ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΟΥΛΑΣ

Ο Γιώργος Τούλας γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1966. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες με ειδίκευση στα ΜΜΕ στο ΕΚΠΑ. Εργάζεται ως δημοσιογράφος από το καλοκαίρι του 1988, σε ραδιόφωνα, εφημερίδες και περιοδικά. Το 1989 εξέδωσε την parallaxi, το παλαιότερο free press στην Ελλάδα, που έκτοτε κυκλοφορεί χωρίς διακοπή στη Θεσσαλονίκη. Το 2010 ίδρυσε το πείραμα αστική παρέμβασης «Η Θεσσαλονίκη Αλλιώς», στο πλαίσιο του οποίου έχουν πραγματοποιηθεί δεκάδες δράσεις αστικού ακτιβισμού. Από 1994 διατηρεί εκπομπή στην πρωινή ζώνη του 95.8 FM της ΕΡΤ3. Από τις εκδόσεις Επόμενος Σταθμός κυκλοφορεί το αντιρατσιστικό παραμύθι του Ο Τσουρέκης που τον έλεγαν Ελία. Ακολούθησε το  βιβλίο με διηγήματα Μακρινές γειτονιές το 2022 από τις εκδόσεις Πόλις.

.

.

ΜΑΚΡΙΝΕΣ ΓΕΙΤΟΝΙΕΣ (2022)

ΕΚΑΤΟ ΠΑΡΑ ΚΑΤΙ

Είχε μια συνήθεια να κρύβει κομμάτια ψωμί κάτω από το στρώμα, από φόβο μην ξεμείνουμε ποτέ, μη γυρίσουν τα παλιά, τα δύσκολα, τα στενάχωρα. «Τι λες, μωρέ γιαγιά;» της λέγαμε. «Δεν βλέπεις πώς ζούμε πια;» Δεν έλεγε να καταλάβει. Ούτε αποδεχόταν τις αλλαγές. Αρνιόταν να απαντήσει στο τηλέφωνο, όταν επρόκειτο να ξεντυθεί πήγαινε στο μέσα δωμάτιο, ακόμα κι όταν ήταν μόνη, μην τύχει και τη δει ο κύριος που έλεγε τις ειδήσεις στην τηλεόραση, τον οποίο πάντα καλησπέριζε. Μερικές φορές, για να βεβαιωθεί ότι πραγματικά υπήρχε, έβγαζε μια παλιά κόλα γλασέ, μπλε χρώματος, όπου είχε τυλιγμένη προσεκτικά την ταυτότητά της, την οποία απέκτησε πολύ αργά, και την κοιτούσε. «Αν χρειαστεί μετά θάνατον να τη δείξετε στον νεκροθάφτη, εδώ την έχω τυλιγμένη», έλεγε.
«Ποιον νεκροθάφτη, γιαγιά, σε λίγο θα γιορτάσουμε τα εκατό σου». Τότε έσκαγε ένα ωραίο χαμόγελο, της κρυφής ελπίδας, αν και ελαφρώς άσφαιρο, διότι δόντια δεν είχε από χρόνια. Δεν γνωρίζαμε πότε ακριβώς είχε
γεννηθεί, ούτε μέρα ούτε μήνα, ακόμα και τη χρονιά κατά προσέγγιση την ξέραμε. Οι δικοί μου είχαν δηλώσει μια χρονολογία στο περίπου για να μπορέσει να πάρει τη σύνταξη του ΟΓΑ. Το μόνο βέβαιο ήταν ο τόπος γέννησης, τα υπόλοιπα τα υποθέταμε.
Κάθε χρόνο, τη συμβολική μέρα που είχαμε ορίσει ως γενέθλια ημέρα, το ρίχναμε έξω. «Κοντεύεις, γιαγιά, εκατό παρά οχτώ, παρά εφτά», και πάει λέγοντας. Μετά τα ενενήντα, γινόταν πάρτι κανονικό. Επειδή ήταν γερό ποτήρι, εκείνη την ημέρα αφηνόταν εντελώς. Ούτε το τυπικό «μη μου βάζετε, δεν κάνει» έλεγε. Το έτσουζε κανονικά. Και μετά, χαλαρή, άρχιζε να μιλά για πολέμους, για ζόρια, για τον άντρα της που τον έχασε από πνευμονία όταν ήταν κοριτσάκι ακόμα, για τον γαμπρό της που οι φασίστες περιέφεραν το κεφάλι του στο χωριό. Όλα σκοτεινά. Όλα μακάβρια. Απομεινάρια μιας δύσκολης ζωής. «Πες, ρε γιαγιά, και κάτι ευχάριστο, που να πάρει!» της λέγαμε. Και τότε, τις περισσότερες φορές, τραγουδούσε: «Μια Παρασκευή και ένα Σάββατο βράδυ…»
Το εκατό είχε γίνει σλόγκαν στο σπίτι. Το περίμενε και η ίδια, κι ας μην το παραδεχόταν δημόσια. Φαινόταν στο βλέμμα της, ήλπιζε ότι όλα θα πήγαιναν καλά, θα το μηδένιζε το κοντέρ, θα τον νικούσε τον χρόνο. Κάθε φορά όμως που μαθαίναμε για κάποια συνομήλική της που είχε φύγε, σκοτείνιαζε. «Είδες η κυρα-Μαρία, δεν τα κατάφερε…» «Βρε, τι σχέση έχεις εσύ με την
κυρα-Μαρία; Εσύ είσαι από σίδερο, τα εκατό τα ’χεις στην τσέπη. Τον ξεγέλασες τον θάνατο», την παρηγορούσαμε. Τότε γελούσε πονηρά και έπινε κάνα τσίπουρο.
«Ενενήντα τέσσερα, ενενήντα πέντε. Πάμε, γιαγιά, κοντεύουμε», της λέγαμε. Είχε αρχίσει να πέφτει. Αυτή, που ούτε ασπιρίνη δεν είχε πάρει ποτέ, μας άφηνε σιγά σιγά. Το ένιωθες. «Έλα, πάμε για τα εκατό», της έλεγα.
Η γιαγιά Παναγιώτα έφυγε πριν από τα ενενήντα έξι της χρόνια. Κάτω από το στρώμα της, βρέθηκε ένα κομμάτι ψωμί και η ταυτότητα διπλωμένη με την μπλε κόλα γλασέ. «Τόπος γεννήσεως: Αιμιλιανός Γρεβενών».

