ΠΑΜΕ ΜΙΑ ΒΟΛΤΑ ΣΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ ΜΕ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

IMG_0907
IMG_0905

.

ΓΙΩΤΑ ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΥ

ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ ΜΕ ΦΕΓΓΑΡΙ ΣΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ ΤΗΣ

Τα καλοκαίρια του έδειχνε φωτογραφίες
τα νησιά. Τα κάστρα, τα σοκάκια
παραλίες. Ψιλή άμμος, Πλατύ-γιαλός
αντίσκηνα, αρμυρίκια.
Αυτός δεκατεσσάρων, γειτονόπουλο.
Μια μέρα πρόσεξε δύο απλωμένα κομματάκια το μαγιό της
το πάνω ολοκαίνουργιο.
Από τότε όλο την φαντάζεται με στήθος γυμνό
να κολυμπά, να κάθεται στον ήλιο
όλο αυτό σκεφτόταν.
Κι απόψε, Αύγουστος με φεγγάρι στο μπαλκόνι της,
σαν άντρας γύρεψε το βλέμμα της
σαν παιδί την παρακάλεσε.
Μυστικό όλη του τη ζωή θα το κρατούσε.
Του ‘πε δεν είναι το ίδιο με τον ήλιο
με τη θάλασσα — εκεί κανείς δεν σε κοιτάζει.
Σαν άντρας υποσχέθηκε, σαν παιδί ορκίστηκε
δεν θα ζητούσε τίποτα πια, ποτέ.
Μόνο να δει στο φεγγαρόφωτο το στήθος της.
Να μην το αγγίξει
να το δει.
Να δει το στήθος της μονάχα.

.

ΤΑΚΗΣ ΒΑΡΒΙΤΣΙΩΤΗΣ

ΣΙΩΠΗ ΤΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ

Των βουνών αδελφή
Που η σαγήνη σου εξασθενίζει
Του ανθρώπου τη συστολή

Και τη χλωμάδα
Του αποκοιμισμένου φύλλου αφυπνίζει

Θα σε παρακαλούσα να κατέβαινες
Μες στου σπιτιού μας την αυλή
Μα η σιωπή σου με φοβίζει
Και δεν μ’ αφήνει ούτε στιγμή

Σωπαίνω λοιπόν και υπομένω
Το άπειρο φως σου περισυλλέγοντας
Από τη χειμωνιάτικη τούτη γη
Και υπομένω και πάλι σωπαίνω
Γιατί το ξέρω πως είσαι
Του αιώνιου η προσμονή

.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ

ΦΕΓΓΑΡΙΑ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΥ

Εσύ είσαι όρος
όταν θεριεύεις ύψος
μυρίζει μέλλον φθινοπωρινό
απαλό της μνήμης.
Σε ζωογονούνε
ήλιος
μ’ όσους πυρπόλησε η σκιά
θάλασσα
με τα παγωμένα χαμόγελα στο βυθό
κι ο άνεμος
που μας πετάει βότσαλα ευτυχίας.

Όμως κοιτάς φεγγάρια Πανσελήνου.

Μα εσύ είσαι όρος.
Ρίξε τα ξύλα και νερά σου κρουνηδόν
πάνω στα χορταράκια
και στα πεπρωμένα
της πανίδας με το καλό
με τον καριό
γίνε πεδιάδα
και τότε τόλμησε
και τότε κοίτα.
Γυναίκα ήταν και κοίταζε φεγγάρια Πανσελήνου.

.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΓΩΓΟΥ

ΠΩΣ ΜΕ ΚΟΙΤΑΖΕΙ ΕΤΣΙ 

Πώς με κοιτάζει έτσι
αυτό το άσπρο κομμάτι χαρτί
πώς με κοιτάζει έτσι το φεγγάρι…
Πώς θροΐζει μέσα μου
αυτό τον παγωμένο χάρτη στο βυθό
πώς με κοιτάει έτσι το φεγγάρι…
Ποιανού καιρού το λυπημένο δάχτυλο
κρυμμένο πίσω από δάση και βουνά
δείχνει παντού και πουθενά
τι θέλει το φεγγάρι…
Ποιανού αλόγου τρελαμένου το χλιμίντρισμα
κάνει τόση αντήχηση μέσα μου
μου διογκώνει το Εγώ μου…
Ποιανής σελήνης έκλειψη
ποιου φεγγαριού η χάση
μαζί σηκώνει μέσα μου
άμπωτη και παλίρροια δίδυμες αδερφές μου…
πώς με κοιτά…
Πώς σκύβει έτσι πάνω στο στόμα μου να δει
αν ανασαίνω ο Καρυωτάκης…

.

ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ

ΜΙΣΟ ΦΕΓΓΑΡΙ 

Βλέπω ένα γούβωμα βαθύ.
Ποιο χέρι αρπακτικό
μπήκε πήρε πολύ έφυγε
και δεν πρόφτασα;
Άραγε σε ποιο όνειρο
ανέθεσα του όλου τη φύλαξη
και το πήρε ο ύπνος;
Ακούω το νυχτολούλουδο
σαν κούκος ρολογιού
πετάγεται έξω απ’ το άρωμά του
φωνάζοντας
νύχτωσε βγες να δεις
και είδα να χαράζεται ψηλά
ένα μισό και ούτε φεγγάρι
σα μαχαιριά σε υπερφυσικό
θεού σαγόνι ή μάλλον
σαν φιλιού το κάτω χείλος
και το επάνω να φιλάει το σκοτάδι
–ποιος και σε ποιον μισοείπε:
αν είναι αργά
κοιμήσου στο κρεβάτι μου εσύ
κι εγώ στον καναπέ.
Αχ, υπομνηστικό φεγγάρι
στέκεις εκεί πάνω
σα μισή ωραιότητα
και σαν ολόκληρη ευκαιρία
κοιτάζοντάς σε να μετρώ
πόσα μισά δεν πρόλαβα
ν’ αφήσω.

.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ

ΕΠΤΑ ΝΥΧΤΕΡΙΝΑ ΕΠΤΑΣΤΙΧΑ

VII

Το διάδημα του φεγγαριού στο μέτωπο της νύχτας
Όταν μοιράζονται οι σκιές την επιφάνεια
Της δράσης

Κι ο πόνος μετρημένος από εξασκημένο αυτί
Ακούσιος καταρρέει
Μες στην ιδέα που αχρηστεύεται απ’ το μελαγχολικό
Σιωπητήριο.

.

ΠΑΝΟΣ ΘΑΣΙΤΗΣ

ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ ΦΕΓΓΑΡΙ 

Του φεγγαριού βροχή ασημένια
πάνω στους μεθυσμένους ώμους του νερού
ως πέφτεις, από το σιωπηλό της πλώρης μας δρεπάνι
θερισμένη, πιο βαθιά
κι απ’ τη θνητή ψυχή μας φτάνεις.

Στενάζοντας σε δέχεται ο βυθός κι ανοίγει
Κύμα το κύμα η άμμος σε φιλεί
Όλα τα δάση των φυκιών λυσίκομα κυλούνε
και κυλούνε αγκαλιασμένα.

Κι ο πελαγίσιος Πάνας ο ερμαφρόδιτος ο αχτινωτός
στα βουβά των κοχυλιών κατώφλια σκούζει.

.

ΖΩΗ ΚΑΡΕΛΛΗ

ΤΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ 

II

Αργυρόηχη, μελίχροη, χρυσορόδινη,
μειλιχόμειδη ερωμένη, ασύλληπτη.
Ηδονή ομιχλώδης η χάρη σου, η καλλονή
πάρα πολύ σιωπηλή,
βασίλισσα
στο μαβί, στιλπνό στερέωμα,
του σκοταδιού αργυρή αρχόντισσα, μακρινή.

Είναι το φως σου παράξενα οδυνηρό
και μαγικό, σαν τη σκιά
εκείνων που αγαπήσαμε τρυφερά
και ξανάρχονται να μας ψιθυρίσουν,
να πουν για τ’ ανύπαρχτα, για τα φανταστικά,
για κείνα τα μυστικά,
που μόνο οι ανήσυχες ψυχές
έχουν μέσα τους.
Παρηγοριά εκείνων που γνωρίζουν τη μοναξιά,
την πλήρη ονείρων κατάσταση
που το φως σου ξυπνά,
καθώς τις σκιές διαπερνά,
δίχως να τις κυνηγά να φύγουν.

Τόσο υπερήφανη, ασυγκίνητη στην εμορφιά σου
λάμψη διαβρωτική, ύπουλα διαπεραστική
εντός μου σταλάζεις
τα μυστικά της νύχτας.

.

ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ

ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ ΑΠΟΨΕ

Το φεγγαράκι απόψε στο γιαλό
θα πέσει, ένα βαρύ μαργαριτάρι.
Κι απάνω μου θα παίζει το τρελό
τρελό φεγγάρι.

