Στις 5-6 Ιουνίου 1982 έγινε η Δεύτερη Πανελλήνια Ποιητική Συνάντηση που οργάνωνε ο Δήμος Θεσσαλονίκης σε συνεργασία με τη Λέσχη Γραμμάτων και Τεχνών Β. Ελλάδος και την Πανελλήνια Πολιτιστική Κίνηση.Στη συνάντηση πήραν μέρος 14 ποιητές από την Κύπρο, που πρωτοεμφανίστηκαν με βιβλίο τους στα χρόνια 1960-1980.
Δεν έχω τα ποιήματα που διάβασαν οι ποιητές τότε, παραθέτω όμως ένα ποίημα από το καθένα από συλλογές τους μέχρι το 1982.
ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ
Η ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ
Όταν επιτέλους κλείσουν τα μάτια των αγγέλων
Και οί φλόγες της ρομφαίας κοιμηθούν
Ο ποιητής που σ’ όλο τούτο το διάστημα άγρυπνα
Ντύνεται τη στολή του κλέφτη.
Δρασκελά το κατώφλι
Και επιδίδεται στο δυσχερές
Και ανόσιο έργο του.
Επιστρέφει όμως
Την όραση έχοντας εμπλουτισμένη
Από το σχήμα και το χρώμα των πραγμάτων.
Ευδαίμων μέσα στην άβυσσο της αγνωσίας του
Χαμογελά
Καθώς μια καλή οικοδέσποινα
Πού στιλβώνει ένα χάλκινο σκεύος.
ΠΕΠΡΑΓΜΕΝΑ (1980)
ΘΕΟΚΛΗΣ ΚΟΥΓΙΑΛΗΣ
ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ
Έβαλε στο μπαούλο του είδη πρώτης ανάγκης μόνο
εκείνα που θα του χρειάζονταν
που πίστευε πως θα του ήταν απαραίτητα
γι’ αυτό το μακρινό και άγνωστης διάρκειας ταξίδι.
Έβαλε ρούχα, μερικά βιβλία, σημειώσεις του,
τα όνειρα, τις έμμονες ιδέες και τα βάσανά του.
Έβαλε ακόμη μια φωτογραφία πρόσφατη
μήπως και το ταξίδι τον αλλάξει τόσο δραστικά
που δεν θ’ αναγνωρίζει πια τον εαυτό του,
τον εαυτό του που εγκατέλειπε
για ένα τόσο μακρινό και άγνωστης διάρκειας ταξίδι.
ΦΟΙΒΟΣ ΣΤΑΥΡΙΔΗΣ
ΠΡΩΤΗ Τ’ ΑΠΡΙΛΗ 1975
Περνά ο κουτσός λαός σου φορτωμένος
παράσημα
και τα παράσημα δεν χορταίνουνε ψωμί, μονάχα
σημαδεύουν μ’ αίμα και θάνατο τους όπου γης
μικρούς
τους όπου γης πνιγμένους που ούτε καν
επιπλέουν.
Τα δεκανίκια τους ξύνουν το χώμα της οργής,
σαν ξυλοκάρφια μπήγονται στη σίγουρη καρδιά μας.
ΑΠΟΜΥΘΟΠΟΙΗΣΗ, (1978)
ΠΙΤΣΑ ΓΑΛΑΖΗ
ΣΗΜΑΤΩΡΟΙ
III
Το πολλαπλάσιο του ’22
Ανομβρία και πάλι στον τόπο μου
τρέχουν στους δρόμους οι επίγονοι κι οι μεταπράτες
για τις δημοπρασίες και τις εκπτώσεις
όπου πουλιούνται παράσημα και θέσεις κι αξιώματα
κι όπου ξεπουλιούνται κι ανταλλάσσονται όνειρα
κι επιχρυσώνονται χάπια για να ταριχευτούν
όσο οι μη εξασκημένες μύτες και τα μη εξασκημένα αυτιά
να παραδεχτούν
πως πάμε καλά από υπόκλιση
και το καινούργιο όνομα της Κίρκης
πως δεν πάει κόντρα στην Ιθάκη
Κι εγώ ιδιωτεύω και ασκούμαι φιλέρημη
λέω πως λιμνάζω
μα μετακινούμαι άποδη κι άναυδη
σαν το μελάνι ή σαν την αμοιβάδα
να μη με βρει η ξαφνική η καλοπέραση
Κι οσμίζομαι σαν το σκυλί
και λιώνω στις ολονυχτίες κερί
και δεν τα καρτερώ τα κατανυκτικά τα χελιδόνια
Γιατί τα χέρια των ποιητών ξεράθηκαν
και δεν αφήνουν οι φωνές κλαδιά
για να καθίσουν τα πουλιά να κελαδήσουν