ΜΕ ΤΙΣ ΕΛΙΕΣ ΣΤΗΝ ΤΣΕΠΗ ΤΗΣ ΠΟΔΙΑΣ

Σχολείο πήγα μικρός. Προνήπιο. Θα μπορούσα να είχα περάσει άλλη μία χρονιά στην αγκαλιά της μάνας μου. Στον παιδικό σταθμό «Ελπίς», στην Κάτω Τούμπα. Ολοήμερο πρόγραμμα. Ένα διώροφο κτίριο με αυλή, προστατευμένη από ψηλό τείχος και συρματοπλέγματα. Να μην μπορεί κανείς να μπει ή να βγει από την ώρα που έκλεινε η σιδερένια πόρτα. Όταν πήγαμε
για να γραφτώ, ένιωσα εκείνο τον κόμπο στον λαιμό που σου κόβει την ανάσα. Δεν μου έφυγε παρά μήνες μετά. Ήταν δικτατορία τότε και όλα είχαν μία επίφαση αυστηρότητας. Το όλο σκηνικό γινόταν πιο δραματικό. «Εδώ θα τρώει πρωινό και μεσημεριανό. Υποχρεωτικός ύπνος το μεσημέρι στις κουκέτες. Θα τον παίρνετε το απόγευμα», είπαν στη μάνα μου.
Την πρώτη μέρα που μου φόρεσαν την καλοσιδερωμένη μπλε ποδιά με τον άσπρο γιακά -τότε, φορούσαν όλοι, αγόρια κορίτσια- και περάσαμε τη σιδερένια πόρτα, ένιωσα όπως οι κατάδικοι όταν αφήνουν τον έξω
κόσμο πίσω τους. Αρνιόμουν πεισματικά να αφήσω το χέρι της μάνας μου. «Αν φύγεις, θα κάνω εμετό», της είπα. Η κυρία Ιωάννα, που θύμιζε φράου των Ες Ες, διηύθυνε τον σταθμό με στρατιωτική πειθαρχεία —
«Έλα, ήρθε η ώρα να μεγαλώσεις». Εμετό έκανα μόλις έφυγε η μάνα μου κυρίως επειδή το είχα πει, αλλά μου ήταν και εύκολο. Όταν πιεζόμουν, για χρόνια, μέχρι τις Πανελλαδικές, τα έβγαζα.
Με συνόδευσαν με τα χίλια ζόρια στην αίθουσα του πρωινού, όπου κάναμε προσευχή και καθίσαμε να φάμε. Είχε τσάι με ελιές. Ελιές δεν έτρωγα με τίποτε. Ήπια το τσάι και έβαλα τις ελιές στην ποδιά μου, στην μπροστινή τσέπη. Μόλις βγήκαμε για διάλειμμα στην αυλή, τις πέταξα ψηλά να χαθούν πίσω από τον φράχτη. Όμως είχαν αφήσει τη λαδιά τους. Προδοσία. Φορούσα τη λαδωμένη ποδιά για το υπόλοιπο της χρονιάς. Και κάθε μέρα, επαναλάμβανα το ίδιο παιχνίδι άρνησης.
Το μεσημέρι, μας πήγαν στον πάνω όροφο για ύπνο. Είχα αποφασίσει να ανεβώ στην πάνω κουκέτα, γιατί ήξερα ότι δεν θα κλείσω μάτι. Φοβόμουν πως αν αποκοιμιόμουν, θα έμενα εκεί για πάντα. Έτσι, έκανα τον κοιμισμένο, όταν περνούσαν οι Ες Ες για να ελέγξουν αν ήμασταν ξύπνιοι. Έκανα το ίδιο κόλπο κάθε μεσημέρι. Μέχρι που μας ξυπνούσαν βάρβαρα με ένα κουδούνι. Ήταν η λύτρωσή μου. Σήμαινε το τέλος του σχολικού ωραρίου.
Όταν είδα τη μάνα μου στην εξώθυρα, εκείνη την πρώτη μέρα, ένιωσα σαν φαντάρος που απολύεται μετά από τρία χρόνια θητεία. Σε όλο τον γυρισμό, η μάνα με ρωτούσε πώς τα πέρασα. Άχνα δεν έβγαλα. Με τον καιρό, συνήθισα. Όταν όμως καμιά φορά αγρίευαν οι κυρίες που μας πρόσεχαν, εγώ έτρεχα για τον γνωστό εμετό.
Η ποδιά δεν καθάρισε ποτέ από τη λαδιά. Ήταν το σήμα κατατεθέν της άρνησής μου. Κοίταζα συνωμοτικά τον λεκέ και ήξερα πως αυτό ήταν η δική μου αντίσταση.

ΑΣΤΕΡΙΑ ΣΚΟΝΙΣΜΕΝΑ

Είναι δύο ώρες που απολύθηκε. Στην αρχή, άκουγε για άλλους, και δικούς τους και ξένους. Έπειτα, οι ιστορίες των άλλων έγιναν η δική του ιστορία. Ένα πρωί το αφεντικό δεν φάνηκε. Το μαγαζί, από τα μεγαθήρια της Μοναστηριού, δεν άνοιξε. Υπήρχαν υπόνοιες ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Οι τύποι από τις τράπεζες μπαινόβγαιναν τελευταία. Μια συνάδελφος από το λογιστήριο έλεγε πως αυτή τη φορά δεν τη γλιτώνουμε.
Εκείνο το πρωί, έφυγαν σαν χαμένοι προς τον σταθμό. Κάθισαν σ’ ένα καφενείο για να δουν τι θα κάνουν. Κάνεις δεν μιλούσε. Στο κέντρο, είχαν ήδη πάρει να στολίζουν χριστουγεννιάτικα. Εκείνος δεν πήγε σπίτι αμέσως. Τι να τους πει; Πήγε στην τράπεζα. Σήκωσε όλο το υπόλοιπο, δεν ήταν και πολλά. Της γυναίκας είχε να της πάρει δώρο από μια επέτειο πριν από τρία χρόνια. Οι κόρες του είχαν έτοιμες λίστες για τις γιορτές το γράμμα στον άγιο δεν είχε ταχυδρομηθεί ακόμα, στην τσάντα το κουβαλούσε μια βδομάδα τώρα. Ζαχάρωνε και ένα κοστούμι κάθε φορά που περνούσε από τη Βενιζέλου. Όχι κάτι ακριβό, ένα απλό, γκρι με ρίγες, αλλά σαφώς καλύτερο από το παλιό που είχε ξεφτίσει. Και πέρσι θα μπορούσε να το είχε πάρει, αλλά τα παιδιά πάντα προέχουν. Πήρε κάτι για όλους, το κοστούμι περίσσευε. Μπήκε στο μαγαζί, το καμάρωσε, το πρόβαρε. «Θα έρθω με τη γυναίκα μου», είπε, «να το δει και κείνη. Μην πάρω μόνος την απόφαση». Στάθηκε για λίγο στη βιτρίνα κι ύστερα έφυγε.
Στη Μητροπόλεως, ένα ταξιδιωτικό πρακτορείο διαφήμιζε πρόσφορες στα χιόνια. Βουλγαρία με 250 ευρώ. Δύο μέρες όλα πληρωμένα. «Δεν βαριέσαι, για τα παιδιά θα είναι μια χαρά», σκέφτηκε κι έκλεισε για την παραμονή των Χριστουγέννων, με πούλμαν.
Το μεσημέρι, η γυναίκα του τον άρπαξε από τα μούτρα. «Δεν χρειαζόμαστε ταξίδι. Ο μισθός σου τον άλλο μήνα θα πάει όλος για τα φροντιστήρια. Το σπίτι θέλει επισκευές. Τα παράθυρα μπάζουν από παντού. Δεν μπορείς να το ακυρώσεις;» Δεν μιλούσε, μόνο την άκουγε.
Ανέβηκε στην ταράτσα να κάνει ένα τσιγάρο. Τα περιστέρια του γείτονα αλώνιζαν, σαν τα πουλιά του Χίτσκοκ πετούσαν πάνω από το κεφάλι του. Δυο ηλεκτρολόγοι προσπαθούσαν να συνδέσουν λαμπάκια σε μια πολυκατοικία απέναντι. Ξαφνικά, σαν να άλλαξε η γειτονιά. Θύμιζε σκηνικό από χριστουγεννιάτικη διαφήμιση, όπου όλοι τρέχουν να προλάβουν να φτάσουν
στο σπίτι, κάποιος τους υποδέχεται με μια αγκαλιά, ανοίγουν δώρα, ακούγεται ο Φρανκ Σινάτρα.
Η γυναίκα του ανέβηκε να δει γιατί αργεί. «Τι κάνεις εδώ πάνω μες στο κρύο; Σβήσε το τσιγάρο κι έλα να βοηθήσεις στο τραπέζι. Και να πέσεις νωρίς για
ύπνο. Αύριο είναι Παρασκευή και πιάνετε δουλειά στις εφτά με τις πληρωμές».
«Μείνε λίγο να σου πω», της είπε, «μη φεύγεις».
Εκείνη στάθηκε μακριά. «Σ’ ακούω», του είπε.
«Τι λες να τα μαζέψουμε να πάμε στης ξαδέρφης σου; Εδώ δεν έχει μέλλον πια για μας».
«Τρελάθηκες;» του είπε κείνη και κούμπωσε βιαστικά τη ζακέτα που είχε ριγμένη στους ώμους. «Τι δουλειά έχουμε εμείς στο Γιοχάνεσμπουργκ; Άντε, πάμε κάτω, θα κρυώσει το φαΐ».
«Κατέβα κι έρχομαι», της είπε.
Πήγε στο αυτοκίνητο, πήρε τα δώρα. Μετά το φαγητό, τους ευχήθηκε χρόνια πολλά και τους τα έδωσε.
«Μα είναι είκοσι μέρες μέχρι τα Χριστούγεννα,
μπαμπά», είπε η κόρη του με απορία. «Ακόμα δέντρο δεν στολίσαμε». Τον ρώτησαν τι πήρε για τον εαυτό του.
«Υπομονή. Δυο σακιά υπομονή»

