ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Ο Δημήτρης Παπακωνσταντίνου γεννήθηκε to 1967 στη Λάρισα, όμως ζει με την οικογένειά του μόνιμα στην Κοζάνη, όπου εργάζεται ως καθηγητής Μέσης Εκπαίδευσης. Είναι τακτικό μέλος της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης και της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών. Ποιήματά του φιλοξενούνται σε συλλογικούς τόμους και σε διάφορα έντυπα και διαδικτυακά περιοδικά. Κάποια από αυτά απέσπασαν βραβεία και διακρίσεις σε Πανελλήνιους Διαγωνισμούς. Μερικά έχουν μεταφραστεί στη γαλλική γλώσσα.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ:

1.“Μικρή Περιήγηση”, ποίηση, εκδόσεις “ΝΕΑ ΠΟΡΕΙΑ”, Θεσσαλονίκη 1996. Β΄έκδοση, Αθήνα 2017 από τις εκδόσεις “ΕΝΤΥΠΟΙΣ”.
2.“Ψιθυριστά στο φως, στο έρεβος”, ποίηση, εκδόσεις “ΠΗΓΗ”, Θεσσαλονίκη 2016.
3.“Νυχτοπερπατήματα”, νουβέλα σε ψηφιακή μορφή (e-book), από τις εκδόσεις “24 γράμματα”.
4. “Αχαρτογράφητα”, ποίηση haiku σε συνεργασία με την ποιήτρια και μεταφράστρια Παναγιώτα Τσορού. Το βιβλίο εκδόθηκε ως ψηφιακό (e-book) από τις εκδόσεις “24 γράμματα”.
5. “Ο Μέσα Ήλιος”, ποίηση, εκδόσεις “ΕΝΤΥΠΟΙΣ”, Αθήνα 2018.
6. “Η τροχιά του βέλους”, νουβέλα, από τις εκδόσεις “Όστρια”, Αθήνα 2018.
7. “Μνήμες της ρίζας” ποίηση, (Κουκκίδα 2020)
8. “Δρόμοι στη σκόνη” (Κουκκίδα 2021)
9. “Διαλέγω το λευκό (Ρώμη 2022)

.

.

ΔΙΑΛΕΓΩ ΤΟ ΛΕΥΚΟ (2022)

ΑΧΡΩΜΕΣ ΜΕΡΕΣ

ΑΧΡΩΜΕΣ ΜΕΡΕΣ

Έρχονταν έπειτα σκυφτές μέρες ανώνυμες
ερήμην να διαβούν να προσπεράσουν
μες στη γαλάζια τους ομίχλη δίχως πρόσωπο
κάποιους χειμώνες σκοτεινούς, δίχως μια λέξη.

Αυτές θρηνώ:
Την άμμο μπρος στα πόδια -νέα έρημο-
και τις κλεψύδρες του καιρού π’ όλο στερεύαν.

Πόσο ανώφελα ξεδιάντροπα προσπέρασαν
πόσο μου λήστεψαν το βιος
δίχως αγάπη.

ΚΑΤΟΙΚΙΔΙΟ ΑΓΧΟΣ

Ένας ελέφαντας μικρός μες στο σαλόνι σου
την ώρα που το σίριαλ αρχίζει
βοσκάει με θόρυβο φιστίκια από το πιάτο σου
θρονιάζεται μπροστά στον καναπέ σου
και πια δε βλέπεις την οθόνη, μα δε νοιάζεσαι

γκρίζο της λάσπης δέρμα σε τυλίγει
ιδρώτας δύσοσμος κυλά, κολλούν τα δάχτυλα
κι όταν κατάκοπος συρθείς ως το κρεβάτι
νιώθεις το πέλμα του βαρύ πάνω στο στέρνο σου
– μήτε το όνειρό σου πια δεν ανασαίνει.

Την άλλη μέρα,
αχάραγα σου φέρνει το λουράκι σου
να βγεις για την ανάγκη σου στο πάρκο.

ΛΟΥΝΑ ΠΑΡΚ

Ο κόσμος γύριζε τρελά κι εγώ γελούσα
το ξύλινο αλογάκι τι ψηλά ψηλά με πήγαινε!
Άλλη μια βόλτα αχόρταγα ζητούσα
με μιαν ελπίδα στην καρδιά
με μάτια διάπλατα.

Πέρασαν χρόνοι που μου έμαθαν πολλά
μα κάτι νύχτες σαν αυτή ξαναγυρνάω
στου ξύλινου αλόγου τον λαιμό, πεισμώνω, δέρνομαι

άλλη μια βόλτα στη χαρά, παρακαλάω.

ΓΛΥΚΟ ΣΚΟΤΑΔΙ

ΓΥΜΝΟ ΤΟΠΙΟ

Στην κάψα του μεσημεριού γυμνή κοιμόταν
κι ως βυθιζόταν σαν μωρό ίσα π’ ανάσαινε
ίσα που πάλλονταν τα δίδυμα φεγγάρια
και τα μαλλιά στην αγκαλιά γλυκά τα σκέπαζαν.

Κι έπειτα άδεντρη ακτή μίλια απλωνόταν
μήτε βαρκούλες αραχτές, μήτε και βήματα
μονάχα άμμος που ξανθή στον ήλιο άχνιζε
μέχρι τη γη των ξωτικών τη δασωμένη
και τη βαθύσκιωτη σπηλιά που οι θρύλοι λέγανε
χρυσός κι ατίμητα κοράλλια καρτερούσαν
όποιον με ξόρκια φοβερά τα μάγια έσπαζε.

Στην κάψα του μεσημεριού γυμνή κοιμόταν.

ΠΑΤΗΜΑΣΙΕΣ

Κόντευε άνοιξη να ’ρθει· μου ’φερε χιόνια
σαν άγγελος στεκόταν και ψιθύριζε
δίχως στεφάνι στα μαλλιά, δίχως φτερά
μαχαιρωμένα λόγια σκόρπιζε στο χώμα
δυο μαδημένες παπαρούνες που ματώνουνε
τραγούδια που ξεθώριασαν και σβήνουν.

Κι έπειτα χάθηκε ξανά στα παραμύθια της
ανάγκη πάντα να γελάς, είπα πριν φύγει
να διαγράφεις, να ξεχνάς, μα δε με άκουσε

πατημασιές γοργές τη σκάλα μου ξυπνούσαν.

ΑΝΕΠΙΔΟΤΗ ΘΛΙΨΗ

ΑΝΕΠΙΔΟΤΗ ΘΛΙΨΗ

Μη μου χτυπάς, δε μένω εδώ, δες στην εξώπορτα
δε γράφει στο κουδούνι τ’ όνομά μου
κι οι ταχυδρόμοι που χτυπούν άπραγοι φεύγουνε
και τ’ ανεπίδοτα στη σκάλα μου σωριάζουν.

Μη μου χτυπάς, λοιπόν, κι εσύ, άδικα δέρνεσαι
μάταια ελπίζεις, περιμένεις και δακρύζεις.
Δε μένω εδώ, πάει καιρός που γι’ άλλα τράβηξα
άλλες πορείες κάθε αυγή μου δείχνει ο ήλιος.

Μόνη θα μείνεις πια εδώ να κλαις, να σέρνεσαι
θλίψη μου, όσο κι αν σου λείπω κι αν μου λείπεις

ΔΙΑΛΕΓΩ

Διαλέγω το λευκό, το φρέσκο χιόνι
το άγραφο χαρτί μου που μουρμούριζε
την πόρτα που ξεκλείδωνε στο φως
πρωί Σαββάτου κι η καρδιά τρελά χτυπούσε.

Διαλέγω το κενό, το δίχως όνομα
το όνειρό μου που αδέσποτο γυρνούσε
το κρυφογέλιο των παιδιών στ’ άλικα χείλη τους
το νέο που δε σκούριασε στα χέρια.

Κάθε ανείπωτο ζητώ κι αχαρτογράφητο,

αν μου δοθεί ποτέ η χάρη να διαλέξω.

.

ΔΡΟΜΟΙ ΣΤΗ ΣΚΟΝΗ (2021)

Ο ΔΡΟΜΟΣ ΜΟΥ

Δεν ήταν πάντα εδώ αυτός ο δρόμος
μόνος ξερίζωνα χρόνια και χρόνια τ’ αγριοχόρταρα
ρίζες παλιές βαθιές μού πλήγωναν τα χέρια
πέτρες ασήκωτες στους ώμους και γονάτιζα.

Δεν ήταν εύκολος ο ήλιος, μη θαρρείς
δεν ήρθαν μόνα τους πουλιά να κελαηδήσουν:

Πρώτα ανατέλλει μέσα μας κι αργότερα
ανοίγουνε τα μάτια μας στον κόσμο.

ΠΟΜΠΗ

Ούτε καλοί ούτε κακοί μονάχα άνθρωποι
μικρά ανώνυμα μυρμήγκια διψασμένα
για μια μικρή σταλαγματιά δροσιάς στο χώμα μας
για έναν τοσοδά μικρό βώλο φαγάκι
τόσο μα τόσο τυχεροί που οι ανάγκες μας
ήτανε πάντα ταπεινές και χωματένιες:
μες στη φωλιά μας όταν έπιανε βροχή
στα δέντρα γύρω σαν ο Μάης τραγουδούσε.

Κι ούτε μυστήρια βαθιά άγνωστα ανείπωτα
μήτε και όνειρα φωτιά να καιν στον ύπνο,
-βαριά αρρώστια του μυαλού- όλοι το ξέρουνε
όποιος γυρεύει τον χαμό, φτερά ζητάει.

Μα καταγής πιο ασφαλείς τον χρόνο σπρώχναμε
σωριάζοντας το βιος μας στα λαγούμια
δίχως μιλιά, δίχως τραγούδια, δίχως βάσανα
μόνο δεξιά ζερβά κουνώντας τις κεραίες
ρυθμίζαμε την κίνηση στ’ ανήλιαγα

και η εφ’ ενός ζυγού πομπή αργοκυλούσε.

Η ΤΡΙΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ

(I)

Αυτός ο δρόμος βγάζει προς την αγορά
σκόνη λεπτή ψηλά σηκώνουν τ’ αυτοκίνητα
κι οι σκεπτικοί διαβάτες που αμίλητοι βαδίζουν
χάνονται μες στον κουρνιαχτό.
Να δεις πως θα ’ναι
ίσκιοι χλωμοί μες στην ομίχλη που μας σκέπασε,
φαντάσματα π’ αθόρυβα κινούνται με βιασύνη.

Αχ, μια βροχή χρειάζεται η πόλη
λυτρωτική να είναι δροσερή να πλημμυρίσουνε
οι λεωφόροι και οι πλατείες με ρυάκια
σαν μουσική γλυκιά να κελαρύζουνε
και στα γυμνά μας πόδια να ξεσπούν τα κυματάκια.

Αχ, μια βροχή η πόλη χρειάζεται
να ξεπλυθεί γύρω η βρωμιά όλα ν’ αστράψουνε
και το βραδάκι -θαύμα απρόσμενο, μεγάλο-

να ξεπορτίσει ένα φεγγάρι ολοστρόγγυλο.

ΣΤΗ ΣΚΟΝΗ

Πίσω κοιτάζουν πάντα τα τραγούδια μας
στήνουν τ’ αυτί στο χώμα για ν’ ακούσουν
παλιές δονήσεις των βημάτων που ξεμάκρυναν
σε ξύλινα πατώματα και πάνε.

Πώς μεγαλώσαν τα παιδιά μας, πώς ψηλώσανε
τα δέντρα πώς ξεπέρασαν τη στέγη.
Ζούμε στο μέλλον των παλιών παραμυθιών
μα δεν το νιώσαμε ποτέ, κι άλλο ζητάμε.

Πώς ξεχαστήκαν τα παλιά πικρά παράπονα
πώς φύγαν όλοι οι παλιοί, πότε μισέψαν
κι οι αναμνήσεις της χαράς μα και της λύπης μας
μήτε χαμόγελα σκορπούν, μήτε ματώνουν.

Πίσω κοιτάζουν πάντα τα τραγούδια μας
κι όλο βυθίζονται στη σκόνη κι αργοσβήνουν.

ΧΑΡΤΟΝΙΑ

(I)

Ω, μην κοιτάζεις, μην κοιτάς, χέρια κλαδιά
στα πεζοδρόμια θολά μάτια θλιμμένα
κυλάει φαρμάκι απ’ τα χαρτόνια στα παπούτσια σου
απ’ τα σκουπίδια στις γωνίες, στα φανάρια
και τι θα μπόραγες να πεις με μια πληγή
βαθιά στο μέρος της καρδιάς δίχως ανάσα
το τόσο αίμα που σταλάζει θα σε πρόδιδε
μεμιάς θα σου ’λύνε τα πόδια και τα χέρια.

(Ω, πετεινά μου τ’ ουρανού, πικρά αδέρφια μου
μακριά η Άνοιξη κι ο ήλιος της θ’ αργήσει).

ΑΝΑΚΩΧΗ

(Ι)

Αλήθεια πόσο φως χωράει στις παλάμες μου
μέσα σε θρίαμβο ο ήλιος ξαναβγαίνει
τώρα που κόπασε η βροχή πάνω στις στέγες μας
και τα πουλιά ψηλά σαν βέλος ταξιδεύουν.

Άοπλος βγήκα, αδερφοί, δείτε τα χέρια μου
κουράστηκα να πολεμώ και πια δε θέλω
πίσω από τείχη αδιαπέραστα να κάθομαι
από τους πύργους να κοιτώ κι απ’ τις επάλξεις.

Έθαψα τα ντουφέκια μου στο χώμα χθες
και σήμερα ξεπρόβαλα στον ήλιο
αθώος είμαι, καθαρός, πια δε μισώ
ούτε που θέλω το κακό, μήτε φοβάμαι.
Θέλω μονάχα μια στιγμή, αν είναι εύκολο
να κοιταχτούμε από κοντά μέσα στα μάτια
μ’ αδέξια κι αμήχανα χαμόγελα
να ξαναβρούμε τη χαμένη καλοσύνη.

ΓΡΑΦΕΙΟ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

Κίτρινα φύλλα, κίτρινα παιδιά
κι ο άνεμος δε λέει να κοπάσει

ποιο δρόμο πήρατε μακρύ ποιος σας ξεγέλασε
ποια μοίρα να σας καρτερά έξω απ’ τους χάρτες;

Εκεί δε λένε καλημέρα το πρωί
μήτε κι ο ήλιος τους ζεστός φέγγει τις μέρες.
Εκεί δεν ξέρουν να γελούν έξω απ’ τα χείλη τους
μήτε στον ώμο σε χτυπούν στους καφενέδες.

Ψωμί πικρό με ίδρωτα δεν τρώγεται
πικρό νερό τής ξενιτειάς δεν ξεδιψάει
δεν κατεβαίνει απ’ τις πλαγιές με λιανοτράγουδα
δεν ξέρει τα βουνά πεύκα γιομάτα
μήτε τον ίσκιο των ξωθιών
που με τα πόδια τους γυμνά
δροσιά γυρεύουνε με γέλια και παιχνίδια.

Χαρτιά, χαρτόσημα στον άνεμο· Φθινόπωρο.
Για τον Χειμώνα σας παιδιά, μόνος δακρύζω.

Η ΛΕΞΗ

Ποιος θα βρεθεί να πει στη γλώσσα μας πώς λέγεται
η λέξη αυτή η μαγική, κανείς δεν ξέρει.
Τι κι αν ερίζουν γλωσσολόγοι, σοφοί δάσκαλοι
αιώνες άλυτο μυστήριο παραμένει.

Τις νύχτες που εγείρεται η πείνα αλύπητη
ανασκαλεύοντας με βία τα σκουπίδια
βρίσκει τα έρημα παιδιά της στα χαρτόκουτα
κι η λέξη αυτή με ουρλιαχτά ηχεί στην πόλη.
Θαρρώ στη γλώσσα μας θα πει “ανημποριά”
“χέρι της μοίρας” ή “θεός” μα δε νομίζω
πως η μετάφραση “ψωμί” είναι σωστή.

Έτσι πρωτόγονη βαριά ως είναι η γλώσσα τους,
γεμάτη σύμφωνα που κάνουν κάθε φθόγγο
τραχύ και άγριο σαν ρόγχο να ακούγεται,

είναι αδύνατο σωστά να ερμηνευτεί.

Η ΖΑΡΙΑ

Θαρρώ πως είδα μια στιγμή να στροβιλίζονται
πριν να χτυπήσουνε μ’ ορμή στο πεζοδρόμιο
τα ζάρια- μα δε γύρισα να δω
και οι φωνές τους δε με πείσανε να μείνω.
Τίναξα μόνο με το χέρι μου απαλά
τη σκόνη από τα γόνατα σκυμμένος
σαν μέσα σ’ όνειρο θολό κι απομακρύνθηκα
βαδίζοντας αργά, χαμογελώντας.

Γιατί μετράει τελικά, μονάχα αυτό
με μάτια ολάνοιχτα κανείς με τη σειρά του
να βρει το θάρρος να την παίξει τη ζαριά
δίχως ποτέ του να νοιαστεί τι θα του φέρει.

ΗΡΩΕΣ

Αθόρυβα οι ήρωες προσπέρασαν
έμειναν πίσω μόνο οι πέτρινες μορφές τους
ανέκφραστα λευκά πρόσωπα άψυχα
κι ούτ’ ένα δάκρυ τοσοδά δε θα κυλήσει
για μας που ξένοι καταντήσαμε στη χώρα μας
κι αμέριμνοι γυρίζουμε στους δρόμους

στους καφενέδες μέρα νύχτα -μα τι βάσανο –
κενοί κι ανύποπτοι της ένδειας, της γύμνιας
με βήμα πάντως σταθερό κι ύφος αγέρωχο

με “βαρυσήμαντες” δηλώσεις μες στην τσέπη.

ΧΟΡΟΣ

Το επόμενο ποίημα θα το γράψουμε στον δρόμο
πάνω σε μια τσαλακωμένη μας προκήρυξη
πάνω στη σκόνη των μαρμάρων με το δάχτυλο
σαν πέσουμε γονατιστοί στον Άγνωστο Στρατιώτη
και γύρω μας τουρίστες με φωνές
πολύχρωμο κοπάδι θα κοιτάζουν
που σαν χορός αρχαίου δράματος θα υψώνουμε
με οιμωγές τα χέρια στον αέρα

μήπως βρεθεί θεός κανείς να σπλαχνιστεί
μήπως βρεθεί θεός κανείς να συγχωρήσει
που αφήσαμε στους ξένους την πατρίδα μας
μες στα κουρέλια χρόνια τόσα ντροπιασμένη.

.

ΜΝΗΜΕΣ ΤΗΣ ΡΙΖΑΣ (2020)

Α’ ΜΝΗΜΕΣ ΤΗΣ ΡΙΖΑΣ

ΡΙΖΕΣ

Περάσαμε όλο το πρωί μετρώντας σύννεφα
ξυπνούσε η γη κάτω απ’ τα πόδια τρομαγμένη
άνυδρη χρόνια μες στο φως τριβόταν έσπαγε
και πουθενά νερό να μας παρηγορήσει.

Περάσαμε όλο το πρωί εδώ στον τόπο μας
αφέντης ήλιος πυρπολούσε τα λιθάρια
κυλούσε ο ίδρωτας στα μάγουλα στα χείλη μας
κυλούσε και σφαλούσαμε τα μάτια.

Δες όμως ξάφνου πόσο βάρυναν τα πόδια μας
δες πόσο βυθιζόμαστε στο χώμα
την ώρα που χλωροί βλαστοί πολύκλωνοι
μέσα απ’ τα σπλάχνα μας ανθίζουν και ψηλώνουν.

ΤΟΣΗ ΖΩΗ

Άκουγα πάλι το τραγούδι των νερών
και τα μικρά θλιμμένα φλάουτα των φύλλων
ανάσκελα στο χώμα και μουρμούριζα
τριξίματα της γης αρχαίων μύθων.

Η Περσεφόνη, αχ, στα έγκατα της γης
στ’ άφεγγα λούζεται
κι όλο χτενίζει τα μαλλιά μ’ ένα κοχύλι
και στο γυμνό κορμί της πόθοι ανασταίνονται
κι έρωτας άνοιξης καημός την τριγυρίζει.

Ένα λουλούδι μες στα στήθια κατακόκκινο
θα ήταν -λέω- αρκετό δάκρυα να φέρει
όμως τριγύρω οι ψυχές σκιές αθόρυβες
ώρες και ώρες θα κοιτούσαν μ’ απορία

τόση ζωή, τόση ομορφιά μες στα υπόγεια
τόση ζωή, τόση ομορφιά λησμονημένη.

ΒΑΓΟΝΙΑ

Αυτά τα τρένα θα ριζώσουνε κι εδώ
ακίνητα θα μείνουν να σκουριάζουν
παραδομένα στη βροχή στον άγριο άνεμο
στον ήλιο του καλοκαιριού χρόνια και χρόνια.

Όταν ξεφτίσουν τα ταξίδια από τα μάτια τους
όταν σβηστούν τα όνειρά τους ένα ένα
ποιος -λες- θα μείνει να θυμάται τα μαντίλια τους
τις αγκαλιές τα δάκρυα τα γέλια;

Εδώ θα μείνουνε. Στη σκόνη να ριζώνουν.
(Τις ράγες ν’ αντικρίζουν και να κλαίνε.)

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΗ

Στην πόλη που μεγάλωσα σαν έρχομαι
άφαντοι όλοι οι γνωστοί μου και οι φίλοι
περιδιαβαίνω στα στενά έπειτα κάθομαι
σ’ εκείνα τα πεζούλια που ’ταν στέκι
γεμάτα πάντα από φωνές γεμάτα πρόσωπα
μα πια δε φαίνεται ψυχή κι αναρωτιέμαι
πώς κι όλοι μίσεψαν μεμιάς μα τι απόγιναν
πώς αποφάσισαν ταυτόχρονα να φύγουν
και τόσο έρημη απόμεινε η πλατεία μας
και τόσο άδεια από φίλους η ζωή μας.

Κι όμως δεν έφυγε κανείς μα ο καιρός
χρόνια και χρόνια κάθε μέρα λίγο-λίγο
σμίλεψε ύπουλα τα πρόσωπα κι αγνώριστοι
κι απαρατήρητοι περνούμε δίπλα-δίπλα
σαν να ’θελε να μας γλιτώσει για καλά
από ανούσιες συγγνώμες κι άλλα λόγια
που είν’ ανώφελα πικρά κι άδικα λέγονται

κι ίσως ακόμα πάλι ήθελε να δώσει
μια νέα ευκαιρία στον καθένα μας
από ’ξαρχης να γνωριστούμε, αν μπορούμε.

Η ΜΑΝΑ ΜΟΥ

Στην πίσω αυλή στα δυο πλακόστρωτα σκαλάκια
με το τσεμπέρι στα μαλλιά ώρες η μάνα μου
καθάριζε ραδίκια κι όλο μου ’λεγε
μ’ εκείνη τη φωνή την πονεμένη
για τα πικρά της δεκαοχτώ, για τους αέρηδες
που πήραν σαν ξερόφυλλα τα χρόνια,
κι έπειτα φτώχεια, καταφρόνια, μαύρα σύννεφα
στα χωριουδάκια που δε γράφτηκαν στους χάρτες
κι έπειτα θάλασσες βαθιές, παλιά ναυάγια
στάλες αθόρυβης βροχής, λόγια σπασμένα.