Ανομβρία και ο σημαφόρος δάσκαλος να ξεδιψά με ξύδι
Βγήκαν τότε φίδια ανάμεσα σε χόρτα ξερά
φίδια βασιλικά σηκώσαν κεφαλή,
χοντρά μιας άλλης εποχής
φίδια, που σφυρίζουν
σέρνουν μαζί τον ψίθυρο
και πάνε κατά κει που οι καταθέσεις των υπομνημάτων
φιλοξενία κι άνοδο υπόσχονται
χάνονται ψίθυροι και μπαίνουν στις διόδους χιαστί
κι όλο σταυρώνουν
Γιατί την Πέμπτη όλα ασπρίζουν κι όλα κοκκινίζουνε
όλα σταυρώνονται και όλα σταυρώνουν
κι ανηφορίζουν την Παρασκευή
και κείτονται το Σάββατο στη σκοτεινιά εξαντλημένα
Γιατί η Κυριακή των ποιητών λέγεται ερημιά
κι έρχονται με τη δοκό
να τα ξεπουπουλιάσουν τα κοκόρια
για Τρίτη αποφράδα ημέρα* υστέρα από τον γάμο
Ξανά του γάμου χάχανα
όταν το ’74 έγινε μ’ ένα τρόπο ανεξήγητο
το πολλαπλάσιο του ’22
«ΣΗΜΑΤΩΡΟΙ» (1978)
ΕΛΛΗ ΠΑΙΟΝΙΔΟΥ
ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ
λύσανε τα σαντάλια τους, τα μέλη αποσταμένα
έγειραν να ξεκουραστούν
σιγά σιγά, μην ακουστούν
βγήκανε τα φαντάσματα σεριάνι, ένα ένα.
ετούτο βγήκε απ’ τα προικιά της πρώτης θυγατέρας
εκείνο από τη τσιμινιά
και σμίχτηκε στη γειτονιά
με τις χαρούμενες φωνές που κουβαλά ο αέρας.
φαντάσματα, φαντάσματα του χθεσινού μας κόσμου
γιατί δε χάνεστε κι’ εσείς
μέσα στα βάθη της ψυχής
κι’ αβάσταχτη μας φέρνετε ευωδιά χαμένου δυόσμου;
«ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΧΑΜΕΝΟΥ ΔΥΟΣΜΟΥ», (1979)
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ
ΟΝΟΜΑ ΠΟΛΗΣ
Now happiest loveliest in yon lovely Earth,
Whence sprang the Idea of Beauty” into birth.
Edgar Allan Poe
ΜΗΠΩΣ μιας πόλης όνομα η Αμμόχωστο είναι ψεύτικη;
Τεχνητό χώρισμα χώρου και γη της ουτοπίας;
Χρόνος από άμμο ψιλοδουλεμένη
καθώς κοιτάζεις τους λευκούς μαστούς;
Ποιός 8α ‘λεγε το αντίθετο;
-Λησμόνησες τους πρόσφυγες
που στέκονται αντικρύ της και τη χαιρετάν.
ξέρουν να κλαίνε, την καρδιά τους να ραγίζουν
με βότσαλα της Θάλασσας, τη μηχανή τους έχουν
του αυτοκίνητου και του τρακτέρ ξεκινημένη
μετωπικά προς τα φυλάκια των Τουρκώνε,
στα τεθωρακισμένα των οχτρώνε.
Πώς ομιλείς – εσύ, δε θα το πίστευα!-
γι’ αυτούς που είναι σαν φίλοι και αδελφοί.
Με παρεξήγησες, υποκριτή αναγνώστη.
Βλέπω μονάχα, την Αμμόχωστο ίσως, και αγαπώ
θα ζήσουμε μαζί ο θάνατος κι η ζωή,
το ξέρω, το πιστεύω, κάνω και γραμμάτιο.
Τι, δεν υπάρχει θάνατος μήτε κι οχτρός και πλάνη
γι αυτό την είπα ψεύτικη την πόλη,
την πόλη που γεννήθηκα σαράντα αιώνες τώρα.
Όμως, όταν κοιτάζω με τα κιάλια
την ανεπαίσθητη του στήθους της ρωγμή,
όταν απ’ τη μεθυστική πνοή της κρίνω πόσα
πλοία βουλιάξαν ή πετρώσανε κι ανθρώπους
βλέπω τριγύρω «να το σπίτι μου» εκφωνώντας,
τι να σου κάνω; Θλίβομαι, ακριβαίνω,
χειρίζομαι τη λέξη με βαριά καρφιά,
φωνάζω «εχθρός» αυξαίνοντας τη 8λίψη
της ουτοπίας – οι λέξεις σου με σφάζουνε
δυνάστη της Αγάπης, Κύριέ μου, τραπουλόχαρτο.