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΜΑΚΡΙΝΕΣ ΓΕΙΤΟΝΙΕΣ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΛΙΕΝΤΖΙΔΗΣ

parallaximag.gr 11/5/2023

Συμπονώντας τους πονεμένους

Ένας χάρτης της Ελλάδας και μια Νηρηίδα να τον κρατά. Αυτό είναι το εξώφυλλο της συλλογής διηγημάτων του Γ.Τ.. Θαρρείς ότι είναι σκηνή-εικόνα από κινηματογραφική ταινία. Θα μπορούσε να ήταν μια στιγμή από την ταινία του Αγγελόπουλου «Οι κυνηγοί». Η κόρη το ψιλόλιγνο άλμπουρο και ο χάρτης το πανί, η μαΐστρα. Το εξώφυλλο παραπέμπει σε ταξίδι, που δεν γνωρίζουμε αν τέλειωσε ή αν μόλις άρχιζε. Και δεν ξέρουμε από πια «μακρινή γειτονιά» έρχεται η κόρη τούτη. Ίσως να είναι η δεκαπεντάχρονη του διηγήματος «Το κορίτσι με τη φούστα». Ίσως. Δώδεκα τα διηγήματα της συλλογής και εκείνο που δίνει το όνομα στο βιβλίο είναι το «Μακρινές γειτονιές», που συνδέεται, με κάποιον τρόπο, με το αντιρατσιστικό παραμύθι «Ο Τσουρέκης που τον έλεγαν Ελία» που έγραψε ο Τούλας. Και τα δύο κείμενα συνδέονται με το προσφυγικό κύμα, την προσφυγική τραγωδία, τον ξένο, τον άλλον. Η ματιά του Γ.Τ. είναι στραμμένη προς τα έξω, ακόμη και στα αυτοαναφορικά του κείμενα, ακόμη κι εκεί το έξω, το «εσύ», ο «άλλος», έρχονται αθόρυβα να υπερισχύσουν του «εγώ», καθώς γίνεται φανερό, όπως ομολογεί ο ίδιος, «η ακολουθία, η αλληλοδιαδοχή δραμάτων ή ξέφωτων στη ζωή μας είναι τόσο ισχυρή-δυνατή». Δώδεκα διηγήματα, σενάρια για μια σπονδυλωτή ταινία. Κυρίαρχο στοιχείο τους η λιτή γραφή και η αφαίρεση. Κοινός παρονομαστής των ιστοριών: η απώλεια, ο θάνατος, η απύθμενη μοναξιά. Το πρώτο (χρονικά) στη γραφή του διήγημα είναι και το πρώτο της συλλογής. Τίτλος του: «Το τέλος του ταξιδιού». Τελευταίο στη συλλογή και τελευταίο στο χρόνο γραφής του το «Οριστικόν». Ξεκινώντας από το πρώτο και φτάνοντας στο τελευταίο εύκολα διαπιστώνεις ότι υπάρχει πύκνωση στη γραφή τού Γ.Τ. Λες και πως ο συγγραφέας διακατέχεται από σταδιακά αυξανόμενο σεβασμό προς τις λέξεις, ως αποτέλεσμα του σεβασμού τους προς τις ζωές των άλλων, αυτών που κατοικούν στις «μακρινές γειτονιές», που είναι, όμως, οι δικές μας, τελικά, γειτονιές. Κι ενώ φαντάζει εύκολη υπόθεση το να γράψεις για τα χνάρια της ζωής των άλλων, είναι, όπως φαίνεται, πολύ δύσκολη υπόθεση το να μπεις στον κόσμο του άλλου, της άλλης και να μιλήσεις γι’ αυτόν, καθώς η ενσυναίσθηση και ο σεβασμός στο πρόσωπό τους αποκλείουν τη χρήση των επιθέτων –όπως ακριβώς πράττει ο Γ.Τ. Άρα την ένταση των στιγμών οφείλεις να τον αποδόσεις, να την περιγράψεις με λιτό-απέριττο τρόπο. Κι αυτό κάνει ο συγγραφέας. Και η λιτότητα αυτή δεν γυμνώνει τις σχέσεις και τα πρόσωπα: τα εντάσσει στο όλον, και μέσα από εκεί γίνονται και δικό μας κτήμα. Συμμετέχουμε κι εμείς στις διακυμάνσεις των καταστάσεων
.
Ανακεφαλαιώνοντας:
1ον Ο συγγραφέας μας γνωρίζει πρώτα τον εαυτό του, με τα αυτοβιογραφικού ύφους διηγήματα και ύστερα μας παρουσιάζει τον τρόπο που αντιλαμβάνεται-βλέπει τον κόσμο. Μας αυτό-συστήνεται και ακολουθεί η θέαση του κόσμου. Από το «εγώ» περνάμε στο «εσύ» και από την πρωτο-πρόσωπη στην τριτο-πρόσωπη γραφή.
2ον Ο κοινωνικός χώρος-περίγυρος παρών. Μικρές στιγμές που γίνονται μεγάλες με τη ματιά τού Γ.Τ.
3ον Σε όλα τα διηγήματά του, οι πιο όμορφες στιγμές είναι οι σιωπές του, αυτές που αφήνουν περάσματα και ο αναγνώστης/η αναγνώστρια, μέσω αυτών των σιωπών, γίνονται κοινωνοί και συμμέτοχοι των ιστοριών του, μονολογώντας: «κι εγώ κάπως έτσι τα έζησα».
4ον Το δύσκολο και το όμορφο συνάμα είναι που ο Γ.Τ. από κριτής –δεκαετίες τώρα- αίφνης μεταπίπτει στην κατηγορία των κρινόμενων..

