελετώ. Η καθαρή άσπρη και σταθερή επιφάνεια, σ’ αντίθεση με την καμένη και τρύπια. Αφήνομαι στη μαγεία αυτής της εικόνας. Βρίσκω μια πένα στο συρτάρι κι αρχίζο3 να τραβο5 γραμμές. Ψάχνω τα ντουλάπια, μαζεύω ό,τι παλιόχαρτο βρίσκω μπροστά μου. Τα βάζω στο τραπεζάκι μου δίπλα στο υπολογιστή. Τρέχω στο διπλανό περίπτερο κι αγοράζω κεριά.
Ανάβω το κερί και παίρνω το πρώτο χαρτί. Το μεταφέρω σε σταθερούς κύκλους πάνω στη φλόγα Τέλεια. Παίρνω το επόμενο. Αλλάζω κίνηση. Αυτό είναι πιο λεπτό και παίρνει φωτιά. Το ρίχνω στο πάτωμα και το πατώ για να σβήσει. Κοιτάζω το παπούτσι μου, ευτυχώς δεν έχει καεί η σόλα. Συνεχίζω με τα υπόλοιπα χαρτιά. Το κάθε χαρτί ανάλογα με το πάχος του αντιδρά διαφορετικά. Όταν τελειώνω, τα τοποθετώ ένα ένα στο πάτωμα. Ξεχωρίζω τα τρύπια. Αυτά πρέπει να κολληθούν σε χρωματιστό χαρτί. Ανοίγω όλα τα ντουλάπια χωρίς να ξέρω τι ψάχνω. Χαμογελώ. Ένα χοντρό ρολό με καφέ
χαρτί περιτυλίγματος. Να δούμε από πότε είναι εκεί. Τώρα πια τα χαρτιά περιτυλίγματος είναι μικρά και πολύχρωμα.
Ταιριάζει τέλεια. Αυτό το συγκεκριμένο καφέ μοιάζει με απόχρωση του καμένου χαρτιού. Κολλώ μερικά. Ευτυχισμένη με το αποτέλεσμα, σταματώ και κάθομαι στον υπολογιστή. Καλύτερα να ασχοληθώ με κάτι διαφορετικό για το υπόλοιπό της μέρας και να επανέλθω την επόμενη με φρέσκο μάτι. Συνεχίζω με τη Αλίνα.