Ένυλη πλάση φέγγει γύρω στα μαλλιά σου.
Προσφέρουμε νερό, γλυκό και χάδι.
Όμως εσύ τι δίνεις, έ; Μια πόλη σου ζητάμε,
αν είναι αυτή που ζήσαμε τα ωραία μας χρόνια
ή που την παρατήσαμε στ’ αλώνια.
«ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΣ ΒΑΣΙΛΕΥΟΥΣΑ» , (1982)
ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΣΙΑΡΔΗΣ
ΕΣΥ ΔΕΝ ΛΕΣ ΤΙΠΟΤΑ…
Εσύ δεν λες τίποτα
μα εγώ θα σου πω γι’ αυτό το νησί
που ήταν όνειρο χτες και θυμάρι κι αμίαντο
και σήμερα ποτάμι οδύνης
ποτάμι που δεν λέει να σιγήσει
κατρακυλώντας απ’ τους αιώνες όχι νερό
μα τις πέτρες μας, πέτρες αρχαίες που χτίσαν ναούς
και υψώσανε κάστρα και πολιτείες που χάραξαν τ’ όνομά τους στο χρόνο
βαθιά, και για πάντα.
Εδώ, σ’ αυτό το νησί, υδρίες λαδιού με παραστάσεις του μόχθου
υδρίες κρασιού με παραστάσεις αγάπης
ο χαλκός στου ανθρώπου τη δούλεψη
ο χρυσός, η εικόνα, το κέντημα,
το ξύλο που ευωδιάζει το χέρι,
τάφοι προγόνων παλιών και χτεσινών πατεράδων.
Εσύ δεν λες τίποτα
μα εγώ θα σου πω για τα παιδιά
που σκύψανε άξαφνα με το χέρι στο στήθος
εκεί στις πλαγιές του βουνού Πενταδάχτυλος και φωνάζαν
τη μάνα τους ώσπου ξεψύχησαν.
Εσύ δεν λες τίποτα
μα εγώ θα σου πω για τα σπίτια, τα δέντρα
του κάμπου μας, τα πικρολέμονα του ίδρωτά μας
που τα διαγούμισαν άλλοι
και πέρα τα πήγανε.
Εσύ δεν λες τίποτα
μα εγώ θα σου πω γι’ αυτό το μαρτύριο
που δένει τη γη μας, τον τροχό που στενάζει
η πατρίδα μας, την πληγή στο σώμα του Ιησού.
Εσύ δεν λες τίποτα
μα η πληγή στο σώμα του Ιησού
δεν στερεύει.
Μένουμε μ’ ανοιχτές τις πληγές στο σταυρό του ορίζοντα.
Δεσπόζει το αίμα. Η Κύπρος καλεί. Στους
δρόμους του κόσμου αντηχεί η φωνή μας.
Ας μην αναπαύονται οι άνθρωποι.
«Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗ Β’»
ΝΤΙΝΑ ΚΑΤΣΟΥΡΗ
ΠΡΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ (1)
Τι να σου πω.
Νιώθω ένα ρίγος να με διαπερνά
σαν θυμάμαι εκείνα τα πράσινα περιβόλια
με τις πορτοκαλιές και τις κίτρινες ανταύγειες,
νιώθω μια έξαψη να με κυκλώνει 5
σαν θυμάμαι τα χρώματα του ορίζοντα
και κείνες τις θαλασσινές διακυμάνσεις,
νιώθω ένα παράξενο τρεμούλιασμα
σαν θυμάμαι τις γήινες μυρουδιές
και κείνο το καφετί χώμα,
υγρό ακόμα στις παλάμες μας,
νιώθω θυμό
και απελπισία απέραντη
καθώς αναλογίζομαι
πόσοι και πόσοι ποιητές ασέλγησαν στο όνομά της, 15
πόσοι και πόσοι ποιητές εκτονωθήκανε στο όνομά της.
Μα κυριότερα,
πόσοι και πόσοι ποιητές ΔΕΝ θα αντισταθούν στο όνομά της.