ΒΑΝΑ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΟΥ

parallaximag.gr 11/5/2023

Συμπονώντας τους πονεμένους

Ο Γιώργος Τούλας, εκτός από παλαιάς κοπής δημοσιογράφος -απ’ αυτούς που μας έκαναν να αγαπήσουμε αυτό το επάγγελμα και όχι να ντρεπόμαστε γι αυτό-, και δημιουργός και εκδότης της parallaxi, του πρώτου free press με αδιάκοπη ζωή 34 ετών-, είναι ένας άνθρωπος φωτεινός, προικισμένος με εγνωσμένη οξυδέρκεια και σπινθηροβόλο πνεύμα, γόνιμη –σχεδόν αχαλίνωτη- φαντασία, διεισδυτική παρατηρητικότητα, εμμονή με την ουσία και την αλήθεια. Και όπως έχει περίτρανα αποδειχτεί από τη μέχρι τώρα δημόσια παρουσία του και κυρίως από τις εκδηλώσεις -που με φίλους, συνεργάτες και ελάχιστα μέσα -, διοργάνωσε μέχρι σήμερα, -τέτοιας εμβέλειας, συμμετοχής και επιτυχίας, που ούτε υπουργεία και αντιδημαρχίες πολιτισμού δεν διανοήθηκαν ποτέ-ο Τ. έχει την ικανότητα να συνεγείρει, να εμπνέει, να συνεπαίρνει, να επηρεάζει, να οραματίζεται και να δημιουργεί, να φαντάζεται το αδύνατο και να το πραγματώνει, να τα κάνει όλα να μοιάζουν δυνατά, εφικτά, και συχνά να ξεπερνά τα όρια- άλλωστε ο ίδιος θεωρεί πως γι αυτό υπάρχουν τα όρια –, για να τα προσπερνάς! Αν αναρωτιέται κανείς πώς διαμορφώνεται μια τέτοια προσωπικότητα, θα έλεγα πως, ίσως, κάποιο ρόλο να έπαιξε και αυτή η «ζωή με δόσεις», που του έλαχε, όπως με ψυχραιμία εξομολογείται ο ίδιος στο βιβλίο του, δόσεις ζωής που τον συμφιλίωσαν με τους φόβους του και του χάρισαν εξοικείωση αλλά και νικητήριες αναμετρήσεις με το αναπόφευκτο. Που τον έκαναν να επιδιώκει, καμιά στιγμή από το επίγειο πέρασμά του να μην πάει χαμένη … Και ενώ τα χρόνια στη δημοσιογραφία- στην τέταρτη ήδη δεκαετία τους -, το καθημερινό βήμα στο ραδιόφωνο, το περιοδικό του, ο επαγγελματικός συγχρωτισμός του με τους φορείς της εξουσίας, με τους πολιτικούς και τους εκάστοτε κυβερνώντες, οι ανοιχτές πόρτες που συνεπάγονται όλα αυτά, θα μπορούσαν να αποτελέσουν πολύ εύκολα ένα εφαλτήριο για ποικίλες απολαβές, θέσεις και οφίτσια –έτσι τα αξιοποιούν οι περισσότεροι –, εκείνος γύρισε πανηγυρικά την πλάτη και επέλεξε όχι μόνο να παρατηρεί διεισδυτικά, αλλά και άγρυπνα να αναδεικνύει ό, τι αξίζει τον κόπο να αναδειχθεί, να κρίνει και να επικρίνει τα κακώς κείμενα, να επιχειρεί να αποτρέψει μικρές και μεγαλύτερες καταστροφές, να αποκαλύπτει όσα πραγματικά συμβαίνουν πίσω από τα πέπλα της ασυδοσίας της πολιτικής και κοινωνικής ζωής, επιπλέον να προτείνει λύσεις και διεξόδους, κυρίως να αγνοεί τους απανταχού παρόντες «δήθεν». Δεν εκμεταλλεύεται τους δήθεν πολιτικούς, που περιφέρουν την ανικανότητά τους θεωρώντας πως πρέπει να ζουν δημοσία δαπάνη, δεν κολακεύεται από δήθεν καλλιτέχνες με ανύπαρκτο ταλέντο, δεν εντάχθηκε ποτέ στους δήθεν διάσημους του γελοίου εγχώριου σταρ σύστεμ, ούτε στους δήθεν διανοούμενους – απ’ αυτούς που περιφέρονται αυτές τις μέρες και εδώ στην έκθεση… Επιβεβαιώνει τη στάση του αυτή και στο βιβλίο του, στις «Μακρινές γειτονιές», όπου αντιστρέφοντας την τέχνη της φευγαλέας ματιάς, της γραφής, επικεντρώνει το βλέμμα του στην ασφυκτική ατμόσφαιρα του χωριού και της συνοικίας, στους γυμνούς και ανυπεράσπιστους της ζωής, στους μοναχικούς – που παραμένουν μοναχικοί ακόμη κι όταν πλαισιώνονται από οικογένειες ή άλλες πολυμελείς ομάδες-, στους τσακισμένους από όσα έχουν προηγηθεί στη ζωή τους, στους ταπεινούς «με τη θλίψη επάνω τους σαν δεύτερο ρούχο», όπως γράφει, στους περιθωριοποιημένους, που βιώνουν τη δική τους συναισθηματική εξορία, συγκατοικούν με τις ρωγμές και τα τραύματά τους, με τα πιο οδυνηρά συναισθήματά τους –κι ας μην τα εκφράζουν. Στην ποιητικότητα των περιγραφών του, δεν τους παρατηρεί απλώς, αλλά τους κατανοεί, τους συμπαθεί, τους συμπονά, συμπάσχει μαζί τους, χωρίς να υψώνει τη φωνή, χωρίς να δραματοποιεί, χωρίς να ηθικολογεί. Ακόμη και στις σελίδες όπου ανατρέχει σε παιδικά και νεανικά βιώματα, αναμνήσεις, φοβίες και προσωπικές εμπειρίες, δεν διαχειρίζεται απλώς την εντοπιότητά του… Ακόμη κι όταν αυτοβιογραφείται, το κάνει με τέτοιο τρόπο που καταλήγουν όλα να αφορούν ένα ευρύτερο σύνολο ανθρώπων. Τείνω να καταλήξω στο συμπέρασμα πως και ο ίδιος κατατάσσει τον εαυτό του σ’ αυτούς τους ταπεινούς, μόνο που ο Τούλας υπερβάλλοντας εαυτόν, επιστρατεύοντας θέληση, επιμονή και προφανώς πολλή δουλειά, δημιουργώντας – εκπομπές, περιοδικά, πειράματα αστικής παρέμβασης, εκδηλώσεις, δράσεις αστικού ακτιβισμού, εκθέσεις, βιβλία, αποφάσισε να στραγγίξει και την τελευταία σταγόνα, να ξεφύγει, να αποδράσει, ν’ ανασάνει, να επιπλεύσει, χωρίς ποτέ να αποστρέψει το βλέμμα από πάνω τους και χωρίς να απαρνηθεί τη συγγένειά του μαζί τους..