Η Αλίνα στο πρώτο έτος σπουδών

Επιστρέφοντας στη Μόσχα η Αλίνα χάθηκε στην αγκαλιά του Φάτι, φορτισμένη από τον πόθο τους. Όταν πέρασε ο πρώτος ενθουσιασμός, ένιωσε έντονη ανάμεσα τους την παρουσία των ψεμάτων της περσινής χρονιάς. Αποσύρθηκε απότομα.
Στο οικοτροφείο η επιτροπή των φοιτητών και πάλι της απέδειξε το πόσο καλά λειτουργούσε. Την έβαλαν στο ίδιο μπλοκ. Θα είχε το ίδιο μπάνιο, την ίδια τουαλέτα, στο διπλανό από το προηγούμενο δωμάτιό της, με συγκατοίκους τη Χαν και την Τάνια, που κατάφερε να πάρει υποτροφία και να την ακολουθήσει. Σε δωμάτιο για τρεις ήταν συνηθισμένο να μένει κανείς τον πρώτο χρόνο. Από το δεύτερο, συνήθως υπήρχε πρόβλεψη για έναν συγκάτοικο. Έπρεπε όμως να βολέψουν πριν απ’ όλους, τους φίλους τους.
Στη σχολή βρέθηκε στην ίδια τάξη μ’ έναν Βιετναμέζο κι επτά ντόπιους. Όχι Ρώσους, καθώς η σχολή ήταν γεμάτη με κόσμο απ’ όλη την τότε Σοβιετική Ένωση. Από τους συμφοιτητές της είχαν τελικά κρατήσει μόνον επτά: τρεις στη ζωγραφική, τρεις σας γραφικές τέχνες κι έναν στη γλυπτική. Πολύ μεγαλύτερος ήταν ο ανταγωνισμός ανάμεσα στους ντόπιους. Το Σούρικοφ ήταν η πρώτη επιλογή όλης της Σοβιετικής Ένωσης. Από χιλιάδες υποψηφίους περνούσαν μόνον εκατό. Καμιά τριανταριά άτομα σε κάθε κλάδο. Δεύτερη επιλογή ήταν το Ρέπιν, στο τότε Λένινγκραντ, οι υπόλοιπες σχολές της Μόσχας και ακολουθούσαν εκείνες των άλλων δημοκρατιών. Το να περάσει κάποιος με την πρώτη προσπάθεια ήταν σπουδαίο. Οι Ρώσοι επιπλέον, στην πλειονότητά τους, είχαν τελειώσει κάποιο καλλιτεχνικό σχολείο. Στο έτος της Αλίνας ήταν τρεις, και μάλιστα οι δυο από αυτούς στην τάξη της. Ο Ντίμα και η Ζένια, δεκαεφτά χρονώ. Αργότερα της εξήγησαν πως στα επτά τους είχαν περάσει από κάποια παρόμοια επιλογή για το καλλιτεχνικό σχολείο. Οι επόμενοι, ηλικιακά, ήταν γύρω στα είκοσι πέντε, που είχαν τελειώσει καλλιτεχνικά κολλέγια. Οι μεγαλύτεροι ήταν γύρω στα τριάντα. Ήταν αυτοί που προσπάθησαν κάμποσες φορές μέχρι να περάσουν. Την πιο δυνατή εντύπωση την άφηνε η Ζένια. Ψηλή, χαριτωμένη, έμοιαζε περισσότερο με μωρό παρά με γυναίκα, τόσο στο πρόσωπο όσο και στον χαρακτήρα. Κανένας δεν χρησιμοποιούσε τα χρώματα τόσο μαγικά όσο αυτή.
Ενώ οι ξένοι ήταν όλο παράπονα από τους ντόπιους, η Αλίνα ήδη από την πρώτη ημέρα όχι μόνο προσαρμόστηκε αλλά ένιωσε να γίνεται μέλος μιας ωραίας οικογένειας. Το μυστικό; Μάλλον η ικανότητά της να γελά μαζί τους με τα γλωσσικά λάθη της παρά να θίγεται. Ενώ αυτή το ’βλεπε σαν κάτι φυσιολογικό, οι άλλοι Κύπριοι και Έλληνες το έβρισκαν προσβλητικό. Ίσως γι’ αυτό και κανένας τους δεν κατάφερε να συνδεθεί με τους ντόπιους συμφοιτητές του.
Με τους καθηγητές όμως δεν ήταν το ίδιο. Δυο γεροντάκια που αν τους έβλεπες μπροστά σου η πρώτη εικόνα που θα σου ερχόταν θα ήταν ο χοντρός και ο λιγνός. Ο Ιβάνοβ, ψηλός και λεπτός, κι ο Μέλνικοβ, κοντός και χοντρός. Κοίταζαν και οι δυο με τον ίδιο τρόπο κατεβάζοντας λίγο τα γυαλιά τους. Και οι δυο τους, ενώ περνούσαν από το εργαστήριο καθημερινά βοηθώντας τους συμφοιτητές της, εκείνην την αγνοούσαν. Προς το τέλος της δεύτερης βδομάδας, ο Ιβάνοβ άρχισε να της δίνει καμιά συμβουλή, προχωρώντας προς την έξοδο.