Και το όνομα αυτής: Αμμόχωστος
«ΑΝΤΙ-ΘΕΣΕΙΣ» (1978)
ΠΟΛΥΒΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ
ΠΡΟΔΙΑΓΡΑΦΗ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΝΕΟΥΣ ΠΟΙΗΤΕΣ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟ
Γ
Σηκώνεσαι ελάχιστα
και βλέπεις στον άλλο Πενταδάχτυλο
Φλαμούδι Δαυλό ιερή Ακαθθού
μικρές πατρίδες της μέλισσας
που δεν τες τρυγάει κανείς
ξεροί βολβοί κυκλάμινων
που δεν τους χωρά’ η γη
σημεία των πολυβολείων
τώρα
ν’ αδιαφορούν
λιοχώρια των αιώνων
ν’ αποστρέφονται τον άνεμο
και τη μάνα του
και τη γενιά του
καρτζί στην άλλη θάλασσα
Δ
Κλείνεις τα μάτια επιστρέφοντας
ώρα που κατεβαίνει ο ήλιος
κι ο δρόμος παίζει μαζί σου
στες στροφές των υψάρων
ανάμεσα Γαστριά και Πατρίκι
η Βάλια σε αποχαιρετά
ίδια φιλία που αραιώνει
η μυρωδιά της
μόλις ο δρόμος ισιώνει κι ανοίγει
στο φως
που σε πιτσιλίζει
χίλια κομματάκια το φως της πρώτης θάλασσας
σαν από πλατιά υγρή φλέβα υψάρων που συνεχίζεται
και σε προσεγγίζει ανεπαίσθητα
αυτό είναι λες το Πογάζι
καλός σταθμός
τα ζευγαράκια μετρούν το πέτρινο στήθος
της αποβάθρας
μέσα στ’ απλωμένα δίχτυα
τετραγωνίζεται όλ’ η θάλασσα […]
«ΠΡΟΔΙΑΓΡΑΦΗ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΝΕΟΥΣ ΠΟΙΗΤΕΣ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟ» (1976).
ΑΝΘΟΣ ΛΥΚΑΥΓΗΣ
ΜΗΤΡΟΚΤΟΝΙΑ
Με τα νεκρά κοχύλια της
μαζεύει το πρώιμο αίμα
η θάλασσα
βογκώντας. Κι ο ήλιος
καρφωμένος πισώπλατα
μέσα στη νύχτα του μεσημεριού
σιωπά κοιτώντας.
Ιούλιο μήνα
βγαίνουν τα μαχαίρια
στον κάμπο. Και το βουνό
πιστάγκωνα δεμένο
σαν το τραγί στα χέρια
του χασάπη.
Το φονικό
οργώνει πρώτα τη ματιά
πριν συναντήσει το κορμί
στο δίστρατο και στράφτει
σαν ατσάλι
στη χούφτα του καλοκαιριού.
Αυτούς που κάρφωσαν
πισώπλατα τον ήλιο
τους είδε μες στη νύχτα
το φεγγάρι. Κι έτσι μαθές
το γνώρισεν η γη
μες στην αγρύπνια της
κι η θάλασσα
καθώς βογγούσε
μαζεύοντας με τα νεκρά κοχύλια
το πρώιμο αίμα
του Ιουλίου.
«ΑΝΑΦΟΡΑ ΠΡΟΣ ΚΙΜΩΝΑ» (1980)
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΟΛΕΣΚΗΣ
Ο ΚΟΣΜΟΣ ΠΟΥ ΑΓΑΠΗΣΑΜΕ
Ο κόσμος που αγαπήσαμε
απομένει πίσω απ’ τα συρματοπλέγματα
και τους ξένους στρατούς,
ζει σαν φάντασμα μέσα σε έρημα τοπία,
μπαινοβγαίνει μέσα σε χαλασμένα σπίτια,
δειπνάει σε εγκαταλειμμένα τραπέζια.
Ο κόσμος που αγαπήσαμε απόμεινε
ένας δρόμος σπαρμένος με πτώματα,
ένα ξερό πηγάδι με τρεις αγνώριστους νεκρούς,
μια πόρτα ανοιχτή σε μισοχαλασμένο σπίτι,
που τη χτυπά αδιάκοπα ο αγέρας,
ένας νεκρός σκύλος
με φουσκωμένη την κοιλιά του, σαν σακκί, πλάι στην εξώπορτα.
Δεν μπορούμε να το συλλογιστούμε αλλιώς
παρά μονάχα όπως τον αφήσαμε τούτο τον κόσμο
κι όλο θέλουμε να γυρίσουμε
για να βάλουμε τάξη.