ΑΓΓΕΛΟΣ ΧΑΡΙΑΤΗΣ

FRACTAL 18/4/2023

Με την αίσθηση της ματαίωσης και της απώλειας

Ο Γιώργος Τούλας, δημοσιογράφος, ιδρυτής του περιοδικού parallaxi (το παλαιότερο στον χώρο των free press) και ραδιοφωνικός παραγωγός, με τη συλλογή διηγημάτων Μικρές γειτονιές από τις εκδόσεις Πόλις εμφανίζει μια ακόμη ιδιότητά του: αυτή του διηγηματογράφου.

Το διήγημα ως αφηγηματικό είδος είναι «πονηρό». Εύκολο στο να συλλάβεις την ιδέα ―ας υποθέσουμε πως είναι εύκολη η έμπνευση και η σύλληψη― και εξαιρετικά δύσκολο στην υλοποίησή του. Εκεί έχεις να παλέψεις με τις λέξεις, να τις σμιλέψεις, να δώσεις μια αρχή και ένα τέλος, ή μόνο μια αρχή ή μια μέση κι ένα τέλος. Θα πρέπει να γράψεις τόσο όσο να μην χάσει τη ροή το κείμενο και την ορμητικότητα του, χαρακτηριστικά που είναι απαραίτητα να συνοδεύουν τη μικρή φόρμα.

Το τέλος του ταξιδιού, Στο σπίτι του Αμπατζόγλου, Ένα φύσημα, Εκατό παρά κάτι, Έπινε, Στρώσε, ξέστρωσε, Με κεφαλαία γράμματα, Με τις ελιές στην τσέπη της ποδιάς, Το κορίτσι με τη φούστα, Μακρινές γειτονιές, Αστέρια σκονισμένα, Οριστικόν, είναι οι τίτλοι των μικρών ιστοριών τις οποίες μάς παρουσιάζει ο Γιώργος Τούλας. Έχει δημιουργήσει αξιοπρόσεκτες αφηγήσεις χωρίς να πέσει στην παγίδα της εύκολης ανάγνωσης. Η αλήθεια είναι πως οι περισσότερες ιστορίες του προσφέρονται για να διαβαστούν μια δεύτερη και ενδεχομένως μια τρίτη φορά, χαρίζοντας διαφορετικά συναισθήματα στον αναγνώστη.

Οι ήρωες και οι ηρωίδες του είναι άνθρωποι καθημερινοί, σχεδόν της διπλανής πόρτας −άσχετα αν αυτή η διπλανή πόρτα τυχαίνει να βρίσκεται σε ισόγεια και ημιυπόγεια−, κινούμενοι στο περιθώριο της ζωής, έχοντας γευτεί περισσότερες λύπες παρά χαρές.

Έχοντας ως κεντρικό αφηγηματικό άξονα τη νοσταλγία, αλλά και την αίσθηση της ματαίωσης και της απώλειας, και με φόντο στον συγγραφικό του καμβά το κέντρο και τις γειτονιές της Θεσσαλονίκης, αλλά και τις γύρω περιοχές, με ελάχιστες λοξοδρομήσεις προς την πρωτεύουσα, δημιουργεί το δικό του συγγραφικό σύμπαν. Μας καλεί μέσω της ρέουσας γραφής του, να ανακαλύψουμε τον κόσμο που έχει πλάσει για τους αναγνώστες, να παρασυρθούμε από την αφήγηση, να αφεθούμε στο ταξίδι που έχει σχεδιάσει.

Το ύφος του Γιώργου Τούλα είναι απλό, χωρίς να είναι απλοϊκό, μεστό, χωρίς εξάρσεις λυρισμού. Ρεαλιστικό όπως και οι ήρωές του, που κατά πως φαίνεται έχει ζήσει μαζί τους πριν, κατά τη διάρκεια, και μετά τη συγγραφή των κειμένων, δίνοντάς τους όλη του την προσοχή.

Ξεχώρισα το διήγημα Έπινε, για το μέγεθος της τραγωδίας του κεντρικού ήρωα, το Τέλος του ταξιδιού με την περιγραφή της επαρχίας και του τρόπου ζωής, το Με κεφαλαία γράμματα για την αρχή και το τέλος ενός επίπλαστου έρωτα και το Μακρινές Γειτονιές που υποψιάζομαι ότι εγκιβωτίζει κάποια κομμάτια από την κοσμοθεωρία του Γιώργου Τούλα.

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΣΑΪΝΗΣ

Εφημερίδα των Συντακτών 11/3/2023

Με δύναμη από τη Μητέρα Θεσσαλονίκη

Ευχάριστη έκπληξη η πρώτη πεζογραφική εμφάνιση του Γιώργου Τούλα που πρωταγωνιστεί για χρόνια στην πολιτιστική ζωή της πόλης εκδίδοντας το περιοδικό PARALLAXI. Στα περισσότερα από τα διηγήματα της συλλογής Μακρινές γειτονιές οι τσακισμένοι από τη ζωή μοναχικοί ήρωες πορεύονται αθόρυβα τον προσωπικό τους Γολγοθά στις λαϊκές γειτονιές της πόλης. Ενας πατέρας οδηγείται στο ποτό μετά τον θάνατο του καρκινοπαθή γιου του («Επινε»), μια συνταξιούχος βρίσκει τραγικό θάνατο αμέσως μετά τη συνταξιοδότησή της («Οριστικόν»), μια Πολωνή κι ένας μονήρης Ελληνας θα έρθουν για λίγο κοντά, στο εκτενέστερο διήγημα της συλλογής («Με κεφαλαία γράμματα»).

Κι επειδή δεν έχουν τελειωμό «τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου», τα «βαρβάτα χρόνια της κρίσης», αφήνοντας τα ίχνη τους παντού στην πόλη, επιτείνουν την αίσθηση της βαθιάς ανθρώπινης μοναξιάς. Ετσι, η μοναχική μητέρα ενός φυλακισμένου φιλοξενεί στην ξενοίκιαστη πιλοτή της πρόσφυγες («Μακρινές γειτονιές») και πολύ πριν από τα Χριστούγεννα ένας απολυμένος πατέρας αγοράζει δώρα στα παιδιά του («Αστέρια σκονισμένα»). Τα απέριττα εκφραστικά μέσα και η επιτηδευμένη «αφέλεια» του ύφους συντονίζονται με τα δραματικά στιγμιότυπα της σκληρής καθημερινότητας καταφέρνοντας να εκλύσουν ζεστασιά και συγκίνηση. Αλλοτε αρκεί απλώς η σεβαστική απόσταση του αφηγητή που καταγράφει σαν φακός ντοκιμαντέρ: θραύσματα ενός διαλόγου στη λαϊκή, μια κοπελίτσα αγοράζει μια «επίσημη» φούστα και «φέιντ άουτ» στους δρόμους με τα κλειστά μαγαζιά («Το κορίτσι με τη φούστα»).