Ο πρώτος μήνας ήταν δύσκολος. Ενώ την προηγούμενη χρονιά ήταν από τις καλύτερες μαθήτριες, τώρα ήταν από τις χειρότερες. Οι γνώσεις της ήταν μηδενικές μπροστά στις γνώσεις των ντόπιων που έρχονταν εκπαιδευμένοι. Οι συμφοιτητές της, που την ένιωθαν ένα μ’ εκείνους, την παρηγορούσαν θυμίζοντάς της ότι όχι μόνον οι παλιοί αλλά και οι ίδιοι οι καθηγητές, επαναλαμβάνουν συχνά πως ενώ οι πρωτοετείς ξένοι απέχουν πολύ, μέχρι το πέμπτο ή το έκτο έτος καταφέρνουν με τη σκληρή δουλειά να ξεπεράσουν τους Ρώσους. Οι Ρώσοι ενώ δούλευαν σκληρά για χρόνια, στην προσπάθεια να πετύχουν το ακατόρθωτο, να μπουν στη σχολή, με το που έμπαιναν ήξεραν ότι δεν χρειάζεται να κουραστούν για να τελειώσουν κι έτσι περιορίζονταν στα απαραίτητα. Στο εργαστήριό τους έτυχε να φιλοξενούν και τη Ζανίνα. Η Ζανίνα ήταν μια παράξενη περίπτωση. Πρέπει να είχε σχετικά χαμηλή νοημοσύνη και ήταν ατάλαντη, αλλά ήταν ανιψιά του τότε προέδρου. Είχε προσπαθήσει ανεπιτυχώς πέντε φορές να περάσει τις εξετάσεις. Της επέτρεπαν να δουλεύει μαζί τους λόγω της συγγένειάς της με τον πρόεδρο. Κανείς όμως δεν της έδινε σημασία. Μάλλον την περιφρονούσαν για τη μειονεξία της, αγνοώντας την τόση επιμονή σε κάτι που δεν είχε κάποια κλίση. Η Αλίνα, μέχρι το τέλος του χρόνου, την είχε πλησιάσει και είχε αναπτύξει κάποια οικειότητα μαζί της, σεβόμενη την τεράστια προσπάθεια που κατέβαλλε. Δούλευε περισσότερο απ’ όλους.
Μια άλλη συμφοιτήτριά της ήταν η Ελένα. Η κοπέλα που την προηγούμενη χρονιά δούλευε στην γκαρνταρόμπα. Η Αλίνα ένιωσε την ανάγκη να της θυμίσει πόσο πολύ της φώναξε μια μέρα που της έδωσε το παλτό από την έξω πλευρά. «Καλά βρε Ελένα, καταλαβαίνω πόσο κουραστικό ήταν για σένα το να μεταφέρεις απ’ έξω προς τα μέσα αλλά όχι και να μου φωνάξεις έτσι…». Δεν θυμόταν. Ωστόσο χαμογέλασε και απολογήθηκε. Φυσικά και δεν θυμόταν, μια και συνήθιζε να φωνάζει σε πολύ κόσμο. Ήταν ιδιόρρυθμος άνθρωπος, ευέξαπτη, ήθελε να είναι το επίκεντρο της παρέας και ήταν και φανατισμένη θρησκευτικά.
Άλλοι δυο της παρέας ήταν ο Βίκτωρ και ο Αντρέι. Πάντοτε μαζί… Ο Αντρέι σοβαρός μπροστά στον τρίποδα αλλά χωρίς ν’ αφήνει συζήτηση να του ξεφύγει. Ο Βίκτωρ ερχόταν από τη Σιβηρία. Τεράστιος σε μέγεθος και αγαθός. Όλον τον χειμώνα περπατούσε ξυπόλητος στο χιόνι. Η θεωρία του; Ο καλύτερος τρόπος για να σκληραγωγηθείς. Στα επτά χρονιά στη σχολή δεν αρρώστησε ούτε μία φορά. Παρόμοια αντιμετώπισε το κρύο κι ο Αλμπέρτο την προηγούμενη χρονιά. Το κρύο ήταν πρωτόγνωρο συναίσθημα για ’κείνον. Αρνιόταν να ντυθεί καλά για ν’ απολαύσει το κρύο. Το αποτέλεσμα ήταν
πως την περίοδο των καλοκαιρινών διακοπών, ενώ όλοι πήγαιναν στα σπίτια τους, ο Αλμπέρτο την έβγαζε στο ρωσικό νοσοκομείο με βρογχικά. Η Ρένα ήταν μία από τις αγαπημένες της Αλίνας. Η μοναδική Ασιάτισσα στην τάξη. Έφτασε στη Μόσχα γεμάτη μουσουλμανικά ταμπού που, όντας έξυπνη, από νωρίς άρχισε να τα πετάει ένα ένα. Ο Ντίμα πάλι, ενώ περνούσε απαρατήρητος, κάποια Σάββατα έμπαινε θορυβώδης, γεμάτος ενθουσιασμό για τα καινούργια του “ψαράκια. Πριν έρθει στη σχολή περνούσε από το παζάρι ζώων. Τα ψαράκια τα κρατούσε κοντά του στο εργαστήρι όλη την ημέρα μέχρι να σχολάσει για να τα πάει στο ενυδρείο του. Μια μέρα, δυο πανέμορφα ψαράκια του πέθαναν. Στενοχωρήθηκε τόσο που ήθελε να τα θάψουν στην αυλή. Δεν τον άφησε η Αλίνα. Τα έβαλε σ’ ένα κουτάκι με βαμβάκι και τα φύλαξε, για να τα κάνει σκουλαρίκια όταν στεγνώσουν. Δέκα χρόνια αργότερα είχαν στεγνώσει μεν αλλά δεν έχασαν καθόλου από την ομορφιά τους. Τα χρησιμοποίησε μαζί με άλλα υλικά σ’ έναν πίνακα που πούλησε σε κάποιον Κύπριο συλλέκτη.

.

ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

.