Κι εγώ που ήμουν μόνο οχτώ, πώς την αγκάλιαζα
-άλλο δεν είχα να της πω ή να της δώσω-
με τα μικρά μικρά χεράκια μου σφιχτά
και μύριζαν οι χούφτες της κρεμμύδι.

Στην πίσω αυλή στο πλυσταριό μούλιαζε, έτριβε
-μα οι λεκέδες πάντα εκεί να επιμένουν-
πικρά παράπονα λερώσανε τα χρόνια της.
Δυο οι κρυμμένες μαχαιριές κάπου στην πλάτη.

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ

Τα μάτια θόλωναν στο απέραντο γαλάζιο
όπως ο ήλιος έβαφε μαβιά κόκκινα όνειρα
και με τα δάκρυα αλμυρά πάνω στα χείλη
τραγούδια σκάρωνε και γύρω ηχούσε η θάλασσα:

«Αχ, να μπορούσα να ’βγαζα φτερά, γλυκιά πατρίδα
χώμα απαλά που ανασαίνει το ξημέρωμα
έστω για λίγο να σε δω αργοπετώντας
από ψηλά κι έπειτα μόνος μου θα φώναζα
τον Χάρο να ’ρθει να με βρει καλά χορτάτο
με εικόνες μύριες μαγικές που θα μπορούσανε
να πλημμυρίσουν φως λουλούδια τις στοές
του μαύρου Άδη που ποτέ μου δε φοβήθηκα.

Αχ, να μπορούσα να ’πίνα νερό μεσ’ απ’ τις χούφτες
των κοριτσιών που στην πηγή γελούν και παίζουνε
θα ’φτάνε -λέω- να γλυκάνει την αλμύρα
του μισεμού και του πικρού ψωμιού που γεύτηκα
χρόνους και χρόνους μοναχός μου στο σκαρί
δίχως συντρόφους που στη γλώσσα μου γελούνε».

ΣΚΙΕΣ

Ι

Σ’ εκείνες τις κλειστές αυλές κάθετο φως
ήλιος αμείλικτος φωτιά τα μεσημέρια
όπως ο άνεμος δειλά σιωπούσε κι άκουγε
μέσα στ’ αγιόκλημα κι ο χρόνος σταματούσε.

Εμείς χωμένοι στις σκιές στα πεζουλάκια μας
χτίζαμε κόσμους μακρινούς με τόσα λόγια
για το μεγάλο το ταξίδι που θ’ αρχίζαμε.

Όμως μακριά ήταν το μέλλον κι όλο αργούσε.

Β’ Ο ΤΟΠΟΣ ΜΟΥ

ΒΑΡΒΑΡΟΙ

Δεν ήρθανε ποτέ στη χώρα οι βάρβαροι
γι’ αλλού τραβήξαν όπως μάθαμε και πάνε
κι εμείς που ράβαμε όλη νύχτα τα κουρέλια μας
και στον καθρέφτη δοκιμάζαμε τους λόγους
βουβοί ακίνητοι κι αμήχανοι απομείναμε
με τα λουλούδια και τα δώρα μας στα χέρια.

Κι άιντε να δούμε τι θα λέμε στ’ αναχώματα
τις νύχτες γύρω απ’ τη φωτιά σαν μας κοιτάζουν
στα μάτια τα παιδιά μας που μεγάλωσαν
και δεν τους πρέπουν παραμύθια πριν πλαγιάσουν.

ΟΙ ΠΑΠΠΟΥΔΕΣ ΜΑΣ

(II)

(Στον κάμπο)

Πίναν ιδρώτα αρμυρό με το ξινιάρι τους
με το δρεπάνι αγκαλιά τα μεσημέρια
κάτω απ’ τη λεύκα αποσταμένοι ν’ ανασάνουνε
και γύρω κόχλαζαν στον ήλιο τα λιθάρια.

Στα σκονισμένα τους χωριά, μες στα χαμόσπιτα
με λαδοφάναρα φωτίζανε να φάνε.
Κόκκινα πρόσωπα ψημένα στη δουλειά
μάτια καθάρια λαμπερά, λόγια σταράτα.

Κι όμως ποτέ τους δε μολύνανε τα βήματα
ψωμί κι ελιά κι «έχει ο θεός» μέρα τη μέρα
μέσα απ’ το λίγο η χαρά μέσ’ απ’ το τίποτα
μέσα απ’ τον κάματο η αγάπη τους κι η ελπίδα.

ΔΕΛΦΟΙ

Μένουν ακόμα στις κολόνες ανεξίτηλα
τα χέρια τους, ο ίδρωτας στη σκόνη
ηχούνε πάλι στο ιερό μυριάδες βήματα
σαν ακατάληπτες ωδές και ικεσίες.

Όχι, δεν πέθαναν εδώ στις πέτρες ζουν
εδώ χτυπάει ακόμα η καρδιά τους
παλιοί παππούδες με χιτώνες ολοκέντητους
με δάφνες πάνω στα κατάλευκα κεφάλια
και η Πυθία τυλιγμένη στους καπνούς
σε άγια έκσταση υψώνοντας τα χέρια
προσμένει μόνη τον μικρό ωραίο Απόλλωνα
να πει στ’ αυτί της τα μελλούμενα που ξέρει,

αν η πατρίδα μας θα βγει από τον Τάρταρο
μ’ άσπρο φουστάνι μες στον ήλιο που της πρέπει.

ΛΥΚΟΙ

ΙΙ

Νύχτα οι λύκοι ήρθανε στην πόρτα μας
νύχτα προβιές κατάλευκες ντυμένοι
με δώρα και με διάπλατα χαμόγελα.

Νύχτα η πατρίδα έσκουξε τα ονόματα
ένα προς ένα τα παιδιά της να συνάξει.
Νύχτα το αίμα, η φωτιά, το φονικό.
Νύχτα το άδικο που μάτωσε τον ήλιο.

ΚΡΑΤΑ ΚΑΛΑ

Κι αν τίποτα δε μείνει να θυμίζει
αυτή τη γη που τόσο αθώα αγαπήσαμε
κράτα στον κόρφο σου καλά λίγα χαλίκια
κι ένα κοχύλι ασπριδερό που κρύβει μέσα του
τον βόγγο των κυμάτων τις φωνές
των θαλασσόλυκων παππούδων που όργωναν
τα κύματα στον ήλιο και γνωρίζανε
τα γλαροπούλια στη σειρά με τ’ όνομά τους.

Κράτα δυο φύλλα ελιάς ασημοπράσινα
κι ένα πλατύ από τ’ αμπέλια του Τυρνάβου
να στάζει νέκταρ των θεών από τα έγκατα
κράτα μια γκλίτσα σκαλιστή και μια φλογέρα

γιομάτη αγέρηδες φωνές σαλαγητά
γιομάτη ήχους απ’ τ’ Ομήρου τα κοπάδια.

.

Ο ΜΕΣΑ ΗΛΙΟΣ (2018)

Στα μονοπάτια της αγάπης
και του έρωτα

ΑΓΑΠΗ

Αν θέλεις έλα να μου πεις απ` την αρχή
αγάπη πρώτη το μικρό σου παραμύθι
το κόκκινό σου τη φωτιά τον άγιο ίδρωτα
τον πόνο φέρε στην καρδιά κι ένα τραγούδι
μισό για πάντα με λυγμούς πάνω στο τέμπο σου
λειψό στη σκόνη του καιρού λησμονημένο.

Ω, ας καώ μες στη φωτιά μες στην απόγνωση
μες στη χαρά σου ας χαθώ μέσα στο δρόμο
τον φωτεινό που βγάζει πάντα προς τη θάλασσα
στ` άσπρα πανιά που καρτερούνε μες στον ήλιο.

Ο ΜΕΣΑ ΗΛΙΟΣ

Δες με που κρέμομαι απ` τα χείλη σου ξανά
σ` απύθμενο γκρεμό ακροβατώντας
και μόνο αυτή η λεπτή κλωστούλα μου απόμεινε
να με κρατάει στη ζωή, όπως βαδίζω
πάνω από βράχια κοφτερά -αχ, πάντα το ‘ξερα-
πόσο επικίνδυνη στ` αλήθεια η αγάπη
πόσο στ` αλήθεια ακριβό δώρο μας δόθηκε
ρόδο μ` αγκάθια μυτερά, γυμνό μαχαίρι.

Μα τώρα πες απ` την αρχή, αν θες τα ξόρκια σου
`κείνα π` αλλάζουνε μεμιάς ξανά τον κόσμο
παρθενικός να λάμψει στη ματιά κι ο μέσα ήλιος τους
ποτέ, ποτέ του να μη δύσει και μ’ αφήσει
μα να χαϊδεύει τρυφερά την κάθε έγνοια μου
στα μέσα δώματα του νου, στα όνειρά μου.

Μάγισσα, πες μου πώς υφαίνεις τον ιστό
ο χρόνος για να μην περνά, πώς ομορφαίνεις
πώς γαληνεύεις την ψυχή με το τραγούδι σου
αγάπη πόση με κερνάς μ’ ένα σου γέλιο
να ξαποσταίνω να τραβώ ξανά το δρόμο μου
στην απαλάμη του Θεού, έξω στον κόσμο.

ΤΡΕΝΑ

θραύσματα μνήμης του `88

III.

Σφύριγμα νευρικό, άμεση απόφαση
ποιος να κατέβει εδώ και ποιος ν` ανέβει
δεν είχες χρόνο να σκεφτείς -το ξέρουν όλοι πια-
όλα τα βάσανα η σκέψη μας τα φέρνει.

“Τρέξε κι εσύ μες στα μυρμήγκια βρες τη θέση σου
αύριο αλλού, πρωί-πρωί” σου τραγουδούσε
η δόλια σου καρδιά μα δε φαντάστηκες
πόση ψυχή ξοδεύεις πάντα στο ταξίδι.

Πες μου αν θυμάσαι τη λαχτάρα σου, τα τρένα σου
αν τ` αγαπάς και στο μυαλό τα ξαναφέρνεις.

ΣΤΗ ΜΟΥΣΙΚΗ ΤΩΝ ΑΣΤΕΡΙΩΝ

ερωτική αστρική προβολή στο σκοτάδι…

Ήπια τη νύχτα και απλώθηκε στα σπλάχνα μου
πικρό πυκνό σκοτάδι και στη δίνη
γυμνός αφέθηκα στο φρέαρ που ανοίχτηκε
κι η γη χαμένη μακρινή λησμονημένη.

Κενό απέραντο ποτέ μου δε φοβήθηκα
τη μουσική των αστεριών και δες χορεύω
με τους κομήτες σου π` ανάβουν και φωτίζουνε
έξω απ` τα σύνορα του κόσμου την ψυχή μου.

Ήπια τη λάμψη του Θεού, το φως του ντύθηκα
και σαν μια πύρινη βολίδα ταξιδεύω
πιο γρήγορα απ` τη σκέψη κι οι πλανήτες μου
μια γειτονιά θαρρείς κι οι χίλιοι τόσοι ήλιοι
μικρά τριαντάφυλλα φωτιάς μέσα στον κήπο μου
που κοκκινίζουν από έρωτα και πόθο.

ΑΣ ΧΑΣΩ

Γκρέμισα όλα μου τα σύνορα για σένα
να `ρχεσαι όταν θέλεις σαν πανσέληνος
ν` απλώνεις δάχτυλα ασημιά και το σκοτάδι
να πλημμυρίζει ξάφνου φως κι όλα ν` αλλάζουνε.

Δες, δε σε πολεμώ, δεν αντιστέκομαι
μήτε με νοιάζει να `χω δίκιο, δεν πειράζει
ας χάσω εγώ από τους δυο, κέρδισε εσύ
αρκεί μαζί σου να κερδίσει κι η αγάπη.

ΧΕΙΡΟΝΟΜΙΕΣ

Θα μείνω εδώ βουβός να βλέπω να θαυμάζω
πώς παιχνιδίζει η σκιά στον τοίχο απέναντι
όπως λικνίζεσαι και γέρνεις και λυγίζεις
χειρονομίες στη σιωπή με μια λεπτότητα
με μιαν ανείπωτη αιθέρια αρμονία.

Ήχος κανείς να μην ταράξει τη σιωπή.
Mη με ρωτήσεις τι και πώς · όλοι το ξέρουν
πως κανενός ποτέ δεν ήτανε η θάλασσα
κι όμως δεν ήτανε ντροπή να τη λατρεύουν…

ΦΥΛΛΟ ΜΟΝΑΧΟ

Αχ, μεθυσμένο φύλλο μοναχό στο μονοπάτι
χορεύοντας στον άνεμο αφέθηκες
για μια στιγμή κι έπειτα πάνω στα μαλλιά
στους ώμους της θαρρώ, στην αγκαλιά της
-αλήθεια ήτανε εκεί, δεν ήταν όνειρο
θυμάμαι απαλά σε είχε αγγίξει-
τότε που στάλαζε βροχή κρυφά στα μάτια της
τ` Οκτώβρη μήνα κι η σιωπή κρυφό μαχαίρι.

ΤΟ ΝΟΗΜΑ

Ι.

Ζεστό τρεμούλιαζε το δέρμα σου παλλόταν
κυματιστά περνούσε η αγάπη και το πλάνευε
ν` ανθίσει μέσα στο σκοτάδι ν` αφεθεί
στ` απατηλό γλυκό μου παραμύθι.
Αν άξιζε ποτέ να γεννηθώ ήταν που μπόρεσα
να δω το φως μες απ` τις γρίλιες στο σεντόνι
ν` αγγίξω τη ζωή με τ` ακροδάχτυλα
να πιω απ` το φως της να χορτάσω να μεθύσω.

Αν άξιζε ποτέ να γεννηθώ η αγάπη το `δείξε
κι ως τώρα άλλο νόημα δε βρήκα…

ΤΟ ΔΑΚΡΥ

Δε θέλω πια χαμόγελα · το δάκρυ σου
το δάκρυ θέλω το θολό να μου χαρίσεις
να` ναι καυτό, αληθινό κι απ` της ψυχής
τα έγκατα να βγαίνει να ξεπλένει
όλη τη σκόνη του καιρού και τα ματάκια σου
με καθαρή ματιά να βλέπουνε τον κόσμο
αστραφτερά σαν των παιδιών που πάντα διάπλατα
ανοίγουν να χωρέσουν την αλήθεια.

Δε θέλω πια χαμόγελα · κουράστηκα
πάνω στις πέτρες τόσα χρόνια να διαβάζω
σ` άγνωστες γλώσσες σκαλισμένα ιδεογράμματα
σύμβολα σχέδια παλιά που δεν κατέχω.
Μ` αν μου χαρίσεις λίγο δάκρυ θα `ναι εύκολο
να δω πώς μοιάζει η αλήθεια σου, θα ξέρω
πως λίγη αγάπη κάπου σου ‘μεινε αξόδευτη
να σου ζεσταίνει την ψυχή, να τη στολίζει.

ΣΑΝ ΟΝΕΙΡΟ

Να μην τελειώναμε ποτέ μας το ταξίδι
στα γνώριμα σοκάκια να μας έφερνε
αλήτης άνεμος που παίρνει τα μαλλιά
φεγγάρι κόκκινο που τραγουδά ψηλά και γνέφει.
Ήταν απλή η ζωή κι ο έρωτας παιχνίδι
με μια ξεκούρδιστη κιθάρα στο πλατύσκαλο
μ`ένα χαμόγελο γλυκό στο παραθύρι
κάποια Μαρία μακρινή χλωμή σαν όνειρο.

ΠΡΩΙ ΣΑΒΒΑΤΟΥ

Για την αγάπη τραγουδώ, για τη ζωή
για το καθάριο πρωινό και τα λευκά του
φτερά που ο άνεμος ξεδίπλωνε στα μάτια μου
δίχως ανάπαυση μακριά προς τα λιβάδια.

Και γύρω μου παντιέρες μπουγαδόσχοινα
μικρά παιδιά με τα ποδήλατα στο δρόμο
το μαλλιαρό σκυλί του γείτονα που χόρευε
δυο γέροι που κουβέντιαζαν παρέα
και τα λαμπρά των κοριτσιών ματάκια του έρωτα
τα μυστικά τους που ψιθύριζαν γελώντας
τα δέντρα που φορούσαν τα καλά τους να `ρθει
η άνοιξη
και τα πουλιά που τιτιβίζαν μεθυσμένα.

Για την αγάπη της ζωής σας τραγουδώ
πρωί Σαββάτου απρόσμενα, τέλη του Μάρτη.

Πουλιά στο σύρμα

ΜΑΤΙΑ ΚΛΕΙΣΤΑ

Πώς θορυβούσανε στο φως, τα βλέφαρά της
πόσες κραυγές αυτή η σιωπή με πόση ένταση
γαλάζιος μωβ ο ουρανός και οι γραμμές
έντονες ίσες μελανές να υπογραμμίζουν
όσα χαράζει ο ναυαγός μόνος στην άμμο του
τι κι αν κανείς δε θα βρεθεί να τα διαβάσει…

Πώς θορυβούσανε στο φως κάθε που κλείνανε
πόρτες που τρίζουν θλιβερά σαν τις αγγίξεις
μην πέσει φως και μη φανούν στα μέσα δώματα
οι θησαυροί τα μυστικά και της τα κλέψουν.

ΣΤΑΧΤΗ

Όλα όσα είχα να σας πω, τα είπε η αστραπή
τι τάχα μένει να ειπωθεί μετά το φως της
τι θα μπορούσε να σωθεί κάτω απ` τη στάχτη της
τάχα ποιο όνειρο δειλό και ποιο τραγούδι…

Θέλουνε ήρεμη φωτιά τα παραμύθια μας
να παιχνιδίζουν οι σκιές πάνω στα χέρια
θέλουνε κούτσουρα στο τζάκι και χαμόγελα
και πυρωμένα μαγουλάκια για ν` αρχίσουν.

Μα τώρα, δείτε, όλα τα` καψε, τα ρήμαξε
μεμιάς το άγριο φοβερό αστροπελέκι
που έσχισε στα δυο τη νύχτα κι έκπληκτα
ορθάνοιχτα τα μάτια έχει αφήσει.

.

ΜΙΚΡΗ ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ (2017)

Μικρή Περιήγηση

I

Φάνηκε μια στιγμή, σαν ξύπνημα η αρχή
κι ήταν μετά το φως τα χρώματα κι η θάλασσα.
Κι ήταν ολόλευκα πουλιά που γυροφέρναν
φτεροκοπώντας μπρος στ’ ανοιχτά παράθυρα.
Κι ήταν τα σύννεφα διάφανα
δυο μέτρα μόλις πάνω απ’ τα κεφάλια μας
και το πλακόστρωτο στου πρωινού το μούρμουρο
ζωή γεμάτο που κυλούσε αδιάκοπα
μες στους χυμούς του μικρού δέντρου της αυλής μας.
Κι ήταν το πρωινό γλυκό, σαν τραγουδάκι ερωτικό
γλυκό, καθώς τα πρώτα παιδικά γλυκά χαμόγελα.
Πώς ευωδιάζει η γης π’ ανασκιρτά
ίδια υγρή ζεστή αγκαλιά
στου Φθινοπώρου τα πρωτόβροχα!

II

Ανασαιμιά κρυφή κι η πρώτη ανάταση
πόσο ψηλά να ’ναι ακόμα ο ουρανός, πόσο τα σύννεφα;
Φωνή δειλή φωτιά που επύρωσε τα μάγουλα
λιανοτραγούδισμα δειλό τραύλισμα πρώτο.
Κι έπειτα κάτω στον γιαλό γυαλί η θάλασσα
σχήματα σχέδια ανάκατα στην άμμο.
Μεσοκαλόκαιρο φωτιά μάτια μισόκλειστα
κι η πέτρα που κυλίστηκε στο γαλανό της μεσοφόρι,
μετέωρη για μια στιγμή κρεμάστηκε.

III

Ανάλαφρες, αέρινες θαρρείς ανοίγουνε στον άνεμο
λευκές σαν χιόνι, απαλές, φτερούγες προς τον ήλιο
ψηλώνουν, χάνονται στροβιλιστά κύματα κύματα
στο φως, τ’ αλλόκοτα πουλιά των ονείρων.

ΙΧ (Ι)

Εύπλαστη ύλη ζώσα ανασκίρτησε
βαθιά ανασαίνοντας το φως
στην τελευτή του ονείρου της.
Χρώματα σχήματα τριγύρω και πνοή
μεθυστική πρωτόγνωρη των αρωμάτων.
“Μόνος εσύ θα ζεις και θα το ξέρεις
πως κάτω απ’ το νεφέλωμα των άστρων
στάθηκες στα πόδια σου· κι ονόματα
θα δώσεις των πραγμάτων”.
Είπεν ο Ποιητής της γης και τ’ ουρανού
και μάτια μου ’δωκε να δω σα μέσα σ’ όνειρο
θάλασσες κάτου και βουνά, λίμνες ποτάμια.
Γαλαζοπράσινο μακριά αισθαντικό,
ασπρογαλάζιο πάνωθέ μου πορφυρό
βαθύ του ήλιου.
“Μόνος θα ξέρεις –είπε– πως μικρός και μέγας
υπάρχεις στους μικρούς μεγάλους κόσμους μου
που να, μ’ ένα μου νεύμα απλώνω στο κενό
μάζα χωμάτινη, νερό, φωτιά κι αγέρα”.

IX (IV)

Στα σύνορα της μέρας μάτια ολάνοιχτα
τα κρινολούλουδα στο φως λιγνά ηλιοτρόπια
τρεμουλιαστή φωνή ανάσκελα στα σύννεφα
πόνος και πλήρωμα χαράς κι ανατριχίλα.
Θεέ μου, έλαβα το δώρο σου μάτια καινούρια
ένα κομμάτι ουρανό βαθυγαλάζιο
κλωνιά ψηλά δάχτυλα και γαντζώθηκα
στη γης που γύρισα χρόνους πολλούς με τους ανέμους
με τα πουλιά που αλητεύουν που ξεχνούν
τις στάλες της βροχής που τα πληγώνει.

XIV

Ποιος του ’χει δώσει τα κλειδιά
της πλαϊνής κερκόπορτας
και κλέφτης μπήκε μες στης νύχτας τη σιωπή
στην Άγια Πόλη μας;
Ποια νύχτα κράτησε στην αγκαλιά της
τη μισητή μορφή του και τα βήματα
στις πλάκες του ιερού, βύθισε στη σιγή;
Αυτός δεν είναι σαν κι εμάς· δεν του αξίζουν
δαφνοστεφάνια κι αγριλιές π’ ολόλαμπρα
των ποιητών τα μέτωπα στολίζουν.
Κι αν πάτησε και βρέθηκε στο πρώτο το σκαλί
και ποιητής λογίζεται,
αρμόζει με πάταγο φρικτό να γκρεμιστεί.