«ΜΕΓΑΛΟ ΠΟΥ ΗΤΑΝ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ» (1980)
ΝΙΚΗ ΜΑΡΑΓΚΟΥ
ΤΗΣ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ
Εσύ που με το αλφαβητάρι της θάλασσας στο χέρι
μου ’μαθές γραφή κι ανάγνωση
τη γεύση τού αχινού
το φιλί της αχιβάδας
το κυμάτισμα των φυκιών
και τα μικρά τα πράσινα τα ξέφωτα
απ’ όπου έμπαινε ορμητικά το πέλαγος
πού χάθηκες και ποιός
πρωτοστατεί τώρα στα κύματα
πώς μ’ άφησες κι έφυγα
συλημένη κι ελεύθερη μες στους νεκρούς
σφίγγοντας τα δικά σου λόγια τ’ απογεύματα
τού Αη Μέμνιου στην ατέλειωτη σειρά με τ’ αυτοκίνητα
πού κάθε τόσο σταματούσαν οι εθνοφρουροί
«Προσδοκώ ανάσταση των αμμουδιών» είπες
στην ’Αμμόχωστο στο έμπα του Σεπτέμβρη
τραβιέται πίσω η θάλασσα και σχηματίζονται μικρές λίμνες
Μη μου μιλάς για το βαθύ κρεβάτι
το σπίτι με τις αγριοσυκιές
τις πέτρες τις αστραφτερές
και τις επαναληπτικές φωνές
σε λίγο θα ’ρθουν οι βροχές
κι ή παραλία θα ’ναι έρημη χωρίς σκιές
«ΤΑ ΑΠΟ ΚΗΠΩΝ» (1980)
ΛΕΥΚΙΟΣ ΖΑΦΕΙΡΙΟΥ
ΧΩΡΙΣ ΑΝΑΠΝΟΗ
Πέρασα μέσα από μια κόλαση φωτιάς
τα μετρό δεν έχουν φτάσει στη χώρα μου
κι έτσι μου είναι δύσκολο
να τραγουδώ χωρίς λόγο
κάποιος μέσα μου αποπατεί
ανθοδέσμες μουσικές προκαλεί
μιαν έκρηξη γέλιου
κι ύστερα φεύγει.
Αυτοί που έχτισαν τους καταυλισμούς
αποκοιμήθηκαν μέσα μου
τους κουβαλώ κάθε μέρα στη δουλειά
στον ύπνο στους απογευματινούς περιπάτους
στα εγκαίνια των εκθέσεων
στα σινεμά στις υπουργικές
εγκυκλίους στις συνεδριάσεις της βουλής
στις στήλες των εφημερίδων.
Αυτοί που έχτισαν τους καταυλισμούς
απομαγνητοφώνησαν και τη φωνή μου
τεμαχίζουν τα λόγια μου
κομμάτι κομμάτι μ’ αποσυνθέτουν
προσπαθώντας να πλαστογραφήσουν
και τα δαχτυλικά μου αποτυπώματα ακόμη
«ΑΠΟΜΑΓΝΗΤΟΦΩΝΗΣΗ» (1978)
Ένας από τους συντελεστές της εκδήλωσης, ο Τόλης Νικηφόρου γράφει στο ιστολόγιο του «ΜΥΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑ» :
Ο Δήμος Θεσσαλονίκης, σε συνεργασία με τη Λέσχη Γραμμάτων και Τεχνών Β. Ελλάδος και την Πανελλήνια Πολιτιστική Κίνηση, πιστεύοντας ότι η όξυνση της ποιητικής μας ευαισθησίας μας οδηγεί (όχι φυσικά από μόνη της αλλά οπωσδήποτε σταθερά και με πληρότητα) στην κοινωνική συνειδητοποίηση και ότι η ζωντανή επαφή ανάμεσα στον ποιητή και στον δέκτη της ποίησης – το κοινό – λειτουργεί θετικά (σε κάθε περίπτωση είτε άμεσα είτε έμμεσα), διοργάνωσε πέρυσι την Πρώτη Πανελλήνια Ποιητική Συνάντηση, στην οποία πήραν μέρος 16 ποιητές απ’ όλη την Ελλάδα, που πρωτοεμφανίστηκαν στην εικοσαετία 1960-1980.
Στη φετινή Δεύτερη Πανελλήνια Ποιητική Συνάντηση, η παρουσίαση της ποίησης των χρόνων 1960 κ.ε. συμπληρώνεται με τη σημαντικότερη ελληνική «περιφερειακή» ποιητική παραγωγή έξω από την Ελλάδα, την Ελληνοκυπριακή. Έτσι καλύπτεται ένα μεγάλο κενό στην ενημέρωση του ελλαδικού κοινού σχετικά με τη σύγχρονη κυπριακή ποίηση και δίνεται η δυνατότητα σύγκρισης της ποίησης που αναπτύχθηκε στον ελλαδικό και κυπριακό χώρο μέσα στις τελευταίες δεκαετίες, κάτω από την καταλυτική επίδραση των ιστορικών και κοινωνικών γεγονότων της περιόδου. Στη συνάντηση παίρνουν μέρος 14 ποιητές από την Κύπρο, που πρωτοεμφανίστηκαν με βιβλίο τους στα χρόνια 1960-1980.