Όλο θα σπάει το κύμα ρουμπινί
στα πόδια μου σκορπίζοντας αστέρια.
Οι παλάμες μου θα ‘χουνε γενεί
δυο περιστέρια

Θ’ ανέβουν — ασημένια δυο πουλιά —
με φεγγάρι — δυο κούπες — θα γεμίσουν,
με φεγγάρι τους ώμους, τα μαλλιά
θα μου ραντίζουν.

Το πέλαγο χρυσάφι αναλυτό.
Θα βάλω τ’ όνειρό μου σε καΐκι
ν’ αρμενίσει. Διαμάντι θα πατώ
λαμπρό χαλίκι.

Το γύρω φως ως θαν τη διαπερνά,
η καρδιά μου βαρύ μαργαριτάρι.
Και θα γελώ. Και θε να κλαίω… Και να,
να το φεγγάρι!

.

ΝΙΚΟΣ ΚΡΑΝΙΔΙΩΤΗΣ

ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ ΣΤΗ ΚΕΡΥΝΕΙΑ   

Απλώνει η πανσέληνος τ’ ασήμι της στη θάλασσα
Στέλλει μαργαριτάρια στους γυμνούς ώμους
και λάμψη αθάνατη
στα μάτια της μικρής αγαπημένης.

Χιλιάδες οστρακόδερμα
βγαίνουνε θαρρετά στο φως
να βάψουνε το κέλυφος τους ασημί,
να θησαυρίσουν στα κογχύλια τους
τον ήχο της εσπέρας.

Ο αέρας σελαγίζει το τρόπαιο της νύχτας,
κι η νοτισμένη σιωπή σκορπά το μύρο της
στους κοιμισμένους κήπους.

Τούτες οι μνήμες με πληγώνουν.
Κι όμως, ποτέ δεν θέλω να μ’ αφήσουν.

Κάπου εκεί,
πίσω απ’ το σκλαβωμένο Πενταδάχτυλο
είναι δεμένο,
κόμπος αξεδιάλυτος,
το νήμα της ζωής μου.

.

ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ

ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ 1

Μονάχη η φλόγα του κεριού μου,
κι απέναντί μου στο τραπέζι
θαρρείς το τέλος της προσμένει•
λίγες στιγμές έχει να ζήσει
και μες στη νύχτα τρεμοπαίζει,
σα μια ψυχούλα φοβισμένη…

Απ’ όξω έν’ άγρυπνο φεγγάρι
με κόπο χάνεται στα χάη
μιας ατελεύτητης ερήμου…
Σα να μη θέλει να πεθάνει,
μ᾿ αναλαμπὲς ψυχομαχάει
το ετοιμοθάνατο κερί μου…

Και το βαρύθυμο φεγγάρι,
που χρόνια τώρα έχει σωπάσει,
και το κερί μου που πεθαίνει
και, μέσα, η θλιβερὴ ψυχή μου,
χωρίς αιτία, κι οι τρεις στην πλάση
είμαστε τόσο λυπημένοι…

.

ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ 

ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΟ ΒΡΑΔΥ  

Δεν ξέρω πώς, δεν ξέρω που, δεν ξέρω πότε, όμως τα βράδια
κάποιος κλαίει πίσω από την πόρτα
κι η μουσική είναι φίλη μας – και συχνά μέσα στον ύπνο
ακούμε τα βήματα παλιών πνιγμένων ἢ περνούν μες
στον καθρέφτη πρόσωπα
που τα είδαμε κάποτε σ᾿ ένα δρόμο ἡ ένα παράθυρο
και ξανάρχονται επίμονα
σαν ένα άρωμα απ τη νιότη μας – το μέλλον είναι άγνωστο
το παρελθόν ένα αίνιγμα
η στιγμή βιαστική κι ανεξήγητη.
Οι ταξιδιώτες χάθηκαν στο βάθος
άλλους τους κράτησε για πάντα το φεγγάρι
οι καγκελόπορτες το βράδυ ανοίγουνε μ᾿ ένα λυγμό
οι ταχυδρόμοι ξέχασαν το δρόμο
κι η εξήγηση θα ρθει κάποτε
όταν δεν θα χρειάζεται πια καμία εξήγηση.

Ά, πόσα ρόδα στο ηλιοβασίλεμα – τί έρωτες Θεέ μου, τί ηδονὲς
τί όνειρα!
Ας πάμε τώρα να εξαγνιστούμε μες στη λησμονιά.