XVIII

Με το ’να μάγουλο στο φως, τ’ άλλο στο έρεβος
και μια σιωπή, νάρκη ατέλειωτου χειμώνα
κύλησε η νύχτα που δεν έφερε αυγή
μονάχα όνειρα που ζωντανεύοντας ζητούσαν
μερίδιο στην πενιχρή φτωχή αλήθεια μου
πριν βυθιστούν, πριν λιώσουν και σβηστούνε.
Κι έπειτα, βρήκα απ’ την αρχή τα ρούχα της γιορτής
με δάκτυλα επιδέξια, με τις κινήσεις της συνήθειας
κι έβαλα την καλή μου έκφραση στο πρόσωπο:
Χρώμα αθωότητας αμέριμνο κι απλό
χρώμα ανέλπιστης χαράς κι ευδαιμονίας.

XX

Προσπέρασαν οι νεραϊδοπαρμένοι
άσημοι εραστές του φεγγαριού
μ’ ένα κλαψιάρικο βιολί
μια νύχτα και μπαρκάρανε.
Τώρα η μακριά σκιά τους στα νερά
φέγγει σαν δρόμος
ίσα βαθιά στη λησμονιά
στη θάλασσα που όλο σωπαίνει.

XXI

Ποθήσαμε να φέρουμε εκείνη τη νυχτιά
τη μούσα, τη γλυκιά κιθάρα
σαν ανεπαίσθητη πνοή μικρού θεού
σε κάποιο νυσταγμένο φυλλοθρόισμα
σ’ ένα κατάρτι που υψώθηκε αργά
πάνω απ’ τα κύματα, ίσα στον ήλιο.
Ποθήσαμε να ξανακούσουμε τους ναυτικούς
πάνω από το θολό ποτήρι να ψελλίζουν
για τη γοργόνα, το θεριό, την πικροθάλασσα,
για την υγρή ομορφιά την ξορκισμένη
κάποιου σκυθρωπιασμένου ουρανού.
Να ξαναβγούμε απ’ την αρχή στις πασχαλιές
ιδανικοί εραστές, παιδιά του φεγγαρόφωτου
που μαγευτήκανε και μείναν αγκαλιά
νύχτες και νύχτες μακριά, έξω απ’ το χρόνο.
Όμως η μούσα ξέχασε να τραγουδά.
Παρθένα νυσταγμένη γλυκοπλάγιασε
αργά στα μεταξένια της σεντόνια.
Αργά στα διάφανα καθάρια ονείρατα
που ’χουνε δρόμους από φως κι από αγάπη.
Που ’χουνε ήλιους κόκκινους, φεγγάρια πράσινα
κι οι πολιτείες τους με τα βουβά λιμάνια
κοιμούνται νυσταγμένες από έρωτα
ή ξαγρυπνούν να δουν τη μέρα που ανατέλλει.
Όμως η μούσα ξέχασε να τραγουδά.
Παρθένα νυσταγμένη γλυκοπλάγιασε
αργά στα παιδικά της παραμύθια.

XXIV

Δρόμοι πλακόστρωτοι, το γιασεμί μεθυστικό
στα παραθύρια οι έμορφες σου γνέφουν
πίσω απ’ τις μπούκλες τις ξανθές στ’ ωραίο μέτωπο
κι ο έρωτας στα βλέφαρα σκιρτά
και κατεβαίνει γλυκά στο μέρος της καρδιάς.
Της Άνοιξης πόσο πονά το ξύπνημα, πόσο μαγεύει!
Κι εσύ αργοπατώντας σαν παιδί μπρος στις αυλόπορτες
με το σακάκι σου ριχτό κι ένα τραγούδι
λες ο καιρός στάθηκε ’δω, εδώ κι ο ήλιος έμεινε
παντοτινά να τραγουδά και να μου γνέφει.
Ψωμί ποιος θέλει πια σαν η καρδιά μας γέμισε
διάφανο φως απ’ τ’ ανοιχτά λιβάδια της αγάπης;
Ένα πανί κι ένα λιγνό κατάρτι μεσιανό
καταμεσής στο πέλαο, θα ’ναι το βιός μας.
Λουλούδια στα μαλλιά και το χορτάρι που χορεύει,
ό,τι αποκτήσαμε στη γης, ό,τι ποθήσαμε
ό,τι θα μείνει στην καρδιά παντοτινά δικό μας.

XXXI

Τραγούδι της σιωπής κομματιασμένο
σαν ποιος να ξέρει να το πει
ο πόνος τι ’ναι κι η χαρά που μόλις γεύτηκες
κι άφησε μια σκιά πικρή πάνω στα χείλη
σαν νοσταλγία, απαλό τρικύμισμα
πίσω από βλέφαρα που καρτερούνε τη βροχή
της πιο ζεστής ευγνωμοσύνης…

XXXIII

Είπα για λίγο εδώ ας ξαποστάσω
κάτω από τ’ άσπρα ανθάκια των πορτοκαλιών.
Με λέξεις ακατάληπτες, μισές, με ψιθυρίσματα
δειλά να ψηλαφίσω απ’ την αρχή τη μέρα
κάτω απ’ τον ήλιο του μεσημεριού.
Κι έπειτα χάθηκα μεμιάς σ’ ίσκιους γλυκούς, μεθυστικούς
κι ήταν αλήθεια μια ανείπωτη μαγεία
όπως κινούσαν οι χυμοί σιγοσφυρίζοντας
μέσα απ’ τις φλέβες των κλαδιών,
ως το στερνό στραφτάλισμα
στην άκρη των μικρών δροσοσταλίδων.
Αφήνω τώρα να περνούν αργά οι μέρες μου
με νυσταγμένες αγκαλιές κι αχνοχαμόγελα.
Κι οι ψίθυροι της γης μες στις αισθήσεις μου
το ρυθμικό τραγούδι της βροχής μέσα στα φύλλα
ξυπνούν ανατριχίλες μυστικές, πρωτόγνωρες
άγρια χαρά, ανάπαψη, γαλήνη.
Τρίτη φορά είδα τ’ ανθάκια να ζυμώνονται
με φως, νερό, τρίτη φορά που η γης εγκυμονούσε
νέα ζωή γαλήνια, μυστικά,
μεστό καρπό στη ροδοπράσινη ποδιά της.
Είπα για λίγο εδώ να ξαποστάσω και ξεχάστηκα
σαν λωτοφάγος ναυαγός που ’δε σανίδια το σκαρί του.
Κύματα κύματα οι θύμησες περνούν και χάνονται
χρόνια που διάβηκαν και πια δεν θα ξανάρθουν.
Γίνηκαν ρίζες πια τα πόδια μου, γίναν βλαστοί
τα δυο μου χέρια και μιλούν με τον αγέρα.
Τα πρωινά που φλυαρεί αδιάκοπα
τα μεσημέρια που σιγοκουρνιάζει.
Κι η γης βουίζει ασταμάτητα σαν πέλαο
και το καθάριο αίμα της κυλά κι ανηφορίζει.
Ζεστό, μες στο κορμί μου ζωντανό, διάφανο.
Ατέλειωτα κυλά και μουρμουρίζει.

Από το γαλάζιο τετράδιο

ΜΙΚΡΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ

Τις νύχτες που οι μικρές στιγμές φυλλορροούσαν
στους λιωμένους δείκτες ανεπαίσθητα
στους απέραντους τοίχους που σωριάζονταν
αθόρυβα για να μπει το φεγγάρι,
είχε το όνειρο ζωή, σάρκα και όνομα
μπούκλες και φρύδια από ουρανό,
μάτια από θάλασσα.
Είχε όπως πάντα
το δικό σου όνομα, τα δικά σου μάτια.

AΓΡΙΑ ΑΓΑΠΗ

Πέρασε κάμπους και βουνά, πλαγιές ηφαίστεια
λουλούδια κόκκινα και τ’ άστρο της αυγής,
βρήκε να βάλει στα μαλλιά
η άγρια αγάπη μου.
Στον άνεμο γελά και δεν τη νοιάζει
που ’ναι τα πόδια της γυμνά.
Στο σύννεφο πλαγιάζει κι είναι τ’ όνειρο
χάδι δροσιά, φωτιά και φως, γλυκό τραγούδι.
“Φύσα, αεράκι, πάρε με μακριά”.
Πέρασε θάλασσες πλατιές, κάβους και βράχια.
Φύκια αλμυρά, λουλούδια του γιαλού
πήρε και φόρεσε.
Κι όλο στον άνεμο γελά και δεν τη νοιάζει
που’ ναι τα πόδια της γυμνά.

.

ΨΙΘΥΡΙΣΤΑ ΣΤΟ ΦΩΣ, ΣΤΟ ΕΡΕΒΟΣ (2016)

ΣΤΟΕΣ

Κάποτε τα μικρά, τα τόσο ασήμαντα
όπως μια τοσοδά λεπτή κλωστή μπορεί να είναι
ο μίτος που σε φέρνει στη ζωή μες απ’ την άβυσσο
βήμα το βήμα προς το φως, έξω στον κόσμο.
Μα αν σου δοθεί η χάρη ξαφνικά και τόσο ανέλπιστα
βιάση δε θέλει στη χαρά σου τη μεγάλη.
Εύκολα μπλέκει το κουβάρι με μια κίνηση
εύκολα σπάει η κλωστή και τότε μόνος
κι ανήμπορος θα τριγυρνάς δίχως ελπίδα πια
χρόνια και χρόνια στις στοές που σε γνωρίζουν.

ΜΕΣ ΣΤΗ ΣΙΩΠΗ

Με ψίθυρους αχνούς, στο φως στο έρεβος
αθόρυβα περπάτησα στον κόσμο
μακριά απ’ τις κραυγές που με πληγώνανε
μα τώρα δες, μες στη σιωπή πόσο μερώνω
σαν παίζει μουσική γλυκιά και νιώθω έτοιμος
να βγω στα γνώριμά μου μονοπάτια
σαν το παιδί που αλητεύει και ξεχάστηκε
ολημερίς στο γέλιο, στο παιχνίδι.

ΤΟ ΣΠΙΤΙ

Ι.

Ψίθυρος για το ποίημα που δε γινόταν να γραφτεί….

Απ’ τη γωνιά του δρόμου κοίταζα το σπίτι μου
το πατρικό μου σπίτι ρημαγμένο
με κλειδωμένη πόρτα, σφαλιστά παράθυρα
χωρίς ζωή, βουβό και γερασμένο
και φανταζόμουν σκόνη του καιρού στους διαδρόμους του
στρώμα λευκό σαν χιόνι στα κρεβάτια
και το φτωχό χαρτί μου μούσκευε στα δάκρυα
κι η ποίηση μ’ αρνιόταν πεισμωμένα.
Γιατί μια λέξη έψαχνα να βρω μα δεν ερχότανε
μέσα στο νου, στα πικραμένα χείλη,
μέχρι που βάδισα αποστρέφοντας το βλέμμα μου
μακριά σαν ξένος κι ήρθε μόνη της η λέξη
για να γραφτεί εκατό φορές στ’ άδειο χαρτί
κι εγώ τη διάβασα σκυφτός, βαθιά θλιμμένος
τη λέξη “λεηλατημένος”, που ώρα γύρευα.

ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ

Την ώρα που γλυκιά, κύματα-κύματα
μεθυστική μια ρέμβη σου ποτίζει το κορμί
νωχελικά, κι αφήνεσαι αργά να σε βυθίσει
και πια δε νιώθεις ούτε την ανάσα σου
και με μισόκλειστα τα μάτια ταξιδεύεις,
μες στη μικρή οθόνη χαμηλόφωνα
μετά τα σπορ τα κοσμικά τις διαφημίσεις
για τα καινούρια απορρυπαντικά, ξανά η θάλασσα
άσπρη μαβιά γεμάτη από κραυγές,
γεμάτη χέρια ανοιχτά, γεμάτη μάτια
και τα παιδάκια μπρούμυτα κι ασάλευτα
που πάνε κι έρχονται στα κύματα σαν τόπια,
λες και τα νοιάστηκε ο θάνατος και τ’ άφησε,
ανέμελα να παίξουν πριν τα πάρει.

Ο ΧΡΟΝΟΣ

(Έξι ψίθυροι στο σκοτάδι)

ΙΙΙ.

Κι αν βρήκα τα σημάδια μου κι αν άγγιξα
τον τύπο των ήλων με τα δάχτυλά μου,
γελώ και φεύγω και ξεχνώ και αποστρέφομαι
την κάθε θλίψη σιγοτραγουδώντας
και πια δε νοιάζομαι, δε νοιάζομαι, δε νοιάζομαι
μην πεις ξανά πως τάχα με γνωρίζεις.
Άναψε μέσα μου εξαίσια φωτιά
που μου ζεσταίνει την καρδιά και με φωτίζει
και διόλου δε μ’ αγγίζει ο καιρός.
Δεν είναι αληθινός, είπα χλευάζοντας.

IV.

Σαν λα μινόρε στη σιωπή,
σκόνη παιχνίδισε θαμπή στο πέρασμά της
απ’ τις κουρτίνες πρώτα κι έπειτα ξεχάστηκε
στον άδειο τοίχο σα φωτιά ξετρελαμένη,
η πρώτη-πρώτη ακτίδα στο σκοτάδι μου.
Κι ήταν μετά απ’ την αρχή λόφοι, βουνά,
άσπρα σπιτάκια χαμηλά, στενά δρομάκια
λουσμένα φως και κλείνοντας τα βλέφαρα,
απόμεινα να βλέπω μαγεμένος.
(Ανέγγιχτα στο χρόνο όσα αγάπησα!)

ΣΙΩΠΗ

Τρομάζω τόσο
ν’ ακούω τη σιωπή σου
σε κάθε βλέμμα.

Πες μου, αν θυμάσαι.
Χαμήλωναν τ’ αστέρια
στην αγκαλιά σου.

Με κλειστά μάτια
χόρευες πάντα μόνη
στα πρωτοβρόχια.

Νύχτες και νύχτες
βαδίζαμε στης πόλης
τα θαμπά φώτα.

Τώρα σιωπαίνεις,
μα με δικάζεις δίχως
να πεις μια λέξη.

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ

Είμαι ένας κλέφτης, μη σε ξεγελούν
τ’ αθώα μου χαμόγελα, το βλέμμα
είναι εργαλεία της δουλειάς, δεν θα’ ταν όμορφο
να κουβαλώ σιδερικά και άλλα τέτοια.
Θα τρόμαζες, θα φώναζες τους γείτονες
με φρίκη να τους πεις το πάθημά σου
πως σου’ κλεψε ένας αλήτης τ’ όνειρο
αμέριμνη όπως έγειρες για λίγο
κι εκείνο περιδιάβαινε αφύλακτο
πάνω στο μαλακό σου μαξιλάρι,
κι άφαντο έγινε μεμιάς! Μα κοίταξε,
που τώρα πίνουμε καφέ πολιτισμένα
τα λέμε μια χαρά κι όλο γελάς,
κι ας μη γνωρίζεις τίποτα για `μένα.
Το παιδικό αθώο βλέμμα μου σου αρκεί.

ΕΠΙ ΣΚΗΝΗΣ

Από μακριά, σαν να’ ναι άλλοι κι όχι εμείς
στέκομαι, κρυφακούω και θαυμάζω
σαν θεατής έργου που παίζεται ακατάπαυστα
παρόλο που δεν έμαθε κανείς ποτέ τα λόγια.
Γιατί δεν είχε εξαρχής κάποιο σενάριο
δεν είχε χορογράφο, σκηνοθέτη να διδάξει
δεν είχε θεατές να εμψυχώσουνε
με χειροκρότημα φωνές κι επευφημίες.
Είχε μονάχα προσεγμένα σκηνικά
που έδειχναν με ασύλληπτη μαγεία
πως ήταν τάχα δρόμος ανοιχτός στο φως εδώ,
κι εκεί βουνά και θάλασσες ωραίες.
Μα δες αλλάζουν πάντα τόσο απρόβλεπτα
με μιαν απίστευτη ταχύτητα και δείχνουν
παράταιρα, φθαρμένα πια και βαρετά
κι εμείς στη μέση με φωνή που χαμηλώνει,
μοιράζουμε ακόμα ρόλους, τόσο πρόχειρα
λέγοντας ο καθένας τ’ αλλουνού τα λόγια
μα φαίνεται αλήθεια τόσο δύσκολο,
τόσο απίθανο ποτέ να οργανωθούμε,
που ξεμακραίνω απ’ της σκηνής την άκρη αθόρυβα,
κι άλλος δε μένει θεατής να μας δοξάσει.

ΛΕΥΚΟΦΟΡΕΜΕΝΟΙ

Πού παν οι λυπημένοι την αυγή;
Πού παν οι λευκοφορεμένοι;
Η πόλη πίσω τους ξυπνά μέσα στα φώτα της
Φτιασιδωμένη σκυθρωπή μες στα στολίδια
Με το πιοτό μισό ακόμη στο ποτήρι της
Με τους καπνούς της τη βουή και την οργή της.
Κι αυτοί, με τα μαλλιά λυτά στον άνεμο
Πού παν με τα χαμηλωμένα τους μεγάλα μάτια;
Σέρνουν τον ίσκιο τους με χλωμό πρόσωπο
Τη νύχτα πίσω λησμονούν, αχνογελούνε
Στο φράχτη προς τη δημοσιά, στον κάμπο έπειτα
Μ’ ανάλαφρη περπατησιά θα προσπεράσουν
Ναούς των αηδονιών κρήνες βαθύσκιωτες
Ρέματα σύδεντρα πυκνά, βαθιά ως τη λήθη.
Κι ως θα φυσά ο μπάτης στα κλαδιά γελώντας τους
Τις νότες ψάχνοντας να πει το βαλς των κρίνων,
θα’ ναι μακριά ο Θεριστής δεν θα τον νοιάζονται
Γιορταστικά τα σήμαντρα θα κρούσουν
Σ’ ένα άσπρο σύννεφο απαλό όπως θα γείρουνε,
Το μεσημέρι σαν παιδιά να ξαποστάσουν.

ΑΓΓΕΛΟΙ

Ο κίονας κάλυπτε το μισό πρόσωπό τους
Τ’ άλλο τους μάγουλο αίφνης ρυτίδωνε
Όπως η θύρα άνοιγε και φως,
Έπαιζε μια στιγμή ρουμπινί κόκκινο
Στα ποτήρια ολόγυρα στης γωνίας της άκρη
Στον περίτεχνο διάκοσμο ίδιο αίμα και έσβηνε
Πριν φανεί διπλωμένη μακριά ως το πάτωμα
η λευκή τους φτερούγα κι η αγέρωχη κόμη.
Έτσι περνούσαν τις νύχτες αμίλητοι
Στο γνωστό τους τραπέζι, οι πεπτωκότες άγγελοι.

ΠΡΟΑΣΤΙΑ

Τώρα που μάθαμε επιτέλους αδερφοί μου
να λέμε γη τη γη, χιόνι το χιόνι
πέτρα την πέτρα -όχι ψωμί- χέρι το χέρι
σαν πού θα πορευτούμε, πού θ’ απλώσουμε
τα βήματά μας, πού τον ύπνο μας;
Τώρα που σύννεφα δεν έχει πια ν’ αδράξουμε
-πέρασαν βλέπεις οι καιροί και δεν αεροβατούμε-
σαν πού θα κρύψουμε τη θλίψη, πού τη γύμνια μας;
Ποια πολιτεία μακρινή θα μας δεχτεί
πού θ’ ακουμπήσουμε
τα παιδικά μας όνειρα, πού την αγρύπνια;
Σ’ ανούσιες διαδρομές σπίτι-δουλειά
στην ασταμάτητη βροχή στην επίπεδη μέρα
ας προσπεράσει το λοιπόν ξανά η Άνοιξη
με τα παράφορα τραγούδια και τα λάβαρα
με τα λουλούδια της και τα βεγγαλικά
ν’ ανάψει φως στους κάμπους και τα πέλαγα
σαν οπτασία απατηλή, νέφος λευκό.

.

ΑΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΤΑ (2017)

Δίχως πυξίδα
δίχως κουπιά και χάρτη
με τον αγέρα.

Χωρίς ρυτίδες
αράγιστος καθρέπτης,
νερό κι αλάτι.

Νεύματα νότες,
τα λόγια περιττεύουν
στ’ αρχαίο τάγκο.

Μάτια κοχύλια
γοργόνα ξαπλωμένη
στο φεγγαράκι.

Πολύ το λίγο,
χρυσάφι οι στιγμές σου.
Μην τις σκορπίσεις.

Με πέντε νότες
αλήτισσα βροχούλα
με ξαγρυπνούσε.

Σκιές στον τοίχο
και στα μαλλιά σου παίζουν,
μα ξημερώνει.

Χαρά και λύπη
στο ίδιο κέρμα όψεις
στριφογυρίζουν.

Στα μπλε της μάτια
οι θάλασσες του κόσμου
κι ανεμοβρόχι.

Χάσεις κερδίσεις,
δικαίωση σου μόνη,
όρθια να’ σαι.

Άσε να φέξουν
να λαμπαδιάσουν όλα
τα μονοπάτια.

Γήινη η κάμπια.
Βγάζει φτερά και ξάφνου,
η χρυσαλίδα.

Χίλιες φτερούγες
στον άνεμο απλώνουν
τα όνειρά σου.

Πανιά στον ήλιο
να φεύγει η ματιά μας
να ξημερώνει.

Μαύρο κι αν είναι
την Άνοιξη σου φέρνει
το χελιδόνι.

Σε ντύνω στίχους
μικρές λεξούλες-ήχους
και βόλτα βγαίνεις.

Χείλια-λουλού δ ια
η άνοιξη περνούσε
με ροζ φουστάνι.

Πιάσε το νήμα.
Η έξοδος κοντά σου
αν το θελήσεις.

Μισό φεγγάρι
κυρτό δρεπάνι πες μου,
ποιον απειλούσες.

Ποιο όνειρό σου
στα μάτια ξεχασμένο
σε ταξιδεύει;

Ξύλινα λόγια.
Σκληρά τα πρόσωπά τους,
μα δεν ακούω.

Λύκοι τριγύρω
με τις προβιές στους ώμους
ψευτοβελάζουν.

Πνευστά τ’ ανέμου
χορδές που σου θυμίζουν
παλιές πατρίδες.

Άρρωστη πόλη
μες στους καπνούς κοιμάται
και τα σκουπίδια.

Μέσα σου βλέπω
ν αντιπαλεύουν πάντα
φως και σκοτάδι.

Λάμπουν στη λάσπη
αμύθητα πετράδια,
όσα δεν είπες.

Κέρματα σκόρπια
δε φτάνουν ν αγοράσεις
ύπνο γαλήνιο.

Νερό κι ασήμι
το ψάρι που γλιστρούσε
στ άσπρα χαλίκια.

Φύκια κοράλλια,
αθέατοι οι κήποι
του Ποσειδώνα.

Σπηλιές και θόλοι
κι ο ήχος των κουπιών μας
πριν ανατείλει.

Βροχή ποτάμι
και τα πουλιά κουρνιάζουν
αγκαλιασμένα.

Ψέμα δεν είναι
η μέσα σου αλήθεια
που ‘χεις κρυμμένη.

Εξαίσια ώρα
σαν αντικρύζεις μόνη
τους θησαυρούς σου.