(όλα αυτά περιλαμβάνονται σε ένα δίφυλλο που εξέδωσε ο Δήμος Θεσσαλονίκης τη χρονιά εκείνη)
Ακολουθούν αποσπάσματα από τις εντυπώσεις ενός από τους Κύπριους ποιητές σε ένα πρόχειρα
δακτυλογραφημένο ανώνυμο αλλά απόλυτα αληθινό και συγκινητικό κείμενο:
Ένας κρεμαστός κήπος γεμάτος ποιητές της Θεσσαλονίκης
«Η συγκίνηση άρχισε στο αεροδρόμιο της Λάρνακας, καθώς σιγά-σιγά μαζευόμαστε, οι ποιητές που θα παίρναμε μέρος στην Πανελλήνια Ποιητική Συνάντηση της Θεσσαλονίκης. Κορυφώθηκε τις δυο επόμενες βραδιές στο Θέατρο του Κήπου, όπου οι δεκατέσσερις διαφορετικές ποιητικές φωνές μας ενώθηκαν κι έγιναν μια φωνή, η φωνή της Κύπρου, γεμάτη πάθος νεανικό αλλά και – σύμφωνα με τη γενική διαπίστωση – ποιοτική ωριμότητα. Την τρίτη μέρα, Κυριακή μεσημέρι, οι δεκατέσσερις μας μοιραστήκαμε σε διάφορα καλλιτεχνικά σπίτια της φιλόξενης Θεσσαλονίκης. Εκεί, λοιπόν, στη βεράντα της Ηλέκτρας και του Βασίλη Ιωαννίδη, η συμπυκνωμένη πια συγκίνηση μετατράπηκε σε μια σειρά από εξομολογήσεις …..
Στο τραπέζι λιχουδιές βαλκανικές. Πιπεριές, κολοκυθάκια, μουσακάς, η Ηλέκτρα το ‘βαλε σκοπό να μας εντυπωσιάσει. Ανάμεσα στα τσουγκρίσματα του παγωμένου κρασιού, αρχίζεις να μετράς τις γλάστρες. Γρήγορα χάνεις τον λογαριασμός, παραδίνεσαι στη ματαιότητα της απόπειρας. Χιλιάδες οι γλάστρες και τα γλαστράκια. Ο κισσός, ξεκινώντας από ένα βαρέλι, αγκαλιάζει ολόκληρο τον τοίχο, και ανταγωνίζεται κάποιο άλλο αναρριχητικό. Γιασεμιά, κρίνα, γαζίες ,γεράνια, ποιος το ‘πε ότι όλα αυτά θέλουν γη για να γίνουνε, θέλουν απλώς αγάπη, ένας πράσινος ποταμός που ξεχειλίζει απ’ όλες τις πλευρές κάτω από το μπαλκόνι, εισχωρεί και μέσα στο σπίτι, τα παράθυρα και τις ανοιγμένες μπαλκονόπορτες. – Αγαπώ τα λουλούδια, είναι η μόνη αδυναμία που δεν μπορώ να καταργήσω για χάρη της ξεκούρασης μου, λέει η Ηλέκτρα απλά.