.

ΒΥΡΩΝ ΛΕΟΝΤΑΡΗΣ

ΕΛΕΟΣ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΤΟΥΤΟ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ

Έλεος δεν έχει τούτο το φεγγάρι
απλώνει απλώνει αδιάκοπα στο δέρμα του καλοκαιριού
πήζει τον ουρανό πήζει τον άνεμο
κερώνει την καρδιά και τις χαραματιές της θύμησης
και τα σκιαγμένα πρόσωπα ψηλά στις πολεμίστρες.

Πάνω απ’ τους ξεραμένους κάμπους θειάφι και μολύβι
αγρίμια πυρετοί γυρνούν με πυρωμένα νύχια
στεγνά σαν κάνες τουφεκιών τριγύρω τα πηγάδια
και τα κλωνάρια της κραυγής χωρίς κανένα φύλλο.

Πεσμένοι πάνω στα καμένα βράχια με το θρυμματισμένο
πρόσωπο της ανταρσίας αναστραμμένο στο αύριο
μ’ ένα τραγούδι αλλουλούδιστο στα μάτια μας
με τα κεραυνωμένα χέρια σωριαστά
κι απ’ τα χαλαρωμένα δάχτυλα φευγάτα όλα τα ελάφια
πόσες φορές θα σκοτωθούμε ακόμα;

Το αίμα στο αίμα πάνω πέτρωσε δεν δίνει πια χρησμό
άδειος εδιάβηκε ο καιρός χωρίς κανένα θάμα…
πεσμένοι πάνω στα καμένα βράχια
πόσες φορές θα σκοτωθούμε ακόμα
ρωτώντας πάντα αμετανόητα ρωτώντας πού τραβάει
αυτός ο δρόμος πού περνάει
ανάμεσα σε σκοτωμένους και φονιάδες.

.

ΤΖΙΑΚΟΜΟ ΛΕΟΠΑΡΝΤΙ 

ΣΤΗ ΣΕΛΗΝΗ

Τώρα που έκλεισε έναν κύκλο ο χρόνος
Θυμάμαι, ερχόμουν με τόση αγωνία
Εδώ στον λόφο και σε κοιτούσα
Σελήνη μου, γεμάτη χάρη.
Κι εσύ, εκκρεμής πάνω απ’ το δάσος
Το φώτιζες ολόκληρο, όπως τώρα. Τότε όμως
Το πρόσωπό σου ήταν θολό κι αβέβαιο
Από τα δάκρυα που έρχονταν στα βλέφαρά μου
Γιατί ήταν βάσανο η ζωή μου, κι είναι ακόμα,
Δεν αλλάζει, σελήνη αγαπημένη.
Κι όμως, μ’ ευχαριστεί
Ν’ αναπολώ την εποχή της δυστυχίας μου.
Είναι γλυκό, όταν είσαι νέος
Και η πορεία της μνήμης είναι σύντομη
Ενώ η ελπίδα έχει μεγάλο δρόμο
Να θυμάσαι τα περασμένα
Κι ας ήταν λύπες, κι ας κρατάει ο πόνος.

.

ΦΡΕΔΕΡΙΚΟ ΓΚΑΡΘΙΑ ΛΟΡΚΑ

ΒΓΑΙΝΕΙ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ

Όταν βγαίνει το φεγγάρι
οι καμπάνες χάνονται,
κι εμφανίζονται τ’ απρόσβατα
τα μονοπάτια.

Όταν βγαίνει το φεγγάρι
η θάλασσα σκεπάζει τη γη,
κι η καρδιά αισθάνεται νησί
καταμεσής του απείρου.

Κανείς δεν τρώει πορτοκάλια
κάτω απ’την πανσέληνο.
Πρέπει να φας
πράσινα φρούτα παγωμένα.

Όταν βγαίνει το φεγγάρι
με τα εκατό όμοια πρόσωπα
το αργυρό νόμισμα
κλαίει στην τσέπη

μτφ: Ρήγα Καππάτου

.

ΝΙΚΗ ΜΑΡΑΓΚΟΥ

ΕΝΑ ΦΕΓΓΑΡΙ ΣΑΝ ΚΛΩΣΤΗ

Τη νύχτα μας επήραν στο Σεράι.
Από κείνη τη νύχτα δεν ξαναείδα
τον πατέρα μου.