Ζωή στη λάσπη
σαν τα πουλιά γυρίζουν
πρόσφυγες τόσοι.

Χορός στην άμμο
λεβέντικο συρτάκι.
Ελλάδα γλέντα!

Δυο μέτρα σύρμα
αρκούν να ξαποστάσουν
τα χελιδόνια.

Προβάρει μάσκες
ο χρόνος στον καθρέφτη
και σε τρομάζει.

Πάνω στην πέτρα
ψωμί κρασί μοιράζεις
σαν σώμα κι αίμα.

Δουλειά δουλεία
ισόβιος αγώνας,
μικρό μυρμήγκι.

Πώς ιστορούσε
της θάλασσας τον πόθο
με τόση αγάπη!

Ξερό το φύλλο
κι όμως χορεύει ακόμα
και καμαρώνει.

Παίζουν ξαπλώνουν
στις στέγες συννεφάκια,
μικρά κοπάδια.

Σωστό και λάθος
χαρά και λύπη πάντα
μαζί βαδίζουν.

Κίτρινα φύλλα
στον άνεμο, στον χρόνο
φωτογραφίες.

Ήτανε πάντα
γυμνός ο βασιλιάς μας
μέσα στα πλούτη.

Ακινητούσαν
τα πράσινα νερά του
κι οι μέσα δίνες.

.

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΔΡΟΜΟΙ ΣΤΗ ΣΚΟΝΗ

.

ΛΙΛΙΑ ΤΣΟΥΒΑ

ΦΡΕΑΡ 4/01/2022

Στους σκονισμένους δρόμους

Ποιος θα ’ναι –αλήθεια- αύριο ο δρόμος σου;
Πες μου· και ας είμαι από άλλο παραμύθι.
(ΘΙΑΣΟΙ)

Ο Δημήτρης Παπακωνσταντίνου στην ποιητική του συλλογή Δρόμοι στη σκόνη (Κουκκίδα 2021) τραγουδά τον ανθρώπινο πόνο. Κοινωνικοί και φιλοσοφικοί στίχοι, με μετασυμβολικά και νεορομαντικά στοιχεία, που εγκολπώνουν τον καημό του ανθρώπου για τον θρυμματισμό των αιώνιων αξιών. Πρόκειται για μετασυμβολισμό και νεορομαντισμό χαμηλών τόνων, που καταφεύγει στη μνήμη και την ομορφιά για να κατευνάσει την κόπωση και τη μελαγχολία που δημιουργούν οι αλλεπάλληλες ματαιώσεις και απογοητεύσεις. Η ποίηση, το καταφύγιο που φθονούμε, όπως το είπε ο Καρυωτάκης, ο σημαντικότερος ποιητής του μεσοπολέμου, ο οποίος εξέφρασε και την έννοια του Spleen, τη γενικότερη αίσθηση του ανικανοποίητου και του αδιεξόδου.

Ο Δημήτρης Παπακωνσταντίνου βρίσκει τόνους αβρούς για να τραγουδήσει τη φθορά. Με εικόνες συγκεκριμένες και σύνταξη σαφή, με στίχους μοντέρνας τεχνοτροπίας, αλλά τόνους ιαμβικούς, διαμορφώνει μια λυρική, ενίοτε δηκτική ποίηση, που κραυγάζει απόγνωση και συγκροτείται γύρω από το όραμα μιας κοινωνίας χωρίς αντιθέσεις και ανέχεια, αποτελούμενης από ισότιμα μέλη. Ο λόγος καταπιάνεται με σύγχρονες, αλλά και διαχρονικές παθογένειες, ενώ τα νοήματα αισθητοποιούνται με τον τρόπο του συμβολισμού, μέσα από αντικείμενα και περιγραφές της φύσης.

Με φόντο τον κάμπο της Λάρισας, τα χωριά, τις θημωνιές, τον Πηνειό, με φόντο το εξωτερικό περιβάλλον, τις βατομουριές, τους φιδογυριστούς δρόμους, τις πέτρινες μάντρες, αλλά και τον αστικό ιστό, ο Δημήτρης Παπακωνσταντίνου στη συλλογή Δρόμοι στη σκόνη μιλά για την αποξένωση και τον χρόνο που περνά. Αναφέρεται στα προσωπεία, τη στυφή και πικρή γεύση της μοναξιάς. Στους σκονισμένους δρόμους των πόλεων και των χωριών, συναντά ανθρώπους εξωστρεφείς, που δεν κοπίασαν, που τους χαρίστηκαν τα αγαθά στη ζωή. Συναντά ανθρώπινα τραύματα και παρατηρεί τη ζωή που χάνεται. Εκλιπαρεί για ζωογόνο ύδωρ, λίγη βροχή που με το ιαματικό νεράκι της θα ξεπλύνει την κακία και την ανέχεια, τις μάσκες και τα προσωπεία.

Η ζωή παρουσιάζεται σαν θέατρο, όπως στον ποιητή Λάμπρο Πορφύρα· εμείς ο θίασος. Ένα τσίρκο· εμείς οι κλόουν. Χωρατά και ρηχότητα. Πίσω όμως από τις μουσικές και τους χορούς, τα γέλια και τη χρυσόσκονη, παραμονεύει η υπαρξιακή μοναξιά και η θνητότητα. Κρύβουμε τα αληθινά μας πρόσωπα, συμβιβαζόμαστε, αλλά για να αντέξουμε, καταφεύγουμε στη ανάμνηση της παιδικής ηλικίας, που με το σφρίγος, τα όνειρα, τον έρωτα, την αθωότητα, παρέχει για λίγο τη γαλήνη. Οι παλιές και ξεχασμένες χαρές μάς μεταφέρουν στην ομορφιά και το άχρονο, που επιθυμούμε.

ΘΙΑΣΟΙ

Ποιος τάχα θα ’ναι αύριο ο δρόμος σου
ποια μάσκα θα φοράς, πώς θα σε λένε
θίασοι γύρω πάνε κι έρχονται αλλόκοτοι
με τις ολόλαμπρες στολές οι θεατρίνοι
-πώς ψευτοκλαίνε δες και πώς χειρονομούν-

σ’ άδεια σκηνή, δίχως κοινό, για πάντα μόνοι.

Γελούν και σέρνονται με χάχανα στα γόνατα
κι έπειτα κράζουν τους Θεούς τους και τη Μοίρα
με ουρλιαχτά ολονυχτίς με τόσα δάκρυα
μ’ ιδρώτα κι αίμα στα μαλλιά τους και στα χέρια.
Κι έπειτα πάλι ηρεμούν σιωπούν και χάνονται.
Τι να ’ναι απ’ όλα αληθινό κανείς δεν ξέρει.

Ποιος θα ’ναι –αλήθεια- αύριο ο δρόμος σου;
Πες μου· και ας είμαι από άλλο παραμύθι. (σελ. 28)

Το ποιητικό υποκείμενο καταδικάζει την ανέχεια και την απουσία ανθρωπιάς, τους επαγγελματίες πολιτικούς με την ψεύτικη ρητορεία, τους εχθρούς-λύκους που καραδοκούν με το μαχαίρι, την ανισότητα, την αστεγία, τη μετανάστευση. Προσδοκώντας το καλύτερο, επισημαίνει την προσωπική ευθύνη και την ανάγκη κινητοποίησης, ενώ κάνει έκκληση για τη χαμένη καλοσύνη και αγάπη.

ΑΝΑΚΩΧΗ ΙΙ

Να σ’ αγαπήσω αδελφέ μου ανυπόκριτα
με τη ζωή μου να στηρίξω τη ζωή σου
κι ας μη σε ξέρω, μα κι εσύ να γίνεις διάφανος
σαν το κρυστάλλινο νερό και σαν καθρέφτης
να βλέπω πάντοτε τα μάτια μου στα μάτια σου
να βλέπω πάντα τη σκιά σου στη σκιά μου
μήπως μπορέσουμε κι οι δυο μας να ριζώσουμε
σ’ αυτό το χώμα διπλανά χλωρά πλατάνια.

Για όλους φτάνει το νερό κι ο ήλιος πάντοτε
για όλους βγαίνει απ’ τα βουνά, μα να θυμάσαι:

Δυο μόνο ανάσες η ζωή κι έπειτα φεύγουμε
δυο μόνο ανάσες κι η αγάπη μόνο μένει. (σελ. 43)

Επισημαίνει τη σιωπή και τη μοναξιά πίσω από τις οθόνες του πληκτρολογίου και τα κοινωνικά δίκτυα, αλλά και την εφήμερη χαρά της χρηματοθηρίας που κατάντησε ασθένεια της εποχής.

ΑΠΟ ΧΑΡΤΙ

Τι κρίμα να ’ναι η χαρά σου από χαρτί
να που τη σκόρπισε μεμιάς κρύος ιδρώτας
και με τα χέρια αδειανά κι έρημα απόμεινες
να την κοιτάς να στροβιλίζεται στη σκόνη.

Τι κρίμα να ’ναι η ευτυχία σου ευάλωτη
μικρά χαρτάκια που φωτιά έχουνε πάρει
κι άντε στις φλόγες τους να βρεις παρηγοριά
κι άντε στη στάχτη τους να βρεις ξανά ελπίδα.

Τι κρίμα να ’ναι η ζωή σου μόνο χρήματα
και να ’σαι μέσα σου φτωχός, όσα κι αν έχεις. (σελ. 54)

Ο Δημήτρης Παπακωνσταντίνου στη συλλογή Δρόμοι στη σκόνη παρουσιάζει αφομοιωμένες επιδράσεις από τον Καβάφη και τον Βάρναλη, την ποίηση του μεσοπολέμου και τους κλασικούς. Οι στίχοι του, σκωπτικοί, τρυφεροί, ενίοτε αυτοαναφορικοί, αφηγηματικοί, είναι γεμάτοι ανθρωπιά και ιδεαλισμό, ενώ εκφράζουν αγωνία για το μέλλον.

ΧΟΡΟΣ

Το επόμενο ποίημα θα το γράψουμε στον δρόμο
πάνω σε μια τσαλακωμένη μας προκήρυξη
πάνω στη σκόνη των μαρμάρων με το δάχτυλο
σαν πέσουμε γονατιστοί στον Άγνωστο Στρατιώτη
και γύρω μας τουρίστες με φωνές
πολύχρωμο κοπάδι θα κοιτάζουν
που σαν χορός αρχαίου δράματος θα υψώνουμε
με οιμωγές τα χέρια στον αέρα

μήπως βρεθεί θεός κανείς να σπλαχνιστεί
μήπως βρεθεί θεός κανείς να συγχωρήσει
που αφήσαμε στους ξένους την πατρίδα μας
μες στα κουρέλια χρόνια τώρα ντροπιασμένη. (σελ. 66)

.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ B. ΜΠΟΥΡΑΣ

FRACTAL 23/6/2021

Ασκήσεις ενσυναίσθησης με κοινωνικό προσανατολισμό και νεοπλατωνικό πρόσημο

Πενήντα στιγμές, δίπτυχες οι περισσότερες, δίδυμες, αφηγηματικές, σε άλλο τόνο με αντικατοπτρικές παραλλαγές. Ασκήσεις ενσυναίσθησης με κοινωνικό προσανατολισμό και νεοπλατωνικό πρόσημο.

Η εσωτερική έρημος των αποξηραμένων αισθημάτων αναζητά το Επέκεινα προκειμένου να αποτινάξει τη σκόνη και την λευκότητα της παραίτησης, των γηρατειών, της παρατεταμένης σιωπής, της μοναξιάς που ελπίζει μόνο στην αστική καταιγίδα για να ξεπλύνει την πόλη και τις ματιές.

Το νερό, πρώτο στοιχείο κι ύστατο, καταδικασμένο να εκδηλώνει την οργή θεών και δαιμόνων ενάντια σε ανθρώπους-μυρμήγκια που δεν συνειδητοποιούν την κατάντια, την εθελοδουλία τους.

Απομυθοποίηση των πάντων, όχι όμως για τη χαρά της αποδόμησης αλλά για την κατά-στροφή της Τύχης που απειλεί να μας κατακάψει, ενώ εμείς αποζητάμε λίγη αγάπη, τρυφερότητα έστω, αποδοχή. Ξημέρωμα, εξημέρωση των αισθήσεων, που δεν έχουν πια κάτι το σαρκικό αλλά την διαπερατότητα υδαρών ονείρων, εντοιχισμένων στο πουθενά κι ερωτοτροπούντων με το τίποτα.

Δεν διακατέχεται από άγχος κενού ο μογιλάλος ποιητής με το κοινό όνομα Δημήτρης Παπακωνσταντίνου.

Αντιθέτως, γεωμετρεί το χάος έξωθεν ενώ επιμελείται την εσωτερική ευταξία με ιδιαίτερη προσοχή.

«Μαθηματικός» ο στίχος του, δομημένη η αφήγησή του, μουσικές παρηχήσεις και επιμελημένα ατημέλητες συνηχήσεις προδίδουν ένα «χτένισμα» του κειμένου που δεν συνηθίζεται στη συνήθως βιαστική νεοελληνική ποίηση.

Χωρίς να γίνεται δούλος του νοήματος, ανασαίνει στις σιωπές ένας λόγος ποιητικός αρθρωμένος κι ενδελεχής στην εξομολογούμενη ανημπόρια του εκφράσει το Άφατο και τα κινήματα μιας ψυχής που ονειρεύεται διαστάσεις και καταφεύγει σε λεπταισθητότερα χωροχρονικά συνεχή.

Ακόμα και ποιητική ανάπλασης της επιστημονικής μας γνώσεις για τις μαύρες τρύπες διεμβολίζεται σε αυτό το μυθολογικό σύμπαν, όπου κυριαρχούν οι έννοιες που διατυπώνονται με λέξεις όπως: αμυγδαλιά, ήλιος, νερό, βροχή, γέλιο, έρημος, σκόνη, σιωπή, μοναξιά, ουρανός, φεγγάρι, θίασοι, θέατρο, ρόλοι, μάσκες. Η θεατρική αντίληψη του σύμπαντος ως μακροδομής υποδηλώνει εναλλαγή ενσαρκώσεων, όμως η σωκρατική φυλακή στην γνωστή «παραβολή του σπηλαίου» είναι καθοριστική αυτής της φυγόπονης ποιητικής φυγής.

Εξαιρετική η επιμέλεια του σεπτού τόμου από τον σεμνό Κώστα Θ. Ριζάκη.

Η γλώσσα και τα δεδηλωμένα όριά της πρωταγωνιστούν σε ολάκερη τη συλλογή (και όχι μόνο στο ποίημα «Βαβέλ», της σελίδας 35).

Οι γνωμικές φράσεις δεν περιορίζονται σε δίστιχα αλλά διακτινίζονται σε όλο το σώμα του ποιήματος, που είναι ενιαίο και αδιαίρετο (ακόμα και σε κάθε μία από τις δίδυμες πτυχές του).

Διακριτή τεχνική που υποδηλώνει μαθηματική παιδεία, αν και ο ποιητής Δημήτρης Παπακωνσταντίνου, που γεννήθηκε το 1967 στη Λάρισα, σπούδασε στην Φιλοσοφική Σχολή των Αθηνών. Ζει στην Κοζάνη και εργάζεται ως καθηγητής στην Μέση Εκπαίδευση.

Αυτό που ξεχωρίζει αυτόν τον ταπεινό εργάτη το Λόγου από πολλούς ομοτέχνους του είναι η απουσία εξεζητημένων διανοημάτων και νοητικών ακροβασιών, άστοχων και άτυχων εν τέλει, που προδίδουν ανεπάρκεια των σύγχρονων ποδηγετών να συνομιλήσουν με την απλότητα, ικανή και αναγκαία συνθήκη για να συνομιλήσουμε με τον εαυτό μας και με την Συλλογική Συνειδητότητα ίσοις όροις.

Μηδενικός ναρκισσισμός, ανύπαρκτος μηδενισμός. Η γοητεία της αναβλύζουσας γραφής συναρπάζει, η πλούσια θεματική καθηλώνει τον αναγνώστη σε ένα εσωτερικό ταξίδι, απρόβλεπτο και με άλλους κάθε φορά προορισμούς.

Πρόκειται για ένα «ανοικτό κείμενο», αφού ο τεχνίτης του αρνείται να συμβιβαστεί με καθεστηκυίες πρακτικές και φρούδες καταστάσεις, ενστερνιζόμενος ιδέες αδιέξοδες για τους πολλούς, όχι όμως και για τους χορτάτους της ηδονής του συν-γράφειν, δια-γράφειν, επί-γράφειν, από-γράφειν…

Σημαντικός λόγος για την μουσική πληρότητά του. Ρυθμολογία τακτική πάνω σε δρόμους χαραγμένους από τους παλαιούς γίγαντες.

.

ΜΝΗΜΕΣ ΤΗΣ ΡΙΖΑΣ

ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΤΣΕΛΙΚΗΣ

Περιοδικό “Μανδραγόρας” 12/4/2021

Η νέα, πέμπτη κατά σειρά, ποιητική συλλογή του Δημήτρη Παπακωνσταντίνου (Δ.Π. εφεξής) Μνήμες της ρίζας απαρτίζεται από 51 ποιήματα κατανεμημένα σε δύο ενότητες: Α΄ Μνήμες της ρίζας με 31 ποιήματα και Β΄ Ο τόπος μου με 20 ποιήματα. Τα περισσότερα ποιήματα είναι μονοσέλιδα, ενώ τρία της Β΄ Ενότητας «Ο τόπος μου», (σσ. 54-55), «Λύκοι» Ι, (σσ. 65-66) και ΙΙΙ, (σσ. 68-69), περνούν και σε δεύτερη σελίδα. Άλλο εξωτερικό μορφικό στοιχείο της συλλογής είναι η ανάπτυξη ορισμένων ποιημάτων σε άλλα ομόθεμα ποιήματα αριθμημένα με λατινικούς αριθμούς. Τέτοια ποιήματα είναι τα ακόλουθα: «Δεν είμαι εγώ», (Ι) και (ΙΙ) (σσ. 19-20), «Σκιές», (Ι), (ΙΙ) και (ΙΙΙ), (σσ. 42-44), «Λύκοι», (Ι), (ΙΙ), (ΙΙΙ) και (IV), (σσ. 65-70). Ενώ το ποίημα «Οι παππούδες μας» αναπτύσσεται σε τρία επιμέρους ποιήματα με ιδιαίτερο το καθένα τίτλο, ήτοι (Ι) (Στη θάλασσα), (ΙΙ) (Στον κάμπο) και (ΙΙΙ) (Στα βουνά), (σσ. 56-58). Σ’ αυτόν τον εκφραστικό-μορφικό τρόπο ποιητικής σύνθεσης θα αναφερθώ εκτενέστερα παρακάτω.

Τα θέματα των ποιημάτων της παρούσας συλλογής είναι ποικίλα. Η θεματική ποικιλία στην Α΄ Ενότητα είναι πιο πλούσια. Από τη μια είναι οι μνήμες της ρίζας, οι σχετικές δηλαδή με τις κοσμογονικές, όπως θα δούμε, προβάσεις-μεταλλάξεις και από την άλλη οι μνήμες του ποιητή καθώς είναι δεμένος με την παιδική του ηλικία και γενικά με την περασμένη ζωή του.

Στη Β΄ Ενότητα, «Ο τόπος μου», υπάρχουν πολλά θέματα, τα οποία μπορούμε να τα χαρακτηρίσουμε Πατριωτικά. Άλλα αναφέρονται στις περιπέτειες και τις καταστροφές της χώρας μας, όπως για παράδειγμα το ποίημα «Παλιά ιστορία», (σ. 64), στο οποίο γίνεται λόγος για τον παππού του Δ.Π. που συμμετείχε στην περιπετειώδη Μικρασιατική εκστρατεία και κινδύνεψε η ζωή του. Άλλα πάλι αναφέρονται στους «καλοπροαίρετους», που ήρθαν στη χώρα μας με καλές διαθέσεις να μας βοηθήσουν «(…) και τους πιστέψαμε / και αφήσαμε να μας νοικοκυρέψουν», («Λύκοι», (ΙΙΙ), σ. 68). Το ποίημα «Καράβι», (σ. 71), συμβολίζει την Ελλάδα, Αντιγράφω δύο στροφές, την τρίτη και την τέταρτη: «Μετρά (το Καράβι, η Ελλάδα) τα βράχια στ’ ανοιχτά κατά την Κάλυμνο. / Γλυκά και άγια τα νερά κι όλοι τα θέλουν / χρόνους παλεύουν τα θεριά να τ’ αφανίσουν / μήτε στον χάρτη να βρεθούν, σκόνη να γίνουν. // Παράξενο καράβι στη Μεσόγειο, αν σε ρωτήσει η γοργόνα δακρυσμένη, / πες της πως χάθηκε για πάντα ο Αλέξανδρος.»

Θα έλεγα, για να κλείσω αυτό το μέρος της συλλογής, ότι η ίδια η Ελλάδα προβαίνει μ’ αυτά, τα πατριωτικά ποιήματα, σε μια ενδοσκόπηση αυτογνωσίας.

Ξαναγυρίζω στο τέλος της πρώτης παραγράφου και αρχίζω νέα παράγραφο.

Καθώς περιεργαζόμουν το ανά χείρας βιβλίο η προσοχή μου εστιάστηκε σε τίτλους, όπως: «Μνήμες της ρίζας» που είναι τίτλος της συλλογής καθώς και της Α΄ Ενότητας, «Ο τόπος μου» που είναι τίτλος της Β΄ Ενότητας καθώς και ποιήματος (σ. 54), επίσης και στους τίτλους ποιημάτων, όπως «Η μάνα μου», (σ. 36), «Οι παππούδες μας», (σσ. 56-58), που με προϊδέασαν για το είδος και το περιεχόμενο της συλλογής, ότι δηλαδή πρόκειται για ποίηση εγωκεντρική, προσωπική, αυτοβιογραφική, για ποίηση δηλαδή του ιδιωτικού χώρου και της μνήμης.

Διαβάζοντας όμως το πεζό «Αντί προλόγου», (σ. 13), του οποίου ο λόγος είναι υπαινικτικός, αμφίσημος, έκπληκτος διαπίστωσα ότι αυτό το πεζό κείμενο αναφέρεται σε κοσμογονικές διαδικασίες και σχέσεις και καθώς τα στοιχεία του σύμπαντος, του κόσμου «ο άνεμος» και «το πεύκο» συζητούσαν μεταξύ τους και ο άνεμος υπενθύμισε στο πεύκο ότι γεννήθηκε ελεύθερο και ότι είναι άνθρωπος! και, καθώς εκείνο άκουγε μόνο, του έδειξε με το χέρι τις ρίζες που ξεκινούσαν από τα πόδια του και χώνονταν στη γη. Ναι ήμουν άνθρωπος, είπε το πεύκο τώρα όμως δέντρο, είπε ο άνεμος και δε γίνεται να μην αγαπάς. Ωστόσο, όσο αγαπάς, τόσο οι ρίζες σου βαθαίνουν. Κανείς δεν μπορεί να το αποφύγει. Ο άνεμος γέλασε και τράνταξε τα κλαδιά. Μ’ αρέσει κι εμένα να περνάω τον καιρό μου στο δάσος, κλείνοντας έτσι τον διάλογο ανάμεσά τους για τις μεταλλαγές στην υφή των στοιχείων του σύμπαντος, του κόσμου.