ΒΑΡΒΑΡΑ ΚΑΖΑΝΤΖΙΔΟΥ

Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων 1/3/2023

Ο δημοσιογράφος Γιώργος Τούλας φωτίζει τα χνάρια «αόρατων ανθρώπων» στο βιβλίο του «Μακρινές Γειτονιές»

Ένας άνθρωπος περπατά έξω από τις φυλακές Διαβατών με βαριά τα βήματά του, μετά την επίσκεψη σε κάποιον δικό του, που είναι κρατούμενος. Ένας άλλος παραμένει στο σπίτι του και …γραπώνεται από την ελπίδα ότι κάποτε θα δεχθεί μία επίσκεψη, αλλά κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Κάποιος άλλος περιφέρεται στους δρόμους της Θεσσαλονίκης, παραπατώντας από την επήρεια του αλκοόλ ή ουσιών. Τις ζωές ανθρώπων που βιώνουν τραγωδίες, μοναξιά, ματαίωση, ακύρωση, φωτίζει με έναν ιδιαίτερο τρόπο ο δημοσιογράφος Γιώργος Τούλας, στο βιβλίο του «Μακρινές Γειτονιές».

Οι «Μακρινές Γειτονιές» είναι μία συλλογή από δώδεκα διηγήματα, τα οποία είχε κατά καιρούς αποτυπώσει ο ίδιος σε δημοσιογραφικά κείμενα και τώρα τα ενέταξε με έναν καινούργιο τρόπο στο βιβλίο του. «Είναι ιστορίες γραμμένες σε διάστημα είκοσι χρόνων. Την πρώτη την έγραψα το καλοκαίρι του 2002 και την τελευταία πρόσφατα. Όλες τους αφορούν ζητήματα που ανέκαθεν με απασχολούσαν και πάντα παρατηρούσα, ενώ πολλές από αυτές με έχουν συγκλονίσει. Κάποιες τις είχα κρατήσει σε μία άκρη ως ανάμνηση και τώρα τις επανέφερα στη διάρκεια της συγγραφής αυτών των ιστοριών», δηλώνει ο Γιώργος Τούλας στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων.

Όπως εξηγεί, οι ιστορίες του βιβλίου είναι χωρισμένες στα δύο. Εκτός από αυτές που αναφέρονται σε ανθρώπους που ζουν έξω από τα φώτα της δημοσιότητας, περιλαμβάνει και βιώματα του ίδιου. «Ένα μεγάλο κομμάτι αφορά προσωπικές μνήμες από τα παιδικά μου χρόνια στη Θεσσαλονίκη, τις δεκαετίες του ’70 και του ’80. Μιλώ για πράγματα που θυμάμαι έντονα, πολλά εκ των οποίων ίσως να μην υπάρχουν πια. Επίσης, καταγράφω εικόνες από την ελληνική επαρχία, όπου πήγαινα τα καλοκαίρια στους παππούδες μου, αναφέρομαι σε κουβέντες που είχα μαζί τους, αλλά και σε πράγματα που κατά κάποιο τρόπο ανήκουν στη σφαίρα του μύθου για μένα», σημειώνει.

Όσο για το κύριο μέρος του βιβλίου, το οποίο έχει να κάνει με τους «αόρατους ανθρώπους», όπως λέει, πάντα τον γοήτευε να παρατηρεί την αθόρυβη ζωή τους και να φωτίζει κρυφά με έναν φακό τα χνάρια τους. «Είναι ιστορίες ανθρώπων που αρκετές φορές φτάνουν ακόμη και στις ειδήσεις, αλλά με έναν τρόπο όχι πολύ εντυπωσιακό, περνούν στα ψιλά όπως λέμε. Ίσως είναι μία είδηση στο βραδινό δελτίο των 12 όπου μαθαίνουμε για μία τραγωδία, για ένα πνιγμό, για έναν θάνατο από ατύχημα, αλλά επειδή δεν πρόκειται για γνωστά πρόσωπα και οι ζωές τους δεν απασχολούν πολλούς, κανείς δεν θα μπει στη διαδικασία να μάθει τι κρύβεται πίσω από τις αιτίες», επισημαίνει.

Η παρουσίαση του βιβλίου, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις, θα γίνει την Τρίτη 7 Μαρτίου στις 7 το απόγευμα, στο MOmus-Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στη ΔΕΘ. Αποσπάσματα θα διαβάσει ο συγγραφέας και μεταφραστής Αχιλλέας Κυριακίδης, ενώ με τον Γιώργο Τούλα θα συζητήσει η συγγραφέας Σοφία Νικολαΐδου. Για το βιβλίο θα μιλήσουν ο τραγουδοποιός Θανάσης Παπακωνσταντίνου, ο δημοσιογράφος-τ. υπουργός Πολιτισμού Νίκος Ξυδάκης, ο ηθοποιός Γιάννης Αναστασάκης, η στιχουργός Λίνα Νικολακοπούλου και η τραγουδίστρια Τάνια Τσανακλίδου.

ΤΕΣΥ ΜΠΑΙΛΑ

culturenow.gr 25/10/2022

Αθόρυβες ζωές

Ο συγγραφέας αποτυπώνει με σαφήνεια την καθημερινότητα των ανθρώπινων σχέσεων. Των σχέσεων αυτών που ρυθμίζονται από την ανθρώπινη συμπεριφορά, τη νόηση και τη δριμύτητα της αντίληψης. Καταγράφει με οξύνοια και ευαισθησία την ουσιαστική αναμέτρηση του ανθρώπου με τον εαυτό του, με τον συνάνθρωπό του, με την ίδια του τη ζωή και τις αποφάσεις του και περιγράφει με ευσύνοπτο και ταυτόχρονα λαγαρό τρόπο την ανθρώπινη ανάγκη και αναγκαιότητα για αυτογνωσία και αυτοπροσδιορισμό.

Γραμμένα με μια εκφραστική λιτότητα τα διηγήματα αυτά προβάλλουν τη σπαρταριστή αποτύπωση της κοινωνικής ανθρωπογεωγραφίας της εποχής μέσα από ήρωες γήινους και βαθιά ανθρώπινους στην ψυχοσύνθεση των οποίων έχει διεισδύσει πρώτα ο συγγραφέας για να μπορέσει να αναδείξει την ολότητα των ηρώων του. Η ισορροπία επέρχεται μέσα από την αποκατάσταση της ηθικής τάξης και των νόμων εκείνων που διέπουν τις αξίες, οι οποίες κινητοποιούν αποφάσεις και ρυθμίζουν την συνολική ευταξία. Ο άνθρωπος που παλεύει να διασώσει την κοινωνική ισορροπία και έτσι να διασωθεί και ο ίδιος. Και για να το πετύχει αυτό παραμένει ακλόνητα και αμετανόητα προσηλωμένος στον δρόμο που επιτάσσει η λογική του, στον δρόμο που προσδιορίζεται από τη δυνατότητά του να προσλαμβάνει, να επεξεργάζεται και εν τέλει να ενστερνίζεται την επαναξιολόγηση όλων εκείνων των παραμέτρων που καθορίζουν τη θέση του στον χρόνο και τον χώρο.

Με ρέοντα λόγο και αφηγηματική δυναμική ρεαλισμού ο συγγραφέας εστιάζει σε πρόσωπα που μοιάζουν υπαρκτά και τα τοποθετεί σε ένα πλαίσιο τέτοιο που η διαφαινόμενη περιπέτεια της ζωής τους είναι αληθοφανής και ουσιαστική για την κατανόηση του νοήματος που υφέρπει στην αφήγηση. Ιχνηλατώντας τα βήματά τους στον χρόνο καθιστά ορατή την αθέατη πλευρά τους, την αόρατη αναλγησία της μοναχικής τους ζωής που περνά απαρατήρητη, δεν γίνεται αντιληπτή και συχνά δεν αφορά ούτε τους πιο κοντινούς τους ανθρώπους. Φέρνει στο φως το αχνό και αδιάφορο πάτημά τους στην ανθρωπότητα και οδηγεί τον αναγνώστη να ακολουθήσει τις διαδρομές της ζωής τους για να καταλάβει τελικά ή και να αναγνωρίσει τη δική του θέση στον κοινωνικό ιστό.