Κατάθεση Χριστάκη Μαυρή

Ένα φεγγάρι σαν κλωστή
πάνω απ’ τη Λευκωσία
20 του ’Ιούλη 1979,
πάνω από τη γη όλο ξεχνάς

.

ΚΩΣΤΗΣ ΜΟΣΚΩΦ

ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

Κάτω από τη σελήνη
κοιμάται ωχρή
η ’Επανάσταση…
Ο θόρυβος του δήμου κόπασε,
οίκαδε, οίκαδε οδεύει
τώρα
η ιστορία…
Μήπως δεν έρθεις —το πρωί—
ηγεμόνας
ο ήλιος;

.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ Π. ΠΑΠΑΔΙΤΣΑΣ

ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ

Δε σκέφτηκες ότι μια νύχτα κρυφά
Στις μύτες των ποδιών μου
Πήρα όλα τα οστά μας
Και τα βούτηξα –ας μην το μάθουν σε παρακαλώ
Στο φεγγάρι

Τώρα ας τραγουδήσουμε το φεγγάρι
Κανείς δεν θα μας πει ότι το περιέχουμε σαν έμβρυο
Η γνωστή ιστορία ότι τα έμβρυα μεγαλώνουν
Και στο τέλος αποχωρίζονται απ’ τις μητέρες τους
Θα επαναληφθεί κι εδώ
Και τότε μ’ έκπληξη οι συγγενείς οι φίλοι κι εμείς οι ίδιοι ακόμα
Θα πηγαίνουμε το φεγγάρι περίπατο
Θα το τραγουδάμε και θα μας τραγουδάει
Θα το ’χουμε στα χέρια μας
Στο μυαλό μας στη συνήθεια να ξυπνάμε πρωί
Δεν γίνεται λόγος για τη σκέψη
Αυτή ανέκαθεν είναι το φεγγάρι

Και κάτι άλλο
Αν σε ρωτήσουν να τους πεις το μυστικό
Πες τους ένα ψέμα:
Υπάρχει ένα και μοναδικό φεγγάρι
Αυτό που είναι στον ουρανό.

.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΣΤΑ ΠΕΡΙΘΩΡΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
ΦΕΓΓΑΡΙ

Φεγγάρι, φεγγάρι. Το φεγγάρι
κίτρινο τζάμι στρογγυλό στη μέση ανοιξιάτικης νύχτας. Πίσω του
συγκεντρωμένα πρόσωπα της νύχτας, σκιές,
σε βλέπουν—δεν τα βλέπεις. Σέ βρίζουν.

Εδώ όλα τ’ άγνωστα: άγνωστα, κατευνασμένα
στη σιωπηλή παραδοχή πως δε θα γνωριστούν
ήσυχα, αμίλητα κι ωχρά σαν γνωρισμένα κι αφημένα.

ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟΥ ΜΕΣΗΜΕΡΙΟΥ

ΧΤΕΣ βράδι δεν κοιμήθηκαν καθόλου τα παιδιά. Είχανε κλείσει
ένα σωρό τζιτζίκια στο κουτί των μολυβιών, και τα τζιτζίκια
τραγουδούσαν κάτου απ’ το προσκεφάλι τους ένα τραγούδι
που το ξέραν τα παιδιά από πάντα και το ξεχνούσαν με τον
ήλιο.
Χρυσά βατράχια κάθονταν στις άκρες των ποδιών χωρίς να
βλέπουν στα νερά τη σκιά τους, κ’ ήτανε σαν αγάλματα μικρά
τής ερημιάς και τής γαλήνης.
Τότε το φεγγάρι σκόνταψε στις ιτιές κι έπεσε στο πυκνό χορτάρι.
Μεγάλο σούσουρο έγινε στα φύλλα.
Τρέξανε τα παιδιά, πήραν στα παχουλά τους χέρια το φεγγάρι κι όλη τη νύχτα παίζανε στον κάμπο.
Τώρα τα χέρια τους είναι χρυσά, τα πόδια τους χρυσά,
κι όπου πατούν αφήνουνε κάτι μικρά φεγγάρια στο νοτισμένο χώμα.
Μα, ευτυχώς, οι μεγάλοι που ξέρουν πολλά, δεν καλοβλέπουν.
Μονάχα οι μάνες κάτι υποψιάστηκαν.
Γι αυτό τα παιδιά κρύβουνε τα χρυσωμένα χέρια τους στις άδειες τσέπες,
μην τα μαλώσει η μάνα τους που όλη τη νύχτα παίζανε κρυφά με το φεγγάρι.»