Κατά τον ίδιο τρόπο συνεχίζονται οι κοσμογονικές διαδικασίες και στο πρώτο ποίημα «Ρίζες», (σ. 17), του οποίου παραθέτω τη δεύτερη και τρίτη στροφές του, και το οποίο αποτελεί τρόπον τινά τη μήτρα των συγγενών θεματικά ποιημάτων: «Περάσαμε όλο το πρωί μετρώντας σύννεφα/ ξυπνούσε η γη κάτω απ’ τα πόδια τρομαγμένη/ άνυδρη χρόνια μες στο φως τριβόταν έσπαγε/ και πουθενά νερό να μας παρηγορήσει.»

Συνεχίζουν και στην επόμενη στροφή να περιγράφουν οι ρίζες τις διάφορες φάσεις μεταλλάξεων των στοιχείων της φύσης κλείνοντας την αφήγησή τους με μια όλο ποίηση πρόβαση της κοσμικής εξέλιξης: «Δες όμως ξάφνου πόσο βάρυναν τα πόδια μας/ δες πόσο βυθιζόμαστε στο χώμα/ την ώρα που χλωροί βλαστοί πολύκλωνοι/ μέσα απ’ τα σπλάχνα μας ανθίζουν και ψηλώνουν.»

Η πρόβαση, που επισήμανα προηγουμένως, τώρα στο επόμενο ποίημα «Στο δάσος», (σ. 18), διαφοροποιείται με ορισμένες φράσεις, όπως: «Έκθαμβος μπήκα στον μικρό ναό σου, Κύριε/ ιερουργούσαν τα πουλιά σεμνά (…)/ (…) σαν Άγιο Πνεύμα// Στο κάθε βήμα μου δεήσεις ακατάληπτες/ (…)/ ευχές να φεύγει το κακό πίσω να χάνεται/ κι εσύ παντού Αληθινός να μ’ ορμηνεύεις.// Άγιο το ρίγος στον μικρό ναό σου, Κύριε». Έτσι λοιπόν μπαίνουμε στη νέα φάση της κοσμικής μετάλλαξης που τελεί υπό την σκέπη του Θεού.

Στα αμέσως επόμενα δύο ποιήματα (Ι) και (ΙΙ) με τον κοινό τους τίτλο «Δεν είμαι εγώ» (σσ. 19-20), διαφοροποιείται και το ποιόν της αφήγησης και, κυρίως, το νόημα. Στο πρώτο (Ι) ποίημα επαναλαμβάνεται ο κοινός τίτλος και των δύο ποιημάτων σαν δικός του, του ποιητή, τίτλος και το εγώ τίθεται μέσα σε εισαγωγικά που μάλλον σημαίνουν ότι αμφισβητείται τώρα η ταυτότητά του, το κύρος του. Έτσι το «εγώ» ως αφηγητής αυτοαναιρείται, δηλαδή όσα θα πει παρακάτω παραδέχεται ότι δεν είναι δικά του. Παραθέτω την πρώτη στροφή και με περικοπές τις δύο επόμενες: Δεν είμαι «εγώ»/ είμαι οι φωνές χιλιάδων που οργώνανε/ τα διψασμένα τους χωράφια μες στον ήλιο/ μισόλογα του έρωτα στα σύδεντρα/ στα πέρα σπίτια του χωριού μετά τη δύση.// Είμαι τα όνειρα στις κούνιες των μωρών/ τα αυτοσχέδια παραμύθια των γιαγιάδων/ οι ψαλμωδίες/ του παπά πάνω απ’ τα μνήματα (…).// Είμαι το βλέμμα των παιδιών στις αταξίες τους / (…) του γερο-δάσκαλου η φωνή (…).

Ακολουθεί ο μοναχικός στίχος «Δεν είμαι, δεν μπορεί να ’μαι “εγώ”»: μόνο όσα πρόλαβα να ζήσω κι όσα μ’ άφησαν/ δώρο στο αίμα μου οι παλιοί που προσπεράσαν.

Οι δύο τελευταίοι στίχοι που κλείνουν το ποίημα μαζί με την πρώτη στροφή δηλώνουν το έργο του αφηγητή, του ανθρώπου δηλαδή, γι’ αυτό και το είμαι της πρώτης στροφής είναι γραμμένο με μικρό: ε (έψιλον). Οι δύο τελευταίοι στίχοι έπρεπε να γραφούν μετά το «εγώ»: για να σχηματίσουν μια στροφή. Όμως, για να τονιστεί το νόημά τους, διασπά ο ποιητής τη στροφή με νοηματικό διασκελισμό στα δύο. Το μορφικό αυτό στοιχείο είναι μια απόκλιση από τη σύνταξη της κοινής γλώσσας του λαού, της κοινωνίας.

Βρισκόμαστε, όπως προαναφέρθηκε, σε νεότερη φάση της κοσμικής μετάλλαξης, στην ανθρώπινη φάση υπό την σκέπη του Δημιουργού, του Θεού, χωρίς όμως την πλήρη ανεξαρτησία του ανθρώπου στις δραστηριότητές του.

Και το δεύτερο (ΙΙ) ομότιτλο ποίημα είναι κι αυτό ομότροπο φραστικά και νοηματικά. Διαφέρει από το πρώτο στην έκφραση, η καταφατική διατύπωση στο δεύτερο ποίημα γίνεται αρνητική. Κι ακόμη η εκ πρώτης όψεως αμφισημία της φράσης του πρώτου ποιήματος εκλείπει στο δεύτερο. Αντιγράφω στροφές και ορισμένα αποσπάσματα: (ΙΙ) «Δεν είναι πια δικά μου αυτά τα μάτια./ Την ομορφιά θωρούν του κόσμου και την κόλαση/ κάθε π’ ανοίγει βλοσυρή μες στους καπνούς της.// Δεν είναι πια δικά μου αυτά τα χέρια. (…) / (…) ρόζους γεμάτα/ κι άλλοτε νέα πάλι/ ψαύουν τα μυστήρια.// Δεν είναι πια δικές μου/ αυτές οι πλάτες (…) (που) μου είπαν/ πως πάνω εκεί πρέπει να ρίχνω τον σταυρό/ σαν αποκάμνει ο Ιησούς και γονατίζει.// Δεν είναι πια δικά μου αυτά τα πόδια/ στους δρόμους της ανημποριάς στα αναχώματα/ στης ξεχασμένης μας Εδέμ τα έξω κάστρα.// Δεν είναι πια δικά μου τα τραγούδια μου.»

Συνεχίζεται και σ’ αυτό το ποίημα η πρόβαση στην εποχή του ανθρώπου αλλά συγχρόνως δηλώνεται και η ανεπάρκειά του στην αντιμετώπιση των καθημερινών προβλημάτων της ζωής. Ακόμη η εποχή του ανθρώπου υπό την σκέπη του Θεού δεν εδραιώθηκε. Και αυτό ακριβώς δηλώνεται και σε επόμενα ποιήματα που κι αυτά απλώνονται σε πολλά χρονικά επίπεδα.

Ακολουθούν τρία τέτοια ποιήματα σπειροειδούς θεματικής, η οποία αναφέρεται σε στοιχεία της κοσμικής πραγματικότητας: 1) «Το τραγούδι του δέντρου», (σ. 22): «Να πιω νερό, να ριζώσω./ Δεν τον φοβήθηκα τον βράχο ως τώρα, κοίτα με./ Ψηλό θα γίνω δυνατό να τραγουδώ/ με τον αγέρα στα κλαδιά παλιά τραγούδια.» 2) «Τόση ζωή», (σ. 23): «Άκουγα πάλι το τραγούδι των νερών/ και τα μικρά θλιμμένα φλάουτα των φύλλων/ ανάσκελα στο χώμα και μουρμούριζα/ τριξίματα της γης αρχαίων μύθων.» 3) «Το νερό», (σ. 24): «Ξέρει καλά της πέτρας το φιλί/ του γυμνωμένου βράχου την αψάδα/ το ρίγος του ψαριού στο πρώτο φως/ που κίτρινο σκορπάει στα χαλίκια.// Ξέρει τραγούδια στα καλάμια, τιτιβίσματα/ τον σάλτο του βατράχου πέντε κύκλους (…)»

(Μια παρένθεση σχετική με την ποιητική τέχνη του Δημήτρη Παπακωνσταντίνου: Και σ’ αυτά τα τρία ποιήματα και σε πολλά άλλα των ποιητικών του συλλογών διαπιστώνω την επιτηδειότητά του να μεταστοιχειώνει τη φυσική πραγματικότητα σε αισθητική πραγματικότητα. Έτσι μου φαίνεται πως μια aurea catena συνδέει τεχνοτροπικά όλο το ποιητικό έργο του.)

Τα πάντα λοιπόν εμψυχώνονται. Όλα αισθάνονται, όλα έχουν πόθους, όλα ενεργούν σύμφωνα με τους κοσμικούς νόμους, τους νόμους της Φύσης. Και σε όλα υπάρχουν μνήμες της ρίζας, μνήμες του ποιητή. Για την ενεργοποίηση της μνήμης, ως ανάπλασης και ανάμνησης, συμβάλλει αποφασιστικά ο συγκερασμός (η κράση) της ψυχής, του σώματος και του χρόνου. Αυτό το διαπιστώνουμε και στο ποίημα «Από την αρχή», (σ. 32), στο οποίο θα μπορούσε να τεθεί ως υπότιτλος η φράση: η αναπόληση με διάθεση νοσταλγίας.

Στην πρώτη στροφή αυτού του ποιήματος ο ποιητής με θλίψη παρατηρεί πως σαν έρχεται στην πόλη που μεγάλωσε, όλοι οι γνωστοί του φίλοι γίνονται άφαντοι και μόνος του κάθεται στα πεζούλια που ήταν το στέκι τους. «Κι όμως δεν έφυγε κανείς μα ο καιρός/ χρόνια και χρόνια κάθε μέρα λίγο-λίγο/ σμίλεψε ύπουλα τα πρόσωπα κι αγνώριστοι/ κι απαρατήρητοι περνούμε δίπλα-δίπλα», (…). Ακραίες στιγμές της ζωής του κάθε ανθρώπου.»

Και από το ποίημα «Το τραγούδι του Οδυσσέα», (σ. 39), παραθέτω λίγους στίχους όλο καημό και νοσταλγία (άλγος του νόστου) για την επιστροφή στην πατρίδα: «Αχ, να μπορούσα να ’βγαζα φτερά, γλυκιά πατρίδα/ χώμα απαλά που ανασαίνει το ξημέρωμα/ έστω για λίγο να σε δω αργοπετώντας/ από ψηλά κι έπειτα μόνος μου να φώναζα τον Χάρο να ’ρθει να με βρει καλά χορτάτο». Φυσικά ο Οδυσσέας είναι persona του ποιητή Δ.Π., όπως και στα επιμέρους ποιήματα «Στην Ωγυγία», (σ. 40), και «Στην Ιθάκη», (σ. 41). Και αυτά τα ποιήματα και τα υπόλοιπα μέχρι το τέλος της Α΄ Ενότητας αναφέρονται στη νοσταλγία του ποιητή για την προηγούμενη ζωή του, την παιδική και την άλλη τη νεανική, στη γενέτειρά του τη Λάρισα (και την Τσαριτσάνη). Όλα αυτά τα ποιήματα θα μπορούσαμε να τα ονομάσουμε «Παπαδιαμαντικά» χωρίς βέβαια να υπονοούμε κάποια μίμηση, γιατί ο Δ.Π. έχει τη δική του ξεχωριστή ποιητική φωνή, και βέβαια είναι και νοσταλγός ποιητής, όπως και ο Παπαδιαμάντης που «ετήκετο από την νοσταλγίαν αποκόσμου νησιού» κατά τον Φώτο Πολίτη.

Το κύριο θέμα της παρούσας συλλογής είναι η μνήμη, η οποία αποτελεί αντικείμενο μελέτης όλων των ψυχολόγων της κάθε ψυχολογίας, παλαιάς ή νέας. Εάν παρατηρήσουμε το περιεχόμενο της μνήμης μας, θα δούμε ότι θυμόμαστε πράγματα προσωπικά, με τα οποία ήρθαμε σε επαφή και είχαν απήχηση στην ψυχή μας. Τα πράγματα, που κάθε στιγμή ερχόμαστε σε επαφή μαζί τους, μπορεί να είναι αμέτρητα, όμως η μνήμη μας κάνει μια επιλογή ανάμεσά τους. Τα επιλεγμένα λοιπόν πράγματα αποτελούν το προσωπικό μέρος ως προς την ανάπλαση και την ανάμνηση. Σύμφωνα με την μορφολογική ψυχολογία τα αρχικά δεδομένα του ψυχικού βίου του ανθρώπου δεν είναι στοιχεία, μέρη αλλά μορφές, ολότητες που έχουν μέσα τους διάρθρωση, συγκροτούνται δηλαδή από μέρη. Η παλαιά κλασική ψυχολογία, δηλαδή η συνειρμική, οικοδομούσε τον ψυχικό βίο με στοιχεία. Ενώ η νέα μορφολογική ψυχολογία υποστηρίζει, όπως ανέφερα παραπάνω, το αντίθετο, ότι δηλαδή η ψυχή του ανθρώπου είναι έτσι καμωμένη, που συλλαμβάνει μορφές πρώτα και μετά με λογική ανάλυση φτάνει στη σύλληψη των μερών.

Και ο Δ.Π. ακολουθεί – συνειδητά ή ασυνείδητα δεν έχει σημασία – στη σύνθεση των ποιημάτων του τα δόγματα της μορφολογικής ψυχολογίας, χωρίς βέβαια να αποκλείεται εντελώς η συνειρμική ψυχολογία, αφού κανένα στοιχείο του ψυχικού βίου του ανθρώπου δεν είναι απομονωμένο. Επομένως, όταν υπάρχουν δύο ή περισσότερα στοιχεία, το ένα μπορεί να παρασύρει και άλλο. Το ότι και ο Δ.Π. ακολουθεί τη μορφολογική ψυχολογία στη γραφή των ποιημάτων φαίνεται και στα ποιήματα που έχουν έναν κοινό μόνο τίτλο, όπως για παράδειγμα στα εξής: «Δεν είμαι εγώ» (Ι) και (ΙΙ), (σσ. 19-20), «Σκιές» (Ι), (ΙΙ) και (ΙΙΙ), (σσ. 42-44) και σε άλλα που αναφέρω στην αρχή αυτού του κειμένου και όχι μόνο σ’ αυτά. Στο ποίημα για παράδειγμα «Η μάνα μου», (σ. 36) πρώτα συλλαμβάνει ο ποιητής τη μορφή της μάνας του και μετά τα μέρη. Θα αντιγράψω το ποίημα, για να σχολιάσω τον τρόπο σύνθεσής του. «Η μάνα μου»: «Στην πίσω αυλή στα δύο πλακόστρωτα σκαλάκια/ με το τσεμπέρι στα μαλλιά ώρες η μάνα μου/ καθάριζε ραδίκια κι όλο μου ’λεγε / μ’ εκείνη τη φωνή την πονεμένη/ για τα πικρά της δεκαοχτώ, για τους αέρηδες/ που πήραν σαν ξερόφυλλα τα χρόνια,/ κι έπειτα φτώχεια, καταφρόνια, μαύρα σύννεφα/ στα χωριουδάκια που δε γράφτηκαν στους χάρτες/ κι έπειτα θάλασσες βαθιές, παλιά ναυάγια/ στάλες αθόρυβης βροχής, λόγια σπασμένα.// Κι εγώ που ήμουν μόνο οχτώ, πώς την αγκάλιαζα/ – άλλο δεν είχα να της πω ή να της δώσω –/ με τα μικρά μικρά χεράκια μου σφιχτά/ και μύριζαν οι χούφτες της κρεμμύδι.// Στην πίσω αυλή στο πλυσταριό μούλιαζε, έτριβε/ – μα οι λεκέδες πάντα εκεί να επιμένουν –/ πικρά παράπονα λερώσανε τα χρόνια της./ Δυο οι κρυμμένες μαχαιριές κάπου στην πλάτη.»

Από κάποιο ερέθισμα προκλήθηκε η διέγερση του αισθητηρίου οργάνου της μνήμης του ποιητή και έτσι θυμήθηκε τη μάνα του και προβλήθηκε πρωτογενώς μπροστά του η μορφή της, η γενική εικόνα της, η παράστασή της, που ήταν προϊόν της συνθετικής ενέργειας της ψυχής του. Και η νοητή αυτή εικόνα της μάνας του, όπως και κάθε άλλο στοιχείο του ψυχικού βίου του ανθρώπου, δεν είναι απομονωμένη, σχετίζεται και με άλλα στοιχεία του ψυχικού βίου του ποιητή. Ο ποιητής παρακολουθώντας τη μάνα του, τη μορφή της, ξεχωρίζει (βλέπει μπροστά του) δύο δευτερογενείς επιμέρους παραστάσεις, δύο ζωηρές εντυπώσεις με τα συνακόλουθα στοιχεία τους. Αυτές οι επιμέρους εντυπώσεις, παραστάσεις είναι ατομικές, προσωπικές του ποιητή και, καθώς συμπλέκονται, η μία διαδέχεται την άλλη στον ίδιο τόπο, «Στην πίσω αυλή…», η μία στην πρώτη στροφή επικεντρώνεται στην εργασία της μάνας, «καθάριζε ραδίκια…» και η άλλη στην τρίτη στροφή επικεντρώνεται κι αυτή στην άλλη εργασία της, στο πλύσιμο των ρούχων της οικογένειας. Αυτές λοιπόν οι δύο επιμέρους παραστάσεις αποτελούν, σύμφωνα με όσα λέει η μορφολογική ψυχολογία, τα μέρη της μορφής, της ολότητας. Οι ίδιες αυτές οι δύο επιμέρους παραστάσεις, που καταγράφτηκαν μέσω των αισθήσεων στην ψυχή του ποιητή, διατηρούνται στη συνείδησή του και είναι μνημονικές – όχι φανταστικές – γιατί αναφέρονται στη μάνα του που είναι (ήταν) υπαρκτό πρόσωπο. Η ανάπλαση αυτών των παραστάσεων στη συνείδηση του ποιητή λέγεται μνήμη.

Οι ψυχικές αυτές εικόνες, παραστάσεις αποτυπώνονται στη φαιά ουσία του εγκεφάλου και ονομάζονται σε όλες τις γλώσσες με την ελληνική λέξη εγγράμματα. Από κάποια αιτία επανέρχονται αυτά τα εγγράμματα στη συνείδηση του ποιητή ως αναμνήσεις των προσωπικών του βιωμάτων προκαλώντας τη συγκίνησή του, όπως φαίνεται και στη μεσαία στροφή του ποιήματος.

Συγκρίνοντας τα δύο ποιήματα «Η μάνα μου», (σ. 36) και «Το τραγούδι του Οδυσσέα», (σ. 39) ως προς την ψυχολογική μέθοδο σύνθεσής τους παρατηρώ τα εξής: Στο δεύτερο ποίημα έχουμε τη μέθοδο της αυτοπαρατηρησίας, ο παρατηρητής δηλαδή είναι και παρατηρούμενος, δύο πρόσωπα σε ένα. Το ποιητικό υποκείμενο – ο Οδυσσέας ως παρατηρητής παρακολουθεί τον ίδιο τον εαυτό του και αναφέρει πράγματα δικά του που μόνο αυτός, τα γνωρίζει. Σε μια συναισθηματική του έξαρση εκθέτει τα βιώματά του, τον ψυχικό του πόνο για την νοσταλγία, το άλγος του ξενιτεμένου για τον νόστο, την επιστροφή του στην πατρίδα: «Αχ, να μπορούσα να ’βγαζα φτερά, γλυκιά πατρίδα / χώμα απαλά που ανασαίνει το ξημέρωμα / έστω για λίγο να σε δω αργοπετώντας / από ψηλά κι έπειτα μόνος μου θα φώναζα τον Χάρο να ’ρθει να με βρει καλά χορτάτο», (…).

Στο πρώτο ποίημα «Η μάνα μου», (σ. 36) εφαρμόζεται η αντίθετη ψυχολογική μέθοδος σύνθεσής του, η ετεροπαρατηρησία. Κατά την μέθοδο αυτή λειτουργούν δύο πρόσωπα, ο παρατηρητής και ο παρατηρούμενος. Ο παρατηρητής, το ποιητικό υποκείμενο – ο ποιητής δηλαδή, παρατηρεί, παρακολουθεί τη μάνα του, που είναι το παρατηρούμενο πρόσωπο, σε συγκεκριμένες εργασίες της που πραγματοποίησε στο παρελθόν, όταν αυτός ήταν μικρό παιδί οχτώ ετών. Εδώ έχουμε διήγηση γεγονότων του παρελθόντος. Επομένως αυτά τα γεγονότα θα μπορούσαν και άλλοι να τα παρατηρήσουν. Παραδόξως όμως ο παρατηρητής, ο ποιητής δηλαδή εφαρμόζει και τη μέθοδο της αυτοπαρατηρησίας, αφού επισημαίνει συναισθήματα και γενικά ψυχικές καταστάσεις της μάνας του, της παρατηρούμενης και δικά του, του παρατηρητή, συναισθήματα, όπως: τα πικρά της δεκαοχτώ χρόνια, την καταφρόνια, τα μαύρα σύννεφα, τις δύο κρυμμένες μαχαιριές κάπου στην πλάτη. Και για τον ίδιο τον εαυτό του ο παρατηρητής – ο ποιητής εξομολογείται σε πρώτο πρόσωπο, όπως γίνεται στην αυτοπαρατηρησία (βλ. και «Το τραγούδι του Οδυσσέα»): «Κι εγώ που ήμουν μόνο οχτώ, πώς την αγκάλιαζα/ – άλλο δεν είχα να της πω ή να της δώσω –/ με τα μικρά μικρά χεράκια μου σφιχτά/ και μύριζαν οι χούφτες της κρεμμύδι». Το ότι γύρισε στη μέθοδο της αυτοπαρατηρησίας οφείλεται στην επίδραση που άσκησε στον ψυχισμό του, στη συμπεριφορά του το περιβάλλον, που φαίνεται πιο καθαρά στο άλλο ποίημα, «Στα εικονίσματα», (σ. 37), που κι αυτό αναφέρεται στη μάνα του κι είναι γραμμένο ομοιότροπα.

Σ’ αυτό το ποίημα ο Δ.Π. με προοδευτική ανάπτυξη της αφήγησης ανακαλεί προσωπικές του αναμνήσεις που αναφέρονται στη σχέση της μάνας του με την εκκλησία: (…) «Με το τσεμπέρι στα μαλλιά στα εικονίσματα/ “την αμαρτίαν μου γιγνώσκω” ψαλμωδούσες/ που ήταν η μόνη σου αμαρτία που δεν έζησες/ που δε σε είδα να γελάς ποτέ σου, μάνα.// Μα να που τώρα σε φαντάζομαι στον κύκλο τους/ μπρος στο ψαλτήρι του Χριστού σεμνά να στέκεις/ με τη βαριά φωνή περίπαθη “στο δόξα σοι”/ και τη λιγνή στο “κύριε ελέησον” ν’ ανεβαίνεις.», (…).