Μια βαθιά ανθρωποκεντρική συλλογή διηγημάτων για τη δύναμη της εσωτερικότητας και την αξία της ανθρωπιάς στην πιθανή αναδημιουργία του κόσμου από έναν συγγραφέα που έσκυψε στην παθογένεια της κοινωνίας για να φέρει στην επιφάνεια κάθε θρυμματισμένο ανθρώπινο όνειρο, είτε για να το εξαφανίσει είτε απλώς για να του δώσει μια δεύτερη και, γιατί όχι, μια ουσιαστική δεύτερη ευκαιρία.

ΕΥΣΤΑΘΙΑ ΔΗΜΟΥ

literature.gr 21/10/2022

Η ζωή όπως συμβαίνει και η ζωή όπως θα μπορούσε να συμβεί

Η πρόσφατη συλλογή διηγημάτων του Γιώργου Τούλα προσφέρεται όχι μόνο σαν ένα ενδιαφέρον ανάγνωσμα, με την έννοια της πλήρους και ολοκληρωτικής εμπλοκής του αναγνώστη στην προσληπτική διαδικασία η οποία διεξάγεται με ιδιαίτερη ευκολία και χωρίς προσκόμματα, αλλά και σαν μια ευκαιρία για καταβύθιση στην ανθρώπινη ψυχοσύνθεση, όπως αυτή λειτουργεί και υπάρχει αντιπροσωπευτικά, ως ψυχοσύνθεση δηλαδή και ιδιοσυγκρασία κάθε ανθρώπου. Γιατί, πράγματι, κοινός παρανομαστής των ιστοριών του βιβλίου και, καταπώς φαίνεται, απώτερος στόχος του συγγραφέα υπήρξε η εστίαση στα πρόσωπα, στους ανθρώπους που αντλούνται από τη ζωή ακριβώς για να την αναπαράγουν και να δώσουν αυτήν την τόσο επιδέξια τεχνουργημένη (ψευδ)αίσθηση της αλήθειας. Πρόκειται, με άλλα λόγια, για ρεαλιστικές αφηγήσεις που δεν κρύβουν, ούτε αποσιωπούν την εκκίνησή τους από την πραγματικότητα, ταυτόχρονα όμως αποτελούν σε τέτοιο βαθμό ενδεικτικά κομμάτια της, ξεχωριστές δηλαδή και ιδιαίτερες στιγμές, που αυτομάτως μεταφέρονται στην περιοχή της τέχνης και καταυγάζουν από εκεί το νόημα και την ουσία τους. Οι ήρωες του Τούλα είναι οι απλοί, καθημερινοί άνθρωποι όπως τους συναντά κανείς μέσα στον κόσμο και μέσα στην καθημερινότητα. Το περίγραμμά τους είναι στέρεα χαραγμένο και η αίσθηση που αποπνέει η δράση και η κίνησή τους μέσα στον αφηγηματικό χωροχρόνο είναι τέτοια που ο αναγνώστης σχηματίζει την εντύπωση ότι πρόκειται για ανθρώπους ξεχωριστούς και κοινότυπους ταυτόχρονα, ιδιαίτερους και συνηθισμένους. Αυτή ακριβώς η σύζευξη και ο συνδυασμός δεν απαντάται συχνά στην αφηγηματική πεζογραφία όπου, συνήθως, οι ήρωες των έργων είναι είτε τύποι, πρόσωπα δηλαδή που διαθέτουν συγκεκριμένα, στερεοτυπικά χαρακτηριστικά και γνωρίσματα, είτε χαρακτήρες, εξατομικευμένες δηλαδή περιπτώσεις τόσο ως προς την προσωπικότητα όσο και ως προς την δράση τους. Ο συγγραφέας, λοιπόν, εδώ δεν επιλέγει ούτε τη μία, ούτε την άλλη περίπτωση, αλλά ισορροπεί στο μέσον, εκεί ακριβώς όπου ως ήρωας λογίζεται ένας καθημερινός άνθρωπος, οικείος και επαναλαμβανόμενος ως παρουσία, που αποκτά όμως μιαν άλλη διάσταση ή προέκταση από τη στιγμή που η ζωή του μπαίνει στο μικροσκόπιο και καθίσταται κέντρισμα δημιουργικό, λογοτεχνικό, αφηγηματικό. Σε αυτό το σημείο μάλιστα είναι που υπεισέρχεται ο συγγραφέας ο οποίος παραλαμβάνει τους ήρωές του από τη ζωή και τους χειρίζεται κατά τέτοιον τρόπο, ώστε η βασική τους γραμμή κίνησης και δράσης να είναι στην κυριολεξία λόγο-τέχνημα, να έχει δηλαδή πλαστουργηθεί από τη δημιουργική φαντασία και γνώση του πεζογράφου.

Οι ιστορίες τις οποίες στήνει και αποτυπώνει ο Τούλας είναι επίσης ανθρώπινες, γήινες, καθημερινές. Πρόκειται ουσιαστικά για την αναμέτρηση του ανθρώπου με οριακά ζητήματα του βίου, με κρίσιμες αποφάσεις, με σχέσεις καθοριστικές της πορείας του στη ζωή. Πρόκειται για τις σύγχρονες εκείνες καταστάσεις τις οποίες ο άνθρωπος καλείται να αντιμετωπίσει και, αν χρειαστεί, να βγει από αυτήν τη μάχη του μαζί τους ηττημένος, ταυτόχρονα όμως νικητής. Γιατί αυτό που χαρακτηρίζει την έκβαση των ιστοριών του βιβλίου είναι ακριβώς η αποκατάσταση της ηθικής τάξης, η επαναφορά της κλονισμένης από τις συνθήκες της εποχής ισορροπίας και η τοποθέτηση ή, καλύτερα, η ενατένιση του τέλους ως μιας νέας αρχής. Έτσι, και μέσα από αυτήν την οπτική ιδωμένες, οι λύσεις που δίνει ο συγγραφέας στις ιστορίες του ή, καλύτερα, η μία και μόνη λύση, από τη στιγμή που όλες τους εντάσσονται και αντιπροσωπεύουν την ίδια ακριβώς λειτουργία, είναι η απόφαση του ήρωα να συνεχίσει με κάθε κόστος, να υπομείνει και να επιμείνει πάνω στον δρόμο που επιτάσσει η λογική και η ευαισθησία του. Από αυτήν ακριβώς την πτυχή και τη διάσταση προκύπτει ο παραδειγματικός χαρακτήρας του βιβλίου, η δυνατότητά του δηλαδή να αποτελέσει αρωγό του σύγχρονου ανθρώπου στην προσπάθειά του να ορίσει και να προσδιορίσει το πλαίσιο και την ακτίνα δράσης του, αλλά και να επαναξιολογήσει τις αρχές και τις κατευθυντήριες γραμμές της νόησης και της αντίληψης του περιβάλλοντος χωροχρόνου, αλλά και του εαυτού του.