Η Ηλέκτρα αγαπά τα λουλούδια, η Ηλέκτρα και ο Βασίλης αγαπούν την τέχνη, εκείνη είναι φαρμακοποιός κι εκείνος γιατρός, μας έχουν αναλάβει υπό την προστασία τους μαζί με τους άλλους της Πανελλήνιας Πολιτιστικής Κίνησης, τον Τόλη Νικηφόρου, τον Γιώργο Κεχαγιόγλου, τον Γιάννη Καρατζόγλου, και μερικούς ακόμα, επώνυμους και ανώνυμους. Κι εμεις οι δεκατέσσερις αφηνόμαστε σαν παιδιά που βρέθηκαν σε χώρο πατρικό. Ο Κυριάκος λέει αθώα αστεία, ο Πολύβιος μοιράζει τα φρεσκοτυπωμένα του βιβλία, ο Θεοδόσης διηγείται ιστορίες καλογήρων και παλαιών εκκλησιών, ο Λεύκιος εξομολογείται μερικά κεφάλαια από το βιογραφικό του που ετοιμάζει, ο Νεοκλής ψωνίζει για την οικογένεια, ο Άνθος παραπονιέται για τη μπριζόλα που έφαγε ο Λεύκιος, ο Μιχάλης ρεμβάζει πίσω από τον καπνό της πίπας, η Νίκη ψάχνει να βρει τα ίχνη των παιδικών χρόνων στις πάνω γειτονιές, ο Γιώργος διηγείται τις περιπέτειες Μόσχα – Θεσσαλονίκη με σιδηρόδρομο, η Ντίνα φορτώνεται την ευθύνη των εισιτηρίων δεκατεσσάρων ποιητών, η Πίτσα νοσταλγεί την κόρη της και ο Νίκος τον γιο του …
Ζούμε κάτι το πρωτόγνωρο. Όλα έχουν χαθεί για τέσσερις μέρες. Προσωπικοί μικροεγωισμοί και φιλοδοξίες, αντιζηλίες και κακεντρέχειες, πολιτικές διαφορές και αντιπάθειες. Ξαφνικά γίναμε όλοι μια ομάδα. Κύπριοι ποιητές, σχεδόν της ίδιας γενιάς, άλλος λίγα χρόνια πάνω, άλλος λίγα χρόνια κάτω, που ανακαλύπτουμε ο ένας τον άλλο. Νομίζω ο Λεύκιος το είπε, ύστερα από τη συζήτηση με το κοινό την πρώτη μέρα: Το καλύτερο μάθημα είναι πως δεν ξέρουμε ο ένας τον άλλο και πρέπει να γνωριστούμε.
Αυτή η ανάγκη να γνωριστούμε φάνηκε κι από το γεγονός ότι δεν χωριζόμαστε σε μικρές μόνιμες. ομάδες. Η γνωριμία γίνεται σιγά-σιγά, αβίαστα, στο λεωφορείο, στο τραπέζι του προγεύματος, στο χωλ του ξενοδοχείου – βιβλία ανταλλάσσονται, αστεία και πειράγματα ρίχνονται, τα ανέκδοτα δίνουν και παίρνουν. Οι ποιητές κατά κανόνα είναι αφηρημένοι, βοηθά και η ατμόσφαιρα. Η Θεσσαλονίκη ανοίγει την καρδιά της και τις αγκάλες της να μας υποδεχτεί. Μας δείχνει τις εκκλησιές της, τις χτισμένες με κεραμικά στο χρώμα της τερακότας, μας γνωρίζει τις ταβερνούλες και τα ζαχαροπλαστεία της. Μας κατεβάζει τη νεολαία της στο δροσερό θεατράκι του κήπου, να ακούσει του στίχους και να συζητήσει μαζί μας προβλήματα της ποίησης, προβλήματα των συγγραφέων και, πάνω απ’ όλα, προβλήματα της Κύπρου.
Ποιος από μας θα ξεχάσει τη συγκίνηση που νιώσαν και τις δύο βραδιές οι μισοί από μας που κάθονταν σαν ακροατές στην πλατεία για να ακούσουν τους άλλους μισούς να διαβάζουν τους στίχους τους …Στίχους που με την ιδιομορφία τους, την προσωπικότητα του ύφους τους, είχαν ωστόσο κεντρικό άξονα κοινό και στόχο ένα, τη μικρή βασανισμένη πατρίδα. Και ποιος θα ξεχάσει τα θερμά λόγια του Δημάρχου Θεσσαλονίκης στο καλωσόρισμα που μας έκανε …
Η Θεσσαλονίκη μας έδωσε όλους ένα μάθημα. Ο Γιώργος Κεχαγιόγλου στην εισαγωγή του για τη συνάντηση αλλά και στο σύντομο σημείωμα που έγραψε μετά απ’ αυτήν, μίλησε με ενθουσιασμό για την ποίηση της Κύπρου. Πέρα όμως από αυτό και πέρα από το ότι στην Ελλάδα ελάχιστα είναι γνωστή η κυπριακή ποίηση, το ουσιώδες στη ποιητική συνάντηση της Θεσσαλονίκης ήταν πως εμείς οι δεκατέσσερις Κύπριοι ποιητές νιώσαμε στη Θεσσαλονίκη περήφανοι που είμαστε ποιητές και που είμαστε Κύπριοι.