Ζώσα μνήμη του ποιητή με συγκινησιακή φόρτιση και συναισθηματική ένταση που παρασέρνουν τον αναγνώστη σε δικές του μνήμες. Ο ποιητής συνομιλεί με τον αναγνώστη άμεσα χωρίς δηλαδή τη μεσολάβηση του σχολιαστή, γιατί στοχεύει κατευθείαν στην καρδιά του.

Ο Δ.Π. είναι βέβαια συναισθηματικός ποιητής αλλά δεν είναι μονοσήμαντος, μονοδιάστατος, είναι και στοχαστικός ποιητής και έτσι τα ποιήματά του είναι αρτιωμένα αισθητικά. Όπως ο βιωματικός και ο συγκινησιακός λόγος μπορούν να συνυπάρχουν στον ίδιο ποιητή, έτσι μπορούν να συνεργούν και με τον ενδιάθετο λόγο, τη σκέψη στην ποιητική πράξη. Και ο Πλάτων, ο πρώτος αισθητικός γενικά της τέχνης αποφαίνεται πως το καλόν, δηλαδή η τέχνη, όταν συνεργεί με τη σκέψη, αποκτά την πλήρη του σημασία.

Το ότι ο ποιητής Δ.Π. έχει αυτά τα δύο στοιχεία, το διανοητικό και το ψυχικό, τον στοχασμό και το συναίσθημα, το επιβεβαιώνουν αίφνης δύο ποιήματα, που συνδέονται μεταξύ τους με εσωτερική νοηματική σχέση, τα εξής: «Τι λες θα μείνει;», (σ. 25) και «Μια βόλτα μόνο», (σ. 26). Επιλέγω αναγκαστικά να παραθέσω ορισμένους μόνο στίχους: «Τι λες θα μείνει;»: «Τι λες θα μείνει όταν φύγουμε/ μήτε τ’ αχνάρια μας στη γη που αγαπάμε/ μήτε τα βάσανά μας τα μικρά, τα τόσο ασήμαντα/ – τι κι αν ψηλώνουν σαν βουνά και μας τρομάζουν –/ Δε θ’ απομείνουν μήτε γέλια μήτε δάκρυα», (…)// Μα θέλω έστω ν’ απομείνουν στο χαρτί/ σ’ ένα μικρούλι φύλλο στον αέρα/ δυο λέξεις μόνο της καρδιάς να ανεμίζουν/ πάνω απ’ της πόλης τα στενά, τα μεσημέρια.// Όταν θα φύγουμε κι εμείς, να μείνουν θέλω!»

«Μια βόλτα μόνο»: «Μη φανταστείς, ότι σου δόθηκε η τέχνη για να ζεις/ το μυστικό τ’ αθάνατου νερού που δε στερεύει/ μα στους αιώνες των αιώνων γάργαρο γλυκό/ κυλά στα πόδια για να χαίρεται η καρδιά σου.// (…) Μια βόλτα μόνο μες στον κόσμο τον απέραντο/ δυο-τρεις ανάσες βιαστικές λαχανιασμένες/ κι έπειτα στην κοιλάδα του θανάτου ολομόναχος// (…) όπως ο άνεμος σαρώνει και γκρεμίζονται/ σώματα, όνειρα, ψυχές, καημοί και πόθοι.»

Ο συναισθηματισμός είναι έκδηλος στο πρώτο ποίημα. Ποια είναι η τύχη του ανθρώπου μετά τον θάνατό του είναι εμπειρικά διαπιστωμένο. Τη ζωή του ανθρώπου τη διαδέχεται το τίποτα, τα πάντα σβήνουν, τα πάντα «αφανίζονται στη σκόνη. Και στα δύο ποιήματα θίγεται το θέμα αυτό που απασχόλησε και τους λογοτέχνες και τους φιλοσόφους, όπως και τον απλό άνθρωπο. Ο υψιπέτης ποιητής μας Ανδρέας Κάλβος εικονιστικά εκθέτει τη σχετική άποψή του στο ποίημα «Εις τον ιερόν λόχον», στις στροφές Ι και ΙΑ: «Ο γέρων φθονερός,/ Και των έργων εχθρός,/ Και πάσης μνήμης, έρχεται/ Περιτρέχει την θάλασσαν/ Και την γην όλην.// Από την στάμναν χύνει/ Τα ρεύματα της λήθης,/ Και τα πάντα αφανίζει./ Χάνονται οι πόλεις, χάνονται/ Βασίλεια κ’ έθνη.» Γράφω γνωστά πράγματα. Αλλά ο Κάλβος είναι μεγάλος ποιητής. Γι’ αυτό κάνω και άλλη παραχώρηση, παραθέτω και τη στροφή Β από το ποίημα «Εις θάνατον»: «Όλην (την) οικουμένην/ Σκεπάζουν σκοτεινά,/ Ήσυχα, παγωμένα,/ Τα μεγάλα πτερά/ Της βαθείας νύκτας.»

Το άλλο θέμα, που τονίζεται κι αυτό και στα δύο ποιήματα, αφορά τα όρια δραστηριότητας του ανθρώπου. Τα όρια αυτά δεν τα καθορίζει ο άνθρωπος, γι’ αυτό δεν επιτρέπεται να τα παραβεί. Και όταν υπερβαίνει την ανθρώπινη δικαιοδοσία διαπράττει «ύβριν» και ακολουθεί η τιμωρία του. Ιδιαίτερα ασχολήθηκαν μ’ αυτό το θέμα οι αρχαίοι Έλληνες τραγικοί ποιητές, αλλά και οι φιλόσοφοι, όπως ο προσωκρατικός «σκοτεινός» φιλόσοφος Ηράκλειτος (6ος -5ος αι. π.Χ.), ο οποίος υποστηρίζει ότι: «Ήλιος γαρ ουχ υπερβήσεται μέτρα˙ ει δε μη, Ερινύες μιν (= αυτόν) Δίκης επίκουροι εξευρήσουσιν». Σ’ αυτό το δόγμα του ο Ηράκλειτος τονίζει ότι η Δίκη επιβλέπει τη φυσική τάξη και αρμονία όλων των πραγμάτων. Ακόμη και ο Ήλιος δεν μπορεί να υπερβεί τα μέτρα του, τα όριά του. Κάτι ανάλογο λέει και το γνωμικό «Έστι Δίκης οφθαλμός, ος τα πανθ’ ορά».

Τα δύο αυτά ποιήματα λόγω της σημασιολογικής συνάφειάς τους αποτελούν ένα συγκείμενο, όπως και τα ποιήματα με κοινό τίτλο, που ανέφερα στην αρχή αυτού του κειμένου, αποτελούν κι αυτά συγκείμενα.

Όπως λένε οι αισθητικοί ο ποιητής (γενικά ο λογοτέχνης) έχει τον δικό του λόγο, την ιδιόλεκτο, που είναι ατομικό, προσωπικό δημιούργημά του σε αντίθεση με τη γλώσσα που είναι δημιούργημα της κοινωνίας. Και ακόμη λένε πως ο κάθε ποιητής έχει τη δική του ποιητική γραμματική που αποτελείται από επιλογές γλωσσικών δομών και αποκλίσεις από τη γλώσσα της κοινωνίας. Και ότι όλα αυτά συνθέτουν το προσωπικό ύφος του ποιητή (του λογοτέχνη).

Ύστερα από τα παραπάνω θα ξαναγράψω τους πέντε τελευταίους στίχους του ποιήματος «Τι λες θα μείνει;», (σ. 25), που έχω παραθέσει και προηγουμένως για άλλο σκοπό, για να προσπαθήσω τώρα να ανιχνεύσω στοιχεία της ιδιολέκτου και της ποιητικής γραμματικής του Δ.Π. «Μα θέλω έστω ν’ απομείνουν στο χαρτί/ σ’ ένα μικρούλι φύλλο στον αέρα/ δυο λέξεις μόνο της καρδιάς να ανεμίζουνε/ πάνω απ’ της πόλης τα στενά τα μεσημέρια.// Όταν θα φύγουμε κι εμείς να μείνουν θέλω!»

Τα αυτοβιογραφικά στοιχεία του Δ.Π. είναι άφθονα και στα ποιήματα αυτής της συλλογής και γι’ αυτό ο λόγος του είναι βιωματικός και συγκινησιακός. Αυτό το ποιόν του λόγου του διαπιστώνεται και σ’ αυτούς τους λίγους στίχους. Ο ποιητής βιώνει έντονα την τελευταία επιθυμία της ζωής του: « (…) να μείνουν θέλω/ δυο λέξις μόνο της καρδιάς (…)». Στο σημείο όμως αυτό υπάρχει, εσκεμμένα, ένα θέμα της σημασιολογικής δομής του κειμένου. Και οι πέντε στίχοι αποτελούν κανονικά μια στροφή με ένα ολοκληρωμένο νόημα. Αλλά ο ποιητής, δημιουργός του κειμένου, αποσπά τον τελευταίο στίχο με νοηματικό διασκελισμό σχηματίζοντας μονόστιχη στροφή, για να τονίσει τη σημασία του βιώματός του, που από τη διατύπωση ακόμη ενισχύεται ιδιαίτερα από τη λέξη «της καρδιάς», η οποία είναι η έδρα των συναισθημάτων, των επιθυμιών και των πόθων του ανθρώπου.

Και κάτι άλλο ακόμη για τη σημασιολογική δομή του κειμένου. Η τελολογική (τέλος σημαίνει και: σκοπός) ή λειτουργική ψυχολογία, αντίθετα προς την παλαιά ψυχολογία της διαγωγής που περιοριζόταν στην περιγραφή μόνο των ψυχικών φαινομένων χωρίς τη βοήθεια της συνείδησης, υποστηρίζει πως η συνείδηση του ανθρώπου είναι όργανο επιλογής και από ένα πλήθος ψυχικών φαινομένων επιλέγει αυτά που θα εκδηλωθούν. Αφού λοιπόν η συνείδηση επιλέγει, κάθε σχετική ενέργειά της διέπεται από σκοπιμότητα. Η πνευματική ενέργεια του ανθρώπου δεν είναι αυτοσκοπός αλλά έχει κι αυτή σκοπιμότητα. Και η σύνθεση επομένως των ποιημάτων, ως πνευματική ενέργεια, έχει το δικό της σκοπό. Ο ποιητής δεν γράφει τα ποιήματά του «για τα σκοτώσει την ώρα του», τα γράφει γιατί θέλει να επικοινωνήσει με τους αναγνώστες, γενικά με τους άλλους ανθρώπους. Θέλει να γνωστοποιήσει μια άποψή του για τη ζωή, θέλει να ανακοινώσει μια ιδέα του, ένα μήνυμά του. Για να έχει όμως αίσιο αποτέλεσμα η διαλεκτική σχέση μεταξύ του κειμένου του και του αναγνώστη και να συντελεστεί θετικά το σύστημα σύνδεσης σημαινομένων και σημαινόντων, χρειάζεται προσοχή στην επιλογή και γραφή των γλωσσικών δομών. Υπάρχει λοιπόν και άλλο θέμα γλωσσικής δομής στη φράση «δυο λέξεις μόνο της καρδιάς (…)/ να μείνουν θέλω!». Ποιο είναι όμως το μήνυμα που θέλει να γνωστοποιήσει; Εδώ επιλέγει ο ποιητής τον υπαινικτικό λόγο, γιατί; Μήπως αφήνει ελεύθερο τον αναγνώστη να επινοήσει αυτός το μήνυμά του ή καλύπτεται από τη σημαντική της λέξης «καρδιά»; Μπορεί όμως να είναι ένα εύλογο κενό. Όπως και να ’χει το πράγμα, χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή στη γλωσσική διατύπωση των προτάσεων του ποιητή στο επίπεδο της επιφανειακής δομής, ώστε να διευκολυνθεί ο αναγνώστης να τις συλλάβει νοηματικά στη βαθειά δομή από όπου ξεκινούν για να φθάσουν στην τελική τους μορφή, στην επιφανειακή δομή, με την οποία έχει επαφή ο αναγνώστης.

Το άλλο συστατικό στοιχείο της ποιητικής γραμματικής είναι οι αποκλίσεις από την κοινή καθημερινή γλώσσα της κοινότητας. Η εκφραστική αυτή ενέργεια επηρεάζει τον αναγνώστη νοητικά και αισθητικά και τον παρακινεί να ερμηνεύσει τον απροσδόκητο λεκτικό αιφνιδιασμό. Το θέμα αυτό, το σχετικό με τον βιταλισμό (ζωισμό ελληνιστί), το έθιξα πιο πάνω κάπως πλαγίως αναφερόμενος στο δέντρο, στο νερό και σε άλλα άψυχα που όλα εμψυχώνονται από τον ποιητή.

Τέτοιες λοιπόν αποκλίσεις υπάρχουν σε όλα σχεδόν τα ποιήματα και αυτής της συλλογής του Δ.Π. Στο πρώτο κιόλας ποίημα της συλλογής «Ρίζες», (σ. 17), διαβάζουμε στην πρώτη στροφή: «ξυπνούσε η γη (…) τρομαγμένη». Εμψυχώνεται η γη με το σχήμα της μεταφοράς και αισθάνεται τρομαγμένη σαν να είναι άνθρωπος. Η εκφραστική αυτή επιλογή του ποιητή αποτελεί έντονη διαφοροποίηση από τη συμβατική γλώσσα της κοινότητας. Αμέσως στο επόμενο ποίημα «Στο δάσος», (σ. 18), υπάρχει μια παρόμοια με την προηγούμενη απόκλιση: «ιερουργούσαν τα πουλιά σεμνά κρυμμένα».

Κάτι διαφορετικό τώρα επισημαίνω στον τελευταίο στίχο του ποιήματος «Πόσοι», (σ. 21): «και ας την ποτίσανε (τη γη) με ίδρωτα και αίμα». Η λέξη ιδρώτας από παροξύτονη γίνεται προπαροξύτονη κι αυτός ο παρατονισμός επαναλαμβάνεται αρκετές φορές σε άλλα ποιήματα. Και βέβαια γίνεται για μετρικούς λόγους. Όμως έτσι διαφοροποιείται η ακουστική εικόνα της λέξης που στο κείμενο αισθητοποιείται ως οπτική εικόνα, που είναι κι αυτή μια εκτροπή από την καθιερωμένη γλώσσα του λαού.

Μια άλλη διαφορετική τώρα απόκλιση βλέπω στο ποίημα «Το νερό», (σ. 24) και στον πρώτο στίχο: «Ξέρει καλά της πέτρας το φιλί» με υποκείμενο του ρήματος το νερό, ενώ το ρήμα ξέρει απαιτεί έμψυχο, ανθρώπινο υποκείμενο.

Τα είδη των αποκλίσεων είναι πάμπολλα. Τώρα επισημαίνω στο ίδιο πιο πάνω ποίημα έναν άλλο εκφραστικό τρόπο πολύ συνηθισμένο από τον ποιητή σ’ αυτή τη συλλογή του. Τρεις στροφές αρχίζουν με το ρήμα ξέρει: Ξέρει καλά – Ξέρει τραγούδια – Ξέρει πολλά – με υποκείμενο πάντοτε τη λέξη το νερό που είναι και ο τίτλος του ποιήματος. Αυτόν τον εκφραστικό τρόπο τον βλέπω και στο ποίημα «Για λίγο», (σ. 30), που επαναλαμβάνεται ο ίδιος τίτλος τέσσερις φορές στην αρχή τεσσάρων στίχων μαζί και με άλλες επαναλήψεις: «Για λίγο» – είπαμε – μα πέρασαν οι μέρες μας/ «για λίγο», μα περάσανε τα χρόνια.// «Για λίγο» – είπαμε – μα πέρασαν τα χρόνια μας/ «για λίγο», και ριζώσαμε στην πέτρα.

Το ίδιο περίπου γίνεται και στις πέντε στροφές του ποιήματος «Πάντα εκεί», (σ. 34). Ενώ στο αλληγορικό ποίημα «Λύκοι» ΙΙ, (σ. 67), από τους επτά συνολικά στίχους του οι πέντε αρχίζουν με τη λέξη Νύχτα. Αυτή η ομοιότροπη αρχή στίχων ή στροφών αποτελεί το λεγόμενο ρητορικό σχήμα λόγου «ομοιοκάταρκτο» (κατάρχομαι = αρχίζω).

Παραλείπω και άλλες ομότροπες εκφράσεις αναφέροντας μόνο πως οχτώ στροφές έξι ποιημάτων (σσ. 21, 38, 39, 44, 62, 72), αρχίζουν με το επιφώνημα «Αχ!», για να τονιστεί έντονα, το συναίσθημα που νιώθει κάθε φορά το ποιητικό υποκείμενο.

Αυτή η ομοηχία, αυτό το ρυθμικό φωνολογικό επινόημα λειτουργεί αισθητικά στον ψυχισμό του αναγνώστη σαν μουσικό μοτίβο που επαναλαμβάνεται και παραλλάσσεται συνεχώς.

Ο ποιητής πάντοτε προσπαθεί με κάθε τρόπο να προβάλει το αισθητικό και νοηματικό μέρος του έργου του. Ένας από τους τρόπους του είναι και ο ακόλουθος: Εκτός από τα γνωστά σημεία της στίξης, τελεία, κόμμα κ.λπ., υπάρχει και η στίξη του χώρου με την οποία ο ποιητής διαφοροποιεί τη δομή του κειμένου. Σύμφωνα λοιπόν με τη στίξη του χώρου, αντίθετα προς τη συνήθη σειρά των όρων μιας πρότασης: υποκείμενο – ρήμα – αντικείμενο ή κατηγορούμενο – προσδιορισμοί, που ακολουθεί η κοινή γλώσσα του λαού, στην ποίηση η κάθε λέξη τοποθετείται σε θέση δυναμική, ώστε να τονιστεί περισσότερο η έννοιά της, συνήθως στην αρχή μιας φράσης, μιας πρότασης, ενός στίχου, μιας στροφής, όπως βλέπουμε στα πιο πάνω σχετικά παραθέματα.

Όλες αυτές οι αποκλίσεις, όλες οι λεκτικές ιδιορρυθμίες, που στην πραγματικότητα μερικές, όπως του σχήματος λόγου της μεταφοράς, είναι λανθασμένες διατυπώσεις, εμπλουτίζουν όμως την ποιητική γραμματική και μετατρέπουν την τεχνική της καθημερινής γλώσσας της κοινότητας σε πραγματική τέχνη του λόγου, σε όργανο δηλαδή ποιητικής λειτουργίας.

Όμως όλες αυτές οι εκτροπές, οι αποκλίσεις από τη γλώσσα της κοινότητας είναι απαραίτητες για την ποιητική λειτουργία και χωρίς αυτές ποίηση δεν γίνεται, γι’ αυτό και οι ποιητές τις προτιμούν και γι’ αυτό καταξιώνονται αισθητικά και γι’ αυτό τέρπουν τον αναγνώστη.

.

ΕΛΣΑ ΚΟΡΝΕΤΗ

CULTUREBOOK.GR 8/4/2021

Τα μεταφυσικά πλοκάμια της ζωής κι άλλα θαύματα

Είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο, όσο κι αν ταξιδέψει ο άνθρωπος έχοντας βγάλει αόρατα φτερά για να πετάξει, όσο κι αν διευρύνει ορίζοντες πνευματικούς και γνωστικούς, όσο κι αν πλουτίσει σε εμπειρίες και δράσεις, όσο κι αν μετακινηθεί από τόπο σε τόπο αλλάζοντας τον κόσμο του -ακόμα και με την πρόθεση σκοπίμως ν’ αποκοπεί- όσο κι αν μεγαλώσει και μεστώσει, όσο κι αν αλλάξει τρόπο ζωής, ιδέες και αντιλήψεις οι ρίζες του παραμένουν σύμφυτες με τα πρώτα κύτταρα της ζωής του, γιατί είναι κάτι βαθιά υπαρξιακό που τον εγχάραξε σαν πύρινη σφραγίδα, κάτι που δεν μπορεί ουσιαστικά ποτέ ν’ αποποιηθεί, αλλά ούτε και να ξεχάσει.
Την ποιητική του επιστροφή στις ρίζες με όχημα τον κονδυλοφόρο της δικής του αλήθειας αποτυπώνει γλαφυρά και -τολμώ να πω- άκρως συγκινητικά ο Δημήτρης Παπακωνσταντίνου, ρίχνοντας μια έξοχη ποιητική ματιά στον ρόλο της καταγωγής της πρώτης ρίζας που σε δένει με το χώμα που πάτησες την ιερή εκείνη στιγμή που φύτρωσες σαν τρυφερό βλαστάρι, που ψηλώνει κι ολοένα δυναμώνει από τον ήλιο, το χώμα, τη βροχή ώσπου να γίνει εκείνο το δέντρο το ψηλό, το περήφανο, το στιβαρό, όμως κι ανεμοδαρμένο συνάμα, που έχει μάθει ν’ ατενίζει από ψηλά τη θέα της ζωής.

Η ποιητική δυναμική του Δημήτρη Παπακωνσταντίνου σε αυτήν την αναμέτρησή του με την επικίνδυνη ζούγκλα της τόσο απαιτητικής όσο και δύσβατης τέχνης της Ποίησης, αιφνιδιάζει ευχάριστα, διότι δείχνει ότι βρήκε το θαυμαστό εκείνο ξέφωτο για να ψηλώσει, ότι έχει ακονιστεί και σφυρηλατηθεί επιτυχώς στο αμόνι της αυτογνωσίας, αλλά και της γλωσσικής-εκφραστικής δεξιότητας δίνοντας ποιήματα λεπταίσθητα με πολλές ενδιαφέρουσες στοχαστικές πτυχές πάνω στην άρρηκτη σχέση του ανθρώπου με την πρώτη πατρίδα, με την Ιστορία, τη σχέση του με τη διασάλευση του χρόνου, τη διαχείριση της μνήμης και οπωσδήποτε στη σχέση του ανθρώπου με την «συγκατοίκησή» του με μια μελαγχολία πυκνή και δημιουργική που αναπλάθει την υψηλή αισθητική της ύπαρξης.
Παραθέτω αυτούσιο ένα έξοχο ποίημα που αφορά στην αντιπελάργηση με τίτλο «Ο κύκλος» : Υγρά τα μάτια σου το απόγευμα όπως έσκυβες/ κοντά κοντά στο πρόσωπό μου κι απορούσες/ πώς σ’ εγκατέλειψαν οι λέξεις, πώς σ΄ αρνήθηκαν/ κι ούτε μια τοσοδά σωστή πια δεν νογούσες./ Έμοιαζες άδολο μικρό παιδάκι άβουλο/ και πιο μικρός, μωρό γινόσουν κάθε μέρα/ πίσω ξανά προς την αρχή ο κύκλος έκλεινε/. Κι ήμουν εγώ πια ο πατέρας σου, πατέρα/.