.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ – ΡΟΥΚ

ΠΑΕΙ ΚΑΙ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ

Το φεγγάρι, το φεγγάρι
τόσο προσκολλημένο ήταν στο στήθος μου
στην κοιλιά, γι’ αυτό δεν το κοιτάζω πια
το αποφεύγω, όπως και τον καθρέφτη.
Το φεγγάρι βγάζει τώρα
ένα χλωμό, υποτονικό φως
που μονότονα λούζει και θυμίζει
άλλες στιγμές όταν νύχτα με τη νύχτα
μεγάλωνε το δρεπάνι
μαζί με τον πόθο
μαζί με την ιδέα της πληρότητας.
Πανσέληνος, το σύμπαν εκσπερμάτωνε
και συ στα βότσαλα υγρή
θαρρούσες πως είχες συλλάβει
το νόημα της δημιουργίας.
Κι ονειρευόσουν μια εποχή μεταφυσική
όπου κανένας ήλιος κοφτερός
δε θα διέκοπτε το ποίημα
αφού του φεγγαριού το φως
φως ασημένιο
πιο ερωτικά σε άγγιζε
απ’ το χρυσό της μέρας.
Νόμιζες, ανόητο θηλυκό,
πως στο φεγγάρι θα λικνιζόσουνα
για πάντα… Αλλά,
Πάει κι αυτό, πάει και το φεγγάρι

.

ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ

ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ ΓΕΛΑΕΙ

Καίει
καίει η νύχτα
οι άνθρωποι τρώνε
ονομάζοντας σκοτεινές αρρώστειες
η γυναίκα λέει για ένα γάμο
ανεβαίνει
ανεβαίνει φωτεινή ρουκέτα
στον ουρανό η νύφη
ο γαμπρός κόλλησε στη γη
γεμάτος κόκκινα στίγματα και στάχτη
κλαίει η γυναίκα
το φεγγάρι γελάει
το φεγγάρι κλαίει
η γυναίκα γελάει

Η ΠΗΓΗ

Φεγγάρι πεθαμένο μου
για ξαναβγές και πάλι
θέλω να δω το αίμα σου
δεν έκαιγες λυχνάρι
φώτιζες
το φοβισμένο πρόσωπο
θέλω να δω
το φοβισμένο πρόσωπο
τώρα
πάλι και πάλι
τότε
όλο το σώμα μου ήταν
μια πληγή
φεγγάρι
μια πηγή
και φώτιζε
της νύχτας το σκοτάδι

Φεγγάρι πεθαμένο μου
θέλω να δω το αίμα σου
τώρα
πάλι και πάλι

Η ΦΕΓΓΑΡΑΔΑ

Από αίμα πουλιών πλημμυρισμένο
κρυμμένο μένει το φεγγάρι
πότε πίσω από δέντρα
πότε πίσω από θηρία
πότε πίσω από σύννεφα
με θόρυβο από ξεκουφαίνει τα φτερά αγγέλων
κάτι θέλουν να πουν κάτι σημαίνει
είναι ακόμα καλοκαίρι
όμως μια μυρωδιά από θειάφι φράζει το χειμώνα
δεν έχει ούτε καρέκλα να καθίσεις
και οι καρέκλες έφυγαν στον ουρανό

.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ

ΣΕΛΗΝΗ

Από ένα θαύμα
Από ένα πρόσωπο πρωίας
Παίρνεται ὁ θυμός μου
Σελήνη αθρόα παρουσία
Ελένη η καμπύλη του κόσμου
M᾿ εβένινη σημασία
Η πύλη ανοίγει στον ξένο
Στ᾿ αγέρι
T᾿ αλέτρι οργώνει τον κάμπο
Εκεί που δε βλέπει η καρδιά
Βελάζουν τ᾿ αστέρια στην κρύπτη

.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ 

 ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ (απόσπασμα)

Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσαν.
Τ’ αλφαβητάρι των άστρων που συλλαβίζεις
όπως το φέρνει ο κόπος της τελειωμένης μέρας
και βγάζεις άλλα νοήματα κι άλλες ελπίδες,
πιο καθαρά μπορείς να το διαβάσεις.
Τώρα που κάθομαι άνεργος και λογαριάζω
λίγα φεγγάρια απόμειναν στη μνήμη….
Σιωπές αγαπημένες της σελήνης…

.

Φωτογραφίες: Α. Καρακόκκινος

.