Στη βεράντα λοιπόν της Ηλέκτρας και του Βασίλη, αργά πια το απόγευμα, την ώρα του καφέ, έγινε ο απολογισμός. Πάρθηκαν οι αποφάσεις για μια συνέχεια, για μια «επισημοποίηση» των δεσμών, για άλλες παρόμοιες συναντήσεις και σε άλλους χώρους με περισσότερους ανθρώπους. Για να δούμε …»
ΚΑΙ Ο ΤΟΛΗΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΣΧΟΛΙΑΖΕΙ
Όπως ίσως συχνά συμβαίνει σε παρόμοιες περιπτώσεις, οι αποφάσεις δεν υλοποιήθηκαν. Τα πρώτα χρόνια είχα επαφή με αρκετούς από τους ποιητές της Κύπρου, αργότερα μου έμειναν μόνο τρεις. Εκτός από την αλληλογραφία και την ανταλλαγή βιβλίων που έχω και με τον Νίκο Ορφανίδη, τους δύο τους ξανασυνάντησα στη Θεσσαλονίκη. Είναι ο Γιώργος Μολέσκης και ο Λεύκιος Ζαφειρίου. Σίγουρα θα υπάρχουν και άλλες επαφές, ίσως από τον Βασίλη Ιωαννίδη και τον Γιάννη Καρατζόγλου, πιθανότατα από τον Γιώργο Κεχαγιόγλου, που γνωρίζει την ποίηση της Κύπρου όσο κανείς άλλος. Το γεγονός όμως παραμένει ότι μόλις τώρα, 30 και πλέον χρόνια αργότερα, με τον Ανέστη Ευαγγέλου που είχε την ιδέα των Πανελληνίων Ποιητικών Συναντήσεων, να έχει φύγει τη δεκαετία του “90, αρχίζει να διαφαίνεται η δυνατότητα μιας συνέχειας, κυρίως με τους νεότερους Κύπριους ποιητές. Την ιδέα έφερε στην επιφάνεια, χωρίς να γνωρίζει όλα όσα είχαν προηγηθεί, ο μόνιμα εγκατεστημένος στη Θεσσαλονίκη Κύπριος ποιητής και φίλος Ανδρέας Καρακόκκινος. Να κάνουμε,. δηλαδή, μια εκδήλωση στην πόλη μας για τους ποιητές της Κύπρου. Εύχομαι να πραγματοποιηθεί η ιδέα και θα βοηθήσω τον Ανδρέα για τον σκοπό αυτό όπως μπορώ.
http://secrets-and-documents.blogspot.gr/2013/11/1982.html
ΚΑΙ Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΑΝΩΝΥΜΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΕΝΑΣ ΚΡΕΜΑΣΤΟΣ ΚΗΠΟΣ… ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΗΝ ΥΠΟΦΑΙΝΟΜΕΝΗ, ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ “ΠΡΟΣΩΠΟ ΜΕ ΠΡΟΣΩΠΟ” ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΙΓΟΚΕΡΩΣ, ΑΘΗΝΑ 1984.
ΕΛΛΗ ΠΑΙΟΝΙΔΟΥ, ΜΑΙΟΣ 2014
ΟΣΟ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΚΥΠΡΙΟΥΣ ΠΟΙΗΤΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΣ, ΔΙΑΚΡΙΝΩ ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΤΟΝ ΝΙΚΟ ΟΡΦΑΝΙΔΗ ΚΑΙ ΔΕΞΙΑ ΤΟΥΣ ΓΙΩΡΓΟ ΜΟΛΕΣΚΗ, ΜΙΧΑΛΗ ΠΑΣΙΑΡΔΗ ΚΑΙ ΛΕΥΚΙΟ ΖΑΦΕΙΡΙΟΥ. ΥΠΗΡΞΕ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΜΙΑ ΑΞΕΧΑΣΤΗ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΙΧΕ ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΣΥΝΕΧΕΙΑ. Ε.Π.
Ε.ΠΑΙΟΝΙΔΟΥ.
Η ποιητική συνάντηση αναβίωσε και έτσι το Νοέμβρη του 2014 ξεκίνησαν οι συναντήσεις ανάμεσα στην Εταιρία Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης και την Ένωση Λογοτεχνών Κύπρου.
Το 2014 στη Θεσσαλονίκη, το 2015 στη Λευκωσία και περιμένουμε σύντομα την επόμενη στη Θεσσαλονίκη.
https://whenpoetryspeaks.wordpress.com/2014/12/15/%CE%B2%CF%81%CE%B1%CE%B4%CE%B9%CE%B1-%CE%BA%CF%85%CF%80%CF%81%CE%B9%CE%B1%CE%BA%CE%B7%CF%83-%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%B7%CF%83%CE%B7%CF%83-%CF%83%CF%84%CE%B7-%CE%B8%CE%B5%CF%83%CF%83%CE%B1%CE%BB%CE%BF/