Τα 51 ποιήματα της συλλογής πέραν της αδιαμφισβήτητης άρτιας τεχνικής τους που εξυπηρετείται από την επιλογή μιας φόρμας ασφαλούς που «τακτοποιεί» τους στίχους συγκροτημένα, εκλύοντας υποδόρια λυρική διάθεση, εσωτερικό ρυθμό και εκφραστική διαύγεια, χαρακτηρίζονται από λειτουργική δομή σαν ποιήματα με σύντομες αφηγήσεις, με αρχή, μέση και τέλος, αλλά και μια μεθοδική εξέλιξη με μια συνέπεια που καθοδηγεί το ξεδίπλωμά τους των έτσι ώστε να καλύψουν ένα ολοκληρωμένο φάσμα ιστορικού, προγονικού και προσωπικού βίου του γράφοντος σε σχέση πάντα με την ιδιαίτερη πατρίδα του και την πνευματική και συναισθηματική επιρροή της στην πορεία της ζωής του, ένα υλικό που ορθώς κατανέμεται σε δύο βασικά κεφάλαια, έτσι ώστε ο αναγνώστης να αποκομίσει το μεγαλύτερο όφελος κατανόησης από την οργάνωση του περιεχομένου και την παράθεση του βιώματος.

Οι κορμοί των δέντρων μοιάζουν να ντύνονται με αναμνήσεις ισχυρές, με σκέψεις που ποτέ δεν κοιμούνται, κι οι λέξεις παράτολμες σαν αθόρυβες πέτρες κατρακυλούν στις ασύμμετρες κλίμακες της ανθρώπινης διαδρομής, στον προσωπικό χωροχρόνο, σε διαδρομές όπου αφθονούν οι πληγές από απώλειες, οι εκδορές και οι ουλές, σε γκρεμούς και χαλάσματα όπου «οι ρίζες οι αρχαίες ενός δέντρου τρανού κι ωραίου της χώρας του πόνου» μεταμορφώνονται σε υπόγεια πλοκάμια που απλώνονται για ν’ ακολουθούν πιστά και να τυλίγουν ενίοτε τον ποιητή στη μεταφυσική διάσταση της ζωής που δεν είναι άλλη από την πνευματικότητά της.
Να πιω νερό, να ριζώσω./ Κουράστηκα να περπατώ μόνος κι ανέστιος./ Δεν τον φοβήθηκα τον βράχο ως τώρα, κοίτα με/ μα τρέμω ν’ απομείνω πάντα «ο ξένος».

Ο στοχασμός και η βαρύτητα του κυλούν σε επεισόδια παρελθόντος χρόνου, η βαρύτητα του στοχασμού διαμοιράζεται σε επιφανειακές διαστάσεις της ζωής, τα υποδόρια ερωτηματικά υπερίπτανται σε σχέση με τη μοίρα και το πεπρωμένο, οι ιδέες αναπαράγονται με φωτεινή έντονη απεικόνιση και μια οδύνη που εξωτερικεύεται χαμηλόφωνα συγκινεί αδιαμεσολάβητα, γιατί δεν έχει ανάγκη από μεσολαβητές, αφήνοντας με αυτόν τον τρόπο την εσωτερική ζωή των ποιημάτων ν’ αναπνέει ελεύθερα.

«Το σοφό νερό» που καθάριο κυλά διαβρώνοντας και διαπερνώντας την τραχύτητα της Ιστορίας, τις άφθονες περιπέτειες της πατρίδας, της ζωής και της τέχνης ταξιδεύει την ποιητική ενσυναίσθηση –το πολύτιμο αυτό εργαλείο του ποιητή- σε υπόγειες διαδρομές μαρτυρώντας την υποδόρια αγωνία του ποιητή για την μετατροπή του χρόνου του σε αιωνιότητα με την προσωρινή ποιητική απόδραση από την ανελέητη γραμμικότητα.
Κι όπως αιώνιο ρέει στη γη από τα σπλάχνα της/ νερό σοφό που γέννησε τον κόσμο/ ποιες ιστορίες τάχα να ‘λεγε θωπεύοντας/ τ’ ολόγυμνο κορμί της σαν την είδα/ γοργόνα του μεσημεριού στ’ άσπρα της βότσαλα/ στο μισοΰπνι, μ’ ανοιχτά μωρού δυο μάτια/.
Με κυρίαρχες τις νότες μιας μουσικής προσωπικής που στεφανώνει την ανθρώπινη μοίρα, ο ποιητής μπορεί να νιώθει μοναχός κι ασήμαντος όσο μια σταγόνα -που όπως όλοι ξέρουν χάνεται στον ωκεανό- αλλά που όπως λίγοι ξέρουν, μπορεί να γίνει κι «ο ωκεανός, κι η θάλασσα, που χάνονται μέσα στη σταγόνα».

.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ B. ΜΠΟΥΡΑΣ

FRACTAL  16/9/2020

Κλασική παιδεία και διακειμενικές αναφορές

Λαρισαίος καθηγητής Μέσης Εκπαίδευσης ο ποιητής, ζει με την οικογένειά του στην Κοζάνη. Φιλοτεχνεί στίχους ποιητικής οξύτητας αξιοσημείωτης. Όπως στο ποίημα για την Ασίνη, που παραπέμπει φυσικά στην σεφερική “Ασίνην τε”. Εκπληκτικής ενάργειας εικόνες, πνιχτός σπαραγμός, βουβή θλίψη, απελπισία εις το έπακρον: “Δεν μένει εδώ ο βασιλιάς, άδειο το κάστρο του / το τρώει τ’ αλάτι του γιαλού και στις επάλξεις / αγκαθερές φραγκοσυκιές σχίνα και μάραθα / κι εκεί που άραζαν περήφανα τα πλοία / σειρές γυμνόστηθες τουρίστριες ξαπλώνονται / με λαδωμένο το κορμί λες κι οι Αργείοι / μόλις τις έβγαλαν μαζί με τ’ άλλα λάφυρα / όταν κουρσέψανε της Τροίας τα παλάτια” (σελ. 62). Ο Σεφέρης όμως πρωταγωνιστεί και στο ποίημα “Ο τόπος μου” (σελ. 54), αφού ο σύγχρονός μας ομότεχνός του επιλέγει ως motto ένα απόσπασμα από την ομιλία του στη Στοκχόλμη. Ο Παλαμάς έχει την τιμητική του σε δύο άλλα ποιήματα: “Πόσοι” (σελ. 21), “Λύκοι” (σελ. 65). Ο Ελύτης ενυπάρχει με στίχους του σε άλλα δυό: “Στην Ιθάκη” (σελ. 41), “Οι παππούδες μας” (σελ. 56).

Αλλά κι ο Καβάφης υπομνηματίζει άλλα δύο πονήματα του σύγχρονου Οδυσσέα: “Η εκδρομή” (σελ. 27), “Ταξιδιώτες” (σελ. 45).

Ο Σικελιανός δανείζει το σύνθημα από το πνευματικό του εμβατήριο στο ποίημα “Χώρα του πόνου” (σελ. 72).

Όπως κι ο Ηρόδοτος συνεχίζει να ιστορεί μέσα από το motto που αναβαθμίζει το ποίημα “Γη και ύδωρ” (σελ. 51).

Η κλασική παιδεία δεν κρύβεται και οι διακειμενικές αναφορές είναι θεμιτές όταν καθαρές είναι. Όπως εδώ.

Δίπτυχη η συλλογή ετούτη: “Μνήμες της ρίζας” και “Ο τόπος μου”. Στο “Αντί προλόγου” (σελ. 13) σύντομη εξήγηση της λογοτεχνικής πρόθεσης, με έμμεσο πλην σαφή τρόπο. Ολοκληρωτική η επιμέλεια του τόμου αυτού από τον ποιητή Κώστα Θ. Ριζάκη, δεν αφήνει κανένα περιθώριο στο όποιο λάθος, εξασφαλίζοντας την μέγιστη δυνατή στιλπνότητα από τεχνικής πλευράς. Σκίτσα στο εξώφυλλο και πριν από τα δύο μέρη, ως διαχωριστικό, φιλοτεχνεί και υπογράφει η Γλύκα Διονυσοπούλου.

.

Ο ΜΕΣΑ ΗΛΙΟΣ  (2018)

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΑΚΟΚΚΙΝΟΣ

Η πρώτη του ποιητική συλλογή η «Μικρή περιήγηση» εκδόθηκε το 1996 από τη Νέα Πορεία του Τηλέμαχου Αλαβέρα και επανεκδόθηκε το 2017 από τις εκδόσεις «Έντυποις» .
Για μια πενταετία και μέχρι το 2001 δημοσίευε ποιήματα του στη Νέα Πορεία και στη συνέχεια σώπασε για μια δεκαπενταετία. Για τους λόγους της σιωπής του είπε σε μια συνέντευξη του «είναι ότι μου πήρε πολλά χρόνια να συνειδητοποιήσω τη διαφορά ανάμεσα στη σεμνότητα και την ηττοπάθεια. Αναρωτιόμουν αν ήμουν σε θέση να γράψω ξανά κάτι αξιόλογο. Ένιωθα πως είχα στερέψει, πως έκανα κύκλους γύρω από τον εαυτό μου, όπως η γάτα που κυνηγάει την ουρά της. Έβλεπα πως κατέληγα σε λόγια που είχα ήδη πει και σε εικόνες που είχα ήδη παρουσιάσει.»
Επανέρχεται το 2016 με τη ποιητική συλλογή «Ψιθυριστά στο φως, στο έρεβος» και την ίδια χρονιά σε ψηφιακή μορφή η νουβέλα «Νυχτοπερπατήματα» . Το 2017 ακολουθεί πάλι σε ψηφιακή μορφή η ποιητική συλλογή Χαϊκού «Αχαρτογράφητα» και τέλος το 2018 έχουμε το διήγημα «Η τροχιά του βέλους» και τη ποιητική συλλογή «Ο Μέσα Ήλιος».
Ή καλύτερα θα συνταξιδέψουμε στα μονοπάτια της αγάπης και του έρωτα με τη ματιά του Δημήτρη Παπακωνσταντίνου μέσα από τα ποιήματα της συλλογής του. Ποιήματα όπου ένας εσωτερικός ήλιος αγάπης μας οδηγεί με το φως του να περπατήσουμε με αισιοδοξία τη ζωή.
Γράφει στο ομότιτλο ποίημα της συλλογής

Μάγισσα, πες μου πώς υφαίνεις τον ιστό
ο χρόνος για να μην περνά, πώς ομορφαίνεις
πώς γαληνεύεις την ψυχή με το τραγούδι σου
αγάπη πόση με κερνάς μ’ ένα σου γέλιο
να ξαποσταίνω να τραβώ ξανά το δρόμο μου
στην απαλάμη του Θεού, έξω στον κόσμο.
Για τον ποιητή αυτό που του δίνει δύναμη και γαλήνη στη ψυχή να συνεχίζει το ταξίδι της ζωής είναι πρώτα η αγάπη για την ίδια τη ζωή. Και με στίχους λυρικούς και εκφραστικούς μας καταθέτει τη προσωπική του θεώρηση για τη ζωή.

Και στο ποίημα «Πρωί Σαββάτου» μας λέει:

Για την αγάπη τραγουδώ, για τη ζωή
για το καθάριο πρωινό και τα λευκά του
φτερά που ο άνεμος ξεδίπλωνε στα μάτια μου
δίχως ανάπαυση μακριά προς τα λιβάδια.
………..

Για να κλείσει το ποίημα λέγοντας μας

Για την αγάπη της ζωής σας τραγουδώ
πρωί Σαββάτου απρόσμενα, τέλη του Μάρτη.

Η αγάπη της ζωής για το ποιητή έχει πολλές εκφάνσεις και στο τραίνο της αγάπης χωράνε όλοι χωρίς διακρίσεις. Γράφει στο ποίημα «Τραίνο»

Τα τσιγγανάκια που μαζεύανε ψιλά
δυο – δυο οι στρατιώτες κουβεντιάζαν και πιο πέρα
ο μουσουλμάνος προσευχότανε ξυπόλυτος
οι ταξιτζήδες νευρικοί με τις βαλίτσες
άνεργες πόρνες ξεχασμένες σου γελούσανε
και τα παιδιά με τα παράνομα τσιγάρα ταξιδεύαν
μέσα σε σύννεφα καπνού, μέσα στο γέλιο τους
την ώρα που το βραδινό τρένο βογκώντας
σφύριζε κι ήτανε αργά να ανεβείς
κι ήταν αργά πολύ αργά για να κατέβεις.
Και μέσα από την αγάπη γεννιέται ο έρωτας που ομορφαίνει το ταξίδι της ζωής και όπως μας λέει στο ποίημα «Σαν όνειρο»
…/…
φεγγάρι κόκκινο που τραγουδά ψηλά και γνέφει.
Ήταν απλή η ζωή κι ο έρωτας παιχνίδι
με μια ξεκούρδιστη κιθάρα στο πλατύσκαλο
μ’ ένα χαμόγελο γλυκό στο παραθύρι

Τα ποιήματα είναι όλα με έντονη εικονοποιία, λυρισμό και μια ρομαντική και τρυφερή ματιά στον έρωτα. Οι στίχοι, πότε χαρούμενοι και πότε θλιμμένοι, με γέλιο ή με θλίψη, μα πάντα γεμάτοι έρωτα κι αγάπη, κυλάνε απαλά σαν ένα ποταμάκι που ξεκινά από τη πηγή που είναι ο συναισθηματικός κόσμος του ποιητή και καταλήγουν στο υποκείμενο του έρωτα για να μας πει: «στον βυθό, στην ασημένια μαύρη κρύπτη των ματιών σου» και «στα βαθιά σου τα νερά δάκρυα αφήσαμε/έρωτας είσαι και μακριά σου πώς να πάμε.»

Ξεχώρισα κάποιους στίχους από διάφορα ποιήματα της συλλογής που θεωρώ ότι δίνουν την εικόνα του ποιητικού ταξιδιού στην αγάπη και στον έρωτα και μας δείχνουν τις πιο βαθιές σκέψεις και τη ψυχή του ποιητή.

Αν θέλεις έλα να μου πεις απ’ την αρχή
αγάπη πρώτη το μικρό σου παραμύθι

Για τα μικρά και τα μεγάλα σου μιλώ
με λόγια φλογερά που δεν αρθρώνω

μικρά τριαντάφυλλα φωτιάς μέσα στον κήπο μου
που κοκκινίζουν από έρωτα και πόθο.

κι έπειτα οι θεσπέσιες ψηλές, τα “σ’ αγαπώ”
γονατιστός να προσκυνώ και να σε θέλω…

Βαθιά βυθίζονταν τα δάχτυλα στη σάρκα σου
χάραζαν νέα μονοπάτια στον πηλό σου
Σ` αγκάλιαζα τις νύχτες νοερά
«κοιμάσαι άραγε», ρωτούσα τρυφερά μη σε ξυπνήσω

Θα σου χαρίσω το καλύτερο χαμόγελο
το αθώο μου το παιδικό θαρρώ σου πάει

Ευλογημένη η στιγμή γυμνός που εγείρεται
μες απ’ τη λάσπη της ψυχής ξανά ο πόθος

Αν άξιζε ποτέ να γεννηθώ η αγάπη το ’δειξε
κι ως τώρα άλλο νόημα δε βρήκα…

μιλώ στον άνεμο ψηλά στ’ άσπρα του σύννεφα
κι απ’ την αγάπη άλλη απόκριση δε θέλω

ο έρωτάς της που πεινούσε για ζωή
ο έρωτάς της που τον χρόνο λησμονούσε

με μιαν ομπρέλα ανοιχτή πάνω στις έγνοιες σου
κι έρωτα αμείλικτο ψιχάλιζε στο δρόμο.

τι νόημα θα ‘χε η ζωή δίχως τα όνειρα
δίχως ταξίδια μακρινά πάνω απ’ τον κόσμο.

Στίχοι από ποιήματα της συλλογής που όλα μαζί συνθέτουν ένα τραγούδι της αγάπης και του έρωτα βγαλμένα από το μέσα ήλιο της ψυχής του ποιητή.
Στο δεύτερο μέρος της συλλογής, « Πουλιά στο σύρμα» είναι έξη ποιήματα βασισμένα σε έξη μονόστιχα του ποιητή Χρήστου Τουμανίδη όπου ο Παπακωνσταντίνου τα αξιοποιεί με το καλύτερο τρόπο.

«Όλα όσα είχα να σας πω, τα είπε η αστραπή» γράφει ο Τουμανίδης για να συνεχίσει ο Παπακωνσταντίνου
«Τι τάχα μένει να ειπωθεί μετά το φως της
τι θα μπορούσε να σωθεί κάτω απ’ τη στάχτη της
τάχα ποιο όνειρο δειλό και ποιο τραγούδι…»

Αξιοπρόσεκτα είναι στο βιβλίο και τα 7 σκίτσα από κάρβουνο της Φωτεινής Καρακίδου που εναρμονίζονται πλήρως με το πνεύμα των ποιημάτων.

.

ΙΩΑΝΝΑ Μ. ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΟΥ

FRACTAL 28/03/2018

«Στα χνάρια της αγάπης»

«Ο μέσα ήλιος» του Δημήτρη Παπακωνσταντίνου είναι συλλογή με ποιήματα ερωτικά, που ξεχωρίζουν για τη λεπτότητα των αισθημάτων. Λέξεις διάφανες, εικόνες δροσερές, αναπολήσεις και κρυφοί πόθοι δημιουργούν έναν ερωτισμό που τον τροφοδοτεί ο «μέσα ήλιος». Ό έρωτας αναδεικνύεται σε πρωταρχική ανάγκη της ψυχής. Ένας έρωτας που σέβεται την ελευθερία, που δίνει διεξόδους, που δε γνωρίζει τον εγωισμό, που κάνει τον άνθρωπο να μένει πάντα νέος. Απόσταγμα ζωής, συναισθήματα ήρεμα, ανυπόκριτα, ζωο-γόνα, αγνά, λυτρωτικά, κατανόηση του ερωτικού συντρόφου, ολοκληρωτικό δόσιμο, οδηγούν σε μία μοναδική επαφή.

Το νόημα Ι

Ζεστό τρεμούλιαζε το δέρμα σου παλλόταν
κυματιστά περνούσε η αγάπη και το πλάνευε
ν’ ανθίσει μέσα στο σκοτάδι ν’ αφεθεί
στ’ απατηλό γλυκό μου παραμύθι.
Αν άξιζε ποτέ να γεννηθώ ήταν που μπόρεσα
να δω το φως μες απ’ τις γρίλιες στο σεντόνι
ν’ αγγίξω τη ζωή με τ’ ακροδάκτυλα
να πιω απ’ το φως της να χορτάσω να μεθύσω.

Αν άξιζε ποτέ να γεννηθώ η αγάπη το ’δειξε
κι ως τώρα άλλο νόημα δε βρήκα…

Ο έρωτας, ασυμβίβαστος, κοιτά πάνω απ’ το πλήθος, ικανοποιεί τον άνθρωπο τον ανήσυχο, τον ελεύθερο, κάνει τον κόσμο φιλόξενο, στοργικό.

Είμαι εδώ

Για τα μικρά και τα μεγάλα σου μιλώ
με λόγια φλογερά που δεν αρθρώνω
μήπως ραγίσω τη σιωπή, όμως τα μάτια μου
στέλνουν μηνύματα πολλά μες στο σκοτάδι.
Σήματα τροχιοδεικτικά δίνουν το στίγμα μου
γιατί είμαι εδώ, γιατί είμαι εδώ
και πια δε φεύγω.

Αντάλλαξα του ταξιδιού τον πόθο το ασίγαστο
της τρικυμίας τον παλμό μέσα στις φλέβες
για λίγα αχνάρια στη βρεγμένη άμμο και δυο όστρακα
που ’ χουν το σχήμα των ματιών σου και τη λάμψη.

Ξαπλώνω στις τραχιές πέτρες κι ανάσκελα
μετρώ φωτάκια μακρινά του γαλαξία
μετρώ στο σώμα μου γυμνό ρίγος πρωτόπλαστο
και στη γαλήνη του γιαλού φωνές κυμάτων
κι έμαθα πια να μην κοιτάω στον ορίζοντα
μήπως φανεί λευκό πανί που πλησιάζει
γιατί είμαι εδώ, που τόσο πόθησα να ’ρθω
και μένω εδώ, αφού είσαι εδώ
και πια δε φεύγω.

Η γυναίκα παρομοιάζεται με τη θάλασσα, «που κανενός ποτέ δεν ήτανε κι όμως δεν ήταν ντροπή να τη λατρεύουν».

Χειρονομίες

Θα μείνω εδώ βουβός να βλέπω να θαυμάζω
πώς παιχνιδίζει η σκιά στον τοίχο απέναντι
όπως λικνίζεσαι και γέρνεις και λυγίζεις
χειρονομίες στη σιωπή με μια λεπτότητα
με μιαν ανείπωτη αιθέρια αρμονία.

Ήχος κανείς να μην ταράξει τη σιωπή.
Μη με ρωτήσεις τι και πώς. όλοι το ξέρουν
πως κανενός ποτέ δεν ήτανε η θάλασσα
κι όμως δεν ήτανε ντροπή να τη λατρεύουν…

Συναισθήματα σιωπηλά, βαθιά, ειλικρινή πρέπει να σωθούν, «να φυλαχθούν μέσα στο δάκρυ». Η αγάπη, άλλοτε φωτιά που αγκαλιάζει τον κόσμο και τον αλλάζει, άλλοτε όνειρο θλιμμένο και μακρινό. Η αλήθεια της γλυκιά και σκληρή ταυτόχρονα. Ψυχές ευλογημένες απ’ το χάδι της, αλλά και άλλες λησμονημένες που έσβησαν στη μοναξιά.

Σαν όνειρο

Να μην τελειώναμε ποτέ μας το ταξίδι
στα γνώριμα σοκάκια να μας έφερνε
αλήτης άνεμος που παίρνει τα μαλλιά
φεγγάρι κόκκινο που τραγουδά ψηλά και γνέφει.
Ήταν απλή η ζωή κι ό έρωτας παιχνίδι
με μια ξεκούρδιστη κιθάρα στο πλατύσκαλο
μ’ ένα χαμόγελο γλυκό στο παραθύρι
κάποια Μαρία μακρινή χλωμή σαν όνειρο.

Ο ποιητής αγαπά χωρίς διακρίσεις.

(Τραίνα ΙV)

Τα τσιγγανάκια που μαζεύανε ψιλά
δυο–δυο οι στρατιώτες κουβεντιάζαν και πιο πέρα
ο μουσουλμάνος προσευχότανε ξυπόλυτος
οι ταξιτζήδες νευρικοί με τις βαλίτσες
άνεργες πόρνες ξεχασμένες σου γελούσανε
και τα παιδιά με τα παράνομα τσιγάρα ταξιδεύαν
μέσα σε σύννεφα καπνού, μέσα στο γέλιο τους
την ώρα που το βραδινό τρένο βογγώντας
σφύριζε κι ήτανε αργά να ανεβείς
κι ήταν αργά πολύ αργά για να κατέβεις.

Τα πρόσωπα σκιαγραφούνται με γραμμές δυνατές και ταυτόχρονα απαλές. Σώματα πρωτόπλαστα με μια δροσιά και καλοσύνη στις κινήσεις και τις εκφράσεις.