Οι ιστορίες του Τούλα δεν έχουν τίποτε παράδοξο και αυτό είναι ίσως το παράδοξό τους, το γεγονός δηλαδή ότι επιλέγουν να απομακρυνθούν και να απέχουν από τη σχεδόν πάγια πρακτική και τακτική της πρόκλησης έκπληξης, της δημιουργίας ενός ξαφνιάσματος που περισσότερο θα παγιδεύσει τον αναγνώστη παρά θα τον αφυπνίσει. Ο συγγραφέας, αντίθετα με την απλότητα και τη λιτότητα των εκφραστικών μέσων που μετέρχεται, με τον ρέοντα λόγο, με την απρόσκοπτη ροή και εκτύλιξη της αφήγησης οικειώνεται τον αναγνώστη και τον καθιστά μια γέφυρα ανάμεσα στη ζωή και τη λογοτεχνία ή καλύτερα ανάμεσα στη ζωή όπως συμβαίνει και τη ζωή όπως θα μπορούσε να συμβεί.

ΧΡΗΣΤΟΣ ΩΡΑΙΟΠΟΥΛΟΣ

parallaximag.gr 16/10/2022

Το περαιτέρω ράγισμα

Αν και ο ίδιος ακόμα και στη λογοτεχνία του θα ήθελε να είναι ρεαλιστής, να γράφει για αυτά που παρατηρεί, για εκείνα που θυμάται, που αυτό κάνει βέβαια, εγώ θα πιάσω μια φράση του από το διήγημα «το Τέλος του Ταξιδίου», την οποία βρίσκω συγκλονιστικής λογοτεχνικής σύλληψης, αλλά και απόδοσης και θα την κρατήσω ως ερμηνευτικό οδηγό, ως μια περπατησιά για να διαβάσω το Γιώργο. […] «Όνειρα δεν έβλεπα συχνά, αλλά όταν έβλεπα, είχαν να κάνουν με κυνηγητό και γλίτωνα πάντα ανεβαίνοντας σε δέντρα» […] Ο Γιώργος κινείται εναλλάξ στο πού θα φωτίσει τον προβολέα του. Έχει ήρωες που ορίζουν την ιστορία του, αλλά έχει και καταστάσεις που κυριαρχούν έναντι του οποιουδήποτε ήρωα υπάρχει μέσα σε αυτές και τον ψυχισμό του. Παίζει και διαλέγει σωστά τον προβολέα, ανάλογα με το τι θέλει να αναδείξει, σου υπογραμμίζει το άγραφο σημαντικό της ιστορίας, για να μη χαθείς στην πορεία χωρίς εξοπλισμό. Τα διηγήματα των Μακρινών Γειτονιών δεν είναι όμορφες ιστορίες, είναι σκληρές, αλλά όχι με δράκους και βαρβάρους, αλλά ανθρώπινες. Μέσα σε λεωφορεία, σε δρόμους που πια δεν είναι έτσι, πάνω από ποτήρια και μποτίλιες, με εγκαταλείψεις και μετακομίσεις, σαν δύσκολα και νοσταλγικά σούρτα φέρτα. Αν και τον ξέρω, ο Γιώργος είναι άνθρωπος που τρέχει, όπως και στις ιστορίες του, αλλά με έναν τρόπο κουμπώνει μέσα και τον Γιώργο που θυμάται. Ή για να το θέσω καλύτερα τρέχει και θυμάται και θυμάται που έτρεξε. Τα σλάλομ της μνήμης μέσα σε τόπους που εν τέλει καβαλάνε τα χρόνια και διαμορφώνουν τον ίδιο τον εαυτό. Ο θεσσαλικός κάμπος και η Καλαμπάκα, η Αθήνα των σπουδών και των καρτοτηλεφώνων, ο αέναος Περιφερειακός από τα Γεωπονικά ως και τη Σάρτη, που μας ορίζει τα χρόνια και τα καλοκαίρια, η Αγία Δημητρίου, η πιο όμορφη και σύντομη ένωση των δυο άκρων του κέντρου, η Χαριλάου και ο Βαρδάρης, η Παπάφη και ο δοξασμένος της γειτονιάς Άγιος Φανούριος, είναι και τόποι της ιστορίας, αλλά και φωλιασμένες βιωμένες εμπειρίες του Τούλα, τις οποίες με αυτή την ιστορική αγάπη που έχει μάθει να τρέφει και να καλλιεργεί αυτά τα χρόνια, μας τις συστήνει και ως μέρη/εμπειρίες που τον εθέσπισαν. Περαιτέρω ραγίσματα. Είπαμε οι ιστορίες με κάποιο τρόπο ή πέπλο είναι σκληρές. Κι όμως ο Γιώργος μέσα στο ήδη σκληρό πλαίσιο, βαράει το θρυμματισμένο γυαλί με βαριοπούλα. Ακόμα και από την κάθοδο στο χωριό για το θάνατο του παππού, που είναι μια στενάχωρη κατάσταση, στο «Τέλος του ταξιδιού» πλάθει μια εικόνα που εμένα μου φάνηκε εξίσου, αν όχι περισσότερο σκληρή με τα χυμένα στο δρόμο νεκρά γουρούνια από το τουμπάρισμα της νταλίκας. Αμ ο άλλος ο καημένος που αναγκάστηκε να διαβάσει φιρμάνι της παιδοογκολογικής και από το λύγισμα μιας ζωής δεν μπόρεσε ποτέ να συνέλθει και ούτε λίγη αγάπη τον βρήκε, μόνο ένας μοναχικός θάνατος. Και η άλλη η κυρία με τον κανακάρη στη φυλακή, που βρήκε μέσα στα καθημερινά δρομολόγια προς Διαβατά, τη διάθεση και την όρεξη, το μεγαλείο να φιλοξενήσει εκείνη την οικογένεια των προσφύγων, έπρεπε μετά να δοκιμαστεί έτσι; Ο Τούλας επιτείνει τη σκληρότητα του περιβάλλοντος, της εποχής, των καταστάσεων με τελειωτικά χτυπήματα. Παρουσιάζει κάτι το οποίο εγώ ως άνθρωπος δεν μπορώ ούτε να σηκώσω, ούτε να το βλέπω. Ανθρώπους δοκιμασμένους, αυτούς που πολύ απλά λέμε καλούς ανθρώπους, να παθαίνουν το κακό. Είτε να μην τα καταφέρνουν, είτε να τρώνε και το τελευταίο χτύπημα. Ούτε ο Γιώργος το μπορεί αυτό και το ξέρω, τον στενοχωρεί. Και γυρνάω ξανά στην πιο λογοτεχνική του φράση «Όνειρα δεν έβλεπα συχνά, αλλά όταν έβλεπα, είχαν να κάνουν με κυνηγητό και γλίτωνα πάντα ανεβαίνοντας σε δέντρα». Κάποιοι γύρω του όμως δεν βλέπουν όνειρα πια ή δεν βλέπουν τα ίδια. Άλλοι δεν κοιμούνται. Ο Γιώργος τους έχει δει αυτούς τους ανθρώπους και για αυτούς μιλάει, γι’ αυτούς που δεν βρήκαν ένα δέντρο να σκαρφαλώσουν, ούτε τους κυνηγούσε η αδικία και ο πόνος στη ζωή τους, γι’ αυτούς τους καλούς ανθρώπους, γράφει, που τους βρήκε το κακό. Γι’ αυτό του κόσμου τ’ άδικο..

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.