Πλατιές εικόνες απ’ τη θάλασσα, τον βυθό, τον ορίζοντα, τον άνεμο, τη βροχή γεμάτες αντιθέσεις, φως, χρώμα, κινήσεις χορευτικές, μουσικότητα, ήχους δημιουργούν την αίσθηση της ελευθερίας, της απεραντοσύνης, της δροσιάς. Το απλό δίνεται με χάρη και καθημερινές απαρατήρητες συμπεριφορές αναδεικνύουν την ομορφιά τους.

Φύλλο μοναχό

Αχ, μεθυσμένο φύλλο μοναχό στο μονοπάτι
χορεύοντας στον άνεμο αφέθηκες
για μια στιγμή κι έπειτα πάνω στα μαλλιά
στους ώμους της θαρρώ, στην αγκαλιά της
-αλήθεια ήτανε εκεί, δεν ήταν όνειρο
θυμάμαι απαλά σε είχε αγγίξει-
τότε που στάλαζε βροχή κρυφά στα μάτια της
τ’ Οκτώβρη μήνα κι η σιωπή κρυφό μαχαίρι.

Ο «μέσα ήλιος» οδηγεί σε μια παντοτινή νεότητα, ακόμα κι όταν το σώμα γερνάει, ακόμα κι όταν ο έρωτας ανοίγει πληγές που ποτέ δεν κλείνουν όσο κι αν ο χρόνος ξεθωριάζει τα συναισθήματα.

Ο ποιητής σμιλεύει στίχους δυνατούς, περιεκτικούς κι εκφραστικούς με μια εσωτερική εκρηκτικότητα, σάμπως τα ερωτικά υποκείμενα να ερωτεύονται διαρκώς σε κάθε στίχο.

Μάτια κλειστά

Πώς θορυβούσανε στο φως, τα βλέφαρά της
πόσες κραυγές αυτή η σιωπή με πόση ένταση
γαλάζιος μωβ ουρανός και οι γραμμές
έντονες ίσες μελανές να υπογραμμίζουν
όσα χαράζει ο ναυαγός μόνος στην άμμο του
τι κι αν κανείς δε θα βρεθεί να τα διαβάσει…

Πώς θορυβούσανε στο φως κάθε που κλείνανε
πόρτες που τρίζουν θλιβερά σαν τις αγγίξεις
μην πέσει φως και μη φανούν στα μέσα δώματα
οι θησαυροί τα μυστικά και της τα κλέψουν.

Κινήσεις, βλέμματα, πόθοι, διαψεύσεις, αναμνήσεις, προσμονές, συναισθήματα τρυφερά ή εκρηκτικά αλληλεπιδρούν και δημιουργούν αυτόματα νέα που υπονοούνται και εισχωρούν στην ψυχή του αναγνώστη σαν σκέψη, σαν προβληματισμός, σαν πρωτόγνωρη αίσθηση. Η δύναμη του έρωτα γονιμοποιεί την καθημερινότητα, τη σημασιοδοτεί. Ο «μέσα ήλιος» γίνεται κυρίαρχος και ωριμάζει τα συναισθήματα.

«Σαν δε ματώσεις να το ξέρεις δε σου άξιζε
σαν δε ματώσεις δεν επόθησες στ’ αλήθεια»,

λέει

“τα δάχτυλά του έμπηξε, τα νύχια του
στη γη ορθώνεται πετά χλωρά κλωνάρια
δίχως νερό παρηγοριά στον ήλιο φλέγεται
μόνος, αθέατος, μα πάντα ανηφορίζει”.

.

ΨΙΘΥΡΙΣΤΑ ΣΤΟ ΦΩΣ, ΣΤΟ ΕΡΕΒΟΣ (2016)

ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΕΛΙΟΠΟΥΛΟΣ

FRACTAL 15/06/2016

Για την ποιητική συλλογή του Δημήτρη Παπακωνσταντίνου

Ψίθυροι στο φως

Όλοι μας έχουμε χαμένα χρόνια […]
Είκοσι χαμένα χρόνια πάντα χρειάζονται για ένα φιλόδοξο παρόν.
(Τίτος Πατρίκιος, Χαμένα Χρόνια)

Είκοσι χρόνια –σε καμιά περίπτωση όμως χαμένα- πέρασαν από την πρώτη ποιητική συλλογή του Δημήτρη Παπακωνσταντίνου, τη «Μικρή Περιήγηση» από τις εκδόσεις της Νέας Πορείας, υπό τη διεύθυνση του αείμνηστου Τηλέμαχου Αλαβέρα. Μετά απ’ αυτό το διάστημα της εκούσιας σιωπής και απουσίας του από το ποιητικό προσκήνιο, ο ποιητής επιστρέφει με τη δεύτερη ποιητική του συλλογή από τις εκδόσεις Πηγή, με τον τίτλο «Ψιθυριστά στο φως, στο έρεβος».

Εμμέσως, στον τίτλο ο Δημήτρης Παπακωνσταντίνου χαρακτηρίζει τα ποιήματά του ψιθύρους. Ο ψίθυρος, αυτή η ελάχιστης έντασης φωνή, είναι η ποιητική του γλώσσα. Μέσα από τους ψιθύρους του μας εμπιστεύεται προσωπικές του στιγμές, χαρές, απώλειες και λύπες, που τον χάραξαν ως φυσικό και ποιητικό υποκείμενο. Ταυτόχρονα, ο ψίθυρος είναι υποδηλωτικός μιας ταπεινότητας, με την οποία τα ποιήματα της συλλογής και ο ποιητής πίσω από τους στίχους περιδιαβάζουν τον κόσμο. Όπως πολύ χαρακτηριστικά δηλώνει στο ποίημα «Μες στη σιωπή»:

Με ψίθυρους αχνούς, στο φως στο έρεβος
αθόρυβα περπάτησα τον κόσμο

Εκείνο που διακρίνει κανείς με την πρώτη ανάγνωση και απαγγελία στα ποιήματα του Δημήτρη Παπακωνσταντίνου είναι ένας εσωτερικός ρυθμός, υπαγορευμένος από σκόρπιους ή συνεχείς ιαμβικούς στίχους, ο οποίος σε παίρνει από το χέρι με τους πρώτους στίχους και σε ταξιδεύει στο νόημα και την ατμόσφαιρα του ποιήματος μέχρι τέλους. Τα ποιήματα, αν και ελευθερόστιχα, διαβάζονται και απαγγέλονται αβίαστα, χωρίς να σκοντάφτει η ροή του λόγου σε κανένα σημείο. Αυτό το στοιχείο αποτελεί μια κατάκτηση του ποιητή μέσα από μια μακρά διαδικασία ωρίμανσης της ποιητικής του έκφρασης. Πρόκειται,

λοιπόν, για μια ποιητική γλώσσα λυρική, πλούσια σε εκφραστικά μέσα (παρομοιώσεις, μεταφορές) και με μια ιδιαίτερα υποβλητική εικονοπλασία, όπως στη «Μέθη του καλοκαιριού».

Στον κάμπο που αναγάλλιασε ζωή μακριά ως τη θάλασσα
Εκόπασε η βροχή στάλα τη στάλα
Κι ο ήλιος γιορτινός χρυσοκλωστές εκρέμασε
Απ’ τις νεφέλες που τ’ αγέρι ταξιδεύει.

Άλλα ποιήματα μοιάζουν σαν να γράφτηκαν με μια ανάσα, σαν να «ήρθε μόνη της η λέξη», ενώ άλλα μοιάζουν πιο δουλεμένα, καρπός μιας μακράς αναμέτρησης του ποιητή με τον στίχο, λες κι «η ποίηση αρνιόταν πεισμωμένα». Ορισμένα ποιήματα αφηγούνται μια ιστορία ή ένα παραμύθι όπως το εξαιρετικά ενδιαφέρον και επίκαιρο «Ένας μικρός-μεγάλος άνθρωπος», ενώ σε άλλα αισθάνεσαι ότι ο ποιητής αιχμαλωτίζει με τους στίχους του μια εικόνα, μια σκηνή ή ένα συναίσθημα, όπως στα καλοδουλεμένα χαϊκού του. Τα χαϊκού του Δημήτρη Παπακωνσταντίνου αποτελούν μια συναισθηματική εξομολόγηση με εικόνες τόσο της φύσης όσο και του σύγχρονου αστικού τοπίου, ενώ παρουσιάζονται με μια ευπρόσδεκτη καινοτομία, όχι εντελώς αυτόνομα αλλά σε κοινές ομάδες με έναν γενικό τίτλο.

Κίτρινα φύλλα
στον άνεμο χορεύαν
καθώς περνούσες.

Σ’ αυτή τη συλλογή ο ποιητής παρατηρεί και καταγράφει, κοιτώντας μέσα από ένα διπλό τζάμι, το μισό φωτεινό και το άλλο μισό σκοτεινό, το μισό στο φως και το άλλο μισό στο έρεβος. Αν θέλαμε να ομαδοποιήσουμε θεματικά τα ποιήματα, θα λέγαμε ότι τα σημεία εστίασης του ποιητικού του στοχασμού είναι τρία: ο γύρω του κόσμος, οι αγαπημένοι του Άλλοι και τέλος ο ίδιος του ο εαυτός.

Παρατηρώντας τον γύρω του κόσμο, μιλά για την άγρια φύση των ανθρώπων, για τον τρόμο και την απαξίωση της ανθρώπινης ζωής, για τη μονότονη ρουτίνα της καθημερινότητας, για τη δική του συνενοχή και λύπη. Η ποίησή του, όμως, δεν κινείται μόνο σ’ ένα γενικό, αφηρημένο και καθαρά στοχαστικό επίπεδο. Μιλά και για το σήμερα, αγγίζει σύγχρονα προβλήματα, όπως την τρομοκρατία και το προσφυγικό στα ποιήματα «Ο Τρόμος» και το «Κεντρικό δελτίο». Ωστόσο, παρατηρώντας τον γύρω του κόσμο, η ποιητική του ματιά δεν τελματώνεται στα σκοτεινά σημεία˙ ανασκάπτει παράλληλα την ελπίδα στη χαμένη αθωότητα, στην παιδικότητα, στα όνειρα και στην κρυμμένη «άνοιξη κάτω απ’ τα βλέφαρα των ονειροπαρμένων».

Στην ποίηση του Δημήτρη Παπακωνσταντίνου η συντροφικότητα, ο έρωτας και η αγάπη είναι κυρίαρχες αξίες. Ο αγαπημένος Άλλος είναι πανταχού παρών, άλλοτε ως ανάμνηση, ως μια σκιά στους τοίχους, έχοντας φύγει κι έχοντας

αφήσει έντονο το σχήμα της απουσίας του, ενώ άλλοτε συντροφεύει με τη φυσική του παρουσία, ως απτή οντότητα.

Δωσ’ μου το χέρι σου να κατεβούμε τα σκαλιά
Πολύ αγαπιέται η ζωή τα μεσημέρια

(Στη μέθη του καλοκαιριού)

Με το θολό του χωρισμού, με το μαβί του έρωτα
ωραία θα ’ταν τα υγρά γλυκά σου μάτια.

(Ωραία θα ’ταν)

Ο ποιητής, στοχαζόμενος και μιλώντας για τον κόσμο και τους αγαπημένους του, καταλήγει να εξετάζει τον ίδιο του τον εαυτό στον καθρέφτη σαν θεατής έργου. Σε πολλά σημεία το ποιητικό του υποκείμενο συμπλέκεται και ταυτίζεται με τον κόσμο που το περιβάλλει, με αγαπημένα του πρόσωπα και μέρη. Όλα αυτά αποτελούν κομμάτια του είναι του, όπως και το είναι του αποτελεί κομμάτι του κόσμου και των αγαπημένων του.

Πλύναμε με ιδρώτα τα ντουβάρια του […]

Δε βλέπαμε αν ήταν φτωχικό.
Κομμάτι ήταν απ’ το ίδιο το κορμί μας
ή μάλλον, το κορμί μας ήτανε κομμάτι του

(Το σπίτι ΙΙ)

Πριν τελειώσουμε, όμως, απομένει μια εκκρεμότητα ν’ απαντηθεί. Τελικά, ο ποιητής πού στέκεται; Πού ανήκει η ποίησή του; Στο φως ή στο έρεβος; Νομίζω πως τα ποιήματα της συλλογής ξύνουν το σκοτάδι του κόσμου, σε καμιά περίπτωση δεν το αποκρύπτουν ούτε το αρνούνται. Ωστόσο, εγκαθίστανται στο φως, στην άνοιξη που περιμένει μετά τον χειμώνα και καταλήγουν με μια σαφώς διατυπωμένη κατάφαση στους κρυμμένους παραδείσους της ζωής.

Κι άκουγα πάλι απ`την αρχή σαν να μην το ’ξερα
το αλφαβητάρι της χαράς και της αγάπης
να φτιάχνει λέξεις μαγικές σα μουσική
στου παραδείσου τη γιορτή νύχτα και μέρα.

(Κι άκουγα τότε απ’ την αρχή…)

.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Συνέντευξη στην Βάνα Κουτσού.

Γνώρισα το Δημήτρη Παπακωνσταντίνου με αφορμή την παρουσίαση της β’ έκδοσης της ποιητικής του συλλογής «Μικρή περιήγηση».Η ποιητική του συλλογή «Μικρή περιήγηση», είχε αρχικά εκδοθεί το 1996 και 21 χρόνια μετά έγινε η επανακυκλοφορία της. Στο μεσοδιάστημα, υπάρχει μια εκδοτική αποχή, η οποία όμως αναπληρώνεται από το 2016, με την έκδοση της δεύτερης ποιητικής του συλλογής, με τίτλο «Ψιθυριστά στο φως, στο έρεβος».

Στη συλλογή «Ψιθυριστά στο φως, στο έρεβος», κάποια ποιήματα  έχουν μια θλιμμένη γλυκύτητα, άλλα μια σκοτεινιά και μια σκληρότητα, χωρίς όμως να γίνονται ωμά, πάντα με την ποιητική αύρα να τα τυλίγει, με το μήνυμα άμεσο και τρανταχτό. Κοινωνικά προβλήματα, προσωπική αναζήτηση, αναμνήσεις, συνθέτουν ένα πολυποίκιλο τοπίο που πιστεύω θα απολαύσει ο κάθε αναγνώστης. Τον ευχαριστώ θερμά για τη συνέντευξη που μου παραχώρησε, χωρίς δεύτερη σκέψη όπως μου έγραψε στην επικοινωνία μας και για την αφιέρωση που μου χάρισε στο βιβλίο του και του εύχομαι μια υπέροχη και γεμάτη πορεία, όπως πιστεύω ότι θα έχει.

Ποια είναι η θεματολογία με την οποία σου αρέσει να ασχολείσαι στην ποίησή σου;

Η ποίηση κινείται πάντα σε δυο βασικούς άξονες: Στον έρωτα και στον θάνατο. Είναι από τη μια ύμνος στη ζωή κι από την άλλη δέος απέναντι στο κενό της ανυπαρξίας. Δεν θα μπορούσε η δική μου ποίηση να αποτελέσει εξαίρεση. Συνειδητά πάντως αποδιώχνω την εικόνα του κενού, του τέλους, της «Μεγάλης Εξώπορτας», όπως λέω σε κάποια ποιήματά μου και προσπαθώ να γεμίσω τους στίχους μου με το φως της αγάπης. Δεν εννοώ πως η ποίησή μου είναι ερωτική. Ερωτική ποίηση περιέχεται μόνο στην υπό έκδοση συλλογή μου, «Ο Μέσα Ήλιος». Αναφέρομαι στην αγάπη για τη ζωή. Στην αγάπη για τα μικρά και τα ασήμαντα της καθημερινότητας. Η αγάπη είναι ανεξάντλητο θέμα.

Πες μου λίγα λόγια για την πρώτη σου ποιητική δουλειά, «Μικρή περιήγηση».

Η «Μικρή Περιήγηση» είναι η ποιητική συλλογή της νιότης μου. Γράφτηκε όταν ήμουν πολύ νέος, ανάμεσα στα έτη 1990-1993.Την εποχή εκείνη δεν περνούσε από το μυαλό μου η σκέψη πως αυτά τα ποιήματα θα εκδίδονταν κάποτε. Έγραφα μόνο για μένα και έκρυβα επιμελώς τα χαρτιά μου. Μετά το 1993 άρχισε η προσπάθειά μου να τα εκδώσω. Η έκδοση έγινε τελικά το 1996. Ο εκδότης μου, ο αείμνηστος Τηλέμαχος Αλαβέρας, μου έλεγε με έμφαση πως «η ποίηση είναι το προσωπικό μας αποτύπωμα και μας ακολουθεί για πάντα». Ήμουν πολύ νέος κατά την άποψή του κι έτσι πέρασαν τρία ολόκληρα χρόνια μέχρι να μου δώσει την οριστική του απάντηση. Η τριετής αυτή αναμονή ήταν για μένα μεγάλο μάθημα. Με ευγνωμοσύνη τον θυμάμαι!

Γιατί υπάρχει αυτό το συγγραφικό κενό των 20 χρόνων στην πορεία σου;

Υπήρξε ένα κενό δεκαπέντε κι όχι είκοσι χρόνων. Μετά την έκδοση της «Μικρής Περιήγησης» συνέχισα να γράφω και να δημοσιεύω ποιήματά μου στο λογοτεχνικό περιοδικό «Νέα Πορεία». Νομίζω πως το τελευταίο ποίημα αυτής της περιόδου γράφτηκε το 2001, κι ήταν εκείνο με το οποίο υποδέχτηκα στη ζωή τη δεύτερη κόρη μου. Θυμάμαι που το έγραψα πάνω σε ένα χαρτομάντιλο με δάκρυα στα μάτια, έξω από το μαιευτήριο τη μέρα που γεννήθηκε. Δεν σου απάντησα όμως ακόμα για ποιους λόγους άφησα «να χαθούν» δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια. Η πιο ειλικρινής απάντηση είναι ότι μου πήρε πολλά χρόνια να συνειδητοποιήσω τη διαφορά ανάμεσα στη σεμνότητα και την ηττοπάθεια. Αναρωτιόμουν αν ήμουν σε θέση να γράψω ξανά κάτι αξιόλογο. Ένιωθα πως είχα στερέψει, πως έκανα κύκλους γύρω από τον εαυτό μου, όπως η γάτα που κυνηγάει την ουρά της. Έβλεπα πως κατέληγα σε λόγια που είχα ήδη πει και σε εικόνες που είχα ήδη παρουσιάσει.

Τη «Μικρή Περιήγηση» την είχαν υποδεχτεί με πολύ επαινετικό τρόπο καταξιωμένοι ποιητές. Ο μεγάλος Γ. Βαφόπουλος διαβάζοντας τα ποιήματά μου από το χειρόγραφό μου, πριν ακόμη εκδοθούν, είχε πει «είναι ευπρόσωπα». Ακολούθησε μετά η κριτική του καθηγητή και ποιητή Π.Β. Πάσχου στη «Νέα Εστία», η επιστολή του ποιητή Σωκράτη Σκαρτσή, τα επαινετικά λόγια του ποιητή Γιώργου Βέη, η επιστολή του καθηγητή Φάνη I. Kακριδή, του ποιητή και καθηγητή Κώστα Στεργιόπουλου και πολλών άλλων σημαντικών προσώπων που είχαν τη γενναιοδωρία να στηρίξουν ηθικά έναν παντελώς άγνωστο ποιητή στο ξεκίνημά του. Δεν ήθελα να τους απογοητεύσω! Ήθελα να επανέλθω με κάτι αξιόλογο. Αυτό όμως το «κάτι» δεν ερχόταν. Και δεν ερχόταν γιατί είχα πάψει πια να γράφω για τον εαυτό μου. Σε κάθε βήμα μου ένιωθα πάνω μου τη βαριά σκιά των ανθρώπων που με είχαν στηρίξει. Πάντως, δε θεωρώ χαμένα αυτά τα χρόνια. Δούλεψαν μέσα μου με τον τρόπο τους για να ωριμάσω ποιητικά.

Τι άλλαξε στον τρόπο που γράφεις όλα αυτά τα χρόνια;

Η ποίησή μου ήταν λυρική και λυρική παρέμεινε. Υπάρχει πάντα μια εσωτερική μουσικότητα, ένας διαρκής ρυθμός. Δυσκολεύομαι να εντοπίσω διαφορές ανάμεσα στον τρόπο που έγραφα και τον τρόπο που γράφω σήμερα. Όταν αγαπάς κάτι πολύ, δεν είσαι σε θέση να το κρίνεις αντικειμενικά. Συνήθως, η ποίηση της νιότης αγαπά την υπερβολή. Η χαρά δίνεται με εκρήξεις φωτός και η λύπη με κατρακύλισμα στον ίδιο τον Άδη. Θέλω να πιστεύω πως η ποίησή μου έγινε με τα χρόνια πιο μεστή και πιο συγκρατημένη. Αυτό όμως, μόνο οι κριτικοί κι οι αναγνώστες μου μπορούν να το πουν με σιγουριά.

Τι πρέπει να περιμένει ο αναγνώστης διαβάζοντας τη συλλογή «Ψιθυριστά στο φως, στο έρεβος»;

Νομίζω πως μπορεί να βρει μέσα στα λόγια μου τις δικές του χαρές και λύπες. Τις δικές του φωτεινές και σκοτεινές μέρες. Η ζωή μας είναι μια πορεία στο φως και στο σκοτάδι. Ο αναγνώστης ας μην εκπλαγεί αν ανακαλύψει μέσα στους στίχους μου κομμάτια της δικής του ψυχής.

Ποια είναι τα σχέδιά σου από δω και πέρα, οι συγγραφικοί σου στόχοι;

Η ποίηση είναι πείνα που δε χορταίνεται. Σκοπεύω να συνεχίσω. Με μαγεύει η δύναμη του λόγου. Έχω ανάγκη την έκφραση μέσα από την ποίηση. Δεν ξέρω πού θα με βγάλει αυτή η προσπάθεια. Ο ποιητής πλέει πάντα σε αχαρτογράφητα ύδατα.

Ποια η συμβουλή σου σε αυτούς που καταπιάνονται πρώτη φορά με την ποίηση;

Η ποίηση προϋποθέτει σεβασμό στον Άνθρωπο. Προϋποθέτει αγάπη. Προϋποθέτει κόπους και απογοητεύσεις. Δε δίνει εύκολα τους καρπούς της. Ενώ απαιτεί αφοσίωση, δεν ανταμείβει πάντα τις προσπάθειες. Για τους λόγους αυτούς, η βασική συμβουλή μου είναι «υπομονή». «Υπομονή, σεμνότητα και μελέτη». Διαπιστώνω στις συζητήσεις μου με ομότεχνους πως δε διαβάζουν. Αρκούνται στους παλιούς κι αναγνωρισμένους ποιητές των σχολικών μας βιβλίων. Η ποίηση όμως εξελίσσεται, όπως και κάθε άλλη τέχνη. Η ίδια η ζωή κυλά διαρκώς κι αλλάζει. Πώς θα ακολουθήσουμε την πορεία της, αν έχουμε στάσιμο νου;

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.